Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

Τήν Ἑλληνικήν εὐγενῆ καί ἐλευθέραν ψυχήν καλλωπίζοντες, διατηρεῖτε...


Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ


Πώς οἱ δρόμοι ἐβωδᾶνε μέ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καί γῦρο μπαξέδες!
Ἡ χαρά τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καί μακριάθε βογγάει καί μακριάθε ἀνεβαίνει.

Τή χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα τό κύμα,
τῶν ἀλλῶνε τά μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι ἄν ἡ μάβρη σου κάκητα δίψαε τό κρίμα,
νά πού βρῆκε τό θύμα της, ἄκακο θύμα!

Ἄ! πώς εἶχα σά μάνα κ’ ἐγώ λαχταρήσει
(εἶταν ὄνειρο κ’ ἔμεινεν, ἄχνα καί πάει)
σάν καί τ’ ἄλλα σου ἀδέρφια νά σ’ εἶχα γεννήσει
κι ἀπό δόξες ἀλάργα κι ἀλάργ' ἀπό μίση!

Ἕνα κόκκινο σπίτι σ’ ἀβλή μέ πηγάδι...
καί μιά δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός νά γυρνᾶς κάθε βράδι,
τό χρυσό, σιγαλό καί γλυκό σάν τό λάδι.

Κι’ ἄμ’ ἀνοίγεις τήν πόρτα μέ πριόνια στό χέρι,
μέ τά ροῦχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν΄ἀνασαίνει βαθιά τ’ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ’ ἀφοῦ λίγο σταθεῖς καί τό σπίτι γεμίσει
τόν καλό σου τόν ἤσκιο, Πατέρα κι Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νά βγάνει νερό νά σοῦ χύσει,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μέ γέλια ν’ ἀρχίσει.

Κι ὁ κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι
καί πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι ἀγγόνια
καθενοῦ καί κοπάδι, χωράφι κι ἀμπέλι,
τ’ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, πού τήν τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στά μάτια τή μάβρην ὀμπόλια,
γιά νά πάψει κι ὁ νοῦς μέ τά μάτια νά βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ ἀηδόνια στά γῦρο περβόλια,
λεϊμονιᾶς σέ κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φέβγεις πάνου στήν ἄνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό πού δεν ἔχεις.
Ἡ ὁμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δέ μιλᾶς, δέν κοιτᾶς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σάν τῆς πέρνουν τό τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καί νόημα δέν ἔχουν τά λόγια.
Στύλωσέ μου τά δυό σου τά μάτια μεγάλα:
τρέχουν αἷμα τ’ ἀστήθια, πού βύζαξες γάλα.

Πώς ἀδύναμη στάθηκε τόσο ἡ καρδιά σου
στά λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεῖς!
Ἄν τά πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δέν ἠξέραν ἀκόμα οὔτε ποιό τ’ ὄνομά σου!

Κεῖ στό πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τά χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ ἄγνωμα πλήθη
κι ὅσο ὁ γήλιος νά πέσει καί νά ρθει τό δείλι,
τό σταβρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κ’ οἱ φίλοι.

Μά γιατί νά σταθεῖς νά σέ πιάσουν! Κι ἀκόμα,
σά ρωτήσανε: «Ποιός ὁ Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Ἄχ! δέν ξέρει, τί λέει τό πικρό μου τό στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δέ σ’ ἔμαθ’ ἀκόμα!

Κώστας Βάρναλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου