Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Ἑλληνικόν χρῶμα - Περικλῆς Γιαννόπουλος


Ὅπως διὰ τὴν ζήτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς, ἥτις ἀποτελεῖ τὴν πρώτην Ἰδέαν μιᾶς ἐκρήξεως Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς, τίθεται ὡς βάσις οὐχὶ Τέχνη τις οἱαδήποτε, οὔτε αὐτὴ ἡ Ἀρχαία μας Τέχνη, ἀλλὰ ἡ Φύσις, ἡ Γῆ, ὅπως τὴν βλέπομεν γύρωθεν ἡμῶν, οὕτω καὶ διὰ τὸ ΧΡΩΜΑ. Καὶ ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν ἐξέλεξα ὡς σημεῖον παρατηρήσεως τὸν κάτωθεν τῆς Ἀκροπόλεως ναΐσκον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου καὶ τὴν δεξιόθεν αὐτοῦ χαραχθεῖσαν μόλις ὁδὸν τὴν ἀνιοῦσαν πρὸς τὴν Πνύκα, διὰ τὸ κοντινώτατον καὶ πανοραματικώτατον, οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα. Καὶ ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν ἐπὶ τῶν γραμμῶν αὐτῶν τῶν Ζωγράφων, Γλυπτῶν, Ἀρχιτεκτόνων καὶ Μουσικῶν, ὅλων τῶν Καλλιτεχνῶν, καὶ κάθε φιλοτεχνοῦντος, καλλιτεχνοῦντος ἀνθρώπου.


Ἀνέλθετε λοιπὸν πάλιν ἐκεῖ διὰ νὰ ξεμουδιάσετε καὶ τὰ μέλη σας. Ἀφεθῆτε πάλιν εἰς τὴν θέαν τῆς Φύσεως, ζητοῦντες τώρα νὰ αἰσθανθῆτε καὶ νὰ ἐννοήσητε τὸ Φυσικὸν Χρῶμα. Διὰ νὰ ἰδῆτε αὐτὸ καὶ τὴν αἰθεριότητά του, παρατηρήσατε πάλιν καὶ πρῶτον τὴν Γῆν. Εἶναι ἐλαφροτάτη. Παρατηρήσατε τὸ Φαληρικὸν πεδίον. Βλεπόμενον ὑψηλόθεν δίδει τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἔχῃ πάχος περισσότερον ὀλίγων δακτύλων. Κάμνει τὴν ἐντύπωσιν λεπτοφυοῦς ἁπλωμένου ὑφάσματος· ὁ φυτικός του κόσμος εἶναι μόλις μιὰ ἰδέα· εἶναι σὰν χνοῦς γυναικείου μύστακος. Διὰ νὰ ἰδῆτε ζωηρότατα τὴν λεπτότητα αὐτήν, ὅταν εὑρεθῆτε εἰς τὸ Παλαιὸν Φάληρον παρατηρήσατε τὸ σὰν βαρὺ ὄνειρον κακοστομαχισμένου Καραθανασοπούλειον Ἀκταῖον, τὸ θεόκλειστον σὰν βαρυποίνων καταδίκων φρούριον. Νομίζει κανείς, ὅτι θὰ τὸ βουλιάξῃ τὸ Φάληρον· ἀπορεῖ αἰσθητικῶς πῶς εἶναι δυνατὸν τόσον λεπτὴ βάσις, τόσον λεπτὴ Γῆ, νὰ βαστάζῃ τόσον ὄγκον, τόσον βάρος. Παρατηρήσατε τὰ ... Βουνὰ ἐλαφρότατα, ἐλαστικώτατα, συστέλλονται, διαστέλλονται, ὑψώνονται, χαμηλώνουν, μεγαλώνουν, μικραίνουν, κινοῦνται, περιπατοῦν, πηγαινοέρχονται. Τὰ Βουνὰ τῆς Αἰγίνης ἔρχονται ἐνίοτε εἰς τὸ Φάληρον. Ὁ Ὑμηττὸς τὸ πρωὶ φεύγει μακράν· συνήθως φαίνεται ἀπέχων δυὸ βήματα· περὶ τὰ βασιλεύματα καταφθάνει εἰς τὸ Ζάππειον· τὸ χέρι μας ἀσυναισθήτως σηκώνεται νὰ τοῦ θωπεύσῃ τὴν πλάτην. Ὅλη ἡ γύρωθέν μας Φύσις, ἡ γήινη ὕλη, χρωμάτων, πετρῶν, λόφων, βουνῶν, εἶναι τόσον λεπτόγραμμος καὶ λεπτόχρους σὰν ἐὰν Ἀριστοτέχνης Ζωγράφος ἐξῆγεν ἀπὸ ἕνα φυσικὸν τελειότατον τοπίον τὸ οὐσιῶδες του γραμμικὸν καὶ χροϊκὸν κάλλος καὶ συνέθετεν ἕνα μουσικόγραμμον καὶ ἡδονόχρουν ἀερογράφημα. Εἶναι μία εἰκὼν Ἰδανικὴ σὰν ἕτοιμη νὰ ἐξαφανισθῆ· ἕνα ἴνδαλμα σὰν τὰ ζωγραφικὰ καὶ γλυπτικὰ ἰνδάλματα, τὰ ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ ἐνθουσιῶν νοῦς τῶν Ποιητῶν καὶ τὰ πετᾷ ἀπέναντί των καὶ τὰ βλέπουν, τὰ ζωγραφίζουν, τοὺς ὁμιλοῦν καὶ τὰ ὑμνοῦν.Ὑπάρχουν καὶ δὲν ὑπάρχουν. Εἶναι καὶ δὲν εἶναι. Δὲν εἶναι καὶ τὰ βλέπουν.

Ἕνα τοιοῦτον φάντασμα εἶναι πυκνούμενον, ἀραιούμενον, φαινόμενον ζωηρὰ ἢ ἀμυδρά, κινούμενον, πλησιάζον, μακρυνόμενον, χιλιοτρόπως μορφοποιούμενον, ἑκατομμυριοτρόπως χρωματιζόμενον, ἐξαερούμενον, αἰσθητικῶς ἕτοιμον κάθε λεπτὸν νὰ χαθῇ. Ὁ θεατής, ὅσον συνειθισμένος καὶ ἂν εἶναι, δὲν χορταίνει ποτέ του, θέλει νὰ βλέπῃ ἀδιακόπως, καὶ βλέπων νομίζει κάθε στιγμήν, φοβεῖται διαρκῶς, τρέμει κάθε φορὰν καὶ ὅλην τὴν ὥραν, ὅτι ἡ ὀπτασία θὰ φύγῃ, θὰ χαθῇ σὰν Φαντασίας πλάσμα ἄϋλον: Εἶναι Γῆ αἰσθητικῶς Ἄϋλος. Πετρώματα, βραχώματα, λοφώματα, Βράχοι, Λόφοι, Βουνά—φαντασθῆτε τί χώματα, τί λίθοι, τί βάρη, τί ἑκατομμύρια τόννοι ὕλης εἶναι ἕνας λόφος Φιλοπάππου, ἕνας Λυκαβηττός—εἶναι σὰν μάγουλα παιδιοῦ φουσκωμένα αὐλοῦντα, σὰν παιγνιώδεις πολύχροαι φοῦσκαι ἱστάμεναι εἰς τὸν ἀέρα. Ὅλα τὰ χώματα, ἀπὸ τῶν χαμηλοτάτων ὑγρῶν ἄμμων τῶν ἀκτῶν ἕως τῶν ὑψηλοτάτων ξηρῶν βράχων Ὑμηττοῦ καὶ Πεντελικοῦ καὶ Πάρνηθος, εἶναι ἐλαφρὰ σὰν Σύννεφα. Παρατηρήσετε τὸν Ὑμηττόν: εἶναι πλησίον ὁλόκληρος· ὁλόκληρος ἐμπρός μας, ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια μας, ἐπάνω εἰς τὸ στῆθος μας, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια μας· καὶ ὅμως αἰσθητικῶς δὲν μᾶς κάμνει τὴν ἐντύπωσιν ΒΟΥΝΟΥ. Κάθε ἄλλο· τὸ θέλει κανείς· τὸ ζητεῖ· εἶναι τὸ γλυκὸ βουνὸ τοῦ κλέφτου· τὸ ἀγαπᾷ· τὸ ἀποχωρίζεται μὲ λύπην, εἶναι τὸ κλέφτικον : ἔχετε γειὰ γλυκὰ βουνά.

Ὤ! δὲν μᾶς βαρύνει οὔτε τόσον ὅσον ἡ παραμικροτέρα μας στενοχωρία, ἡ ὁποία μᾶς πλακώνει ἀμέσως τὸ στῆθος· τοὐναντίον μάλιστα μᾶς τὴν πέρνει ἀμέσως· δὲν μᾶς ἐμποδίζει διόλου εἰς τίποτε, κατὰ τίποτε δὲν παράγει τὴν ὑλικὴν αἴσθησιν ἐμποδίου, διὰ νὰ κινήσῃ τὴν περιέργειαν νὰ ἰδῆ κανεὶς τί εἶναι ὄπισθέν του· δὲν ἐπιθυμεῖ κανεὶς ποτὲ νὰ ἀπεσύρετο διὰ μίαν στιγμήν. Εἶναι σὰν ἕνα ὕφασμα ἀραχνοϋφέστατον, σὰν τὰ Βυζαντινά μας ὑφάσματα τῶν Πατρῶν, ποὺ ἕνα ὁλόκληρον γυναικεῖον φόρεμα ἐχωροῦσεν εἰς ἕνα καρύδι· κάτι ὀλιγώτερον ἀπὸ ἕνα ὕφασμα· δὲν παράγει τὴν αἴσθησιν οὔτε τοῦ φανταστικωτέρου μεταξίνου πεπλώματος· δὲν ἔχει οὔτε τὴν ὑλικὴν σύστασιν νέφους· δὲν παράγει οὔτε νέφους τὴν αἰσθητικὴν ἀντίστασιν. Ἡ ὀπτικὴ ἀκτὶς δὲν κτυπᾷ πουθενά, εἰσδύει εἰς τὸ σῶμα του ἡδονικὰ καὶ μένει. Γίνεται αἰσθητός, φαίνεται σὰν ἀὴρ ὀλίγον ὑλικώτερος τοῦ οὐρανίου ἀέρος· ἴσως μόλις ὀλίγον πυκνότερος· τὸ σῶμα του καὶ ἡ γραμμή του κόπτουν μόνον τὴν μονοτονίαν τοῦ οὐρανίου ἀέρος καὶ τοῦ οὐρανίου χρώματος, δι᾿ ἄλλου ἀέρος καὶ χρώματος ἄλλου. Εἶναι καὶ εἶναι σὰν νὰ μὴν εἶναι. Εἶναι μόνον Ἡδονικὸν Φῶς.—Ἀφήσετε, ἀφήσετε τὰς Ἑλληνικὰς ἀηδίας, τὰ λωβιασμένα, τὰ σάπια αἰσθήματα ποὺ σᾶς κάμνουν νὰ κλείετε σφικτὰ τὰ μάτια σας μόλις σᾶς εἰπῇ ὁ πλαγινός σας νὰ κυττάξετε τίποτε, μόνον καὶ μόνον διότι σᾶς τὸ εἶπεν ἄλλος· οὔτε ὁ ἄλλος ἔκαμε τὸν Ὑμηττόν, οὔτε ὁ ἄλλος ἔκαμε τὰ μάτια του, καὶ αὐτὰ θὰ λυώσουν αὔριον καὶ οὔτε σημαίνει τίποτε τὸ ὅτι ἔτυχεν ὁ ἕνας μας νὰ ἰδῇ ἢ νὰ εἰπῇ ὅ,τι δὲν εἶδεν ἢ ὅ,τι δὲν εἶπεν ὁ ἄλλος, βάλετε ὀλίγον θειάφι εἰς αὐτοὺς τοὺς ψωροπροφήτας, ποὺ δεικνύουν μόνον σᾶς λυπηρότατα κωμικούς, σὰν ψωριασμένα κοτοπούλια σὲ βρεμμένον σούρπωμα φθινοπωρινοῦ κοτερικοῦ. Καὶ πηγαίνετε, πηγαίνετε, πηγαίνετε νὰ τὸν ἰδῆτε περὶ τὰ βασιλεύματα ὅταν τοῦ παίζουν Μουσικὴν ἀπὸ τὸ Ζάππειον. Εἶναι αἰσθητικῶς ἁπαλότερος ἡδονικώτερος τῆς Μουσικῆς.

Αὐτὸς καὶ ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκος Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος. Ὑψώματα, βραχώματα, κολπώματα, λοφώματα, βουνώματα, βουνά, φωτανθισμένα ὅλα, ἀνεβαίνουν, ἀνεβαίνουν ὡραιότατα καὶ ὅλαι των αἱ Γραμμαὶ μὲ Ἀφροδίσεια νῶτα καὶ ὤμους καὶ λαιμοὺς σὰν Νύμφαι ἐαροντυμέναι φθάνουν, θίγουν τὸν οὐρανόν, ἀποτελοῦσαι τὸν ἡδονικώτατον Χορόν, ἀνατείνουν τὸν Χροϊκὸν Στέφανον τῶν κεφαλῶν των—ἕνα ἀγλαώτατον, ἱλαρώτατον, ἐαρινώτατον, μυριώτατον, μυριοπέταλον ἀνθόχρωμα, ἕνα θυμαρόεν, θυμιατόεν πνεῦμα—προ τῶν ποδῶν τοῦ Ὑπερτάτου ΝΑΟΥ τῆς Οἰκουμένης, ὅστις μὲ τὰ λαμπρόφωτα, φλογόχρυσα φορέματά του, λέγει εὐγνωμόνως τὸ Χαῖρε εἰς τὸν ἀποσυρόμενον Βασιλέα τοῦ Κόσμου, Βασιλέα Βασιλέων Γαιῶν καὶ Οὐρανῶν: ΗΛΙΟΝ. Ἀποκαλυφθῆτε καὶ σταθῆτε μίαν στιγμὴν μὲ ὅλα σας τὰ αἰσθητήρια εἰς προσοχὴν καὶ παρατηρήσετε τὰ θεῖα Φαινόμενα, ὅταν ὅλα Σεραφειμικώτατα μελῳδοῦν τὸ ΧΑΙΡΕ. Εἶναι ὅλα ρυθμικώτερα τῶν ρυθμῶν τῆς Μουσικῆς, ἐλαφρότερα τῶν ἤχων— ἀϋλότερα, ἡδονικώτερα, μελῳδικώτερα τῶν ἡδονικωτέρων καὶ μελῳδικωτέρων ἤχων.

Η ΑΫΛΟΤΗΣ αὐτὴ τῆς ἐπιφανείας τῆς κοσμικῆς Ὕλης, τοῦ Φυσικοῦ χρώματος, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης Ἰδέα, ἡ θεμελιώδης Βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος ΑΝΑΓΚΗ, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν ὅλαι αἱ ΧΡΩΜΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ. Εἰς τὴν Φυσικὴν αὐτὴν Βάσιν, στηριζόμενος ὁ Νοῦς θὰ δημιουργήσει τὸ εἶδος τοῦ τεχνητοῦ χρώματος, τὸ εἶδος τῆς χροϊκῆς ἐπιφανείας, τὸ εἶδος τῆς χρωματογραφίας, πρωτίστως εἰς τὴν Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Ἀρχιτεκτονικὴν καὶ εἰς ἁπάσας τὰς διακοσμητικὰς τέχνας ἀπὸ τῆς τοιχογραφίας καὶ ἐπιπλογραφίας, μέχρις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀντικειμένων τῆς Ζωῆς.
Καὶ ἡ Ἀϋλότης αὐτὴ εἶναι τὸ πρῶτον χαρακτηριστικὸν τοῦ Ἑλληνικοῦ Χρώματος. Καὶ μόνον αὐτὸ θὰ ἤρκει νὰ ἐπιφέρῃ ὡς συνεπείας διὰ τὸ τεχνικὸν χρῶμα ἕνα πλῆθος ἄλλων χαρακτηριστικῶν, περὶ τῶν ὁποίων δὲν πρόκειται ἐδῶ. Ἤτοι καὶ ἀμυδρῶς ἐδῶ φαίνονται τὰ πάντα ἀϋλότατα: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς λειοτάτης ζωγραφικῆς ἐπιφανείας. Τὸ φυσικὸν Χρῶμα φαίνεται ἀϋλότατον: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ ἀραιοτάτου, αἰθεριωτάτου, ἀϋλοτάτου ζωγραφικοῦ χρώματος. Καὶ ἐδῶ ἀραιότης, ξηρότης, ἀνυπαρξία ἀέρος, δηλαδὴ διαυγεστάτη γραφὴ τοῦ Χρώματος, δηλαδή: Σαφήνεια. Καὶ ἐδῶ τὸ Πᾶν Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ὑψίστης φωτεινῆς χροϊκῆς κλίμακος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ φωτεινοτάτου Χρώματος. Φ ῶ ς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἑνότητος τοῦ Χρώματος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ ᾿Αναγκη τῶν ὀλίγων χρωμάτων. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ σχεδὸν ἑνὸς χρώματος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἐλαφροτάτης διαφορᾶς μεταξὺ φωτὸς καὶ σκιᾶς. Φῶς: Ἰδοὺ τὸ δυνατόν της ἐλαφροτάτης διαφορᾶς μεταξὺ δυὸ χρωμάτων. Φῶς: Ἰδοὺ τὸ δυνατὸν τῆς ἐντελοῦς Εὐγενείας δι᾿ ὀλίγων, οὐρανικωτάτης ἀϋλότητος καὶ ἡδονικότητος, χρωματισμῶν.
Καὶ ὅλα τὰ χώματα πεδίων, λόφων, βουνῶν, ὅλα τὰ νερά, ὅλοι οἱ ἀέρες, εἶναι ὅλα φωτεινότατα χρωματιστά. Τὸ κύριον Χρῶμα, τὸ χαρακτηριστικὸν Χρῶμα εἶναι τὸ Κυανοῦν. Ὁ συνηθέστερος χρωματισμὸς εἶναι ὁ κυανοῦς. Ἀήρ, οὐρανός, ὄρη, θάλασσα εἶναι κυανᾶ. Εἰς οἱονδήποτε ὑψηλὸν σημεῖον σταθῇ κανείς, βλέπει εἰς τὸν τελευταῖον στέφανον τῶν ὑψηλῶν ὀρέων —Ὑμηττός, Πεντελικόν, Πάρνης — καὶ εἰς τὰς ἀπωτάτας κορυφὰς τῶν ὄπισθεν αὐτῶν φαινομένων ὀρέων, πάντοτε δεσπόζον τὸ Κυανοῦν. Καὶ τὸ αἰθέριον αὐτὸ Κυανοῦν διέρχεται ὅλων τῶν τόνων, ὅλην τὴν κλίμακα τῶν δυνάμεων καὶ τῶν ἀτονιῶν, ἀπὸ τῶν βαθυτάτων βρεμμένων σταφιδοσωρῶν μέχρι τῶν ἀσυλληπτοτάτων γαλανοτήτων ἡλιορρύτου ὀφθαλμικῆς κόρης γάτας, ἀπὸ τῶν πυκνοτάτων μέχρι τῶν ἀραιοτάτων ἀπὸ τῶν τονωτικωτάτων ἀγαλλιάσεων μέχρι τῶν ἀτονωτάτων μελαγχολιῶν, ἀπὸ τὰ ἐλπιδοφόρα ροδαυγήματα καὶ τὰ μεσημερινὰ ἐνθουσιάσματα ἕως τὰ δειλινὰ κρυώματα τῶν μελῶν καὶ τὰ ἡδυπαθέστατα κλεισίματα κουρασμένων ματιῶν. Καὶ τὸ ἕνα αὐτὸ κύριον χαρακτηριστικὸν Χρῶμα, τὸ ἁπλούμενον εἰς ἀέρα, ὄρη, νερά, δέχεται τοὺς καταιωνισμοὺς τοῦ Ἀργύρου, ἀργυρονεφοῦται, ἀργυροσκονίζεται, ἀργυρανθίζεται, ἀργυροβρέχεται, ἀργυροφλεβοῦται, ἡ ἀργυρορροὴ διακλαδοῦται εἰς συρματένια ρυάκια ἐπὶ τῶν ὀρέων, εἰς μεγάλα ἀργυρᾶ ρεύματα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· καὶ τὰ μαργαριταρόχροα θωπεύματα ἀπὸ τῶν μαυροτέρων, μαῦρον μαργαριταριοῦ, μέχρι τῶν φωτεινοτάτων καὶ ὑελοδεστάτων ἀργυρορρευμάτων σεληνοφωτίστων θαλασσῶν, τρέχουν ἁπαλύνοντα, βελουδίζοντα καὶ στιλπνόνοντα.
Καὶ τὸ ἕνα αὐτό, ἀπώτατον, ὀρεινότατον χαρακτηριστικὸν Χρῶμα, δέχεται εἰς τὸν ὑπεράνω αὐτοῦ ἀέρα καὶ τὴν πρὸ τῶν ποδῶν του γηΐνην ὕλην τοὺς καταιωνισμοὺς τοῦ Χρυσοῦ, ἄνωθεν καὶ κάτωθεν, χρυσοφιλεῖται, χρυσογραμμίζεται, χρυσακτινοῦται, χρυσολούεται, χρυσανθίζει, χρυσοκαίεται εἰς χρυσοστέμματα νεφῶν, εἰς ἐκρερηγμένα πυροτεχνήματα χρυσοβελωνωτῶν πευκώνων, εἰς χρυσόρροα ρεύματα χρυσοτυφλοῦντος ἔρωτος θαλασσῶν· καὶ τὰ χρυσόχροα φιλήματα ἀπὸ τῶν βαθυτέρων χρυσοβυσινοφλόγων καὶ χρυσοκοκκινοπύρων μέχρι τῶν φωτεινοτάτων χρυσαναμμάτων τῶν ἀέρων, τρέχουν παντοῦ, χρυσογράφοντα, χρυσοξανθίζοντα, χρυσονεκροῦντα ἢ χρυσογυαλίζοντα. Καὶ βαίνοντες ἀπὸ τὰ γενικώτερα, τυπικώτερα εἰς τὰ εἰδικώτερα καὶ ἀραιότερα, τὰ ροδαλὰ καὶ γαλανὰ ἀνοίγματα καὶ ἀνθίσματα, ἱλαρύνουν, ἡδονίζουν τὸ Κυανοῦν, τὰ Ἀργυρᾶ ἐξευγενίζουν, τὰ Χρυσᾶ καὶ κοκκινόφλογα θουριάζουν, τὰ σμαράγδινα καὶ φυστικίζοντα καὶ γαζιόχροα καὶ λεμονόχροα ἐκποιητικίζουν καὶ τὰ φαιά, τεφρά, καφφετιὰ περάσματα σκυθρωπάζουν τὴν Κυανῆν Θέαν.

Τὸ ἀπώτατον αὐτὸ Ὀρεινὸν Κυάνεον Κύκλωμα
, τοῦ ὁποίου τὰ στήθη ἀργυρώνει καὶ τοὺς ὑπεράνω αὐτοῦ ἀέρας, καὶ τὰς ὑποκάτω αὐτοῦ ὕλας χρυσώνει, Χρυσὸς καὶ Ἄργυρος σχεδὸν οὔτε ὡρισμένως οὐρανόθεν, ἀλλ᾿ ἀοράτως ἀερόθεν καταχεόμενος, κόπτει ὁ ἐντὸς αὐτοῦ καὶ πλησιέστερον ἡμῶν σχηματιζόμενος δεύτερος Κύκλος, ἀπὸ πεδία, λόφους καὶ βράχους — Ὁσίου Λουκᾶ, Λυκαβηττοῦ, Ἀρδηττοῦ, Φιλοππάπου, Ἀστεροσκοπείου. Καὶ μὲ εὐρυτέραν ἀκόμη περιφέρειαν περιλαμβάνουσαν τὴν Φαληρικὴν γῆν, τὴν Καστέλλαν καὶ τὰ πρὸς ἡμᾶς φουσκώματα τῆς Κορυδαλλείου καὶ Σκαραμαγγείου βουνογραμμῆς. Κύκλος οὐδέποτε κυανοῦς, μὲ ἐντελῶς ἄλλα χρώματα, ὁλόκληρος πολύχρους, σὰν νὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀποδεικνύεται καὶ διὰ τοῦ... Χρώματος! ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς καὶ ἐκ τῆς συνόλου Ἑλλάδος καὶ ἐκ τοῦ κάθε τμηματικοῦ σημείου. Ὁ ποικιλόχρους αὐτὸς κύκλος ὁ δεσποζόμενος ἀπὸ τὸ Χρυσοῦν, ὁ Ξανθὸς Κύκλος, τὸν ὁποῖον ἐδῶ δὲν περιγράφω ἀναλυτικώτερον, διὰ νὰ μὴν μακρύνω, ἀφοῦ θὰ ἐπανέλθω ἑκατομμυριάκις λεπτομερέστατα μέχρι τελείας ἀποδείξεως καὶ ἐξαντλήσεως θέματος, ἐμοῦ καὶ ...ἡμῶν — διότι εἶπα, ὅτι ἐννοῶ νὰ σᾶς τρελλάνω μὲ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα καὶ νὰ σᾶς κάμω νὰ φᾶτε ἑλληνικὴν τροφὴν ὅσην δὲν ἐφάγατε τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα — εἶναι χρυσόχρους, κιτρινόχρους, φαιόχρους καὶ τὰ ταυτοειδῆ. Τὰ μακρυνὰ δὲ Κυάνεα καὶ Ἀργυροκυάνεα καὶ βοκαμβυλεόχροα θιγόμενα ὀπτικῶς ἀπὸ τὰ Ξανθά, τὰ Χρύσεα, τὰ γαζιανθῆ, ἀπὸ τὰ αἱμοχροΐζοντα λοφίδια — ὅπως τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ — τὰ κεραμοχροΐζοντα, τὰ κανελίζοντα, τὰ χρυσοκίτρινα, τὰ γλυνόχροα, τὰ σκονόχροα, τὰ καφφεόχροα, ἀντιβάλλουν παραδοξότατα τὰς μᾶλλον ἀπροόπτους, ἀφαντάστους καὶ δυνατωτάτας ἀντιθέσεις καὶ ὅμως κατορθώνουν νὰ δένωνται ἐξαισιώτατα, νὰ ἁρμονίζωνται θαυμασιώτατα, συνθέτοντα τὸ ἀπαραμίλλου πρωτοτυπίας καὶ ὀξυτάτης καλλονῆς σύνολον, τὸ ὁποῖον βλέπομεν.

Καὶ ὅπως ὁ ἀπώτατος Κύκλος ἔχει τὸ χαρακτηριστικόν του γενικὸν Χρῶμα καὶ διέρχεται ὅλων τῶν τόνων αὐτοῦ, οὕτω καὶ ὁ δεύτερος. Καὶ ὅπως εἰς τὸν πρῶτον κάθε βουνὸν εἶναι ὁλόκληρον ἕνας τόνος καὶ κάθε ἕνα εἶναι ἕνας τόνος ἄλλος, οὕτω καὶ εἰς τὸν δεύτερον κάθε βράχωμα, λόφωμα ὁλόκληρον εἶναι ἕνα ἁπλοῦν χρῶμα ἄλλο. Καὶ ὅπως εἰς τὸν πρῶτον αἱ ἀποχρώσεις περιστρέφονται πάντοτε ἐντὸς τῶν αὐτῶν ἰδιαιτέρων τῶν ὁρίων, ἐπανερχόμεναι κατὰ ὡρισμένας ὥρας καὶ ἀτμοσφαιρικὰς συνθήκας, οὕτω καὶ εἰς τὸν δεύτερον, ὥστε εὐκόλως εὑρίσκεται οὕτω καὶ ὁρίζεται ὁ τύπος, ὁ χαρακτήρ, τὸ εἶδος των, τὸ Χρῶμα των.
Καὶ ὅπως ἡ χρυσῆ λυχνία περιφέρεται εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ὁ ἀπώτατος Κυανοῦς Στέφανος καὶ ὁ πλησίον Πολύχρους Κύκλος καὶ τὰ πάντα, ἀλλάζουν ὅψιν ἀενάως. Κάθε βράχωμα, ὕψωμα, λόφος τοῦ πλησίον μας κύκλου δίδει τὸ φόρεμα ποὺ ἐφόρεσε δι᾿ ὀλίγον εἰς τὸ πλησίον του καὶ κάθε φόρεμα περνᾷ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, ἀπὸ τὸ πρῶτον ὕψωμα ἕως τὸ τελευταῖον τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχουν, νὰ μὴ φαίνωνται ὅλα τὰ συνήθη φορέματα τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει κυριολεκτικῶς ΣΤΙΓΜΗ σταματήματος καὶ δὲν ὑπάρχει ΣΤΙΓΜΗ, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἕνα ὕψωμα νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὸ ἄλλο.

Καὶ ἀκόμη περισσότερον καὶ αἰθεριώτερον ἀπὸ τὰ λιθοχώματα, τὰ σὰν τριμμένα μάρμαρα καὶ σὰν τριμμένα πήλινα ἀγγεῖα καὶ σὰν πολυτίμων λίθων τρίμματα ποὺ εἶναι τὸ χῶμα μας, τὸ κοῦφον σὰν ἀὴρ χῶμα, ἀπὸ τὴν πολύχροον Ἱερὰν Τέφραν ποὺ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἡ Μητέρα μας Γῆ, ἡ Γῆ μας, σὰν νὰ ἐξατμίζωνται—ὅπως ἡ ζέστη—σὰν νὰ σαλεύωνται χρώματα καὶ ἀπὸ τὴν αἰθέριαν ὕλην καὶ ἀπὸ τῶν κυριωτέρων αἰθερίων χροϊκῶν βάσεων καὶ αἰθερίων χρωμάτων, τῶν κάπως κάπου ἐνσαρκουμένων καὶ ἀπὸ τὴν τελευταίαν μόλις ὁρατὴν ἐπιφάνειαν ὅλων τῶν Φαινομένων, περνοῦν Χρώματα ἀκόμη ἀσυλληπτότερα, ἀκόμη ἡδονικώτερα, ἀεικίνητα, θωπευτικὰ καὶ ἄϋλα σὰν τὰς εἰς τὰ πλάγια τῶν λόφων Σκιὰς τῶν μικρῶν βραδυπορούντων νεφῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετεωρούμενα σὰν ἀραιὸς καπνός, πιανόμενα σὰν καπνὸς ἀπὸ μαλλιά, συρόμενα ἡδυπαθῶς, σὰν διαλυόμενον θυμίαμα, Χροϊκαὶ Αὖραι μεταμορφώνουσαι τὴν ὅλην κοσμικὴν ὕλην, εἰς σωροὺς ἀπὸ σκόνιν πολυχρόων χρυσαλλίδων, τὰ ὄρη εἰς ἀναμμένους ἀρωματικοὺς κώνους, τὰ χρώματα εἰς φλόγας γλυκυτάτας αἱ ὁποῖαι φέγγουν ἔνδοθεν ἅλω θυμιαμάτων ἢ κατὰ τὰς ἀκροτάτας θερινὰς χρυσοπυρκαϊάς ὑγρῶν, στερεῶν, οὐρανῶν καὶ ἀέρων, κατὰ τὰς ὥρας αὐτὰς τῆς ἀοράτου ἀπορροφήσεως κάθε ἀτμίδος καὶ κάθε ἱκμάδος, τῆς διαστολῆς καὶ ἐξαφανίσεως τοῦ ἀέρος, ἡ κοσμικὴ ὕλη ὅλη μεταποιεῖται εἰς κάτι τι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ σταθεροειδές τι, μὲ γήϊνόν τι, μὲ ὑλοειδές τι, μὲ ὑπαρκτόν τι, εἰς κάτι τι μεταλλικόν, ἀλλὰ λάμψιν μετάλλων, ἀλλὰ μόνον μεταλλικὸν Φῶς, εἰς κάτι τι δακτυλιολιθικόν, ἀλλὰ βλέμμα πολυτίμων λίθων, ἀλλὰ μόνον τοιούτων λίθων Φῶς, εἰς ἕνα ὑελινὸν πολύχρουν ἀέρα, τὸν ὁποῖον ὅμως περνᾷ κανεὶς ἀνέτως ὅπως ἡ ἀκτὶς τὸ γυαλί, εἰς ἕνα ὑελινόν πολυήδονον ἀερόχρωμα, διότι μετουσιώνεται καὶ ἐξαεροῦται καὶ αὐτὸς ὁ θεατής, αἰσθάνεται σὰν νὰ περιφέρεται εἰς τοὺς οὐρανίους ἀέρας καὶ νὰ περιπατῇ εἰς τοὺς οὐρανίους λίθους, μετουσιώνεται καὶ αὐτὸς εἰς Ἰδέαν, Ἀέρα, Χρῶμα, νομίζει ὅτι εἶναι μία τεχνητὴ ἀνύπαρκτος ὑπόστασις, εἰκὼν ἀνθρώπου εἰς εἰκόνα φύσεως ζωγραφημένην ὑπὸ καλλιτέχνου πλανήτου ἄλλου· καὶ εἴτε αἱ οὕτως, εἴτε αἱ ἄλλως ὄψεις, ἐξαίρουν τὴν Χροϊκὴν Αἴσθησιν τοῦ θεατοῦ εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τοῦ δυνατοῦ ἐξευγενισμοῦ καὶ λεπταισθητισμοῦ, ἀποπνέουν τὴν θειοτάτην Χροϊκὴν Ἡδονήν, πανοραματίζαντα θέαμα Φύσεως, τοῦ ὁποίου, ΚΑΝΕΙΣ χωρὶς νὰ ἰδῇ δυνατὸν νὰ φαντασθῇ καὶ ἰδὼν ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ τελειότερον καὶ ἡδυπαθέστερόν τι ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ...

ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΧΡΩΜΑ (1904)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου