Κάνοντας μιά διαδρομή 137 χρόνων πρός τά πίσω ἐπιστρέφουμε, μέσῳ τοῦ Ἐμμανουὴλ Ροῒδη, στὰ 1875. Ἀφοῦ διαβάσουμε τὸ παρακάτω ἄρθρο του, ἀπὸ τὸν «Ἀσμοδαῖο» ( 14/12/1875 & 21/12/1875), ἂς ἐπιχειρήσουμε μιὰ πρώτη σύγκριση μὲ τὴν δική μας πολιτικὴ πραγματικότητα. Μιά πολιτικὴ ἡγεσία διαρκῶς ἀνιστόρητη, προερχόμενη ἀπό μιά κοινωνία ὕποπτα ἀνεκτική, καὶ οἱ μεταξύ τους σχέσεις, ἐλάχιστη ποιοτικὴ διαφορὰ παρουσιάζουν μὲ τὶς ἀντίστοιχες τοῦ σήμερα. Τό νεοελληνικό κοινό, ὡς ἱπποπόταμος ἀρκούμενος στήν ἡσυχία τοῦ βάλτου ἀδυνατοῦσε, ὅπως καί τό σημερινό, ὄχι μόνο νὰ σταθεῖ στὴν ὄρθια στάση καὶ νὰ ἀρθρώσει λόγο πολιτικὸ κατὰ τῶν κυβερνώντων καί τῶν παρασίτων πού τούς περιτριγύριζαν, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον, γυρνῶντας τὴν πλάτη σὲ πένες σὰν τοῦ Ροῒδη, ἀπέτυχε καὶ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, πού παραμένει μέχρι τις ἡμέρες μας ἀπαράλλαχτη. Ἄν ὅμως αὐτή ἡ ἄμεσα συνδεδεμένη μέ το κρατικό και διοικητικό ξεχαρβάλωμα κοινωνική χαλαρότητα, λίγο πολύ παραμένει ἴδια, ἡ διαφορὰ ὡς πρὸς τὴν δημοσιογραφία καὶ τὸν δημόσιο λόγο φαίνεται τεραστία ὡς μέγεθος καὶ ἐπὶ τὰ χείρω ὡς ποιότητα. Ὄχι ὡς πρὸς τὰ τεχνολογικὰ μέσα, ἡ ἐξέλιξις τῶν ὁποίων εἶναι φυσικὸ νὰ ἐπηρεάζει τὴν λειτουργία της. Ἀλλὰ ὡς πρὸς τοὺς ἀναθεωρημένους στόχους καὶ τὴν ἀναμφισβήτητη ἀποτελεσματικότητα πού τοὺς συνοδεύει. Οἱ φορεῖς τοῦ δημοσίου λόγου, «ἀνταποκρινόμενοι» στὶς συνθῆκες βάλτου στόν ὁποῖο παγίδευσε τὸν νεοέλληνα ἡ ἐπίσημη καί ἄνευ συνεπειῶν μεγαλόστομη καί κούφια «ἐθνική διανόηση», στρογγυλοκάθησαν στὴ θέση της καί συνέχισαν τό ἔργο της. Ὁ «ἐξευγενισμὸς» τοῦ βάλτου, μὲ τὴν μετατροπή του σὲ πολυκατάστημα καί τοῦ παλαιοῦ «ἱπποποτάμου» σέ καταναλωτή, ἦταν πλέον θέμα χρόνου. Ὅπως θέμα χρόνου εἶναι, μέσα σέ περιβάλλον ἰδεολογικοῦ βαλτώματος, ἀνευθυνότητας καί μιμητισμοῦ, ἡ περαιτέρω μετάλλαξη τοῦ νεοέλληνα σέ δεσμώτη ἑνός ἀναπτυξιακοῦ στρατοπέδου συγκεντρώσεως, στό ὁποῖο θά προσφέρει «ἐθελοντικά» τίς ὑπηρεσίες του ἔναντι πινακίου φακῆς.
