Κάποτε μποροῦσε νά ταξιδεύει γιά μέρες καί νά παραμένει ἀκμαῖος γιά πολύ καιρό μετά τό ταξίδι ἀκόμα καί γιά δυό βδομάδες χωρίς νά τόν ἐπηρρεάζουν οἱ μεταβολές τῆς ὧρας. Ἀλλά τώρα ἀποπροσανατολίζεται εὔκολα. Ἔφτασε στό λιμάνι μετά τό σούρουπο. Ἔριχνε μιά ψιλή βροχή καί αὐτό δυσκόλευε ἀκόμα περισσότερο τήν προσπάθειά του νά βρεῖ τά κατατόπια. Εἶχε σχεδιάσει ἀπό τὀ λιμάνι νά ἀκολουθήσει τήν Ἀκτή Κουντουριώτη πού θά τόν ὁδηγοῦσε στήν πλατεῖα μέ τά δελφίνια καί τό συντριβάνι καί μετά θά μποροῦσε εὔκολα ἀπό κεῖ νά βρεῖ τήν Μπουμπουλίνας. Ὅμως μετά βίας θά ἔλεγε πώς ἦταν στό ἴδιο λιμάνι στόν τόπο πού εἶχε ζήσει στό παρελθόν. Δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει. Χάθηκε στήν Βασιλέως Παύλου καί βρέθηκε νά περπατᾶ σέ ἐλικοειδεῖς μισοφωτισμένους δρόμους πού τόν ὁδήγησαν πίσω ἀπό τά κτίρια πού ἐκεῖνα τά χρόνια στέγαζαν τά γραφεῖα τῆς Ὀλυμπιακῆς καί μετά στήν πλατεῖα τοῦ σταθμοῦ τῶν ΚΤΕΛ ὅπου τώρα ὑπῆρχαν πολλά σπίτια καί ἀπό τίς δυό πλευρές τοῦ δρόμου. Ἐπέμεινε νά προχωρᾶ σκοντάφτοντας συχνά στό σκοτάδι ἐλπίζοντας κάποια στιγμή πώς θά γύριζε στήν κεντρική πλατεῖα τῆς ἀγορᾶς μέ τό τζαμί ὅπου θά μποροῦσε νά προσανατολιστεῖ εὐκολότερα ἤ θά συναντοῦσε κάποιον νά τόν βοηθήσει. Ὅταν πιά κουράστηκε θεώρησε πώς ἡ καλύτερη λύση θά ἦταν νά ἐπιλέξει τυχαῖα ἕνα ἀπό τά φωτισμένα σπίτια νά χτυπήσει τήν πόρτα καί ἐκεῖνοι πού θά ἄνοιγαν μπορεῖ νά τόν θυμόντουσαν.
Σταμάτησε τυχαῖα μπροστά ἀπό μιά ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Ἀκτῖνες φωτός δραπέτευαν ἀπό τίς χαραμάδες τῆς πόρτας καί ἀπό μέσα μποροῦσε νά ἀκούσει φωνές καί γέλια. Κτύπησε δυνατά γιά νά σιγουρευτεῖ πώς θά τόν ἄκουγαν παρά τίς ἠχηρές τους συζητήσεις. Ἀλλά ἐκείνη τή στιγμή ἄκουσε πίσω του μιά γυναικεῖα φωνή νά λέει “Γειά σου”.
Γύρισε νά δεῖ ποιά ἦταν. Μιά γυναῖκα γύρω στά εἴκοσι πέντε πού φοροῦσε τριμένα μπλουτζήν καί μιά σχισμένη μπλοῦζα, στεκόταν στό σκοτάδι λίγο μακρύτερα.
“Νωρίτερα μέ προσπέρασες χωρίς νά σταματήσεις” εἶπε, “παρόλο πού σέ φώναξα”.
“Ἀλήθεια; Συγγνώμη, δέν σᾶς ἄκουσα.”
“Εἶσαι ὁ Κώστας ἔτσι δέν εἶναι;”
“Ναί” ἀπάντησε κάπως ἔκπληκτος.
“Ἡ Φύλλια, σέ ἀναγνώρισε καθώς περνοῦσες μποστά ἀπό τόν σταθμό τῶν ΚΤΕΛ. Ἤσουν σέ κείνη τήν παρέα δέν εἶναι ἔτσι; Μέ τόν Γιάννη, τόν Μανώλη καί τήν Ἀμαλία, τήν Νίτσα καί τούς ἄλλους.”
“Ναί,” ἀπάντησε. Ἀνέφερε μερικά ὀνόματα τόν Ἀλέκο, τήν Βάσω, τόν Γρηγόρη, τόν Σταμάτη, τήν Καιτούλα γιά νά διαπιστώσει ἄν τό κορίτσι θά ἀναγνώριζε κανένα ἀπό ἐκεῖνα τά πρόσωπα. “Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅμως πώς ὅλα αὐτά ἔγιναν ὅταν ἤσασταν πολύ μικρή ἴσως καί νά μήν εἴχατε γεννηθεῖ τότε” εἶπε. “Ἐκπλήσομαι μέ τό γεγονός πώς γνωρίζετε αὐτά τά πράγματα.”
“Ναί αὐτά συνέβησαν πολύ πρίν γεννηθῶ ἀλλά ἡ μητέρα τῆς Φύλλιας, ἡ Χριστίνα, μᾶς ἔχει μιλήσει μέ λεπτομέρειες γιά ὅλους σας. Ἔτσι γνωρίζουμε περισσότερα ἀκόμα καί ἀπό τούς γηραιότερους πού ἔμεναν τότε ἐδῶ. Ἡ Φύλλια σέ ἀναγνώρισε ἀμἐσως ἀπό τίς φωτογραφίες.”
“Δέν εἶχα ἰδέα πώς οἱ νέοι ἐπιδεικνύουν τέτοιο ἐνδιαφέρον γιά τό παρελθόν μας. Συγγνώμη πού σᾶς προσπέρασα προηγουμένως, καταλαβαίνετε σ’αὐτή τήν ἡλικία κανείς ἀποπροσανατολίζεται εὔκολα μετά ἀπό ἕνα μακρύ ταξίδι μέ τό καράβι.”
Ξανακτύπησε πάλι τήν πόρτα, αὐτή τή φορά μᾶλλον ἀνυπόμονα, ἄν καί δέν ἤθελε νά φέρει σέ πέρας τή συζήτηση μέ τό κορίτσι. Ἐκείνη τόν κοίταξε γιά μιά στιγμή, καί μετά ἀπό λίγο τόν εἶπε, “Ὅλοι σας ἀπό ἐκείνη τήν ἐποχή εἶστε ἔτσι. Ἡ Χριστίνα γύρισε πρίν λίγα χρόνια. Τό ‘13, ἤ μπορεῖ τό ‘14. Ἦταν ἔτσι ὅταν πρωτοῆρθε, λίγο ἀόριστη καί ἀσαφής. Φαίνεται πώς μένει αὐτό τό κουσούρι μετά ἀπό τά συνεχῆ ταξίδια.”
Μερικές φορές συμβαίνει νά εἶσαι μέ τούς φίλους σου καί μετά νά μήν ἔχεις φίλους. Καί ἡ φιλία ἔχει περάσει. Καί ὅλες οἱ παλιές μέρες ἔχουν χαθεῖ καί ἐν τῶ μεταξύ τό νερό στό συντριβάνι μέ τά δελφίνια νά ἔχει ἀδειάσει. Μερικές φορές νομίζεις πώς ἀγαπήθηκες, πώς οἱ ἄνθρωποι σέ συμπαθοῦσαν καί μετά διαπιστώνεις πώς αὐτό δέν συνέβη ποτέ. Δέν ἀγαπήθηκες καί ἡ ἀγάπη εἶναι παρελθόν. Καί ὁλόκληρες χαμένες μέρες καί ἐν τῶ μεταξύ τό νερό στό συντριβάνι μέ τα δελφίνια ἄδειασε ὅλο στό δρόμο. Καί μερικές φορές θέλεις νά ἐξηγήσεις καί μετά δέν θέλεις νά μιλήσεις σέ κανένα. Καί ὕστερα ἡ εὐκαιρία νά δώσεις ἐξηγήσεις ἔχει χαθεῖ. Καί μετά συμβαίνει πώς δέν ἔχεις νά πᾶς πουθενά. Καί κατόπιν ἐλπίζεις πώς ὑπάρχει ἕνα μέρος πού θά μποροῦσες νά πᾶς καί νά φιλοξενηθεῖς ἐκεῖ ὅπως ἐκεῖνα τά χρόνια τά περασμένα. Μετά διαπιστώνεις πώς ἡ εὐκαιρία ἐχάθη. Ἀναρωτιέσαι ἄν ὅλα αὐτά ἔχουν σημασία καί μόλις ἡ σκέψη αὐτή σέ κατακλύζει σταματοῦν τά πάντα νά ἔχουν σημασία. Τό συντριβάνι ὅμως μέ τά δελφίνια ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ἐκεῖ στεγνό.
“Ὧστε ἔτσι λοιπόν. Ἡ Χριστίνα εἶναι ἐδῶ. Ξέρετε, δέν ἦταν τίποτα σημαντικό. Εἶναι σαφές πώς κανείς δέν ἔχει πρόσβαση σέ ὁλόκληρη τήν ἀναπτυξιακή διαδικασία ἑνός ἀτόμου καθώς στίς κοινωνικές μας ἀλληλεπιδράσεις ἔχουμε τή δυνατότητα νά βλέπουμε σύντομα στιγμιότυπα τῆς ζωῆς ἑνός ἀτόμου, καί στήν εἰκόνα πού σχηματίζουμε γιά κάποιον εἶναι ἀδύνατο νά συμπεριλάβουμε τά πάντα λαμβάνοντας ὑπόψη τόν μετασχηματισμό ἑνός ἀτόμου ἀπό τή γέννησή του μέχρι τήν τελική του ἐξάχνωση. Ἔτσι εἶναι εὔκολο κανείς συχνά νά φτάνει σέ λανθασμένα συμπεράσματα.”
“Παρεμπιπτόντως μήπως ξέρετε ποιός μένει σ’αὐτό τό σπίτι;” Κτύπησε ξανά τήν πόρτα.
“Οἱ Ἀμπατζόγλου” ἀπάντησε τό κορίτσι.
“Τό σπίτι τους εἶναι παλιό. Πιθανόν νά σέ θυμοῦνται.”
“Οἱ Ἀμπατζόγλου” ἐπανέλαβε, ἀλλά τό ὄνομα δέν τόν θύμιζε πολλά.
“Γιατί δέν ἔρχεσαι στό σπίτι μας; Ὅλοι μας θά τό θέλαμε πολύ. Θά ἦταν μιά καλή εὐκαιρία γιά μᾶς νά μιλήσουμε σέ κάποιον γιά ἐκεῖνες τίς ἡμέρες.”
“Θά ἤθελα πολύ νά ἔρθω ἀλλά πρῶτα καλύτερα νά τακτοποιηθῶ ἐδῶ. Οἱ Ἀμπατζόγλου εἴπατε.”
Κτύπησε πάλι τήν πόρτα αὐτή τή φορά δυνατότερα.Τελικά ἡ πόρτα ἄνοιξε ρίχνοντας φῶς στόν δρόμο. Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος στάθηκε στήν πόρτα. Τόν ἐξέτασε προσεκτικά γιά μερικά λεπτά, καί κατόπιν ρώτησε “Εἶσαι ὁ Κώστας ἔτσι δέν εἶναι;”
“Ναί, μόλις ἔφτασα, τό ταξίδι μέ τό καράβι εἶναι μακρύ καί πιάνει σέ ὅλα τά νησιά πρίν φτάσει ἐδῶ.”
Ὁ ἡλικιωμένος κύριος σκέφτηκε γιά λίγο καί εἶπε, “Καλά πέρασε μέσα.”
Τό δωμάτιο ἦταν μικρό, ἀκατάστατο, τασάκια γεμᾶτα ἀποτσίγαρα, καπνός, ἕνα ραδιόφωνο, βιβλία, μερικά σπασμένα ἔπιπλα. Μιά λάμπα δίπλα στό τραπέζι ἦταν ἡ μοναδική πηγή φωτός, πού τόν ἔδωσε τήν δυνατότητα νά μετρήσει μερικές καμπουριαστές φιγοῦρες νά κάθονται γύρω-γύρω στό μικρό δωμάτιο. Ὁ ἡλικιωμένος κύριος τόν ὁδήγησε σέ μιά καρέκλα δίπλα στή λάμπα. Φωνές γύρω του ρωτοῦσαν ἐάν εἶναι καλά, ἄν ἔρχεται ἀπό μακρυά, ἄν πεινάει. Κάποια στιγμή οἱ ἐρωτήσεις τελείωσαν καί μιά σιωπή ἄρχισε νά κρυσταλοποιεῖ πράγματα καί σκέψεις. Γύρισε στήν καρέκλα του προσπαθῶντας νά διαπιστώσει τί γνώριζαν γιά τήν παλιά παρέα οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονταν μέσα σέ κεῖνο τό δωμάτιο. Καθώς ἔκανε αὐτές τίς σκέψεις ξαφνικά κάποια ἔντονη αἴσθηση ἀναγνώρισης ἄρχισε νά τόν διακατέχει. Εἶχε ἐπιλέξει τυχαῖα νά κτυπήσει τήν πόρτα αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλά τώρα μποροῦσε νά δεῖ καθαρά ὅλα τά πολύτιμα τεμάχια τοῦ παρελθόντος του. Στό δωμάτιο αὐτό εἶχε περάσει ἐκεῖνα τά χρόνια πού ἔμενε ἐδῶ. Ἔβλεπε τό σημεῖο πού καθόταν τίς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας, τίς μακρές περιόδους ἡρεμίας πού βυθιζόταν στά βιβλία, τήν καρέκλα, τό κρεβάτι, τό στρῶμα, τό ψυγειάκι, τήν πόρτα, τό παράθυρο πού ἄφηνε ἀνοιχτό τίς καλοκαιρινές μέρες γιά νά μπαίνει φρέσκο ἀεράκι καί ἦταν σίγουρος πώς ἄκουγε τώρα τίς φωνές τῶν φίλων του νά διαπληκτίζονται στήν ταράτσα γιά τήν πολιτική, τήν μουσική, ἤ τήν ποίηση.
Εἶναι βράδυα πού τά ὄνειρα καρφώνονται στή σκέψη καί σέ κατακλύζουν. Ἔτσι καί τώρα στό ὄνειρο ὑπῆρχε μιά συνεχής ἐπίμονη ἐπανάληψη πώς ἀπό τώρα καί στό ἐξῆς θά πρέπει νά φοράω μάσκα. Τί εἴδους μάσκα ρωτῶ τό ὄνειρο. Τή μάσκα τῶν νεανικῶν σου χρόνων, ἀπαντᾶ τό ὄνειρο. Μά τήν ἔχω φορέσει ἤδη αὐτή τή μάσκα, ἀπαντῶ, τήν ἔχω ἐξαντλήσει. Τότε βάλε τή μάσκα τῆς Θεσσαλονίκης, χρησιμοποίησε αὐτή τή μάσκα. Τή μάσκα αὐτή τήν ἔχω χρησιμοποιήσει πολύ, ἀπαντῶ. Ἀνοησίες, λέει τό ὄνειρο, τότε βάλε τή μάσκα τῶν Δωδεκανήσων αὐτή εἶναι ἡ μάσκα πού θά σέ δώσει τήν αἴσθηση τοῦ παραδείσου. Εἶναι πολύ σφικτή, ἀπαντῶ στό ὄνειρο, καί ὅταν τή φορῶ νοιώθω σάν μυρμήγκια νά περπατοῦν πάνω στό πρόσωπό μου. Τότε φόρεσε τή μάσκα τοῦ στρατοῦ τοῦ Xi’an τῆς Κίνας, εἶπε τό ὄνειρο. Τήν φόραγα κι αὐτήν γιά πολύ καιρό, ἀπάντησα στό ὄνειρο, καί τήν Σκωτσέζικη κι ἐκείνη τοῦ Λίβερπουλ, πολλά χρόνια, ὅλες τους εἶναι τόσο δημοφιλεῖς καί κοινότυπες καί ἐφαρμόζουν τόσο εὔκολα. Ἀκόμα κι ἐκείνη τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Mahidol ἔχει πιά γίνει σάν τά καλλοπισμένα πρόσωπα πού μιλοῦν στήν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης. Τό ὄνειρο ἔχασε τήν ὑπομονή του καί ἄρχισε νά κραυγάζει. Πάρτο ἀπόφαση δέν θά ξαναφορέσεις τό πραγματικό σου πρόσωπο, πᾶνε αὐτά πού γνώρισες στό παρελθόν. Θά πρέπει νά φορᾶς μάσκα στό ἐξῆς γιά νά προστατευθοῦν ἄγνωστοι, γνωστοί καί φίλοι ἀπό τίς μολυσμένες λέξεις πού παράγει τό στόμα, ἀπό τίς ἐκφραστικές κινήσεις τοῦ προσώπου πού μαρτυροῦν αἰσθήματα, πού δείχνουν δυσαρέσκεια καί ἀπόρριψη ὑγειῶν προθέσεων αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἐγκριθεῖ ἀπό τάς μή κυβερνητικάς ὀργανώσεις. Πρέπει ὅλα νά καλύπτονται γιά νά ὑπάρχει τάξη.
“Τά εἶπα” λέει τό κορίτσι μέ τό τριμένο μπλουτζήν. “Ἔλα στό σπίτι. Θά μπορέσουμε νά μιλήσουμε γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τήν παλιά ἐκείνη πού μᾶς ἀποκάλυψε ἡ Χριστίνα. Τήν χωρίς μάσκες ἐποχή. Ἔλα πρίν εἶναι ἀργά, πρίν ὅλα ξεχαστοῦν, πρίν ἡ ἀκηδία ἐγκαθιδρυθεῖ ὡς τό μόνο παρελθόν καί μέλλον.”