Ἡ Grace ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα ἀπὸ μένα “πώς ἤτανε” καὶ δὲν
στερήθηκε ποτὲ τὸ τσαγανὸ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς ἀναπόφευκτες δυσχέρειες. Ἀνοιχτή,
αὐθόρμητη, μὲ καρδιὰ ποδοπατημένη, τρυφερότητα, σοφιστεία καὶ φρόνηση πού μὲ πῆρε
τριάντα χρόνια νὰ κατανοήσω. Ἄκουγε μὲ προσοχή, ὅπως ὅλοι οἱ ἐνήλικες
παριστάνουν ὅτι ἀκοῦνε τὰ παιδιὰ πού ἀγαποῦν. Μερικὲς φορὲς εἶναι ἀδύνατο νὰ πεῖς
πώς τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἔτσι, πρέπει τὰ παιδιὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψουν μοναχά τους.
Γυρίζει συχνά, εὐτυχῶς, καὶ ἐπαναλαμβάνει ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς ρήσεις της
συλλαβίζοντας τὶς λέξεις γιὰ νὰ γίνουν κατανοητὲς καὶ ἀπὸ τοὺς μπουνταλάδες.
Ὅταν πλησιάζει ὁ καιρός, ὅταν ἔρχεται ἡ μέρα, νυχτώνει καὶ
πάλι καὶ τὸ ὄνειρο ἑξαχνώνεται. Ἔτσι ἀκριβῶς ἐπέρχεται ὁ χρόνος πού μὲ ἐπιτρέπει
νὰ ξαναλέω αὐτὴ τὴν ἱστορία. Ἱστορία δόξης καὶ δυνάμεως καὶ δὲν γνωρίζω ἀκόμα οὔτε
τὸ ὄνομά σας, ἀλλὰ σκέφτηκα πὼς θὰ σᾶς ἐνδιέφερε νὰ ἀκούσετε γιὰ τὴν ἐλαφρότητα
καὶ τὴν ἐλευθερία τὶς μέρες τῶν παλαιῶν καιρῶν, τῶν ἀρχαίων ἡμερῶν, πού ὁ ἄνθρωπος
ἐκινεῖτο στὴ σφαίρα τῆς ἐκπλήξεως.
Ἡ κάθε ἱστορία δὲν παίρνει νόημα ἀπὸ τὶς λέξεις της, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ στόχο της. Τότε ἀρχίζει ἡ ἱστορία. Κατὰ συνέπεια ἕνα ἐπίθετο πού ἔχει μία δεδομένη ἔννοια, εἶναι ἕνας ὅρος πού χρησιμεύει γιὰ νὰ χαμηλώνει τὰ πράγματα κάτω στὸν κόσμο, νὰ προσδίδει βαρύτητα, ἀπαιτώντας κάθε λέξη νὰ ἔχει καὶ μιὰ μορφή. Ἡ ἱστορία ὅμως δὲν εἶναι χαμηλὰ κάτω στὸν κόσμο εἶναι “ἀλλού”. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχει βαρύτητα γιὰ νὰ τὴν αἰσθανθεῖς. Εἶναι λοιπὸν ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ μεταδοθεῖ ἡ ἱστορία μὲ λέξεις. Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ δοθεῖ ἡ αἴσθηση μίας ὁποιασδήποτε στιγμῆς τῆς ζωῆς μας, αὐτὸ πού ἀποτελεῖ τὴν ἀλήθειά της, τὸ νόημά της, τὴ λεπτὴ καὶ διαπεραστική της οὐσία, μὲ λέξεις. Εἶναι ἀδύνατο. Ἀλλὰ δὲν γνωρίζω ἀκόμα οὔτε τὸ ὄνομά σας, σκέφτηκα ὅμως πὼς μπορεῖ καὶ νὰ σᾶς ἐνδιαφέρει.
Πάνω στὴ Moto Guzzi. Οἱ δρόμοι εἶναι ράγες καὶ εἶναι πολὺ ἐνοχλητικὸ
αὐτό, διότι πάντα γνωρίζεις πότε πρέπει νὰ στραφεῖς ἀριστερὰ καὶ πότε δεξιά. Θὰ
ἐπιθυμοῦσα νὰ φθάσω στὴ στροφὴ καὶ μετὰ ν΄ἀρχίσει ὁ ὁμαλὸς δρόμος, ἀλλὰ εἶναι ἀναμφισβήτητα
πάρα πολὺ ἀργὰ καὶ ὁ θαυμάσιος ὁμαλὸς δρόμος στὸν ὁποῖο κυλᾶ ἡ Moto Guzzi εἶναι
τώρα στρωμένος ράγες. Στὴν πραγματικότητα κάθε φορᾶ πού γυρίζω ὁ δρόμος δὲν εἶναι
ὅπως ἦταν προτοῦ νὰ τὸν ξανακάνουν ἀλλὰ προκειμένου νὰ τὸν ξανακάνουν, κάθε φορᾶ
τὸν μετασχηματίζουν σὲ μία ἀπέραντη τάφρο. Ἕνα ἄγριο σκοτάδι κατεβαίνει κι ἔτσι
καθιερώνεται ἡ ὁδός.
Ὁ Νίκος μὲ σερβίρει τὴν τυρόπιττα πού τὸν ἔμαθε νὰ φτιάχνει
ἡ γιαγιά του ἡ Σμυρνιὰ καὶ βιαστικὰ ἀποσύρεται στὴν κουζίνα γιὰ νὰ δεῖ τὶς τιμὲς
τοῦ χρηματιστηρίου στὸ κινητό του. Τὴ νύχτα πάνω στὰ τραπέζια πολλοὶ
τρεμοσβήνουν ὅπως στὴ ζώνη τοῦ λυκόφωτος. Μία ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά, ἕνα ἄγγιγμα, μία
ἀνθρώπινη ματιὰ καὶ τὸ βάζω στὰ πόδια, λοιώνουνε τὰ φρένα τῆς Moto Guzzi.
Ἡ φιλοσοφία πού μᾶς ἐγαλούχησε, αὐτὰ τὰ ὁποία ἐδιδάχθημεν, ἡ
θρησκεία, ἡ κατάρτισις, ἡ γνῶσις πρέπει πάντα νὰ ἐξετάζονται. Νὰ ἀναθεωροῦνται
πάντα, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο κάθε φορά νὰ εἶναι τὰ ἴδια. Μπορεῖ νὰ εἶναι ὁποιοσδήποτε
ἄλλος καταραμένος τρόπος, τόπος, χρόνος, ἰδέαι, σκέψεις.
Ὁ θάνατός της, ἕν ἔτος ἀργότερον, ἐπῆλθεν ὡς δυσάρεστος
προειδοποίησις.
-Τὴν εἶδες τὴ σπασμένη καρέκλα; Τὴν ρωτῶ.
Ἀγκαλιὰ μία ζωὴ μὲ τὴν ἀφαίρεση “κύριε καπνοπώλη δὲν ὑπάρχει
τίποτα σπασμένο” μὲ ἀπαντᾶ.
Κτύπησα τὴν πόρτα τοῦ δωματίου της μὲ τὸ “συνθηματικὸ κτύπο” τὸν ὁποῖο φυσικὰ δὲν ἐγνώριζε διότι αὐτὸν τὸν κτύπο τὸν χρησιμοποιούσαμε μεταξὺ μας στὴν μπάντα τοῦ σχολείου. Ἦταν ἡ ἀρχὴ ἑνὸς κομματιοῦ τῆς μπάντας ὁ “συνθηματικὸς κτύπος” ἕνας τρόπος γιὰ νὰ σηματοδοτοῦμε πὼς ἦταν ἕνας ἀπὸ μᾶς πού στέκεται ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα. Χωρὶς νὰ ρωτήσει ποιὸς εἶναι ἄνοιξε διάπλατα τὴν πόρτα.
Χαμογέλασε ‘What’s up?’ ρώτησε.
Δὲν ἐπρόλαβα, ἦτο ὁ Χάρων...
Ἐκπληκτικὴ σύνθεση: κείμενο, μουσική, εἰκόνα. Τί νὰ πῶ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔημήτρης Κιτσίκης