Ἀνάσταση
«Δέ σ’ ἀκολουθῶ πιά» φώναξα, μά ἐκείνος μ’ ἔσπρωξε, τό ἁμάξι κατρακύλησε μές στή νύχτα, πού πηγαίναμε; στίς γωνιές, μέ μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οἱ Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε νά παραμερίσουμε γιά νά μή μᾶς γκρεμίσουν,
κι οἱ ὀργανοπαῖχτες πού ἀκολουθοῦσαν, μισομεθυσμένοι, μέ τήν ψυχή τους ἀπροστάτευτη ἀπ’ τή βροχή, φοροῦσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, ἀπ’ αὐτά πού βρίσκονται στόν οὐρανό, μαζί μέ τά παιδιά καί τούς σαστισμένους,
κι αὐτό τό κάθαρμα ὁ ἁμαξᾶς προσπαθοῦσε νά κρύψει μ’ ἕνα σάλι τό βρόμικο μοῦτρο του, ἐνῶ ἐγώ ἤξερα πώς ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἀλήτης, πού μιά νύχτα ἀρνήθηκα νά πιῶ ἕνα ποτήρι μαζί του,
ἔπρεπε νά ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά καί νοίκιασα ἕνα δωμάτιο σ’ ἕνα ἀπόμερο ξενοδοχεῖο, μά ὅπως ἐκείνη τή νύχτα μέ μαστίγωνε ἡ πόρνη, κι ἄκουγα τή θεία ἐκμυστήρευση, ἦρθε καί γονάτισε δίπλα μου,
τότε τόν ἀκολούθησα, κι ὅπως βαδίζαμε, εἴδαμε ἄυπνο καί χλωμό τόν Σίμωνα τόν Κυρηναῖο, «πλαγιάζω στον τάφο καί τρέμω, πώς κάθε τόσο θά μέ ξανασηκώσουν» εἶπε λυπημένος,
γιατί ἄν χρειάζονταν κάποιον νά βοηθήσει γιά τό σταυρό, πάλι αὐτόν θά συναντοῦσαν στό δρόμο.
Τάσος Λειβαδίτης,
Ἀπό τή Συλλογή Νυχτερινός ἐπισκέπτης
Ὁ νεκρός ποιητής
Δέν εἶμ' ἐδῶ πού ψάχνεις.
Τί γυρεύω ἐγώ μές στά λουλούδια
στ' ἀβάσταχτο φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
στ' ἀβάσταχτο φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
Στίς αἴθουσες πού οἱ ρήτορες
ἐκπολιτίζουν τό κοινό
μέ τά φαντάσματά μας.
Τί γυρεύω.
Πᾶνος Θασίτης
ἐκπολιτίζουν τό κοινό
μέ τά φαντάσματά μας.
Τί γυρεύω.
Πᾶνος Θασίτης
μέ τί βιασύνη προχωρεῖ ὁ Ἰησοῦς
ἐφέτος
Πρός τήν Ἀνάσταση...
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τούς ἀέναους
παπάδες
τινάζει νευρικά πρός τά πίσω
τή μαλλοῦρα του
τό γεγονός εἶν' ὁλοφάνερο:
βαρέθηκε
ἐφέτος
Πρός τήν Ἀνάσταση...
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τούς ἀέναους
παπάδες
τινάζει νευρικά πρός τά πίσω
τή μαλλοῦρα του
τό γεγονός εἶν' ὁλοφάνερο:
βαρέθηκε
Νῖκος Καροῦζος