Ἐφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ (18/2/1907)-Γλῶσσα καί Κοινωνία ( Ἀλ. Παπαδιαμάντης) |
Μόνον στην νεοαιωνία Ἑλλάδα θά μποροῦσαν νά ἀνακαλυφθοῦν γλωσσικά ζητήματα, νά γίνουν μέσα αὐτοπροβολῆς κάθε ψωνισμένου ἤ ἀντικείμενο ἰδεολογικῆς ἀντιπαράθεσης, ἄλλοτε χρησιμεύοντας ὡς ἔνδειξη προοδευτικότητας καί ἄλλοτε ὡς τεκμήριο ἐθνικοφροσύνης. Ἴσως τό " γλωσσικό" νά ἦταν τό χαλί κάτω ἀπό τό ὁποῖο κρύφτηκαν τά πραγματικά προβλήματα καί ἡ πνευματική μιζέρια. Μόνον στό ἑλλαδικό τσογλανοκρατίδιο – ὅπως εὔστοχα τό χαρακτηρίζει ὁ Κωστῆς Παπαγιώργης στήν συνέντευξη πού ἀκολουθεῖ - θά μποροῦσε νά ἰδεολογικοποιηθεῖ ἡ ἀνάσα ἑνός λαοῦ καί νά ρυθμίζεται δικτατορικά μέ νομοσχέδια ἐπιβολῆς τοῦ μονοτονικοῦ.
Ὁ νεοέλληνας μιά ζωή στον ὕπνο του νοιώθει ἀρχαῖος Ἕλληνας καί στὀν ξύπνιο του ὑπνοβατεῖ ὡς εὐρωπαῖος. Ποτέ δέν ταυτίσθηκε μέ τήν πραγματική του φύση. Μέσῳ μιᾶς διαρκοῦς καί ξενόφερτης προπαγάνδας, κάτω ἀπό τα προσωπεῖα τῆς προγονοπληξίας, τοῦ ἐθνοπατερισμοῦ, τοῦ εὐρωλαϊκισμοῦ, ἐκοίμισαν τον νεοέλληνα, ἐδημιούργησαν καί ἐξέθρεψαν ἕνα ψευτοπρόβλημα τό λεγόμενο « γλωσσικό», τὀν ἔκαναν νά ἀπαρνηθῆ τήν γλῶσσα του καί κατ’ ἐπέκτασι τήν φύση του.
Φυσικά τά ἑλληνικά, ὡς παγκόσμια –καί ὄχι ἐθνική – πολιτισμική διάσταση πού εἶναι δέν κινδυνεύουν ἀπό τούς νεοέλληνες διανοουμένους, φιλολόγους καί κομματικούς παπαγάλους. Αὐτός πού κινδυνεύει εἶναι ὁ ἴδιος ὁ νεοέλληνας. Ἀνίκανος πλέον νά παράγει δικές του ιδέες, πνευματικό καί κατ’ ἐπέκτασι ὑλικό πλοῦτο, προτιμᾶ νά εἰσάγη τά πάντα, ἀπό ἰδέες, θεσμούς και νόμους μέχρι καρφίτσες και μανταλάκια. Καί ἐπειδή ὁτιδήποτε εἰσαγόμενο δέν εὐδοκιμεῖ κατ’ ἀνάγκην ὅταν το κλῖμα δέν τό σηκώνει, ὁ νεοέλληνας καταντᾶ ἐξαρτώμενος. Εἴτε ἁπλός πελάτης, εἴτε ἐπενδυτής, πάντα ὅμως με δανεικά. Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα γιά νά κλείσει ταμεῖο, σέ ἄλλους φταίει το Δημόσιο, καί σέ ἄλλους τό ΔΝΤ καί οἱ δανειστές…
Ἡ στυγνή νομοθεσία, ἡ φιλολογική καί λογοτεχνική ἐξαχρείωση, καί ἡ διανoουμενίστικη προπαγάνδα ὁλοκλήρωσαν την δουλειά τους καί ὑποβίβασαν μιά γλῶσσα αὐτοκρατορική καί βασιλική ὅπως ἡ ἑλληνική σέ «ἐθνικό» κλωτσοσκούφι. Αὐτό πού κατάφεραν οἱ κάθε λογῆς γλωσσοθεραπευτές « τοῦ νά γράφουμε ὅπως μιλᾶμε» εἶναι νά ξεχάσουμε καί νά γράφουμε καί νά μιλᾶμε. Τήν γενική ἀγραμματωσύνη ἀκολουθεῖ ὁ αὐτοεξευτελισμός. Γιατί πῶς ἀλλιῶς μποροῦν νά χαρακτηρισθοῦν καθημερινές ἐκφράσεις ὅπως « σέ παίρνω πίσω» ὡς πιθηκισμός τοῦ «I’ll call you back» καί «πάρε τον χρόνο σου» ὡς πιθηκισμός τοῦ « take your time» ;
«…Ὅπως ἕν ζωντανόν σῶμα δέν δύναται νά ζήση δι’ ἐνέσεων, τρόπον τινά, ἀπό κόνιν ἀρχαίων σκελετῶν καί μνημείων, ἄλλο τόσον δέν δύναται νά ζήση, εἰμή μόνον κακήν καί νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον μέ τουρσιά καί μέ κονσέρβας εὐρωπαϊκάς…» Ὁ Παπαδιαμάντης μέ ἁπλότητα καί γνησιότητα διαλύει τίς σκόπιμα ἐπιβαλλόμενες συγχύσεις. Ὑποδεικνύει μέ σαφήνεια τό λάθος μεταξύ πραγματικότητας καί ξιπασμένης ὀνειροφαντασίας, δείχνει τόν δρόμο πρός τήν συλλογική αὐτογνωσία, τό θεμέλιο τῆς προκοπῆς κάθε λαοῦ.
Μέ ὁδηγό τίς σκέψεις αὐτές παρουσιάζουμε 3 κείμενα, 2 ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη καί μία συνέντευξη τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη. Τό ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ἐδημοσιεύθη σέ 4 συνέχειες στήν ἐφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ, στις 4,11,18 Φεβρουαρίου καί 4 Μαρτίου τοῦ 1907. Τό ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΩΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΟΛΙΣ ἐδημοσιεύθη τό 1896 στο λεύκωμα Η ΕΛΛΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ τοῦ 1896. Ἡ συνέντευξη τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη εἶναι ἀπό τό περιοδικό ΕΨΙΛΟΝ τῆς Ἐλευθεροτυπίας τό 1997.
1
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑI ΚΟΙΝΩΝΙΑ
( ἐφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ)
(4/2/1907)
Lingua nova Greca inventa... « Ἀνεκαλύφθη νέα τις γλῶσσα καλουμένη Ἑλληνική· προσέχετε ἀπ’ αὐτῆς, ὅτι ὄργανον τυγχάνει μαγείας, ἀκολασίας καί πάσης μαγγανείας· πλήρης δέ ἐστί βλασφημιῶν, καί οὐαί τῷ γινώσκοντι καί μίαν ἤ δύο ἐξ αὐτῆς λέξεις».
Ἱεροκήρυξ Γάλλος τοῦ ΙΓ' αἰῶνος, διδάσκων ἀπό τοῦ ἄμβωνος, ἔδιδεν εἰς τούς ἀκροατάς του τάς ἀνωτέρω πληροφορίας. Καί τότε μέν ἡ διδαχή του ἤχησεν εἰς τά ὦτα τοῦ ποιμνίου του ὡς ἐπίκαίρος νουθεσία· ἀλλά πού νά ἤξευρεν, ὁ μακάριος, ὅτι ἔμελλε νά ἔλθη ποτέ χρόνος ὁπότε καί προφητικήν τινα ἔννοιαν ἴσως θά προσελάμβανον οἱ λόγοι του.
Τότε μέν εἰς τό Παρίσι εἶχεν ἀνακαλυφθῆ, ὡς φαίνεται, νέα γλῶσσα, Ἑλληνική καλουμένη· σήμερον δέ, ὄχι μία, ἀλλά περισσότεραι ἑλληνικαί γλῶσσαι συγχρόνως ἔχουν ἐπινοηθῆ· ἄλλη μᾶς ἔρχεται ἀπό το Παρίσι, καί ἄλλη ἐπιδημεῖ ἐνθρονισμένη ἐδῶ, εἰς τάς Ἀθήνας· καί ὅλαι λαλούμεναι, γραφόμεναι, καί ἀναγινωσκόμεναι ἀνά Ἑλλάδα πᾶσον καί τήν ἄγλωσσον, ἠχοῦσιν ὡς «σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τέρας».
Πρό χρόνων πολλῶν ἔχω ἀναγνώσει κάπου ἕν ἀνέκδοτον δι’ ἕνα ἀρχαῖον κριτικόν, ὅστις ἀφοῦ ἐξήτασεν ἀκριβῶς καί λεπτομερῶς ἕνα μέγαν ποιητήν, καί τοῦ ηὗρε πολλά καί μεγάλα σφάλματα, ἔκαμε συλλογήν ἐν εἴδει ὁρμαθοῦ ἤ κομβολογίου ἀπό ὅλα τά σφάλματα ταῦτα, καί τά προσέφερεν ὡς ἀφιέρωμα εἰς τόν βωμόν τοῦ Ἀπόλλωνος. Δέν ἠξεύρω ἄν ἦτο αὐτός ὁ Ζωίλος, ὁ ἐπικριτής τοῦ Ὁμήρου, τοῦ ὁποίου τάς ἐπικρίσεις ἀνεσκεύασαν ἄλλοι εὐσυνείδητοι, καί θαυμασταί τοῦ Ὁμήρου, κριτικοί. «Ἐνταῦθα ἐπιφύεται Ζωίλος ὁ Ὁμηρομάστιξ», ὑπομνηματίζει εἰς τό I, νομίζω, τῆς Ὀδυσσείας ὁ Εὐστάθιος, ὁ διάσημος σχολιαστής. Ὁ σοφός τῆς Θεσσαλονίκης ἀρχιεπίσκοπος δέν δύναται νά ἐννοήση πῶς ἔκρινεν ὡς παράλογον ὁ Ζωίλος τό «ἕξ ἀφ’ ἑκάστης νηός ἐρίηρες ἑταῖροι», καί τό «οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτός ἄνηρ, οὐ καταβαίη», καί ἀλλά τοιαῦτα. Ἐν τῇ περιγραφῇ μιᾶς ναυμαχίας ὁ Ὁμηρος λέγει ὅτι ὁ Ὀδυσσεύς ἔχασεν ἀνά ἕξ συντρόφους ἀπό ἕκαστον τῶν πλοίων του. Πῶς γίνεται; ἐρωτᾷ ὁ Ζωίλος. Καί ἀπαντᾷ ὁ Εὐστάθιος ὅτι ὁ ποιητής δέν ἠδύνατο νά μεταχειρισθῆ τό ἀριθμητικόν ἑβδομήκοντα (δώδεκα ἦσαν αἱ νῆες τοῦ Ὀδυσσέως, ὅθεν 6x12=72), διότι ἡ λέξις δέν εἶναι κατάλληλος πρός κατασκευήν δακτύλου· διά νά κάμη σπονδεῖον, ἔπρεπε νά διπλασιάση τό μ, καί τοῦτο δέν ἐπετρέπετο, ἄλλως θά ἦτο ἄκομψον. Ὅθεν ἐπροτίμησε νά εἴπη μέ πολλήν χάριν «ἕξ δ’ ἀφ’ ἑκάστης νηός», κτλ.
