( τῆς Μαριάννας Κορομηλᾶ ἀπὸ
ἐδῶ )
|
Ἡ - ἐν Ἀθήναις - Πύλη τοῦ Ἀδριανοῦ, γύρω στὰ 1860, προτοῦ ἐγκλωβισθεῖ στὴν ἀπαστράπτουσα νεοελληνικὴ μιζέρια. |
«Ὑπάρχουν βιβλία τὰ ὁποῖα δὲν θὰ ἔπρεπε κανεὶς νὰ ἀποπειραθεῖ νὰ γράψει ἂν δὲν ἔχει περάσει τὰ σαράντα του» ἔλεγε ἡ Μαργκερὶτ Γιουρσενὰρ, στὴν ὡριμότητά της καὶ ἀφοῦ τὰ «Ἀπομνημονεύματα τοῦ Ἀδριανοῦ» («Memoires d' Hadrien», βιβλίο ποὺ πρωτοεκδόθηκε στὸ Παρίσι τὸ 1951) εἶχαν διαγράψει τὴν πρώτη θριαμβευτική τους πορεία. Ἀλλὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐκπληκτικὰ καὶ ἀξιοθαύμαστα αὐτοῦ τοῦ ἀριστουργηματικοῦ βιβλίου εἶναι τὸ ἱστορικὸ της συγγραφῆς του κι’ ὅτι ἡ Γιουρσενὰρ τὸ ἔγραψε τρεῖς φορὲς κι’ ἀκόμα ὅτι ἐπέστρεφε στὰ χειρόγραφά της ὕστερα ἀπὸ μεγάλες χρονικὲς ἀποστάσεις καὶ πάμπολλα γεγονότα ποὺ μεσολαβοῦσαν ἀπὸ τὴ προηγούμενη στὴν ἑπόμενη φορὰ. Ἡ
πρώτη συγγραφικὴ περίοδος τοῦ «Ἀδριανοῦ» ἄρχισε τὸ 1924. Ἡ Marguerite ἦταν μόλις 21 ἐτῶν! Γεννήθηκε στὶς Βρυξέλλες στὶς 8 Ἰουνίου τοῦ 1903 ἀπὸ μητέρα Βελγίδα καὶ πατέρα Γάλλο, ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς καὶ οἱ δύο μὲ πολλὰ βαρύγδουπα καὶ δυσκολοπρόφερτα ἐπίθετα. Ἡ λεχώνα μητέρα πέθανε κι’ ὁ πατέρας πῆρε τὸ νεογέννητο κι’ ἔφυγε γιὰ τὸν πύργο του στὴ Γαλλία. Δὲν εἶναι λοιπὸν Βελγίδα ἡ Γιουρσενὰρ ἀλλὰ καθ’ ὁλοκληρία Γαλλίδα, μεγαλωμένη στὴ Γαλλία.
Ὅπως ὅλοι οἱ ἀριστοκρατικοὶ γόνοι ἔτσι καὶ ἡ μικρὴ κυρία (Madame τὴν ἀποκαλοῦσαν) εἶχε δασκάλους στὸ σπίτι. Δὲν πῆγε ποτὲ σχολεῖο. Κυρίως ὅμως ἦταν αὐτοδίδακτη κι’ ἔμαθε μόνη της λατινικά, ἀρχαῖα ἑλληνικά, ἀγγλικά, ἰταλικὰ καὶ ἀργότερα γερμανικὰ καὶ ἰαπωνικά. Στὰ ἑπτὰ της ἀκολούθησε τὸν καλλιεργημένο, ἀνεπάγγελτο καὶ χαρτοπαίκτη πατέρα της στὸ Παρίσι, ὅπου τριγυρνοῦσε μονάχη στὰ μουσεῖα, στοὺς δρόμους μὲ τὰ βιβλιοπωλεῖα καὶ τοὺς πλανόδιους ζωγράφους κι’ ἔγραφε ποιήματα. Ἐκεῖ πέρασε καὶ τὸν Μεγάλο Πόλεμο. Στὰ εἴκοσι μὲ τὸν πατέρα στὸ Μόντε Κάρλο. Μαζὶ ἀποφάσισαν ὅτι τὸ συγγραφικό της ψευδώνυμο θὰ εἶναι Γιουρσενὰρ (ἀναγραμματισμὸς τοῦ Crayencour, ἕνα ἀπὸ τὰ πατρικὰ ἐπίθετα). Ὁ Crayencour ξόδευε τὴν περιουσία του στὸ Καζίνο, ἡ κόρη ἐρωτευόταν, χωνόταν στὰ βιβλία, κι’ ἔγραφε.
|
Ἡ Πύλη τοῦ Ἀδριανοῦ στὴν Γέρασα τῆς Ἰορδανίας. |
Μιὰ νεαρὴ κοπέλα, λοιπόν, τόλμησε νὰ ἀναμετρηθεῖ καὶ μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους καὶ πιὸ μεγαλεπήβολους ἡγεμόνες τοῦ παρελθόντος, καὶ μὲ τὴν πεπερασμένη διάρκεια τοῦ χρόνου, ὅση ἀναλογεῖ σὲ κάθε ἄνθρωπο, καὶ μὲ τὸν ἱστορικὸ χρόνο, ἀλλὰ σὲ καμιὰ περίπτωση γιὰ νὰ προσθέσει ἕνα ἀκόμα ἱστορικὸ μυθιστόρημα στὴν πλουσιότατη πεζογραφικὴ παράδοση –ἐξάλλου κατατρόπωνε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴ λογοτεχνία χαρακτηρίζοντας τὰ ἱστορικὰ μυθιστορήματα σὰν «περισσότερο ἢ λιγότερο πετυχημένο χορὸ μεταμφιεσμένων»). Στὰ εἰκοσιένα της, εἶχε τὸ θάρρος –καὶ τὸ θράσος τῆς ἠλικίας– νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ ἕναν ἄντρα, περασμένης ἡλικίας, στὰ βασανιστικὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος εἶχε φάει τὴ ζωὴ μὲ τὸ κουτάλι. Ὁ Πόπλιος Αἴλιος Τραϊανὸς Ἀδριανός, γεννημένος στὶς 24 Ἰανουαρίου τοῦ 76 μ.Χ., εἶχε σκληραγωγηθεῖ στὰ στρατόπεδα τῆς Ἱσπανίας, εἶχε σπουδάσει στὴν Ἀθήνα, εἶχε μελετήσει φιλοσοφία καὶ ἀστρονομία, εἶχε περάσει μὲ ἱεραρχικὴ τὰξη ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνώτερα ἀξιώματα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, εἶχε ἐπιβληθεῖ τῶν πολλῶν καὶ σημαντικῶν ἀντιπάλων του, ποὺ ἐποφθαλμιοῦσαν τὶς ἴδιες θέσεις καὶ τὶς ἴδιες τιμές, εἶχε διοικήσει μεγάλες ἐπαρχίες κι’ εἶχε ἀνταπεξέλθει σὲ μεγάλες φουρτοῦνες, εἶχε γνωρίσει δεκάδες λαοὺς, ἐθνότητες καὶ φυλὲς ποὺ εἶχαν ὑποταγεῖ ἢ ἐνσωματωθεῖ στὴν αὐτοκρατορία. Εἶχε ἀποκτήσει πολύτιμες ἐμπειρίες, ζῶντας κοντὰ στὸν πολέμαρχο αὐτοκράτορα καὶ θεῖο του Τραϊανὸ –ἀκόμα καὶ στὸν φοβερὸ σεισμὸ ποὺ συντάραξε τὴν Ἀντιόχεια στὶς 13 Δεκεμβρίου τοῦ 115 παραλίγο νὰ καταπλακωθοῦν μαζὶ οἱ δύο ἄνδρες, καθὼς κατέρρεε τὸ διοικητήριο. Εἶχε υἱοθετηθεῖ ἀπὸ τὸν Τραϊανὸ γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ τὸ 117 καὶ εἶχε κυβερνήσει τὴν αὐτοκρατορία τῶν τριῶν ἠπείρων ἐπὶ εἰκοσιένα χρόνια, κατασκευάζοντας παντοῦ ἔργα ὑποδομῆς καὶ ἔργα βιτρίνας, νομοθετῶντας, καταστέλλοντας ἐπαναστάσεις καὶ πολεμῶντας ἐχθρούς, ταξιδεύοντας συνεχῶς ἀπὸ τὴ Βόρειο Ἀγγλία καὶ τὰ παγωμένα σύνορα τοῦ Ρήνου Δούναβη μέχρι τὶς μαυροθαλασσίτικες στέπες τῆς Σκυθίας καὶ τὶς μεγάλες ἐρήμους τῆς Ἀνατολῆς κι’ ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του Ἑλλάδα μέχρι τὸν μαγευτικὸ Νεῖλο, ποὺ καταβρόχθισε τὸν ἰδανικὸ ἐραστή, τὸ ἀντικείμενο τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πόθου, τὸν νεαρότατο Ἀντίνοο.
Ἡ νεαρὴ Γιουρσενὰρ πάλευε μὲ τὰ χειρόγραφά της πέντε χρόνια. Σὲ ἐκείνη τὴν πρώτη ἐκδοχὴ ὁ ὑποτιθέμενος ἀφηγητὴς ἦταν ὁ Ἀντίνοος. Οἱ ἐκδότες τὴν ἀποπῆραν κι’ αὐτὴ παράτησε τὸν «Ἀδριανὸ» τὸ 1929. Τὴν ἴδια χρονιὰ πέθανε ὁ πατέρας. Ἡ περιουσία εἶχε ἐξανεμιστεῖ, εἶχε διασωθεῖ ὅμως ἕνα μικρὸ ποσὸ ἀπὸ τὴ μητέρα «ἀρκετὸ γιὰ μιὰ δεκαετία, μὲ συντηρητικὰ ἔξοδα». Θυμήθηκε τὸν Imperator Caesar Publius Aelius Traianus Hadrianus Augustus τὸ 1934. Ἔγραφε κι’ ἔσβηνε, τὰ παράταγε καὶ ἐπανερχόταν μέχρι τὸ 1937, ὅταν στάθηκε σὲ μιὰ δικὴ της φράση, ποὺ τὴν ἔκανε νὰ ἀλλάξει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀφηγητῆ: «Ἄρχισα νὰ ἀναγνωρίζω τὸ πρόσωπο τοῦ θανάτου μου». Ὁ ἀφηγητὴς θὰ ἦταν πλέον ὁ ἑτοιμοθάνατος αὐτοκράτορας. Τὸ πάθος της γιὰ τὰ τὰξίδια καὶ ὁ ἔρωτας γιὰ μιὰ Ἀμερικανίδα καθηγήτρια τὴν ὁδήγησαν στὴν Ἀμερική. Πρὶν φύγει ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, ἄφησε ἕνα κιβώτιο μὲ τὰ πράγματά της σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο στὴ Λωζάννη. Ἐκεῖ μέσα καὶ ὁ «Ἀδριανός». Ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος τὴν βρῆκε στὴν Ἀμερική. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει γιατί ἐπὶ περίπου δέκα χρόνια δὲν ἔγραψε σχεδὸν τίποτα. Κάποτε ὅμως ἔφτασε ἀπὸ τὴ Λωζάννη τὸ κιβώτιο ποὺ τὸ ζητοῦσε ἐπίμονα μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Στὸ μεταξύ, εἶχε πάρει καὶ τὴν ἀμερικανικὴ ὑπηκοότητα (τὸ 1947) καὶ ζοῦσε μὲ τὴ φίλη της σὲ ἕνα μικρὸ καὶ ἀπομονωμένο ἀγροτόσπιτο μὲ χιλιάδες βιβλία. Τά οἰκογενειακὰ κοσμήματα κι’ ἄλλα πολύτιμα ἀντικείμενα εἶχαν ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τὸ κιβώτιο. Ὑπῆρχαν μόνο χαρτιά. Χειρόγραφα, χειρόγραφα, χειρόγραφα. Ἄναψε τὸ τζάκι κι’ ἄρχισε νὰ τὰ πετάει στὴ φωτιά. Πῆρε στὸ χέρι της τὸ πακέτο ποὺ ἔγραφε «Ἀπομνημονεύματα τοῦ Ἀδριανοῦ». Αὐτὴ ἦταν ἡ σωτηρία της, ὅπως λένε οἱ μελετητὲς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου της. Τὰ δύο ἑπόμενα χρόνια ἔζησε σὲ κατάσταση παροξυσμοῦ. Λύγισαν οἱ βιβλιοθῆκες τοῦ Πανεπιστημίου Yale. Μελετοῦσε ξανὰ τὶς πηγές, τὶς ἀρχαιολογικὲς κι’ ἐπιγραφικὲς μονογραφίες, τὰ νομικὰ συγγράμματα, τοὺς ἄτλαντες, τὰ συνθετικὰ ἔργα, τὴν ἑλληνικὴ γραμματολογία, τὴ νομισματολογία, τὶς ἀρχαῖες λατρεῖες καὶ τελετουργίες, τὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια. Μελετοῦσε καὶ ταυτόχρονα ἔγραφε. Δὲν πῆρε ἀνάσα. Ἔγραφε στὸ τραῖνο, σὲ καφετέριες, σὲ σταθμοὺς λεωφορείων.
|
Ἡ Πύλη τοῦ Ἀδριανοῦ στὴν Ἀττάλεια τῆς Τουρκίας. |
Ἡ δεκαετία τῆς συγγραφικῆς ἀδράνειας εἶχε μετατραπεῖ σὲ «ἐλεγχόμενο ντελίριο», ὅπως τὸ περιγράφει ἡ ἴδια. Οἱ κολοσσιαῖες ποσότητες συσσωρευμένης γνώσης καὶ φιλοσοφικῆς σπουδῆς, ἡ δυνατότητά της νὰ συνδιαλέγεται μὲ τὸν ἐνεστῶτα χρόνο καὶ νὰ ἐρωτοτροπεῖ μὲ τὶς μυστικὲς διαδικασίες τῆς αὐτογνωσίας, νὰ συνομιλεῖ μὲ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, τὸν ἔρωτα, τὸν πόθο, τὸ πάθος, καὶ τὴν τρελλὴ ἐλπίδα γιὰ ἀθανασία, τὸ χάρισμα νὰ χειρίζεται τὸν ἱστορικὸ χρόνο καὶ ἡ ἱκανότητά της νὰ ξεπερνάει τὸν ἱστοριογραφικὸ φορμαλισμό, τὸ ἀσκημένο ἀπὸ χρόνια λογοτεχνικὸ της ταλέντο καὶ οἱ ταξιδιωτικές της ἐμπειρίες, ἡ ὡριμότητα τῶν γεμάτων ἀπὸ περιπέτειες σαράντα πέντε χρόνων της, εἶχαν μετουσιωθεῖ σὲ ζωντανὸ βίωμα κάποιου ἄλλου καὶ εἶχαν ἐν τέλει ἐνσαρκωθεῖ σὲ ἕνα ὑπαρκτὸ πρόσωπο τοῦ πολὺ μακρινοῦ παρελθόντος, τὸ ὁποῖο αὐτοβιογραφεῖται. «Ἡ Γιουρσενὰρ ὑπερέβη τὴν Ἱστορία, ἐφηῦρε τὸ παρελθὸν κι’ ἔφτιαξε ἕνα θαῦμα» ἔγραψε ἕνας κριτικός. «Μὲ τὴ σχολαστικὴ ἀκρίβεια καὶ τὴ βιβλιογραφικὴ λατρεία ἑνὸς Ἕλληνα βιβλιοθηκάριου στὴν ἡγεμονικὴ ἔπαυλη τοῦ Τίβολι, ἡ Γιουρσενὰρ ἀνασύστησε ἀκόμα καὶ τὴ χαμένη βιβλιοθήκη τοῦ Ἀδριανοῦ» ἔγραψε κάποιος ἄλλος. Ἐνῷ οἱ περισσότεροι κριτικοὶ προτείνουν στὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ πὼς, ἂν θέλει νὰ μάθει τὴν ἱστορία τῆς ἀκμῆς τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας «ἀπὸ πρῶτο χέρι» δὲν ἔχει παρὰ νὰ διαβάσει τὸν «Ἀδριανό». Ἀλλὰ κι’ ἐμεῖς ἐδῶ, ἂν θελήσουμε νὰ συμφιλιωθοῦμε κάπως μὲ τὰ μνημεῖα ποὺ μᾶς περιβάλλουν, θὰ ἐκπλαγοῦμε μὲ ὅσα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἔργα τοῦ φιλαθήναιου αὐτοκράτορα. Ἕνας ἀκόμα λόγος νὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ αὐτοβιογραφεῖται διὰ χειρὸς Γιουρσενάρ.
Προσωπικά, ἔχω ἀνατραφεῖ καὶ καλλιεργηθεῖ μὲ τὰ «Ἀπομνημονεύματα». Μὲ βοήθησαν νὰ δῶ τοὺς μεγάλους ὁρίζοντες, μὲ ταξίδεψαν σὲ ἀπίστευτα μέρη, μὲ ἔκαναν νὰ ἀγαπήσω τὰ σύνορα, μοῦ ξάνοιξαν τὸν νοῦ. Τὸ λατρεύω αὐτὸ τὸ βιβλίο σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ λέω πὼς ἄν μου ζητηθεῖ νὰ διαλέξω τρία βιβλία γιὰ νὰ ζήσω σὲ ἕνα ἐρημονήσι, τὸ ἕνα θὰ εἶναι τὰ «Ἅπαντα» τοῦ Καβάφη (στὰ κλεφτὰ θὰ πάρω μαζὶ καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἔργα του) καὶ τὸ ἄλλο εἶναι ὁ «Ἀδριανός». Γιὰ τὸ τρίτο, συνωστίζονται πολλοὶ ὑποψήφιοι.
Μαριάννα Κορομηλᾶ, 27/2/2019 καὶ ἕπεται συνέχεια περὶ «Ἀπομνημονευμάτων»
...σπουδαιο..και σημαντικο ρολο..στην μεταφραση-παρουσιαση...των βιβλιων της γιουρσεναρ[στα ελληνικα]...εχει η αυτοδιδακτος[πρωην αεροσυνοδος] ... Ιωαννα Χατζηνικολη...μια ξεχωρη προσωπικοτητα στις ελληνικες εκδοσεις...η οποια με εξεπληξε...οταν συμφωνησε...να δεχτει μια φωτογραφια μου,,,για το εξωφυλλο του βιβλιου της γιουρσεναρ.."σαν το νερο που κυλαει"....κατα την εποχη 1988-1989...οταν η Ιωαννα..ητανε στην σολωνος..
ΑπάντησηΔιαγραφή