( ἡ σημερινή ἀνάρτηση εἶναι κεφάλαιο ἀπό τό βιβλίο τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΜΑΧΗ. Τά ἔντονα γράμματα ἀποτελοῦν δικιά μου ἐπιλογή.)
Κάθε φορά ποὺ συμβαίνει νὰ ἀκοῦμε γιὰ τὴν πλατωνικὴ
ἀποπομπὴ τοῦ Ὁμήρου, γιὰ τὸ πῶς ὁ μέγιστος
φιλόσοφος ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν πόλη του τὸν
μέγιστο τῶν ποιητῶν, τὸ συμπέρασμα συνάγεται αὐτομάτως: ἡ φιλοσοφία ἐχθρεύεται
τὴν ποίηση. Ἐντούτοις, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, τὸ ἀντίπαλο δέος δὲν ἔχει νὰ
κάνει μὲ αὐτὴ τὴν περιβόητη ἐχθρότητα. Ἀκόμα καὶ ἡ ρήση πού κολακεύει κάθε
σχετικὴ προκατάληψη (παλαιὰ μὲν τις
διαφορὰ φιλοσοφίᾳ τε καὶ ποιητικῇ) [1] δὲν ἐννοεῖ
αὐτὸ πού προφανέστατα ὀνομάζει.Σὲ καμιὰ περίπτωση ὁ Πλάτωνας δὲν εἶδε στὸ
πρόσωπο τοῦ Ὁμήρου τὸν «ποιητὴ», τὸν
ὁποῖο πάσῃ θυσίᾳ ἔπρεπε νὰ καταργήσει, γιὰ νὰ κερδίσει ὁ ἴδιος τὴν περιωπὴ τοῦ «φιλοσόφου».
Δυόμισι χιλιάδες περίπου χρόνια πρὶν
ἀπὸ τὴ δική μας ἐποχή, τὰ πράγματα ἦταν πολὺ διαφορετικά. Τὸ ἔπος κατ’ ἀρχὴν δὲν
ἦταν ἁπλῶς ἕνα λογοτεχνικὸ εἶδος μέσα στὸν ἑλληνικὸ κόσμο — ἀντίθετα, ὁ κόσμος του κάλυπτε ὁλόκληρο τὸ παρελθόν. Τὸ ἔπος ἦταν
ἡ ἀρχαϊκὴ καταγωγή, ἡ φωνὴ τοῦ θρύλου καὶ
τοῦ μύθου. Μέσα ἀπὸ τοὺς στίχους τοῦ μιλοῦσαν οἱ θεοὶ καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἡ ἀκατάλυτη
φυλετικὴ βαθύτητα. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς ξαφνιάζει λοιπὸν τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐπὶ αἰῶνες,
ἡ «παιδεία» γιὰ τὸν Ἕλληνα ταυτιζόταν μὲ τὴ γνώση τοῦ ἔπους. «Ἀνέφεραν
τὸν Ὅμηρο στὰ διπλωματικὰ διαβήματα σὰν θεϊκὸ κείμενο, γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν μίαν
ἐδαφικὴ διεκδίκηση. Τὸ ἔπος περιέκλειε ὅλη
τὴ γνώση καὶ ὅλη τὴ σοφία τῆς ἐποχῆς». [2]