Πάλιν εἰς τόν στίχον «οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτός ἀνήρ, οὐ καταβαίη», ὁ Ζωίλος, καγχάζων χαιρεκάκως, ἐπιφωνεῖ· Ὤ τῆς ἀνοησίας τοῦ μεγάλου ποιητοῦ σας! Ἀφοῦ ὁ βράχος, τόν ὁποῖον περιγράφει, εἶναι τόσον ὑψηλός, τόσον τραχύς καί ἄβατος, ὥστε ἀδύνατον εἶναι θνητός ἄνθρωπος ν’ ἀναβῆ ἐκεῖ ἐπάνω, εἶναι κατάφωρος παραλογισμός τό νά προσθέτη ὅτι ἀδύνατον ἦτο νά καταβῆ ἐκεῖθεν· διότι πῶς θά ἠδύνατο νά εὑρεθῆ ἐκεῖ ὑψηλά, ἀφοῦ ἀδύνατον ἦτο ν’ ἀνέλθη;
Βλέπετε τάς λεπτολογίας τοῦ πονηροῦ Ζωίλου, ὅστις ὀφείλει εἰς τόν Ὅμηρον καί μόνον τό ὅτι κατώρθωσε καί αὐτός νά σώση τ’ ὄνομά του ἐκ τῆς λήθης —καί νά γίνη τοῦτο παροιμιῶδες μάλιστα ὡς συνώνυμόν τοῦ κακοβούλου ἐπικριτου. Ἀλλ’ ὁ θεῖος ποιητής, ἀπαντᾷ ὁ Εὐστάθιος, δέν ἔχει ἀνάγκην τοιούτων λεπτολογιῶν, εἶναι ἀετός ὑψιπετής, καί εἰς τήν τολμηράν πτῆσίν του ἠδύνατο, καί διά θείας βουλῆς, καί δι’ ὑπερφυοῦς θαύματος νά θέση ἐκεῖ ἕνα θνητόν ἄνθρωπον, ὅστις θά ἠδύνατο ν’ ἀναβιβασθῆ, ἄν καί δέν ἠδύνατο ν’ ἀναβῆ αὐτοβούλως.
Ἄς ἐπανέλθω τώρα εἰς τόν κριτικόν, ὅστις εἶχε προσφέρει τά ψεγάδια ἑνός ποιητοῦ ὡς δῶρον εἰς τόν Ἀπόλλωνα. Τότε ὁ θεός, λέγει ἡ παράδοσις, διέταξε τόν ἱερέα του νά ἐκλικμίση ἤ νά κοσκινίση σῖτον ἐπάνω εἰς τόν βωμόν, καί ἀφοῦ τοῦτο ἔγινεν, ἐκράτησεν ὁ Ἀπόλλων τόν σῖτον, καί εἰς τόν κριτικόν διέταξε νά δοθῶσι τά σκύβαλα καί τ’ ἄχυρα ὡς ἀμοιβή διά τόν κόπον του. Καί ὁ κριτικός τά ἐπῆρε «πλυμένα κι ἄπλυτα», κ’ ἔφυγε, καί ἀκόμη φεύγει.
Δέν ἔπαυσαν τ’ ἄχυρα καί τά σκύβαλα τοῦ πολιτισμοῦ νά μᾶς ἔρχωνται διαρκῶς μέ τήν πνοήν τῶν ἀνέμων. Ὅλοι οἱ ἀργέσται καί οἱ ζέφυροι καί οἱ ἰάπυγες μᾶς φέρουν τ’ ἀπορρίμματα, τά καθάρματα τῶν δογμάτων καί τῶν θεωριῶν, τῶν μεθόδων καί τῶν τρόπων, τῶν ἠθῶν καί τῶν ἕξεων, ἀπό τήν Ἑσπερίαν.
Ἐπειδή περί γλώσσης πρόκειται, ἰδού ὅτι, ἄν ἡ Βολαπούκ, ἡ μακαρίτισσα, δέν εἶχε προφθάσει νά εὕρη ὀπαδούς εἰς τήν Ἑλλάδα, ἡ διάδοχος ἐκείνης, ἡ Ἐσπεράντο, μᾶς ἦλθεν ἐνωρίς — καί δέν πρέπει νά μᾶς μέμφωνται ὅτι ὑστεροῦμεν εἰς τόν πολιτισμόν. Ἐδιάβασα εἰς τάς ἐφημερίδας ὅτι ἔγινε διάλεξις, καί ἱδρύθη κάτι ὡς σχολή τῆς καίνοφανοῦς γλώσσης, καί μέθοδος εἰσήχθη, καί ὀπαδοί ἀρκετοί προσῆλθον, προτιμῶντες τήν Ἐσπεράντο ἀπό τήν μητρικήν των καί ἀπό πᾶσαν ἄλλην γλῶσσαν. Εὖγε, καλῶς βαίνομεν. Ἄς εὐχηθῶμεν καλήν πρόοδον εἰς τούς νεογλωσσίτας.
Χθές πάλιν ἐδιάβασα εἰς μίαν ἐφημερίδα ὅτι μᾶς ἦλθαν Μορμῶνοι ἀπό τά ἐνδότερα τῆς Ἀμερικῆς, μέ σκοπόν νά μᾶς προσηλυτίσουν εἰς τήν θρησκείαν των, καί νά εἰσαγάγουν παρ’ ἡμῖν τήν πολυγαμίαν.
Καί ἡ ἔλευσις αὕτη τῶν ἱεραποστόλων εἶναι τῷ ὄντι ἐπίκαίρος, διότι ἀφοῦ γλῶσσα καί θρησκεία εἶναι τά κυριώτερα γνωρίσματα ἔθνους, συγχρόνως μέ τήν Ἐσπεράντο, ἔπρεπε νά μᾶς ἔλθη καί ὁ Μορμωνισμός. Πλήν μή τυχόν πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι καί νομίζουσιν ὅτι ἔχομεν ἐδῶ μονογαμίαν; Ἐδῶ ἡ μέν παλλακεία καί κοινογαμία εἰς τήν ἀνωτέραν, τήν μέσην, καί τήν κατωτέραν τάξιν, αὐξάνει καί διαδίδεται, τά δέ διαζύγια πληθύνονται ὅπως τά μανιτάρια μέ τόν ὑγρόν καίρόν. Οἱ δέ ἀγαθοί ἱεράρχαι μας, νευρόσπαστα εὐχείρωτα καί εὐπειθῆ, εὐλογοῦντες τήν ἡμέραν ἕνα γάμον, ἀπαγγέλλουσι μετά στόμφου τά λόγια τῆς εὐχῆς: «οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω». Εἶτα, ὀλίγον καίρόν ὕστερον, ἐκδίδουσι, περί τοῦ ἰδίου ἀνδρογύνου, ἔγγραφον οὕτως ἔχον: «ὡς δικαστικῶς διαζευχθέντες, θεωροῦνται καί ἐκκλησιαστικῶς κεχωρισμένοι». Εἶτα, μετ’ ὀλίγους μήνας πάλιν, οἱ ἴδιοι εὐλογοῦσι τόν γάμον τοῦ ἑνός ἐκ τῶν διαζευχθέντων μετ’ ἄλλου προσώπου, καί πάλιν ἀπαγγέλλουσιν ἠχηρᾷ τῇ φωνῇ τήν εὐχήν: «οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω...»
Πλήν τί λέγω;... ἐδῶ πρόκειται περί γλώσσης. Πρός τί αἱ παρεκβάσεις; Ἀρκοῦσι πλέον τά προοίμια.
Δέν ἠξεύρω διατί, πρό χρόνων, ὅταν ἐσκεπτόμην ἄν ἔπρεπε νά γράψω τήν παροῦσαν μελέτην, ἐσχεδίαζα νά τήν ἐπιγράψω, Τά ξόανα. Διατί ἆρα; Μήπως ἐσκόπουν ν’ ἀπαντήσω εἰς «Τά εἴδωλα» τοῦ μακαρίτου Ροΐδου; Πολύ ἀμφιβάλλω ἄν ὑπῆρχε τοιαύτη μυχία σκέψις μέσα μου.
Πλήν ποἰους τάχα θά ἐννοοῦσα «ξόανα»; Κ’ ἐγώ δέν ἠjεύρω. Ἴσως ὅμως δυνηθῶ νά τό εἴπω, ἄν συνεχίσω τήν παροῦσαν μελέτην.
Α
(11/2/1907)
Πρίν ἀκόμη εἰσέλθωμεν εἰς τήν οὐσίαν τῆς παρούσης διατριβῆς, εἰσήλθομεν εἰς τό Τριώδιον... Ὁποία, τῷ ὄντι, γόνιμος ἐποχή! Ἐφέτος, ὡς ἔμαθα, γίνεται ἀπόπειρα πρός ἐπανίδρυσιν τῶν ἀρχαίων Διονυσίων... Εὖγε! Τοὐλάχιστον αὐτό εἶναι Ἑλληνικόν, καί δέν θά ξαναγίνη, ἐλπίζω, λόγος περί εἰσαγωγῆς τῆς Μι-καρέμ τῶν Παρισιανῶν παρ’ ἡμῖν, ὅπως ἔγινε δίς ἤδη. Φαντασθῆτε Μισοσαράκοστο μέ ὄργια, μεταμφιέσεις καί τήν κραιπάλην! Καί ὅμως ὅλα γίνονται. Τό κοινόν ἔχει ἀνάγκην θεαμάτων, τοῦ χρειάζονται τρία, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἰταλοί ἡγεμόνες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μακιαβέλη. Ἡ νεολαία διψᾷ ἡδονάς. Περί τάς ἀρχάς τοῦ θέρους τοῦ ἔτους 1897, πρίν ὑπογραφῆ ἀκόμη ἡ ἀνακωχή, ἤ πρίν συναφθῆ ἡ συνθήκη εἰρήνης, ἡ νεολαία τῶν Ἀθηνῶν ἦτο πολύ δυστυχής. Ἐπί δύο ἑβδομάδας εἶχον διακοπῆ τά θεάματα.
Πολλάκις ἤδη εἶχε παρατηρηθῆ ὅτι, εἰς ἐποχάς ἐμφυλίων ἤ ἐξωτερικῶν πολέμων, στάσεων, σπαραγμῶν, λοιμοῦ, πυρός καί μαχαίρας, ἡ δίψα πρός τάς ἡδονάς μεγάλως αὐξάνει. Τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοί ἄδετε. Ἄνθρωποι ἤ κοχλίαι, τήν ἰδίαν συναίσθησιν εὐθύνης φέρουσι διά τάς πράξεις των. Διάφοροι χρονικογράφοι ἐφημερίδων παρετήρησαν πρό χρόνων, ὅτι ἦσαν ἄξιοι οἴκτου οἱ Ἀθηναῖοι, ἐπειδή ἔχουν μεγάλην σοβαρότητα, ἀλλ’ ἔχουν ἀνάγκην καί δόσεώς τινος φαιδρότητος, τήν ὁποίαν οἱ γράφοντες, μέ τά ὡραῖα χρονογραφήματά των, ἐπροσπαθοῦσαν νά τούς ἐμφυσήσουν... Ἄλλοι πάλιν φρονοῦν ὅτι ὑπάρχει τοὐναντίον μεγάλη ἔλλειψις σοβαρότητος εἰς τόν τόπον αὐτόν, ἀλλ’ οἱ χρονικογράφοι τῶν ἐφημερίδων ὠνόμαζον σοβαρότητα τήν σκυθρωπότητα, καί ὅτι ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐζητοῦσαν νά ἐμφυσήσουν εἰς τούς Ἀθηναίους, ἦτο ἐλαφρότης καί ὄχι φαιδρότης. Ἄλλως περιττός ὁ κόπος των, διότι καί ἡ ἐλαφρότης ὑπάρχει ἐν ἀφθονίᾳ εἰς τόν τόπον αὐτόν. Ὅπου σοβαρότης, ἡ φαιδρότης ἐπέρχεται ἀφ’ ἑαυτῆς ὡς ἀναγκαία ἀντίδρασις, ὅπου δέ ἐλαφρότης, ἡ σκυθρωπότης ἐπέρχεται ὡς ὀφειλομένη βαρεῖα τιμωρία.
Ἄλλος χρονικογράφος ἐπρότεινε γνώμην ὅτι ἔπρεπεν αἱ ἡμέραι τῆς Ἀπόκρεω νά ἑορτάζωνται πολύ πανηγυρικῶς καί λίαν ἐπιβλητικῶς εἰς τάς Ἀθήνας — διά νά ἑλκύωνται, ἔγραφεν, ἀπό τάς ἐπαρχίας οἱ ἄνθρωποι, νά συρρέωσι φέροντες χρήματα εἰς τάς Ἀθήνας!!! Ὡς νά εἶχεν ἀφήσει ἡ πρωτεύουσα ἀρκετά χρήματα εἰς τό βαλάντιον τῶν πτωχῶν ἐπαρχιωτῶν, τῶν εἱλώτων τούτων, καί ὡς νά μή ἦσαν ὑπόχρεοι διά μυρίας ἄλλας ἀφορμάς νά ἐπισκέπτωνται οὗτοι συχνά τάς Ἀθήνας ! Ὅλ’ αὐτά, ὅπως καί τόσα ἄλλα ἐγράφησαν, ἐτυπώθησαν, καί ἀνεγνώσθησαν, καί ὁ χάρτης δέν ἐσχίσθη, καί τά γράμματα δέν ἐρράγησαν, καί ἡ μελάνη δέν ἀνεπήδησε μέχρι τοῦ προσώπου τοῦ γράψαντος. Πράγματι ἡ ἐποχή αὐτή τῶν «ἈπόκρεΩ» (sic) εἶναι τό φόρτε μερικῶν δημοσιογράφων.
Πρό τριακονταετίας εἰς τόν Ἀθηναϊκόν Τύπον, ἡ λέξις αὐτή ἐτονίζετο εἰς τήν παραλήγουσαν, αἱ Ἀποκρέω. Εἶτα ὁ στιβαρός Κόντος, τοῦ ὁποίου τόν ζυγόν δυσκόλως ὑπέφερον οἱ γράφοντες, καί τινες μάλιστα ἐπροσπάθουν μάτην νά τόν γελοιοποιήσουν —καί ὅμως, μέ τόν καίρόν οἱ ἴδιοι ὑπέκυψαν— ὑπέδειξε τό ὀρθόν. Ἀλλ’ ὅμως ἐστάθη ἀδύνατον νά μάθωσι τήν κλίσιν τῆς λέξεως, καί σήμερον ἀκόμη εἰς τόν Τύπον ἐν γένει γράφεται ἡ Ἀπόκρεω, τάς Ἀπόκρεω. Καί ὅμως, εὐκολώτατον θά ἦτο, πρίν γράψη τις τό ὄνομα, ν’ ἀναλογίζεται πῶς θά εἶχεν ἄν δέν ἦτο τῆς Ἀττικῆς κλίσεως, ἀλλ’ ἁπλῶς δευτερόκλιτον. Ἡ ἀπόκρεος, ἄρα ἡ ἀπόκρεως, τάς ἀτιοκρέους, ἄρα τάς ἀπόκρεως.
Ὑπομονή διά τάς ἄλλας πτώσεις· ἀλλ’ ἡ γενική πληθυντική; Ὡς φαίνεται, οἱ νεαροί δημοσιογράφοι μας δέν ἐπέρασαν ἀπό τήν β' τοῦ Ἑλληνικοῦ, καί δέν ἔμαθαν ποτέ ὅτι « ἡ γενική πληθυντική ὅλων των πτωτικῶν λήγει εἰς ων, καί δι’ αὐτό λέγεται μέση». Ἐκτός μιᾶς ἐφημερίδος (τοῦ Νέου Ἄστεως) ὄλαι αἱ ἄλλαι γράφουσι τῶν Ἀπόκρεω. Διατί ὄχι; Κατά τούς ψυχαριστάς, ἡ γενική πληθυντική διφορεῖται· τῶν ἀνθρώπω καί τῶν ἀνθρώπωνε, τῶν γυναικῶ, καί τῶν γυναικῶνε. Ἤ πρέπει νά τό κλαδεύση τις, ἤ νά τοῦ προσθέση μίαν φούντα. Μόνον εἰς τήν γνησίαν μορφήν δέν πρέπει νά τό γράψη, διότι ἀλλοίμονον εἰς ὅσους γράφουν τήν καθαρέβουσα.
Ἀρκοῦν τόσα διά τό ὄνομα τῆς Ἀπόκρεω, ἀλλά καί πόσας δέν ἔχομεν ἀποκριάτικες λέξεις; — Φαίνεται ὅτι ἡ Ἀπόκρεως πράγματι παρατείνεται καί εἰς ὄλας τάς ἄλλας ἐποχάς τοῦ ἔτους, διά τοῦτο ἔχομεν τόσα καί τόσα ἀποκριάτικα ὀνόματα καί πράγματα. Χθές ἔδια- βάζα εἰς μίαν ἐφημερίδα μίαν ὡραίαν πράγματι λέξιν «τῆς δολτσεφαρνιεντιζούσης Κυβερνήσεως». Ὤ,, πλαστικότης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης! Ἰδού πώς ἀπό μίαν ἰταλικήν παροιμίαν πλάττεται αἴφνης μία χαριεστάτη μετοχή. Τί σημαίνει ἄν τά ἐννέα δέκατα τῶν ἀναγνωστῶν δέν θά καταλάβωσιν τί θέλει νά πῆ τοῦτο; Μήπως εἶναι βέβαιον ἄν ὁ συντάκτης ὁ ἴδιος ξεύρει ἰταλικά; Τί πρός τοῦτο. Ὁ Τύπος, βλέπετε, ὁ Ἀθηναϊκός, εἶναι προωρισμένος διά τάς Ἀθήνας καί τόν Πειραιᾶ. Ὁ δημοσιογράφος, ὅταν πιάση τήν πένναν, ἐπ’ αὐτῶν τῶν δύο πόλεων βασίζεται, διότι ἀπό τήν κυκλοφορίαν τήν εἰς τάς δύο πόλεις ζῆ κυρίως ὁ Τύπος. Καί εἰς τάς πόλεις αὐτάς οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνεπτυγμένοι — καί πρέπει νά ξεύρουν τί θά πῆ ὄχι μόνον ραστώνη ἑλληνιστί, ὄχι μόνον τουρκιστί ραχάτι, ἀλλά καί ἰταλιστί δόλτσε ἔ φάρ νιέντε.
Διά τοῦτο βλέπεις νά εἰσάγωνται τοιαῦται λέξεις, ὁποία ἡ μπάντα τῆς μουσικῆς ! λόγου χάριν. Ἄν εἰς τήν γνησίαν δημώδη γλώσσαν, ἡ λέξις σημαίνει τήν πλευράν ἤ τήν ἄλλως μεριά, ἀδιάφορον. Ἐκεῖνα εἶναι παλαιά, χωριάτικη γλώσσα, demondee· ἐτελείωσε. Ἀρχαῖα καί διϊπολιώδη καί τεττίγων ἀνάμεστα. Ἐάν τώρα ἡ bande γίνεται ἴσως ἀπό τό binden (δένω), ἔαν ἔχη παραπλησίαν τήν ἀρχήν καί προέλευσιν, ὅπως ἡ λέξις σπεῖρα, ἔαν ἡ ἰδία bande σημαίνη ἐν γένει συμμορίαν, καί ἄν ἔχη παράγωγον τό bandie, ἀδιάφορον καί πάλιν. Ἀλλ’ αἱ λέξεις χορός, θίασος, ὅμιλος, ὀρχήστρα, τίποτε δέν σημαίνουν. Ἡ μπάντια, αὐτή εἶναι ἡ λέξις τῆς μόδας.
Εἶδα ὅτι καί ἐπίτροποι ἐκκλησίας, ἀναγγέλλοντες λιτανείαν, ἀνέφερον καί «μπάντα μουσικῆς». Ἀλλά πόσα δέν διαπράττουν αὐτοί οἱ ἐπίτροποι! Ὅπου εἶναι πανήγυρις, ἀναγγέλλουν ὅτι θά καοῦν καί ροκέτες! Καί θῦμα ἔγινεν ἔξωθεν μιᾶς ἐκκλησίας, πρό ὀλίγων μηνῶν, μία πτωχή γυνή. Ἀλλ’ αἱ ροκέτες ὅμως δέν ἔπαυσαν.
Πρό τινος χρόνου, οἱ ἐπίτροποι ναοῦ τινος, ἀπό μίαν τῶν κυριωτέρων ἐπαρχιακῶν πόλεων, ἔστειλαν τηλεγράφημα, ὅπου μετά σύντομον περιγραφήν τῆς γενομένης τελετῆς ἐπί τινι ἐπετείῳ, ἐπρόσθετον τάς λέξεις: «Μνημόσυνον μεγάλως ἐπέτυχε». Εἰκότως· διότι ἐφαντάζοντο τό σύνολον ὡς ἁπλοῦν θέαμα.
Β'
(18/2/1907)
«Τόν τραυματίαν μετέφερον εἰς τόν Σταθμόν, ὅπου ἔλαβε τάς πρώτας βοηθείας· μεθ’ ὅ, ἀπεβίωσε...»
Τό ἀνωτέρω εἶναι ὑπόδειγμα σχεδόν πρότυπον, λίαν παραστατικόν περί τοῦ πῶς γράφεται ἡ Ἑλληνική γλῶσσα τήν σήμερον εἰς τόν ἀθηναϊκόν τύπον. Συνίσταται ἀπό ἕνα βαρβαρισμόν εἰς τήν ἀρχήν, ἀπό ἕνα ξενισμόν εἰς τό μέσον, καί ἀπό ἕνα ἀστεῖον παραλογισμόν μετ’ ἀκυρολεξίας περί τό τέλος.
Ἀορίστους ὅπως τό μετέφερον (ἀνήγγειλον, διένειμον κτλ.) μεταχειρίζονται καθημερινῶς εἰς διαφόρους ἐφημερίδας πολλοί ρεπόρτερς. Ἀλλά διατί δέν προτιμῶσι τά ὀρθά, ἀνήγγειλαν, διένειμαν; Ἁπλούστατα, διότι αὐτά τούς φαίνονται κοινά, καί σχεδόν χυδαῖα, φαντάζονται ὅτι τό ἑλληνικόν πρέπει νά λήγη τουλάχιστον εἰς ον, ὅπως εἰς τούς παρατατικούς, οὕτω καί εἰς τούς ἀορίστους. Θά εἰπῆτε δέν ἐπέρασαν ἀπό τήν β' τάξιν τοῦ Σχολείου; Βεβαίως, αὐτό εἶναι ἤ λέξις.
Ἀλλά τί ὠφελοῦν τά Σχολεῖα, οἱ διδάσκαλοι, τά βιβλία, αἱ γραμματικαί; Δι’ ἕνα ἑλληνόπαιδα αὐτά εἶναι σκοτούρα. Τώρα κηρύττεται πλέον φανερά ἡ ἀγραμματωσύνη, καί τό ἀνωφελές τοῦ ὀρθῶς γράφειν ἤ ὁμιλεῖν.
Ἄς ἔλθωμεν τώρα εἰς τάς πρώτας βοηθείας. Ἑλληνιστί βεβαίως τοῦτο καλεῖται «προχείρους», καί οἱ Σταθμοί αὐτοί βεβαίως ἔπρεπε νά ὀνομάζωνται «προχείρων βοηθειῶν». Ἀλλά τί μᾶς χρειάζεται τό ἑλληνικόν τῆς ἐκφράσεως; Ἀφοῦ οἱ Γάλλοι εἰς τήν γλῶσσάν τους καλοῦσι ταῦτα «τάς πρώτας βοηθείας», καί ἡμεῖς θά ὠνομάζομεν τό ἴδιον πρᾶγμα «προχείρους βοηθείας»; Ὤχ, ἀδελφέ! Μήπως ἡ Ἑλλάς φιλολογικῶς δέν εἶναι «μία ἐπαρχία» τῆς Γαλλίας, ὅπως εἶπε πρό χρόνων ὁ κ. Γρ. Ξενόπουλος;
Λοιπόν ὁ παθών, ἀφοῦ ἔλαβε τάς πρώτας αὐτάς βοηθείας, ἀπεβίωσε.
Τό ρῆμα ἐπεκράτησεν ἐπί αἰῶνα ἤδη. Θά ἦτο πλέον ἐντροπή νά γράφη τις, ἀπέθανε. Τό περίεργον εἶναι ὅτι μία καί ἡ αὐτή πρόθεσις, ἡ ἀπό, φαίνεται νά ἔχη τήν ἰδιότητα, εἰς δύο ἐναντιώτατα ρήματα, τό βιοῦν καί τό θνήσκειν, προστιθεμένη, νά παράγη δύο συνώνυμα, τό, ἀπεβίωσε, καί, ἀπέθανε· καί πάλιν ἡ ἰδία ἡ ἀπό εἰς τό ἀποζῆ τις νά σημαίνη τό μετά δυσκολίας ζῆ, εἰς δέ τό ἀπεβίωσε, τό ἔπαυσε νά ζῆ.
Ἡ δεσπόζουσα μανία εἰς τήν χρῆσιν καί τήν ἐπικράτησιν τοῦ ἀπεβίωσε εἶναι ἐκείνη ἥν ἀτελῶς ὑπηνίχθημεν ἀνωτέρω· ἡ μανία τοῦ περιφρονεῖν τά κοινά καί πεπατημένα, καί νομίζειν αὐτά ὄχι ἕλληνικα. Τό ἑλληνικά, κατά τήν ἀντίληψιν τῶν πολλῶν, ἐσήμαινεν ἄρρητα θέματα, λεξίδια ὄχι συνήθη εἰς τόν κοινόν λόγον. Ἀλλά μέ τήν λογικήν καί τήν μέθοδον αὐτήν κατήντησε νά γίνη ὅλη σχεδόν ἡ γλῶσσα νόθον καί κίβδηλον κατασκεύασμα, ἄκομψον, καί κακόζηλον· τεχνητόν καί κατά συνθήκην.
Ὅταν ἤμην παιδίον, μία γραῖα γειτόνισσα μοί ὑπηγόρευε μίαν τῶν ἡμερῶν, γράμμα πρός τόν σύζυγον τῆς ἐγγονῆς της, ὅστις ἐταξίδευεν ὡς λοστρόμος μέ τά καράβια.
Γράψε, εἶπεν ἡ γριά Φραγκούλαινα, τό Ἀργυρώ εἶναι γκαστρωμένη, τριῶν μηνῶν, (δηλαδή ἡ σύζυγος τοῦ πρός ὅν ἡ ἐπιστολή).
Ἐγώ ἔγραψα: « τό Ἀργυρώ εἶναι γκαστρωμένη».
« Ὅταν ὅμως ἀπήτησε νά τῆς ξαναδιαβάσω, πρίν τό κλείσω, ὅλον το γράμμα, τότε ἔκαμε παρατήρησιν:
— Μή γράφης «γκαστρωμένη», εἶπε, δέν τό γράφουν ἔτσι.
— Πῶς νά γράψω;
— Γράψε εἶναι παραβαρεμένη·.
Ἐγώ ἔσβησα τό «γκαστρωμένη», κ’ ἔγραψα: « τό Ἀργυρώ εἶναι παραβαρεμένη...»
Τό μάθημα ὑπῆρξε λίαν διδακτικόν. Καίτοι ἀγράμματη, ἡ γραῖα μ’ ἐδίδαξεν ὅτι, εἰς τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν, ἄλλως νοοῦμεν, ἄλλως ὁμιλοῦμεν, καί ἄλλως γρά- φομεν.
Ἴσως τό ἐνδόμυχον ἐλατήριον τῆς ἀρχαϊκῆς γραίας ἦτο μία λεπτοφυεστάτη ἀνάγκη εὐφημισμοῦ. Ἀλλ’ ἰδού ὅτι ὁ εὐφημισμός ἐκεῖνος ἐπεκτείνεται καί εἰς ὅλην τήν γλῶσσαν, καί καταντᾶ, ὅπως ὁ χωρικός συστέλλεται νά εἴπη «ἡ γυναίκα μου», καί λέγει «ἡ νοικοκυρά μου, ἡ φαμίλια μου» (τό ὁποῖον εἶναι ἐπαινετόν ἄλλως), οὕτω καί οἱ γράφοντες νά μή θέλουν νά γράψουν λ.χ. ἀπέθανε, ἀλλά ἀπεβίωσε.
Ὅπως ἕν ζωντανόν σῶμα δέν δύναται νά ζήση δι’ ἐνέσεων, τρόπον τινά, ἀπό κόνιν ἀρχαίων σκελετῶν καί μνημείων, ἄλλο τόσον δέν δύναται νά ζήση, εἰμή μόνον κακήν καί νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον μέ τουρσιά καί μέ κονσέρβας εὐρωπαϊκάς. Ἔχει πολλάς ἀνάγκας καί ἀδυναμίας ἡ γλῶσσα. Ἔχει τήν δεσπόζουσαν ἀνάγκην καί τήν ἀδυναμίαν τοῦ νεωτερισμοῦ. Φοβερά εἶναι τοῦ ξενισμοῦ ἡ ἐπίδρασις. Εἶναι ἀναγκαιότατον κακόν, τό ὁποῖον ποτέ δέν ἀπείργεται. Ἐάν κλείση τις τήν θύραν, θά εἰσἐλθη διά τῶν παραθύρων ἐάν κλείση τά παράθυρα, θά εἰσδύση διά τῶν ρωγμῶν καί σχισμάδων· ἐάν στουπώση τις τάς σχισμάδας, θά εἰσχωρήση ἀοράτως δι’ αὐτοῦ τοῦ συμπαγοῦς σώματος τῆς οἰκοδομῆς.
Ὑπάρχει καί ἀλληλεγγύη, ἐπί τέλους. Ἀδύνατον εἶναι γλῶσσα ζωντανή, σύγχρονος, ἔχουσα πόθον καί ἀξίωσιν νά ζήση, νά μή αἰσθάνεται βαθεῖαν τήν ἀλληλεγγύην. αὐτήν. Ἀλλ’ ἡ γλῶσσα ἡ Ἑλληνική ἔπρεπε (νά) βλέπη μακράν, ὡς φάρον παμφαῆ, τήν λαμπράν αἴγλην τῆς ἀρχαίας, χωρίς νά ἔχη τέρμα τόν φάρον αὐτόν. Ὁ φάρος ὁδηγεῖ εἰς τόν λιμένα, δέν εἶναι αὐτός λιμήν.
Πάλιν, τάς γλώσσας τάς νεωτέρας ἔπρεπε νά τάς ἔχη σύμπλους, χωρίς νά ρυμουλκῆται ἀπό καμμίαν ἕξ αὐτῶν. Διότι (ἄν) ὁ νεωτερισμός εἶναι ἀνάγκη, δέν ἕπεται ὅτι πρέπει νά τό παρακάμνωμεν εἰς τόν νεωτερισμόν. Τό ζήτημα δέν εἶναι πῶς νά ἐμφορηθῶμεν κατά κόρον ἀπό ξενισμούς, ἀλλά πῶς νά φέρωμεν ἀντίδρασιν, πῶς νά μετριάσωμεν τήν ἀνάγκην τοῦ ξενισμοῦ. Χαλινοῦ καί ὄχι πτερνιστῆρος ἡ ὀργῶσα φύσις ἔχει ἄναγκην.
Οὕτω, ὅπου ὀνομασίας καθαρῶς νεωτερικάς δέν δυνάμεθα ν’ ἀποφύγωμεν — οἷον ὀνόματα, φράσεις, τρόπους ἐκφράσεων — ὀφείλομεν νά τάς υἱοθετῶμεν. Ὅπου ὅμως ὑπάρχει τό ἀντίστοιχον, πολύ εὐφωνότερον καί κομψότερον εἰς τήν γλῶσσάν μας, ἐκεῖ πρέπει τό ἑλληνικόν νά προτιμᾶται.
Γ
(4/3/1907)
Ὅπως, ἐπειδή δέν δυνάμεθα ν’ ἀποφύγωμεν ἀπολύτως τούς ξενισμούς, δέν ἕπεται ὅτι καί πρέπει νά εἰσάγωμεν παραπολλούς ξενισμούς ἄνευ ἀνάγκης, ἄλλο τόσον, ἐπειδή ἕν τῶν συμφυῶν ἐλαττωμάτων τῆς γλώσσης μας εἶναι ὁ ἰωτακισμός, δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά εἰσάγωμεν πλειότερα ἰῶτα ἄνευ άνάγκης. Ἰδού εἷς τίτλος ἀναγνώσματος ἐφημερίδος, ὅστις καθημερινῶς ἐτυπώνετο ἐπί μῆνας μέ κεφαλαῖα: «Ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία» (ὄχι εἰς τό Νέον Ἄστυ). Κάποιος εἶπε: — Μά δέν ἔχει αὐτός ὁ δημοσιογράφος αὐτιά; Δέν καταλαβαίνει, ὅτι πρέπει νά ἐξαλείψη τοὐλάχιστον ὡς περιττόν τό Ἡ, τό πρῶτον ἄρθρον; Ἄλλος ἀπήντησε: — Δέν ἔχει· φαίνεται τοῦ τά ἔκοψαν οἱ Βούλγαροι. Τρίτος τις παρετήρησεν: — ἔχει αὐτιά, ἀλλά τά ἔχει διά ν’ ἀκούη τόν ἦχον τῶν πενταλέπτων.
Ὁ λαός εἶπε κινῖνο τήν κινίνην τῶν ἰατρῶν. (Φαντασθῆτε, τρία I, καί δύο gn ἀλλεπάλληλα!). Ὁ λαός εἶναι δημιουργός καί κυρίαρχος, καί ἀφοῦ ὁ λαός, ἐν τῷ δικαίώματί του, εἶπε, λ.χ., φανέλα, καί, μοδίστρα, δέν πρέπει κανείς νά τολμᾶ νά λέγη ἤ νά γράφη φλανέλα, μοδίστα. Ἀλλά τοιαῦτα κατεργάζονται μόνον ἐκφυλισμένοι ἀνθρωπίσκοι.
Εἶναι γνωστόν ὅτι τό ὄνομα τῆς ἰωνικῆς μεγαλοπόλεως εἶναι Σμύρνα, μέ βραχύ μάλιστα ἄλφα, μή δυνάμενον νά τραπῆ ἰωνικῶς, ὅπως φαίνεται εἰς τόν περί Ὁμήρου στίχον· (Σμύρνα, Χίος, Κολοφών, Ἰθάκη, Πύλος, Ἄργος, Ἀθῆναι). Ἐνθυμοῦμαι πρό εἴκοσι ἐτῶν, εἰς τοῦ Μπερνιουδάκη, ἐπίναμεν μπίρα τῆς Βιέννας. Τώρα ὅλος ὁ ὄχλος (τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἐφημερίδων) εἰς τάς Ἀθήνας, λέγει καί γράφει, τῆς Βιέννης. Μήπως ἤκουσε τις ἀπό Ἰταλόν νά προφέρη Viegni, ἤ ἀπό Γάλλον, Viegne; Ὁ πρῶτος προφέρει Βιέννα, ὁ δεύτερος Βιένν’. Ἀλλά πῶς Ἰταλός ἤ Γάλλος θά ἐδέχετο τοιαύτην κουκλοειδῆ λέξιν, καί θά ἠνείχετο τοιαύτην διαστροφήν τῶν στοματικῶν μυῶν, ὀποίαν συνεπιφέρει ἡ ἄμεσος διαδοχή δύο συλλαβῶν μέ δεσπόζοντα ὑγρόν φθόγγον, Vje καί Gn;
Θά ἐφρόνουν, ὅπως ὅλοι, ὅτι ὁ δασκαλισμός εἶναι ὁ ἐχθρός, καί ὅτι πταίει ἡ βιβλιοκαπηλία (μέ ἰῶτα, παρακαλῶ), τό σχολεῖον, ἡ μέθοδος, κτλ. Ἀλλ’ ἤ ἔλλειψις τοῦ αἰσθήματος τῆς εὐφωνίας μέ πείθει ὅτι τό κακόν εἶναι, δυστυχῶς, ριζικώτερον, καί ὁ ἐκφυλισμός βαθύτερος, ἤ ὅσον φαίνεται. Καί ὁ σωλήν τοῦ ὅπλου εἶναι κάννα, καί ὄχι κάννη, ὅπως τό γράφουν οἱ στρατιωτικοί ἤ οἱ δημοσιογράφοι Καί τά φυσέκια, τουφέκια εἶναι φυσέκια, τουφέκια, καί ὄχι φυσίγγια, τυφέκια.
Εἰς τούς Ο΄, ἐν ἀρχῇ τῆς Βασιλειῶν Α' (ἀλλ’ ἐλησμόνησα, ὁ ἐκφυλισμός ἀπαιτεῖ νά ὀνομάζωμεν τήν βίβλον ταύτην Σαμουήλ Α΄, ὅπως τόσοι ἐπιστήμονες ἄνθρωποι ποιούμενοι δῆθεν μνείας καί παραθέσεις ἐκ τῶν Γραφῶν, τήν ὀνομάζουν) ἀμέσως εἰς τό α΄ κεφάλαιον, ἐδ. 2, 3, ἀναγινώσκεται· «Ὄνομα τῇ μιᾷ, Ἄννα, καί ὄνομα τῇ ἑτέρᾳ, Φεννάνα· καί ἦν τῇ Φεννάνᾳ παιδία, τῇ δέ Ἄννᾳ οὐκ ἦν παιδίον». Ἰδού ὅτι Ἑβραϊκά ὀνόματα, κλινόμενα κατά τήν α' κλίσιν τῆς Ἑλληνικῆς, σχηματίζουν τάς πλαγίας μέ ἄλφα. Εἶπέ τις τῆς Ἰωάννης, τῆς Ἀντωνίνης, τήν γενικήν τοῦ Ἰωάννα καί Ἀντωνίνα, δύναταί τις, ἐάν ἔχη ὦτα, νά εἴπη ἡ Χριστίνη, τῆς Χριστίνης; Καί ὅμως ὅλος ὁ τύπος γράφει, ἡ Αἰκατερίνη, ἡ Ἰωσηφίνη, ἡ Κλημεντίνη. Δέν ὑπάρχει καμμία Αἰκατερίνη, ἀλλά μόνον ἡ ἁγία καί πάνσοφος Αἰκατερίνα, τῆς Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Σινᾶ. Ἄλλως, αὐτά πρέπει νά διακρίνωνται καί ἀπό τάς τόσας ὡραίας ἰατρικάς λέξεις, τάς ληγούσας εἰς ίνη, ὅπως καί ἀπό τήν μοσχοβιτίνην, τήν πραποπουλίνην· καί τόσα ἄλλα θαυμάσια πράγματα.·
Ἄλλο ἐλάττωμα τῆς γλώσσης μας εἶναι τό πολυσύλλαβον. Καί διά τοῦτο θά ἦτο εὐκταία ἡ εἰσαγωγή τῆς Βολαπούκ ἤ τῆς Ἐσπεράντο, ἀφοῦ δέν εἶναι δυνατόν νά εἰσαγάγωμεν πάρ ἡμῖν τήν ἀγγλικήν γλῶσσαν ὅλην, αὐτούσιον. Ἀλλ’ εἰς τήν βόρειον Ἑλλάδα, ὅπου εἶναι παλαιότερα τά λαλούμενα Ἑλληνικά (θέλω νά εἰπῶ, ἴσως εἶναι παλαιότεροι οἱ λαλοῦντες Ἕλληνες) ἐτελειοποιήθη κατά τοῦτο ἡ γλῶσσα, φθάσασα μέχρι τοῦ μονοσυλλάβου των λέξεων. Ἀφοῦ οὕτως ἔχει τό πράγμα, ἐάν θέλωμεν νά γράφωμεν τήν δημώδη, διατί νά μή γράφωμεν τού στάρ, τού κθάρ, ὅπως προφέρεται εἰς τήν πατρίδα μου, ἀλλά, τό σιτάρι, τό κριθάρι, ὅπως προφέρουν οἱ ὄψιμοι Ἕλληνες τῶν νοτιανατολικῶν μερῶν; Εἰς τήν πατρίδα μου τό χωράφι ἐάν ἦσαν ἐξ ἀρχῆς Ι καί ΟΥ, ἀλλά μόνον τρέπονται ἐάν ἦσαν ἀρχῆθεν ε καί ο)· ἀλλ’ εἰς τά χωρία τοῦ Πηλίου, μᾶλλον προηγμένα εἰς τήν γλωσσικήν ἐξέλιξιν, προφέρεται τού χ’ ράφ. Ἰδού λοιπόν, στάρ, κθάρ, χράφ. Οὕτω θά ἔπρεπε νά γράφεται ἡ γλῶσσα. Τί μᾶς χρειάζεται ἡ Ἐσπεράντο, καί τό μονοσύλλαβόν τῶν λέξεων τῆς Ἀγγλικῆς;
Ἐπειδή ὅμως ἡ γραφομένη γλώσσα, εἴτε καθαρέβουσα, εἴτε ὅπως ἄν τήν ὀνομάση τις, ἔχει τό ἔλαττωμα τῶν πολυσυλλάβων λέξεων, σημαίνει ὅτι πρέπει νά πλάττωμεν ἡμεῖς, οἱ γράφοντες, ἄνευ ἀνάγκης, πλειοτέρας πολυσυλλάβους λέξεις; Ἰδού, ἀναγνώσατε ἕν δεῖγμα· «προθυμοποιούμενοι νά διαπραγματευώμεθα ἑκάστοτε τα ἐπικινδυνωδέστερα τῶν θεμάτων...» Εἶπέ τις ποτέ εἰς τόν θετικόν ἤ τόν ἀπόλυτον βαθμόν, ἐπικινδυνώδης; Ποῦ εὑρέθη τό ἐπικινδυνωδέστερος; Καί ὅμως, ὅλος ὁ Ἀθηναϊκός τύπος τό γράφει. Ὅταν γράφη τις ἄρθρα διαπραγματεύεται ἤ ἁπλῶς πραγματεύεται περί ἑνός θέματος; Δυνατόν νά διαπραγματεύωνται ἤ νά παζαρεύουν καί οἱ γράφοντες, ἀλλ’ εἰς τοῦτο δέν δυνάμεθα ν’ ἀναμειχθῶμεν. Ὅπως καί ἄν ἔχη, ἡ διά σημαίνει τό μεταξύ δύο γινόμενον.
Δέν ποιεῖταί τις πρόθυμος, ἀλλά γίνεται, ὅπως δέν ποιεῖται φιλότιμος, ἀλλ’ εἶναι ἤ γίνεται. Δέν προθυμοποιεῖται τις, ὅπως καί δέν φιλοτιμοποιεῖται. Ἀλλά προθυμεῖται, ὅπως καί φιλοτιμεῖται. Τί τούς κοστίζει, τούς δημοσιογράφους μας, νά γράφωσι τό ὀρθόν, ἐνῷ εἶναι καί τόσῳ ἁπλούστερον καί συντομώτερον;
Καί ὅμως, φαίνεται ὅτι εἶναι τόσῳ δύσκολον!
2
ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΩΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΟΛΙΣ (1896)
Συνέπεσε μίαν ἑσπέραν, ὥρα καθ' ἥν ἤναπτον τοὺς φανούς, νὰ διέλθω πλησίον του παλαιοῦ Τζαμίου, παρὰ τὰς ποινικάς φυλακάς. Ἐκεῖ, ἔξω εἰς τὸν πρόδομον, ἄνωθεν τῆς πλατείας μαρμάρινης κλίμακος, εἶδον μορφὴν γυναικὸς μὲ μακροὺς λευκοὺς πέπλους, νὰ ἵσταται ἀκίνητος ἔξωθεν τῆς θύρας, ἐπί του προδόμου. Εἶπα: « Ἰδοὺ βγαίνουν ἀκόμη φαντάσματα!» Καὶ ἠσθάνθην κρυφὴν χαράν.
Δὲν ἠρώτησα ἂν εἶχον προορίσει τὸ Τζαμίον ὡς κατάλυμα διὰ γυναικόπαιδα, πρόσφυγας ἀτυχεῖς, ἀποδιωγμένους ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν ἀνεμοζάλην, θύματα τοῦ μίσους καὶ τοῦ φανατισμοῦ. Ὅταν ἀπεμακρύνθην μόνον ἐπαρουσιάσθη ἡ ἐξήγησις, ἡ εἰκασία αὔτη, εἰς τὸ πνεῦμα μου.
Ὑπῆρχον ἀνέκαθεν, ἐκτός τοῦ Τζαμίου τούτου, δύο ἄλλα, ἴσως μικρότερα. Τὸ ἓν εἶχε χρησιμεύσει ὡς φυλακή, ἂν καλῶς ἐνθυμοῦμαι, τὸ ἄλλο ὡς στρατιωτικὸς φοῦρνος. Ἐκεῖνο, περὶ οὗ ἐν ἀρχῇ ὁ λόγος, ἐχρησίμευεν ὡς στρατὼν τῶν ἀνδρῶν τῆς μουσικῆς. Τὸν χορὸν τῶν ὀρχουμένων δερβισῶν διεδέχθη χορὸς μουσικῶν Ἑλλήνων.
Ὅταν ἐτύχαινε νὰ περάσης κάπου ἐκεῖ σιμά, κατ’ ἐκείνους τοὺς χρόνους, ἤκουες τὸν εὐάρεστον καί παρὰξενον ἦχον τῶν χορδιζομένων ὀργάνων καὶ τῶν συλλαβιζομένων ἤ παραλληλιζομένων μελωδιῶν. Καὶ διετὶθεσο τότε εὐθύμως, καὶ ἐνόεις τί θὰ πῆ νὰ εἶναι τὶς δερβίσης.
Γύρω-γύρω, ὑπῆρχον καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη δωδεκάδες μαγειρεῖα καὶ πατσατζίδικα καὶ εἰκοσάδες ταβέρνες. Ἐκεῖ ἦτο ἡ Παλαιὰ Ἀγορά. Ἐκεῖ ἦσαν ὑπόγεια μὲ δεκαπέντε καὶ εἴκοσι σκαλοπάτια κάτω, ὅπου ἦτο κόπος ν' ἀναβῆ τις πλέον, ἅμα ἅπαξ κατέβαινεν. Ἐκεῖ ἐπωλεῖτο ἡ εὐθυμία. Μὲ εἴκοσι ἤ τριάντα λεπτὰ ἠγόραζε τις μεγάλην δόσιν, μέγα ποσὸν εὐθυμίας. Μὲ ἑξήντα λεπτὰ ἠγόραζον ὁλόκληρον τὴν εὐθυμίαν.
Ὅλα αὐτὰ ἦσαν πολὺ γείτονα μὲ τὸ Τζαμίον, ζῶσαν ἀνάμνησιν τῆς παλαιᾶς πόλεως, καὶ στρατώνα τῶν ἀνδρῶν τῆς μουσικῆς. Ἀπὸ ὅλους τους καλλιτέχνας, τοὺς μουσικοὺς ἀγαπῶ περισσότερον. Εἶναι πολὺ καλὰ παιδιά, καθὼς λέγουν οἱ Γάλλοι.
Τώρα δὲν ἠξεύρω πλέον εἰς τί χρησιμεύει τὸ Τζαμίον. Ποτὲ δὲν ζητῶ πληροφορίας. Ἄλλως, οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς Ἀθήνας εἶναι τώρα τόσον πολυάσχολοι, ὥστε διὰ νὰ ἐρωτήσης κανένα τίποτε, πρέπει νὰ τοῦ πλήρωσης τὰ χασομέρια του.
Ὅλα ταῦτα ἴχνη τῆς Τουρκοκρατίας. Ἤκουσα ὅτι οἱ Τοῦρκοι τῶν Ἀθηνῶν ἦσαν πολὺ καλοὶ καὶ φρόνιμοι ἄνθρωποι. Ὡμίλουν ἑλληνιστί. Ἐπονοῦσαν τὸν τόπον. Ὅσοι ἐπέζησαν μετὰ τὴν Ἀνεξαρτησίαν, καὶ ἠναγκάσθησαν ἀπὸ τὰς προλήψεις τῆς φυλῆς των νὰ φύγουν, ἔχυσαν πύρινα δάκρυα. Ἐπώλησαν πλεῖστα κτήματα ἀντὶ ἑκατοντάδων τινῶν γροσίων. Ἄλλοι τὰ ἄφησαν ἔρημα, διὰ νὰ τὰ καταλάβουν οἱ ἡμέτεροι Ἀθηναῖοι.
Ἐκ τῶν προμάχων τῆς Ἀκροπόλεως ὀλίγοι ἐζήτησαν ἤ ἔλαβον μισθοὺς καὶ βαθμούς. Ἐπροτίμησαν ὡς πρακτικοὶ ἄνθρωποι, προβλέποντες τὴν ὑπερτίμησιν τῶν γαιῶν, ν' ἀποκτήσουν περιουσίας. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, εἰς τὰς πολιτικάς δίκας, τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα τῆς διαδικασίας ἦτο ἡ διὰ μαρτύρων ἀπόδειξις. Ὅσοι τῶν Ἀθηναίων ἦσαν νηφάλιοι, καὶ τοιοῦτοι ἦσαν πλεῖστοι, ἔσπευδον νὰ ἐπωφεληθῶσιν. Οἱ λοιποὶ ἐλάμβανον ἕν ἤ περισσότερα σβάντσικα καὶ ἠγόραζον τὴν εὐθυμίαν εἰς τὰ ὑπόγεια τῆς Ἀγορᾶς καὶ τῆς Πλάκας. Κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον ἐσχηματίσθησαν πολλαὶ περιουσίαι, καὶ πλεῖστοι ἀπέθανον ἐπὶ τῆς ψάθης.
Ἐκεῖ ὄπισθεν εἶναι τὰ Τσαρουχάδικα, ὁ στενὸς μικρὸς δρομίσκος, μὲ τὰ μαγαζάκια ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ὅπου μυρίζει τελατίνι, καὶ βλέπει τις λευκάς ποδιᾶς καὶ μπόλιες, καὶ ἀκούει κετού ἴστε* καὶ μαρὰζ μπός βερ*. Κάτω, πρὸς δυσμάς, εἶναι τὰ Γύφτικα.
Ἐλέχθη πρὸ καιροῦ ὅτι εἶχαν ἀποφασίσει νὰ μετατοπίσουν ὅλον τὸ ἰσνάφιον τοῦτο εἰς τὰ Πετράλωνα ἤ δὲν ἠξεύρω πού. Τώρα δὲν ἔμαθα ἂν τὸ σχέδιον ἐγκατελείφθη. Ποτὲ δὲν μανθάνω τι ἐγκαίρως. Θὰ ἦτο λυπηρὸν νὰ ἔλειπεν ἀπὸ ἐκεῖ ὅλος ὁ εὐάρεστος ἐκεῖνος θόρυβος τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐργασίας, ὅπου στομώνει τὰ ὦτα καὶ δυναμώνει τὰ νεῦρα. Δὶς ἡ τρὶς τῆς ἑβδομάδος μ' ἀρέσει νὰ περνῶ ἀπ’ ἐκεῖ. Ἄλλως ἔχει τὸ πρᾶγμα διὰ τοὺς παροίκους, τοὺς τυχὸν ἀσθενεῖς. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι συνηθίζει τις μὲ τὸν καιρόν, ἀρκεῖ νὰ μὴν εἶναι ἄρρωστος.
Πέραν τῆς συνοικίας τοῦ Ἁγίου Φιλίππου εἶναι ἡ Παναγία ἡ Βλασαροῦ, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ ἀνατολικώτερον, ἄνωθεν τῆς Πύλης τῆς Ἀγορᾶς, τὸ Ριζόκαστρο. Ἡ συνοικία αὐτή μοῦ εἶναι γνωστὴ καὶ προσφιλής. Ἐνθυμοῦμαι μίαν πάλαιαν οἰκίαν, μὲ μεγάλην αὐλήν, μὲ ἐζογρν μεγαλοπρεπῆ θέαν πρὸς τὸν Ἐλαιώνα, τὴν Πεντέλην καὶ τὸν Πάρνηθα.
Ἐκεῖ ἤκουα, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τακτικὰ πᾶσαν νύκτα κιθάραν καὶ ἇσμα καὶ μανδολῖνον. Ἡ πατινάδα ἤρχετο κάθε βράδυ, περὶ τὴν ὥραν τοῦ μεσονυκτίου, καὶ ἔστεκε μισὴν ὥραν ἔξω τῆς αὐλῆς, σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, κάτωθεν τοῦ παραθύρου μὲ τὸ σιδηροῦν κιγκλίδωμα, καί ἔψαλλε ρωμαντικὰ τραγούδια. Ἐπάνω εἰς τὸ παραθυράκι, αἱ γάστραι μὲ τὰ βασιλικά, μὲ τοὺς μενεξέδες, καὶ μὲ πολλῶν λογιῶν φραγκολούλουδα, τῶν ὁποίων δὲν ἠξεύρω τὰ ὀνόματα, ἐφαίνοντο ὅτι ἐσείοντο ἴσως ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ὅπου ἔπνεεν εἰς τὸ ὕψωμα ἐκεῖνο.
Δὲν ἦσαν αἱ γάστραι ὅπου ἐσείοντο, ἦσαν δύο ὡραῖαι ξανθαί, κασταναὶ κεφαλαί, μὲ ἀναδεδεμένας τὰς κόμας, μὲ ἡδυπαθεῖς τακεροὺς ὀφθαλμούς. Δὲν ἠδύναντο νὰ κοιμηθῶσιν ἐνωρίς, καὶ εἶχον τὴν περιέργειαν νὰ ἐξέρχονται διὰ ν' ἀκούσωσι τὴν πατινάδαν. Ἤκουες μειλίχιους ψιθυρισμοὺς ν' ἀναμειγνύωνται μὲ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, καὶ ὅλα αὐτά, ἡ μελωδία τῶν ἀσμάτων, τῆς κιθάρας οἱ φθόγγοι, τὸ φύσημα τῆς αὔρας, οἱ ψιθυρισμοὶ εἰς τὸ σκότος, καὶ τῶν ἀνθέων τὸ ἄρωμα, ἀπετέλουν κράμα τι ἡδυπαθές, ἀπερίγραπτος ἄρρητον, τὸ ὁποῖον μόνον ἡ τουρκικὴ λέξις γκιουζέλ θὰ ἠδύνατο κατὰ προσέγγισιν νὰ ἐκφράση.
Ὁ κόσμος καὶ τὸ ἄσμα καὶ ἡ ἀπόλαυσις αὐτὴ μὲ ἀπεκοίμιζον ὡραῖα, κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον. Ἔκτοτε εὐτυχίαν λογίζομαι ν' ἀκούω μουσικὴν καὶ ἆσμα κατὰ τὰς ὥρας τοῦ ὕπνου ἤ τῆς ἀϋπνίας. Δὲν ἦτο ἀδικαιολόγητον τὸ παραπόνον τὸ ὁποῖον ἤκουσα τελευταῖον παρὰ τίνος τάξεως πολιτῶν κατὰ τοῦ ἀστυνόμου των, ὅτι ἤθελε νὰ ἐμποδίση τὰ βιολιὰ καὶ τὰ τραγούδια, κατὰ τὰς ἑσπέρας τῶν Κυριακῶν καὶ ἑορτῶν, καὶ μάλιστα καθ' ὅν χρόνον εἶχον μορφωθεῖ καλοὶ τραγουδισταὶ καὶ ὀργανοπαῖκται μεταξύ της νεολαίας. Διὰ τοὺς δεύτερους ἦτο καὶ ὑλικὴ ζημία. Ἦτο διωγμὸς καθ' ἑνὸς κλάδου τῆς βιομηχανίας. Δὲν ἄφηναν τοὺς καλοὺς νέους ἐλευθέρους νὰ διασκεδάζουν τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ἄλλους; Δὲν διασκεδάζουν δωρεὰν καὶ οἱ ἴδιοι; θὰ εἶπη τις ὅτι ἔκη-8οντο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς τάξεως. 'Ἀλλὰ τότε ἔπρεπε ν' ἀπαγορεύουν τὸν οἶνον καὶ ὄχι τὰ βιολιά. Ὅπου βιολιά, δὲν γίνονται συνήθως καυγάδες. Ὁ θόρυβος τῆς μουσικῆς ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λογομαχήσουν. Ἡ ἡδύτης τῆς μελωδίας, καὶ ἀφοῦ σιγήσουν ἀκόμη τὰ ὄργανα, ἀπελαύνει τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα.
Ὀλίγον παραπάνω εἶναι τ' Ἀναφιώτικα. Ἐκεῖ ἀνάφτουν καθ' ἑσπέραν ἐναέριοι λύχνοι. Ἐκεῖ εἶναι ἀναρίθμητα παλαιὰ παρεκκλήσια, χωμένα κατὰ τὸ ἥμισυ εἰς τὴν γῆν. Ὑπάρχουν σπήλαια τεχνητὰ καὶ φυσικὰ φρέατα. Σταυροὶ λαξευμένοι ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους. Κανδῆλαι ἀναμμέναι εἰς μικροὺς σηκούς, εἰς παλαιοὺς βωμοὺς περιφράκτους, θυμίαμα, κηρίον, λατρεία. Ἀντηχεῖ ὑψηλὰ ἐκεῖθεν ἀκόμη τό, Ἀγνώστῳ Θεῷ.
Ἐκεῖ ἐπιφαίνονται ἐνίοτε δύο λαμπραί ὀπτασίαι. Ἡ μία φορεῖ πενιχρὸν χιτῶνα, καὶ ἀναβεβλημένον ἐπὶ τῶν ὤμων τὸ ἱμάτιον. Κρατεῖ βακτηρίαν. Γαλιλαῖος, ἐπίρρινος, ἀναφαλαντίας, καὶ ἁρπαγείς ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Ἡ ἄλλη φορεῖ φαιλόνιον ὑφασμένον μὲ ἐρυθροὺς σταυρούς, ἐπιτραχήλιον κεντητὸν μὲ ἀγγελούδια, καὶ ὠμοφόριον ἀπὸ μαλλίον προβάτου. Εὐθύρριν, βαθυπώγων, σεβάσμιος, ἐξήρθη ποτὲ μέχρι τῆς ἄνω ἱεραρχίας καὶ περιέγραψε τὰς τάξεις τῶν Ἀγγέλων.
Ἀμφότεραι αἱ ὀπτασίαι εἶναι ὑψηλαί, ἐπιβάλλουσαι, μεγαλοπρεπεῖς. Ἡ πρώτη ὀνομάζεται Παῦλος, ἡ δευτέρα Διονύσιος.
Ἐκεῖθεν καὶ ἐφεξῆς, ὑψηλά, ἐπάνω, ἐπιφαίνεται μία αἴγλη. Σέλας συλληφθέν, ἀκτίς ἡλίου στερεοποιημένη. « Μάρμαρον θεῖον, ὅπου πρέπει νὰ τὸ φιλήση τις» , καθὼς εἶπεν ὁ Ἀμπού, ὁ σατυριστὴς τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος. Ἄς ὀπισθοχωρήσωμεν, ἤ μᾶλλον ἂς σταματήσωμεν ἐδῶ. Σαρκικοί, ὑλόφρονες καὶ νωθροὶ ἄνθρωποι, δὲν δύνανται ν' ἀνέλθωσιν εἰς τὸν ἱερὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως.
3
Συνέντευξη τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη
στό περιοδικό Ε τῆς Κυριακάτικης Ἐλευεροτυπίας (1997)
Στὸ σπίτι τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη στὸ Χαλάνδρι μιὰ «πρόσκληση σὲ γεῦμα» δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ἀπέριττη, λιτή, μὲ φροῦτα ἐποχῆς, στὸ κλῖμα τοῦ κὺρ-Ἀλέξανδρου, ὅπως ἀποκαλεῖ ὁ ἴδιος τὸν Παπαδιαμάντη. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ἡ κυκλοφορία τοῦ νέου βιβλίου του, Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντίου Ἐμμανουήλ. Ὁ Κωστῆς Παπαγιώργης μᾶς «τράβηξε» κατευθεῖαν στὸν μαγικὸ κόσμο τῆς ἐποχῆς, ποὺ διαμόρφωσε τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη.
– Πρέπει νὰ σκεφτεῖς ὅτι ἡ ἐπανάσταση ξεκίνησε ἀπὸ ἔξω, ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀπ’ τὶς παραδουνάβιες περιοχὲς καὶ ἀπὸ ἕναν ἀξιωματικό του τσάρου, τὸν Ὑψηλάντη. Συνεχίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ τελείωσε ἀπὸ τοὺς ξένους, δηλαδή ἦταν μιὰ ἐπανάσταση ποὺ κανεὶς δὲν κατάλαβε πῶς ἔγινε.
– Ὑπῆρχε κάποιος πολιτικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο μιὰ μερίδα Ἑλλήνων ἀρνοῦνταν τὸ ρόλο τῆς ἐπανάστασης;
– Ὑπῆρχε ἕνας ἰσχυρότατος λόγος. Ὁ πατριάρχης ἦταν ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ εἶχε τὴν ἀπόλυτη εὐθύνη γιὰ τὸ χριστιανικὸ βιλαέτι ποὺ περιελάμβανε Ἕλληνες, Ἀρμένηδες, Σέρβους, Βούλγαρους. Ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἡ Ὀρθοδοξία εἶχε διεθνικὸ χαρακτήρα. Κι ἀκόμα σήμερα, ὁ πατριάρχης μιλάει γιὰ ὅλους τους ὀρθοδόξους. Αὐτὸ εἶναι ἕνα πολὺ σημαντικὸ πολιτικὸ στοιχεῖο. Τὸ Πατριαρχεῖο τότε, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση, ἔκανε μιὰ σειρὰ ἀπὸ σχολεῖα σὲ ὅλες τὶς παραδουνάβιες περιοχές, στὴν Ἰταλία, στὴν Ἰωνία. Περίμενε μὲ τὴν ἄνοδο τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου καὶ μὲ τὴν κατάρρευση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας νὰ ἐλευθερωθεῖ ὅλος ὁ ἑλληνισμός, ὄχι ἕνα ἑλλαδικὸ κομμάτι. Ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση μᾶς “ἔκαψε”, κατὰ μιὰ ἄποψη, ἢ τουλάχιστον μᾶς ἐλευθέρωσε».
– Ποιὰ εἶναι ἡ σχέση αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς κατάστασης μὲ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα;
– Ὑπάρχει μιὰ θεωρία τοῦ Κιτσίκη ποὺ λέει ὅτι ἂν Τοῦρκοι, Σέρβοι, Ἕλληνες καὶ Σύριοι εἶχαν κάνει μιὰ ὁμοσπονδία, θὰ μποροῦσαν νὰ δημιουργήσουν μιὰ μεγάλη δύναμη. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ πήρανε χαμπάρι οἱ Δυτικοί, ὅτι μπορεῖ νὰ συμβεῖ αὐτό, τὸ “πετσοκόψανε”. Πρόκειται περὶ ἑνὸς πολὺ σημαντικοῦ ζητήματος ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα. Αὐτὸ ὁραματιζότανε ὁ Ρήγας. Ὅταν μιλάει γιὰ ἐλευθερία δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς Ἕλληνες. Λέει: Βούλγαροι, Τοῦρκοι, ὅλοι. Ὅλα αὐτὰ καταστραφήκανε μὲ τὸν Κοραή.
– Τώρα, κατὰ κάποιον τρόπο, ἔχει ξαναρχίσει ἡ κουβέντα αὐτή...
– Δὲν θὰ σταματήσει ποτὲ αὐτὴ ἡ κουβέντα, ἁπλὰ τὴν πνιγοῦνε ἐδῶ γιατί δὲν μᾶς συμφέρει. Ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα δυτικὸ τσογλανοκρατίδιο, ἐνῷ ἡ μοίρα μας καὶ ἡ θέση μας ἦταν στὴν Ἀνατολή.
– Συγγνώμη, ἀλλὰ οἱ ἀπόψεις σᾶς δείχνουν νὰ συμπίπτουν μ’ ἐκεῖνες τῶν λεγόμενων νεορθόδοξων;
– Δὲν ὑπάρχουν νεορθόδοξοι. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ὁ μόνος ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι νεορθόδοξος, ἀλλὰ πιστὸς στὸ πνεῦμα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Τὰ ἄλλα, περὶ νεορθόδοξων, εἶναι δημοσιογραφία. Ξέρεις τί σημαίνει 4ος αἰώνας; Ποιοὶ εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ Πλωτίνος εἶναι ἀρχαῖος Ἕλληνας. Μὰ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, 100 χρόνια μετά, δὲν εἶναι ἀρχαῖος Ἕλληνας; Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ τὰ θάψανε.
– Ἄρα, ἡ ἱστορία πρέπει νὰ ἀποκατασταθεῖ...
– Τί νὰ ἀποκατασταθεῖ, ἀποκατεστημένη εἶναι. Ὑπάρχουν τὰ κείμενα. Ἀφοῦ ὑπάρχει ὁ Παπαδιαμάντης, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ξεχασμένα. Ἁπλῶς, ὁ Νεοέλληνας, ἐπειδὴ τὸν ἔχουν κάνει ἀνυποψίαστο, δὲν τὸ θυμᾶται αὐτό.
– Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι τὰ μαθαίνει ὅλα αὐτά. Σὲ τί θὰ τοῦ χρησιμεύσουν τώρα, μὲ τὰ προβλήματα πού ὑπάρχουν;
– Ὅταν δὲν ξέρεις τὸ παρελθόν, δὲν καταλαβαίνεις τί γίνεται. Ἀκόμα, ὁ Πάγκαλος μιὰ μέρα, ἐπειδὴ προσέχω τί λέει, μίλησε γιὰ ἐνδιάμεση περιοχή, ἐνῷ ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα στὸ βάθος, τὸ ὁποῖο δὲν δέχεται καμία Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα νὰ τὸ θέσει, οὔτε μπορεῖ νὰ τεθεῖ πιά. Τὸ πρόβλημα ὑπάρχει ὡς πνευματικὸ ζήτημα, δὲν ἔχει πολιτικὴ χρησιμότητα. Ἀλλά, ἂν τὰ σκεφτεῖς ὅλα αὐτά, θὰ ἀνακαλύψεις μιὰ βιβλιοθήκη ἀπὸ δῶ μέχρι τὸ Χαλάνδρι, τὴν ὁποία δὲν τὴν κοιτάει ποτὲ κανεὶς – τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ παράδειγμα. Εἶναι ἑλληνικὰ ὅλα αὐτά.
– Μπορεῖτε νὰ ἀναφέρετε ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα σὲ σχέση μὲ τὴ σύγχρονη πραγματικότητα;
– Προχθές, ἄκουγα κάποιον ποὺ μιλοῦσε γιὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες καὶ ἀναφερόταν σ’ ἕνα λαὸ ὁ ὁποῖος ἔχει βγάλει τὸν Περικλῆ, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ὅμηρο, τὸ Μιλτιάδη. Μετὰ ἀπ’ αὐτοὺς ἀνέφερε τὸ Σολωμό. Σκέφτεσαι: ἀπ’ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, 3ο αἰώνα π.Χ., ἴοαμε τὸν 18ο αἰώνα, δὲν ὑπῆρξε τίποτα ἀνάμεσα; Αὐτὴ εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Κοραῆ, ἡ θεωρία τοῦ νεοελληνικοῦ κρατιδίου. Μετὰ τοὺς ἀρχαίους, γίνεται ἕνα πήδημα καὶ φτάνουμε ἐδῶ. Τὸ ἐνδιάμεσο διάστημα εἶναι ντροπὴ καὶ σκοτάδι, πρέπει νὰ ἐξαλειφθεῖ.
– Ὁ Καστοριάδης, ἂν θυμᾶστε, ἔλεγε ὅτι τὸ Βυζάντιο εἶναι Μεσαίωνας...
– Ὁ Καστοριάδης, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν εἶναι Ἕλληνας, δὲν δέχεται τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά. Ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ μᾶς ποὺ ζοῦμε σὲ αὐτὴ τὴ χώρα καὶ ποὺ μιλᾶμε ἑλληνικά. Ὁ Καστοριάδης γράφει γαλλικά, μιλάει γαλλικὰ καὶ ζεῖ ὡς Γάλλος. Αὐτὴ ἦταν ἡ θεωρία τοῦ Νίτσε, ὁ ὁποῖος ἦταν καθηγητὴς στὴ Γερμανία. Ἐδῶ, ἐμεῖς, χθὲς βγάλαμε τὴ φουστανέλα. Πότε φόρεσαν εὐρωπαϊκὰ ροῦχα οἱ Ἕλληνες; Χθεσινὰ εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, οὔτε δυὸ αἰῶνες πρίν.
– Ἡ Δύση, δηλαδή, μόνο μᾶς ἔβλαψε; Δὲν περνᾶμε κι ἐντελῶς ἄσχημα.
– Τὸ νεοελληνικὸ κρατίδιο στήθηκε μὲ βάση ξένα λεφτά. Οἱ Εὐρωπαῖοι μᾶς πῆραν στὰ σοβαρὰ ὅταν πήραμε τὸ πρῶτο δάνειο ἀπὸ τὴν Ἀγγλία. Ἀπὸ τότε ἄρχισε τὸ Σίτυ νὰ λέει: Μήπως ἐκεῖ μποροῦμε νὰ κάνουμε καλὲς ἐπενδύσεις; Μήπως μπορεῖ νὰ στηθεῖ μιὰ τράπεζα; Ἔχουμε μιὰ ἱστορία 15 αἰώνων ντροπῆς. Ὀφείλεις νὰ τὴν ξέρεις. Ὅπως εἶναι καὶ τὸ θέμα τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας. Τί εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ἔξω; Ἀρχαῖοι Ἕλληνες; Ἂν δὲν ξέρεις τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἂν δὲν σὲ ἐνδιαφέρει ἡ θρησκεία καὶ τὸ γλωσσικὸ ζήτημα, πρέπει νὰ ἀναρωτηθεῖς: πῶς ἐσὺ μιλᾶς ἑλληνικά; Δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ κάνανε μιὰ ἔνεση! Ἂν ἀρνεῖσαι νὰ τὸ ξέρεις, σημαίνει ὅτι φοβᾶσαι. Νὰ μάθεις γιατί μιλᾶς ἑλληνικὰ σήμερα.
– Πῶς φτάσαμε στὸ γλωσσικὸ ζήτημα;
– Τὸ γλωσσικὸ ζήτημα, ὅπως τέθηκε, ἦρθε ἀπὸ τὴ Γαλλία. Τὸ γλωσσικὸ ζήτημα τὸ εἶχε λύσει ἡ Ἐκκλησία, αὐτὸ ὑποστηρίζει ὁ Παπαδιαμάντης. Ἂν δεῖς τὰ συναξάρια, τὸν τρόπο ποὺ εἶναι γραμμένα, θὰ ἀνακαλύψεις μιὰ γλῶσσα κατανοητὴ – εἶναι κράμα βέβαια, ἀλλὰ τὴν καταλαβαίνεις κι ἐσύ, καὶ ἡ γιαγιά σου ἀκόμα. Αὐτὴ τὴ γλῶσσα τὴν “πνίξανε”, φέρανε ἀπὸ τὴν Γαλλία ἀρχὲς καὶ εἴπανε: νὰ ἡ λαϊκὴ γλώσσα. Αὐτὸ λέει ὁ Παπαδιαμάντης: ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ οἱ συνεχιστές, κι ἔρχεται ἕνας ἀπὸ τὸ Παρίσι καὶ μᾶς διδάσκει πῶς νὰ μιλᾶμε.
– Λέτε σὲ κάποιο σημεῖο ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης δὲν μπορεῖ νὰ μεταφραστεῖ...
– Ἂν μεταφραστεῖ, τελείωσε. Ὅλο το κόλπο εἶναι ὅτι ἡ γλῶσσα του μιλάει ἀπὸ λυρικά, πλατωνικὰ μέχρι... Εἶναι ἕνα φοβερὸ κράμα• ἅμα λείψει, γιὰ παράδειγμα, ἡ λέξη ἐαρισμός ἀντὶ γιὰ ἔρωτα, ποὺ εἶναι ὁμηρικό, τελείωσε, δὲν ὑπάρχει. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μετάφραση τέτοιας γλώσσας.
– Ὅμως ὁ κόσμος του, ἡ θρησκεία, οἱ δεισιδαιμονίες, ἡ ζωὴ σ’ ἕνα ψαροχώρι, τί μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει;
– Ἂν διαβάσεις τὸν Ὅμηρο βλέπεις ὅτι μιλάει γιὰ τὸ Δωδεκάθεο καὶ τὶς ἀνθρωποθυσίες. Τὰ πιστεύεις ὅλα αὐτά; Ὁ Ντοστογιέφσκυ γράφει γιὰ παρανοϊκοὺς δολοφόνους, ἕνας σκοτώνει μιὰ γριά... θέλει κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ σκοτώσει καμιὰ γριά; Στὴ Ρωσία τοῦ ἔλεγαν: ἐσὺ μᾶς ἔχεις βγάλει ὅλους τρελούς. Δὲν βοηθάει ποτὲ καὶ σὲ τίποτα ἡ λογοτεχνία. Ἂν φτάσει νὰ χρησιμεύσει σὲ κάτι, γίνεται σοσιαλιστικὸς ρεαλισμός. Ὅταν θὰ διαβάσεις τὸν Παπαδιαμάντη, κανονικὰ ὅμως, θὰ σοῦ γίνουνε τὰ μάτια... τόσα. Μιλάει γιὰ γριές, θὰ μοῦ πεῖς. Ε, καί; Ὅλη ἡ λογοτεχνία μιλάει γιὰ γριές.
– Γιατί γράψατε αὐτὸ τὸ βιβλίο;
– Μιλᾶμε δυὸ ὧρες καὶ ἔχει ἐνδιαφέρον. Γιὰ ποιὸν νὰ μιλήσεις; Ὁ Σολωμὸς εἶναι ξένος, Ἰταλός, ὁ Καβάφης προέρχεται ἀπὸ τὴν περιφέρεια, εἶναι ξένος οὐσιαστικά, ὅπως εἶναι ξένος καὶ ὁ Ψυχάρης ποὺ ἔφερε τὴ γλῶσσα. Ὁ Ροΐδης εἶναι Γάλλος, μπορεῖ νὰ γράφει σ’ αὐτὴ τὴ γλῶσσα καὶ νὰ σατιρίζει τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα ἀλλὰ τὸ ὅλο πνεῦμα τοῦ ἔργου του εἶναι γαλλικό. Ὁ Παπαδιαμάντης σοῦ λέει γιὰ τὴ γριά. Αὐτὸ εἶσαι ἐσύ, ὁ ντόπιος. Ἄλλο θέμα ἄν σοῦ ἀρέσει.
– Ὡραῖα ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸν κὺρ-Ἀλέξανδρο. Ποιὰ εἶναι, ὅμως, ἡ εἰκόνα τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς λογοτεχνίας;
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία όλα αυτά που γράφεις στη θεωρία. Η πεζή πραγματικότητα είναι αλλιώς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚοιτάω γύρω μου και βλέπω όλο κάτι κυρίους καθώς πρέπει με το κοστούμια τους, τους παχυλούς μισθούς, και τα κηρύγματα τους για το καλό πολυτονικό και το κακό μονοτονικό. Πολύ ωραία... Κουραστήκαμε από τα κηρύγματα... Από πράξεις θα κάνετε κάτι;
Ο καθηγητής Δημήτρης Κιτσίκης έχει ένα ίδρυμα που επιδοτείται από το ελληνικό δημόσιο (πήγαινε στη Διαύγεια για να δεις τις κρατικές επιδοτήσεις προς το ΙΔΚΚ). Αυτό το ίδρυμα δε προσφέρει τίποτα στη κοινωνία. Ρώτησα το καθηγητή: Θα οργανώσει το ίδρυμα δωρεάν μαθήματα πολυτονικού; Μου απάντησε ότι το ίδρυμα δεν είναι φροντιστήριο και μετά όταν τον ρώτησα πώς αξιοποιεί τις επιδοτήσεις που παίρνει από το κράτος με banαρε και σταμάτησε να δημοσιεύει τα σχόλιά μου (όλα τα σχόλια για το πολυτονικό, την καθαρεύουσα και την ορθοδοξία)...
α) Δέν κάνω κηρύγματα ἐγώ...οὔτε διαχωρίζω τήν θεωρία ἀπό τήν πράξη...αὐτός ὁ διαχωρισμός καί ἄν εἶναι κούφιο κήρυγμα...
Διαγραφήβ) Εἶναι λίγο ἄκομψο τίς διαφορές σου μέ τόν Κιτσίκη, ἤ μέ ὁποιονδήποτε ἄλλον νά τίς μεταφέρεις ἐδῶ. Ἐπί τοῦ συγκεκριμένου μήν ἐπανέλθεις...δέν μπορῶ νά ξέρω τί γράφεται καί τί σβήνεται σέ ἄλλα ἱστολόγια...
Δεν έχω προσωπικές διαφορές με τον Κιτσίκη. Έχω ιδεολογικές διαφορές. Ένας άνθρωπος 80 ετών που σ' όλη του τη ζωή κάνει μόνο κηρύγματα για επαναστάσεις, εθνικομπλσεβικισμούς, φασισμούς, κομμουνισμούς, ελληνοτουρκικές συνομοσπονδίες, πολυτονικά συστήματα, επιστροφή στη γλώσσα των ευαγγελίων, πάτριο εορτολόγιο, θάνατο στους διεφθαρμένους του Κολωνακιου και από πράξεις τίποτα. Το ίδρυμά του τι έχει προσφέρει στην ελληνική κοινωνία; Του πρότεινα να οργανώσει μαθήματα διδασκαλίας πολυτονικού και με μπάναρε. Δεν είναι προσωπική ούτε ιδιωτική διαφορά. Το θέμα είναι ιδεολογικό. Ο Κιτσίκης είναι γνωστό δημόσιο πρόσωπο. Είναι θεμιτό να σχολιάσει κάποιος την υποκριτική ανακολουθία ενός δημοσιου προσώπου...
ΔιαγραφήἌν ὄντως σέ μπάναρε χωρίς νά βρίσεις ἤ νά τρολάρεις ἔχεις δίκιο νά διαμαρτύρεσαι. Ἄν ὅμως ἔβρισες ἤ ἄν τρολάρισες τότε καλά ἔκανε και στά διέγραψε. Ὅμως δέν μπορῶ νά ξέρω τί ἀκριβῶς συνέβη.
ΔιαγραφήΣοῦ ξαναλέω ὅτι δέν εἶναι ἐδῶ χῶρος παρουσίασης διαφορῶν ( προσωπικῶν ἤ ἰδεολογικῶν κ.λπ ) τοῦ ὁποιουδήποτε μέ ὁποιονδήποτε.
Τἀ σχόλια πού δημοσιεύω ἐδῶ πέρα δέν συνδέονται μέ ὁτιδήποτε συμβαίνει σέ ἄλλα ἱστολόγια.
Δημοσίευσα τά 2 σχόλιά σου γιά τήν περίπτωση πού ὄντως ἀδικήθηκες. Ἀπό δῶ καί πέρα θεωρῶ τό θέμα λῆξαν...μήν ἐπανέλθεις στό συγκεκριμένο ζήτημα...
Ἡ αἰσθητικὴ διὰ τῆς ὁρθογραφίας μήπως δἐν νομιμοποιεῖ τἠν ἔννοια τοῦ λάθους;
ΑπάντησηΔιαγραφήΞαναλέω ὅτι στό παρόν ἱστολόγιο δέν δημοσιεύονται σχόλια α) ἄσχετα μέ τό παρόν θέμα καί β) σχόλια τά ὁποῖα ἔχουν κοπεῖ σε ἄλλα ἱστολόγια. Κάποιες περιπτώσεις εἰδικοῦ ἤ ἐκτάκτου ἐνδιαφέροντος ἐξαιροῦνται. Σέ αὐτές τίς ἐξαιρέσεις δέν ἀνήκουν οἱ προσωπικές ἀντιπαραθέσεις μεταξύ σχολιαστῶν καί ὑπευθύνων ἄλλων ἱστολογίων. Δέν μέ ἀφοροῦν. Οὔτε μπορῶ νά ξέρω τί γράφεται ἀλλοῦ καί τί κόβεται...
ΑπάντησηΔιαγραφή