Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεσσαλονίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεσσαλονίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Ὁ πεθαμένος καὶ ἡ ἀνάσταση - Νῖκος Γαβριήλ Πεντζίκης


Ἐμποδισμένος νὰ χορτάσω, θλιβερὸ παλικάρι, δέντρο ποὺ μὲ σφάζουνε σύρριζα, συλλογιέμαι χωρὶς νὰ βρίσκω σκοπό, χάνω τὶς κινήσεις μου μέσα στὸ ρεῦμα ποὺ μὲ παρασέρνει. Ὁ μηχανισμὸς τῆς σκέψης μου ἀκατάσταστος, προσηλωμένος σ’ ἕνα σημεῖο. Ἀηδιάζω κάθε ὄψη πράγματος, κάθε τροφή. Κόβω τοῦ ψωμιοῦ τὶς ἄκρες καὶ πετῶ τὰ κομμάτια. Ὅλα εἶναι μολυσμένα. Δὲν μπορῶ νὰ γευτῶ τὸ ψωμί. Ἐπαναστατῶ, θέλω νὰ σηκωθῶ, νὰ βγῶ, νὰ μὴν εἶμαι περιορισμένος. Θὰ ξεντυθῶ τὰ ροῦχα μου νὰ βγῶ γυμνός. Γιατί νὰ σκέφτομαι τὸ συμφέρον μου, τὴν ὠφέλειά μου; Γιατί νὰ θέλω τὴν καλοπέραση; Ἂν δὲν περπατήσω γυμνός, δὲ θὰ πῶ ὅ,τι ἔχω. Δὲν μπορῶ νὰ σταματήσω αὐθαίρετα σ’ ἕνα τυχαῖο σημεῖο, νὰ δεχτῶ ἀπὸ τύχης τὴ ζωὴ καὶ ἀπὸ τύχης τὸ θάνατο. Σκοτάδι γύρω μου πυκνό. Δὲν βλέπω. Ἄνισα σχήματα ποὺ διαψεύδονται μὲ τὸ πασπάτεμα τῆς ἁφῆς. Δὲν βρίσκω τὸν ἥρωα. Ὁ ἐρωτευμένος νέος στὸ παράθυρο μοῦ φαίνεται γελοῖος. Θέλω νὰ μιλήσω μὲ δύναμη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ κατορθωθεῖ ἡ ζωὴ στὸν τόπο μου. Προσφιλής μου πατρίδα, μόνο ἡ ζωή σου μπορεῖ νὰ δικαιώσει τὴ ζωή μου. Σύμβολα ὑψηλὰ καὶ μορφὴ ἀπαιτεῖ τὸ ἔργον. Ὄρθιος παλεύω. Ξεχωρίζω μόνο γεωμετρικὰ σχήματα. Οἱ κύβοι τῶν σπιτιῶν μίας πόλης ποὺ ἀνατράπηκε ἐκ βάθρων σὰν ἀπὸ σεισμό. Σκουντῶ μὲ τὸν ὦμο μου γυρεύοντας ν’ἀπομακρύνω τὸ σκοτάδι. Κουράζομαι, κουράζομαι. Θέλω ἕνα πέρασμα ὄχι μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἰδιωτικό.

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Πρίν τήν ἀνάσταση

Πρὶν τὴν Ἀνάσταση

Ἴσως νὰ ἦταν περὶ τὸ μεσονύχτι,
πρὶν ἢ μετά, δὲν ξέρω, ξύπνησα
στὸ σκοτάδι ὅμως, θαρρεῖς,
δὲν ἀνοίγουν τὰ μάτια.

Τί ὥρα πηγαίναμε στὴν ἐκκλησία τότε;
Κάποτε δὲν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ἢ μᾶς ἔπιανε ὕπνος ἐλαφρὺς
καὶ ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
μὲ τὶς πρῶτες καμπάνες.

Χρόνια τώρα, δὲν πηγαίνω στὴν ἐκκλησία.
Χάνεται μέσα μου ἡ σημασία της,
ὥσπου πιὰ καθόλου...
Εἶναι δυνατόν, τίποτα νὰ μὴν ἀπομένει
ἀπ' τὴν εὔχαρι τοῦ ἀνθρώπου ἡλικία;
Πόσο εἶχα παρακαλέσει, ὥσπου ἔπαψα.
Ἀνάσταση περίμενα ἀπ' τὶς φτωχές μου αἰσθήσεις,
τοῦ σώματος.
Ἂν ὄχι τίποτ' ἄλλο, τώρα, πού δὲν πιστεύω,
Γνωρίζω τὴν ἁμαρτία μου.
Πόσο ἦταν ὡραία, τότε...
Στεκόμασταν στὸν αὐλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ἐλεύθερο.
Γελοῦσαν, μιλοῦσαν οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ ὀρθοδοξία ἀφήνει ἀκέριο τὸ πνεῦμα τῆς προσφορᾶς.
Ἐλεύθερα νὰ προσέλθω σὲ σένα, Κύριε.
Οἱ ἄνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
τὴν γιορτὴ περιμένοντας, τὸ αὔριο
νάρθει τῆς χαρούμενης μέρας,
ἔλαμπε τὸ βλέμμα, τὸ πρόσωπο.