«…Μισῶ αὐτή τή χώρα. Μοῦ ἔφαγε τά σπλάχνα. Γράφω σ’ἐσένα γιατί μαζί ποθήσαμε νά εἶναι γόνιμα αὐτά τά σπλάχνα, κι αὐτός ὁ πόθος μᾶς ἕνωσε νύχτες καί νύχτες…καί σ’ἄλλες ὧρες τῆς μέρας, ὅταν ξαφνικά γινόταν ἕνα θαῦμα καί ξεχνούσαμε τόν τρόμο πού ἔτρεχε στούς δρόμους καθώς μές στίς φλέβες μας…τά ἐφιαλτικά δελτία εἰδήσεων πού μᾶς ἐμπόδιζαν ἀκόμα καί νά κοιταζόμαστε…διαβασμένα ἀπό θεότρελους ἐκφωνητές…τά οὐρλιαχτά πού σκέπαζαν ἀκόμα καί τίς σειρῆνες τῶν ἀσθενοφόρων…Ποτέ δέ θά τό πίστευα πώς ἡ ἀνθρώπινη φωνή μπορεῖ νά φτάσει σέ τέτοια ὕψη…νά εἶναι τόσο ἀπύθμενη…νά προκαλεῖ τόση ἀναστάτωση μέ τήν ἐπιβολή της…Τέλος πάντων, ποτέ δέν συνήθισα τούς ἀνθρώπους ἀλλ’ αὐτό εἶναι μία ἄλλη μου ἀναπηρία. Βιάζομαι τώρα νά σού πῶ μερικά πράγματα κι αὐτά τά λόγια θά εἶναι καί τά τελευταία πού θάχεις ἀπό μένα. Μισῶ αὐτή τή χώρα. Μοῦ ἔφαγε τά σπλάχνα. Μοῦ τά’φαγε. Τή μισῶ. Ναί, τή μισῶ, τή μισῶ. Δέν μπορεῖ μία γυναίκα νά ζήσει μέ τέτοια σπλάχνα μέσα της. Ὅσο τό σκέφτομαι, μοῦ’ρχεται νά ξεράσω τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου. Νιώθω σάν ξέρασμα. Μπορεῖ καί νάμαι. Μία γυναίκα…δέν εἶναι σά μία χώρα πού ἀξιοποιεῖ τά ἐρείπιά της, τούς τάφους της…πού τά ξεπουλάει ὅλα γιά ἐθνικό συνάλλαγμα…ζώντας ἀπ’αὐτά. Ἐγώ δέ θέλω νάμαι μία χώρα. Δέν εἶμαι χώρα. Δέ θέλω νά εἶμαι αὐτή ἡ χώρα. Αὐτή ἡ χώρα εἶναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός καί φόνισσα.
Ἐγώ θέλω νά εἶμαι ἡ ζωή, θέλω νά ζήσω, θά’θελα νά ζήσω, θά’θελα νά μποροῦσα νά ζήσω, θά’μουν εὐτυχισμένη τώρα ἄν ἤθελα νά ζήσω…ὅμως αὐτή ἡ χώρα δέ μ’ἀφήνει νά τό θέλω, δέ μ’ἀφήνει νά εἶμαι ἡ ζωή, νά δίνω τή ζωή. Ἔχει φάει σάν καρκίνος, τά βυζιά μου, τά μυαλά μου, τά ἔντερά μου, ἔχει κατεβάσει ὅλες της τίς πέτρες στά νεφρά μου καί τά’χει ρημάξει, ἔχει μαγαρίσει ὅλες τίς πηγές ἀπ’ὅπου θά’τρέχε τό γάλα μου, ἔχει μαζέψει ὅλο της τό χῶμα μές στίς φλέβες μου καί μού’χει σαπίσει τό αἷμα, ἔχει κάτσει ὅλη πάνω στήν καρδιά μου καί τήν ἔχει κουρελιάσει ἀπ’τά ἐμφράγματα καί τίς ἐμβολές, κάθε θεσμός της κι’ἕνα ἔμφραγμα, κάθε νόμος της καί μία ἐμβολή, τά ἤθη τής μού’χουν σμπαραλιάσει τά πνευμόνια, ἡ ἱστορία της μέ κάνει νά τρέμω συνεχῶς ὁλόκληρη σά νά ἔχω πάρκινσον, ὁ πολιτισμός της μ’ἔχει ξεπατώσει, μ’ἔχει ξεθεώσει, δέν πάει ἄλλο, ἡ θέση της ἡ γεωγραφική εἶναι τό ἄσθμα μου, ὁλόκληρο τό σχῆμα της ἄλλοτε ἁπλώνεται πάνω στό σῶμα μου σάν γιγαντιαῖος ἕρπης ζωστήρ καί μέ τρελαίνει, κι ἄλλοτε παίρνει τή μορφή τσουγκράνας καί μπήγεται στά μάτια μου, τεράστιας βελόνας καί μοῦ τρυπάει τό κρανίο, βράχου ὁλόκληρου πού κρέμεται ἀπό τήν ἄκρη τῶν μαλλιῶν μου καί μέ παρασέρνει σέ μία θάλασσα πικρῶν δακρύων…κι ὅλο νιώθω στόν τράχηλό μου τόν ζυγό της κι ὅλο δένει τή γλώσσα μου τό τραύλισμά της κι ὅλο μου φέρνει κρύα ρίγη ἡ χυδαιότητά της…ἠ προσήλωσή της στά φαντάσματά της, οἱ ὑπεκφυγές της, οἱ ἀντιγραφές της, τά φρακαρισμένα της μυαλά, τά πτώματά της, τά κιβούρια της, τά ἐγκλήματά της…Αὐτή ἡ χώρα εἶναι τό χτικιό μας. Θά μᾶς πεθάνει, θά μᾶς ξεκάνει. Πῶς θά γλιτώσουμε; Μᾶς πίνει τό αἷμα, μᾶς τό πίνει. Δέ μ’ἀφήνει πιά οὔτε νά κοιμηθῶ, μοῦ ἔχει κλέψει καί τόν ὕπνο. Πῶς θά ζήσω χωρίς ὕπνο; Δέ θά ζήσουμε…ὅλο τό σπέρμα ὅλων τῶν ἀντρῶν τῆς γῆς δέ θά μποροῦσε νά ζωντανέψει ἐκείνη τήν κόχη τοῦ κορμιοῦ μου ἀπ’ὅπου ξεκινάει ἡ ἀνθρώπινη ζωή…Ἔχεις ἀδειάσει ὅλη τή ζωή σου μέσα μου ἀλλά μ’ ἔχεις ἀφήσει χωρίς ζωή..Κι ἐσύ δέν μπορεῖς. Μ’ἔχεις σπείρει μά ὁ σπόρος σου δέν πρόκειται ποτέ νά πιάσει, δέν μπορεῖ πιά ὁ σπόρος σας νά πιάσει…δέ θά ξαναβγεῖ ποτέ πιά ζωή ἀπό μέσα μας… Τό παλιογύναικο. Ἕνα θά’θελα, νά τήν εἶχα μπροστά μου καί νά τήν ἔσφαζα μέ τά ἴδιά μου τά χέρια. Ἄχ, θέ μου, νά μποροῦσα νά τή σκοτώσω. Κατάφερε οἱ δολοφόνοι της νά φτάσουν ὡς τίς μῆτρες μας καί νά τίς σκάψουν σάν τάφους, τά γουρούνια, τά γουρούνια, εἴν’ὅλοι τους γουρούνια, ἀπό ποιόν ν’ἀρχίσω καί σέ ποιόν νά τελειώσω, ὅλοι τους δολοφόνοι, ὅλοι τους, αὐτοί μέ κάνουν νά νιώθω τήν ἀνάγκη γιά τό πιό μεγάλο ἔγκλημα, γιά μία ἀτέλειωτη σφαγή, ἀτέλειωτη σφαγή…ἄχ, πώς ἀντέχουμε δῶ μέσα, πῶς δέ μᾶς τρελαίνει ἀκόμα αὐτή ἡ παλιοσκύλα, αὐτή ἡ γκαρότα, αὐτό τό στραγγουλατόριουμ, σωστή ἀγχόνη…μέ τούς ἐπίσημους μαχαιροβγάλτες της πού βγάζουν ἐπίσημους λόγους σ’ἐπίσημες τελετές μπρός σ’ ἐπίσημους μαχαιροβγάλτες…Ὁ κάθε πόρος της εἶναι καί μία τσέτα, κάθε γωνιά της κι ἕνα λάζο, κάθε χιλιοστό της καί μία τσάκα, εἶναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου καί κοφτερούς σουγιάδες, ἄντρο φονιάδων, ἀπατεώνων καί ἠλιθίων, λημέρι ἄνανδρων γαμιάδων κι ἀνίκανων σωματεμπόρων, μᾶς πατάει τό κεφάλι μέσα στά σκατά της, μᾶς δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ ἀρχίδια, μᾶς λιώνεις, μωρή, μᾶς στραγγίζεις, μᾶς ρημάζεις, μᾶς διχάζεις, μᾶς πνίγεις, μᾶς καταδικάζεις, μᾶς πεθαίνεις, μᾶς πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αἱμομίχτρα, πού ὅλο μαϊμουδίζεις καί παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δέ σέ μπορῶ, δέν τήν μπορῶ, τή δολοφόνα, τήν παιδοκτόνα, τή ζαβή, τή χολεριασμένη, τή στραβοκάνα, τήν γκαβή, τό τσόκαρο, τήν παλιόγρια, τήν παλιόγρια, πού κακοχρόνο νά’χει, δέν ἀντέχω πιά τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τή μισῶ, τή μισῶ, τή μισῶ, ἄχ, ἄχ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, θά πεθάνω, τέρας, καί θά ἐξακολουθῶ νά σέ μισῶ, ναί, τό μίσος βράζει μέσα μου, θέλω νά γράψω τούς ἀνάποδους ὕμνους ἀπ’αὐτούς πού γράφτηκαν ὡς τώρα γι’ αὐτήν, λέξη πρός λέξη νά τήν τουφεκίσω καί νά τήν παραχώσω σά σκυλί μέ τά ἴδια μου τά χέρια…Δέν εἶμαι πιά γυναίκα…Οὔτε κι ἐσύ πιά εἶσαι ἄντρας… Μᾶς τά πῆρε ὅλα αὐτή…Τί θά μείνει ὅμως ἀπ’αὐτήν χωρίς ἐμᾶς; Τί θά εἴν’αὐτή ὅταν δέ θά’χει μείνει τίποτα ἀπό μᾶς;…Τό χῶμα της ἔχει πάρει τό σχῆμα μου… Τό σῶμα μου ἔχει πιά τίς διαστάσεις της… Ἔχω μέσα μου τή μοίρα της… Πεθαίνω σά χώρα…»
Ἐγώ θέλω νά εἶμαι ἡ ζωή, θέλω νά ζήσω, θά’θελα νά ζήσω, θά’θελα νά μποροῦσα νά ζήσω, θά’μουν εὐτυχισμένη τώρα ἄν ἤθελα νά ζήσω…ὅμως αὐτή ἡ χώρα δέ μ’ἀφήνει νά τό θέλω, δέ μ’ἀφήνει νά εἶμαι ἡ ζωή, νά δίνω τή ζωή. Ἔχει φάει σάν καρκίνος, τά βυζιά μου, τά μυαλά μου, τά ἔντερά μου, ἔχει κατεβάσει ὅλες της τίς πέτρες στά νεφρά μου καί τά’χει ρημάξει, ἔχει μαγαρίσει ὅλες τίς πηγές ἀπ’ὅπου θά’τρέχε τό γάλα μου, ἔχει μαζέψει ὅλο της τό χῶμα μές στίς φλέβες μου καί μού’χει σαπίσει τό αἷμα, ἔχει κάτσει ὅλη πάνω στήν καρδιά μου καί τήν ἔχει κουρελιάσει ἀπ’τά ἐμφράγματα καί τίς ἐμβολές, κάθε θεσμός της κι’ἕνα ἔμφραγμα, κάθε νόμος της καί μία ἐμβολή, τά ἤθη τής μού’χουν σμπαραλιάσει τά πνευμόνια, ἡ ἱστορία της μέ κάνει νά τρέμω συνεχῶς ὁλόκληρη σά νά ἔχω πάρκινσον, ὁ πολιτισμός της μ’ἔχει ξεπατώσει, μ’ἔχει ξεθεώσει, δέν πάει ἄλλο, ἡ θέση της ἡ γεωγραφική εἶναι τό ἄσθμα μου, ὁλόκληρο τό σχῆμα της ἄλλοτε ἁπλώνεται πάνω στό σῶμα μου σάν γιγαντιαῖος ἕρπης ζωστήρ καί μέ τρελαίνει, κι ἄλλοτε παίρνει τή μορφή τσουγκράνας καί μπήγεται στά μάτια μου, τεράστιας βελόνας καί μοῦ τρυπάει τό κρανίο, βράχου ὁλόκληρου πού κρέμεται ἀπό τήν ἄκρη τῶν μαλλιῶν μου καί μέ παρασέρνει σέ μία θάλασσα πικρῶν δακρύων…κι ὅλο νιώθω στόν τράχηλό μου τόν ζυγό της κι ὅλο δένει τή γλώσσα μου τό τραύλισμά της κι ὅλο μου φέρνει κρύα ρίγη ἡ χυδαιότητά της…ἠ προσήλωσή της στά φαντάσματά της, οἱ ὑπεκφυγές της, οἱ ἀντιγραφές της, τά φρακαρισμένα της μυαλά, τά πτώματά της, τά κιβούρια της, τά ἐγκλήματά της…Αὐτή ἡ χώρα εἶναι τό χτικιό μας. Θά μᾶς πεθάνει, θά μᾶς ξεκάνει. Πῶς θά γλιτώσουμε; Μᾶς πίνει τό αἷμα, μᾶς τό πίνει. Δέ μ’ἀφήνει πιά οὔτε νά κοιμηθῶ, μοῦ ἔχει κλέψει καί τόν ὕπνο. Πῶς θά ζήσω χωρίς ὕπνο; Δέ θά ζήσουμε…ὅλο τό σπέρμα ὅλων τῶν ἀντρῶν τῆς γῆς δέ θά μποροῦσε νά ζωντανέψει ἐκείνη τήν κόχη τοῦ κορμιοῦ μου ἀπ’ὅπου ξεκινάει ἡ ἀνθρώπινη ζωή…Ἔχεις ἀδειάσει ὅλη τή ζωή σου μέσα μου ἀλλά μ’ ἔχεις ἀφήσει χωρίς ζωή..Κι ἐσύ δέν μπορεῖς. Μ’ἔχεις σπείρει μά ὁ σπόρος σου δέν πρόκειται ποτέ νά πιάσει, δέν μπορεῖ πιά ὁ σπόρος σας νά πιάσει…δέ θά ξαναβγεῖ ποτέ πιά ζωή ἀπό μέσα μας… Τό παλιογύναικο. Ἕνα θά’θελα, νά τήν εἶχα μπροστά μου καί νά τήν ἔσφαζα μέ τά ἴδιά μου τά χέρια. Ἄχ, θέ μου, νά μποροῦσα νά τή σκοτώσω. Κατάφερε οἱ δολοφόνοι της νά φτάσουν ὡς τίς μῆτρες μας καί νά τίς σκάψουν σάν τάφους, τά γουρούνια, τά γουρούνια, εἴν’ὅλοι τους γουρούνια, ἀπό ποιόν ν’ἀρχίσω καί σέ ποιόν νά τελειώσω, ὅλοι τους δολοφόνοι, ὅλοι τους, αὐτοί μέ κάνουν νά νιώθω τήν ἀνάγκη γιά τό πιό μεγάλο ἔγκλημα, γιά μία ἀτέλειωτη σφαγή, ἀτέλειωτη σφαγή…ἄχ, πώς ἀντέχουμε δῶ μέσα, πῶς δέ μᾶς τρελαίνει ἀκόμα αὐτή ἡ παλιοσκύλα, αὐτή ἡ γκαρότα, αὐτό τό στραγγουλατόριουμ, σωστή ἀγχόνη…μέ τούς ἐπίσημους μαχαιροβγάλτες της πού βγάζουν ἐπίσημους λόγους σ’ἐπίσημες τελετές μπρός σ’ ἐπίσημους μαχαιροβγάλτες…Ὁ κάθε πόρος της εἶναι καί μία τσέτα, κάθε γωνιά της κι ἕνα λάζο, κάθε χιλιοστό της καί μία τσάκα, εἶναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου καί κοφτερούς σουγιάδες, ἄντρο φονιάδων, ἀπατεώνων καί ἠλιθίων, λημέρι ἄνανδρων γαμιάδων κι ἀνίκανων σωματεμπόρων, μᾶς πατάει τό κεφάλι μέσα στά σκατά της, μᾶς δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ ἀρχίδια, μᾶς λιώνεις, μωρή, μᾶς στραγγίζεις, μᾶς ρημάζεις, μᾶς διχάζεις, μᾶς πνίγεις, μᾶς καταδικάζεις, μᾶς πεθαίνεις, μᾶς πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αἱμομίχτρα, πού ὅλο μαϊμουδίζεις καί παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δέ σέ μπορῶ, δέν τήν μπορῶ, τή δολοφόνα, τήν παιδοκτόνα, τή ζαβή, τή χολεριασμένη, τή στραβοκάνα, τήν γκαβή, τό τσόκαρο, τήν παλιόγρια, τήν παλιόγρια, πού κακοχρόνο νά’χει, δέν ἀντέχω πιά τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τή μισῶ, τή μισῶ, τή μισῶ, ἄχ, ἄχ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, θά πεθάνω, τέρας, καί θά ἐξακολουθῶ νά σέ μισῶ, ναί, τό μίσος βράζει μέσα μου, θέλω νά γράψω τούς ἀνάποδους ὕμνους ἀπ’αὐτούς πού γράφτηκαν ὡς τώρα γι’ αὐτήν, λέξη πρός λέξη νά τήν τουφεκίσω καί νά τήν παραχώσω σά σκυλί μέ τά ἴδια μου τά χέρια…Δέν εἶμαι πιά γυναίκα…Οὔτε κι ἐσύ πιά εἶσαι ἄντρας… Μᾶς τά πῆρε ὅλα αὐτή…Τί θά μείνει ὅμως ἀπ’αὐτήν χωρίς ἐμᾶς; Τί θά εἴν’αὐτή ὅταν δέ θά’χει μείνει τίποτα ἀπό μᾶς;…Τό χῶμα της ἔχει πάρει τό σχῆμα μου… Τό σῶμα μου ἔχει πιά τίς διαστάσεις της… Ἔχω μέσα μου τή μοίρα της… Πεθαίνω σά χώρα…»
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήἌραγε πρόκειται περί ξεσπάσματος ἤ περί ὑπερμέτρου ἐγωϊσμοῦ; Τό σῶμα δέν ξεγελιέται μέ μονόλογους, τούς ἀγνοεῖ.
ΑπάντησηΔιαγραφήἈνακούφιση ἤ ἀνασύνταξη δυνάμεων; Τύψεις γιά τήν ἧττα δέν συνιστῶνται. Προτείνω βουτιά μέ τό κεφάλι ἀπό ψηλά, σέ μιά κρύα θάλασσα.
Ἤδη ἔφυγα...
Ύστερα από αναρίθμητες φυγές και μετά τον αποδεκατισμό και την αποσύνθεση των μαχητών...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ διανόηση...
Όλοι μιλούν ακούγοντας τον ήχο της φωνής τους
Όλοι γνωρίζουν
Κανείς με άντερα για την εξέγερση.
Σωστά, διανόηση, μιά λέξη κατά καιρούς πολύ θορυβώδης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ ΔΕΝ ΜΙΛΑ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΜΙΛΑ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ
ΛΑΟ ΤΣΕ
Φαντάζομαι ἀναφέρεσαι σέ κάτι σάν τό παρακάτω...
Διανόηση φαντασιόπληκτη καί ἀποστασιοποιημένη ἡ ὁποία ἐν μέσῳ χασμουρητῶν προσπαθεῖ νά καλύψει τήν ἀδυναμία καί τήν ἀπουσία της, καί συγχρόνως νά καθυστερήσει τήν ἐξέγερση πού νομοτελειακά θά ἀκολουθήσει. Θεωρίες, ἔννοιες, ἐπιχειρήματα μόνον σάν ἐποχικά συμπτώματα μποροῦν νά ἀξιολογηθοῦν καί ὄχι σάν τό κινοῦν αἴτιον. Κάτι ἀνάλογο μέ τίς κατά καιρούς ἐπιδημίες γρίππης. Οἱ Πετρούλες καί τά ξέκωλα τῶν σκυλάδικων, πού σέ καταστάσεις ἥττας καί παρακμῆς θριαμβεύουν,εἷναι τό ἄλλοθί της.
ΥΓ. Ξαναβάλε τό πρῶτο σχόλιο πού ἀφαίρεσες. Ἧταν πολύ καλό, ἐμένα μοῦ ἄρεσε.
Επανέρχομαι βελτιωμένος (ελπίζω). Περιγραφή της τραγικότητας, όχι ξέσπασμα, μακρυά από το υπέρμετρο μπρρρρρρ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχαμε μείνει εμείς κι εμείς.
Κάθε μέρα τα ίδια. Η τυρανία της δικτατορικής μετριότητας, η δικτατορία του μέτριου, ο μέτριος ο τύρανος.
Έτσι, όπως κάθε βράδυ, οι νικητές με τα κουστούμια τους έσερναν τα βήματά τους ανάμεσα στους αιχμαλώτους.
Για πολλά χρόνια έκαιγα τα γλυκόλογα με καθαρή βενζίνη.
Είναι η ευτυχία να είσαι μόνος εναντίον όλων; Νεανικές τρέλλες θα μου πείς...
Διανοούμενοι που δεν τολμούν να τη συντρίψουν αυτή την κρούστα παρά την άφησαν να τους καλύψει σαν ταφόπετρα.
Χαιρετούν ευγενικά οι ανέντιμοι. Σφίγγουν το χέρι δίχως θέρμη.
Πηγαίνω στην τουαλέτα. Παίρνω και τις σημειώσεις μου μαζί. Η ερημιά μου βρώμικη.
Βάζω κόντρα την τηλεόραση και σφίγγομαι μέχρι να συντελεστεί η αποσύνθεση.
Συγκινημένος κάπως κι όμως ανέκφραστος μες σε ολάνθιστες φωνές.
Γκάζια σε ελεύθερες λεωφόρους.
Μερικοί έμειναν πίσω εξακολουθώντας να αναδεύουν σκόνη (αγαπώ παράφορα τους μουρλούς είπες κάποτε).
Δειλά-δειλά, όπως η Αλίνα ξεκούμπωνε το πουκάμισο.
Στο πάτωμα θρύψαλα από ένα ποτήρι. Τα βήματά μου δεν ακούγονται. Α! Ξέχασα μονάχα ο ήχος της πατερίτσας. Μυρωδιά από χυμένο αλκοόλ. Που διάολο βρέθηκε. Ήμουν εδώ την προηγούμενη νύχτα; Κάπως έτσι θα πρέπει νάναι αφού η καμπαρτίνα μου κρέμεται ακόμα στο καρφί του τοίχου και η υγρασία την έχει κάνει ασήκωτη. Πόση ώρα είμαι βυθισμένος εδώ σ’ αυτή τη λιπαρότητα;
Πέφτει ο στηθόδεσμος της χορεύτριας και ουρλιάζουν τα γερόντια.
Της χαμογελάω την ώρα που επηρρεασμένη από τον ρυθμό της μουσικής κάνει μια απότομη κίνηση προς το μέρος μου.
-Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια; ρωτά με μητρικό ενδιαφέρον.
Μήπως σας προσβάλλω; Τα είπα όλα αυτά τα άσκοπα λόγια για να τ΄ ακούσω μόνος μου με μια κρυφή αυτάρεσκη ικανοποίηση, δεν έχω λόγους να σας προσβάλλω.
Ἄν εἷναι νά γράφεις ἔτσι, θά βάζω κάθε μέρα Δημητριάδη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤόν περιθωριοποιημένο, τόν ἐξαναγκασθέντα σέ μοναχικότητα, αὐτοί πού χαιρετοῦν δίχως θέρμη, οἱ ἀνέντιμοι, οἱ ἀκοινώνητοι, τόν λένε ἀντικοινωνικό. Δέν εἷναι ὅμως, ὅπως δέν εἷναι οὔτε αἰσιόδοξος ἤ ἀπαισιόδοξος, οὔτε εὐτυχισμένος ἤ δυστυχισμένος, ἁπλά βλέπει λίγο πιό καθαρά.
Ὁ βάλτος που περιγράφεις εἷναι χειρότερος ἀπό τήν ἔρημο.
ΟΠΟΙΟΣ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΑ 40 ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΑΓΑΠΗΣΕ ΠΟΤΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
ΣΑΜΦΟΡ
Κάποια στιγμή θέλω νά κάνω ἕναν παραλληλισμό μεταξύ τοῦ στημένου "ἑλληνικοῦ κράτους" καί τοῦ σκηνικοῦ πού περιγράφει ὁ Δημητριάδης.
Καληνύχτα...
Μέσα σε τόσα και τόσα που ακούγονται τον τελευταίο καιρό, η συνεντευξη του Δημ. Δημητριάδη στην ΕΤ 3 μεσ τα μεσάνυχτα, ήταν από τις ελάχιστες ειλικρινείς και με τόσο αξιόλογο περιεχόμενο δημόσιες συζητήσεις. Να΄ναι καλά ο άνθρωπος αλλά και ο Σαββίδης που τον κάλεσε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤον ακουσα στην τελευταια εκπομπη της ΕΡΤ. Προκειται για ένα βαθύ στοχαστή και πνευματικά τίμιο ανθρωπο.
ΑπάντησηΔιαγραφή