Κυριακή 5 Μαΐου 2024

Στήν κοσμάρα μου


Μιά παρεούλα σύγχρονων πολιτικῶν, γόνων ἐπιφανῶν οἰκογενειῶν, ἐγκαθίσταται σέ ἕνα ἀστραφτερό παλάτι. Τό καθένα μέλος τῆς παρεούλας εἶναι τοποθετημένο στόν δικό του ξεχωριστό τελευταῖας τεχνολογίας κινητό θάλαμο ὀξυγόνου καί μετακινεῖται ἀπό δωμάτιο σέ δωμάτιο τοῦ παλατιοῦ γλιστρώντας πάνω στό ὑλικό πού παράγουν βλενοπαράγωγοι κατεργαρέοι πού προτιμοῦν τήν ἀναξιοπρεπή ζωή στό ἐσωτερικό τοῦ παλατιοῦ ἀπό τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ νά ζοῦν στά σκαλοπάτια τῆς εἰσόδου του. Ὁ κάθε ἕνας κινητός θάλαμος εἶναι ἐφοδιασμένος μέ ἕνα ἀσύρματο βιντεοτηλέφωνο πού δίνει τή δυνατότητα σέ κάθε μέλος τῆς παρεούλας τῶν πολιτικῶν νά βρίσκεται σέ διαρκή ἐπαφή μέ τά ταριχευμένα πτώματα τῶν προγόνων του. Οἱ σχέσεις μεταξύ τῶν μελῶν τῆς παρεούλας βασίζεται στό ὑγιές σύστημα τοῦ ἀμοιβαίου ἐκβιασμοῦ, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ κάθε συμμετέχων σέ αὐτή τήν πολιτική ὁμάδα γνωρίζει τό βρώμικο ἡρωϊκό παρελθόν τῶν ἄλλων καί ἐκεῖνοι γνωρίζουν τό δικό τους. Ἕνας ἔντιμος ἀσήμαντος πολιτικός εἶναι ἄχρηστος σέ αὐτά τά ὑγιῆ συστήματα. Ὅπου ὑπάρχει βρωμιά πολλά χέρια βυθίζονται μέσα της καί στήν περίπτωση πού κάτι πάει στραβά ὅλα διορθώνονται μέ μιά μεγαλόσχημη τηλεοπτική ἐμφάνιση καί τήν ἐκφορά ἑνός ἀποπληκτικοῦ μονολόγου κάποιου μέλους τῆς παρεούλας ὧστε τελικῶς ὅλοι ἥσυχα νά ἐπανέρχονται στά “καθήκοντά” τους.

Προκειμένου νά βρεθεῖ χῶρα γιά τήν ἐγκατάσταση τοῦ παλατιοῦ ἡ παρεούλα ἀναθέτει τήν ἐξεύρεση κατάλληλης περιοχῆς σέ κρατικούς ὑπαλλήλους διαφόρων χωρῶν, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν μή ἐπανδρωμένα ἀεροχήματα γιά νά ἀνιχνεύσουν ἐξαθλιωμένους τόπους στούς ὁποίους κατοικοῦν ἄνθρωποι μέ ὑποβαθμισμένη γλῶσσα, παρωχημένο θρήσκευμα, ξεχασμένο ἱστορικό παρελθόν, ἀλλά μέ παθητική διάθεση εὔκαμπτου συμβιβασμοῦ στίς σύγχρονες τάσεις στήν τεχνολογία, στίς ἀναπροσαρμοσμένες γνώσεις, στήν ἔνδυση, κλπ. Εἶναι σαφές πώς ἡ χρήσις διαφόρων τύπων κρεατομηχανῆς ἔχει προσφάτως κάνει θαύματα ὅσον ἀφορᾶ τήν ὁμογενοποίηση τῶν ἐγκεφάλων τῆς πλειονότητος τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ πλανήτη ἀπαλλάσοντάς τον ἀπό τά ἐνοχλητικά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς γλώσσης, τοῦ θρησκεύματος, τοῦ διαιτολογίου, τῶν καθημερινῶν συνηθειῶν, τῆς ἀλληλεπιδράσεως μεταξύ τῶν κατοίκων τῆς ἴδιας γειτονιᾶς.

Τό δεύτερο στάδιο τῆς ἐγκατάστασης περιλαμβάνει τήν ἀνάθεση σημαντικῶν καθηκόντων στόν κρατικό μηχανισμό τῆς χῶρας “στόχου”, σέ ὑποδεκανεῖς, τῶν ὁποίων ὁ ρόλος ἀναβαθμίζεται λόγω τῆς σημαντικῆς προσφορᾶς τους σέ ἀλλεπάλληλες θηριωδίες ἐναντίον ἀσήμαντων πτωχῶν ὑπηκόων. Ὁ ρόλος τῶν ὑποδεκανέων στίς ἀλλεπάλληλες θηριωδίες δέν εἶχεν ὥς ἀποτέλεσμα τόν ἐξευτελισμό καί τήν ντροπή, πού ἀποτελοῦν μειονέκτημα γιά τήν κατάληψη σημαντικῆς κρατικῆς θέσεως ὅπως ἐπιμένουν οἱ ἀμετανόητοι, ἀσήμαντοι, πτωχοί ὑπήκοοι, ἀλλά λόγω ἀκριβῶς αὐτῶν τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος των οἱ ὑποδεκανεῖς ἐπιβραβεύονται ἀναβαθμιζόμενοι. Σαφῶς αὐτές οἱ ἀποφάσεις ἔχουν πολλαπλά ὀφέλη. Ἀφενός ὁ ἐκφοβισμός πού προκαλοῦν οἱ θηριωδίες συμβάλλει τά μέγιστα στήν ἀποδοχή τῶν νέων δεδομένων ἀπό τούς ὑπηκόους καί ἀφετέρου στίς ἀντιρρήσεις μπορεῖ νά δώσει κανείς ὀνόματα (ἰδιορρυθμία, γραφικότης, φαντασιώσεις, ψέματα, συνωμοσίες, λαϊκισμός κλπ.) ὑπογραμμίζοντας ἔτσι τήν παντοδυναμία τῆς ἡγετικῆς παρεούλας.

Καλλιτεχνικά ὅμως αὐτή ἡ θεατρική παράσταση ἐμφανίζει ρωγμές. Ἔρχεται ἄς ποῦμε ἡ Ἀνάσταση καί ἀκολουθεῖ ἡ ὀρθόδοξη Λαμπρή. Τό πρόβλημα μέ τήν ὀρθοδοξία εἶναι πώς δέν ἐπιδιώκει τήν ἐπιβολή ἐξωτερικῶν χαρισμάτων, οὔτε τήν ὑποβολή ὁποιασδήποτε ἐξωτερικῆς αἰσθηματικότητος. Ὁ ὀρθόδοξος εἶναι πιστός ἐνώπιον τοῦ ἐαυτοῦ του καί αὐτή ἡ διαστροφή δημιουργεῖ μεγάλες δυσκολίες. Οἱ θρησκεῖες ἐξαρτοῦν τήν ἐπιβολή τους ἀπό τήν ἔνταση ἐξωτερικῶν συγκινήσεων. Ἡ ὀρθοδοξία ἐν ἀντιθέσει προϋποθέτει διέγερση συγκινήσεων μόνον ἐκ τῶν ἔσω. Ἡ διαδικασία αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς διέγερσης συγκινήσεων ἀπαιτεῖ χαρακτῆρα καί προσωπικότητα καί δίνει ἔναυσμα στίς περιπέτειες τῆς ἐλεύθερης σκέψης καί αἴσθησης. Αύτή ἡ ἐλευθερία συμπλέει μόνον μέ ὅ,τι εἶναι οὐσιαστικό καί ἀληθές. Ἡ ἐξαπάτηση ὑπό αὐτές τίς συνθῆκες καθίσταται δύσκολη καθώς οἱ γελοιότητες, οἱ ἀνατροπές καί οἱ παλινωδίες δέν μποροῦν νά ἀντικασταθοῦν μέ ἐκφοβισμούς, ἤ μέ τελετουργίες καί θεάματα. Εἶναι λοιπόν σαφής ἡ ἀναγκαιότης τῆς ἀπο-ὀρθοδοξοποιήσεως τῆς περιοχῆς στήν ὁποῖα σχεδιάζεται ἡ ἐγκατάστασις τοῦ παλατιοῦ τῆς παρεούλας καί πρός τήν κατεύθυνση αὐτή καταβάλλονται ἀδιάκοπες προσπάθειες.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

Τήν Ἑλληνικήν εὐγενῆ καί ἐλευθέραν ψυχήν καλλωπίζοντες, διατηρεῖτε...


Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ


Πώς οἱ δρόμοι ἐβωδᾶνε μέ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καί γῦρο μπαξέδες!
Ἡ χαρά τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καί μακριάθε βογγάει καί μακριάθε ἀνεβαίνει.

Τή χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα τό κύμα,
τῶν ἀλλῶνε τά μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι ἄν ἡ μάβρη σου κάκητα δίψαε τό κρίμα,
νά πού βρῆκε τό θύμα της, ἄκακο θύμα!

Ἄ! πώς εἶχα σά μάνα κ’ ἐγώ λαχταρήσει
(εἶταν ὄνειρο κ’ ἔμεινεν, ἄχνα καί πάει)
σάν καί τ’ ἄλλα σου ἀδέρφια νά σ’ εἶχα γεννήσει
κι ἀπό δόξες ἀλάργα κι ἀλάργ' ἀπό μίση!

Ἕνα κόκκινο σπίτι σ’ ἀβλή μέ πηγάδι...
καί μιά δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός νά γυρνᾶς κάθε βράδι,
τό χρυσό, σιγαλό καί γλυκό σάν τό λάδι.

Κι’ ἄμ’ ἀνοίγεις τήν πόρτα μέ πριόνια στό χέρι,
μέ τά ροῦχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν΄ἀνασαίνει βαθιά τ’ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ’ ἀφοῦ λίγο σταθεῖς καί τό σπίτι γεμίσει
τόν καλό σου τόν ἤσκιο, Πατέρα κι Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νά βγάνει νερό νά σοῦ χύσει,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μέ γέλια ν’ ἀρχίσει.

Κι ὁ κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι
καί πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι ἀγγόνια
καθενοῦ καί κοπάδι, χωράφι κι ἀμπέλι,
τ’ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, πού τήν τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στά μάτια τή μάβρην ὀμπόλια,
γιά νά πάψει κι ὁ νοῦς μέ τά μάτια νά βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ ἀηδόνια στά γῦρο περβόλια,
λεϊμονιᾶς σέ κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φέβγεις πάνου στήν ἄνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό πού δεν ἔχεις.
Ἡ ὁμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δέ μιλᾶς, δέν κοιτᾶς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σάν τῆς πέρνουν τό τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καί νόημα δέν ἔχουν τά λόγια.
Στύλωσέ μου τά δυό σου τά μάτια μεγάλα:
τρέχουν αἷμα τ’ ἀστήθια, πού βύζαξες γάλα.

Πώς ἀδύναμη στάθηκε τόσο ἡ καρδιά σου
στά λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεῖς!
Ἄν τά πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δέν ἠξέραν ἀκόμα οὔτε ποιό τ’ ὄνομά σου!

Κεῖ στό πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τά χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ ἄγνωμα πλήθη
κι ὅσο ὁ γήλιος νά πέσει καί νά ρθει τό δείλι,
τό σταβρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κ’ οἱ φίλοι.

Μά γιατί νά σταθεῖς νά σέ πιάσουν! Κι ἀκόμα,
σά ρωτήσανε: «Ποιός ὁ Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Ἄχ! δέν ξέρει, τί λέει τό πικρό μου τό στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δέ σ’ ἔμαθ’ ἀκόμα!

Κώστας Βάρναλης