Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Δημητριάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Δημητριάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Ἡ ἄγνοια


Ἡ ἐνημέρωση μᾶς πληροφορεῖ γιά ἐκεῖνα τά πράγματα τά ὁποῖα θά πρέπει νά γνωρίζουμε. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἐνημέρωση δέν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπό μιά διαταγή ἡ ὁποῖα πρέπει νά διαδοθεῖ. Ὁ σκοπός τῆς ἐνημέρωσης λοιπόν εἶναι ἡ μεταβίβασις πληροφοριῶν τίς ὁποῖες ἔχουμε τήν ὑποχρέωση νά γνωρίζουμε καί νά πιστεύουμε. Ἤ ὄχι νά πιστεύουμε ἀλλά νά ἐνεργοῦμε σάν νά τίς πιστεύουμε. Δέν καλούμεθα νά πιστεύουμε τίς πληροφορίες πού μᾶς μεταβιβάζονται μέσω τῆς ἐνημέρωσης -καθώς αὐτό εἶναι μιά ἐλεύθερη ἐπιλογή μας- ἀλλά εἶναι ὑποχρέωσή μας νά συμπεριφερόμαστε σάν νά τίς πιστεύουμε. Στήν ἐποχή τῆς ψηφιακῆς ἐπιτάχυνσης θά πρέπει νά μειωθεῖ καί ἡ κατανόησις τῶν πληροφοριῶν πού μᾶς παρέχονται καθώς ἡ μείωση τῆς κατανοήσεως αὐτομάτως σημαίνει καί αὔξηση τῶν πληροφοριῶν πού μποροῦν δυνάμει νά διαδοθοῦν. Ἡ κατανόηση ἐπιβραδύνει τή συσσώρευση τῆς ἀξίας καί τῆς ταχύτητας μέ τίς ὁποῖες οἱ πληροφορίες θά πρέπει νά διαδίδονται. Αὐτό συμβαίνει διότι ἡ κατανόηση χρειάζεται χρόνο. Ἐπομένως, σύγχυσις καί μείωσις τῆς κατανοήσεως, συνοδεύουν ἀπαραιτήτως τήν ἐπιτάχυνση τῆς ροῆς τῶν πληροφοριῶν. Ὑπό αὐτούς τούς ὅρους, το περιβάλλον μας εἶναι ἕνας χῶρος χωρίς νόημα, ὅπου ἡ γλῶσσα καί κατά συνέπεια ἡ σκέψη εἶναι ὑποταγμένες στήν ψηφιακή οἰκονομική μηχανή. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἡ πλήρης κατανόησις εἶναι ἐνδεχομένως ἐπικίνδυνη ἐπειδή μπορεῖ νά μᾶς ἀποθαρρύνει ἀπό τή δράση. Κουραζόμαστε παγιδευμένοι στήν ἐργασία ἐπίλυσης ψευδοπροβλημάτων χωρίς τέλος, προβλημάτων τά ὁποῖα τίθενται ἐκ τῶν ἄνω. Ἡ ἐργασία μᾶς ὁδηγεῖ στήν πεποίθηση ὅτι τά προβλήματα μᾶς δίδονται ἔτοιμα καί ὅτι ἐξαφανίζονται μέ ἔτοιμες λύσεις. Βεβαιώνουμε ἀποκαλύψεις πού δέν ἀποκαλύπτουν τίποτα παρά τήν ἴδια τήν ἀποκάλυψη. Ἡ πλήρης γνώση αὐτοακυρώνεται καί ἀπό αὐτή τήν ἄποψη ἡ καθημερινή ζωή τροφοδοτεῖται ἀπό τήν ἄγνοια.

Τό ἀπρόσβατο (Δημήτρης Α. Δημητριάδης Ἰούλιος 2011)

Οἱ καιροί πού ζοῦμε ἔχουν φτάσει ὀριστικά καί σταθερά στό σημεῖο τοῦ Ἀμείλικτου, δηλαδή ἐκείνου πού θέτει τό ἴδιο πλέον τούς δικούς του ἱστορικούς ὄρους, μήν ἐπιτρέποντας καμία ἀπολύτως παρέκκλιση ἀπ’ αὐτό καί τήν ἀδήριτη ἀναγκαιότητά του. Αὐτό σημαίνει, μεταξύ πολλῶν ἄλλων ἀλλά κυρίως, ὅτι πλέον ὅλα ὅσα λέγονται καί γίνονται, θά ἔχουν τήν διάσταση τῆς ἀνυποχώρητης ὡμότητας, μέ ἄλλα λόγια: θά λέγεται καί θά γίνεται ὅ,τι καί ὅπως δέν ἔχει εἰπωθεῖ καί γίνει ποτέ πρίν, χωρίς ἐξιδανικεύσεις και ὡραιοποιήσεις, χωρίς ἡμίμετρα καί παραχωρήσεις, τολμώντας τήν κίνηση πού δηλώνει πώς ὅ,τι θεωρήθηκε μέχρι τώρα ἀπαράδεκτο, εἶναι καιρός, χωρίς καμία ἀναβολή, νά ἀντιμετωπισθεῖ ἰσάξια μέ τό παραδεκτό. Ἡ τόλμη αὐτή καί τό ἄλμα πού θά ἐπιτελέσει θά θίξει μέ τέτοιον τρόπο ὅλα τά ζητήματα, κυρίως τά ζητήματα τῆς ζωῆς, ὥστε τό ἀνθρώπινο θά ἐκτεθεῖ καί θά δοκιμαστεῖ ὅπως δέν ἔχει ἐκτεθεῖ καί δοκιμαστεῖ ποτέ ἄλλοτε, μέ μία εὐθύτητα καί μία εὐθυβολία οἱ ὁποῖες θά πλήξουν τήν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου στήν καρδιά της καί θά ἐπιφέρουν ὡς συνέπεια τό νά περάσει ὁ ἄνθρωπος, θέλοντας καί μή, ἀφοῦ κανείς δέν τόν ρωτάει πλέον, στήν περιοχή τοῦ ἀπρόσβατου, τήν περιοχή δηλαδή τοῦ ἔως τώρα ἀνείπωτου καί ἄθικτου. Ἔτσι, ἡ περιοχή τοῦ ἀπρόσβατου γίνεται ἀναπόδραστα προσβάσιμη χάρις στήν ἄνευ ὅρων προσπάθεια πού θά καταβληθεῖ στό νά προσβληθεῖ ὅ,τι ἦταν μέχρι τώρα περιχαρακωμένο καί προστατευμένο ἀπό ἕνα τεράστιο καί οἰκουμενικό σύστημα ἐρμηνειῶν καί πεποιθήσεων οἱ ὁποῖες δέν ἐπέτρεψαν, στό ὄνομα εἴτε τοῦ ἀνθρωπισμοῦ εἴτε τοῦ δόγματος, ἰδεολογικοῦ, θεολογικοῦ καί ἄλλου, εἴτε καί τῶν δύο σέ ἐντελή ἀλληλοϋποστήριξη καί ἀλληλοδιαιώνιση, τήν πρόσβαση τῆς γλώσσας, τῆς σκέψης καί τῆς πράξης ἐκεῖ ὅπου ἐδράζεται τό ἀπρόσβλητο καί τό ἀπαγορευμένο, δηλαδή τό θεοποιημένο ἤ τό ἐξιδανικευμένο. Τώρα, ἔχει ἔρθει ἡ στιγμή νά πληγεῖ τό θεοποιημένο καί τό ἐξιδανικευμένο προκειμένου νά ἀποκαλύψουν τόν πραγματικό τους χαρακτήρα.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Ἐμεῖς καί οἱ Ἕλληνες - Δημήτρης Δημητριάδης ( μιά ἄσκηση αὐτογνωσίας)

Ἐμεῖς καί οἱ Ἕλληνες ( Δημήτρης Δημητριάδης)

Παραλλάσσοντας τον, δανείζομαι τὸν τίτλο ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Ph. Lacoue-Labarthe «Ὁ Χέλντερλιν καὶ οἱ Ἕλληνες», ἕνα κείμενο πού, μὲ τὴ συγγενική του θεματογραφία, διατρέχει ὑπόγεια τὸ δικό μου, ὅπως τὸ διατρέχει καὶ τὸ κείμενο τοῦ Dominique Grandmont «Ἡ Ἑλλάδα τοῦ Καβάφη», τὸ ὁποῖο ὑπῆρξε καθοριστικῆς σημασίας γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ διατύπωση τῶν παρακάτω σκέψεών μου. Ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Lacoue-Labarthe κρατῶ ἐπίσης τὴν προμετωπίδα τοῦ Heiner Muller στὴν ὁποία θὰ ἐπανέλθω ἀργότερα.
Ὁ κληρονόμος ἀναλογίζεται τὴν κληρονομιά του ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀπειλεῖται μὲ τὴν ἀπώλειά της. Ὁ κίνδυνος νὰ τὴ χάσει ἢ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι δὲν τοῦ ἀνήκει κινητοποιεῖ τὸν μηχανισμὸ τῆς ἰδιοποίησης μέσα του.

Ὅ,τι θεωρεῖται δεδομένο καὶ ἐξασφαλισμένο ἀποκλείει τὴ στοχαστικὴ ἀναφορὰ σὲ αὐτό.
Ξεκινώντας ἀπὸ αὐτὴ τὴν παρακινδυνευμένη διαπίστωση, δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ προσφύγουμε ἀπὸ τὴν περιφέρεια στὸ κέντρο, ἀπὸ τὴν περίμετρο στὴν καρδιὰ τοῦ προβλήματος, ἀπὸ τὸν ἐφησυχασμὸ στὴν ἀνησυχία. Νὰ τολμήσουμε, ὄχι χωρὶς συνέπειες, τὴν ἀκρότητα. 



Σάββατο 13 Ιουνίου 2009

Πεθαίνω σάν χώρα ( Δημήτρης Δημητριάδης )

«…Μισῶ αὐτή τή χώρα. Μοῦ ἔφαγε τά σπλάχνα. Γράφω σ’ἐσένα γιατί μαζί ποθήσαμε νά εἶναι γόνιμα αὐτά τά σπλάχνα, κι αὐτός ὁ πόθος μᾶς ἕνωσε νύχτες καί νύχτες…καί σ’ἄλλες ὧρες τῆς μέρας, ὅταν ξαφνικά γινόταν ἕνα θαῦμα καί ξεχνούσαμε τόν τρόμο πού ἔτρεχε στούς δρόμους καθώς μές στίς φλέβες μας…τά ἐφιαλτικά δελτία εἰδήσεων πού μᾶς ἐμπόδιζαν ἀκόμα καί νά κοιταζόμαστε…διαβασμένα ἀπό θεότρελους ἐκφωνητές…τά οὐρλιαχτά πού σκέπαζαν ἀκόμα καί τίς σειρῆνες τῶν ἀσθενοφόρων…Ποτέ δέ θά τό πίστευα πώς ἡ ἀνθρώπινη φωνή μπορεῖ νά φτάσει σέ τέτοια ὕψη…νά εἶναι τόσο ἀπύθμενη…νά προκαλεῖ τόση ἀναστάτωση μέ τήν ἐπιβολή της…Τέλος πάντων, ποτέ δέν συνήθισα τούς ἀνθρώπους ἀλλ’ αὐτό εἶναι μία ἄλλη μου ἀναπηρία. Βιάζομαι τώρα νά σού πῶ μερικά πράγματα κι αὐτά τά λόγια θά εἶναι καί τά τελευταία πού θάχεις ἀπό μένα. Μισῶ αὐτή τή χώρα. Μοῦ ἔφαγε τά σπλάχνα. Μοῦ τά’φαγε. Τή μισῶ. Ναί, τή μισῶ, τή μισῶ. Δέν μπορεῖ μία γυναίκα νά ζήσει μέ τέτοια σπλάχνα μέσα της. Ὅσο τό σκέφτομαι, μοῦ’ρχεται νά ξεράσω τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου. Νιώθω σάν ξέρασμα. Μπορεῖ καί νάμαι. Μία γυναίκα…δέν εἶναι σά μία χώρα πού ἀξιοποιεῖ τά ἐρείπιά της, τούς τάφους της…πού τά ξεπουλάει ὅλα γιά ἐθνικό συνάλλαγμα…ζώντας ἀπ’αὐτά. Ἐγώ δέ θέλω νάμαι μία χώρα. Δέν εἶμαι χώρα. Δέ θέλω νά εἶμαι αὐτή ἡ χώρα. Αὐτή ἡ χώρα εἶναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός καί φόνισσα.