Τὴν πρώτη μεταπολεμική δεκαετία ( 1945-1955) κυκλοφόρησε στὴν Ἑλλάδα τὸ περιοδικὸ
ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Ἕνας ἀπό τούς στόχους του εἶναι ἡ διασφάλιση ἡγεσίας γιά τήν γενιά τοῦ 30, στὰ πνευματικὰ καὶ πολιτιστικὰ πράγματα τοῦ τόπου. Αὐτὴ ἡ σκοπούμενη
κυριαρχία εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα ἕνα ἀνύπαρκτο πνευματικὸ, ἐπιστημονικό - ἄρα καὶ κοινωνικὸ - ἔργο, καί τήν μετατροπή τοῦ παρελθόντος σέ μῦθο καί φολκλόρ. Δηλαδή τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο τῆς ἀναζωογόνησης
του, αὐτήν πού μέ εἰλικρίνεια ἀλλά ἀνεπιτυχῶς εἶχαν ἐπιδιώξει οἱ ἀττικιστὲς τὰ
περασμένα χρόνια. Τό βαλσάμωμα ἀπέβη καταστρεπτικό, ὅπως κάθε μυθολογία πού δέν
δίνει ἱστορική προοπτική καί διέξοδο στό παρόν.
Συνεπῶς, ὁ ὀρφανός πνευματικά νεοέλληνας εἶχε δυὸ ἐπιλογές. Τὸ προσκύνημα τῆς
μούμιας ( ἑλλαδισμὸς) ἢ τὸν στεῖρο μιμητισμὸ κάθε τί εὐρωπαϊκοῦ ( εὐρωλιγουρισμός).
Διέπρεψε καί στά δύο. Τὸ ὑπάρχον πνευματικὸ κενὸ καλύφθηκε μέ τό μπουζούκι – τὸ δημοτικὸ τραγούδι περιθωριοποιήθηκε - ἰσοπεδώνοντας ἔτσι παμπόνηρα τὶς πάμπολλες
πολιτισμικὲς διαφοροποιήσεις τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἤ μέ τό θέατρο ἀπό καραγκιόζ μπερντέ μέχρι ἀνεβάζοντας
Σαίξπηρ στά Φάρσαλα, καὶ κυρίως μὲ ἄφθονη λογοτεχνία. Ὁτιδήποτε δέν
τάραζε τά ἰδεολογικά λιμνάζοντα ὔδατα προωθήθηκε. Ἡ ἁπλῆ καὶ ἀγοραία ἔκφραση τοῦ
λαϊκοῦ συναισθήματος, ὡραία ἤ ἄσχημη, ἔγινε συνώνυμο μεγάλης τέχνης καί ἐγχώριας πολιτισμικῆς παραγωγῆς.
Δὲν ἤθελε πολὺ γιὰ νὰ λειτουργήση ἡ ἑλλαδοσκοπία ὡς δῆθεν ἑλληνισμός καί ὡς κολυμπήθρα τοῦ νεοέλληνα. Ἡ κομπιναδόρικη καί μίζερη συμπεριφορά του παρουσιάσθηκε εἴτε ὡς πρόσχημα ἐπιβίωσης ( περίπτωση κλάψας ), εἴτε ὡς καρικατούρα ἀντίστασης καὶ ἀνεξαρτησίας ( γιὰ ὅλα φταῖνε οἱ ἄλλοι ). Κλασσικὴ περίπτωση πρωταγωνιστῆ θεάτρου σκιῶν, ψευτοπαληκαρὰ πού ρίχνει ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς σφαλιάρες στὸ ἀδύναμο κολητήρι, δουλοπρεπήςς στήν ἐξουσία καί εἰρωνευόμενος ἀνθρώπους μέ ἀρχές ὅπως ὁ μπάρμπα Γιῶργος. Ἡ ἰδανική πρώτη ὕλη κάθε εἴδους δικτατορίας. Πνευματικῆς κυρίως...
Δὲν ἤθελε πολὺ γιὰ νὰ λειτουργήση ἡ ἑλλαδοσκοπία ὡς δῆθεν ἑλληνισμός καί ὡς κολυμπήθρα τοῦ νεοέλληνα. Ἡ κομπιναδόρικη καί μίζερη συμπεριφορά του παρουσιάσθηκε εἴτε ὡς πρόσχημα ἐπιβίωσης ( περίπτωση κλάψας ), εἴτε ὡς καρικατούρα ἀντίστασης καὶ ἀνεξαρτησίας ( γιὰ ὅλα φταῖνε οἱ ἄλλοι ). Κλασσικὴ περίπτωση πρωταγωνιστῆ θεάτρου σκιῶν, ψευτοπαληκαρὰ πού ρίχνει ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς σφαλιάρες στὸ ἀδύναμο κολητήρι, δουλοπρεπήςς στήν ἐξουσία καί εἰρωνευόμενος ἀνθρώπους μέ ἀρχές ὅπως ὁ μπάρμπα Γιῶργος. Ἡ ἰδανική πρώτη ὕλη κάθε εἴδους δικτατορίας. Πνευματικῆς κυρίως...
Εἴδαμε στὴν προηγούμενη ἀνάρτηση ( ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ -2 ) πῶς ἀναλύει ὁ Γεράσιμος Κακλαμάνης αὐτὲς τὶς ἰδεολογικὲς ἐπιχειρήσεις τῆς νεοελληνικῆς διανόησης, ὐπό τήν ὑψηλή ἐπίβλεψη τῆς ἀγγλικῆς διπλωματίας. Κυρίως μέσῳ τῆς γενιᾶς τοῦ 30, πού ἐπέβαλε τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Θεόφιλο ὡς πνευματικὰ καὶ πολιτιστικὰ ὁρόσημα, ἀλλὰ καὶ μέσῳ τοῦ λεγομένου «γλωσσικοῦ». Σήμερα θὰ διαβάσουμε τὰ ἑπόμενα 3 κεφάλαια αὐτοῦ τοῦ συναρπαστικοῦ βιβλίου.
ΣΤ
«Κατὰ τὸν ἐλεύθερον ἑλληνικὸν βίον ἔχομεν καλοὺς φιλολόγους πανεπιστημιακοὺς καθηγητάς, ἀλλὰ δυστυχῶς τὴν δραστηριότητα των ἀπερρόφησε τὸ περιλάλητον γλωσσικὸν ζήτημα». Κ.
ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ : Εἰδικὴ διδακτική, σελ. 51.
Μία ἀπὸ τὶς κύριες παρενέργειες τοῦ γλωσσικοῦ, ἦταν ἡ συνόψιση
τοῦ νοήματος τῆς πνευματικῆς ζωῆς γύρω ἀπὸ τὴν «τέχνη».
Κανένας δὲν ἀμφιβάλλει
σήμερα στὸν τόπο μας πώς ὅταν λέμε «πνευματικὴ ζωή», ἐννοοῦμε ποιητές,
ζωγράφους καὶ καλλιτέχνες. Ἐξ οὗ καὶ ὁ ὅρος «καλλιτεχνοδιανοούμενος» ! Ὅλη αὐτή
ἡ περὶ τὴν Τέχνη παραγωγή μας καὶ λογοτεχνικὴ κριτική, κατατείνει βεβαίως στὸ πνευματικὸ ἀνέβασμα τοῦ «λαοῦ». Ἡ διαδικασία
τοῦ «χαρτιοῦ» — τοῦ πτυχίου τῶν ἀνωτάτων σχολῶν — ἀνταυγάζει κάποιον ὑπονοούμενον
ἐπιστημονισμὸ στοὺς γιατρούς, τοὺς μηχανικοὺς καὶ τοὺς δικηγόρους, μὰ ὅπως καὶ
οἱ ἴδιοι τοῦτοι ἀπόφοιτοι μποροῦν νὰ βεβαιώσουν, δὲν ἔχει μεγάλη σχέση μὲ τὴν
«πλατειὰ μόρφωση» [1]. Ὁ νέος ἔφηβος εἴτε
μέσα, εἴτε ἔξω ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο, ἒφ' ὅσον θέλει νὰ «μορφωθῆ», πρέπει νὰ
στρέψη τὶς ἀνησυχίες του πρὸς τὰ ἔξω, δηλαδή πρὸς τὰ ποιήματα, τὸ «θέατρο» καὶ
κάθε ἄλλου εἴδους πνευματικὸ συναγελασμό. Οἱ ἄνθρωποι τῶν πολιτικῶν μας
πραγμάτων, κατανοῶντας αὐτή τὴν ἀναγκαιότητα τῆς Τέχνης, δὲν παραλείπουν νὰ ἐπαινέσουν
τὸ καλλιτεχνικὸ ἔργο ἀνθρώπων ἐστραμμένων σὲ τελείως διαφορετικόν, ὑποτίθεται,
πολιτικὸ προσανατολισμὸ [2].
Ἐν ὀνόματι τοῦ ἀνεβάσματος τοῦ Λαοῦ ὅλ' αὐτά, μιά καὶ ἡ
ἐπιστήμη δὲν ἔχει μεγάλη σχέση μὲ τὴν «πλατειὰ μόρφωση», μὲ τὴν καλλιέργεια ἐν
τέλει.
Εἶναι ὥρα νὰ ξαναθυμηθοῦμε τὰ Πλατωνικὰ θεωρήματα.
Ἡ Τέχνη γίνεται παιδαγωγὸς τῶν λαῶν, ὅταν ἡ ἴδια εἶναι
ἀποτέλεσμα πνευματικοῦ πολιτισμοῦ. Πρέπει δηλαδὴ νὰ ὑπάρχη ἕνας συνόλος ἐνσυνείδητος
πολιτισμός, γιὰ νὰ ὑπάρξη καὶ ἡ παιδαγωγικὴ σημασία τῆς Τέχνης. Ἀλλοιώτικα ἡ
Τέχνη εἶναι λαϊκὴ ἤ λαϊκιστική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λαὸς δημιουργὸς αὐτῆς τῆς
τέχνης καὶ ἡ παιδαγωγικὴ σημασία μίας τέτοιας τέχνης εἶναι ἄνευ ἀντικειμένου. Ἡ
Τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου δὲν ἔχει τὸ ἴδιο νόημα πού ἔχουν τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, ὅπως δὲν
εἶναι τὸ ἴδιο εἶδος τέχνης ὁ Φάουστ καὶ τὸ ἑλληνικὸ δημοτικὸ τραγούδι. Ἕνα
ποίημα μπορεῖ νὰ εἶναι ὡραῖο ποίημα, χωρὶς νὰ εἶναι μεγάλο [3] ποίημα. Τὰ ὑλικὰ
ὅλων τῶν ποιημάτων εἶναι τὰ ἴδια. Στὰ ἴδια αἰσθήματα ἀναφέρονται καὶ τὰ μικρὰ
καὶ τὰ μεγάλα ποιήματα, μόνο πού τὰ μὲν βλέπουν τὸ αἴσθημα ὅσο καὶ ὅπως
φαίνεται, ἐνῷ τὰ ἄλλα τὸ προσεγγίζουν μέσῳ ἄλλων διαδικασιῶν.
«Τὸ ἀντίθετο σ' αὐτὸ
τὸ εἶδος ἀνθρώπου (τοῦ μυστικοῦ), πού παραιτεῖται ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν μορφῶν, εἶναι
ὁ ἁπλοϊκὸς καλλιτέχνης, ὁ ὁποῖος προσδένεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν κόσμο τῶν μορφῶν
καὶ παραιτεῖται ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ σύμπαντος, ἀπὸ τὰ μεταφυσικὰ κίνητρα τῆς ψυχῆς», γράφει ὁ Ι.
Θεοδωρακόπουλος [4]. Ἄς μὴν ἐπιμείνουμε στοὺς διαχωρισμοὺς τοῦ κ.
Θεοδωρακοπούλου. Εἴτε ὡς μυστικὸ λειτουργὸ πάρουμε τὸν ποιητή, εἴτε ὁπωσδήποτε ἀλλοιῶς,
πρέπει νὰ συνθεωρήσωμε καὶ κάποιον «κόσμο», στὸν ὁποῖον ἀναφέρεται. Ἀπαιτεῖται
κάποιος κόσμος σὰν «σημεῖο ἀναφορᾶς» γιὰ ν' ἀξιολογήσουμε τὴν τέχνη του. Καὶ ἂς
μὴν πᾶμε τόσο μακρυὰ ἐμεῖς, στὸν μεταφυσικὸ κόσμο τοῦ κ. Θεοδωρακοπούλου. Ἂς μείνωμε
στὸν ἀτελέστερο «κόσμο τοῦ σύμπαντος», πού μᾶς δίνει κάθε φορά ἡ ἐπιστήμη καὶ
μέσα στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἀντικειμενικὰ ὁ ποιητὴς· στὸ «περιέχον» τοῦ ποιητῆ. Ἂς
δεχθοῦμε τὸν «κόσμο τοῦ σύμπαντος» ὅπως τὸν προσεγγίζει ὁ ἑκάστοτε πολιτισμός.
Παιδαγωγικὴν ἀξία ἔχει ἡ τέχνη τοῦ ποιητῆ, πού προσπαθεῖ, βιωματικὰ μέσῳ αὐτοῦ
τοῦ πολιτισμοῦ, νὰ πλησιάση τὸν ἀντίστοιχο «κόσμο». Προϋπάρχει δηλαδὴ μία
πνευματικὴ κοινωνία, ἡ ὁποία ἀνάγεται μὲ κοινὸν παρανομαστὴ τὴν Τέχνη. Ἡ Τέχνη ἔχει
ἐδῶ προϋποθέσεις νὰ λειτουργήση παιδαγωγικά. Στὴν λαϊκιστικὴ ἀντίθετα τέχνη δὲν
ὑπάρχει διαφορισμὸς μεταξὺ τοῦ «κόσμου» τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ «κόσμου» τοῦ ποιητῆ.
Λείπει ἡ «διαφορὰ δύναμικοῦ», πού προϋποθέτει ἐξ ὑπαρχῆς τὸ παιδαγωγικὸ ἔργο. Καὶ παιδαγωγικὸ εἶναι ἕνα ἔργο τέχνης ἀπὸ τὴν
στιγμὴ πού μᾶς μεταγγίζει τὴν ὅραση τοῦ καλλιτέχνη. Λαϊκὸς ποιητὴς δὲν εἶναι μόνο ὁ ποιητὴς τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ εἶναι
καὶ ὁ ποιητὴς ἐκεῖνος πού χάνει τὴν ἀξία του ἔξω ἀπὸ τὸν λαό του. Ἡ Τέχνη
τοῦ Γκαῖτε μπορεῖ νὰ ἐνδιαφέρη κι' ἕνα μὴ Γερμανό, ἐνῷ ἡ τέχνη ἑνὸς Πέρση π.χ.
μεγάλου ποιητῆ — γιατὶ ἔχουν κι' αὐτοὶ βέβαια τούς μεγάλους τους — μπορεῖ νὰ μὴν
ἐνδιαφέρει κατ' ἀνάγκην ἕνα Γάλλο. Πολὺ διαφορετικὰ θὰ μιλήση περὶ ἐλευθερίας ἕνας
σύγχρονος εὐρωπαῖος ποιητής [5], ἀπὸ τὸν μεγάλο ποιητὴ τῆς Μοζαμβίκης πού θὰ
πάρη σὲ λίγα χρόνια τὸ βραβεῖο Νόμπελ. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἡ τέχνη ἦταν ἐσωτερικὴ ὑπόθεση
ἑνὸς καὶ μόνο ἄνθρωπου — δηλαδὴ τοῦ παμπάλαιου προπάτορα τοῦ πρωτογόνου ἀνθρώπου,
πού ζωγράφιζε πάνω στὸ βράχο τὸ θήραμα γιὰ νὰ τὸ ξεγελάση — πάλι εἶχε κάποιον
«κόσμο» πού ἀναφερόταν, τὸν ἁπλούστατο τῆς βιολογικῆς ἀνάγκης.
Ἡ καταγωγὴ τῆς τέχνης ἐπιδέχεται βιολογικὸν
χαρακτηρισμό, ὅπως καὶ ἡ ἐπιστήμη. Πολλὲς εἶναι οἱ ἀνθρώπινες ἐνέργειες πού
προδίδουν «ἑτερογονία σκοπῶν». Ἕνα τυπικὸ παράδειγμα ἔχουμε στὸν ἔρωτα. Ὅταν τὰ
πράγματα λειτουργοῦν ἀφ' ἑαυτῶν, πολλὲς φορὲς συμβαίνει αὐτὴ ἡ «ἑτερογονία».
Τὸ δημοτικὸ τραγούδι — αὐτή ἡ τέχνη τοῦ ἀπεριορίστου αἰσθήματος πού δὲν
εἶναι ἔπος — ἦταν ἡ
μόνη καταφυγή, τὸ μόνο μέσον
συντήρησης καὶ ψυχικῆς
συνοχῆς (δηλαδή καὶ πάλι
συντήρησης) τοῦ ὑποδούλου.
Ὁ ἥρωας τοῦ
τραγουδιοῦ καὶ ἡ μετάληψη ἔμεναν στὸν Ἕλληνα ὡς συμβολισμοὶ ἐπιβίωσης. Ἡ τροπὴ
πρὸς τὸ ἄλογο καὶ τὸ ἄκρως συναισθηματικὸ πού ὑποβάλλει τὸ
δημοτικὸ τραγούδι, εἶναι ἐνέργεια
καθαρὰ βιολογική. Εἶναι ἡ μετατροπὴ
τῆς κάθε δυνατῆς λογικῆς σὲ «Λογική» τοῦ παρόντος. Ἡ πιὸ «λογικῶς» ἀδήριτη πράξη στὸν ὑπόδουλο Ἕλληνα
εἶναι ἡ παλληκαριὰ τοῦ κλέφτη. Γιὰ τοῦτο
πρέπει ἔμψυχα καὶ ἄψυχα νὰ συνυποφέρουν τὰ παθήματά του. Εἶναι ἀπολύτως «λογικὸ»
νὰ κλαῖνε τὰ πουλιὰ καὶ νὰ μοιρολογοῦν τὰ δέντρα. Τί ἄλλο ἔμενε στὸν Ἕλληνα
συντηρητικό, ὅταν στὶς «ἔντυπες αἰτήσεις» τοῦ
Ἀλῆ Πασᾶ, δεσπότης ὤν,
ἔπρεπε νὰ ἀρχίζη
μὲ τὸ «Πολυχρονεμένε μας. . . σκλαβικῶς φιλοῦμε τὸ ποδάρι σου»;
Λογικὴ καὶ δουλεία εἶναι πράγματα ἀκαριαίως ἀντιφατικά.
Ἐμπρὸς στὴν de facto δουλεία ἡ Λογικὴ ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ ὑποτροπιάση στὸ ἄμεσο
καὶ χωρὶς ὅρια συναίσθημα, νὰ ἀναλάβη ἡ τέχνη τὴν εὐρύτατη βιολογική της ἀποστολή.
Δὲν ἕπεται βέβαια ὅτι καὶ κάθε τέχνη πού ὑποβάλλει τὸ
συναισθηματικό, τὸ Irrationnel στοιχεῖο στὸν
λαό, ἤ ἔστω τὸ καλλιεργεῖ, ἔχει κάποιαν θετικὴ βιολογικὴ σκοπιμότητα.
Εἴδαμε στὰ ὄπισθεν ὅτι, λόγοι καθαρῶς πολιτικῆς
σκοπιμότητας τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας, ἐπέβαλαν τὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ἑλληνικοῦ
διαφωτισμοῦ, τὴν συνέχιση τοῦ ὁποίου ἱστορικῶς καὶ φυσικῶς ἦταν ὑποχρεωμένοι οἱ
ἀττικιστὲς νὰ πραγματοποιήσουν. Ὅ,τι εἶχαν
οἱ Ἕλληνες, ὕστερ’ ἀπὸ πέντε αἰῶνες δουλείας κοινὸ μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες νὰ ἐπιδείξουν,
ἦταν ἡ γλῶσσα πού μιλοῦσαν. Αὐτὸ ἦταν τὸ πραγματικὸ μέσον πού εἶχαν ν' ἀντιμετωπίσουν
τὸν Φαλμεράϋερ — δηλαδή τὸ παιγνίδι τῶν εὐρωπαϊκῶν συμφερόντων στὰ Βαλκάνια,
πού ἦσαν ἡ φυσικὴ διέξοδος των πρὸς τὶς ἀγορὲς τῆς
ἀνατολῆς. Καὶ στὸ
μοναδικὸ αὐτὸ μέσον προσέβλεψεν ἡ «προστασία».
Δημιουργῶντας τὸ «γλωσσικὸ» καὶ στρέφοντας ἀποκλειστικὰ
τὴν προσοχὴ στὴν γλῶσσα μόνο, ἦταν ἑπόμενο νὰ δημιουργήσουν συνθῆκες μέσα στὶς ὁποῖες
κάθε ἔννοια καλλιέργειας καὶ πνευματικῆς
ὡριμότητας ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ ἀδύνατες.
Ὅταν ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν ἔννοια καὶ τὸ
νοῦ στέκει ἐμπόδιο ἡ γλῶσσα,
εἶναι αὐτονόητο πώς καμμία μόρφωση δὲν μπορεῖ νὰ συντελεσθῆ. Τὸ «γλωσσικὸ» ἐμφανιζόταν
σὰν ὑποκατάστατο πνευματικῆς ζωῆς καὶ συνεπῶς ὁ,τιδήποτε «καλὸ» ἦταν δυνατὸν νὰ
πρόκυψη ἀπὸ τὶς διαμάχες τῆς γλώσσας, θὰ ἦταν γύρω ἀπὸ ζητήματα φιλολογικά, τουτέστιν γύρω ἀπό
τά «γράμματα καὶ τὶς τέχνες». Οὕτως ἤ ἄλλως, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ νέος Ἕλλην θὰ ἔμενε μακρυὰ ἀπὸ τὴν ροὴ τῆς νεώτερης πνευματικῆς ζωῆς — που
ἑδραζόταν στὴν ἐπιστήμη — καί, ἄγευστος ἐπιστημονικῆς παιδείας, θὰ ἔμενε οὐσιαστικὰ
ἀμέτοχος τοῦ νεώτερου πολιτισμοῦ, τρεφόμενος κατ' ἀνάγκην ἀπὸ τὶς λαϊκές του
παραδόσεις καὶ προσβλέποντας σὰν σὲ ξόανο στὴν περασμένη του ἱστορία. Αὐτὰ ὅλα ἤθελε ἡ «προστασία». Δὲν
προσπάθησε νὰ στερήση τὸν
νεώτερο Ἑλληνισμὸ πνευματικῆς
ζωῆς. Προσπάθησε νὰ τὸν στέρηση ἐκείνης τῆς πνευματικῆς ζωῆς πού θὰ τὸν ἀνώρθωνε
ἐθνικά, θὰ τὸν συνεπύκνωνε πνευματικὰ καὶ θὰ τὸν ἔκανε ἀκατάλληλο γιὰ ὑποχείριο. Ἀφοῦ ὁ λαὸς δὲν θὰ εἶχε αὐτοδύναμη
πνευματικὴ ζωή, οὔτε ἡγέτες θὰ εἶχε, οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ βγάλη — δηλαδή οὔτε ἡ ὁποιαδήποτε
ἡγεσία θὰ μποροῦσε νὰ ἀνανεωθῆ ἀφ' ἑαυτῆς, γενόμενη κατ' ἀνάγκην ὀππουρτουνιστικό
ἱστορικὸ ἄθυρμα. Ἡ φαυλοκρατία πού διέπει ἐδῶ κι' ἑκατὸ χρόνια τὴν πολιτικὴ μας
ζωὴ δὲν εἶναι ἀναίτια. Ἔχει τὴν πολὺ πραγματική της ἐξήγηση στὴν πνευματικὴ ἄπνοια
πού μᾶς διέπει σὰν Λαό. Στὴν πλήρη ἔλλειψη
πνευματικῆς ζωῆς. Ὅτι βέβαια ἡ
πνευματικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ μεταγγισθῆ
σὰν ἰατρικὸς ὀρός, οὔτε καὶ νὰ
μεταφυτευθῆ κατ' ἐπιβολὴν
μὲ «πνευματικὲς αὐθεντίες» καὶ ἄλλα
τεχνάσματα, εἶναι ἤδη γνωστό. Ἡ πλέον ἀναγκαστικὴ
καὶ γνήσια ἐκδήλωση πνευματικῆς ζωῆς στὴ
νεώτερη ἱστορία, εἶναι ἡ ἐπιστήμη.
Ἡ ἐπιστήμη, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ποίηση, δὲν μπορεῖ νὰ παραχθῆ
ἐκ τοῦ μηδενός. Ἀπαιτοῦνται εἰδικὲς συνθῆκες μέσα στὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ ἐμφανισθῆ
καὶ νὰ καλλιεργηθῆ. Ἀπαιτεῖ παράδοση καὶ κάποιο στάδιο πολιτισμοῦ. Μὲ τὴν ἐπιστήμη
στρέφεται ὁ ἄνθρωπος πρὸς ἀνώτερες σφαῖρες τῆς ὕπαρξής του, δηλαδή πρὸς ἐπίπεδα
πού προϋποθέτουν στὴν διαδοχὴ τους κάποια ἄλλα προηγούμενα. Εἶναι ἡ ἐπιστήμη
καθαρὸ προϊὸν κοινωνικῶν καὶ ἱστορικῶν διαδικασιῶν ὅπως δὲ τὶς ἀπαιτεῖ, ἔτσι καὶ
τὶς συνεπάγεται. Αὐτό τό ἐγνώριζεν ἡ προστασία., γιατί ἦταν ἡ οὐσία τῆς δικῆς
της ζωῆς. Σὲ ἐποχὲς κοινωνικῆς στασιμότητας, ὅπως στὸν Μέσον Αἰῶνα, δὲν ὑπάρχει
ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης. Ὁ ἄνθρωπος ζῆ μεμονωμένος, ἔγκλειστος στὰ δικά του σχήματα,
μακρυὰ ἀπό τὴν ἀπορητικὴ τῆς φύσης. Ἡ φύση ὑπάρχει, γιὰ νὰ ὕπαρχη ὁ Θεός καὶ νὰ
λατρεύεται. Ὅμοια καὶ στὸ Ἀνατολικὸ Βυζάντιο. Ἂν τό Βυζάντιο διέθετε καὶ ἕναν ἔστω
Ἀρχιμήδη, ἴσως ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου νὰ ἦταν διαφορετική. Κι' αὐτό δὲν ἔχει
σχέση μὲ τὴν «μύτη τῆς Κλεοπάτρας». Δὲν λέμε ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ ὑπάρξη στὸ
Βυζάντιο Ἀρχιμήδης. Λέμε τί πιθανὸν νὰ ἐγινόταν ἂν ὑπῆρχε. Οὔτε καὶ ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία
ἐδημιούργησε ἐπιστήμη — μέ τὴν Ἀριστοτελικὴν ἔννοια τοῦ ὄρου — καὶ δὲν εἶναι
βέβαια τυχαῖο ὅτι κατήργησε κι' αὐτὴ πού ὑπῆρχε.
Ἡ ἐμφάνιση τῆς ἐπιστήμης συμπίπτει
ὅπου συμβαίνουν ἔντονοι
κοινωνικοὶ διαφορισμοί. Ἡ ἐπιστήμη ἐμφανίστηκε στὴν Ἑλλάδα, ὅπου ἔχουμε κύκλους διαδοχῆς πολιτευμάτων. Οὔτε ἡ Αἴγυπτος, οὔτε ἡ Περσία, οὔτε ἡ Βαβυλωνία, οὔτε τό Ἰσραὴλ ἔδωσαν ἐπιστήμη. Τέχνη μόνο ἔδωσαν.
Ἡ γρήγορη κοινωνικὴ ροή, μὴ ἀφήνοντας τὴν
σκέψη κολλημένη σὲ
μόνιμες παραστάσεις, ἀναγκάζει τὸν
ἄνθρωπο νὰ σκεφθῆ μὲ ἰδέες — ἀπό τὰ πολλὰ ὅμοια νὰ ἀναχθῆ στὸ ἕν. Στατικὲς κοινωνίες ἔδωσαν τέχνη· ἐπιστήμη, ὅμως,
καμμία. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ μεταξὺ ἐπιστήμης καὶ
τέχνης. Ἡ ἐπιστήμη ἀπαιτεῖ
εἰδικὸ κοινωνικὸ κλῖμα γιὰ ν' ἀναπτυχθῆ. Προϋποθέτει τὴν κοινωνικὴ
διεργασία, πού ὡριμάζει τό μυαλὸ πρὸς τὴν ἀφαιρετικὴ κατεύθυνση. Αὐτὴ ἡ
διαφορὰ μεταξὺ ἐπιστήμης καὶ
τέχνης, εἶναι καὶ ὁ κυριωτερὸς ἐσωτερικὸς
χαρακτηρισμός τους. Ἡ ἐπιστήμη
προϋποθέτει ἀκόμη καὶ ἄλλα πνευματικὰ ἀπαιτούμενα, ὅπως κοινωνικὴν ἐλευθερία.
Μία κοινωνία πού παράγει ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι μία ἀνελεύθερη
κοινωνία. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Κ. Γεωργούλης, ἡ ἐπιστήμη «ὄχι μόνον τὴν ἀφηρημένην σκέψιν ἀναπτύσσει ἀλλὰ
καὶ τό κριτικὸν πνεῦμα . . . καί οὕτω μᾶς συνηθίζει νὰ μὴ ἀποδεχώμεθα τίποτε
δογματικῶς. Ἡ ἀνάπτυξις
τοῦ κριτικοῦ πνεύματος εἶναι ἰδιαιτέρως ἀπαραίτητος
εἰς τὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ λαϊκαὶ μάζαι ἀκριβῶς διὰ τὴν ἔλλειψιν
κριτικοῦ πνεὺματος ὑφίστανται ὁμαδικὴν ὑποβολὴν καὶ ἐν συνεχείᾳ δικτατορικὴν ἐπιβολὴν
. . . τὰ μαθηματικὰ καλλιεργοῦν καὶ τὴν ἠθικήν συνείδησιν, κάμνουν τόν ἄνθρωπον
εὐσυνείδητον, διότι καταδεικνύουν ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ὑποκειμενικὸν τι
γεγονός, ἄλλα ὅτι ὑπάρχει μία ἀλήθεια ἐξ ἀντικειμένου [6], ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται εἴτε
τό θέλομεν εἴτε ὄχι. . . συντελοῦν δὲ ἀκόμη καὶ εἰς τὴν αἰσθητικὴν καλλιὲργειαν
. . .».
Ποιὲς εἶναι οἱ χῶρες πού παράγουν σήμερα ἐπιστήμη, ὅλοι
πάνω κάτω ξέρουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι μᾶλλον
χρειάζεται νὰ τροποποιήσουμε τοὺς μύθους μας καὶ ἕνας πολὺ διαδεδομένος μῦθος
σ' ἐμᾶς εἶναι ὅτι οἱ λαοὶ πού ζοῦν μὲ τὴν τέχνη εἶναι «ἐλεύθεροι», ἐνῷ ἡ ἐπιστήμη
μπορεῖ νὰ καλλιεργηθῆ καὶ μέσα σὲ δικτατορίες.
Τό ἀντικείμενο μίας ἐπιστήμης καθορίζεται ἀπό τὴν ἐξέλιξη
τῆς ἴδιας τῆς ἐπιστήμης καὶ ἡ ἐπιστήμη ὡς σύνολη ἀνθρώπινη λειτουργία
ρυθμίζεται ἀπό σκοπιμότητες βιολογικές. Ἂν σήμερα δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε ἕναν ὁρισμὸ
τοῦ περιεχομένου τῆς Φιλοσοφίας εἶναι ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε ἀνάλογο ὁρισμὸ
οὔτε γιὰ τὰ Μαθηματικά, οὔτε γιὰ τὴν Φυσική, οὔτε γιὰ τὴν Βιολογία. Μὰ ὅποιον ὁρισμὸ
καὶ ἂν δίναμε, σὲ λίγα χρόνια θὰ εἶχε τροποποιηθῆ.
Ἡ ἐπιστήμη τῶν ἀρχαίων προϋπέθετε τὴν προηγούμενη ἐμπειρικὴ
γνώση. Τό πείραμα τοῦ Γαλιλαίου προϋπέθετε τὰ θεωρήματα τοῦ Ἀριστοτέλη. Τό πείραμα
τοῦ Watt προϋπέθετε ἐκεῖνο τοῦ Γαλιλαίου καὶ
ὁ Ἀϊνστάιν τόν Νεύτωνα. Μὲ τόν Ἀϊνστάιν ὅμως ἡ ποσοτικὴ σώρευση τῆς ἐπιστημονικῆς
γνώσης, μετετράπη σὲ ποιοτική. Ἡ ποιότητα, ὅπως προϋποθέτει τὴν μεγάλη
ποσότητα, ἔτσι καὶ τὴν συνεπάγεται. Ἀπό τό ἄτομο ἐξεπήγασαν τεράστια ποσὰ
δυνάμεων σὲ τρόπο πού ἡ ζωὴ νὰ μὴν αἰσθάνεται ἀσφαλὴς στὴν Γῆ, ὅπου οἱ
συνέπειες της ἐξεπέρασαν τὶς προϋποθέσεις της. Δὲν κατοχυρώνεται βιολογικῶς ἡ ζωή, ἂν ἐπαφεθῆ σὲ ἕνα μόνο φορέα της, τὴν
Λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κι' ἐπειδὴ οἱ δυνάμεις πού βρίσκει ὁ ἄνθρωπος μποροῦν ν' ἀνατινάξουν
τὴν Γῆ καὶ νὰ καταστραφῆ ἡ ζωή, μία βιολογικὴ ὤθηση σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο στὴν
ψευδαίσθηση τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καί τὸν κάνει νὰ προσεγγίση ἄλλα ἀστέρια.
Ὅλη ἡ ἐπιστήμη τῆς Γῆς θὰ εἶναι προϋπόθεση τῆς ἐπιστήμης σὲ κάποιον ἄλλον
πλανήτη, ὅπου ὁ ἄνθρωπος θὰ εἶναι ἀσφαλέστερος. Ἡ περιπλάνηση τῆς ζωῆς μέσα στὸ
ἄπειρο σύμπαν ἀποτελεῖ τὴν φυσικὴ δυνατότητα διατηρήσεώς της.
Εἶναι βέβαια προφανὲς ὅτί, ἂν ἔτσι μπορεῖ ἡ ἐπιστήμη νὰ
ἐπηρεάζη τὴν σύνολη ὕπαρξη τῆς ζωῆς, μπορεῖ νὰ ἐπηρεάζη καὶ τὴν τέχνη.
Ἡ τέχνη ἂν δὲν
συνεπάγεται τὸν ἐπηρεασμὸ στὴν ἐπιστήμη,
ἀκολουθεῖ πάντα τὴν ἱστορικὴ
τροχιὰ τῆς ἐπιστήμης, γιατί μὲ
αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος καθίσταται πιὸ ἐπίγειος καὶ ἀνάλογα αἰσθάνεται. Ὁ Θεὸς στὸν
βυζαντινὸ ἄνθρωπο ἦταν μιὰ
ψυχικὴ πραγματικότητα σχεδὸν καθημερινή. Ὁ Θεὸς εἶναι κοντὰ του περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι
στὴν Ἀναγέννηση. Τὰ παράθυρα τῆς Ἅγιας
Σοφιᾶς, πού εἶναι στὴν βάση τοῦ τρούλλου, αὐτή τὴν συναίσθηση φανερώνουν. Τὸ φῶς
— ποὺ εἶναι ὁ Θεός — μπαίνει ἀπὸ πολὺ κοντά, γιατί κοντὰ βρίσκεται κι' ὁ Θεός στὴν
ψυχὴ τοῦ καλλιτέχνη. Ὄχι ὅπως στὴν Ἀναγέννηση, πού εἶναι μιὰ ἀνθρωπινότερη ἐποχή. Τὸ φῶς προβληματίζει τὸν Μιχαήλ Ἄγγελο. Ὁ Θεὸς τώρα πῆγε μακρυὰ κι' αὐτὸ τὸ γεγονὸς κάνει τὸν
καλλιτέχνη νὰ τὸν ψάξη βαθύτερα στὸν Οὐρανό. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος
βάζει τὸ φῶς ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ψάχνει νὰ βρῆ τὸν Θεὸ ἐκεῖ πού τὸν
πῆγε ὁ Γαλιλαῖος, δηλαδὴ πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς Ἀναγέννησης. Τὸ φῶς πρέπει νὰ ἔρχεται ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ
τὸ ἄπειρο, γιατί ἐκεῖ βρίσκεται τώρα κι' ὁ Θεός. Ἐκεῖ τὸν
ἀπομάκρυνε ἡ ἐπιστήμη.
Ἡ τέτοια τέχνη τοῦ Μιχαήλ Ἀγγέλου, ὅπως ἐν γένει ἡ
μεγάλη τέχνη [7] εἶναι κοσμολογική. Δὲν εἶναι ἁπλὸ
καπρίτσιο συγχυσμένων περιόδων τῆς
τέχνης, ἀλλά προϋποθετικὴ τοῦ ἀπόλυτου καὶ κοσμολογικὴ ὅπως καὶ ἡ ἐπιστήμη. Σὰν
πνευματικὴ λειτουργία εἶναι ἀπολύτως ταυτόσημη καὶ μερικὲς φορὲς συμπληρωματική
τῆς ἐπιστήμης. Συνεπάγεται μόνιμο προβληματισμό, προάγει ἐξ ἴσου τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη,
παρέχει καλλιέργεια καὶ ὄχι ἁπλὴ τέρψη. Ἂν εἶναι κανεὶς ὡραῖος, δὲν χρειάζεται
νἄναι κι' ἔξυπνος, λέει κάπου ὁ Σαίξπηρ. Αὐτὸ πρὸ τοῦ νὰ εἶναι στίχος, εἶναι
μέγα θεώρημα φυσιοδιφικό.
Οἱ μεγάλοι μίας τέτοιας τέχνης δὲν εἶναι ἁπλοί φορεῖς
μίας ἒξαλλης καὶ καρπερῆς «μούσας» — ἄρα κατ' ἀνάγκην χυδαίας — ἀλλά πνεύματα
βαθειὰ καὶ πολυσύνθετα μὲ γερότατο μυαλὸ πού θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι ὁ,τιδήποτε ἄλλο.
Ὁ Ντὰ Βίντσι προτιμᾶ νὰ εἶναι ζωγράφος, ὅπως προτιμᾶ ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος νὰ εἶναι γλύπτης.
Ὁ Γκαῖτε φτιάχνει τὸν Φάουστ μὲ παράλληλη ψυχικὴ ὁδοιπορία στὴ Βιολογία. Νὰ ἦταν
ἄραγε χωρὶς σημασία γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Γκαῖτε ὅτι σ' αὐτὸν ἔτυχε ἡ μοῖρα νὰ βρῆ τὸ
ὀστοῦν, πού ἔψαχναν οἱ ζωολόγοι γιὰ ν' ἀποδείξουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν
καταγωγὴ τοῦ πιθήκου ; Ὑπῆρξε τάχα ἀδιάφορο γεγονός, ὅτι μὲ τὴν ποίηση του
προσπάθησε νὰ μικρύνη ἐκεῖνα τὰ χιλιοστὰ πού ἄφησε ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος ν' ἀπέχη ὁ ἄνθρωπος
ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῷ ταυτοχρόνως σὰν ἐπιστήμονας τὸν ἐπιβεβαίωνε ζῶο ;
« Ἡ πνευματικὴ ζωή
στὴν ὁποία ὑπάγεται ἡ τέχνη καὶ τῆς ὁποίας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δυνατὰ ἐργαλεῖα,
ἰσοδυναμεῖ μὲ μιὰ ἀνοδικὴ κίνηση πρὸς τὰ ἐμπρός, πολύπλοκη ἀλλά σαφῆ, πού μπορεῖ
νὰ ἀναχθῆ σὲ ἕνα ἁπλὸ στοιχεῖο. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ κίνηση τῆς γνώσης. Ὁποιαδήποτε
μορφὴ καὶ νὰ πάρη, διατηρεῖ τὸ ἴδιο βαθὺ νόημα καὶ τὸν ἴδιο σκοπό», γράφει ὁ Kadinsky [8]. Μετὰ τὴν τέχνη τῶν πρωτογόνων, αὐτή πού
ἀπαιτεῖ τὶς λιγώτερες προϋποθέσεις εἶναι ἡ ποίηση. Ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ἔπος πού ἀντιστοιχεῖ
σὲ ἀρχέγονες κοινωνικὲς δομήσεις καὶ ἀκολουθεῖ ὁλόκληρη τὴν ἱστορικὴ
κλίμακα. Ἄλλες φορὲς σὰ σκοπὸς καὶ ἄλλες
σὰν μέσο. Στὸν Ἐρατοσθένη εἶναι ἁπλῶς ἕνα μέσον συγγραφῆς, ὁ δὲ Πυθαγόρας ὥριζε
τὸν στῖχο σὰν μέσο γιὰ πρακτικοὺς καθημερινοὺς σκοποὺς καὶ τὴν πρόζα γιὰ θεωρητικοὺς
κι' ἐπιστημονικούς. Στὴν ἄποψη τοῦ Πυθαγόρα ξαναγύρισε, ὅπως θὰ δοῦμε, ὁ Ἔλιοτ.
Γιὰ μᾶς τὸ «γλωσσικό» ἔπαψε ν' ἀποτελῆ πρόβλημα, παρά
μόνον ὅσον ἀφορᾶ στὴ Γλωσσολογία. Κάθε ἄλλο πρόβλημα πού συναρτᾶται μὲ τὸ
γλωσσικὸ ἀποτελεῖ παραπλάνηση καὶ κατατείνει ἀλλοῦ. Ὅπως εἴπαμε,
τὸ γλωσσικὸ ἐγεννήθηκε ἀνέκαθεν, στοὺς κόλπους τῆς ἑλληνικῆς ἀστικῆς
τάξης καὶ δὲν ἦταν πηγαῖο τοῦ λαοῦ πρόβλημα.
Τὸ γεγονὸς ἔχει γίνει στὶς μέρες
μας ἐμφανέστερο. Καὶ ἂν γιὰ τοὺς παληοὺς ἀττικιστὲς δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι τὸ γλωσσικὸ
ἀποτελοῦσε ὡς πρόθεση τους πρόσχημα ἄλλων ἐνσυνείδητων κοινωνικῶν
στόχων, γιὰ τοὺς
σημερινοὺς γλωσσαμύντορες τοῦ δημοτικισμοῦ ἡ δημοτικὴ γλῶσσα ἀποτελεῖ
καθαρὰ μίαν ἐπιχείρηση προάσπισης ἔκδηλων κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν κεκτημένων.
Διότι ἂν οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι σὲ θέση ἤ δὲν θέλουν νὰ ἰδοῦν, ὑπάρχουν ξένοι ἐπιστήμονες
πού μὲ μεγάλη προσοχὴ διετύπωσαν ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς γλώσσας δὲν ἐπιδέχεται
μονοσήμαντη λύση, ὅτι καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα,
ὅπως καὶ κάθε γλῶσσα, εἶναι ζωντανὸς
ὀργανισμὸς πού δὲν ἐπιδέχεται τὴν νομοθετικὴ ρύθμιση « εἴτε δημοτική, εἴτε
καθαρεύουσα». Οἱ ἀπόψεις τοῦ Mirambel ἔχουν ἐπιβεβαιωθῆ ἀπὸ τὴν πράξη.
Ἡ νομοθέτηση φαινομένων τῆς ζωῆς ἀποτελεῖ καθαρῶς
πολιτικὴ δικτατορικὴ πράξη. Τί νόημα ἔχει νὰ πάη κανένας δώδεκα χρόνια σχολεῖο
καὶ νὰ κατατρίβεται μὲ τὴν Γραμματική τῆς γλώσσας πού ἤδη μιλάει; Νὰ μάθη
δηλαδὴ πῶς ξεψυχάει ἡ ζωντανὴ φράση μέσα στὸ φέρετρο τοῦ Γραμματικοῦ κανόνα;
Καὶ γιατί πρέπει νὰ παρέμβουμε στὸ ζωντανὸ φαινόμενο τῆς γλώσσας μὲ τὸ ἀντισυλληπτικὸ
χάπι τῆς Γραμματικῆς, ἀφοῦ κατ' ἀνάγκην ἡ ὁποιαδήποτε Γραμματική τῆς ὁμιλούμενης
θὰ εἶναι κανονιστικὴ; Ἂν ἡ γλῶσσα ρυθμιζόταν μέσα στὴν Ἱστορία μὲ τὶς
Γραμματικές, νομίζουν οἱ «δημοτικιστὲς» μας ὅτι θὰ συνὲβαινε, μέσα σὲ τόση καὶ
τέτοια ἱστορία πού εἴχαμε, αὐτὸ πού λέει ὁ Η. Steinthal : «τὰ νέα ἑλληνικὰ νὰ
συνδέωνται στενώτερα μὲ τὰ ἀρχαῖα παρὰ τὰ νέα γερμανικὰ μὲ τὰ γερμανικά τῆς ἐποχῆς
τοῦ Καρλομάγνου»; Δὲν ἔχουν ἐννοήσει οἱ ἐπιταχυντὲς τῆς ἱστορίας μας ὅτι ἡ
γλῶσσα ἐπειδὴ εἶναι εὐρύτατη κοινωνιολογικὴ κατηγορία γιὰ τοῦτο εἶναι καὶ τὸ πιὸ
συντηρητικὸ πρᾶγμα πού ὑπάρχει; Ἀγνοοῦν ἄραγε τὶς ἀπόψεις τοῦ Γκρὶμμ καὶ τῆς
σύγχρονης γλωσσολογίας; Γιατί ὁ Γάλλος δὲν πετάει τὸ σιρκονφλὲξ ἀπ’ τὸ ἀρετέ ἤ τὸ ντὲ ἀπὸ τὸ « se servir de la Logique»; Γιατί τὸ
κρατάει κι' ἐπειδὴ δὲν ξέρει πώς εἶναι τὸ «χρῶμαι τινὸς» τὸ λέει expression, ὅπως λέμε ἐμεῖς τὴν συνθηματικὴ λέξη
«χαρτόσημο» γιὰ τὰ διάφορα εἴδη φόρους ἐπὶ φόρων πού πληρώνουμε; Γιατί πρέπει
νὰ κανονίσουμε ἐμεῖς ἀπὸ τώρα, ὥστε, ὕστερα ἀπὸ πενῆντα χρόνια ὁ μικρὸς μαθητᾶκος
πού θὰ μαθαίνει γαλλικά, νὰ νομίση ὅτι τὸν κοροϊδεύουμε ἂν τοῦ ποῦμε ὅτι τὸ discuter εἶναι ἑλληνικὴ λέξη καὶ σημαίνει διασκοπῶ
ἤ τὸ Ich gebe ihn Ihm εἶναι τὸ « δίδω τινὶ τί»; Ποιὸ θὰ εἶναι τὸ
νόημα τοῦ σχολείου, ἂν πρόκειται νὰ διδάσκεται ἡ
μητρικὴ γλῶσσα τοῦ μαθητῆ;
Καὶ θὰ θέλαμε πράγματι μιὰ ἁπλῆ ἀπάντηση γι' αὐτό καὶ ὄχι
μιὰ ἀπάντηση ὑπονοουμένων — μυθολογία «ἄδηλης σοφίας» καὶ ἄρρητου «ἐπιστημονικοῦ
κύρους», πού τόσο ἔχει καλλιεργηθῆ ἀπὸ μιὰ μερίδα ἀνεπαρκῶν ἀλλὰ δολίων «σοφῶν»
μας. Τὴν ἴδια ἐρώτηση ἔκανε κάποτε κι' ἕνας μικρὸς δασκαλᾶκος στὸν Μ.
Τριανταφυλλίδη κι' ἐκεῖνος, λέει, τὸν κοίταξε — ὡς εἰκός … contemplane — ἀπορῶντας γιὰ τὴν ἀνεπιστημονική του ἀφέλεια.
Μὰ ὡστόσο δὲν τοῦ ἀπήντησε. Τί νὰ τοῦ ἔλεγε ὅμως; Σάμπως ἤξερε κι ὁ ἴδιος τὶς ὑποθῆκες
τοῦ Ντισραέλι;
Z
«Γλωσσικὴ σύγχυση τέτοια πού τώρα πιὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ χρησιμοποιηθῆ γιὰ
νὰ λύση κανένα ἀπὸ τά ἀρχικὰ συνθετικά της μέρη, ἡ καθαρεύουσα ἤ ἡ δημοτική».
(Ρ. SHERRARD : Δοκίμια γιὰ τὸν
νέο ἑλληνισμό, σελ. 137).
(Τί νὰ θέλη ἄραγε νὰ πῆ ; Ποιὸς " τώρα πιὰ " νὰ λύση, τί;)
Γύρω ἀπὸ τὴν γλῶσσα ὁ μπεληᾶς εἶναι ἀτελεύτητος. Δὲν ἀναφερθήκαμε ἐδῶ στὴν γλῶσσα ὡς γλωσσολόγοι, οὔτε ἐπειδὴ τὰ γλωσσικὰ ζητήματα μᾶς ἐνδιαφέρουν καὶ πάρα πολύ. Ἡ γλωσσική μας φιλοσοφία ἀπέχει ἀπό τοῦ νὰ θεωρῆ τὴν γλῶσσα αὐτοσκοπὸ τῆς μόρφωσης. Ἡ γλῶσσα δὲν ἔχει ἀξία καθ' ἑαυτήν, ἀλλὰ μόνο σὰν ἐργαλεῖο. Ἡ γλῶσσα προϋποθέτει τουλάχιστον δύο ἀνθρώπους καὶ
σίγουρα ὁ Ἀδὰμ δὲν ἤξερε νὰ μιλάη πρὶν φτιάση ὁ Θεὸς τὴν Εὕα. Ἐκεῖνο πού θέλουμε νὰ παρατηρήσουμε εἶναι ὄτι
τὸ «γλωσσικὸ» ἀρχίζει νὰ παρακολουθῆ τὴν δημιουργία τοῦ νέου κράτους καὶ
παραδόξως τὰ «τοπικὰ μέγιστα» αὐτοῦ τοῦ προβλήματος συμπίπτουν μὲ τὶς οὐσιαστικώτερες περιόδους τῆς
νεοελληνικῆς ἱστορίας — περίοδος Τρικούπη, Βενιζέλου, 1940. Καὶ ἐνῷ θὰ καρτεροῦσε κανεὶς ὅτι ἡ ἴδια
ἔνταση τοῦ «γλωσσικοῦ» θὰ διετηρεῖτο καὶ σὲ ἠπιώτερες περιόδους, ὅπως θὰ ὤφειλε,
βλέπει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα κρύβει κατ' ἐμᾶς κάποιον χαρακτῆρα παράδοξο. Ἂν ὑπῆρχε μεγάλη
κοινωνιολογικὴ κινητικότης στὴν νεοελληνικὴ κοινωνία, ἴσως νὰ ὑπῆρχε κάποια ἑρμηνεία
τῆς καμπύλης αὐτοῦ τοῦ προβλήματος. Μὰ ξέρουμε καλὰ πώς τέτοιο πρᾶγμα δὲν συμβαίνει. Ἐπειδὴ καὶ ἡ
παροῦσα στιγμὴ εἶναι μιὰ κάποια «ἱστορικὴ
στιγμὴ» τοῦ ἑλληνισμοῦ μας
καὶ ὅσο νἄναι οἱ «ἐθνικοφροσύνες» καὶ τὰ «μιάσματα»
ἔχουν — ἐλέῳ ἑπταετίας! — γιὰ τὴν ὥρα ἀτονήσει, βλέπουμε μακρυά στὸν ὁρίζοντα
τὸ «γλωσσικό». Ὁ τρόπος σκέψεως τῆς ἀστικῆς μας διανόησης θὰ τὴν ὁδηγήσῃ
μονοσήμαντα στὸ «γλωσσικό», γιατί παρέχει ἤδη ποικίλα ἐκμεταλλεύσιμα ἀποτελέσματα
γιὰ τὴν συνέχιση μερικῶν μηχανισμῶν. Δὲν λησμονᾶμε ὅτι ἡ ἀστική μας διανόηση ἔγινε
πιὰ κατανοοῦσα. Ἂν στὸν καιρὸ τοῦ Μιστριώτη εἶχε τὴν δημοτικὴ ὑπὸ δίωξη — γιὰ
τοὺς λόγους πού ἀναφέραμε — ἐννοοῦμε ἀπόλυτα τὴν σημερινή της ἀνάγκη νὰ τὴν υἱοθέτηση.
Μόνο πού ξέρουμε ὅ,τι κι' αὐτὴ ἐνδομύχως πιστεύει : πώς αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατόν,
πώς ἐν τέλει. . . «φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς καὶ δῶρα φέροντας».
Μισὸς αἰώνας συνταγματικῆς κατοχύρωσης τῆς
καθαρευούσης καὶ οὐσιαστικὰ διγλωσσίας — ἤ μᾶλλον πενταγλωσσίας κατὰ Mirambel — ἐδημιούργησε καθεστώς. Ἡ δημοτικὴ δὲν ἔχει
ἐπιστημονικὴ παράδοση καὶ οὔτε εἶναι εὔκολο νὰ δημιουργήση, γιὰ πάρα πολλοὺς
λόγους. Τὶς λίγες φορὲς πού ἐτόλμησε νὰ γονιμοποιηθῆ ἐπιστημονικά, ἔδωσε τέρατα [9].
Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἐκμεταλλεύσεις πού γίνεται
σχετικὰ μὲ τὴν γλῶσσα εἶναι ὅτι, ἐπειδὴ ἡ δημοτικὴ εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς ποίησης
καὶ τῆς λογοτεχνίας, μπορεῖ εὔκολα νὰ
γίνη καὶ ἡ γλῶσσα τῆς ἐπιστήμης. Ὁ ποιητικὸς λόγος, λέει ὁ Ἔλιοτ, εἶναι ἡ γλῶσσα
ἑνὸς προσώπου πού μιλεῖ σ' ἕνα ἄλλο πρόσωπο. «Ὑπάρχει ἕνας φυσικὸς νόμος . . . πού ἀπαιτεῖ ἡ ποίηση νὰ μὴν ἀπομακρύνεται
πολὺ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ γλῶσσα . . . ἀπὸ τὴν γλῶσσα τῶν καθημερινῶν συνομιλιῶν».
Στὴν καθημερινὴ ὁμιλία τους οἱ ἄνθρωποι συνεννοοῦνται περισσότερο μὲ τὸ
συναίσθημα παρὰ μὲ τὴν λογική. Γιὰ τὴν ὁμιλία
μὲ κάποιο ἄλλο πρόσωπο, εἶναι ἀπαραίτητο οἱ λέξεις νὰ εἶναι φορτισμένες μὲ κάποιο
συναισθηματικὸ δυναμικό. Γι' αὐτὸ
οἱ ἐμφανίσεις τῆς Δημοτικῆς στὸν καθαρεύοντα λόγο γίνονται στοὺς διαλόγους [10]. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ὅμως συμβαίνει μὲ τὴν ἐπιστήμη
: ὅσο πιὸ οὐδέτερες καὶ «νεκρὲς» εἶναι οἱ λέξεις, τόσο ἀμεσώτερα μεταδίδονται τὰ
νοήματα. Ὅσο πιὸ λίγες εἶναι οἱ χρησιμοποιούμενες λέξεις σ' ἕνα ἐπιστημονικὸ
θέμα, τόσο διαυγέστερο καὶ ἄμεσο γίνεται, ἐνῷ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπαιτεῖται γιὰ
τὴν ποίηση. Δὲν ἔπεται βέβαια ὅτι ἕνας μεγάλος ποιητὴς — ὅπως π.χ. ὁ Καβάφης —
δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστῆ μὲ λίγες λέξεις, μὰ ἡ «νέα» λέξη στὴν ποίηση εἶναι πάντα μία
μεγάλη προσφορὰ καὶ μεγαλύτερη ἐσωτερική
της ἀνάγκη. Τὸ «δὲν ξέρω πιὰ νὰ μιλάω»
(Je ne sais plus parler) τοῦ Ρεμπώ, αὐτὸ
τὸ πρᾶγμα ἐκφράζει. Σὰν πρόσωπα πρὸς πρόσωπο μιλᾶμε μοναδικὰ καὶ πολυσήμαντα. Ἡ
ζωντανὴ στιγμὴ εἶναι ἀνεπανάληπτη. Ἀκριβῶς ἀντίθετα ὅμως μιλᾶμε μέσῳ τῆς ἐπιστήμης. Τὸ «φίλος Πλάτων φιλτέρα ἡ ἀλήθεια» ἔχει ἀκριβῶς
τὸ νόημα τῆς ἀπρόσωπης συνεννόησης, τῆς ψυχρῆς κι' ἀντικειμενικῆς. Ὁ συναισθηματισμὸς
τῶν λέξεων σ' αὐτή τὴν περίπτωση εἶναι
στοιχεῖο ἀρνητικό, ὅσο καὶ ὁ ἄμεσος παρεμβατισμὸς τοῦ αἰσθήματος στὴν λογικὴ
διαδικασία. Ἡ γραφειοκρατία κι' ἡ τυποποίηση τῶν λέξεων εἶναι ἀπαραίτητη, ὅταν
οἱ ἄνθρωποι συνεννοοῦνται ἀπρόσωπα. Ὁ ἴδιος «φυσικὸς νόμος» τοῦ Ἔλιοτ, πού ἀπαιτεῖ
ἡ ποιητικὴ γλῶσσα νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ὁμιλουμένη, ἀπαιτεῖ ἡ ἐπιστημονικὴ
γλῶσσα νὰ χρησιμοποιῆ ὅσο τὸ δυνατὸν φθαρμένες καὶ «νεκρὲς» λέξεις, πού νὰ τὶς
καταλαβαίνουν ὅλοι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἀμέσως [11].
Τὸ «γλωσσικὸ» ὅμως,
τὴν ὥρα τούτη στὸν τόπο μας, δὲν ἔγκειται στὸν βαθμὸ χρηστικότητας τῆς γλώσσας. Αὐτὰ τὰ χρόνια ἡ
Δημοτικὴ ἔδωσε μιὰ «σύγχρονη λογοτεχνία» καὶ μιὰ «σύγχρονη ποίηση» πού μποροῦν ἄνετα
νὰ μποῦν στὰ Γυμνάσια καὶ νὰ καταργήσουν ὁλότελα τὸν Βιζυηνό, τὸν Παπαδιαμάντη
καὶ τὸν Ροΐδη — πρὶν ἀνακαλυφθοῦν κι' ἀλλοιῶς — ἐνῷ παραλλήλως δουλεύτηκε στὸ
δοκίμιο καὶ στὶς μεταφράσεις, ἀποκτῶντας ἱκανὸ βαθμὸ ἀσάφειας [12]!
Εἶναι λοιπὸν ἡ ὥρα τῆς δημοτικῆς. Ὅλη ἡ ἐπιστήμη εἶναι
στὴν καθαρεύουσα καὶ στὴ δημοτικὴ ἡ Λογοτεχνία. Μπορεῖ ἀκόμη τὸ γλωσσικὸ νὰ ἀποτελέση
δικλεῖδα πολλῶν ἄμεσων προβλημάτων. Εἶναι λοιπὸν ἡ ὥρα του.
Η
«Στὸ σημεῖο πού ἔχουν φθάσει τὰ πράγματα εἶναι πολὺ πιθανὸ πώς ὁ ἀναλφαβητισμὸς
βοηθεῖ μᾶλλον παρὰ ἐμποδίζει τὴν ποιητικὴ κατανόηση».
ΣΕΦΕΡΗΣ
Τὶς σύντομες αὐτὲς ἀπόψεις μας περὶ τέχνης, ἐπιστήμης
καὶ γλώσσης, τὶς ἐγράψαμε γιὰ τὴν ἀνετώτερη συνεννόηση μὲ τὸν ἀναγνώστη,
προκειμένου νὰ συνεχίσουμε τὸ θέμα μας.
Ἀφοῦ ἡ θύελλα τοῦ «γλωσσικοῦ» ἐστἐρεψε κάθε προϋπόθεση
πολιτιστικῆς ἐκλογίκευσης καὶ ἡ λίγη ἐπιστημονικὴ παραγωγὴ τῶν ἀττικιστῶν
χάθηκε στὰ ράφια τῶν βιβλιοθηκῶν, ἀκριβῶς τὸ 1930, ὅταν δηλαδὴ ὁ κόσμος ἐπείσθη
ὅτι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν ἦταν ἡ καθαρεύουσα, βγῆκε τὸ μανιφέστο τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ
« Ἐλεύθερο πνεῦμα». Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι
ἀπὸ τὸ μανιφέστο αὐτὸ ξεκινάει μιὰ ὁλόκληρη ἱστορία γιὰ τὰ Ἑλληνικὰ πράγματα — ἡ
συνοπτικῶς λεγομένη «γενηά του '30» — καθοριστικὴ καὶ μοιραία γιὰ τὴν πνευματικὴ
τύχη τῆς Ἑλλάδος. Παραπλήσια πράγματα μὲ τὸν Θεοτοκᾶ ὑπεστήριζε περὶ τὸ τέλος
τοῦ πρὶν αἰώνα ὁ Ροΐδης καὶ παρατηρεῖται ὅμοια μιὰ ἀνανεωτικὴ βούληση στὰ
γράμματα μετὰ τὴν ἧττα τοῦ '97. Ὅμως καμμιὰ «γενηὰ» δὲν «ἐξεκίνησε» τὰ χρόνια ἐκεῖνα.
Μετὰ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφή, μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ πού
μπῆκε στὴν Ἑλλάδα, ὁ δημοτικισμὸς καί ὁ κομμουνισμὸς ἐπισημοποίησαν τὶς σχέσεις
τους, ὑπὸ τίς εὐλογίες τῆς Ἀγγλικῆς προστασίας. Βρισκόμαστε ἀκριβῶς στὴν ὥρα τῆς
οἰκονομικῆς κρίσης 29—31. Ὁ φασισμὸς ἀνεβαίνει στὴν Εὐρώπη, οἱ ἀστικὲς τάξεις ἐντείνουν
τὴν κυριαρχία τους καὶ ὁ Μεταξᾶς τεκταίνει τὶς μεθόδους του σὰν ὑπουργὸς ἐσωτερικῶν
στὴν κυβέρνηση Τσαλδάρη, ἐνῷ λίγο μετὰ θὰ κηρύξη τὴν δικτατορία γιὰ τὸν κίνδυνο
τοῦ κομμουνιστοδημοτικισμοῦ. Ἡ προβλεπόμενη, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μιστριώτη,
κομμουνιστικὴ ἀπειλὴ εἶναι πιὰ πραγματικότης. Ἡ μικρασιατικὴ καταστροφὴ ἐδημιούργησε
τό προλεταριᾶτο, ἐνῷ οἱ ἀγροτικὲς μεταρρυθμίσεις τοῦ Βενιζέλου ἀποδυνάμωσαν τὴν
οἰκονομικὴ ὀλιγαρχία. Ἡ δικτατορία τοῦ Μεταξᾶ ἀποτελεῖ τὴν ἄμεση ὁμολογία ὅτὶ ἡ
ἀστικὴ ἡγεσία εἶναι ἀνίκανη ν' ἀντιμετωπίση κοινωνικὰ τὸν σοσιαλισμό,
καταφεύγοντας στὴν πολιτικὴ βία. Καὶ ἀποτελεῖ βέβαια ἡ δικτατορία μία μέθοδο
πολιτικῆς ἀνανέωσης, ἀλλά αὐτὴ ἀπαιτεῖ κι' ἄλλες προϋποθέσεις. Τουλάχιστον τὸ
τυπικὸ προσὸν μίας κάποιας «πνευματικῆς» ἀνανέωσης. Στὴν ἐπιστήμη, ὅπως εἴπαμε,
οὔτε καν ὑπῆρχε δικαίωμα ἁπλῆς ἔστω ὑποθέσεως. Ἔμεινε ἡ «τέχνη» καὶ ἡ
λογοτεχνία εἰδικά, πού ὁ κόσμος εἶχε καὶ ἔχει πιστέψει ὅτι ἀποτελεῖ τὴν
πεμπτουσία τοῦ πνεύματος. Ὑπ' αὐτοὺς τοὺς ὅρους ἔπρεπε ν' ἀπόκτηση ἡ πολιτικὴ ἡγεσία
καὶ τὴν ἀντίστοιχη πνευματική.
Ἀναφορὰ ἀνανεώσεώς της θὰ ἦταν βέβαια ἡ Εὐρώπη. Ἡ
θεωρία τοῦ Ροῒδη [13] ἦταν βασικὰ σωστὴ κι' αὐτό, σήμερα πού ἡ «γενηὰ τοῦ '30» ἔδωσε
ἤδη ὅτι ποιοτικὸ εἶχε νὰ δώση, τὸ ἐννοοῦμε καλύτερα. Καὶ ἔπρεπε νὰ γίνη αὐτή ἡ ἀνανέωση,
καὶ δυνατὴ ἦταν. Ἦταν ἄλλωστε ὑπόθεση πολιτικῆς ταξικῆς συντήρησης.
Μόλις γύρισε ἀπὸ τὸ Λονδῖνο ὁ Θεοτοκᾶς, ἀμέσως τυπώνει
τὸ «Ἐλεύθερο πνεῦμα» του. Τό βιβλίο αὐτὸ ἀπὸ ἄποψη ἐπιστημονικῆς ἐξακρίβωσης δὲν
προσέφερε τίποτε καινούργιο. Μὲ ἀξίωμα τὴν πνευματικὴ αὐθαιρεσία περιέχει τὰ ἑξῆς
δύο βασικὰ πράγματα, πού εἶναι κατὰ βάθος ταυτόσημα : Κριτικὴ κατὰ τῶν ἀπόψεων
τοῦ Φ. Πολίτη καὶ Γ. Ἀποστολάκη, καὶ τὴν διαβεβαίωση ὅτι ἡ γενηὰ τοῦ Θεοτοκᾶ εἶναι
ἡ προνομιοῦχος, ἔναντι τῶν παλαιοτέρων, στὴν ὁποία πρέπει τώρα ν' ἀνατεθῆ ἀνεπιφύλακτα
ἡ πνευματικὴ ἡγεσία. Ἠθελημένα ἤ ὄχι, στὸ βιβλίο αὐτὸ ἡ ἔννοια τοῦ ἐπιστημονικοῦ
ἑξακριβωτικοῦ συσχετισμοῦ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν ἐξαλλοσύνη — κοινωνιολογικῶς ὡστόσο
αἰτιολογημένη — καὶ ἐκκινεῖ ἀπὸ τὴν σύγκριση ποσῶν ἀνόμοιων, τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς
Εὐρώπης.
Ἡ δεκαετία τοῦ 20—30 πέρασε ἀσφυκτικὰ μὲ τοὺς Ἀποστολάκη
καὶ Πολίτη. Ἡ κριτικὴ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἐξυπονοοῦσε μονοσήμαντα κοινωνικὰ
σημαινόμενα καὶ ἔθετε ἐπιταγὲς προϋποθέσεων πνευματικῆς ζωῆς. Πρώτη δουλειὰ τοῦ
Θεοτοκᾶ εἶναι νὰ στραφῆ ἐναντίον τους : «Δὲν εἶχε ἀνάγκη ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ
περισυλλογή, σεμνότητα, δουλειά, προσπάθεια, διότι, ὅπως εἶπε ὁ Zweig, τὸν κόσμο δὲν τὸν ἀνανέωσαν οἱ ἤρεμοι ἐπιστήμονες...
ἀλλὰ οἱ ἔξω — νόμου».
Ποιὸς ἦταν ὁ Zweig, πότε ἔγραφε, γιατί
τὰ ἔγραφε, κάτω ἀπὸ ποιὲς ἐπιδράσεις ἔγραφε, τί ἤθελε πού τὰ ἔγραφε καὶ τί
σχέση ἔχουν ὅλ ' αὐτὰ τοῦ Zweig μὲ τὴν Ἑλλάδα, αὐτὸ
δὲν ἔχει σημασία. Τὸ βάθος μετριέται μὲ μονάδα μετρήσεως τὴν ἐπιφάνεια. Ὁ περίγυρος
τοῦ Zweig εἶναι ἴδιος μὲ τὸν Ἑλληνικό, ὅπως
καὶ «τὸ περιβάλλον πού ἔζησε ὁ Ντοστογιέφσκυ
δὲν φαίνεται νὰ ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα τοῦ περασμένου αἰώνα κι' ἦταν ἀσφαλῶς
κατώτερο ἀπὸ τὸ σημερινὸ περιβάλλον μας», (σελ. 46)
Αὐθαίρετα πράγματα βέβαια, ἀλλ’ αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία.
Σημασία ἔχει ὅτι τὴν στιγμὴ ἐκείνη κάποια γενηὰ ἔπρεπε νὰ καθιερωθῆ στὰ
πνευματικὰ πράγματα. Οὔτε φυσικὰ ἔχει κανεὶς ἀπαίτηση ἀπὸ ἕνα λογοτέχνη, ὁ ὁποῖος
ἀρνεῖται κάθε προκαθωρισμένη κοινωνικὴ σκοπιμότητα στὴν τέχνη, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος
βρίσκεται ἐμπλεγμένος σὲ ἕναν ἄτεγκτον κοινωνικὸ ντετερμινισμό, νὰ κατέχη τὶς
χρυσὲς λεπτομέρειες. Γιὰ τοὺς νεώτερους πού ψάχνουν νὰ βροῦν τὶς καλὲς ποιητικὲς
συλλογὲς ἀπὸ βιβλιογραφίες τῶν βιβλίων Φυσικῆς, Μαθηματικῶν καὶ Ἀστρονομίας ἔχει
πολὺ οὐσιαστικὴ σημασία ὅτι πίσω ἀπὸ τὸν Ντοστογιέφσκυ εὑρίσκονταν ὁ Lobatchevski κι' ὁ Mendeleiev. Εἶναι μιὰ χρυσῆ λεπτομέρεια αὐτὴ γιὰ τὶς νεώτερες
κοινωνίες, πού φυσικὰ ἕνας λογοτέχνης μπορεῖ, βάσει τοῦ νόμου τῆς ποιητικῆς ἀναίδειας,
νὰ ἀγνοῆ. Εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τοῦ «προσόντος» τῆς ἐξαλλοσύνης, ἄλλωστε.
Καὶ τίποτε ἄλλο δὲν ἀπαίτησε ὁ Θεοτοκᾶς γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνανέωση τῆς ἀστικῆς
ἡγεσίας, παρὰ νὰ παραδοθῆ στὴν ἐξαλλοσύνη τῆς «γενηᾶς τοῦ '30». Μὲ φλάμπουρο τὴν
ἐξαλλοσύνη πάλεψε ἡ «γενηὰ τοῦ '30» καὶ νίκησε ἐπὶ μισὸν αἰῶνα: « Οἱ σημερινὲς πνευματικὲς ἀνάγκες τῆς Ἑλλάδας
δὲν ἐπιτρέπουν τὴν εὔκολη ἐργασία τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ. Οἱ καιροὶ ἄλλαξαν...
Πολὺς κόσμος διδάσκουν στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὶς ἕδρες... πολλοὶ σοβαρότατοι καὶ
κατσουφιασμένοι ἄνθρωποι ἱδρύουν
σχολές...μὲ κοινωνικά, φιλοσοφικά, αἰσθητικὰ συστήματα...
σὲ μία ἐποχὴ πού ἡ Εὐρώπη ἀμφισβητεῖ
τὴν ἀξία ὅλων, συλλήβδην και ἀθρόως, τῶν συστημάτων καὶ γυρεύει τὸ δρόμο της ἔξω
ἀπὸ αὐτά. Σεβόμαστε βέβαια... μὰ προκοπὴ δὲ βλέπουμε». Ἡ ἀντίληψη τοῦ Φ.
Πολίτη « μπορεῖ νὰ μορφώσει σοφοὺς
καθηγητές, ἄριστους φιλόλογους, χρησιμώτατους φύλακες καὶ σχολιαστὲς τῆς κληρονομιᾶς τῶν προγόνων» μὰ ὅλοι ἐτοῦτοι δὲν εἶναι
τίποτε ἄλλο ἀπὸ «φρόνιμα παιδιά», ἀνίκανα
νὰ «συντηρήσουν τὴν φωτιὰ τῆς
δημιουργίας». «Εἶναι γεμάτοι τέτοιους
ἀνθρώπους οἱ δρόμοι τῆς Ἀθήνας κι' ὡστόσο ἡ Ἑλλάδα δὲν
δημιουργεῖ». « Ἀλλοίμονο
στὴν Ἑλλάδα ἂν
στηρίξει τὸ μέλλον της μονάχα στὶς ἄμορφες μάζες τῶν φρονίμων παιδιῶν».
Καὶ τότε θὰ σωθῆ, ἂν ἐμπιστευθῆ στὴν «γενηὰ τοῦ '30» πού ἦταν τότε «ἀγόρια καὶ κορίτσια τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ἀρκετὰ πρωτὸτυπα πλάσματα...
ρωμαλέα παιδιά, γυμνασμένα,
μὲ ἐλεύθερες κινήσεις καὶ ζωηρὰ
χρώματα». « Ἡ μεγάλη ἀξία αὐτῆς τῆς
γενηᾶς εἶναι ὅτι φέρνει ξανὰ στὴν νικημένη Ἑλλάδα μερικὲς πιθανότητες αὐτοπεποίθησης... καὶ θὰ
δώση στὸν τόπο τὶς ψυχικὲς
δυνάμεις πού τοῦ λείπουν». Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Θεοτοκᾶς.
Σήμερα πιὰ ξέρουμε πώς ὅλ' αὐτὰ τοῦ Θεοτοκὰ ἦταν
ψέμματα. Ἦταν ἐπαγγελίες τῆς στιγμῆς. Ἡ Ἑλλάδα δὲν καλυτέρευσε καὶ ἀπέχει
περισσότερο ἀπὸ τὴν Εὐρώπη σήμερα ἀπ’ ὅ,τι ἀπεῖχε τότε.
Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν ὅμως τ' ἀποτελέσματα. Μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ προϋποθέσεις ἐκείνων τῶν
«ρωμαλέων παιδιῶν». Ὅσο καὶ ἂν αὐτὰ πού λέει τὸ «Ἐλεύθερο πνεῦμα» μποροῦν νὰ
φανοῦν σήμερα κωμικά, ἀπετέλεσαν τότε ἐπαρκῆ θεωρία γιὰ τὴν ἐπιχείρηση τῆς
πλέον ὠργανωμένης κοινωνικῆς ἀπάτης. Σημασία ἔχει ὅτι τὸ «Ἐλεύθερο πνεΰμα»
δούλεψε καὶ γιὰ τὶς ἄλλες γενηές, ἐδημιούργησε τὴν κατάσταση πού ζοῦμε σήμερα
κι' ἐνίσχυσε στὸ ἒπακρο τὴν διαδικασία τῆς ἀποβλάκωσης. Ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ '30 κι' ἐδῶ
τὰ Πανεπιστήμια ἒπαψαν νὰ ἐκπροσωποῦν ὁ,τιδήποτε. Τὸ ἔργο τοῦ ψυχικοῦ
στραγγαλισμοῦ πού ἀνελάμβανε ἡ παιδεία, ἀποκατέστρεφε ἡ λογοτεχνικὴ παραγωγή,
πού ἦταν σχεδὸν ὁλόκληρη της «γενηᾶς τοῦ '30». Ἡ «γενηὰ τοῦ '30» ξεκίνησε μὲ
κοινωνικὰ ἐπιτάγματα, δὲν ἀρκέστηκε σὲ λογοτεχνικὲς ἐπιδιώξεις. Ἡ
ἴδια διεχώρισε αὐτὰ τὰ πράγματα προσωρινά, γιὰ νὰ τὰ ἑνώση ἱστορικὰ στὸν πλέον ἐπιθανάτιο
καὶ γιὰ τὸ ἔθνος καὶ γιὰ τὴν ἴδια συγκερασμό. Καὶ μερικὰ πράγματα τὰ πέτυχε. Ἡ τέχνη ἐκλήθη νὰ παίξη τὸν ἴδιο ρόλο μὲ τὸ
δημοτικὸ τραγούδι. Ἀπὸ συνέπεια ζωῆς, νὰ γίνη προϋπόθεση ζωῆς. Νὰ ὑποκαταστήση
τὴν διανόηση [14].
Ξεκομμένος ὁ νεώτερος Ἕλληνας ἀπὸ τὴν παράδοσή του, μὲ
τὴν χαριστικὴ βολὴ τοῦ «Ἐλευθέρου
πνεύματος» καὶ ὅλης τῆς γενηᾶς αὐτῆς, ἐτράπη πρός τὸ ἄλογο, τὸν ἔσχατο ὑποκειμενισμό,
πρὸς τὸ Irrationnel καὶ τὴν φιλοσοφικὴ
ἀποδυνάμωση. Κατέστη ἀνίκανος νὰ ἐπεξεργάζεται νοήματα καί νὰ οἰκειώνεται
θεωρίες. Δὲν φαίνεται τυχαῖο πού
μεταπολεμικῶς ὡς τὸ 1967, ἡ φιλοσοφικὴ δραστηριότης περιωρίσθηκε γύρω ἀπὸ τὴν
ψυχανάλυση καὶ τὰ περσοναλιστικὰ ὑποπροϊόντα τοῦ ὑπαρξισμοῦ (πού τὴν ἐμβόλιμοτητά
τους θὰ ἐξετάσουμε στὴ συνέχεια). Αὐτὸ ἦταν τὸ πνευματικὸ πλαίσιο πού ἀπαιτεῖτο
γιὰ νὰ κατανόηση ὁ νεώτερος Ἕλλην τὸ κριτικὸ ἔργο τῆς «γενηᾶς τοῦ '30» καὶ νὰ
παραδεχθῆ ἀσυζητητὶ τὸ ἔργο αὐτῆς τῆς γενηᾶς. Τὸ «γλωσσικὸ» τοῦ Ψυχάρη ἔδωσε τοὺς
καρπούς του.
[1] Μέσῳ τοῦ «χαρτιοῦ»
κατασκευάζεται συνήθως ἡ μεσοαστικὴ τάξη στὴν Ἑλλάδα. Ἡ διαδικασία κατασκευῆς της
ἐλάχιστα τῆς ἐπιτρέπει ἄλλου εἴδους κοινωνικὲς συνειδητοποιήσεις, πολὺ δὲ
περισσότερο ἡ ὑψηλῶς προλεταριακὴ χρησιμοποίησή της. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀποτελεῖ
ἀναντικατάστατη πολιτικὴ σαβούρα στὴν μεταπολεμική μας πλοήγηση. Εἶναι ἡ τάξη
πού κυρίως ἐκινδύνευσε, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τελευταίας ἑπταετίας, νὰ βγῆ ἀπὸ
τὴν ἀδράνεια της. Ἡ τάξη αὐτή θὰ τύχη, ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, τοῦ ἀμερίστου ἐνδιαφέροντος
τῆς «νέας» μας Δημοκρατίας, γιὰ νὰ ἐνδυναμωθῆ στὴ συνείδηση τῆς εὐτυχίας της καὶ
συνεπῶς στὴν ἀδράνειά της.
[2] Βλ. ἐφ. «Τὸ Βῆμα», 22.12.1974, ὅπου ὁ κ. Πεπελάσης
κατενθουσιασμένος μὲ τὰ ποιήματα τοῦ κ. Ρίτσου.
[3] Βλ. κατωτέρω.
[4] Ὁ «Φάουστ τοῦ
Γκαῖτε», σελ. 531.
[5] Ἡ βασικώτερη κατηγορία στὴ νεώτερη εὐρωπαϊκὴ
φιλοσοφία εἶναι, ὡς γνωστόν, ἡ ἀλλοτρίωση
( alienation ).
[6] Αὐτό, προκειμένου γιὰ τὰ Μαθηματικά, δὲν εἶναι ὁλότελα
ἀλήθεια.
[7] Δὲν ὑπάρχει δυστυχῶς ὁρισμὸς τῆς μεγάλης τέχνης. Οἱ
ἔννοιες πού δὲν μποροῦν νὰ ὑπαχθοῦν σὲ κάποιο γένος, ὀνομάζονται στὴν λογική ἰδιότυποι.
Τέτοια εἶναι καὶ ἡ ἔννοια τῆς μεγάλης τέχνης. Παρόμοιες εἶναι ἡ σκέψη καὶ ἡ
ζωή. Ἕνα ἁπλὸ χαρακτηριστικό τῆς μεγάλης τέχνης εἶναι ὅτι, ὅταν ἔρθης σ' ἐπαφὴ
μαζί της, δὲν τὴν ξεχνᾶς ποτέ. Καὶ τὴν ἀναγνωρίζεις
ἀμέσως.
[9]Ἔχουμε τὰ κλασσικὰ πιὰ κακόηχα τέρατα στὰ Μαθηματικά τῆς «ἐπὶριψης» καὶ τῆς «ἔνριψης». (Σημειωτέον
ὅτι ἡ «ἔνριψη» εἶναι βαφτισιμιὰ τῆς «ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης» τοῦ 15%. Αὐτή
ἡ λέξη εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μικρόβια πού φανερώνουν τὴν κληρονομικὴ ἐπιβάρυνση ἐκείνης
τῆς μεταρρύθμισης). Τὸν τελευταῖον καιρὸ προστέθηκε ἕνα ἀκόμη ἐπιστημονικὸ
βιβλίο στὴν φαρέτρα τῆς Δημοτικῆς : τοῦ J.
Hunter ἡ θεωρία ἀριθμῶν, μεταφρασμένη ἀπὸ
τὸν καθηγητὴ κ. Κριτικό. Ὁ κ. Κριτικὸς εἶναι παληὸς ὑπέρμαχος τῆς δημοτικῆς καὶ
μάλιστα τῆς ἄτονης, μὲ τελίτσες μόνο! Προσέχοντας κανεὶς τὸν χαρακτῆρα τῆς
δημοτικῆς τοῦ κ. Κριτικοῦ, καταλαβαίνει εὔκολα ὅτι ὁ κ. Κριτικὸς δὲν εἶναι δημοτικιστὴς
γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους πού εἶναι καὶ ὁ κ. Πεπονῆς.
Ὡστόσο δὲν πρόκειται γιὰ τὶς γλωσσικὲς ἀντιλήψεις τοῦ
κ. Κριτικοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν πρόθεσή του νὰ πείση τοὺς «σπουδαστὲς τῶν
μαθηματικῶν, τοὺς καθηγητὲς τῆς Μ.Ε. καὶ τοὺς ἐραστὲς αὐτοῦ τοῦ ὡραίου κλάδου» ὄτι
εἶναι χρεία νὰ καταπιαστῆ σήμερα κανεὶς μὲ τὴν στοιχειώδη ἀριθμοθεωρία, μέσα στὴν
ὑπάρχουσα κατάσταση τῶν Μαθηματικῶν. Καὶ ὅσο γιὰ τοὺς «ἐραστές», πάει καλά... Ὄχι
βέβαια γιατί δὲν εἶναι ὡραία ἡ ἀριθμοθεωρία. Ἴσα ἴσα, εἶναι ὡραία ὅσο καὶ ἡ εὐκλείδια
γεωμετρία. Νομίζουμε ὅμως ὅτι ἡ ἑλληνικὴ βιβλιογραφία, εἰδικὰ στὴν ἀριθμοθεωρία,
παρὰ τὴν διαβεβαίωση τοῦ κ. Κριτικοῦ, μὲ τὰ ὅσα βιβλία ὁ ἴδιος ἀναφέρει σὺν
μερικὰ ἄλλα πού ξεχνᾶ, εἶναι συγκριτικὰ μὲ ἄλλους κλάδους πληρεστάτη. Λείπουν
φυσικὰ βιβλία ὅπως π.χ. ἡ «ἀλγεβρικὴ θεωρία τῶν ἀριθμῶν» τοῦ Ρ. Samuel, ἀλλὰ δὲν βρίσκουμε τὸν εἰδικόν λόγο ἐπιμονῆς εἰδικὰ
γιὰ τὴν ἀριθμοθεωρία. Θὰ ἔλειπε βέβαια τούτη ἡ καλόπιστη ὑποσημείωση ἂν δὲν ὑπῆρχε
κίνδυνος ὅτι θεωροῦμε τὸν κ. Κριτικὸ μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τῆς θεωρίας, ὅτι σκοπὸς
τῶν Μαθηματικῶν εἶναι νὰ καλλιεργήσουν τὴν εὐφυία αὐτῶν πού τὰ διαβάζουν. Αὐτή ἡ
θεωρία εἶναι πολὺ διαδεδομένη στὸν τόπο μας. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν θὰ ἔπρεπε οἱ
μαθηματικοὶ νὰ εἶναι οἱ ἐξυπνώτεροι τῶν ἀνθρώπων καὶ φυσικὰ τὸ ἄδικο τὸ ἔχη ἡ
πραγματικότητα πού δὲν συμβαδίζει μὲ τὰ λεγόμενα αὐτῆς τῆς θεωρίας.
[11] Αὐτὸ θὰ ἦταν δυνατὸν σήμερα μὲ τὴν προσαρμογὴ τῆς
δημοτικῆς πρὸς τὴν καθαρεύουσα. Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸ ἀντίστροφο, γιατί ἡ
καθαρεύουσα ἐγελοιοποιήθη ἀπό τούς ὑπερμάχους της. Ἀξίζει νὰ προσέξη κανείς —
καὶ τοῦτο εἶναι ἄσφαλτο δεῖγμα μίας γενικώτερης πτώσης— τὴν καθαρεύουσα ἀπὸ τὸ
‘30 καὶ μετά. Ὅπως στὴν κοινωνική μας ζωὴ ἀνερριχήθησαν οἱ παντὸς εἴδους
κομπραδόροι, ἔτσι καὶ στὶς ἀνώτατες σχολὲς βρέθηκαν διάφοροι ὀλιγόνοες
φαυλόβιοι, πού κατάντησαν τὴν γλῶσσα κατασκεύασμα ἐμετικό.
[12] Στὸ «γλωσσικὸ» τοῦ 1972, λέει ὁ κ. Πεπονῆς ὅτι ἡ
καθαρεύουσα ἀπομακρύνει τοῦ νοήματος γιατί τῆς λείπει ἡ ἀμεσότητα, ἐνῷ στὴ
δημοτικὴ κατανοεῖ κανεὶς ἀμέσως, ἐπειδὴ εἶναι ἡ μητρική του. Ἰδοὺ ἕνα ἀκόμη ἀνανεωμένο
ἀποπλανητικὸ ἐπιχείρημα. Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ σοφοί μας ἔχουν τὶς πνευματικὲς των
καταθέσεις στὶς ξένες Τράπεζες γνώσης. Θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ ρωτήση κανεὶς : οἱ
ξένες γλῶσσες τοὺς ἐμποδίζουν ἄραγε νὰ κατανοοῦν τὴν σοφία τῶν ξένων κειμένων ;
Ὅση τουλάχιστον δείχνουν στοὺς ἄλλους; Γιὰ πόσους ἀπό τούς σοφούς μας τὰ Γαλλικὰ
ἤ τὰ Γερμανικὰ εἶναι μητρικές τους γλῶσσες; Τοὺς Εὐρωπαίους τοὺς ἔμποδισεν ἡ γλῶσσα
ν’ ἀφομοιώσουν τὸν Ἑλληνικὸ πολιτισμὸ ἀπὸ
τ' ἀρχαῖα κείμενα; Τ’ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι μητρικὴ γλῶσσα κανενὸς εὐρωπαϊκοῦ
λαοῦ;
Δὲν εἶναι λοιπόν ἡ γλῶσσα πού ἐμποδίζει τὴν μόρφωση. Εἶναι
τὸ περιεχόμενο τῶν κειμένων. Καὶ εἶναι ἀνώφελο νὰ μετατοπίζουμε ἤ νὰ συγκαλύπτουμε
τὴν προβληματικὴ τῶν πραγμάτων. Τὸ πολὺ πολύ, ἂν ἦταν ἡ μόρφωση νὰ ἐξαρτᾶται
μόνο ἀπὸ τὴν γλῶσσα, νὰ ἔπαιζε αὐτὴ τὸν ρόλο πού παίζει ὁ παρθενικὸς ὑμένας γιὰ
τὴν διαιώνιση τῶν ἀνθρώπων.
[13] «Ποίησιν ἡ Ἑλλὰς δὲν δύναται ἐπὶ τοῦ παρόντος νὰ ἐλπίζη,
ἀφοῦ τὰ μὲν πάτρια ἤθη ἀπηρνήθη, τοῦ δὲ διανοητικοῦ βίου τῶν νεωτέρων ἐθνῶν εἰσέτι
δὲν μετέχει». «Ποίησις», ἄρα σημαίνει
προϋποθέσεις ζωῆς.
Ο Μπογιόπουλος στο άρθρο του "Ποιος είπε το «Όχι»; Ο Μεταξάς;…" γράφει λίγο πολύ ότι το "όχι" το είπαν οι Άγγλοι. Δηλαδή ο Μεταξάς και το αστικό καθεστώς που τον στήριζε ήταν πλήρως ελεγχόμενοι απ'τους Άγγλους. Ο Γεράσιμος Κακλαμάνης σε άρθρο "δημοσιευμένο στὴν ἐφημερίδα Λευκαδίτικος λόγος, στὶς 30/10/1995" με το ψευδώνυμο Μ.Επτανήσιος όπως μας ενημερώνει η δική σας ανάρτηση "Ἡ μουχλιασμένη πάστα, δηλαδή "Ἑλλάς" τέλος..." στις 27-10-2011, γράφει :" "Ὄχι" εἶπε ὁ Μεταξᾶς στοὺς Ἄγγλους (καὶ γι'αὐτὸ πέθανε ὑγιέστατος ἀπὸ γρίππη!...), τὸ "ὄχι" πρὸς τοὺς Ἰταλοὺς γιορτάζουν τὰ σχολεῖα." Επίσης στο μεγαλοφυές "Ανατολικό Ζήτημα Σήμερα" γράφει στην σελίδα 144 περίπου το ίδιο. Τι από τα δύο ισχύει, μήπως ξέρετε; O Γεράσιμος λέει και το ακόμη πιο σοκαριστικό στο "Η Ελλάς ως κράτος δικαίου" σελ.217: "Δυστυχώς τό ΕΑΜ δέν υπήρξε κανένα δημιούργημα τοϋ ΚΚΕ, της «αντίστασης» και τοΰ «λαοϋ». Υπήρξε απλώς μιά αναγκαία πολιτική επιλογή τών δυνάμεων κατοχής, δηλαδή τών ίδιων τών Ναζί, μέσα στους διεθνείς τότε πολιτικούς συσχετισμούς καί τήν τροπή τοϋ πολέμου. Είναι δηλαδή οί ίδιοι οί Ναζί πού επιδίωξαν τήν δημιουργία τοΰ ΕΑΜ, πού τό έχρηματοδότησαν καί τοΰ προμήθευσαν τά δπλα." Που μπορεί να το βασίζει αυτό; Εντωμεταξύ η σύγχρονη αριστερά ξεσηκώνεται γιατί το σχολικό βιβλίο του 2013 άναφέρει ότι οι Άγγλοι έφτιαξαν το Εάμ. Να θυμίσουμε ότι κατά τον Γερ.Κακλαμάνη η "μεγάλη ιδέα" ήταν αγγλική. Μήπως μπορείτε λιγάκι να μας διαφωτίσετε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι κάτι ακόμη, μήπως ξέρετε που μπορεί να βρει κανείς το "η Ανατολική Μεσόγειος ως ευρωπα'ι'κή ιστορία"; Είναι το μόνο που δεν μπορώ να βρω από τον Γερ.Κακλαμάνη.
dmpa12p
Νὰ διαφωτίσω ὄχι, τὸ μόνο πού μπορῶ νὰ κάνω εἶναι νὰ ἐκφράσω τὶς ἀπόψεις μου. Τὶς ἔβαλα πρίν λίγο στά σχόλια τῆς Μουχλιασμένης πάστας, μιά καὶ ἀναφερθήκατε στὸ ΕΠΟΣ… ( στήν πλαϊνή δεξιά στήλη μπορεῖτε να ἐνημερώνεστε γιά τά τελευταῖα σχόλια, σέ ὅσο παλιό θέμα και ἄν γίνονται)
ΑπάντησηΔιαγραφή