Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Νεοφιλελευθερισμός καί αἰωνία Ἑλλάς (2)



Στήν σημερινή ἀνάρτηση θά διαβάσουμε τά 2 ἑπόμενα ἄρθρα τοῦ Γερασίμου Κακλαμάνη, πού ἐδημοσιεύθηκαν τον Ἰούλιο τοῦ 1987 στήν ἐφημερίδα ΕΘΝΟΣ. μέ ἀφορμή τήν τότε δίκη τῆς ἐφημερίδας. Γίνεται ὅλο και περισσότερο ἀντιληπτή ἡ ἰδεολογική χρεωκοπία τῆς χώρας, κυρίως ἡ σπέκουλα τῶν ἐν Ἑλλάδι φιλελευθέρων καί ἐκσυγχρονιστῶν, πού ἀνετράφησαν με τό γάλα τοῦ δεξιοῦ καί ἐθνικόφρονος σκοταδισμοῦ.



ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΑΣ

ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ "ΕΘΝΟΥΣ" - ΚΟΣΚΩΤΑ

Γ) ΤΑ «ΣΑΛΟΝΙΑ» Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο «ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ» (ΕΘΝΟΣ  29/7/1987)

Δὲν εἶναι πειστικὸς ὁ κ. Ἀνδριανόπουλος, λέγοντος πὼς τὸ δημόσιο συμφέρον εἶναι θέμα «ἀπόψεως» καὶ ὅτι δὲν ἀναγνωρίζει σὲ κανένα τὸ δικαίωμα νὰ τὸ καθορίζει. Δὲν γίνεται πιστευτός, διότι ἐδήλωσε «νεοφιλελεύθερος» μέσα στὰ πλαίσια τῆς παρατάξεως πού θέλει νὰ τὸν ἐκφράζει καὶ ὁ φιλελευθερισμὸς εἶναι ἡ κατ’ εξοχὴν ἰδεολογία γιὰ τὴν ὁποία τὸ δημόσιο συμφέρον εἶναι «καθορισμένο» καὶ «δεδομένο». Ἐκτός τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, πού ἀπορρέει ἀπὸ τὴ βιολογικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ προϋποθέτει ἕνα ἀντίστοιχο δικαίωμα γιὰ τὴν ὑπεράσπισή του, ὑπάρχει καὶ ἡ ἔννοια τοῦ πολιτικοῦ δικαιώματος, γιὰ τὸ ὁποῖο ὑπάρχει ἐπίσης ἕνα ἀντίστοιχο συμφέρον ὑπεράσπισής του.


«Τρίτη κλάση»

Δὲν πρόκειται βέβαια ν' ἀνατρέξουμε στὴν ἱστορία αὐτῶν τῶν δικαιωμάτων καὶ στὴ συνταγματικὴ ἱστορία, γιὰ νὰ καταλάβουμε τί μᾶς εἶπε ὁ κ. Ἀνδριανόπουλος. Ἀρκούμαστε ἁπλῶς νὰ ποῦμε χονδρικά, ὅτι «φιλελευθερισμὸς» εἶναι ἀκριβῶς τὸ σύστημα ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο τὸ Ἔθνος πάει μπροστὰ ἀπὸ τὸ Κράτος καὶ ὄχι ἀνάποδα. Δηλαδή: ἐνῷ ὁ Λουδοβίκος ὁ 14ος  ἔλεγε πὼς τὸ συμφέρον τοῦ «ἔθνους» εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ συμφέρον τοῦ κράτους, πού τὸ ἐκπροσωποῦσε ὁ ἴδιος (RAISON D' ΕΤΑΤ), ὁ Βολταῖρος ἔλεγε πὼς πρῶτα πάει τὸ συμφέρον τοῦ «ἔθνους» καὶ σκοπὸς τοῦ κράτους ἦταν νὰ τὸ ὑπηρετήσει. Ἔθνος τότε ἦταν ἡ «τρίτη κλάση», δηλαδή ἡ ἀνερχόμενη ἀστικὴ  τάξη.

Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ οἱ δύο εἶχαν τὶς «ἀπόψεις» τους περὶ «δημοσίου συμφέροντος», τὸ πρόβλημα γιὰ νὰ λυθεῖ χρειάστηκε μία ἐπανάσταση. Μὲ τὴν ἐπανάσταση αὐτὴ ἀπεδείχθη τὸ ἑξῆς μέγα θεώρημα: ὅτι ἀτομικὸς αὐτοπροσδιορισμὸς καὶ κρατικὸς αὐτοπροσδιορισμὸς εἶναι πράγματα τῆς αὐτῆς τάξεως. Αὐτὸ πρῶτα τὸ ἀπέδειξαν οἱ Ἀμερικανοὶ μὲ τὸν ἀγώνα τῆς ἀνεξαρτησίας τους. Ἕνα σύνολο ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἔτσι ἀποφάσισε, δὲν θέλει πλέον νὰ ὑπακούει στὴν παλιά του κυβέρνηση. Οἱ Ἀμερικανοὶ εἶχαν βέβαια τὸ προτέρημα τοῦ χωριστοῦ ἐδάφους.

Στὴ Γαλλία τὰ πράγματα προχώρησαν πιὸ ριζικά. Ὅλα τὰ προηγούμενα δίκαια καὶ καταστάσεις ἐκηρύχθηκαν συλλήβδην ἄκυρα. Ἀλλὰ ἡ Γαλλία συνόρευε μὲ ἄλλα κράτη, ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔπρεπε νὰ σταματήσει κοινωνικὰ τὴ διαδικασία τῆς διαρκοῦς ἐπανάστασης. Ἔπρεπε λοιπὸν τὰ πράγματα νὰ στραφοῦν πρὸς τὰ ἔξω καὶ νὰ ἐξευρεθοῦν «ἐχθροί». Αὐτοὶ ὄντως ὑπῆρχαν καὶ ἦταν ὅλα τὰ κράτη πού εἶχαν βασιλιάδες. Ἡ ἐκστρατεία κατὰ ἑνὸς τέτοιου κράτους δὲν ἦταν παρὰ ἡ ὑπεράσπιση ἑνὸς φίλου καὶ ἐλευθέρου λαοῦ (τοῦ ξένου) ἀπὸ τὴν ἐπίθεση (ἀφοῦ δὲν κατέβαινε ἀπ' τὸ θρόνο) τοῦ κακοῦ του βασιλιᾶ. Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ποιητὲς εἶχαν βρεῖ ὅτι οἱ ἱστορίες καὶ οἱ λογοτεχνίες τῶν ἄλλων λαῶν, στηρίζονται στὴν ἴδια ἔννοια τῆς «λαϊκῆς κοινότητος», μὲ τὰ αὐτὰ χαρακτηριστικά, πού ἐπέβαλαν τὴν ἴδια ἔννοια τοῦ «κοινοῦ συμφέροντος» (ταυτισμένου μὲ τὸ «ἐθνικὸ συμφέρον» πρὸ τοῦ ὁποίου εἶχε ὑποχωρήσει ἡ ἔννοια τοῦ «κρατικοῦ συμφέροντος»), μερικὲς σταθερὲς μεταβλητές τοῦ ὁποίου ἦταν ἡ ἐλευθερία γνώμης καὶ ἔκφρασής της, «ἀπόλυτον» δικαίωμα (ἔτσι τὸ ὁρίζει ὁ Οἰκονομίδης π.χ.) ἰδιοκτησίας, χρήσεως κεφαλαίου κλπ. Αὐτὰ βέβαια ἦταν ὅσα χρειαζόταν ἡ ἀστικὴ τάξη στὸ ξεκίνημά της. Ὅπως βλέπομε τὸ «ἐθνικὸ συμφέρον» προϋποθέτει ἐξ ἱστορικῆς κατασκευῆς τὴν ἔννοια τοῦ «ἐξωτερικοῦ ἐχθροῦ». Συνεπῶς ἂν ἐμεῖς μὲ τὸ ἔνδοξον ἔθνος μας στὸ ἕνα ἑκατομμύριο «ἐξωτερικῶν κινδύνων» καὶ τῶν «αἰωνίων ἐχθρῶν» μας προσθέτουμε κι ἄλλο ἕνα ἑκατομμύριο «σκοτεινῶν δυνάμεων» γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ δικοῦ μας ἔθνους, τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι κι ἁμαρτία..).

Τὸ «συμφέρον»

Αὐτὸ ὅλα τὰ περὶ «ἔθνους» ὁδήγησαν στὴν ἑξῆς οὐσιώδη μεταβολὴ τῆς ἀντιλήψεως τοῦ «δημοσίου συμφέροντος» ὡς πρὸς τὸ παρελθόν: ὅτι τότε ἐξυπηρετεῖται τὸ «γενικὸ συμφέρον» (ἄρα καὶ τὸ «δημόσιο» καὶ ὅποιο ἄλλο ἔχει νὰ κάμει μὲ τὸ σύνολο τῆς κοινωνίας), ὅταν ὑπάρχει συμμετοχὴ ἐκ τῶν κάτω στὴ διαμόρφωση τῆς πολιτικῆς βούλησης τοῦ κράτους. Δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε βέβαια μὲ τὴ διαμόρφωση τοῦ φιλελευθερισμοῦ στὸ δεύτερο κυρίως μισό του περασμένου αἰώνα, ὅπου συμβαίνει ἡ ἀπότομη τεχνικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἐμφανίζεται ὁ Μάρξ.

Σημασία ἔχει ὅτι ἡ ἀντίληψη συμμετοχῆς στὴ διαμόρφωση τῆς πολιτικῆς βούλησης ἔχει καταντήσει σὰν ἔννοια τόσο κοινότυπο «δημόσιο ἀγαθό», ὥστε μᾶλλον νὰ μὴν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὶς δυτικὲς τουλάχιστον κοινωνίες πού νὰ μὴν αἰσθανθεῖ ὅτι κινδυνεύει τὸ συμφέρον του ἂν κινδυνέψει τὸ «ἀγαθὸ» αὐτό. Δηλαδὴ ὅτι κινδυνεύει τὸ «δημόσιο συμφέρον». Αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπῆρξε τὸ πιὸ ἑδραῖο περιεχόμενο τοῦ φιλελευθερισμοῦ.

Γιὰ νὰ πετύχει ὅμως αὐτὴ ἡ συμμετοχή, ὁ φιλελευθερισμὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δημοσιότητα σὰν τόπο καὶ προϋπόθεση διαμόρφωσης τῆς πολιτικῆς βούλησης. Ἀνάγκη δηλαδή ἐλέγχου ὁλόκληρης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. «Δημοσιότης» καλεῖται ἐκεῖνος ὁ κοινωνικὸς χῶρος στὸν ὁποῖο διαμορφώνεται ἡ «δημόσια γνώμη». Στὴ διαμόρφωση της μπορεῖ νὰ συμμετάσχει καταρχὴν ὁ ὁποιοσδήποτε πολίτης. Δημόσια ἢ κοινὴ γνώμη ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου μαζεύονται πολλὰ ἄτομα μαζὶ καὶ ἀποτελοῦν «κοινό». «Κοινὸ» δὲ καλεῖται ἕνα σύνολο ἀνθρώπων, ὄχι ὅταν συζητάει γιὰ τὰ ἰδιωτικῆς φύσεως κοινὰ συμφέροντα πού μπορεῖ νὰ ἔχει, ἀλλὰ ὅταν συζητάει γιὰ τὸ «γενικὸ καλὸ» (γιὰ ἀρχές, ἰδέες ἢ πράξεις τῆς κυβέρνησης), ὑπὸ τὴ συνταγματικὴ προστασία τῆς πλήρους ἐλευθερίας γνώμης καὶ ἔκφρασης. Ὅταν δηλαδὴ ἐνεργεῖ σὰν ἕνα εἶδος δικηγόρου τοῦ «γενικοῦ καλοῦ», πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι τὰ παραπάνω πολιτικά δικαιώματα διατηροῦν τὸ χαρακτήρα ἀμύνης, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα, μόνο πού τώρα ἔναντι τοῦ κράτους. Καὶ αὐτὴ ἡ διάκριση, ἀπὸ τὴ μία μεριὰ κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ κράτος, ὀφείλεται ἀκριβῶς στὴν ἀρχικὴ διαμόρφωση τοῦ φιλελευθερισμοῦ, ὅτι «δημόσιο συμφέρον» καὶ ἀστικὸ συμφέρον εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα.

«Πάρτε κόσμε…»

Χωρὶς τὴν ἔννοια τοῦ «δημοσίου συμφέροντος» (τοῦ πρὸς συζήτηση) καταρρέει ὁλόκληρη ἡ θεωρία τοῦ φιλελευθερισμοῦ. Ὅπως δηλαδὴ κανένας περιμένει ὅτι ἀπὸ τὸ φιλελεύθερο - καπιταλιστικὸ ἀνταγωνισμὸ (τὸν πλήρως ἐλεύθερον) στὸν τομέα τῆς ἐμπορευματικῆς παραγωγῆς θὰ ἔρθουν στὸ παζάρι τὰ καλύτερα ἐμπορεύματα πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ καθενὸς ἀτομικὰ καὶ τοῦ συνόλου, ἔτσι ἀκριβῶς πρεσβεύει ὅτι ἀπὸ τὸν ἐλεύθερο συναγωνισμὸ τῶν ἰδεῶν θὰ προκύψουν οἱ καλύτερες πρὸς προαγωγὴ τοῦ «γενικοῦ καλοῦ».

Καὶ ἀφοῦ πλέον κατεδαφίστηκαν τὰ ἐμπόδια του παρελθόντος (βασιλιάδες, εὐγενεῖς κλπ), σύμφωνα μέ τοὺς νόμους τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τῶν φιλοσόφων, ἡ πολιτικὴ ὑποχρεοῦται νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὑποδεικνυόμενη ὀρθολογικότητα.. Ἄλλως πῶς βέβαια ὑπάρχει ἡ κατάλυση διὰ τοῦ πεζοδρομίου...

Ὑπὸ τὴν προϋπόθεση λοιπὸν ἀκριβῶς ὅτι ὑφίσταται ἕνα πολιτικὸ «δημόσιο συμφέρον», μονοσημάντως ὁρισμένο καὶ ὄχι ζήτημα «ἀπόψεως», κατάφερε ὁ φιλελευθερισμὸς νὰ βγάλει τὶς ἰδέες στὴν ἀγορά, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ ἐμπορεύματα: πάρτε κόσμε...

Δὲν θὰ συζητήσουμε φυσικὰ τώρα τὴ δυνατότητα ἀγορᾶς τῶν ἰδεῶν αὐτῶν. Γιατί, ὅπως γιὰ ν' ἀγοράσει κανεὶς ὁποιοδήποτε ἄλλο πρᾶγμα χρειάζεται νὰ 'χει λεφτά, ἔτσι ἀκριβῶς χρειάζεται νὰ 'χει τ' ἀπαιτούμενα γιὰ ν' ἀγοράσει ἰδέες, δηλαδὴ μόρφωση. Τότε αὐτὰ τ' ἀπαιτούμενα τὰ εἶχε μία μικρὴ μερίδα κόσμου, κλῆρος, εὐγενεῖς κ.λπ, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως ἀγόραζαν τὶς ἰδέες καὶ τὶς ἔκαναν σαλόν, δηλαδή τὶς ἐπένδυαν πειθόμενοι σ' αὐτές, τόσο γιὰ τὸ δικό τους καλό, ὅσο καὶ τῶν ὑπολοίπων. Καὶ ἐπειδὴ τὸ ἐμπόριο αὐτὸ τῶν ἰδεῶν ἀπεδείχθη ὡς τὸ πλέον ἀποδοτικὸ ὅλων, ὡς πρὸς τὸ «γενικὸ καλό», προέκυψε ἡ ἀνάγκη, ὅπως σὲ κάθε παζάρι, ἐπαύξησης τοῦ ἀγοραστικοῦ κοινοῦ, δηλαδή ἡ παροχὴ παιδείας...

