Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Κωστῆς Παπαγιώργης - Ἄφωνοι καί ἀμνήμονες ἀναγνῶστες


Στήν ἀνάρτηση Βιβλία μέ τό τσουβάλι, πάρτε κόσμε ἀντικρούσαμε τήν ἄποψη ὅτι ἡ βιβλιοφιλία – ἐκπορευόμενη ἀπό μιά τυφλή ἐκδοτική μανία- εἶναι συνώνυμο τῆς μάθησης, τῆς ἐνημέρωσης ἢ τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας. Ἴσα ἴσα, σέ κλῖμα προσχηματικῆς ἐλευθερίας καί στήν οὐσία ἀστυνόμευσης τῶν ἰδεῶν ὅπως το ἑλλαδικό, ἡ ἄποψη αὐτή στοχεύει σέ περιβάλλον κατοχυρωμένης, καί γενικευμένης ἀμάθειας.

The subjucated reader - ὁ ὑποδουλωμένος ἀναγνώστης ( 1928 Rene Magritte)
Ἡ πνευματική μετριότης, πού δέν καταπολεμεῖται μέ τίτλους σπουδῶν καί τήν ἐπιτηδευμένη καλλιέργεια, στίς διάφορες μορφές καπιταλισμοῦ σκοπίμως ἀναδεικνύεται ἀπό ἁπλῆ συνιστῶσα σέ κυρίαρχο ρεῦμα. Ὁ φιλελευθερισμός, νεοφιλελευθερισμός, ἡ σοσιαλδημοκρατία, ἡ ἐλευθερία τῆς ἀγορᾶς, ἡ ἀνάπτυξη καὶ ἡ πρόοδος - ὅλα αὐτὰ καπιταλισμὸς εἶναι - τοποθετοῦν τόν ἄνθρωπο τοῦ συρμοῦ καί τήν τυποποιημένη, εἰς βάρος τῆς γνησιότητος σκέψη του, σέ σημεῖο ἀναφορᾶς τῶν πάντων. Ἔκφραση αὐτῆς τῆς μετριότητος, ἀντίστοιχος τῶν παλαιῶν δεισιδαιμονιῶν καί τῆς προκατάληψης ἀπέναντι στο καινούργιο εἶναι καί ὁ ἄλογος θαυμασμὸς πού ἐκφράζει ὁ μέσος ἄνθρωπος γιὰ τὶς λεγόμενες κατακτήσεις τοῦ πνεύματος,  γιά τὴν ὅλο καὶ μεγαλύτερη χρήση τῶν μηχανῶν σὲ ὅλο τὸ φάσμα τῆς καθημερινότητος. Τό ἴδιο καί ὁ ὕμνος πρός τὶς δυνατότητες τοῦ διαδικτύου καὶ τίς περιβόητες νέες τεχνολογίες.


Εἶναι ὅμως λάθος νὰ λέμε ὅτι ἡ τηλεόραση ἀποβλακώνει, τὸ βιβλίο μορφώνει ἢ ὅτι οἱ μηχανὲς καὶ τὸ διαδίκτυο μηχανοποιοῦν τὸν ἄνθρωπο. Οἱ διάφορες ἰστοσελίδες καὶ ἱστολόγια, μαζὶ μὲ τὰ ἠλεκτρονικὰ βιβλία, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν τὸ νέο παραμορφωτικὸ καθεστὼς «γνώσης» και ἑνημέρωσης, δέν θα μηχανοποιοῦντο τά ἴδια ἂν δὲν εἶχε πάρει σάρκα και ὀστᾶ ὁ ἀπονευρωμένος, ἅφωνος καὶ ἀμνήμων ἀναγνώστης τῆς προηγουμένης περιόδου. Ἡ τάση για μηχανοποίηση προϋπάρχει, ἦταν καί εἶναι ἔμφυτη στόν ἄνθρωπο, μαζί φυσικά μέ πολλές ἄλλες διαφορετικές τάσεις. Αὐτό πού ἀναδεικνύει, χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν τάση μηχανοποίησης καί προσδιορίζει τόν ὅποιο θετικό ἤ ἀρνητικό ρόλο τοῦ βιβλίου, τῆς μηχανῆς, τῆς τεχνολογίας γενικώτερα, εἶναι τὸ ἰδεολογικὸ πλέγμα ἐντός τοῦ ὁποίου ὑπάρχει, ζεῖ καὶ ἀναπτύσσεται μιά κοινωνία. Ἡ « ἀξιοποίηση» τοῦ μέσου μηχανικοῦ ἀνθρώπου, πού ὡς ἄβουλη καί ἀδιάφορη μᾶζα πλέον λειτουργεῖ ὡς σωσίβιο γιά τόν καπιταλισμό εἶναι ἀπαραίτητη, ὥστε ὁτιδήποτε  παράγει ἕνα δημιουργικό ἀνθρώπινο μυαλό νά ὑποβιβασθεῖ σέ καταναλώσιμο ἐμπόρευμα -ἀπό τά ἁπλά φυσικά προϊόντα, μέχρι ἐφευρέσεις, τεχνολογικά ἐπιτεύγματα καί κυρίως τίς πάσης φύσεως ἰδέες -. Ὡς παμφάγο ὄν τό σύγχρονο δυτικό πρότυπο πολίτη, ἀνίκανο νά παράγῃ κάτι πρωτογενές, ἀναπαράγει καί καταναλώνει ὡς ἕτοιμο καί γρήγορο φαγητό, τῇ ὑποδείξει τῶν « εἰδικῶν»  , ἀπό ἰδέες, τέχνη καί τεχνολογία μέχρι τσίχλες καί ἀντιηλιακά.

Μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη ( ἀπὸ τὸ βιβλίο του Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΛΕΠΟΥ –Μισανθρωπίας προλεγόμενα ), περιγράφονται καί γίνονται ὁρατὲς οἱ καταστρεπτικὲς συνέπειες τῆς στείρας ἀνάγνωσης, ὅταν αὐτὴ λαμβάνει διαστάσεις «δημοκρατικές», δηλαδή μαζικὲς καὶ ἰσοπεδωτικές. Ἡ πνευματική μετριότης ὡς αἰτία προηγεῖται τοῦ ἀποτελέσματος, δηλαδή ἡ ἰσοπεδωτική « δημοκρατία», ἡ αὐτοματοποιημένη σκέψη, ἡ μηχανοποιημένη ζωή καί ὁ τεχνολογικός γιγαντισμός εἶναι ἐπακόλουθά της. Ἡ οὐσιαστική διαφορά τῆς ἠλεκτρονικῆς ἐποχῆς ἀπό αὐτή τοῦ χαρτιοῦ εἶναι στά φράγκα. Ἡ ἀποβλάκωση σήμερα ἐπιτυγχάνεται μαζί μέ οἰκονομίες κλίμακος καί εἶναι γιά τό σύστημα λιγώτερο δαπανηρή.

ΑΦΩNΟΙ ΚΑΙ ΑΜΝΗΜΟΝΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ( τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη)

Κάθε δουλειὰ ἀρχίζει νὰ παίρνει τὰ πάνω της, δηλαδὴ νὰ γίνεται καλύτερη, ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού θὰ αἰσθανθεῖ τὴν ἀνάγκη νὰ τὰ βάλει μὲ τὸν ἑαυτό της. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεκινάει κάτι ἀπὸ νέος καὶ ἔκτοτε, ὡς τὰ γεράματα, νὰ ἀκολουθεῖ τὴν ἴδια γραμμή. Ἂν δὲν ἐπέλθει ρήξη καὶ κρίση μεσοδρομίς, ἂν τὸ σχοινὶ δὲ σπάσει καὶ δὲ δεθεῖ κόμπο μία, δύο καὶ τρεῖς φορές, ὁ ἐργάτης δὲν εἶναι ἄξιος. Ἀντίθετα ὁ ἐργάτης ξέρει (νὰ μαθαίνει) τὴ δουλειὰ του ἂν σὲ κάθε κύκλο τῆς ζωῆς του γίνεται καψοκαλύβας, ἂν τοῦ συμβαίνει κάποτε νὰ ντρέπεται νὰ κοιταχτεῖ στὸν καθρέφτη καὶ στὰ μάτια τῶν ἄλλων.

Ἡ λέσχη τῶν προικισμένων ἀπαρτίζεται ἀπὸ μέλη πού δὲ γράφουν ἐπὶ χρόνια τὰ ἄγραφα, σὰν τὸν Στεπὰν Τροφίμοβιτς πού λιβάνιζε κατὰ μάνας κάποια χειρόγραφα, ἄλλα ἀπὸ ἀνθρώπους πού μποροῦν νὰ ἀηδιάζουν τὰ μοῦτρα τους καὶ νὰ μεταμορφώνονται. Ὡρίμανση σημαίνει νὰ περνᾶς ἀπό τοῦ λιναριοῦ τὰ πάθη. Ἀλήθεια πού ἰσχύει ἀπολύτως γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ γιὰ τὸν πνευματικὸ θηλασμὸ πού δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ διάβασμα, τὴ γνωστή μας ἀνάγνωση.

Ὅπως τὴν ξέρουμε καὶ τὴν ἀκολουθοῦμε κουτσὰ στραβὰ ἐμεῖς σήμερα, ἡ ἀνάγνωση, ἢ ἀλλιῶς ἢ ξαμολημένη περιέργεια πού παίρνει σβάρνα τὸ τυπωμένο χαρτὶ καὶ σταματημὸ δὲν ἔχει, εἶναι μιὰ διαστροφὴ σχετικὰ ὄψιμη. Μερικῶν αἰώνων. Ποτὲ πρὶν οἱ ἄνθρωποι δὲ διάβαζαν τόσο πολὺ καὶ τόσο ἄσχημα. Καὶ τὸ σημαντικὸ δὲν εἶναι ἂν διάβαζαν πολὺ ἢ λίγο —συνήθως διάβαζαν λίγο—, ἀλλά ὅτι δὲ διάβαζαν ὅπως σήμερα. Δὲν ἤξεραν τὴν εὐτέλεια τῆς παμφάγου τυπογραφίας, τὴν ἐλευθερίων ἠθῶν καταναγκαστικὴ ἐκμάθηση πραγμάτων δεύτερης καὶ τρίτης κλάσεως, τὴν κίβδηλη βιβλιομανία. Τὸ γράμμα εἶχε τὴν τιμὴ του ἀκόμα καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χέγκελ, ὁ ὁποῖος δὲ δίσταζε νὰ γράψῃι ὅτι ἡ ἀνάγνωση τῆς ἐφημερίδας μποροῦσε πλέον νὰ ὑποκαταστήσει τὴν πρωινὴ προσευχὴ τοῦ πολίτη. Ἄλλαξαν καὶ χάλασαν πολὺ ἀπὸ τότε οἱ ἐφημερίδες.

Καὶ ὄχι μόνο αὐτές. Γιατί ἡ θυελλώδης ὑποβάθμιση τῆς ἀναγνωστικῆς ἐντιμότητας δὲν ἔχει νὰ κάνει πάντα μὲ τὸν εὐτελισμὸ τοῦ τυπωμένου χάρτου πού, ὡς βιομηχανία πλέον, καταπίνει τὰ δάση γιὰ νὰ τὰ παραδώσῃ βορὰ στὶς ἀδηφάγες ἀνάγκες τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Ἀποπαίδι τῆς Βαβέλ, ὁ σημερινὸς ἀναγνώστης διαβάζει ἄσχημα ὅ,τι κι ἂν διαβάσει. Ἡ πληροφορία, ὡς ἀσθένεια πού κάνει μετάσταση σὲ ὅλα τὰ κέντρα τοῦ ψυχισμοῦ του, καθιστᾷ τὰ πάντα ἀφορμὴ καὶ ἐρέθισμα. Πίνει κανεὶς ἕνα κονιὰκ γιὰ νὰ ξελαμπικάρει καὶ νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του, ἂν ὅμως ξεγελαστεῖ καὶ κάνει τὸ ἕνα δέκα, ἀντὶ νὰ στεριωθεῖ ἀρχίζει νὰ τρεκλίζει. Τί νὰ πεϊ ὁ σημερινὸς ἀναγνώστης πού δὲν ξέρει τί γυρεύει, ἀλλά περιφέρει τὴ νοημοσύνη του εἰκῆ καὶ ὡς ἔτυχε μέχρι νὰ καταντήσει ἀσύνειδα καρικατούρα τοῦ ἐαυτοῦ του;

Ἀπὸ τὸν Λουκιανὸ κιόλας ἄκουμε νὰ μιλᾶνε γιὰ τὸν πολλὰ βιβλία ὠνούμενον. Ἀλλά ἡ ἐποχὴ του εἶναι τῆς παρακμῆς, ἐποχὴ πού ἔχει προλάβει νὰ ἀποκτήσει τὰ δικά της πολλὰ βιβλία καὶ τοὺς δικούς της κακοὺς ἀναγνῶστες. Πολλὰ βέβαια ὄχι σὲ σύγκριση μὲ τὰ σημερινὰ ἀνήκουστα δεδομένα,, ἀλλά σὲ σχέση μὲ ἄλλους αἰῶνες καὶ κυρίως μὲ τὴ θρυλικὴ ἀθηναϊκὴ ἐποχή. Ὃ Σωκράτης, γιὰ παράδειγμα, δὲν ἦταν ἄμοιρος ἀναγνώσεων. Εἶχε διαβάσει ὁ δαιμόνιος, τὸ βιβλίο τοῦ Ἀναξαγόρα καθὼς καὶ τοῦ Ἠράκλειτου, γιὰ τὸ ὁποῖο μάλιστα ἀπεφάνθη μὲ εἰρωνεία (καὶ ποιὸς ξέρει τί ἄλλο;) ὅτι θὰ χρειαζόταν ἕνας Δήλειος κολυμβητὴς γιὰ νὰ μπεϊ στὰ βαθιὰ νοήματα πού ὃ ἴδιος δὲν κατάφερε νὰ φτάσει. Ἐνῷ ὅμως προέτρεπε στὸ δέον, ποτὲ δὲν τὸ συνέδεσε —οὔτε κατὰ διανοια— μὲ τὴν κατοχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν βιβλίων.

Γιὰ ἕναν μέσο πολίτη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, πού κι ἂν δὲν ἦταν ἄβιβλος, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν ἦταν πολύβιβλος, εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἐκτιμήσουμε τί μπορεῖ νὰ σήμαινε ἡ ἰδιωτικὴ βιβλιοθήκη. Πιθανότατα τίποτα. Τὸ βιβλίο (πού βαφτίστηκε ἔτσι ἀπὸ τὸ ὑλικό της κατασκευῆς του) κόστιζε πολύ, καὶ ἕνας τόμος (ἀπὸ τὸ τέμνω ἢ τὸ τομάρι πάνω στὸ ὅποιο χαραζόταν ἡ μεγαλογράμματη γραφὴ) θὰ πρέπει νὰ ἦταν ὑψίστης σημασίας γιὰ νὰ θεωρηθεῖ εἶδος πρώτης ἀνάγκης. Ἀλλὰ ἀφοῦ ὅλα τὰ ὑψίστης σημασίας — ὅπως ὁ Ὅμηρος, ὅπως οἱ τραγωδίες, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶχε τὴ δυνατότητα κανεὶς νὰ παρακολουθήσει κάθε χρόνο στὰ μεγάλα Διονύσια— κυκλοφοροῦσαν στὰ ἤθη, τί νόημα εἶχε νὰ τὰ φυλακίσει στὴ βιβλιοθήκη; Τὸ ἰδιωτικὸ ἀντίγραφο θὰ πρέπει νὰ ἀπασχολοῦσε μᾶλλον τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς σοφιστὲς παρὰ τὸν πεπαιδευμένο πολίτη. Γνωρίζουμε πάντως ὅτι στὶς πρῶτες σειρὲς τοῦ θεάτρου πωλοῦνταν κάποια χειρόγραφα, ὅπως ἄλλωστε καὶ στὴν ἀγορά, ἀλλά ἡ οἱαδήποτε ἀφοσίωση στὰ λιγοστὰ βιβλία δὲν μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ φρόνιμη. Μέσα σὲ μιὰ δημοκρατία ἄμεση καὶ τῆς ζώσας φωνῆς, ὅπου ὅλα βρίσκονταν σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς, ἡ γραφὴ ἔμοιαζε ἀναπηρία καὶ τὸ γραφτὸ δὲν ἐΐχε ἄλλο δρόμο: μεταμορφωνόταν γοργὰ σὲ λόγο ἀπὸ στήθους. Ὅλη ἡ παιδεία ἀποστηθιζόταν. Καὶ ἡ ἀπομνημόνευση δὲ διέπλαθε ἀνθρώπους -βιβλία, ἀλλά μεταμόρφωνε τὰ βιβλία σὲ ζωντανὸ λόγο. Γὶ αὐτό, τὸν Σωκράτη, πού μόνο μιλοῦσε, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸν φανταστοῦμε νὰ ἀπαθανατίζει τὶς σκέψεις του γράφοντας.Ἡ γραφὴ στὸν Ὅμηρο —ὅπως ἐξ’ ἄλλου καὶ τὰ νομίσματα— σπανίζει- ὅσο γιὰ τὸν Ἰησοῦ, πὰρ ὅτι τὸν εἶδαν, καθὼς διαβάζουμε στὰ εὐαγγέλια, νὰ σκύβει κάποτε γιὰ νὰ χαράξει κάτι καταγῆς, ἡ γραφὴ καὶ πιθανότατα ἡ ἀνάγνωση τοῦ ἦταν «ξένα» πράγματα.

Μοιάζει σατανικὴ σύμπτωση ὅτι τὸ Κοράνι σημαίνει ἀνάγνωση καὶ ἡ Βίβλος ἀποκαλεῖται Γραφή. Μοιάζει, ἄλλα δὲν εἶναι. Ἄρκεϊ γι’ αὐτὸ νὰ ἀναλογιστοῦμε τὸ χάσμα πού ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ ἕναν Μωαμεθανὸ πού γνωρίζει τὸ Κοράνι «του» —τὸ μοναδικὸ βιβλίο— ἀπὸ στήθους (τὸ ὅποιο ἀπαγγέλλει μεγαλοφώνως πάντα, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ Ἑβραῖος τὴ Βίβλο στὴ συναγωγὴ — ἐξ’οὗ καὶ «χάβρα Ἰουδαίων») καὶ σὲ ἕναν σημερινὸ scientist, πού ἀρμενίζει ἐπὶ χιλιάδες χιλιάδων σελίδες, τὶς ὁποῖες ἀδυνατεῖ ὄχι νὰ ἀπαγγείλει (καὶ γιατί τάχα; ἀναρωτιέται), ἀλλά ἁπλῶς νὰ τὶς ἐπαναφέρει στὴ μνήμη του. Σελίδες ἐπιπλέον πού διαβάζει σιωπηλὰ σὰν κλέφτης, λαθραῖα καὶ κυνηγημένα, γιὰ νὰ τὶς λησμονήσει πάραυτα.

Ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἐπινοήθηκε καὶ ἐφαρμόστηκε εὐρέως στὴν ἐκπαίδευση ἡ σιωπηλὴ ἀνάγνωση, ἡ ἄφωνη μελέτη, συντελέστηκε μιὰ βαρύτατη βλάβη στὸν ψυχισμὸ τοΰ πολιτισμένου ἄνθρωπου. Ὁ πιστὸς διάβαζε γιὰ νὰ δέσουν τὰ κόκαλα του- ὁ ἐρευνητὴς διαβάζει γιὰ νὰ μάθῃ καὶ μὲ τὴ σειρά του νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴ μεγάλη του φιλοδοξία: νὰ γίνει πατέρας τῆς γραφῆς. Θεωρεῖται ἐξ ἄλλου νόμιμο, σχεδὸν ἐπιβεβλημένο, ὁὃ σημερινὸς ἀναγνώστης νὰ διαβάζει καθημερινὰ ὅ,τι τοῦ πέσει στὸ χέρι.

Φιλαναγνώστης, φιλοπερίεργος, ἐρευνητής, δὲν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι περνοῦν καθημερινὰ ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ τὰ αὐτιὰ του (γιατί μυεῖται ἔκων-ἄκων σὲ χούγια ὀπτικοακουστικὰ) σεβαστοὶ ὄγκοι γραπτοῦ καὶ μιλητοῦ λόγου. Τὸ βιβλίο καὶ ὅ,τι τοῦ μοιάζει καταντάει φυσικὰ τρέχουσα καὶ σερνάμενη ὑπόθεση, ἀλλά τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι κάθε προσλαμβάνουσα παράσταση ἀποβαίνει πληροφορία καὶ ἐν τέλει ὅλες οἱ πληροφορίες πλάθουν ἕνα ἀμάλγαμα ἀπὸ ἀλήθειες τοῦ ἰδίου κύρους καὶ ἀναστήματος. Ἐφόσον μαθαίνω πάει νὰ πεῖ ἀνάγω τὸ ἄγνωστο στὸ γνωστό, τὸ καθετὶ ἀνάγεται στὸ κεκτημένο μὲ τὴν πανουργία τῆς ταχυχειρίας.

Ἔτσι συντελέστηκε σταδιακὰ καὶ ἡ ὑποβάθμιση τοῦ «διαβασμένου». Ἐνῷ κατὰ παράδοση τοῦ ἀναγνωριζόταν τουλάχιστον τὸ κύρος τοῦ γνώστη, τῆς αὐθεντίας, τοῦ βιδάτου εἰδήμονα, σήμερα θεωρεῖται διαλυμένο μυαλό. Ἕνας κοινωνικὰ ἀπροσάρμοστος μὲ γαλόνια. Ὅσο γιὰ τὸν κοινὸ ἀναγνώστη πού ἀπαιτεῖ καὶ ἐπαιτεῖ ψιχία ἀπὸ τὴ μεγάλη τράπεζα τοῦ πνεύματος, αὐτὸν πού οἱ πολιτισμικοὶ φορεῖς τὸν στρώνουν στὸ κυνήγι γιὰ νὰ τὸν ἐπιμορφώσουν, σωτηρία δὲν ὑπάρχει. Ὅσο προσμένει τὴ βοήθεια ἀπὸ τὰ ξένα χέρια καὶ δὲν αὐτενεργεῖ ριζικά, ἡ τύχη του θὰ βρίσκεται —πού ἄλλου;— «στὰ ξένα χέρια».

Ὅταν ὁ Νῖτσε, πρόσκοπος τοῦ αἰώνα του, ἐξέφραζε τὴν πεποίθηση ὅτι μιὰ ἐποχὴ ἀκόμα παθητικοὶ ἀναγνῶστες θὰ ἀρκέσει γιὰ νὰ βρωμίσῃ τὸ πνεῦμα, ἡ κρίση του δὲν ξεγελιόταν. Σήμερα τὸ πνεῦμα μπορεῖ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὴ σήψη του. Μέσα στὶς ζάπλουτες βιβλιοθῆκες, μέσα στὴ χαώδη πολιτισμικὴ μέριμνα γιὰ ἄνοδο (πρὸς τὰ ποῦ ἄραγε;), μέσα στὴν ψευδομοψυχία τοῦ πολιτισμοῦ νὰ καλλιεργήσει τὶς θετικές του δυνάμεις, τὸ πνεῦμα πνέει τὰ λοίσθια. Μέσα στὸ καθεστὼς τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας πού, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ δημιουργός τῆς Μαντὰμ Μποβαρί, ἐπιμένει νὰ κάνει σπίτια γιὰ ὅλους, δρόμους καὶ πλατεῖες γιὰ ὅλους, βιβλία καὶ πανεπιστήμια γιὰ ὅλους —μὲ τὰ μέσα ὄλων—, ἡ καταστροφὴ ἀποβαίνει πολιτισμικὸς στόχος.

Ἡ στροφὴ ἀπὸ τὸ πηγαῖο καὶ τὸ δαιμονικὸ στὴν κοινοκτημοσύνη καὶ τὴν ἀτέλεια συντελεῖται μὲ ρυθμοὺς κοινωνικῆς ἐπανάστασης. Νὰ μὴ μείνει οὔτε ἕνας γνήσιος ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ —ἀκόμα καὶ οἱ τρελοὶ νὰ λογικευτοΰν— γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ πολιτισμός. Ἔτσι ὁ ἐκδημοκρατισμὸς στὴν ἀποτίμηση τῶν δημιουργικῶν ἱκανοτήτων ἑδραιώνει ἐκπάγλως τὴν πιὸ ἀπεχθῆ ἰσότητα καὶ ἀδελφότητα. Τὸ πηγαῖο διασύρεται ἐν ὀνόματι τῶν ἄσπονδων ἀντιπάλων του: τῶν τυπικῶν σπουδῶν, τοῦ φιλισταίου πού παραφέρεται, τῆς δημοσιογραφίας πού κραδαίνει τὸ λάβαρο τῆς ἐνηλικίωσής της, τῆς λογοτεχνίας πού σπουδάζει στὸ «δημοκρατικὸ» φροντιστήριο τῶν κοινῶν ἀπαιτήσεων καὶ τοῦ κοινοῦ νοῦ. Δὲν ἐΐναι παράξενο λοιπὸν πού ὁ ἄνθρωπος τοῦ πηγαίου ἀντὶ γιὰ ἄγγελος καταντάει φίδι: φυλάει τὸ κεφάλι του καὶ χρησιμοποιεῖ τὸ ἰαματικὸ δηλητήριο τῆς κρίσης του. Ἂν ἡ πνευματικὴ ζωὴ διαδραματίζεται ὡς ἀσκόπως ἀνατοκιζόμενη παρωδία, ἡ ἀηδία, ἡ χολή, ἡ λοιδορία ἀποβαίνουν θετικὲς ἀρετέςς.

Ὃ ἄνθρωπος, πού —ποιὸς ξέρει γιατὶ— διατηρεῖ κάποια προνομιακὴ σχέση μὲ τὸ πηγαῖο, ἀνέκαθεν — ἀλλά εἰδικὰ σήμερα καὶ πιὸ εἰδικὰ στὴν Ἑλλάδα— μόνο σὰν τὸν λεπρὸ μπορεῖ νὰ ζεῖ. Καὶ ἡ θέση του ἀξίζει ἰδιαίτερου σχολιασμοῦ, γιατί δὲν παρουσιάζει τίποτα τὸ συμπαγὲς καὶ τὸ μονοσήμαντο. Ἡ συμπεριφορὰ του καλλιεργεῖ τὰ συμπτώματα τοῦ ὀξύμωρου. Καταντάει μισάνθρωπος ἐπειδὴ ἀγάπησε μερικοὺς ἀνθρώπους, περιφρονητὴς τῶν συγγραφέων ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴ γραφή, προπηλακιστὴς τῶν «γραμμάτων» ἀπὸ θερμὰ αἰσθήματα γιὰ τὰ γράμματα. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος (ὅπως συμβαίνει πάντα μὲ τοὺς ἄξιους νὰ σιτιστοῦν στὸ πρυτανεῖο) ἀπὸ δημόσια εὐεργεσία, σατανικῷ τῷ τρόπω, μεταμορφώνεται —συχνὰ χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιεὶ— σὲ ἀκούσιο δημόσιο κίνδυνο.

1 σχόλιο:

  1. Άρα το ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει δεν είναι οι άφωνοι και αμνήμονες αναγνώστες αλλά ίσως η ενθρόνιση μιας συγκεκριμένης χρήσης του βιβλίου που έχει επιβάλλει η καπιταλιστική νεωτερικότητα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή