Τὴν πρώτη μεταπολεμική δεκαετία ( 1945-1955) κυκλοφόρησε στὴν Ἑλλάδα τὸ περιοδικὸ
ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Ἕνας ἀπό τούς στόχους του εἶναι ἡ διασφάλιση ἡγεσίας γιά τήν γενιά τοῦ 30, στὰ πνευματικὰ καὶ πολιτιστικὰ πράγματα τοῦ τόπου. Αὐτὴ ἡ σκοπούμενη
κυριαρχία εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα ἕνα ἀνύπαρκτο πνευματικὸ, ἐπιστημονικό - ἄρα καὶ κοινωνικὸ - ἔργο, καί τήν μετατροπή τοῦ παρελθόντος σέ μῦθο καί φολκλόρ. Δηλαδή τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο τῆς ἀναζωογόνησης
του, αὐτήν πού μέ εἰλικρίνεια ἀλλά ἀνεπιτυχῶς εἶχαν ἐπιδιώξει οἱ ἀττικιστὲς τὰ
περασμένα χρόνια. Τό βαλσάμωμα ἀπέβη καταστρεπτικό, ὅπως κάθε μυθολογία πού δέν
δίνει ἱστορική προοπτική καί διέξοδο στό παρόν.
Συνεπῶς, ὁ ὀρφανός πνευματικά νεοέλληνας εἶχε δυὸ ἐπιλογές. Τὸ προσκύνημα τῆς
μούμιας ( ἑλλαδισμὸς) ἢ τὸν στεῖρο μιμητισμὸ κάθε τί εὐρωπαϊκοῦ ( εὐρωλιγουρισμός).
Διέπρεψε καί στά δύο. Τὸ ὑπάρχον πνευματικὸ κενὸ καλύφθηκε μέ τό μπουζούκι – τὸ δημοτικὸ τραγούδι περιθωριοποιήθηκε - ἰσοπεδώνοντας ἔτσι παμπόνηρα τὶς πάμπολλες
πολιτισμικὲς διαφοροποιήσεις τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἤ μέ τό θέατρο ἀπό καραγκιόζ μπερντέ μέχρι ἀνεβάζοντας
Σαίξπηρ στά Φάρσαλα, καὶ κυρίως μὲ ἄφθονη λογοτεχνία. Ὁτιδήποτε δέν
τάραζε τά ἰδεολογικά λιμνάζοντα ὔδατα προωθήθηκε. Ἡ ἁπλῆ καὶ ἀγοραία ἔκφραση τοῦ
λαϊκοῦ συναισθήματος, ὡραία ἤ ἄσχημη, ἔγινε συνώνυμο μεγάλης τέχνης καί ἐγχώριας πολιτισμικῆς παραγωγῆς.