“Ἀσύνετος ὅστις ἐν φόβω μέν ἀσθενής
λαβών δέ μικρόν τῆς τύχης φρονεῖ μέγα”
Εὐριπίδης
Εὐριπίδης
Ἡ σύγκρισις εἶναι μία
μέθοδος ἀξιολογήσεως στήν ὁποῖα πρόσωπα, θέσεις ἤ ἀντικείμενα ἀντιπαραβάλλονται,
μέ πρόθεση νά ἀνιχνευθοῦν οἱ ὁμοιότητες καί οἱ διαφορές μεταξύ τους. Ἡ καθημερινή
ζωή χαρακτηρίζεται ἀπό ἀτέλειωτες ἀριθμητικές ταξινομήσεις οἱ ὁποῖες ἐκτείνονται
ἀπό τήν δανειοληπτική ἱκανότητα καί τούς ἐπιχειρηματικούς δεῖκτες, στίς ἀξιολογήσεις
κινηματογραφικῶν ταινιῶν, καί ἀπό τήν ποιότητα τῶν ξενοδοχείων καί ἐστιατορίων μέχρι
τούς δεῖκτες ἀναγνωσιμότητος ἐπιστημονικῶν περιοδικῶν. Ἡ ἀξιολόγησις διαφορετικῶν
δραστηριοτήτων, ὑπηρεσιῶν καί ἀντικειμένων δέν εἶναι τίποτα νέο, καί
φυσικά ὑπῆρχε καί στήν ἀρχαιότητα. Αὐτό
πού ἔχει ὅμως ἀγνοηθεῖ κατά ἕνα μεγάλο μέρος, εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ
συγκριτικές πρακτικές πού εἰσήχθησαν, υἱοθέτησαν ποσοτικές διαδικασίες οἱ ὁποῖες
δέν ἀντιπαραβάλουν πλέον δύο πρόσωπα, ἤ δύο ἤ περισσότερες ὁμάδες προσώπων, ὑπηρεσιῶν,
ἤ ἀντικειμένων ἀλλά γιά πρώτη φορά καθιέρωσαν ἕνα σύστημα ἀριθμητικοῦ ὑπολογισμοῦ
ὡς αἰσθητικοῦ προτύπου στήν περίπτωσι καλλιτεχνικῶν δραστηριοτήτων ἤ ὡς δεικτῶν
γνώσεως στήν περίπτωσι διανοητικῶν ἤ ἐπιστημονικῶν δραστηριοτήτων.
Ἡ προέλευσι τῶν συγκρητικῶν ἀριθμητικῶν
ἀξιολογήσεων τοποθετεῖται στόν 18ο αἰῶνα καί συνδέεται μέ τούς κριτικούς τῆς εὐρωπαϊκῆς
τέχνης καί λογοτεχνίας. Ἡ ποσοτική ἀριθμητική ἀξιολόγησις ἐφαρμόστηκε ἀρχικῶς στήν
ζωγραφική καί ἐπεκτάθηκε στή συνέχεια σέ ἄλλους τομεῖς τῆς κριτικῆς ὅπως ἡ
λογοτεχνία ἡ μουσική καί τό θέατρο. Ὑπῆρξαν ἐπίσης ἀπόπειρες νά καταρτιστοῦν καί κλίμακες ἀξιολογήσεως
ποιητῶν οἱ ὁποῖες περιελάμβαναν ποιοτικά κριτήρια ὅπως ἡ δραματική
ἔκφρασις, ὁ “χρωματισμός”, ἡ στιχουργία, τό ἦθος κλπ. Τά κριτήρια ἀξιολόγησης ὑποδειγματικῶν
ἐργασιῶν πού συνετάχθηκαν ἀπό Ἑλληνιστές φιλόλογους ὅμως βασίζονταν κατά μεγάλο μέρος στήν
αἰσθητική. Ἀντίστροφα, οἱ καθαρῶς ἐμπορικοῦ περιεχομένου κατάλογοι τῶν best-seller, τῶν top ten, τῶν οscar καί τῶν nobel prize οἱ ὁποῖοι ὑποτίθεται καθιερώθηκαν ἐπί
τῆ βάσει ἀλάνθαστων ἀριθμητικῶν ὑπολογισμῶν δέν ἔχουν καμία σχέση οὔτε μέ
καλλιτεχνικές ἀξίες, οὔτε μέ κάποια μορφή αἰσθητικῆς, οὔτε ἀσφαλῶς μέ τήν γνώσι
ἤ τήν ἐπιστημονική σοφία ἀλλά μέ τήν ἱκανότητα τῶν ὑπό κρίσιν νά δημιουργοῦν
κοινωνικούς δεσμούς καί δικτυώσεις μέ τούς κριτές τους.
Βεβαίως ἡ δημιουργία
κοινωνικῶν δικτύων δέν ἔχει τίποτα τό μεμπτόν. Ἄλλωστε γνωρίζουμε ἀπό τούς διαλόγους
τοῦ Πλάτωνος ὅτι ἡ φιλοσοφία εἶναι μία διαπροσωπική ἀλληλεπίδρασις, οἰκεῖα, καί
μετασχηματική σχέσις πού μᾶς ὠθεῖ ἀπό μία ὑπαρξιακή κατάσταση ἄγνοιας πρός μιά ἄλλη
ἡ ὁποῖα μᾶς τοποθετεῖ ἐγγύτερα στήν φρόνησι. Κατά συνέπεια οἱ διαπροσωπικές
σχέσεις καί τά κοινοτικά “κυκλώματα” ἔχουν δυνάμει θετικές ἐπιδράσεις στήν
κοινωνία. Τά προβλήματα ἀρχίζουν τήν στιγμή πού τά δίκτυα αὐτά καθιστοῦν
πρώτιστο στόχο τους τόν ἀποκλεισμό, τήν στέρησι, τήν ἀδικία καί τόν ἐξωστρακισμό
τῶν “διαφορετικῶν” στό πῦρ τό ἐξώτερον.
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τώρα μάθει
νά ζοῦν σέ μιά νέα πραγματικότητα στήν ὁποῖα ἡ χρήσι συγκρητικῶν ἀριθμητικῶν ἀξιολογήσεων
προκειμένου νά ἀναγνωριστοῦν οἱ ἄριστοι καί νά ἀποκλειστοῦν οἱ ὑποδεέστεροι εἶναι
ἐκτενής. Οἱ ὑπολογιστικές ποιοτικές ἀσκήσεις ἔχουν διεισδύσει στήν καθημερινή
ζωή σέ βαθμό πού ἔχει ἐπιδεινώσει τίς σχέσεις μεταξύ κοινοτήτων καί ἀτόμων καί συνεισφέρουν
ἀναπόφευκτα στήν συνεχῶς αὐξανόμενη ἀπομόνωσι. Ἡ ἀνθρωποκρατούμενη ἐξουσία πού
διαμορφώνουν οἱ ὑπολογιστικές ποιοτικές συγκρίσεις δημιουργοῦν ἕνα κλίμα φόβου στόν
ὁποῖο ἐξωθεῖ ἡ ἀβεβαιότητα.
Ὁ φόβος πού δημιουργεῖ ἡ ἀβεβαιότητα
τῶν ποιοτικῶν ὑπολογισμῶν εἶναι πολύ διαφορετικός ἀπό ἐκεῖνον πού διαμορφώνεται
ἀπό ἕνα θρησκευτικό δόγμα. Ὁ παλιός, ἀρχέγονος κοσμικός φόβος ἔχει τήν αὐθόρμητα
δημιουργημένη μορφή μιάς ἀπροσδιόριστης καί ναρκωμένης δύναμης. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται
ἀντιμέτωπος μέ τό ὑπερμέγεθες τοῦ κόσμου καί ἡ ἀδυναμία τοῦ θνητοῦ, εὐπαθοῦς
καί μαλθακοῦ του σώματος καθώς καί ἡ ἀδυναμία του νά ἀντισταθεῖ στά στοιχεῖα τῆς
φύσεως εἶναι οἱ αἰτίες τοῦ φόβου του. Τό σύμπαν, ὁ κόσμος ἐκφοβίζει, ἀλλά δέν
μιλά. Δέν ἀπαιτεῖ τίποτα. Δέν δίνει καμιά ὁδηγία γιά τό πώς πρέπει κανείς νά
πορευθεῖ. Τόν κόσμο ἤ τό σύμπαν δέν μπορεῖ κανείς νά τά κολακεύσει. Δέν μπορεῖ
νά πεῖ κανείς κάτι στόν ἔναστρο οὐρανό, στά βουνά ἤ τήν θάλασσα, πού θά ἐξασφάλιζε
τήν εὔνοιά τους. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνώτατου κυβερνήτη τοῦ κόσμου,
διαμορφώνεται ἀπό τό αἴσθημα τῆς εὐπάθειας καί τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας μπροστά
στό σύμπαν παρά ἀπό τήν ἀδιαπέραστη καί ἀνεπανόρθωτη ἀβεβαιότητα.
Ὁ φόβος τῶν ποιοτικῶν συγκρίσεων
ἐπίσης εἶναι πολύ διαφορετικός ἀπό ἐκεῖνον πού κανείς νοιώθει γιά τούς αὐταρχικούς
ἡγέτες. Γιά παράδειγμα λέγοντάς στούς ὑπό τήν διοίκησί
του πολίτες κάθε μέρα τί νά κάνουν ὁ Στάλιν ἀφαιροῦσε τήν εὐθύνη λανθασμένων ἐπιλογῶν
ἀπό τούς ὥμους τους. Ἦταν πράγματι πάνσοφος. Ὄχι ἀπαραιτήτως ἀπό τήν ἄποψι τῆς
γνώσεως ἀλλά ἀπό τήν ἄποψι αὐτῶν τά ὁποῖα θά ἔπρεπε κανείς νά γνωρίζει. Ὄχι ἀπαραιτήτως
ἀπό τήν ἄποψι τῆς ἱκανότητος νά διακρίνει τό ἀληθές ἀπό τό ἀναληθές ἀλλά ἀπό
τήν ἄποψι τῆς ἱκανότητός του νά κάνει σαφές τό ὅριο μεταξύ ἀλήθειας καί λάθους.
Ὁ Στάλιν προστάτευε τούς ὑπό τήν διοίκησί του πολίτες ἀπό τίς φοβερές συνέπειες
τῶν λαθῶν πού προέκυπταν ἀπό τήν ἄγνοιά τους. Καί ἔτσι στό τέλος εἶχε κανείς τή
δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς τῆς λανθασμένης πρακτικῆς ἤ τῆς προθυμίας νά μοιραστεῖ τά
ὁφέλη τῆς ἀσφαλοῦς καί ὀρθῆς ἐπιλογῆς ἐκείνης δηλαδή τήν ὁποῖα ὑπεδείκνυε ὁ
Στάλιν.
Ἐάν ἡ συναδελφικότητα λοιπόν ἔχει κάποια πρακτική ἔννοια,
θά πρέπει νά βασίζεται στά κριτήρια ἐκείνα πού μᾶς συνδέουν, πού ἐνισχύουν τίς ἀνθρώπινες
καθημερινές ἐπαφές καί τήν μεταξύ μας οὐσιαστική ἐπικοινωνία. Κριτήρια πού μᾶς φέρνουν
κοντύτερα στή φρόνησι, πού μᾶς
κάνουν νά νοιώθουμε καλύτεροι ἄνθρωποι παρά ἐκείνα πού ἀναδεικνύουν τή χρηστική
ἀξία μας καί χρησιμοποιοῦν οἱ μέτριοι προκειμένου νά καταπιέσουν τούς ἄριστους
μέσω μικροδιαχειριστικῶν μεθοδεύσεων.
Αὐτά εἶναι μερικά ὑπολείμματα
τῶν συζητήσεών μας μέ τήν Χριστίνα.
Στήν τελευταῖα γύρισε πρός τό μέρος μου μέ κοίταξε τρυφερά στά μάτια καί
μέ εἶπε: "Θά φύγω μακριά καί ὅσο θά εἶμαι ἐκεῖ θά σέ σκέφτομαι καί ἄν ποτέ
γυρίσω ἐλπίζω νά σέ βρῶ χαρούμενο".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου