Στό πρῶτο πλάνο
ὁ Παρθενός
ὁ δηλητηριασμένος μέ ψυχαρική μελάνη
ὁ ψεύτικος, ὁ νεκρός
ὁ σκοτωμένος μέ φακό σέ πλούσιο χαρτί
ἀπό τόν Μπουασονά
νεκροθάπτη τῆς Ἑλλάδας –
γιά φόντο χέρια σταυρωμένα
μπλεγμένα
σέ θέση προσευχῆς
ἐντατικῆς προσευχῆς
τά χέρια φλύαρα χοντρά
ἐξόχως χοντρά
στά δάχτυλα γιά δαχτυλίδια
ὁ Παρθενός
ὁ δηλητηριασμένος μέ ψυχαρική μελάνη
ὁ ψεύτικος, ὁ νεκρός
ὁ σκοτωμένος μέ φακό σέ πλούσιο χαρτί
ἀπό τόν Μπουασονά
νεκροθάπτη τῆς Ἑλλάδας –
γιά φόντο χέρια σταυρωμένα
μπλεγμένα
σέ θέση προσευχῆς
ἐντατικῆς προσευχῆς
τά χέρια φλύαρα χοντρά
ἐξόχως χοντρά
στά δάχτυλα γιά δαχτυλίδια
σύρματα ἠλεκτρικά
πού τρεμοσβοῦν τή λέξη
Ρ ε ν ά ν
– ὁ ἐπίσημος τῆς Ἀκρόπολης
κανδηλανάφτης –
πάνου στά μάρμαρα
πόδια, κοιλιά, στήθια, χέρια
μαλλιά ξέπλεκα
τῆς Νταλιλᾶς
ἀλλά οἱ τρίχες κομμένες
εἶναι χορεύτρα πού βαρέθηκε τά παρκέτα
καί πηδᾶ
σέ παλιά μάρμαρα
προκλητικά
πηδᾶ άνάμεσα σέ κολόνες
τοποθετημένες φανταστικά
ἀπό ποιητή μεγαλόπνοο πολύ
τόν Χέρ Κάρλ Μπέντεκερ –
κι ὅλα αὐτά
πού τρεμοσβοῦν τή λέξη
Ρ ε ν ά ν
– ὁ ἐπίσημος τῆς Ἀκρόπολης
κανδηλανάφτης –
πάνου στά μάρμαρα
πόδια, κοιλιά, στήθια, χέρια
μαλλιά ξέπλεκα
τῆς Νταλιλᾶς
ἀλλά οἱ τρίχες κομμένες
εἶναι χορεύτρα πού βαρέθηκε τά παρκέτα
καί πηδᾶ
σέ παλιά μάρμαρα
προκλητικά
πηδᾶ άνάμεσα σέ κολόνες
τοποθετημένες φανταστικά
ἀπό ποιητή μεγαλόπνοο πολύ
τόν Χέρ Κάρλ Μπέντεκερ –
κι ὅλα αὐτά
κάποιας ἔκθεσης Ζαππείου ὁ προβολέας
ρεκλάμα οἴκου γαλλικοῦ
τά χτυπάει σαδικά
μέ μπουνιές στ’ αὐτιά μας
ἔχει ἀπόφαση ὁ ἀθεόφοβος
νά ριμάρει μέ τό φεγγάρι
ἐνῶ σέ νύχτες πανσελήνου
ὁ φορατζῆς εἰσπράττει τά φιλιά
πού κρύβει ψεύτικης καρυάτιδας ἡ φούστα
κι ἀφήνει σ’ αὐτές
χοντρές κοιλιές
σ’ αὐτούς σωληνάρια ἑξακόσια ἕξ
μόνο κύλινδροι φαίνονται ἐδῶ πέρα
κολόνες ἴσιες πεσμένες
μαρμάρινες και ἄλλες
ρόλ-φίλμ, ἀγκφά, κοντάκ
νομισμάτων – τά ρέστα
ἀλλαγμένων δολαρίων καί στερλινῶν
κυλινδρικά ἐπίσης οἱ λέξεις ἐτοῦτες
ζουμερά πέφτουν
λέξεις ἐμπνευσμένες
ἀπό τή φρίκη πού μᾶς προξενοῦν
οἱ κανονιές τοῦ Μοροζίνη –
τά κανόνια κι αὐτά κυλινδρικά
κάθε μέρα γκρεμίζουν τίς ἀκρόπολες
κάθε μέρα γκρεμίζουν τίς ἀκροπόλεις
πού ἀναστηλώνουν ἄλλοι σέ πλάκες ἀρνητικές
φωνάζουν τά κλίκ τῶν κοντάκ
λέξεις πού ἀπαγγέλλει
μέ ρυθμό μηχανῆς ἄντλερ
κυρία ἠθοποιός
ἐκπορνεύει τ’ αὐτιά μας
μ’ ἀδύναμο λάρυγγα
ὀχετό τῆς ψυχῆς της
πού χύνει τελικά
σέ χειροκροτήματα
– μαῦροι ἀφροί θάλασσας ἐνετικῆς.
ρεκλάμα οἴκου γαλλικοῦ
τά χτυπάει σαδικά
μέ μπουνιές στ’ αὐτιά μας
ἔχει ἀπόφαση ὁ ἀθεόφοβος
νά ριμάρει μέ τό φεγγάρι
ἐνῶ σέ νύχτες πανσελήνου
ὁ φορατζῆς εἰσπράττει τά φιλιά
πού κρύβει ψεύτικης καρυάτιδας ἡ φούστα
κι ἀφήνει σ’ αὐτές
χοντρές κοιλιές
σ’ αὐτούς σωληνάρια ἑξακόσια ἕξ
μόνο κύλινδροι φαίνονται ἐδῶ πέρα
κολόνες ἴσιες πεσμένες
μαρμάρινες και ἄλλες
ρόλ-φίλμ, ἀγκφά, κοντάκ
νομισμάτων – τά ρέστα
ἀλλαγμένων δολαρίων καί στερλινῶν
κυλινδρικά ἐπίσης οἱ λέξεις ἐτοῦτες
ζουμερά πέφτουν
λέξεις ἐμπνευσμένες
ἀπό τή φρίκη πού μᾶς προξενοῦν
οἱ κανονιές τοῦ Μοροζίνη –
τά κανόνια κι αὐτά κυλινδρικά
κάθε μέρα γκρεμίζουν τίς ἀκρόπολες
κάθε μέρα γκρεμίζουν τίς ἀκροπόλεις
πού ἀναστηλώνουν ἄλλοι σέ πλάκες ἀρνητικές
φωνάζουν τά κλίκ τῶν κοντάκ
λέξεις πού ἀπαγγέλλει
μέ ρυθμό μηχανῆς ἄντλερ
κυρία ἠθοποιός
ἐκπορνεύει τ’ αὐτιά μας
μ’ ἀδύναμο λάρυγγα
ὀχετό τῆς ψυχῆς της
πού χύνει τελικά
σέ χειροκροτήματα
– μαῦροι ἀφροί θάλασσας ἐνετικῆς.
Νικόλας Κάλας -Γραφή καί φῶς