Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Ἡ ὀβίς (Ἠλία Παπαδημητρακόπουλου)

Πολλὲς φορές, πού μὲ κατηγοροῦν γιὰ μαλθακό, ἢ καὶ ψοφοδεὲς ἄτομο (μέχρι καὶ χέστη μὲ ἔχουν πεῖ), ὑποδύομαι τὸν ἀδιάφορο, καὶ μάλιστα χαμογελῶ κάτω ἀπὸ τὰ μουστάκια μου. Τί ξέρει ὃ ἄλλος, σκέφτομαι, καὶ φέρνω στὸ νοῦ μου μυστικὲς ἀποφάσεις, σκέψεις καὶ γεγονότα ἢ (ἔστω) ἀρχὲς γεγονότων. Στὸ βάθος, ὅμως, πικραίνομαι, νιώθω ἐρημιά, ὁ χρόνος πέρασε, πάει ὁ καιρὸς πού προσφερόταν γιὰ πράξεις ἡρωϊκές. Ζηλεύω ἔτσι τοὺς ὡραίους νέους, καθὼς τοὺς βλέπω στὰ σινεμὰ τῆς μόδας, νὰ ἐντρυφοῦν σὲ δύσκολα φιλοσοφικὰ ἔργα (ἢ καὶ σὲ ἐπαναστατικὰ ἐγχειρίδια, ἀκόμη) καὶ νὰ μιλοῦν γιὰ ὅλα αὐτὰ ἐν πλήρει ἀνέσει, συνήθως διαφωνώντας ἀνοιχτά, ἢ τρεπόμενοι πρὸς ἰδεολογικὲς ἀτραποὺς λεπτεπίλεπτων ἀποκλίσεων. Ποῦ ἐμεῖς, σκέφτομαι, πού εἴδαμε καὶ πάθαμε νὰ καβατζάρουμε πέντε ἔξι ἀνώδυνους κλασικούς, ἄθλια καὶ κείνους μεταφρασμένους.


Αὐτὴ ἡ ἔκδηλη ἡρωϊκή διάσταση χαρακτηρίζει κατ’ ἐξοχὴν τὰ παιχνίδια καὶ τὰ ἀναγνώσματα τῶν παιδιῶν, καθὼς καὶ τὰ σπόρ, μὲ τὰ ὁποῖα ποικίλλεται ὁ βίος. Τὶς προάλλες, ὁδοιπορώντας μὲ τὸν Γιώργη στὶς ὑπώρειες ἑνὸς κοντινοῦ βουνοῦ, εἴδαμε πεταμένη καὶ σάπια μία παληὰ ἰταλικὴ νάρκη. Ἀμέσως θυμηθήκαμε τὸν τόπο μας μετὰ τὴν Κατοχή, τί μπαξὲς σωστὸς εἶχε γίνει ἀπὸ παιχνίδια. Πόσα πράγματα βρήκαμε τότε, τί πυρομαχικὰ κουβαλήσαμε μέσα ἀπὸ οἰκόπεδα, χωράφια καὶ τάφρους. Τὶς νάρκες τὶς μεταφέραμε ἀγκαλιά, σὰν λάχανα, γιὰ νὰ πάρουμε τὸν δυναμίτη, ποῦ εἶχαν μέσα. Μερικὰ παιδιὰ σκοτώθηκαν, ἄλλα τὰ περισσότερα γλίτωσαν μὲ μικρότερες ζημιὲς — ὁ Θανάσης χάνοντας τὸ μάτι του, ὁ Πρόδρομος τὸ χέρι του. Ἐγώ τὸ μόνο πού, τελικά, τόλμησα νὰ ἀδειάσω, ἦταν μιὰ ὀβίδα, τὴν ὁποία καὶ μεταβάλαμε στὸ σπίτι σὲ ἕνα μεγαλοπρεπὲς βάζο, ποῦ στόλιζε μόνιμα τὴν κορυφὴ μίας ἀνθοστήλης στὸ δωμάτιο, μαζὶ μὲ εὐάριθμα φτερὰ παγονιοῦ. Τὶς γιορτὲς ἡ μάνα μου τὴ γυάλιζε μὲ καμάρι καὶ ἐγώ ἔνοιωθα περήφανος, καθὼς ἀναλογιζόμουν τὰ ὑπόλοιπα παιδιά, νὰ μὲ παρακολουθοῦν ἔντρομα καὶ ἐξ ἀποστάσεως, ὅταν τὴν ἄδειαζα, χτυπώντας ἁπαλὰ καὶ μὲ δεξιοτεχνία τὸ βλῆμα, ὥσπου νὰ λασκάρει.

Ἐπέπρωτο, ὅμως, τὸ μοναδικὸ τρόπαιο τοῦ βίου μου νὰ μὴν τὸ χαρῶ ἐπὶ πολύ. Βρισκόμουν ἕνα φθινόπωρο στὸ χτῆμα μας, ἔβρεχε ραγδαία καὶ εἶχα τύφο. Τὴ νύχτα μὲ ἐπίασε φοβερὴ τσίρλα, ποὺ νὰ τολμήσω νὰ βγῶ ἔξω γιὰ τὸν ἀπόπατο. Στὴν ταραχή μου, τὸ μάτι μου πάει στὴν ὀβίδα. Σπεύδω ἀμέσως καὶ ἀνακουφίζομαι ἐντός της. Ἀνοίγω ἐν συνέχεια τὸ παράθυρο καὶ τὴν πετῶ στὸν κῆπο — ἡ βροχή, σκέφτομαι, θὰ τὴν ξεπλύνει ἕνα χεράκι κι ἀργότερα βλέπουμε. Κοιμήθηκα μὲ ἐφιάλτες. Τὸ πρωΐ ἢ μέρα ἦταν ἡλιόλουστη, ἀλλὰ ἐγὼ καιγόμουν στὸν πυρετό. Ἔμεινα καιρὸ στὸ κρεβάτι ὡς ποὺ νὰ συμπληρωθοῦν σαράντα ἡμέρες, ὅπως εἶχε ὁρίσει ὁ γιατρός. Τὸ πρῶτο πρωϊνό, ποῦ ἐδέησε νὰ σηκωθῶ, ἔφαγα μία νερουλὴ κρέμα καὶ κατέβηκα στὸν κῆπο, νὰ δῶ τὰ λουλούδια καὶ νὰ συμμαζέψω καὶ τὴν ὀβίδα, ἡ ἐξαφάνιση τῆς ὁποίας εἶχε δημιουργήσει πολλὲς φασαρίες στὸ σπίτι μας. Μάταια τὴν ἀναζήτησα παντοῦ. Ποιὸς ξέρει ποιὸς πέρασε καὶ τὴν ἅρπαξε.

Ἀπὸ τότε, ὅταν μπαίνω σὲ δημόσιο χῶρο, ὅπου τυχαίνει κάποιος ἀξιωματοῦχος νὰ χρησιμοποιεῖ παρόμοια ὀβίδα, ὡς ἀνθοδοχεῖο ἢ τρόπαιο, καταλαμβάνομαι σταθερὰ ἀπὸ τὴν ὑποψία πῶς πρόκειται γιὰ τὴν ὀβίδα μου. Ἀφοῦ τὴν ἐξετάσω προσεχτικά, καὶ μπορῶ νὰ πῶ καὶ μὲ κάποια προκλητικότητα, ὑποβάλλω πλαγίως στὸν ἰδιοκτήτη διάφορες παραπειστικὲς ἐρωτήσεις, μὲ σκοπὸ νὰ ἐξακριβώσω τὴν προέλευσή της. Οἱ ἀπαντήσεις εἶναι ἀβέβαιες καὶ γενικές, καὶ ὁ καημὸς γιὰ τὴ χαμένη μου ὀβίδα παραμένει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου