Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Τροφή εἰς χρῆμα



Σκονισμένο δωμάτιο μὲ δύο λάμπες, ψάθινη σκούπα, τὸ φαράσι, τὸ σκοτεινὸ παράθυρο. Ἡ καθαρίστρια σπανίως ἐπισκέπτεται καὶ ποτὲ δὲν ἐνοχλεῖ. Ἡ Χριστίνα –περισσότερο ἀπὸ περιέργεια- ἀπεδέχθη τὴν εὐγενικὴ πρόσκληση, στὴν ἀρχὴ κάθησε στὴ μέση κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μίας λάμπας, εἶχε ἀκούσει ἀπὸ ἄλλους πὼς ἦταν ἐντάξει, κανεὶς ἐδῶ δὲν ἤθελε νὰ κάμψει τὴ μοναξιά, κανεὶς δὲ φαινόταν, κανένας ἄνθρωπος δὲν τὴν ἀποκάλεσε μὲ τ’ ὄνομά της, κανεὶς ποτὲ δὲν ἦλθε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια πού σύχναζε ἐδῶ. Μόνον ὁ Προμηθεύς, τὸ προνοητικὸ τρωκτικὸν τῆς βιβλιοθήκης, πού ἐνδεχομένως νὰ ἦτο καὶ ὁ οἰκοδεσπότης, εὐφυὴς λαϊκὸς ἥρως, ἕνας ἀλητήριος τσαρλατάνος πού ἀψηφοῦσε τὴν ἀνθρώπινη ἰσχύ, ροκάνιζε τὰ ἐξώφυλλα ἐγκαταλελειμμένων βιβλίων καί, ὅπως ὁ μυθικός του συνονόματος, ἔκλεβε τὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο γιὰ νὰ τὴ δωρίσει στοὺς προσκεκλημένους του. Ὁ Προμηθεὺς δὲν ἔκανε ποτὲ καμμιὰ προσπάθεια νὰ προσαρμοστεῖ στὸν ἐρημικὸ ἀνθρώπινο κόσμο, παρόλο πού ἔδινε τὴν ἐντύπωση τοῦ εἰλικρινοῦς χαρακτῆρος, δὲν ἐνεπλάκη ποτὲ στὴν ἑρμηνεία γεγονότων, στὴ διαταραχὴ τῆς κατανοήσεως, τῆς φιλίας, τῆς ἀπομονώσεως, ὅλων αὐτῶν πού δυσχεραίνουν τὴν ἀναπνευστικὴν ἱκανότητα. Εἶχεν ἀναπτύξει ἀνθεκτικότητα στὴν ἀμφιβολία, εἶχεν ἀναγνωρίσει τὴν ἀποτυχία ὡς μία ἀπὸ τὶς βασικὲς προϋποθέσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς.


Ἡ Χριστίνα θὰ ὁρκιζόταν πὼς εἶχε δεῖ τὸν Προμηθέα σὲ πολλὰ διαφορετικὰ μέρη, πιὸ πρόσφατα τὸν πῆρε τὸ μάτι της στὸν πρῶτον ὄροφο τοῦ νοσοκομείου Siriraj. Ὁ Προμηθεὺς ἦτο παντοῦ ξένος. Στὸν νεοσύστατο ὅμως κόσμο, ἡ ξενιτειὰ ἔχει εὐρεῖς ὁρίζοντες. Ἀρχίζοντας πρῶτα μὲ τὸν ξένο πού ἐμφανίζεται ὅλο καὶ συχνότερα στὸ κατώφλι τῆς πόρτας, πού εἶναι κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὴν ὀθόνη τοῦ ὑπολογιστῆ, μέσα στὸ ἀνώνυμο πλῆθος τοῦ σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ, τοῦ ἑστιατορίου ὅπου τρώγω τὰ μεσημέρια, καὶ τέλος ἐν μέσῳ τοῦ χάους τῆς δύσμοιρης αὐτῆς χώρας. Ἡμίφως, σχεδὸν βαθὺ σκότος καὶ ἀβεβαιότης. Τὸ ἀμετάκλητο ἀποτόλμημα, τὸ μονόδρομο ταξίδι χωρὶς ἐπιστροφή, ἀλλὰ καὶ ἡ περισυλλογή, ὁ βαθὺς διαλογισμός. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀπουσία, ὁ πόνος, ἡ φύσις τῆς ἐλπίδος, τῆς ἐγκαταλείψεως, τῆς ἀπογοητεύσεως, τῆς κοινῆς ἐμπειρίας, τῆς μοναχικῆς ἐπιβιώσεως καὶ τοῦ μοναχικοῦ θανάτου, ἡ ἀναζήτησις ἀξιῶν, ἡ ἱκανότης σκέψεως, ἡ δράσις ἢ ἡ ἀπραξία, ὁ χρόνος, ἡ ὕπαρξις ἢ ἡ ἀνυπαρξία, ἡ ἔνδεια καὶ ἡ ἀδυναμία τῶν γλωσσικῶν ἰδιωμάτων νὰ ἐκφράσουν τὴν περιπλοκότητα τοῦ ἐσώτερου “εἴναι” καὶ οὕτω καθεξῆς. Οἱ ρίζες εἶναι ἴσως ἡ πιὸ σημαντικὴ καὶ λιγότερο ἀναγνωρισμένη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς.


Ἡ ποίηση ἡ μόνη ἑορτή, εἴτε μέρα εἴτε νύχτα ἀποσαφηνίζει τὴ διάκριση μεταξὺ πιθανοῦ καὶ ἀπίθανου καὶ πληρώνει τὰ ἔξοδα γιὰ τὴν μετάβαση στὸ ἀπόμακρο. Δίδει ἁπλὲς ἀπαντήσεις στὶς ἐπίπονες ἐρωτήσεις, θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση, ἐκμηδενίζει τὸν δεσμευτικὸ λόγο, ἀπελευθερώνει φυλακίζοντας τὴ δημιουργικὴ ἐσωτερικότητα. Ἡ ποίηση ἀπαιτεῖ ἐνθουσιασμό, ἀπερισκεψία, ἤρεμη διαύγεια, μειώνει, περισυλλέγει, γρηγορεῖ. Ἴσως τὸ μόνο πρόβλημα νὰ εἶναι πὼς ὅσο περισσότερο κανεὶς τὴν προσεγγίζει τόσο περισσότερο συνειδητοποιεῖ τὴν ἀπώλειά της.

- Οἱ μόνες ἔντιμες λέξεις; -ἐδιάβαζε φωναχτὰ- οἱ μόνες λέξεις μὲ ἀκεραιότητα; 
- Δὲν ὑπάρχει καμμιά. Μόνο ἡ σιωπὴ (ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τότε ἡ διαφθορὰ εἶναι παροῦσα).

Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀπεσύρθη ἀπὸ τὴ σκηνὴ ὁ Προμηθεύς, ἔλαβε τροφὴ εἰς χρῆμα καὶ μερικὲς ἐπιπλέον τῆς ἀδείας ἡμέρες πορείας. Ἐπεβιβάσθη τοῦ πλοίου τῆς γραμμῆς καὶ ἀνεσύρθη εἰς τὸν λιμένα τοῦ προορισμοῦ του ὡς ἕνα τσουβάλι ἐλιὲς μετὰ ἀπὸ μία νύχτα δυσχερῶν καιρικῶν συνθηκῶν καὶ λίτρα βότκας. Πρὸ τῆς ἀναχωρήσεως, ἡ κόρη του τὸν ἀγκάλιασε σφιχτά, ὁ ἄγγελος τοῦ θανάτου ἐξέφρασε τὴ λύπη του πού θὰ ἔπρεπε νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὴ ζωὴ αὐτὸς ὅμως εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος πού λειτουργοῦν τὰ πράγματα. Αὐλαία...




-Προϋπόθεση τοῦ «εἶναι» εἶναι ἡ παρουσία κάποιου νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς ὑπαρκτή, ὁ λόγος του νὰ γίνεται ἀντιληπτός. Ὁτιδήποτε «εἶναι» εἶναι μία ἰδέα τοῦ νοός. Ὡς ἐκ τούτου ἔχω τὴν ἀσφαλῆ πεποίθηση ὅτι ὁ Προμηθεὺς ἐξακολουθεῖ τὸ ἐποικοδομητικό του ἔργον... 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου