Τό νησί μικρό, οἱ δρόμοι στενοί, τό καφενεῖο ὑγρό, οἱ
διαδρομές λιγοστές.
Προχωρῶντας ἀπό τή μιά μεριά στήν ἄλλη.
Ὁ νοῦς σάν μιά κεφαλή καρφίτσας ριγμένη στό ἄπειρο.
Προχωρᾶς καί προχωρᾶς ἐπίμονα, ὥσπου νά σ’ ἀφήσουν οἱ
δυνάμεις σου καί πέφτεις, πέφτεις κι ἄλλο. Ποῦ νά πᾶς ὅμως πιό βαθιά.
Κάθομαι στό κοιλωτό δωμάτιο μπροστά σ’ ἕνα μηχάνημα ποῦ δέν
ένδίδει σέ καμιά θλίψη, σέ καμιά χαρά.
Ἐκείνη δίνει στό σπίτι ζωντάνια. Μέ φῶτα καί μέ κατσαρόλες
ποῦ κλαγγίζουν κι εἶναι μόνη.
Ἀγκαλιάζει, φιλᾶ, σφίγγει, κι εἶναι μόνη.
Κι ἄς εἴμαστε δέκα μαζί, εἶναι μόνη.
Γιατί κι οἱ ἄλλοι μόνοι μας εἴμαστε.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ἴδια ἡ μοναξιά της.
Ὕστερα σέ ἕνα βράχο. Ἕνα μαζί του. Ἡ θάλασσα πιτσιλᾶ. Εἶσαι
ἀκόμα μόνη;
Ὕστερα μέ κάτι μαῦρο στό μέτωπο. Μιά ἀγανάκτηση, μιά
διαφωνία, ἕνας διαπληκτισμός πού κατεγράφεται στό κούτελο. Εἶσαι ἀκόμα μόνη;
Μετά μέ μιά μπύρα στήν πλατεῖα μοιράζει χαμόγελα. Εἶσαι ἀκόμα
μόνη;
Ὕστερα πάνω σέ κάτι χαρτόκουτα, σέ μιά γωνιά τραγουδᾶ. Εἶναι
κι ἄλλοι μαζί καί τραγουδοῦν κι αὐτοί. Εἶσαι ἀκόμα μόνη;