Δὲν θὰ συζητήσουμε λέμε παραπέρα τὶς λεπτομέρειες αὐτές, διότι ἐδῶ μας ἐνδιαφέρει ἁπλῶς νὰ ἰδοῦμε τί μᾶς εἶπε ὁ κ. Ἀνδριανόπουλος. Ἂν βέβαια ἐδῶ δὲν εἴχαμε τὸ σύμπτωμα τοῦ ἀρότρου κατὰ τὰ ἀμετάθετα ἐπιτάγματα τῆς θρησκευτικῆς μας ἰδεολογίας (ἡ δόξα τῆς Ἑλλάδος εἶναι στὸ παρελθὸν καὶ τὴν «παράδοση»), ἴσως νὰ ἀπέδιδαν κάτι καὶ τὰ δικά μας τὰ «σαλὸν» καὶ ὁ «νεοφιλελεύθερος» κ. Ἀνδριανόπουλος νὰ μᾶς ἀπαντοῦσε διαφορετικά...

Δ) Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ( ΕΘΝΟΣ 30/7/1987)

Αὐτὸ πού ἀπετέλεσε τὴν μεγάλη κατάκτηση τοῦ φιλελευθερισμοῦ ἱστορικὰ καὶ πού ἀποτελεῖ ἀκόμα — τουλάχιστον θεωρητικά — τὴν βάση τοῦ «ἀστικοῦ πολιτεύματος», εἶναι πώς ὑπάρχει μία ἀδιαμφισβήτητη ἔννοια «δημόσιου συμφέροντος», πού συνίσταται στὴν ἐλευθερία τοῦ συζητεῖν. Οὐχὶ τοῦ καφενίζειν ἀλλὰ τοῦ συζητεῖν περὶ «δημοσίων πραγμάτων».

Ἀλλὰ βέβαια ἦταν ἀνέκαθεν γνωστό, ὅτι ἡ ἀλήθεια καὶ οἱ σωστὲς ἰδέες δὲν ἦταν ποτὲ συνάρτηση τοῦ πόσοι μποροῦσαν νὰ συζητήσουν γιὰ αὐτές. Ἴσα — ἴσα μάλιστα: γιὰ αὐτὸ τὸ εἶδος ἐμπορεύματος ἴσχυε τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο, ὅπως ἴσχυε καὶ γιὰ τὸ χρυσάφι πού ἦταν πάντα ὑπόθεση ὀλίγων. Οἱ ἀγοραστὲς λοιπὸν τοῦ νέου ἐμπορεύματος τοῦ φιλελευθερισμοῦ δὲν ἐδίστασαν οὔτε στιγμὴ νὰ οἰκειωθοῦν στὰ σαλόνια τους ὅσους μποροῦσαν νὰ παράγουν ἰδέες ἀδιακρίτως καθὼς καὶ ἐκείνους πού μποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν τὰ νοήματα τῶν ἰδεῶν πού κυκλοφοροῦσαν στὴν ἀγορά. Πρᾶγμα φυσικὰ πού ἀπαιτεῖ ἐξ ἴσου ἱκανότητα καὶ μόρφωση. Αὐτοὶ σιγὰ σιγὰ θὰ ἀποτελοῦσαν τὸ ὑλικοῦ αὐτοῦ πού θὰ ἀποκαλούσαμε ἀργότερα «δημοσιογραφία τοῦ πολιτικοῦ Τύπου».

«Πολιτικὸς τύπος» πάει νὰ πεῖ, ὅτι ἀφοῦ ἡ ἐλευθερία συζήτησης τῆς ἔκφρασης τῶν ἰδεῶν συμβαίνει γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ «ἔθνους» (μπουρζουάδων) στὴν διαχείριση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, δὲν εἶναι μόνο ἀπαραίτητο νὰ ξέρει ἡ πολιτικὴ ἐξουσία τί «σκέφτονται» οἱ πολλοί, ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας νὰ δίνει λόγο καὶ νὰ πληροφορεῖ περὶ τῶν πράξεων της αὐτοὺς τοὺς «πολλοὺς» ἀνὰ πᾶσαν στιγμή. Θὰ ἰδοῦμε λεπτομέρειες πιὸ κάτω.

«Κοινὴ γνώμη»

Βέβαια τὰ πράγματα μὲ τὴν δημοσιογραφία δὲν ἀρχίζουν ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἐποχή.  Ἀπώτεροι πρόγονοι τῶν σημερινῶν δημοσιογράφων εἶναι οἱ ἁμαξάδες τοῦ μεσαίωνα, οἱ ὁποῖοι, μαζὶ μὲ τὶς πραμάτειες, ἔφερναν καὶ τὰ «νέα» ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό. Φυσικὰ τὴν πολυτιμότητα τῶν ἁμαξάδων δὲν ἄργησε νὰ τὴν ἀνακάλυψη ἡ Ἀστυνομία τῶν βασιλιάδων, οἱ βασιλιάδες ὅμως, πού ἦταν μορφωμένοι ἄνθρωποι καὶ συμμετεῖχαν οἱ ἴδιοι στὶς πνευματικὲς διεργασίες τῶν χωρῶν τους, δὲν ἄργησαν νὰ ἀνακαλύψουν τὴν ἀξία τῶν δημοσιογράφων, τοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς διόριζαν οἱ ἴδιοι ὑπαλλήλους τοῦ κράτους. Ἡ ἰδιότητα αὐτὴ τοῦ δημοσιογράφου ὡς «λειτουργοῦ» τῆς ἐξουσίας ἰσχύει μέχρι τῶν ἡμερῶν μας ἔστω βέβαια καὶ ἂν δὲν ἔχει τὴ μορφὴ τοῦ ὑπαλλήλου μίας Τραπέζης.

Τὸ πρόβλημα βέβαια τῆς πολιτικῆς δημοσιογραφίας τοῦ φιλελευθερισμοῦ δὲν ἦταν καὶ δὲν εἶναι νὰ «παρουσιάσει» τὴν «κοινὴ γνώμη», πρᾶγμα πού θὰ ὑπέθετε μία τεράστια ἐφημερίδα μερικῶν ἑκατοντάδων χιλιάδων σελίδων κάθε πρωὶ καὶ μερικὲς λεγεῶνες δημοσιογράφων νὰ τρέχουν τὸ βράδυ ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα νὰ ρωτοῦν τί «νομίζει» ὁ κόσμος. Τὸ πρόβλημα τῆς πολιτικῆς δημοσιογραφίας εἶναι νὰ ὀργανώσει τὴν «κοινὴ γνώμη».

«Κοινὴ γνώμη» καλεῖται ἀκριβῶς ἡ ὀργάνωση, μία «συνισταμένη» δηλαδὴ τοῦ τί νομίζει ὁ κόσμος. Αὐτὸ ἀφ' ἑνὸς μὲν προϋποθέτει προσωπικὴ ἱκανότητα (καὶ ἀναγκαστικὴ συμμετοχὴ τοῦ «προσωπικοῦ παράγοντος» τοῦ δημοσιογράφου σὲ ὅ,τι παρουσιάζεται σὰν δημοσίευμα), ἀλλά, καὶ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ πρόκειται περὶ προσωπικῶν ἱκανοτήτων καὶ λεπτῶν ἀποχρώσεων πνευματικῆς φύσεως,  ἐλευθερία  διατύπωσης.  Εἰδικὰ στὸ χῶρο τῆς πολιτικῆς δημοσιογραφίας,  ἰδιαίτερα σήμερα πολλὲς συνταγματικὲς καὶ ποινικὲς διατάξεις, ὅπως π.χ. τῆς τιμῆς, τῆς ὑπολήψεως, τῆς δυσφήμησης δημοσίων προσώπων, ὑποχωροῦν. Ἀφ' ἑνὸς μὲν γιατί μία παρατυπία ἢ κατάχρηση στὸ δημόσιο τομέα δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν «προσωπικὴ τιμὴ» αὐτοῦ πού τὸ κάνει, διότι ἀφορᾶ τὴ ζωὴ (ἄρα τιμὴ καὶ ὑπόληψη) ἄλλων (μὲ τὸ νὰ τοὺς κάνει π.χ. ζητιάνους καὶ θαυματοποιοὺς στοὺς δρόμους) καὶ ἀφ' ἑτέρου γιατί ἡ λεγόμενη «ἀντικειμενικὴ δημοσιογραφία» στὸν χῶρο τοῦ πολιτικοῦ Τύπου εἶναι καθαρὰ ἀπάτη. Τὸ νὰ γράψουν π.χ. ὅλοι οἱ δημοσιογράφοι στὶς ἐφημερίδες τους μία κυβερνητικὴ ἀνακοίνωση ὅπως τὴν ἀκοῦνε δὲν ἀποτελεῖ καμία πληροφόρηση. Πληροφόρηση ἀποτελεῖ τὸ σχόλιο, ἀλλὰ κυρίως αὐτὸ πού μπορεῖ νὰ μυριστεῖ ὁ δημοσιογράφος στὸ βάθος αὐτῆς τῆς ἀνακοίνωσης καὶ ἐλεύθερα νὰ τὸ ἐκφράσει. Καὶ ἐπειδὴ στὸ χῶρο τῆς πολιτικῆς ὅπως καὶ τῆς ζωῆς δὲν ὑπάρχουν ποτὲ «πλήρη στοιχεῖα» γιὰ τὴν ἀλήθεια, οἱ λέξεις καὶ οἱ φράσεις πού, μποροῦν νὰ προκαλέσουν τὸ συναίσθημα, οἱ κίτρινες λέξεις δηλαδή, εἶναι ἐξ ἴσου θεμιτὰ μὲ τὴν ἀξιοπρέπεια τῆς «ἀντικειμενικῆς πληροφόρησης».

Ἂν ἄλλωστε εἴχαμε πλήρη στοιχεῖα γιὰ τὴν ὁποιαδήποτε ἀλήθεια, δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ τὴ συζητᾶμε καὶ ὅλα τὸ θεωρήματα τοῦ «φιλελευθερισμοῦ» (ὅπως καὶ ὁλόκληρης τῆς ἱστορίας) θὰ ἔμεναν ἄνευ σημασίας. Ἂν ἡ διαφάνεια μίας ἀνακοίνωσης ἐπιτρέπει τὴν πρόσβαση στὰ 10 μέτρα καὶ ἕνας, βάσει τῶν προσωπικῶν του διαισθήσεων καὶ «μυρουδιᾶς», μπορεῖ νὰ προχωρήσει στὰ 100, εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ κάνει «χωρὶς στοιχεῖα» καὶ βρίσκεται στὸ ἔλεος τοῦ ποινικοῦ κώδικα ὡς πρὸς τὴν «τιμὴ» καὶ «ὑπόληψη» τοῦ δημοσίου προσώπου. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἔχει στοιχεῖα, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ δώσει τὸ μήνυμά του μὲ λέξεις — συνθήματα συναισθηματισμοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἀπολύτως φυσικὸ καὶ εἶναι μέσα στοὺς ὅρους τῆς ἀνθρώπινης ἐπικοινωνίας.

Κιτρινισμὸς

Ὅσο πιὸ ἀδιαφανὴς εἶναι ἡ ζωὴ ἑνὸς τόπου, τόσο πιὸ κίτρινος εἶναι ὁ Τύπος. Καὶ τὸ φαινόμενο αὐτὸ εἶναι φυσικὸ καὶ παρατηρεῖται σὲ ὅλα τὰ εἴδη γραφῆς. Ὅταν κανένας δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγίσει πλήρως τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία ὅμως ἀπὸ διαίσθηση ἢ ἄλλως πὼς πιστεύει, τότε στὸν τρόπο γραφῆς του θὰ χρησιμοποιήσει λέξεις μὲ συναισθηματικὴ φόρτιση, χαρακτηρισμούς, «βαριὲς κουβέντες» ἐνδεχομένως πού θὰ κάνουν τὸν ἄλλο νὰ καταλάβει μὲ τὸ συναίσθημα αὐτὸ πού δὲν μπορεῖ μὲ τὴ λογικὴ νὰ τοῦ πεῖ. Παρατηρεῖται στὸ ὕφος γραφῆς ὅλων τῶν εἰδῶν. Καὶ τοῦτο εἶναι ἀπολύτως φυσικό, γιατί ἡ φύση ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γλῶσσα ἐπροίκισε τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὰ νοήματα.

Τὰ νοήματα εἶναι μία γλῶσσα πού κάνει τὸν ἄλλον νὰ συνεννοηθεῖ ἄμεσα μὲ τὸ συναίσθημα. Μία προέκταση αὐτῶν τῶν φυσικῶν γεγονότων εἶναι ὁ κιτρινισμὸς τοῦ Τύπου σὲ συνθῆκες ἀδιαφάνειας τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Καὶ ἂν ἕνας δημοσιογράφος, ξέροντας ὅτι μία πληροφορία ἀπὸ ἐπίσημη πηγὴ εἶναι λαθεμένη, γιὰ οἱονδήποτε λόγο νόμιμο εἴτε μή, καὶ ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ ἀλήθεια ἢ ὅτι ἄλλα σκοποῦνται ὑπὸ τὴν πληροφορία αὐτή, χρησιμοποιήσει στὸν τίτλο τῆς ἐφημερίδος του τὴ λέξη «ἀπάτη» π.χ., τότε εἶναι σίγουρο πὼς δὲν ἔχει κανένα τρόπο νὰ ὑπερασπισθεῖ ἑαυτὸν σὲ μία ἐνδεχόμενη ἔγκλιση περὶ «προσβολῆς τῆς τιμῆς» τοῦ δημοσίου αὐτοῦ προσώπου.

Ἂν πάλι τὴν γράψει ὅπως τὴν ἄκουσε προσθέτοντας ἁπλῶς σκοτεινὲς καὶ «μασημένες» ἐπεξηγήσεις, τότε ἁπλῶς δὲν πληροφορεῖ ἐπὶ τῆς οὐσίας πού πιστεύει ὁ ἴδιος.
Τοῦτες λοιπὸν οἱ δυσκολίες στὸν μπερδεμένο τομέα τῆς πολιτικῆς εἰδησεογραφίας, πού ἔχει πάντα νὰ κάνει μὲ τὸ «δημόσιο συμφέρον», ἔχουν συντελέσει στὴν ἀτονία λειτουργίας διαφόρων ποινικῶν διατάξεων καὶ ἐματαίωσαν κάθε προσπάθεια «νομοθετικῆς» ρύθμισής τους. Ἡ μόνη ρύθμιση εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλευθερία τοῦ Τύπου διὰ τῆς κριτικῆς. Αὐτὸ βέβαια σὲ ἄλλες χῶρες. Ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση πού ὑπάρχουν ἰδιωτικῆς φύσεως συμφέροντα πίσω ἀπὸ ἕνα κίτρινο δημοσίευμα, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ διαχωρισθοῦν ἐφόσον ἐμφιλοχωρεῖ ἡ ἔννοια τοῦ «δημοσίου συμφέροντος». Τὸ θέμα λοιπὸν εἶναι ἂν ὄντως αὐτὸ τὸ τελευταῖο ὑπάρχει σὰν ἑνιαία συνείδηση τοῦ Τύπου, ἢ εἶναι ἁπλῶς θέμα «ἀπόψεως», ὅπως μᾶς εἶπε ὁ κ. Ἀνδριανόπουλος... Ὑπάρχει σίγουρα μία μείζονα ὑποχρέωση ὑπεράσπισης τῆς τιμῆς τῶν δημοσίων προσώπων, ἀφοῦ εἶναι ὑποχρεωμένα νὰ πλένε στὴ φουρτούνα, ὅταν ὁ περιπτερὰς τῆς γειτονιᾶς κοιμᾶται ἥσυχα στὸ σπίτι του. Τοῦτο ὅμως σὲ καταστάσεις διαφάνειας τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, πού προϋποθέτει μία κοινὴ συναίνεση γιὰ κάποιο «δημόσιο συμφέρον».

Εἴπαμε προηγουμένως, ὅτι σύμφωνα μὲ τὰ δόγματα τοῦ φιλελευθερισμοῦ, ὅλες οἱ ἰδέες, καλὲς καὶ κακές, ἀληθινὲς ἢ ψεύτικες, σωστὲς ἢ λαθεμένες εἶναι ὅλες ἀπαραίτητες γιὰ νὰ βρεθεῖ ἡ ἀλήθεια. Μία συνειδητὰ ψεύτικη ἰδέα εἶναι ἐξίσου ἀπαραίτητη μὲ μία κακὴ ἢ ἄσωστη, προκειμένου νὰ βρεθεῖ ἡ ἀλήθεια. Ἀρκεῖ ὅμως νὰ ὑπάρχουν ὅλες στὴν... ἀγορά. Ἐδῶ πρέπει νὰ κάνουμε μία διευκρίνιση: ἡ ἐλευθερία ἐκφράσεως γνώμης καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ Τύπου δὲν εἶναι ταυτόσημα πράγματα. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὅλα τὰ Συντάγματα — ἐξίσου καὶ τὸ δικό μας — μνημονεύουν ρητά τὶς δύο αὐτὲς ἐλευθερίες, ἐνῷ ἂν ἡ ἐλευθερία τοῦ Τύπου ἐκαλυπτόταν ἀπὸ τὴν ἐλευθερία γνώμης θὰ ἀρκοῦσε μία μόνο φορά. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ ὅτι ἡ «γνώμη» στὸν Τύπο δὲν εἶναι προσωπικὴ ἀλλὰ ὀργανωμένη δημόσια γνώμη. Εἶναι δηλαδὴ ἡ οἰονεί συνισταμένη ἀτομικῶν γνωμῶν καὶ συζητήσεων πού ἔγιναν ἀπὸ τὸν «κόσμο» ἐπὶ «δημοσίων πραγμάτων».

Αὐτὸ εἶναι ἡ δουλειὰ τοῦ δημοσιογράφου καὶ τῆς συντάξεως νὰ φέρουν στὸ φῶς διὰ τῆς ἀτομικῆς τους πρωτοβουλίας. Καὶ ὅταν λέμε «ἐλεύθερη διατύπωση» μίας γνώμης, ἐννοοῦμε ὅτι ἔχουμε «ἔννομο συμφέρον» ἀναλόγως τῆς περιστάσεως νὰ προσελκύσουμε ὅσους τὸ δυνατὸν περισσότερο σὲ αὐτήν, μὲ πολλοὺς δυνατοὺς τρόπους. Ὄχι δηλαδὴ νὰ ποῦμε ἁπλῶς ὅτι «δὲν ὑπάρχει θεός», ἀλλὰ νὰ πάρουμε μὲ τὸ μέρος μας ὅσο πιὸ πολλοὺς μποροῦμε καὶ ἐνδεχομένως νὰ κοροϊδέψουμε ὅσους πιστεύουν πὼς ὑπάρχει. Γιατί χωρὶς αὐτὴ τὴν «ὑστεροβουλία» ἡ ἐλευθερία ἐκφράσεως τῆς γνώμης θὰ ἦταν ἕνα ἀδιάφορο «δημόσιο ἀγαθό». Ἐδῶ βέβαια ὁ ποινικὸς κώδικας βάζει ὅρια, ὡς ποιὸ σημεῖο μπορεῖς νὰ κοροϊδέψεις τὸν ἄλλον ἐπειδὴ ἔχει μία διάφορη γνώμη ἀπὸ τὴ δική σου. Τὰ ὅρια ὅμως αὐτὰ δὲν εἶναι τόσο ἁπλά, ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν «γνώμη» τοῦ Τύπου, διότι αὐτὴ διατυπώνεται καὶ προκύπτει μέσα ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ δημοσίου συμφέροντος καὶ αὐτὸ πού μπορεῖ νὰ φανεῖ προσβολὴ προσώπου νὰ εἶναι κατ' οὐσίαν ὑπεράσπιση κάποιου κοινοῦ ἀγαθοῦ.

Πληροφορίες

Καὶ γιὰ νὰ φέρουμε ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα: τὴν περίπτωση μίας ἐξυβρίσεως π.χ. ὁ δικαστὴς μπορεῖ νὰ τὴ θεωρήσει ὡς προσωπικὴ γνώμη τοῦ κατηγορουμένου, διότι ἔτσι σκέφθηκε, ἔτσι αἰσθάνθηκε, ἔτσι τοῦ κατέβηκε. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ ρωτήσει κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο κι ἕναν δημοσιογράφο γιὰ ἕνα δημοσίευμα πού ἀναφέρεται σὲ κατάσταση ἀλλὰ φαίνεται σὰν ἐξυβριστικὸ προσώπου. Διότι, ἐπειδὴ ὁ δημοσιογράφος διατυπώνει «ὀργανωμένη» ὅπως εἴπαμε γνώμη, δὲν εἶναι πάντοτε δυνατὸν νὰ ἀποκαλύψει καὶ τὶς πηγὲς τῶν πληροφοριῶν του. Ὁ δημοσιογράφος ἀφοῦ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ «δημόσια γνώμη» ἔρχεται κατ' ἀνάγκην σὲ ἐπαφὴ μὲ μυστικὲς ὑπηρεσίες κατασκόπους κ.λπ. — εἶναι δηλαδὴ ὑποχρεωμένος — ἰδίως μὲ τὴ σημερινὴ δομὴ τοῦ κόσμου - νὰ κινεῖται ἐγγὺς ἐπικινδύνων περιοχῶν. Ἂν ὁ κατάσκοπος μίας ὑπηρεσίας ἀνεξαρτήτως γιὰ ποιὸν λόγο τὸ κάνει, τοῦ ἐμπιστευτεῖ μετ' ἀποδείξεων κάτι πού ὁ δημοσιογράφος κρίνει ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ κάποιο γενικότερο συμφέρον καὶ τὸ δημοσιεύσει, δὲν εἶναι σὲ θέση, ἂν κατηγορηθεῖ μὲ ἁπλὲς περιπτώσεις τοῦ ποινικοῦ νόμου, νὰ προσκομίσει τεκμήρια, ἀκόμα καὶ ἂν τὰ ἔχει, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὸ δίκιο του. Γιατί σὲ μία τέτοια περίπτωση δικαστικῆς ἰσχυρογνωμοσύνης τὸν δημοσιογράφο θὰ τὸν σκοτώσουν. Ἡ μὴ ὑποχρεωτικὴ δημοσιότης τῶν πηγῶν ἰσχύει βέβαια ἐξίσου καὶ γιὰ τοὺς πολιτικούς.

Ὑπάρχει λοιπὸν διαφορὰ μεταξὺ ἁπλῆς γνώμης τοῦ ἀτόμου καὶ γνώμης τοῦ Τύπου καὶ γιὰ αὐτὸ ἡ ἐλευθερία τους μνημονεύεται ξεχωριστὰ στὰ Συντάγματα. Στὴν περίπτωση δηλαδὴ τοῦ Τύπου τὸ «ἐργαλεῖο» τοῦ ποινικοῦ κώδικα πρέπει θεωρητικῶς νὰ ἔχει περιορισμένη ἰσχὺ καὶ χρήση. Εἶναι βέβαια περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἀνάλογες περιπτώσεις πού μποροῦν νὰ ἔρθουν στὸν Τύπο ἔρχονται κατὰ κανόνα μέσῳ ἐντίμων καὶ σοβαρῶν δημοσιογράφων (οἱ μυστικὲς ὑπηρεσίες εἶναι καλύτερα πληροφορημένες ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἀπὸ τοὺς δικαστές}, ἀκόμα καὶ ἂν πρόκειται γιὰ ἐφημερίδες κίτρινου Τύπου. (Οἱ σοβαρὲς μάλιστα περιπτώσεις πού διαρρέουν ἀπὸ ὑπηρεσίες ἔρχονται στὸ φῶς κατὰ κανόνα μέσῳ τοῦ κίτρινου Τύπου, ἢ ὁπωσδήποτε ὑπὸ κάποιαν «κίτρινη» ἀπόχρωση, ὥστε νὰ δημιουργοῦν πολιτικὰ ἀποτελέσματα χωρὶς νὰ ἀσκηθεῖ φανερὴ πίεση ἐπὶ τῶν κυβερνήσεων, πού θὰ «σήμαινε ἀνάμιξη στὰ «ἐσωτερικά» τῆς χώρας - πολιτικῶς τὸ ὑπέρτερον ἀπὸ τὰ «κοινὰ ἀγαθὰ »).

Ἡ τέτοια λοιπὸν πολυπλοκότης τῆς ἐλευθερίας τοῦ πολιτικοῦ Τύπου εἶναι φανερὸν ὅτι ἀποτελεῖ ἐμπαιγμό, ὅταν ἀντιμετωπίζεται μὲ ποινικὲς φοβέρες καὶ ἀφήνει τὸν δημοσιογράφο καὶ τὸ ἔντυπο κυριολεκτικὰ στὸ ἔλεος τῆς κρίσης ἑνὸς ἁπλοῦ εἰρηνοδίκη... Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλον ἕνα λόγο δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιληφθεῖ περιπτώσεων τοῦ πολιτικοῦ Τύπου ἡ Δικαιοσύνη: Διότι ὁ πολιτικὸς τύπος συνιστᾶ ἐκ κατασκευῆς ὅπως ἤδη ἐξηγήσαμε, ἕνα «δικαίωμα ἀντιστάσεως» (κριτικῆς) ἔναντι τοῦ κράτους ἐνῷ ἡ δικαιοσύνη συνιστᾶ μία ἀπὸ τὶς τρεῖς ἐξουσίες τοῦ κράτους. Τὸ «φιλελεύθερο» κράτος δὲν μπορεῖ νὰ κρίνει τὸν πολιτικὸ Τύπο, διότι ἀκριβῶς προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία τοῦ πολιτικοῦ Τύπου προκειμένου νὰ ὑπάρξει τὸ ἴδιο. Μόνο μία περίπτωση ὑπάρχει νὰ ἀναχθοῦν ὅλα αὐτὰ στὸν... εἰρηνοδίκη: Ἂν ὄντως τὰ ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα εἶναι «θέμα ἀπόψεως», ὅπως μᾶς εἶπε ὁ κ. Ἀνδριανόπουλος..

συνεχίζεται ἐδῶ ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου