Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ὑπερρεαλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ὑπερρεαλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Ἀκηδία

Κάποτε μποροῦσε νά ταξιδεύει γιά μέρες καί νά παραμένει ἀκμαῖος γιά πολύ καιρό μετά τό ταξίδι ἀκόμα καί γιά δυό βδομάδες χωρίς νά τόν ἐπηρρεάζουν οἱ μεταβολές τῆς ὧρας. Ἀλλά τώρα ἀποπροσανατολίζεται εὔκολα. Ἔφτασε στό λιμάνι μετά τό σούρουπο. Ἔριχνε μιά ψιλή βροχή καί αὐτό δυσκόλευε ἀκόμα περισσότερο τήν προσπάθειά του νά βρεῖ τά κατατόπια. Εἶχε σχεδιάσει ἀπό τὀ λιμάνι νά ἀκολουθήσει τήν Ἀκτή Κουντουριώτη πού θά τόν ὁδηγοῦσε στήν πλατεῖα μέ τά δελφίνια καί τό συντριβάνι καί μετά θά μποροῦσε εὔκολα ἀπό κεῖ νά βρεῖ τήν Μπουμπουλίνας. Ὅμως μετά βίας θά ἔλεγε πώς ἦταν στό ἴδιο λιμάνι στόν τόπο πού εἶχε ζήσει στό παρελθόν. Δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει. Χάθηκε στήν Βασιλέως Παύλου καί βρέθηκε νά περπατᾶ σέ ἐλικοειδεῖς μισοφωτισμένους δρόμους πού τόν ὁδήγησαν πίσω ἀπό τά κτίρια πού ἐκεῖνα τά χρόνια στέγαζαν τά γραφεῖα τῆς Ὀλυμπιακῆς καί μετά στήν πλατεῖα τοῦ σταθμοῦ τῶν ΚΤΕΛ ὅπου τώρα ὑπῆρχαν πολλά σπίτια καί ἀπό τίς δυό πλευρές τοῦ δρόμου. Ἐπέμεινε νά προχωρᾶ σκοντάφτοντας συχνά στό σκοτάδι ἐλπίζοντας κάποια στιγμή πώς θά γύριζε στήν κεντρική πλατεῖα τῆς ἀγορᾶς μέ τό τζαμί ὅπου θά μποροῦσε νά προσανατολιστεῖ εὐκολότερα ἤ θά συναντοῦσε κάποιον νά τόν βοηθήσει. Ὅταν πιά κουράστηκε θεώρησε πώς ἡ καλύτερη λύση θά ἦταν νά ἐπιλέξει τυχαῖα ἕνα ἀπό τά φωτισμένα σπίτια νά χτυπήσει τήν πόρτα καί ἐκεῖνοι πού θά ἄνοιγαν μπορεῖ νά τόν θυμόντουσαν.

Σταμάτησε τυχαῖα μπροστά ἀπό μιά ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Ἀκτῖνες φωτός δραπέτευαν ἀπό τίς χαραμάδες τῆς πόρτας καί ἀπό μέσα μποροῦσε νά ἀκούσει φωνές καί γέλια. Κτύπησε δυνατά γιά νά σιγουρευτεῖ πώς θά τόν ἄκουγαν παρά τίς ἠχηρές τους συζητήσεις. Ἀλλά ἐκείνη τή στιγμή ἄκουσε πίσω του μιά γυναικεῖα φωνή νά λέει “Γειά σου”.
Γύρισε νά δεῖ ποιά ἦταν. Μιά γυναῖκα γύρω στά εἴκοσι πέντε πού φοροῦσε τριμένα μπλουτζήν καί μιά σχισμένη μπλοῦζα, στεκόταν στό σκοτάδι λίγο μακρύτερα.
“Νωρίτερα μέ προσπέρασες χωρίς νά σταματήσεις” εἶπε, “παρόλο πού σέ φώναξα”.
“Ἀλήθεια; Συγγνώμη, δέν σᾶς ἄκουσα.”
“Εἶσαι ὁ Κώστας ἔτσι δέν εἶναι;”
“Ναί” ἀπάντησε κάπως ἔκπληκτος.
“Ἡ Φύλλια, σέ ἀναγνώρισε καθώς περνοῦσες μποστά ἀπό τόν σταθμό τῶν ΚΤΕΛ. Ἤσουν σέ κείνη τήν παρέα δέν εἶναι ἔτσι; Μέ τόν Γιάννη, τόν Μανώλη καί τήν Ἀμαλία, τήν Νίτσα καί τούς ἄλλους.”
“Ναί,” ἀπάντησε. Ἀνέφερε μερικά ὀνόματα τόν Ἀλέκο, τήν Βάσω, τόν Γρηγόρη, τόν Σταμάτη, τήν Καιτούλα γιά νά διαπιστώσει ἄν τό κορίτσι θά ἀναγνώριζε κανένα ἀπό ἐκεῖνα τά πρόσωπα. “Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅμως πώς ὅλα αὐτά ἔγιναν ὅταν ἤσασταν πολύ μικρή ἴσως καί νά μήν εἴχατε γεννηθεῖ τότε” εἶπε. “Ἐκπλήσομαι μέ τό γεγονός πώς γνωρίζετε αὐτά τά πράγματα.”
“Ναί αὐτά συνέβησαν πολύ πρίν γεννηθῶ ἀλλά ἡ μητέρα τῆς Φύλλιας, ἡ Χριστίνα, μᾶς ἔχει μιλήσει μέ λεπτομέρειες γιά ὅλους σας. Ἔτσι γνωρίζουμε περισσότερα ἀκόμα καί ἀπό τούς γηραιότερους πού ἔμεναν τότε ἐδῶ. Ἡ Φύλλια σέ ἀναγνώρισε ἀμἐσως ἀπό τίς φωτογραφίες.”
“Δέν εἶχα ἰδέα πώς οἱ νέοι ἐπιδεικνύουν τέτοιο ἐνδιαφέρον γιά τό παρελθόν μας. Συγγνώμη πού σᾶς προσπέρασα προηγουμένως, καταλαβαίνετε σ’αὐτή τήν ἡλικία κανείς ἀποπροσανατολίζεται εὔκολα μετά ἀπό ἕνα μακρύ ταξίδι μέ τό καράβι.”

Ξανακτύπησε πάλι τήν πόρτα, αὐτή τή φορά μᾶλλον ἀνυπόμονα, ἄν καί δέν ἤθελε νά φέρει σέ πέρας τή συζήτηση μέ τό κορίτσι. Ἐκείνη τόν κοίταξε γιά μιά στιγμή, καί μετά ἀπό λίγο τόν εἶπε, “Ὅλοι σας ἀπό ἐκείνη τήν ἐποχή εἶστε ἔτσι. Ἡ Χριστίνα γύρισε πρίν λίγα χρόνια. Τό ‘13, ἤ μπορεῖ τό ‘14. Ἦταν ἔτσι ὅταν πρωτοῆρθε, λίγο ἀόριστη καί ἀσαφής. Φαίνεται πώς μένει αὐτό τό κουσούρι μετά ἀπό τά συνεχῆ ταξίδια.”

Μερικές φορές συμβαίνει νά εἶσαι μέ τούς φίλους σου καί μετά νά μήν ἔχεις φίλους. Καί ἡ φιλία ἔχει περάσει. Καί ὅλες οἱ παλιές μέρες ἔχουν χαθεῖ καί ἐν τῶ μεταξύ τό νερό στό συντριβάνι μέ τά δελφίνια νά ἔχει ἀδειάσει. Μερικές φορές νομίζεις πώς ἀγαπήθηκες, πώς οἱ ἄνθρωποι σέ συμπαθοῦσαν καί μετά διαπιστώνεις πώς αὐτό δέν συνέβη ποτέ. Δέν ἀγαπήθηκες καί ἡ ἀγάπη εἶναι παρελθόν. Καί ὁλόκληρες χαμένες μέρες καί ἐν τῶ μεταξύ τό νερό στό συντριβάνι μέ τα δελφίνια ἄδειασε ὅλο στό δρόμο. Καί μερικές φορές θέλεις νά ἐξηγήσεις καί μετά δέν θέλεις νά μιλήσεις σέ κανένα. Καί ὕστερα ἡ εὐκαιρία νά δώσεις ἐξηγήσεις ἔχει χαθεῖ. Καί μετά συμβαίνει πώς δέν ἔχεις νά πᾶς πουθενά. Καί κατόπιν ἐλπίζεις πώς ὑπάρχει ἕνα μέρος πού θά μποροῦσες νά πᾶς καί νά φιλοξενηθεῖς ἐκεῖ ὅπως ἐκεῖνα τά χρόνια τά περασμένα. Μετά διαπιστώνεις πώς ἡ εὐκαιρία ἐχάθη. Ἀναρωτιέσαι ἄν ὅλα αὐτά ἔχουν σημασία καί μόλις ἡ σκέψη αὐτή σέ κατακλύζει σταματοῦν τά πάντα νά ἔχουν σημασία. Τό συντριβάνι ὅμως μέ τά δελφίνια ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ἐκεῖ στεγνό.

“Ὧστε ἔτσι λοιπόν. Ἡ Χριστίνα εἶναι ἐδῶ. Ξέρετε, δέν ἦταν τίποτα σημαντικό. Εἶναι σαφές πώς κανείς δέν ἔχει πρόσβαση σέ ὁλόκληρη τήν ἀναπτυξιακή διαδικασία ἑνός ἀτόμου καθώς στίς κοινωνικές μας ἀλληλεπιδράσεις ἔχουμε τή δυνατότητα νά βλέπουμε σύντομα στιγμιότυπα τῆς ζωῆς ἑνός ἀτόμου, καί στήν εἰκόνα πού σχηματίζουμε γιά κάποιον εἶναι ἀδύνατο νά συμπεριλάβουμε τά πάντα λαμβάνοντας ὑπόψη τόν μετασχηματισμό ἑνός ἀτόμου ἀπό τή γέννησή του μέχρι τήν τελική του ἐξάχνωση. Ἔτσι εἶναι εὔκολο κανείς συχνά νά φτάνει σέ λανθασμένα συμπεράσματα.”
“Παρεμπιπτόντως μήπως ξέρετε ποιός μένει σ’αὐτό τό σπίτι;” Κτύπησε ξανά τήν πόρτα.
“Οἱ Ἀμπατζόγλου” ἀπάντησε τό κορίτσι.
“Τό σπίτι τους εἶναι παλιό. Πιθανόν νά σέ θυμοῦνται.”
“Οἱ Ἀμπατζόγλου” ἐπανέλαβε, ἀλλά τό ὄνομα δέν τόν θύμιζε πολλά.
“Γιατί δέν ἔρχεσαι στό σπίτι μας; Ὅλοι μας θά τό θέλαμε πολύ. Θά ἦταν μιά καλή εὐκαιρία γιά μᾶς νά μιλήσουμε σέ κάποιον γιά ἐκεῖνες τίς ἡμέρες.”
“Θά ἤθελα πολύ νά ἔρθω ἀλλά πρῶτα καλύτερα νά τακτοποιηθῶ ἐδῶ. Οἱ Ἀμπατζόγλου εἴπατε.”
Κτύπησε πάλι τήν πόρτα αὐτή τή φορά δυνατότερα.Τελικά ἡ πόρτα ἄνοιξε ρίχνοντας φῶς στόν δρόμο. Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος στάθηκε στήν πόρτα. Τόν ἐξέτασε προσεκτικά γιά μερικά λεπτά, καί κατόπιν ρώτησε “Εἶσαι ὁ Κώστας ἔτσι δέν εἶναι;”
“Ναί, μόλις ἔφτασα, τό ταξίδι μέ τό καράβι εἶναι μακρύ καί πιάνει σέ ὅλα τά νησιά πρίν φτάσει ἐδῶ.”
Ὁ ἡλικιωμένος κύριος σκέφτηκε γιά λίγο καί εἶπε, “Καλά πέρασε μέσα.”

Τό δωμάτιο ἦταν μικρό, ἀκατάστατο, τασάκια γεμᾶτα ἀποτσίγαρα, καπνός, ἕνα ραδιόφωνο, βιβλία, μερικά σπασμένα ἔπιπλα. Μιά λάμπα δίπλα στό τραπέζι ἦταν ἡ μοναδική πηγή φωτός, πού τόν ἔδωσε τήν δυνατότητα νά μετρήσει μερικές καμπουριαστές φιγοῦρες νά κάθονται γύρω-γύρω στό μικρό δωμάτιο. Ὁ ἡλικιωμένος κύριος τόν ὁδήγησε σέ μιά καρέκλα δίπλα στή λάμπα. Φωνές γύρω του ρωτοῦσαν ἐάν εἶναι καλά, ἄν ἔρχεται ἀπό μακρυά, ἄν πεινάει. Κάποια στιγμή οἱ ἐρωτήσεις τελείωσαν καί μιά σιωπή ἄρχισε νά κρυσταλοποιεῖ πράγματα καί σκέψεις. Γύρισε στήν καρέκλα του προσπαθῶντας νά διαπιστώσει τί γνώριζαν γιά τήν παλιά παρέα οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονταν μέσα σέ κεῖνο τό δωμάτιο. Καθώς ἔκανε αὐτές τίς σκέψεις ξαφνικά κάποια ἔντονη αἴσθηση ἀναγνώρισης ἄρχισε νά τόν διακατέχει. Εἶχε ἐπιλέξει τυχαῖα νά κτυπήσει τήν πόρτα αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλά τώρα μποροῦσε νά δεῖ καθαρά ὅλα τά πολύτιμα τεμάχια τοῦ παρελθόντος του. Στό δωμάτιο αὐτό εἶχε περάσει ἐκεῖνα τά χρόνια πού ἔμενε ἐδῶ. Ἔβλεπε τό σημεῖο πού καθόταν τίς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας, τίς μακρές περιόδους ἡρεμίας πού βυθιζόταν στά βιβλία, τήν καρέκλα, τό κρεβάτι, τό στρῶμα, τό ψυγειάκι, τήν πόρτα, τό παράθυρο πού ἄφηνε ἀνοιχτό τίς καλοκαιρινές μέρες γιά νά μπαίνει φρέσκο ἀεράκι καί ἦταν σίγουρος πώς ἄκουγε τώρα τίς φωνές τῶν φίλων του νά διαπληκτίζονται στήν ταράτσα γιά τήν πολιτική, τήν μουσική, ἤ τήν ποίηση.

Εἶναι βράδυα πού τά ὄνειρα καρφώνονται στή σκέψη καί σέ κατακλύζουν. Ἔτσι καί τώρα στό ὄνειρο ὑπῆρχε μιά συνεχής ἐπίμονη ἐπανάληψη πώς ἀπό τώρα καί στό ἐξῆς θά πρέπει νά φοράω μάσκα. Τί εἴδους μάσκα ρωτῶ τό ὄνειρο. Τή μάσκα τῶν νεανικῶν σου χρόνων, ἀπαντᾶ τό ὄνειρο. Μά τήν ἔχω φορέσει ἤδη αὐτή τή μάσκα, ἀπαντῶ, τήν ἔχω ἐξαντλήσει. Τότε βάλε τή μάσκα τῆς Θεσσαλονίκης, χρησιμοποίησε αὐτή τή μάσκα. Τή μάσκα αὐτή τήν ἔχω χρησιμοποιήσει πολύ, ἀπαντῶ. Ἀνοησίες, λέει τό ὄνειρο, τότε βάλε τή μάσκα τῶν Δωδεκανήσων αὐτή εἶναι ἡ μάσκα πού θά σέ δώσει τήν αἴσθηση τοῦ παραδείσου. Εἶναι πολύ σφικτή, ἀπαντῶ στό ὄνειρο, καί ὅταν τή φορῶ νοιώθω σάν μυρμήγκια νά περπατοῦν πάνω στό πρόσωπό μου. Τότε φόρεσε τή μάσκα τοῦ στρατοῦ τοῦ Xi’an τῆς Κίνας, εἶπε τό ὄνειρο. Τήν φόραγα κι αὐτήν γιά πολύ καιρό, ἀπάντησα στό ὄνειρο, καί τήν Σκωτσέζικη κι ἐκείνη τοῦ Λίβερπουλ, πολλά χρόνια, ὅλες τους εἶναι τόσο δημοφιλεῖς καί κοινότυπες καί ἐφαρμόζουν τόσο εὔκολα. Ἀκόμα κι ἐκείνη τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Mahidol ἔχει πιά γίνει σάν τά καλλοπισμένα πρόσωπα πού μιλοῦν στήν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης. Τό ὄνειρο ἔχασε τήν ὑπομονή του καί ἄρχισε νά κραυγάζει. Πάρτο ἀπόφαση δέν θά ξαναφορέσεις τό πραγματικό σου πρόσωπο, πᾶνε αὐτά πού γνώρισες στό παρελθόν. Θά πρέπει νά φορᾶς μάσκα στό ἐξῆς γιά νά προστατευθοῦν ἄγνωστοι, γνωστοί καί φίλοι ἀπό τίς μολυσμένες λέξεις πού παράγει τό στόμα, ἀπό τίς ἐκφραστικές κινήσεις τοῦ προσώπου πού μαρτυροῦν αἰσθήματα, πού δείχνουν δυσαρέσκεια καί ἀπόρριψη ὑγειῶν προθέσεων αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἐγκριθεῖ ἀπό τάς μή κυβερνητικάς ὀργανώσεις. Πρέπει ὅλα νά καλύπτονται γιά νά ὑπάρχει τάξη.

“Τά εἶπα” λέει τό κορίτσι μέ τό τριμένο μπλουτζήν. “Ἔλα στό σπίτι. Θά μπορέσουμε νά μιλήσουμε γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τήν παλιά ἐκείνη πού μᾶς ἀποκάλυψε ἡ Χριστίνα. Τήν χωρίς μάσκες ἐποχή. Ἔλα πρίν εἶναι ἀργά, πρίν ὅλα ξεχαστοῦν, πρίν ἡ ἀκηδία ἐγκαθιδρυθεῖ ὡς τό μόνο παρελθόν καί μέλλον.”
 


Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

Ἔρωτας καί ἐπανάσταση


Ἄν ἡ ἀφομοίωση στό περιβάλλον εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἕνα τόσο σύνθετο ἔργο ὅσο δέν εἶναι γιά τά ὑπόλοιπα ζωντανά ὄντα, κι ἄν γιά νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος, χρησιμοποεῖ αἰσθήματα καί κρίσεις, αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει ἀνάγκες διαφορετικές ἀπό ἐκεῖνες τῶν ὑπολοίπων ὄντων. Μόνον ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ πολιτισμό καί ἀναπτύσσεται σέ σχέση μ’αὐτόν. Κάτι τέτοιο λοιπόν πρέπει νά σημαίνει ὅτι ὁ πολιτισμός ἀντιστοιχεῖ σέ ἀνάγκες εἰδικά ἀνθρώπινες. Ἀλλά οἱ ζωτικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, σέ σχέση μέ τήν ἐπιθυμία, ὅπως ἄλλωστε καί οἱ ἀνἀγκες ὅλων τῶν ζώων, ἀνάγονται εἴτε στή διατροφή εἴτε στό σέξ. Πρέπει συνεπῶς τώρα ν’ἀνακαλύψουμε σέ ποιά ἀπό τίς δύο λειτουργίες ἀντιστοιχεῖ ὁ πολιτισμός. Δέ μποροῦμε νά καταλήξουμε μέ σύγκριση, ἐφόσον ἡ ἁπλή παρατήρηση τῶν γεγονότων δέν θά μᾶς ἐπέτρεπε νά ταχθοῦμε ὑπέρ τῆς μιᾶς κι ὄχι ὑπέρ τῆς ἄλλης, διότι καί ἡ διατροφή καί ἡ σεξουαλική ζωή τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου διαφέρουν ἀπό τήν διατροφή καί τή σεξουαλική ζωή τοῦ ἄγριου ἤ τοῦ ζώου.

Τό συγκεκριμένο δεδομένο τοῦ ὁποίου ἡ μελέτη θά μᾶς ἐπέτρεπε νά ἀνακαλύψουμε τή φύση τῆς ἀνάγκης τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νά εἶναι κάτι πού χαρακτηρίζει τόν πολιτισμό. Αὐτό πού διακρίνει τό περιβάλλον τοῦ πολιτισμένου εἶναι, ὅπως ἤδη ἔχουμε δεῖ ὅταν μελετούσαμε τό σύμβολο, ἡ διαμόρφωση στό ὑπαρκτό περιβάλλον μιᾶς νέας ἔννοιας, πού δέν ἀφορᾶ ἄμεσα οὔτε στή διατροφή οὔτε στό σέξ: τῆς ἔννοιας τῆς ἀξίας. Τά ἀντικείμενα ἔχουν γιά τόν ἄνθρωπο ἀξία καθεαυτήν ἄρα θά πρέπει νά προχωρήσουμε μέ τή μελέτη τῆς ὑπάρχουσας σχέσης μεταξύ τοῦ ἀντικειμένου ἀξίας καί τῆς ἀνάγκης. Ἡ ἀξία εἶναι εἰδική ἔννοια, εἶναι ἡ κοινωνική μορφή πού τό πολιτισμένο ὄν δίνει στήν ἐπιθυμία του γιά τό ἀντικείμενο. Νά γιατί ἡ δυναμική κίνηση τῆς κοινωνίας δέν ἀνάγεται οὔτε στή διατροφή οὔτε στό σέξ, ἀλλά εἶναι εἰδική καί συνιστᾶ οἰκονομική κίνηση. Κάθε ἀντικείμενο πού ἐπιθυμεῖ ἡ κοινωνία ἔχει οἰνομική ἀξία. Γιά νά γνωρίσουμε τήν προέλευση τοῦ πολιτισμοῦ καί γιά νά καταλάβουμε τόν ψυχολογικό ρόλο τῆς ἀξίας θά πρέπει νά μελετήσουμε τό ἀντικείμενο ὡς σύστοιχο τῆς κοινωνικῆς ἐπιθυμίας σέ σχέση μέ τήν ἐπιθυμία καθεαυτή. Ξέρουμε ὅμως ὅτι τό ἀντικείμενο ἔχει γιά τήν ἐπιθυμία ἀξία σεξουαλική. Ἄρα θά μπορέσουμε ἴσως νά ἀνακαλύψουμε καί τήν προέλευση καί τόν μηχανισμό τῆς δυναμικῆς τοῦ πολιτισμοῦ μέ τή μελέτη τῆς σχέσης μεταξύ τοῦ ἀντικειμένου καί τῆς σεξουαλικῆς ἐνέργειας. Ἡ ἠθική μας θά πρέπει τότε νά εἶναι σύμφωνη μέ τούς νόμους πού καθορίζουν τήν ἐξέλιξη τῆς κοινωνικῆς ἐπιθυμίας. Νά γιατί ἡ ἠθική μας δέ θά πρέπει νά εἶναι ἀντίθετη μέ τή διαλεκτική τῆς οἰκονομικῆς κίνησης τῆς κοινωνίας.
Γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐπιθυμία ἀναζητᾶ τήν ἡδονή: τήν πλήρη καί ὁριστική ἡδονή πού τό Ἐγώ μας συλλαμβάνει προκαταβολικά καί πού τό ὀνομάζουμε εὐτυχία. Γιά τήν κοινωνία, ἡ εὐτυχία θά εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐπιθυμίας της. Ἡ εὐτυχία εἶναι, ἄρα, ἡ ἰδανική ἡδονή, καί τό ἰδανικό τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ἀνακάλυψη τῆς εὐτυχίας. Ἡ εὐτυχία εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἡδονή. Ἡ ἡδονή ἱκανοποιεῖ  ὁλόκληρη τήν προσωπικότητα, στήν συγκινησιακή της ζωή, συνειδητή καί ἀσυνείδητη, στά συναισθήματα καί στό πνεῦμα της. Ἔτσι ἐνῶ τό ζῶο μπορεῖ νά ἀναζητᾶ, καί ὄντως ἀναζητᾶ, τήν ἡδονή, δέν κυνηγάει τήν εὐτυχία, πού εἶναι τέλεια ἡδονή καί πού μόνο ὁ πολιτισμένος μπορεῖ νά συλλάβει, γιατί μόνον αὐτός εἶναι ἱκανός νά ἐκφέρει κρίση καί νά τήν προκαταλάβει. Ὅ,τι χαρακτηρίζει τή συμπεριφορά τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μόνο ὄν πού τήν ἀναζητᾶ, εἶναι καί τό μόνο ὄν πού ἀνακάλυψε μιά συμπεριφορά πού εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἄρνηση τῆς ἡδονῆς καί ἡ ἀντίθεση τῆς εὐτυχίας: τήν αὐτοκτονία. Ὑποστηρίχθηκε ὅτι ὑπάρχουν ζῶα πού αὐτοκτονοῦν. Εἶναι λάθος. Ὅπως κάποιοι ἄνθρωποι, ἔτσι καί κάποια ζῶα μποροῦν νά πεθάνουν ἀπό πόνο, μποροῦν δηλαδή νά χάσουν τήν ἐνέργεια πού τούς εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ἀντισταθοῦν στόν πόνο. Ὅμως ἡ αὐτοκτονία δέν εἶναι τό ἀποτέλεσμα ἔλλειψης ἐνέργειας. Ἀντίθετα γιά νά αὐτοκτονήσεις θά πρέπει νά δράσεις. Ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἀποτέλεσμα συνειδητῆς δράσης, πού κατευθύνεται ἐναντίον τῆς ἴδιας τῆς πηγῆς της, ἐναντίον τῆς ζωῆς της δηλαδή.
Ἀφοῦ ἡ εὐτυχία εἶναι σύστοιχο τῆς ἐπιθυμίας, ἡ προέλευσή της θά πρέπει νά εἶναι σεξουαλική. Κι ἐφόσον ἡ εὐτυχία εἶναι διευρυμένη ἐπιθυμία – διότι εἶναι ἐπιθυμία πού ἐκπηγάζει ἀπό ὅλη τήν προσωπικότητα καί ὄχι μόνο ἀπό τό Ἐγώ - ὡς ἐπιθυμία εἶναι, προφανῶς διευρυμένη σεξουαλικότητα. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἀντικείμενο τῆς εὐτυχίας πρέπει νά εἶναι ἕνα διευρυμένο σεξουαλικό ἀντικείμενο, κι ὅτι, κατά συνέπεια, δέ μπορεῖ νά εἶναι καθαρά φυσιολογικό. «Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο προϊόν τῆς φύσης, ἀλλά ἀκόμη, σ΄ἕναν πιό ὑψηλό βαθμό, προϊόν τοῦ συνόλου τῶν κοινωνικῶν σχέσεων», γράφει ὁ Ριάζανοφ. Αὐτή ἡ επιθυμία τῆς εὐτυχίας κι αὐτό τό ἀντικείμενο τῆς εὐτυχίας, ἀποτελοῦν ὅ,τι ὀνομάζουμε ἔρωτα. Ὅ,τι εἶναι ἡ σεξουαλικότητα γιά τήν ἐπιθυμία, εἶναι καί ὁ ἔρωτας γιά τό συναίσθημα, τό ὁποῖο εἶναι ἡ μορφή ἐκείνη τῆς ἐπιθυμίας πού περιβάλλει ὅλη τήν προσωπικότητα. Ἡ ἠθική τῆς εὐτυχίας-ἐπιθυμίας εἶναι, λοιπόν, ἠθική τοῦ ἔρωτα.
Γιά νά βρεῖ τήν εὐτυχία, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐρωτευθεῖ!
Ὅταν λέμε ὅτι ὁ ἔρωτας ὡς ἀντικείμενο εἶναι διευρυμένη σεξουαλικότητα, σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι οὔτε ἀντίθετος οὔτε ταυτόσημος μέ τό σεξουαλικό ἀντικείμενο. Ὁ ἔρωτας θά εἶναι, ἑπομένως, σεξουαλικότητα μετουσιωμένη. Ἀλλά στό ἀντικείμενο τῆς μετουσίωσης ἀντιτίθεται τό ἀντικείμενο τῆς νεύρωσης. Ὀνομάζουμε ἀντικείμενο ἐκεῖνο πού, ὑποχρεώνοντας τήν ἐπιθυμία, γιά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο λόγο, νά καθηλωθεῖ σέ κάτι πού παρακωλύει τήν κανονική της ἐξέλιξη, ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά βρεῖ ἱκανοποίηση κατάλληλη γιά τή φυσική του ἀνάπτυξη. Ὁ νευρωτικός υἱοθετεῖ ἀπέναντι στόν φυσιολογικό σκοπό μιά στάση φυγῆς, διότι ἔχει τάση νά κατευθύνεται πρός μία πραγματικότητα ἀντίθετη πρός τά φυσιολογικά του ἐνδιαφέροντα. Κάθε φυγή εἶναι νεύρωση ἐνῶ ἡ μετουσίωση εἶναι διεύρυνση τοῦ κανονικοῦ σεξουαλικοῦ ἀντικειμένου. Ἀφοῦ ἡ ἐπιθυμία δέν εἶναι μόνο ἀτομική ἀλλά καί κοινωνική, θά ἐχουμε κατ’ἀνάγκην κοινωνικές νευρώσεις. Κι ἀφοῦ ἡ θρησκεία, ὅπως εἴδαμε, εἶναι φυγή, δέ μπορεῖ παρά ν’ ἀποτελεῖ κοινωνική μορφή νεύρωσης. Κάθε κοινωνική νεύρωση εἶναι καί νεύρωση τοῦ ἀτόμου, διότι σέ τελευταῖα ἀνάλυση θἀ ἀνακαλύπτουμε πάντα στή βάση μιᾶς κοινωνικῆς νεύρωσης μιάν ἠθική ἐπιταγή μή-λογικῆς προέλευσης πού ἀπαγορεύει τήν ἐκπλήρωση κάποιας ἀτομικῆς ἐπιθυμίας. Γιά τό ἄτομο ὅμως ἡ κοινωνική νεύρωση δέ εἶχε ποτέ τόσο τρομακτικές συνέπειες ὅσο ἡ ἀτομική νεύρωση διότι τό νά δεχθεῖς μιά κοινωνική νεύρωση σημαίνει ἤδη ὅτι συμμορφώνεσαι σ’ἕνα περιβάλλον, σημαίνει ὅτι προσαρμόζεσαι ἀντί νά φεύγεις - ἐντούτοις, μέ μόνη τή διαφορά ὅτι αὐτή ἡ προσαρμογή θά εἶναι μερική, ἀφοῦ κάθε φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα, ἀκόμη καί ἡ συλλογική φυγή, ὑποχρεώνει τό ὄν νά δεχθεῖ μιάν ἠθική πού, τουλάχιστον σ’ἕνα σημεῖο, θά πρέπει ἐξ ὁρισμοῦ νά εἶναι ἀντίθετη πρός τήν ἠθική τῆς ἐπιθυμίας. Ἀπό τήν ἄλλη κάθε κοινωνική ἀπελευθέρωση δέν ἀποτελεῖ ἀναγκαστικά ἀτομική ἀπελευθέρωση. Εἶναι δυνατόν, καί συμβαίνει πολύ συχνά, μιά ἐπαναστατική ἠθική νά γίνεται ἀποδεκτή ἀπό ἄτομα γιά λόγους νευρωτικούς. Γι’αὐτούς τούς ἀνθώπους οἱ ἐπαναστατικές διεκδικήσεις, ἀντί νά εἶναι ἡ κανονική συνέπεια ἑνός ἀγῶνα γιά μεγαλύτερη ἀπελευθέρωση, γίνονται μέσον γιά νά ἐπιταχύνουν τό ρυθμό τῆς ἀτομικῆς τους νεύρωσης. Εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο συχνά οἱ ἐπαναστάτες δροῦν καί στή συνέχεια καταλήγουν νά σκέφτονται μέ τρόπο ἀντιεπαναστατικό. Ἡ προσωπική τους νεύρωση τούς ἐμποδίζει νά σχηματίσουν σωστή ἀντίληψη τῆς ἐπαναστατικῆς συμπεριφορᾶς. Ἡ παρέκκλιση, πού ἡ νεύρωσή τους κάνει στήν ἐπιθυμία τους νά ὑποστεῖ, ἐπηρεάζει τίς πράξεις τους καί στή συνέχεια τίς ἰδέες τους. Νά γιατί τόσοι καί τόσοι ἐπαναστάτες καταλήγουν τόσο συχνά νά περνοῦν στήν ἀντίδραση. Ἡ ἀναπόφευκτη μετάθεση πού ἀναπτύσσεται ὁρισμένες στιγμές μεταξύ ἀτομικῆς καί κοινωνικῆς ἐπιθυμίας, παράγει ἀπογοητεύσεις, ἀκὀμη καί προδοσίες. Ὅμως αὐτός ὁ κίνδυνος, ἰδωμένος ἀπό τή γωνία τοῦ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι, εἶναι σχετικά ἀσήμαντος, γιατί δέν προσδιορίζει παρά μόνο τή συμπεριφορά κάποιων ἀτόμων καί ὄχι τό ἴδιο τό ἐπαναστατικό κίνημα. Εἶναι διαφορετικά ὅταν οἱ δυσκολίες τῶν συνθηκῶν τοῦ ἀγῶνα λυγίζουν τήν ἐπαναστατική ἐπιθυμία τῶν μαζῶν καί τήν ὑποκινοῦν νά βρεῖ νευρωτικό ἀντιστάθμισμα στήν παρεμποδιζόμενη ἐπιθυμία τους, διότι τότε κοινωνική πρωτοπορία ἀναζητᾶ ὑποκτάστατο τῆς συγκεκριμένης πραγματικότητας καί ἀναπτύσσει μιά ψύχωση πού μεταβάλλει τόν ἔρωτα τῆς ἐπανάστασης σέ λατρεία τῆς ἐπανάστασης καί τήν ἐκτίμηση γιά τόν ἀρχηγό σέ τυφλή λατρεία τοῦ προσώπου του.
 Ἄν τό πρόβλημα τοῦ ἔρωτα εἶναι τόσο δυσεπίλυτο γιά τό ἄτομο καί τήν κοινωνία, εἶναι γιατί ἡ ἀνακάλυψή τοῦ ἀντικειμένου τοῦ ἔρωτα γίνεται ἀργά καί μετά ἀπό μακρόχρονη ὀντογενετική καί φυλογενετική ἐξέλιξη, πού σήμερα δέν ἔχει ἀποπερατωθεῖ. Ὅπως κάθε ἐξέλιξη, ἔτσι καί ἡ ἐξέλιξη τῆς ἐπιθυμίας γίνεται κοπιαστικά. Ἄν γιά τό ζωικό εἶδος πού φτάνει σ’αὐτό τό βαθμό ἀνάπτυξης πού ὀνομάζεται ἄνθρωπος ἡ σεξουαλική ἐπιθυμία εἶχε βρεῖ ἕνα ἀντικείμενο τοῦ ὁποίου ἡ ἀναζήτηση γινόταν ἤδη μέσω κληρονομικῶν συνηθειῶν, δηλαδή ἀπό ἔνστικτο, δέ συνέβαινε τό ἴδιο γιά τήν ἐπιθυμία ὡς συναίσθημα. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς συναισθηματικῆς ἐπιθυμίας δέν ἀρχίζει παρά μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Ἑστίες Πυρκαγιᾶςτοῦ Νικόλα Κάλας (Nicolas Calas)
Μετάφραση Γιάννα Σαββίδου
Ἐκδόσεις Gutenberg, Ἀθῆνα 1997  


Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Ἡμερησία Διαταγή 12ης Μαρτίου 2016


Σέ ἕνα κόσμο σταθερᾶς φλυαρίας καί μακροσκελῶν συζητήσεων στερουμένων νοήματος, εἶναι ἀναγκαῖα μιά παῦσις προκειμένου νά ἐπιτραπεῖ ἡ ἔμπνευσις σοβαρότητος. Διατάσσω: παύσατε τήν  μηδαμινότητα μεγαλειωδῶν δηλώσεων.

 

Ὑπό τάς σημερινάς συνθῆκας εἶναι δύσκολον νά σᾶς μεταπωλήσω ἀκόμη ἕναν πατριωτικόν πόλεμον. Δέν ὑπάρχουν σημαῖαι, λάβαρα, ἐλπίς, δόξα, ἐπευφημίαι εἰς τούς διαδρόμους διεθνῶν ὀργανισμῶν, ἡγέται ἀλληλοσυγχαιρόμενοι, αἴσθημα ἐλευθερίας. Διατάσσω: παύσατε τήν ἀνάκλασιν τῶν ἀνησυχιῶν τῶν μέσων μαζικῆς παραπλανήσεως, μονομέρεια καί ὑποκουλτούρα.

 

Αἱ εὔποραι τάξεις χορηγοῦν ληγμένα παυσίπονα σέ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους τούς ὁποίους ἀρχικῶς παγίδευσαν σέ ζωές δίχως ἰδιαίτερο νόημα καί στή συνέχεια ἐγκατέλειψαν στό μηδενιστικό τους πεπρωμένο. Ἑκατομμύρια ἀναζητοῦν ἀπόδρασι. Ἑκατομμύρια ἀπόβλητα ἀπό μιά κοινωνία ἡ ὁποῖα ἐκθιάζει τό μεγαλεῖο, τίς ἀνέσεις καί τήν πολυτέλεια, τά ὁποῖα εἶναι εἰς θέσιν νά ἀπολαμβάνει κανείς μέσα της, καί συγχρόνως ὑποτιμᾶ καί ἀτιμώνει. Διατάσσω: παύσατε τήν χρῆσιν μεγεθυντικῶν φακῶν ὅταν ἐξετάζετε τό ἰδικόν σας μαρτύριον.

 

Ἡ ἀνθρωπότης δέν εἶναι σκληρή. Εἶναι ἁπλῶς ἀνθρώπινη. Ἐπιζητεῖ τήν οἰκειότητα ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν ἐνδιαφέρεται γι’αὐτήν. Λαχταρᾶ τήν οἰκειότητα ἀλλά δέν εἶναι ἐξοπλισμένη γι’ αὐτήν. Οἱ ἄνθρωποι ἀπεχθάνονται τάς ἰσοτίμους σχέσεις. Προτιμοῦν τάς ἰεραρχικάς σχέσεις, ὅπου κάποιοι εἶναι ἀνώτεροί των καί ἄλλοι ὑφιστάμενοί των. Δέν θά μποροῦσε ἄλλωστε πραγματικά νά γίνει κάτι χωρίς κάποιος νά ἔχει τήν ἐπιχειρησιακή εὐθύνη. Διατάσσω: παύσατε τήν τυφλήν ὑπακοήν είς τήν ἀνωτερότητα τοῦ κέρδους. Ἀναζητήσατε τήν σταθεράν τῆς τελειότητος εἰς τήν ἔνδειαν τῆς ἁπλότητος.

 

Ἐπῆλθεν τό τέλος τῆς συνειδήσεως. Τό τέλος τῆς συνειδήσεως εἶναι μία ἀπαίσια κατάληξις. Στήν ἔρημο δεν ὑπάρχει καμμιά ἀνησυχία διά τήν συνείδησιν. Ἡ συνείδησις ἐπιστρέφει μετά ἀπό ποιός γνωρίζει πόσες μοναχικές περιπλανήσεις καί ἀφοῦ ἔχει ξεθάψει τά ἴχνη τῆς ἀρχικῆς της ἀναχωρήσεως. Ἡ συνείδησις γνωρίζει τάς διεργασίας τῆς ἐξαπατήσεως, τῆς ἀχαριστίας, τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς ἀνοησίας. Διατάσσω: ἄμεσος καί ἀμετάκλητος ἐπανασύστασις τῆς συνειδήσεως εἰς τήν προτεραῖαν της αἴγλην.

 

Paul Celan (μετάφρασις Γιῶργος Καρτάκης)

κάνει τήν διαφορά τό χρῶμα:

πρέπει νά εἶναι μιά

γοητευτική μορφή μιά ἀκέραια

πλήρως

διαρθρωμένη

μέ μιά κληρονομιά καθορισμένη

Διατάσσω: ἐξερευνήσατε τά ἀτέρμονα δίκτυα τῆς ὑποβαθμίσεως καί τῆς ματαιοδοξίας, τῆς σκληρότητος καί τῆς δυσαρεσκείας, τοῦ παραλογισμοῦ, τῆς αὐταρεσκείας, καί τῶν σκοτεινῶν αἰσθημάτων προτοῦ ἀναζητήσετε τήν σωτηρίαν εἰς τήν Δευτέραν Παρουσίαν τῆς γραφῆς, προτοῦ ἀναζητήσετε τήν ἀποκάλυψιν τοῦ μοναδικοῦ πράγματος ποῦ ἔχει σημασίαν. Τήν μετάβασιν ἐκ τῆς γνώσεως εἰς τήν σκέψιν.

 

Ἀπαλλάσω τῆς αἰωνίας των σιωπῆς: Νικόλαον Καροῦζον, Μιχαήλ Κατσαρόν, Κωνσταντῖνον Καβάφην, Ἀλέξανδρον Παπαδιαμάντην…  

 

 

Διοικητής


 

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Παλαιοντολογία




Πολλοί ἐξακολουθοῦν νά ἔχουν τήν πεποίθηση ὅτι ὅλα εἶναι λίγο πολύ ἐντάξει, ὅμως εἶναι ἀκόμα περισσότεροι αὐτοί ποῦ συμφωνοῦν. Αὐτό μπορεῖ ἐν μέρει νά ἐξηγηθεῖ ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν καθημερινή ζωή τά μέλη κοινωνικῶν ὁμάδων κάνουν ὅ,τι οἱ ἄλλοι γύρω τους θεωροῦν “φυσιολογικό” καί “δικαιολογημένο” ἀνεξαρτήτως τοῦ τί εἶναι γιά τούς ἴδιους φυσιολογικό ὅταν εὐρίσκονται κατ’ ἰδίαν, ἐκτός ὁμάδων. Ἔτσι γιά παράδειγμα στίς κοινωνίες ὅπου ὑπάρχει ἐκτεταμένη διαφθορά ἀναπτύσσονται νοοτροπίες ποῦ δικαιολογοῦν καί ἐνθαρρύνουν τήν διαφθορά, ὥστε τελικῶς νά θεωρεῖται ἡ διαφθορά φυσιολογική ρουτίνα καί βεβαίως νά μήν ἐκλαμβάνεται ὡς ἀδίκημα.



Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Ἡ γήρανσις




Κοχλιακά ἐμφυτεύματα, φακοί ἐπαφῆς, ἀκουστικά βαρηκοΐας, ἤ ἄλλες μηχανικές τροποποίησεις ποῦ μέ ὁποιοδήποτε τρόπο ἐνισχύουν τίς ἀνθρώπινες βιολογικές ἱκανότητες δημιουργοῦν τήν ἀνάγκη ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς γηράνσεως. Σύμφωνα μέ κάποιους θεωρητικούς, ἡ ἐξάρτησις ἀκόμη καί ἀπό τίς πιό βασικές τεχνολογίες ἔχει ἤδη προσδώσει στήν γήρανσι βιοτεχνοκοινωνικά χαρακτηριστικά ποῦ τήν ἔχουν καταστήσει κάτι πολύ διαφορετικό ἀπό τόν ὁρισμό ποῦ ἴσχυε στό παρελθόν.

 Ἠλεκτρόδια ποῦ μετροῦν τήν ἀνάσα, τόν καρδιακό ρυθμό, τήν θερμοκρασία, τήν συγκέντρωση ὀξυγόνου καί τήν ἀρτηριακή πίεση καλύπτουν τό σῶμα. Διατροφή, συστατικά τοῦ αἵματος καί φαρμακευτική ἀγωγή παρέχονται μέ ἐνδοφλέβιο καθετῆρα. Ἕνας ἀναπνευστῆρας Dräger X-am® 2000 ἀναπνέει γιά λογαριασμό μου μέ ἑξῆντα πέντε ἀναπνοές ἀνά λεπτό. Προσπαθῶ νά τόν μετακινήσω ἀπό τόν λαιμό μου ἀλλά εἶναι κολλημένος στό δέρμα μου. Ὁ γιατρός γιά νά διακόψει τήν πάλη μέ χορηγεῖ ἐθιστικά ἡρεμιστικά γιά νά παραλύσει τίς κινήσεις μου καί νά ἐπιτρέψει στόν ἀναπνευστῆρα νά ἐπανακτήσει τόν ἔλεγχο τῆς ζωῆς μου. Ἡ βία ἐπεμβαίνει γιά νά μέ χαρίσει ζωή.


Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Ἡ συνήθεια


Θραύσματα ἀπό ἕνα τόπο ποῦ ἀπέρριψα
Σκέψεις δανεισμένες ἀπό ἕνα παλιό σύστημα
Συνεχίζουν νά εἰσβάλλουν στήν τωρινή μου κατάσταση


Νικόλας Κάλας

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου


Οἱ ἀποικιακές ἀρχές διαίρεσαν τούς κατοίκους ἐπί τῆ βάσει τῆς μορφώσεως: πρῶτον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐκρίνοντο κατάλληλοι νά διέπουν τάς ὑποθέσεις των κατά τρόπον φιλελεύθερον —συνήθως τό ἀστικό μέρος τοῦ πληθυσμοῦ— καί μποροῦσαν νά κατέχουν γῆ μέ νομικά ἐπίσημους τίτλους, δεύτερον εἰς ἐκείνους γιά τούς ὁποίους μία ἐκπαιδευτική/δοκιμαστική περίοδος ἦτο ἀπαραίτητος ὧστε νά κατορθώσουν νά ἀφομοιώσουν ὅρους καί προϋποθέσεις καί στή συνέχεια ἠδύναντο νά συμμετάσχουν στούς μηχανισμούς τῆς ἀγορᾶς χωρίς νά δημιουργοῦν ἐμπόδια στήν οἰκονομική ἀνάπτυξη τῆς ἀποικίας καί μετά τήν πάροδο αὐτῆς τῆς περιόδου ἀποκτοῦσαν δικαιώματα γῆς, καί τρίτον τούς ἄξεστους οἱ ὁποῖοι ἐκρίνοντο ἀνεπίδεκτοι μαθήσεως καί σίγουρα ἦτο ἀδύνατον δι’ αὐτούς νά ἐκτεθοῦν στούς διακανονισμούς τῆς ἀγορᾶς καί κατά συνέπειαν ἦτο ἀναγκαῖα μία διαρκής προστασία. 

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Τροφή εἰς χρῆμα



Σκονισμένο δωμάτιο μὲ δύο λάμπες, ψάθινη σκούπα, τὸ φαράσι, τὸ σκοτεινὸ παράθυρο. Ἡ καθαρίστρια σπανίως ἐπισκέπτεται καὶ ποτὲ δὲν ἐνοχλεῖ. Ἡ Χριστίνα –περισσότερο ἀπὸ περιέργεια- ἀπεδέχθη τὴν εὐγενικὴ πρόσκληση, στὴν ἀρχὴ κάθησε στὴ μέση κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μίας λάμπας, εἶχε ἀκούσει ἀπὸ ἄλλους πὼς ἦταν ἐντάξει, κανεὶς ἐδῶ δὲν ἤθελε νὰ κάμψει τὴ μοναξιά, κανεὶς δὲ φαινόταν, κανένας ἄνθρωπος δὲν τὴν ἀποκάλεσε μὲ τ’ ὄνομά της, κανεὶς ποτὲ δὲν ἦλθε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια πού σύχναζε ἐδῶ. Μόνον ὁ Προμηθεύς, τὸ προνοητικὸ τρωκτικὸν τῆς βιβλιοθήκης, πού ἐνδεχομένως νὰ ἦτο καὶ ὁ οἰκοδεσπότης, εὐφυὴς λαϊκὸς ἥρως, ἕνας ἀλητήριος τσαρλατάνος πού ἀψηφοῦσε τὴν ἀνθρώπινη ἰσχύ, ροκάνιζε τὰ ἐξώφυλλα ἐγκαταλελειμμένων βιβλίων καί, ὅπως ὁ μυθικός του συνονόματος, ἔκλεβε τὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο γιὰ νὰ τὴ δωρίσει στοὺς προσκεκλημένους του. Ὁ Προμηθεὺς δὲν ἔκανε ποτὲ καμμιὰ προσπάθεια νὰ προσαρμοστεῖ στὸν ἐρημικὸ ἀνθρώπινο κόσμο, παρόλο πού ἔδινε τὴν ἐντύπωση τοῦ εἰλικρινοῦς χαρακτῆρος, δὲν ἐνεπλάκη ποτὲ στὴν ἑρμηνεία γεγονότων, στὴ διαταραχὴ τῆς κατανοήσεως, τῆς φιλίας, τῆς ἀπομονώσεως, ὅλων αὐτῶν πού δυσχεραίνουν τὴν ἀναπνευστικὴν ἱκανότητα. Εἶχεν ἀναπτύξει ἀνθεκτικότητα στὴν ἀμφιβολία, εἶχεν ἀναγνωρίσει τὴν ἀποτυχία ὡς μία ἀπὸ τὶς βασικὲς προϋποθέσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς.

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Ἄνευ λόγου




Οἱ λέξεις πού ἐκφέρονται μὲ τὴ μορφὴ διαταγῆς καὶ ἡ ἀκοὴ πού ὑπόκειται στὴν ὑπακοὴ δὲν ἀποτελοῦν πραγματικὴ συνομιλία. Κατόπιν τούτου οἱ ὑπάκουοι δὲν εἶναι ἐλεύθεροι, διότι δὲν συμμετέχουν στὴ διαδικασία τῆς συνομιλίας ἀλλὰ στὴ διαδικασία τῆς διεκπεραίωσης τοῦ περιεχομένου τῆς διαταγῆς. Οἱ λέξεις στὴν περίπτωση αὐτή, εἶναι ἕνα ἐργαλεῖο καταναγκασμοῦ ἀφοῦ χρησιμοποιοῦνται ὡς ὑποκατάστατα ὑπεροχῆς καὶ ἄσκησης βίας. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει ἡ ἔκφραση “ἄνευ λόγου” πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ  Ἕλληνες γιὰ τοὺς σκλάβους καὶ τοὺς βαρβάρους οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν σὲ μιὰ κατάσταση πού τοὺς καθιστοῦσε ἀνίκανους συμμετοχῆς στὴν ἐλεύθερη συνομιλία. Ὁ ἄρχων ἐπίσης, ὁ ὁποῖος γνωρίζει μόνον τὴ χρήση λέξεων/ἐντολῶν, βρίσκεται σὲ παρόμοια κατάσταση διότι ἡ συμμετοχή του σὲ μιὰ ἐλεύθερη συνομιλία προϋποθέτει τὴν ὕπαρξη περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο θὰ βρίσκεται μεταξὺ ἴσων. Αὐτὴ ἡ ἰσότητα δὲν ἔχει καμία σχέση, φυσικά, μὲ τὴ δικαιοσύνη.

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Ὁ πεθαμένος καὶ ἡ ἀνάσταση - Νῖκος Γαβριήλ Πεντζίκης


Ἐμποδισμένος νὰ χορτάσω, θλιβερὸ παλικάρι, δέντρο ποὺ μὲ σφάζουνε σύρριζα, συλλογιέμαι χωρὶς νὰ βρίσκω σκοπό, χάνω τὶς κινήσεις μου μέσα στὸ ρεῦμα ποὺ μὲ παρασέρνει. Ὁ μηχανισμὸς τῆς σκέψης μου ἀκατάσταστος, προσηλωμένος σ’ ἕνα σημεῖο. Ἀηδιάζω κάθε ὄψη πράγματος, κάθε τροφή. Κόβω τοῦ ψωμιοῦ τὶς ἄκρες καὶ πετῶ τὰ κομμάτια. Ὅλα εἶναι μολυσμένα. Δὲν μπορῶ νὰ γευτῶ τὸ ψωμί. Ἐπαναστατῶ, θέλω νὰ σηκωθῶ, νὰ βγῶ, νὰ μὴν εἶμαι περιορισμένος. Θὰ ξεντυθῶ τὰ ροῦχα μου νὰ βγῶ γυμνός. Γιατί νὰ σκέφτομαι τὸ συμφέρον μου, τὴν ὠφέλειά μου; Γιατί νὰ θέλω τὴν καλοπέραση; Ἂν δὲν περπατήσω γυμνός, δὲ θὰ πῶ ὅ,τι ἔχω. Δὲν μπορῶ νὰ σταματήσω αὐθαίρετα σ’ ἕνα τυχαῖο σημεῖο, νὰ δεχτῶ ἀπὸ τύχης τὴ ζωὴ καὶ ἀπὸ τύχης τὸ θάνατο. Σκοτάδι γύρω μου πυκνό. Δὲν βλέπω. Ἄνισα σχήματα ποὺ διαψεύδονται μὲ τὸ πασπάτεμα τῆς ἁφῆς. Δὲν βρίσκω τὸν ἥρωα. Ὁ ἐρωτευμένος νέος στὸ παράθυρο μοῦ φαίνεται γελοῖος. Θέλω νὰ μιλήσω μὲ δύναμη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ κατορθωθεῖ ἡ ζωὴ στὸν τόπο μου. Προσφιλής μου πατρίδα, μόνο ἡ ζωή σου μπορεῖ νὰ δικαιώσει τὴ ζωή μου. Σύμβολα ὑψηλὰ καὶ μορφὴ ἀπαιτεῖ τὸ ἔργον. Ὄρθιος παλεύω. Ξεχωρίζω μόνο γεωμετρικὰ σχήματα. Οἱ κύβοι τῶν σπιτιῶν μίας πόλης ποὺ ἀνατράπηκε ἐκ βάθρων σὰν ἀπὸ σεισμό. Σκουντῶ μὲ τὸν ὦμο μου γυρεύοντας ν’ἀπομακρύνω τὸ σκοτάδι. Κουράζομαι, κουράζομαι. Θέλω ἕνα πέρασμα ὄχι μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἰδιωτικό.