Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Ἐνέσεις γιά ἄτολμους νέους


Τό παρακάτω κείμενο γράφτηκε πρίν πολλά χρόνια, περίπου 20, ἀπό τόν Βασίλη Ραφαηλίδη, μέ ἀφορμή τήν ταινία τοῦ Πῆτερ Γουέϊρ Ὁ κύκλος τῶν χαμένων ποιητῶν


Ἡ συντηρητικὴ στὴν πλειοψηφία της βρετανικὴ Βουλή, μ’ἕνα ἐντελῶς ἀπροσδόκητο μήνυμα χαιρέτισε τὴν ταινία τοῦ Πῆτερ Γουέϊρ Ὁ κύκλος τῶν χαμένων ποιητῶν καὶ κάλεσε ὅλους τους γονεῖς, τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς μαθητὲς νὰ τὴ δοῦν καὶ νὰ βγάλουν τὰ συμπεράσματά τους. Πῶς ἔγινε, λοιπόν, καὶ ἐνδιαφέρθηκε ξαφνικὰ γιὰ τὴν τέχνη ἡ ἀρχαιότερη Βουλὴ τοῦ πλανήτη μας;

Σίγουρα δὲν εἶναι τὸ αἰσθητικὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ παρακίνησε τοὺς ἄγγλους βουλευτὲς νὰ πάρουν μία τόσο κατηγορηματικὴ θέση ὑπὲρ μίας ἀμερικάνικης ταινίας, γυρισμένης ἀπὸ αὐστραλὸ σκηνοθέτη. Παρὰ τὸ γεγονός, πὼς ἡ ἐπέμβαση καθ’ ἐαυτὴ εἶναι πολὺ θετική, πρέπει νὰ μᾶς βάλει σὲ σκέψη: πῶς γίνεται καὶ ὁμονοοῦν οἱ συντηρητικοὶ καὶ οἱ προοδευτικοὶ ἄγγλοι βουλευτὲς πάνω σ’ ἕνα αἰσθητικὸ πρόβλημα; 



Ἀλλὰ εἶναι αἰσθητικό, τελικά, τὸ πρόβλημα; Κάθε ἄλλο. Αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει τοὺς ἄγγλους βουλευτὲς εἶναι τὸ βεβαιωμένο γεγονὸς πώς αὐτὴ ἡ ταινία λειτουργεῖ, κατ’ ἀρχήν, σὰν χάπενινγκ καὶ ὕστερα σὰν αἰσθητικὸ γεγονός. Τὸ νεανικὸ κυρίως κοινὸ ποὺ τὴν βλέπει δὲν ἀπολαμβάνει ἕνα ἔργο τέχνης, ἀλλὰ μετέχει στὸ χάπενινγκ ποὺ τελεῖται ἀπ’ τὸ ριζοσπάστη καθηγητὴ ἐπὶ τῆς ὀθόνης καὶ ποὺ μεταφέρεται καὶ μέσα στὴν αἴθουσα.

Περιμένοντας στὸ φουαγιὲ τοῦ κινηματογράφου ΟΠΕΡΑ νὰ τελειώσει ἡ προηγούμενη προβολή, ἄκουσα πρὸς τὸ τέλος της φρενιτιώδη χειροκροτήματα. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πώς κάποιος διάσημος ροκὰς μπῆκε στὴν αἴθουσα. Ὅμως διαπίστωσα στὴν ἑπόμενη προβολὴ πώς τὸ νεανικὸ κοινὸ χειροκροτεῖ στὴν σκηνὴ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ καθηγητῆ, ὅταν ὄρθιοι οἱ μαθητὲς πάνω στὰ θρανία κοιτοῦν τὸν κόσμο ἀπὸ μία διαφορετικὴ γωνία, ὅπως ὅριζε τὸ διὰ τῆς ποιήσεως τελούμενο παιδαγωγικὸ χάπενινγκ.

Ρώτησα καὶ πληροφορήθηκα πώς οἱ θεατὲς χειροκροτοῦν πάντα καὶ παντοῦ στὸ ἴδιο σημεῖο: ὅταν οἱ

μαθητὲς κοιτοῦν τὸν κόσμο ἀπὸ μία γωνία διαφορετική της νορμάλ, ποὺ ὁρίζεται ἀπ’ τὴν θέση τῶν ματιῶν στὸ ὄρθιο σῶμα. Τώρα κοιτοῦν τὸν κόσμο ἀπὸ γωνία πλονζέ, ὅπως λέμε στὴν κινηματογραφικὴ ὁρολογία, μία λήψη ποὺ γίνεται ἀπὸ πάνω, ὥστε ἡ κάμερα νὰ κοιτάει τὰ ἀπὸ κάτω ἀφ’ ὑψηλοῦ. Οἱ μαθητές, μ’ ἄλλα λόγια, ἀπόκτησαν ἀνάστημα. Μόνο ποὺ εἶναι τεχνητό.

Τὸ ἀπόκτησαν γιατί πήδηξαν στὰ θρανία ὅπως ὅριζε ἡ ἄσκηση κι ὄχι γιατί ἀπόκτησαν μία προσωπικότητα ποὺ τοὺς κάνει νὰ ξεχωρίζουν ἀπ’ τὸ κοπάδι, σύμφωνα μὲ τὴν παιδαγωγική τοῦ ριζοσπάστη καθηγητῆ ( Ρόμπιν Γουῒλιαμς) ποὺ θέλει νὰ κάνει ἀντικομφορμιστὲς καὶ λεύτερους ἀνθρώπους τοὺς μαθητές του, μέσα ἀπ’ τὴ λυρικὴ καὶ κυρίως τὴ ρομαντικὴ ποίηση. Δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο πάντως, πώς οἱ μαθητὲς θὰ διατηρήσουν τὸν ἀντικομφορμισμὸ τοὺς φεύγοντας ἀπ’ τὸ σχολεῖο. Ἡ ἀγγλικὴ Βουλὴ ξέρει πώς ἔτσι θὰ συμβοῦν τὰ πράγματα. Καὶ μόνο ἐμεῖς οἱ ἄπειροι χάχες ἐνθουσιαζόμαστε ἀπ’ τὸν πολὺ εὔκολο ἀντικομφορμισμὸ μίας ταινίας ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἀντικομφορμιστική, ἀφοῦ τοποθετεῖ τὴν δράση της σὲ περιβάλλον ἐφηβικὸ κι’ ἀφοῦ ἡ ἐφηβεία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «ἐπαναστατικὴ ἡλικία».

Ὅλοι ξέρουμε πώς ὅσο γερνᾶμε γινόμαστε πιὸ συντηρητικοὶ καὶ πὼς οἱ γέροι εἶναι κατάλληλοι γιὰ ἐπαναστάτες, ὄχι μόνο γιατί δὲν τοὺς κρατοῦν τὰ πόδια τους, ἀλλὰ κυρίως γιατί δὲν τὸ λέει ἡ ψυχή τους, τουλάχιστον μὲ τὴ δύναμη ποὺ τὸ λέει μία νεανικὴ ψυχή, ποὺ ψοφάει γιὰ καβγὰ καὶ φασαρία. Ὡστόσο, οἱ ἔφηβοι μποροῦν νὰ βροῦν διεξόδους πιὸ παραγωγικὲς καὶ πιὸ κοινωνικές, μέσα σὲ μία ἐπαναστατικὴ συγκυρία, γιὰ παράδειγμα. ( Ἔχετε δεῖ τὸ τρομερὸ Διαγωγὴ μηδὲν τοῦ Ζάν Βιγκό;). Θἄθελα πολύ, λοιπόν, νὰ δῶ τί θὰ ἔκαμαν οἱ ἄγγλοι βουλευτὲς ἂν κάποιοι συνάδελφοί τους, ἐντός του Κοινοβουλίου, σηκώνονταν ὄρθιοι στὰ ἕδρανα. Αὐτή, μάλιστα, θὰ ἦταν μία ἔξοχη πρόκληση στὸ κατεστημένο.

Ὅμως, ἀκόμα καὶ ἡ κυρία Θάτσερ εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβει πώς πολλοὶ ἔφηβοι παράγιναν μόμολα τὴν σήμερον ἀντιηρωϊκὴν ἡμέραν καὶ πρέπει λιγάκι νὰ τοὺς ἐνθαρρύνουμε, ἂν ὄχι γιὰ κανέναν ἄλλο σοβαρότερο λόγο, τουλάχιστον γιὰ νὰ μὴν χασμουριῶνται συνεχῶς στὴ δουλειὰ ποὺ θὰ κάνουν ἀποφοιτώντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κάνουν κάπου-κάπου καὶ ἔρωτα, προκειμένου νὰ λυθεῖ τὸ δημογραφικὸ πρόβλημα. Πού δὲν φταίει ποὺ ἔχει, ἔτσι κι’ ἀλλιῶς τὰ χάλια του, ἦρθε καὶ τὸ AIDS νὰ τὸ ἀποσώσει. Νά, λοιπόν, γιατί ἦταν ἀναγκαία ἡ ἐπέμβαση τῶν ἄγγλων βουλευτῶν ὑπὲρ μίας ταινίας, πράγμα ποὺ δὲν ξανάγινε ποτέ. Δὲν ἀγαποῦν τὴν τέχνη, τὴν Ἀγγλία ἀγαποῦν οἱ ἄνθρωποι.

Ἡ ταινία αὐτή, ἐνῷ εἶναι ἕνα φὶλμ χάπενινγκ καὶ ποὺ γιὰ τὸ χάπενινγκ χρησιμοποιεῖ τὴν ποίηση, εἰσπράχθηκε τελικὰ ὡς φὶλμ ποιητικό, ἢ τουλάχιστον δοξαστικό τῆς ποίησης. Προσέξτε ὅμως: ὁ ριζοσπάστης δάσκαλος δὲν ἐνδιαφέρεται τόσο νὰ μάθει τοὺς μαθητές του νὰ διαβάζουν ποίηση. Ἐνδιαφέρεται περισσότερο νὰ τοὺς κάνει νὰ γράφουν ποίηση. Ἀλλὰ σὲ μία τέτοια περίπτωση, ἡ ποίηση δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι χάπενινγκ. Καὶ τότε οὐδεμία ποιητικὴ ἀξία θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἔχει.

Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ γερμανὸς φιλόσοφος Ἀλεξάντρ Γκότλιμπ Μπάουμγκαρντεν καθιέρωσε, τὸ 1750, τὸν ὄρο αἰσθητική, στὸ δοκίμιο Αἰσθητικὴ ἢ ἢ ἐπιστήμη τῆς αἰσθητὴς γνώσεως, γιὰ νὰ τὴν ἀντιδιαστείλει πρὸς τὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι ἡ τελειότης τῆς γνώσεως διὰ τοῦ νοῦ, ἡ αἰσθητὴ γνώση πῆρε τὰ πάνω της σὲ βάρος τῆς γνώσεως ποὺ ἀποκτάει κανεὶς μὲ τὸ μυαλό. Καλλιτέχνες πλέον μποροῦν νὰ εἶναι καὶ οἱ μισοηλίθιοι, ἀρκεῖ νὰ ἔχουν ἀνεπτυγμένη τὴν ἱκανότητα γιὰ αἰσθητὴ γνώση, δηλαδὴ γνώση πού ἀποκτᾶ κανεὶς ἀπ’ εὐθείας μὲ τὰ αἰσθητήρια ὄργανα πρὶν τὸ μήνυμά τους τὸ ἐπεξεργασθεῖ ὁ ἐγκέφαλος, ποὺ σὲ λίγο θὰ τὸν πετάξουν τὸν καημένο στὰ ποιητικὰ ἀζήτητα. Ὄχι πάντως καὶ οἱ μεγάλοι ποιητές, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη τόσο ἀπ’ τὸ καλὸ μυαλὸ ὅσο κι’ ἂπ’ τὶς καλὲς αἰσθήσεις.

Τὸ ξαναλέω, ἡ ποίηση, ἀκόμα καὶ ἡ χείριστη, εἶναι ἐξαιρετικὰ χρήσιμη ὅταν τὴν ἀντιμετωπίζει κανεὶς ὡς χάπενινγκ. Κι’ αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει ὁ ἰκανότατος καὶ ἐξυπνότατος Πῆτερ Γουέϊρ στὸ δημοφιλέστατο φὶλμ Ὁ κύκλος τῶν χαμένων ποιητῶν ( Ὁ σωστὸς τίτλος εἶναι Ἡ κοινωνία τῶν χαμένων ποιητῶν). Ποίηση ἄλλωστε σημαίνει κατασκευή, κι’ ἂπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη ποιητικὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἴναικαθε τί ποὺ κάνουμε: ποίημα εἶναι ἕνα καλὸ φαί, ἕνα καλὸ «πήδημα», μία καλὴ παρέα. Ὅλα αὐτά, ἄλλωστε, ὑπακούουν στὸν ὁρισμὸ τοῦ Μπαόυμγκαρντεν: εἶναι βαλμένα στὴν ὑπηρεσία τῆς αἰσθητὴς γνώσεως, ποὺ δὲν θὰ’ πρεπε νὰ ὑποτιμᾶται.

Ἄλλωστε, ἔτσι κι’ ἀλλιῶς, ἡ αἰσθητὴ γνώση ( αὐτὴ ποὺ ἀποκτοῦμε μὲ τὰ αἰσθητήρια ὄργανα) εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ βασικὴ μορφὴ γνώσης, πάνω στὴν ὁποία θὰ στηριχθοῦν καὶ οἱ πιὸ πολύπλοκες νοητικὲς κατασκευές, σὰν αὐτὲς τοῦ Κὰντ γιὰ παράδειγμα, ποὺ πῆρε τὶς ἀπόψεις τοῦ Μπάουμγκαρντεν καὶ τὶς θεωρητικοποίησε μὲ ἕναν ἐκπληκτικὸ τρόπο, γινόμενος ἔτσι ὁ πραγματικὸς δημιουργός της ἐπιστήμης τῆς αἰσθητικῆς.

Ἀλλὰ ἀπὸ μία ἄλλη ἄποψη, μᾶς εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀποφανθοῦμε πότε ἕνα μὴ αἰσθητικὸ γεγονὸς γίνεται αἰσθητικό, γιατί, π.χ. τὸ τσουκάλι τοῦ κλασσικοῦ παραδείγματος τοῦ Πλάτωνα γίνεται βάζο ὅταν ἀνέβει στὸ πάνω μέρος τοῦ τζακιοῦ; Δὲν ὑπάρχουν ὅρια ἀνάμεσα στὴν τέχνη καὶ τὴν μὴ τέχνη. ( Γιὰ περισσότερα πάνω σ’ αὐτὸ τὸ κρίσιμο πρόβλημα διαβάστε τὰ δοκίμια τοῦ μεγάλου τσέχου αἰσθητικοῦ Γιάν Μουκαρόφσκι, ποὺ ὑπάρχουν καὶ σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση). Κι’ ἔτσι, ἀκόμα κι’ ἕνας ἀνθρωποειδὴς ἱπποπόταμος θὰ μποροῦσε νὰ αὐτοπροταθεῖ ὡς ποιητής.

Ἡ σύγχυση ἐγκαταστάθηκε μὲ τὸν ρομαντισμό, ὁλόκληρο τὸν 18ο αἰώνα καὶ κυρίως κατὰ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα, ὅταν ὁ ρομαντισμὸς γίνεται ποιητικὴ μόδα. Εἶναι ὁ ρομαντισμὸς ποὺ ἐπέβαλλε τὴν ἀποδέσμευση τοῦ συναισθήματος ἀπὸ τὸ νοῦ, δίνοντας ἔμφαση στὴν φαντασία καὶ τὸν ἔξαλλο συναισθηματισμό, τὸν ρεμβώδη καὶ μυστικοπαθῆ.

Πάντως, κανεὶς μεγάλος ρομαντικὸς ποιητὴς δὲν ἦταν ἐλλειμματικὸς στὸ νοῦ. Ὁ Μπάϊρον καὶ ὁ Σέλλεϋ κάθε ἄλλο παρὰ ἀνόητοι ἦταν. Ἀπὸ καμμιὰ μὸρ΄φὴ ποίησης δὲν εἶναι δυνατὸν ν’ ἀποκλεισθεῖ ὁ νοῦς. Κι’ ἂν ὁ ρομαντισμὸς ἔχει μία ἀξία, αὐτὴ δὲν βρίσκεται τόσο στὴν συναισθηματικὴ ὑπερβολή, ὅσο στὴν ἐντελῶς καινούργια ἄποψη ποὺ φέρνει, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ποίηση εἶναι καὶ ἡ μουσικὴ καὶ ἡ πεζογραφία καὶ ἡ ζωγραφικὴ καὶ ὅλες οἱ τέχνες.

Εἶναι ποίηση κάθε τί ποὺ εἶναι ἐναρμονισμένο μὲ μουσικὸ τρόπο, ὅπως ἔλεγε αἰῶνες πρὶν τοὺς ρομαντικοὺς ὁ Ντάντε, ποὺ πρῶτος συνδέει τὴν μουσικὴ μὲ τὴν κυρίως εἰπεῖν ποιήση. Γιὰ τὴν ὁποία ( ποίηση), νοούμενη ὡς αὐτάρκη τέχνη, πρώτη φορὰ κάνει λόγο ὁ Ἀριστοτέλης στὸ περὶ Ποιητικῆς ποὺ γιὰ αἰῶνες ἀτέλειωτους εἶναι τὸ μόνο σοβαρὸ περὶ τέχνης ἐγχειρίδιο. Ἄλλωστε, οἱ Ἕλληνες δὲν ξεχωρίζουν τὶς τέχνες ἀπ’ τὴν τέχνη. Κι’ ἂπ’ τὴν ἀρχιαοελληνικὴ ἄποψη, καλλιτέχνης εἶναι καὶ ὁ σανδαλοποιὸς καὶ ὁ ὁποιοσδήποτε ἄλλος μάστορας ποὺ μαστορεύει μὲ μεράκι. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι ἡ τέχνη: ἕνα μεράκι, ἕνα συναίσθημα, ἕνα πάθος καὶ μαζὶ μία σκέψη ποὺ τὰ ἐνώνει ὅλα αὐτά. Ὁ σοφιστὴς Γοργίας, πού πρῶτος κάνει λόγο γιὰ τέχνη, εἶναι σαφέστατος: τέχνη εἶναι ἡ ἱκανότητα νὰ προκαλοῦμε συναισθήματα διὰ μέσου μίας προσποιητῆς πραγματικότητας.

Ἂν τὰ συναισθήματα αὐτὰ τὰ νοιώθει ἐκεῖνος ποὺ νομίζει πώς εἶναι καλλιτέχνης, ἂς τὸ νομίζει, καλὸ θὰ τοῦ κάνει. Ὅμως, ἂς μὴν ἐπιμένει νὰ τὸ νομίζουμε καὶ ἐμεῖς. Γιὰ νὰ εἶναι ποιητὴς κάποιος, πρέπει νὰ συγκινηθοῦν ἀπ’ τὴν ποίησή του κι’ ἄλλοι, ἐκτὸς ἀπ’ τὸν ἴδιο καὶ τὴν μαμά του ἢ τοὺς πολὺ στενοὺς φίλους του. Ἀλλὰ ὅταν ἀπὸ μία «ποίηση» συγκινοῦνται πάρα πάρα πολλοὶ ταυτόχρονα, πρέπει νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε τὰ αἴτια τῆς συγκίνησης, ποὺ ἀποκλείεται νὰ εἶναι ποιητικά. Ἡ συγκίνησή μας ἀπὸ τὸ φὶλμ Ὁ κύκλος τῶν χαμένων ποιητῶν προέρχεται ἀπ’ τὴν κατάσταση τοῦ σκλάβου, στὴν ὁποία περιήλθαμε ἀνεπαισθήτως, παρὰ ἀπ’ τὴν ποιητική της διάθεση.

Αὐτὰ γιὰ νὰ μὴν ἀδικοῦμε καὶ τὸν Πῆτερ Γουέϊρ.


Σχόλιο δικό μου: Πέρα ἀπό τήν πολύ ένδιαφέρουσα ἄποψη τοῦ Ραφαηλίδη, μέ τήν ὁποία ἐν πολλοῖς συμφωνῶ, γιά μένα ἡ ταινία ἄξιζε ὄχι μόνο γιά τήν προαναφερθεῖσα ἀλλά πολύ περισσότερο γιά τήν παρακάτω σκηνή ( πέρα ἀπό τήν ὑπερβολική θεατρικότητά της). Παραθέτω τά λόγια πού βρῆκα στά σχόλια τοῦ youtube, μαζί μέ τήν μεταφραστική μου ἀπόπειρα:


I close my eyes
and this imagine floats beside me
a sweaty-toothed madman that pounds my brain
his hands reach out and choke me
and all the time he's mumbling
mumbling truth
truth like a blanket that always leaves your feet cold
you push it, stretch it, it'll never be enough
you kick at it, beat it, it'll never cover any us
from the moment we enter crying
to the moment we leave dying
it'll just cover your face as you wail and cry and scream


Ἔχω τά μάτια μου κλειστά. Μιά φανταστική φιγούρα μέ περιτριγυρίζει. Ἕνας τρελλός ἱδρωμένος μοῦ σφίγγει τόν λαιμό, μοῦ σφυροκοπᾶ τό μυαλό μουρμουρίζοντας συνέχεια γιά ἀλήθειες. Αὐτές οἱ ἀλήθειες μοιάζουν μέ μιά κουβέρτα πού πάντα ἀφήνει παγωμένα τά πόδια. Ὅσο καί νά τήν τεντώνεις, ὅσο καί νά τήν τραβᾶς ποτέ δέν φτάνει νά σκεπάσει κανέναν ἀπό μᾶς. Ἀπό τήν στιγμή πού γεννηθήκαμε μές στό κλάμα, μέχρι τόν θάνατο, ἁπλά σκεπάζουμε μέ αὐτήν τό πρόσωπό μας, τό κλάμα, τούς λυγμούς καί τά οὐρλιαχτά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου