Ἐμποδισμένος νὰ χορτάσω, θλιβερὸ παλικάρι, δέντρο ποὺ μὲ σφάζουνε
σύρριζα, συλλογιέμαι χωρὶς νὰ βρίσκω σκοπό, χάνω τὶς κινήσεις μου μέσα στὸ ρεῦμα
ποὺ μὲ παρασέρνει. Ὁ μηχανισμὸς τῆς σκέψης μου ἀκατάσταστος, προσηλωμένος σ’ ἕνα
σημεῖο. Ἀηδιάζω κάθε ὄψη πράγματος, κάθε τροφή. Κόβω τοῦ ψωμιοῦ τὶς ἄκρες καὶ
πετῶ τὰ κομμάτια. Ὅλα εἶναι μολυσμένα. Δὲν μπορῶ νὰ γευτῶ τὸ ψωμί. Ἐπαναστατῶ,
θέλω νὰ σηκωθῶ, νὰ βγῶ, νὰ μὴν εἶμαι περιορισμένος. Θὰ ξεντυθῶ τὰ ροῦχα μου νὰ
βγῶ γυμνός. Γιατί νὰ σκέφτομαι τὸ συμφέρον μου, τὴν ὠφέλειά μου; Γιατί νὰ θέλω
τὴν καλοπέραση; Ἂν δὲν περπατήσω γυμνός, δὲ θὰ πῶ ὅ,τι ἔχω. Δὲν μπορῶ νὰ
σταματήσω αὐθαίρετα σ’ ἕνα τυχαῖο σημεῖο, νὰ δεχτῶ ἀπὸ τύχης τὴ ζωὴ καὶ ἀπὸ
τύχης τὸ θάνατο. Σκοτάδι
γύρω μου πυκνό. Δὲν βλέπω. Ἄνισα σχήματα ποὺ διαψεύδονται μὲ τὸ πασπάτεμα τῆς ἁφῆς.
Δὲν βρίσκω τὸν ἥρωα. Ὁ ἐρωτευμένος νέος στὸ παράθυρο μοῦ φαίνεται γελοῖος. Θέλω
νὰ μιλήσω μὲ δύναμη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ κατορθωθεῖ ἡ ζωὴ στὸν τόπο μου. Προσφιλής
μου πατρίδα, μόνο ἡ ζωή σου μπορεῖ νὰ δικαιώσει τὴ ζωή μου. Σύμβολα ὑψηλὰ καὶ
μορφὴ ἀπαιτεῖ τὸ ἔργον. Ὄρθιος παλεύω. Ξεχωρίζω μόνο γεωμετρικὰ σχήματα. Οἱ κύβοι
τῶν σπιτιῶν μίας πόλης ποὺ ἀνατράπηκε ἐκ βάθρων σὰν ἀπὸ σεισμό. Σκουντῶ μὲ τὸν ὦμο
μου γυρεύοντας ν’ἀπομακρύνω τὸ σκοτάδι. Κουράζομαι, κουράζομαι. Θέλω ἕνα πέρασμα
ὄχι μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἰδιωτικό.
Θέλω νὰ ξεπεράσω τὸ τυχαῖο ποὺ θὰ μποροῦσε
νὰ μοῦ προμηθέψει ἕναν μισὸ θάνατο, ποὺ νὰ μὴν εἶναι γιὰ ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό
μου. Μέσα μου, ὅπως κάτω ἀπὸ μία πέτρα, ἀκοῦς τὸ νερὸ ὑπόγειου ποταμοῦ. Ἀκούγω ὁμιλία,
ἱστορίες, τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων μαζί. Ὀπισθοχωρῶ μὲ πληγές, ματωμένος,
καταδικασμένος σὲ ἀδιέξοδο. Δὲν μπορῶ νὰ διακρίνω. Ἀνοίγω τὸ βιβλίο καὶ μελετῶ
τὴ βιογραφία τοῦ Ρώσου Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ. Ζοῦσε ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ
χρόνια. Ἤθελε νὰ ὑμνήσει τὸν τόπο του, τὴν Ἅγια Πατρίδα, νὰ ξεπεράσει τὴν ὄψη τῆς
δυστυχίας καὶ τοῦ κακοῦ ποὺ βλέπουμε, νὰ δώκει τὴν εἰκόνα τῆς χαρᾶς. Δὲν
μπόρεσε. Ἔριξε στὴ φωτιὰ τὰ χαρτιά του. Μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του. Ξεκίνησε ὁδοιπόρος
γιὰ τοὺς Ἅγιους Τόπους. Προσκυνητής, νηστευτής. Παρακαλεῖ νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ χάρη. Ντρέπουμαι.
Σκεπάζω μὲ τὶς παλάμες τὸ πρόσωπό μου. Πῶς τόλμησα καὶ θέλησα νὰ ὁμιλήσω ἐγώ; Ἀδερφέ
μου, μὴ θελήσεις νὰ μὲ δεῖς. Ντρέπουμαι ποὺ φορῶ ροῦχα, πανταλόνι, πουκάμισο καὶ
ἀναπαύουμαι σὲ ἄνετο κάθισμα.
Κοινωνική ἀποτυχία και ἐξωστρακισμός
Ἡ ζωντάνια τοῦ λόγου τοῦ Πεντζίκη ἐμπνέεται ἀπό τήν Ἀνάσταση...Οἱ ζωντανοί καί πηγαῖοι ἄνθρωποι, τοῦ παρελθόντος τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος εἶναι μέ τούς ζωντανούς καί οἱ χῆνες τῆς ὑποκρισίας καί τῆς ἐγωπάθειας, αὐτοί πού διαρκῶς ἀντιμετωπίζουν τήν ζωή σάν ἐπιδημία καί λαμβάνουν μέτρα προστασίας αὐτοί νά πᾶνε μέ τούς πεθαμένους... Ὅ καθένας λοιπόν μέ τήν χρησιμότητά του...
ΑπάντησηΔιαγραφήΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!