Ἡ ἐνημέρωση μᾶς πληροφορεῖ
γιά ἐκεῖνα τά πράγματα τά ὁποῖα θά πρέπει νά γνωρίζουμε. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἐνημέρωση
δέν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπό μιά διαταγή ἡ ὁποῖα πρέπει νά διαδοθεῖ. Ὁ
σκοπός τῆς ἐνημέρωσης λοιπόν εἶναι ἡ μεταβίβασις πληροφοριῶν τίς ὁποῖες ἔχουμε
τήν ὑποχρέωση νά γνωρίζουμε καί νά πιστεύουμε. Ἤ ὄχι νά πιστεύουμε ἀλλά νά ἐνεργοῦμε
σάν νά τίς πιστεύουμε. Δέν καλούμεθα νά πιστεύουμε τίς πληροφορίες πού μᾶς
μεταβιβάζονται μέσω τῆς ἐνημέρωσης -καθώς αὐτό εἶναι μιά ἐλεύθερη ἐπιλογή μας- ἀλλά
εἶναι ὑποχρέωσή μας νά συμπεριφερόμαστε σάν νά τίς πιστεύουμε. Στήν ἐποχή τῆς
ψηφιακῆς ἐπιτάχυνσης θά πρέπει νά μειωθεῖ καί ἡ κατανόησις τῶν πληροφοριῶν πού
μᾶς παρέχονται καθώς ἡ μείωση τῆς κατανοήσεως αὐτομάτως σημαίνει καί αὔξηση τῶν
πληροφοριῶν πού μποροῦν δυνάμει νά διαδοθοῦν. Ἡ κατανόηση ἐπιβραδύνει τή
συσσώρευση τῆς ἀξίας καί τῆς ταχύτητας μέ τίς ὁποῖες οἱ πληροφορίες θά πρέπει
νά διαδίδονται. Αὐτό συμβαίνει διότι ἡ κατανόηση χρειάζεται χρόνο. Ἐπομένως, σύγχυσις
καί μείωσις τῆς κατανοήσεως, συνοδεύουν ἀπαραιτήτως τήν ἐπιτάχυνση τῆς ροῆς τῶν
πληροφοριῶν. Ὑπό αὐτούς τούς ὅρους, το περιβάλλον μας εἶναι ἕνας χῶρος χωρίς
νόημα, ὅπου ἡ γλῶσσα καί κατά συνέπεια ἡ σκέψη εἶναι ὑποταγμένες στήν ψηφιακή οἰκονομική
μηχανή. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἡ πλήρης κατανόησις εἶναι ἐνδεχομένως ἐπικίνδυνη ἐπειδή
μπορεῖ νά μᾶς ἀποθαρρύνει ἀπό τή δράση. Κουραζόμαστε παγιδευμένοι στήν ἐργασία ἐπίλυσης
ψευδοπροβλημάτων χωρίς τέλος, προβλημάτων τά ὁποῖα τίθενται ἐκ τῶν ἄνω. Ἡ ἐργασία
μᾶς ὁδηγεῖ στήν πεποίθηση ὅτι τά προβλήματα μᾶς δίδονται ἔτοιμα καί ὅτι ἐξαφανίζονται
μέ ἔτοιμες λύσεις. Βεβαιώνουμε ἀποκαλύψεις πού δέν ἀποκαλύπτουν τίποτα παρά τήν
ἴδια τήν ἀποκάλυψη. Ἡ πλήρης γνώση αὐτοακυρώνεται καί ἀπό αὐτή τήν ἄποψη ἡ καθημερινή
ζωή τροφοδοτεῖται ἀπό τήν ἄγνοια.
Τό ἀπρόσβατο (Δημήτρης Α. Δημητριάδης
Ἰούλιος 2011)
Οἱ καιροί πού ζοῦμε ἔχουν
φτάσει ὀριστικά καί σταθερά στό σημεῖο τοῦ Ἀμείλικτου, δηλαδή ἐκείνου πού θέτει
τό ἴδιο πλέον τούς δικούς του ἱστορικούς ὄρους, μήν ἐπιτρέποντας καμία ἀπολύτως
παρέκκλιση ἀπ’ αὐτό καί τήν ἀδήριτη ἀναγκαιότητά του. Αὐτό σημαίνει, μεταξύ
πολλῶν ἄλλων ἀλλά κυρίως, ὅτι πλέον ὅλα ὅσα λέγονται καί γίνονται, θά ἔχουν τήν
διάσταση τῆς ἀνυποχώρητης ὡμότητας, μέ ἄλλα λόγια: θά λέγεται καί θά γίνεται ὅ,τι
καί ὅπως δέν ἔχει εἰπωθεῖ καί γίνει ποτέ πρίν, χωρίς ἐξιδανικεύσεις και ὡραιοποιήσεις,
χωρίς ἡμίμετρα καί παραχωρήσεις, τολμώντας τήν κίνηση πού δηλώνει πώς ὅ,τι
θεωρήθηκε μέχρι τώρα ἀπαράδεκτο, εἶναι καιρός, χωρίς καμία ἀναβολή, νά ἀντιμετωπισθεῖ
ἰσάξια μέ τό παραδεκτό. Ἡ τόλμη αὐτή καί τό ἄλμα πού θά ἐπιτελέσει θά θίξει μέ
τέτοιον τρόπο ὅλα τά ζητήματα, κυρίως τά ζητήματα τῆς ζωῆς, ὥστε τό ἀνθρώπινο θά
ἐκτεθεῖ καί θά δοκιμαστεῖ ὅπως δέν ἔχει ἐκτεθεῖ καί δοκιμαστεῖ ποτέ ἄλλοτε, μέ
μία εὐθύτητα καί μία εὐθυβολία οἱ ὁποῖες θά πλήξουν τήν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου στήν
καρδιά της καί θά ἐπιφέρουν ὡς συνέπεια τό νά περάσει ὁ ἄνθρωπος, θέλοντας καί
μή, ἀφοῦ κανείς δέν τόν ρωτάει πλέον, στήν περιοχή τοῦ ἀπρόσβατου, τήν περιοχή
δηλαδή τοῦ ἔως τώρα ἀνείπωτου καί ἄθικτου. Ἔτσι, ἡ περιοχή τοῦ ἀπρόσβατου
γίνεται ἀναπόδραστα προσβάσιμη χάρις στήν ἄνευ ὅρων προσπάθεια πού θά καταβληθεῖ
στό νά προσβληθεῖ ὅ,τι ἦταν μέχρι τώρα περιχαρακωμένο καί προστατευμένο ἀπό ἕνα
τεράστιο καί οἰκουμενικό σύστημα ἐρμηνειῶν καί πεποιθήσεων οἱ ὁποῖες δέν ἐπέτρεψαν,
στό ὄνομα εἴτε τοῦ ἀνθρωπισμοῦ εἴτε τοῦ δόγματος, ἰδεολογικοῦ, θεολογικοῦ καί ἄλλου,
εἴτε καί τῶν δύο σέ ἐντελή ἀλληλοϋποστήριξη καί ἀλληλοδιαιώνιση, τήν πρόσβαση τῆς
γλώσσας, τῆς σκέψης καί τῆς πράξης ἐκεῖ ὅπου ἐδράζεται τό ἀπρόσβλητο καί τό ἀπαγορευμένο,
δηλαδή τό θεοποιημένο ἤ τό ἐξιδανικευμένο. Τώρα, ἔχει ἔρθει ἡ στιγμή νά πληγεῖ
τό θεοποιημένο καί τό ἐξιδανικευμένο προκειμένου νά ἀποκαλύψουν τόν πραγματικό
τους χαρακτήρα.