Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Ὁ Οὖζος - ἕνα διήγημα καί μιά συνέντευξη τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα


Α) Γιάννης Σκαρίμπας: «Γεμίσαμε ἀλλουβρέχηδες!»
Τοῦ Δημήτρη Γκιώνη

«Νἄν' σπασμένοι οἱ δρόμοι, νὰ φυσάει ὁ νότος / κι ἐγὼ καταμονάχος καὶ νὰ λέω: τί πόλη! / νὰ μὴν ξέρω ἂν εἴμαι / μέσα στὴν ἀσβόλη / ἕνας λυπημένος πιερότος!».
Κυριακὴ βράδυ στὴ Χαλκίδα, μὲ κρύο καὶ ψιχάλα, ὁδεύουμε στὸ σπίτι τοῦ μπάρμπα-Γιάννη τοῦ Σκαρίμπα, τοῦ «καλοῦ δαίμονα» τῆς εὐβοϊκῆς πρωτεύουσας καὶ τῶν γραμμάτων μας, ἀναμασώντας τοὺς στίχους ἀπὸ τὸ ποίημα ποὺ τῆς ἔχει ἀφιερώσει. Καὶ μὲ ἕνα ἐρωτηματικό: θὰ 'ναι στὰ κέφια του ἢ θὰ μᾶς ἀποπέμψει μὲ τὸ εὐγενικὸ «Χάρηκα ποὺ σᾶς εἶδα καὶ νὰ σᾶς βλέπουμε σπανίως».
Εἶχε προηγηθεῖ ἕνα μελαγχολικὸ βραδινὸ -τὴν προηγούμενη- σ' ἕναν κινηματογράφο γεμάτο μοναχικὸ κόσμο. Παρέες παρέες χωριστὰ οἱ σερνικοί, παρέες παρέες χωριστὰ τὰ θηλυκὰ καὶ πού καὶ πού μερικὰ μνηστευμένα ἢ παντρεμένα ζευγάρια.

Φιλολογικὸ πρωινὸ τὴν ἄλλη -Κυριακὴ- ἀκόμα πιὸ μελαγχολικό. Ὁ ποιητὴς Κωστὴς Κοκόροβιτς νὰ μιλάει στὴν αἴθουσα τοῦ δημαρχείου γιὰ τὸν Σολωμό, μπροστὰ σ' ἕνα ἀραιὸ ἀκροατήριο: ὁ δήμαρχος, τὸ δημοτικὸ συμβούλιο, τὰ παιδιὰ τοῦ Εὐβοϊκοῦ Θεάτρου, κάποιοι συγγενεῖς καὶ φίλοι - καὶ νέοι οὔτε γιὰ δεῖγμα. «Καὶ ὅμως, τὸ ἀνακοινώσαμε σὲ ὅλα τὰ σχολεῖα», μᾶς βεβαιώνουν.
Οἱ νέοι της Χαλκίδας παθιάζονται -τὸ βλέπεις- γιὰ τὸ ποδόσφαιρο, τὶς ντισκοτέκ, τὸ μοντέρνο ντύσιμο. Πῶς ὅμως νὰ τοὺς καταδικάσεις χωρὶς νὰ κουβεντιάσεις μαζί τους;
Ὁ σκοπὸς ὅμως ποὺ ἤρθαμε ἐδῶ δὲν εἶναι αὐτός. Ἁρπαχτὲς φωτογραφίες παίρνουμε καὶ βολευόμαστε στὴ χειμωνιάτικη νηνεμία τῆς πόλης, στὴ θέα τῶν νερῶν τοῦ Εὐρίπου, ποὺ συνεχίζουν μὲ θαυμαστὴ συνέπεια τὸ ἑξάωρο πηγαινέλα τους, καὶ στὴ σκέψη ὅτι μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν μπάρμπα-Γιάννη στὶς καλές του.
Ὁ Νῖκος καὶ ἡ Μαρία Χατζηγιάννη -ψυχὴ τῆς πνευματικῆς καὶ καλλιτεχνικῆς Χαλκίδας καὶ φίλοι του μπάρμπα-Γιάννη- ποὺ μᾶς συνοδεύουν, μᾶς δίνουν ἐλπίδες. Καὶ ὄντως, παρὰ τὸ κρύο, μᾶς ὑποδέχεται μὲ χαρά. Στὴ συντροφιὰ ἕνας ἀκόμη Χαλκιδαῖος φίλος του καὶ μία ὄμορφη κοπέλα ποὺ συμβάλλει στὴ ζεστασιὰ τῆς ἀτμόσφαιρας, καθὼς ὁ μπάρμπα-Γιάννης παραμένει ἀθεράπευτος θαυμαστής τοῦ ὡραίου φύλου.

Χιοῦμορ καὶ αὐτοσαρκασμὸς

Εἶναι ἡ τέταρτη φορὰ ποὺ τὸν βλέπω τὰ τελευταία χρόνια καὶ κάθε φορά χρειάζεται νὰ τοῦ θυμίσω ποιὸς εἶμαι. Κάτι ποὺ λίγο-πολὺ γίνεται μὲ ὅσους τὸν ἐπισκέπτονται. Εἴτε γιατί πραγματικὰ δὲν θυμᾶται εἴτε γιατί τὸ κάνει χάζι. Μὲ τὸν μπάρμπα-Γιάννη ποτὲ δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι σίγουρος. Γιατί ἐκεῖ, ἂς ποῦμε, ποὺ πλησιάζεις τὸ αὐτί του νὰ τὸν ρωτήσεις κάτι, ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι πιάνει καὶ τὴν κουβέντα κάποιου ποὺ κάθεται μακρύτερά του. Κι ἐκεῖ ποὺ νομίζεις ὅτι δὲν βλέπει πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ μύτη του τὸν ἀκοῦς νὰ φωνάζει: «Μὴν τὸ πειράζεις αὐτό!».

Ὁ ἴδιος ὡστόσο, ἐπιμένει αὐτοσαρκαζόμενος:

-Κουφὸς εἶμαι, στραβὸς εἶμαι, μία χάρη μου ἄφησε ὁ Θεός: ἐκτὸς ἀπὸ 29 δόντια, τὰ ὑπόλοιπα τὰ ἔχω ὅλα! Καὶ μᾶς δείχνει τὰ 3-4 ποὺ τοῦ ἔχουν ἀπομείνει.
-Πόσο χρόνων εἶσαι τώρα μπάρμπα-Γιάννη;
-Ὀγδόντα ὀχτώμισι ἀκριβῶς. Τὸ 1893 γεννημένος. Λογάριασε καὶ βγάλτα!

Στριμωχνόμαστε στὸ μπροστινὸ δωμάτιο τοῦ ταπεινοῦ σπιτιοῦ του. Ὁ ἴδιος κάθεται στὴ μόνιμη θέση του στὸ κρεβάτι, δίπλα στὸ παράθυρο καὶ στὸ τραπεζάκι, πότε φορώντας καὶ πότε βγάζοντας τὰ γυαλιά του. Ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ μάτι σχεδὸν δὲν βλέπει, ἀλλὰ κι αὐτὸ τὸ διασκεδάζει. Σ' ἕνα ἀπὸ τὰ γυαλιὰ του ἔχει ζωγραφίσει ἕνα γαλάζιο μάτι. «Ἀπὸ μικρός μοῦ ἄρεσαν τὰ γαλάζια μάτια!», λέει.
Φαίνεται κουρασμένος, τὰ ροῦχα του πλέουν πάνω του, ἀλλὰ παραμένει ἀκμαῖος καὶ μὲ ἀτέρμονο τὸ χιοῦμορ του. Ἡ μίζερη ὡστόσο αὐτὴ μὲ πρώτη ματιὰ εἰκόνα δὲν σημαίνει καὶ οἰκονομικὴ ἀθλιότητα. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ ζεῦγος Χατζηγιάννη, ὁ μπάρμπα-Γιάννης ἀπολαμβάνει δύο συντάξεων: μία ὡς ἐκτελωνιστῆ, κι ἄλλη μία ὡς λογοτέχνη, ἐνῶ ὁ Δῆμος Χαλκιδέων τοῦ πληρώνει τὸ νοίκι, τὴ θέρμανση, τὸ νερὸ καὶ τὸ ἠλεκτρικό τοῦ σπιτιοῦ του. Καὶ φυσικὰ ἔχει καὶ τὰ ποσοστὰ ἀπὸ τὰ βιβλία του. Στὸ κρεβάτι, στὸ τραπέζι, σὲ μία μικρὴ βιβλιοθήκη πίσω του, βιβλία. Παντοῦ βιβλία. Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν κατάψυξη! - ὅπου γιὰ πολὺ καιρὸ εἶχε κλείσει τὰ βιβλία τοῦ Καζαντζάκη καὶ τοῦ Λουντέμη γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει, ἄγνωστο γιὰ ποιὸν λόγο!
Οὖζο καὶ μηνύσεις!
Ἡ Μάχη, ἡ κόρη του ποὺ τὸν συντροφεύει, θέλει νὰ μᾶς περιποιηθεῖ. Τῆς λέμε νὰ μὴν ἀνησυχεῖ.
-Ἐγὼ εἶμαι ἡ χελώνα τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἡ Μάχη τὸ παγώνι τῆς ταράτσας! Λέει ὁ μπάρμπα-Γιάννης ρουφώντας σιγανὰ οὖζο ἀπὸ ἕνα φλιτζάνι.
-Στὸ οὖζο ὀφείλω τὴν ὑγειά μου! Ἐξηγεῖ.
Καὶ ἡ Μάχη συμπληρώνει:
-Μπορεῖ νὰ πιεῖ ἴσαμε ἕνα μπουκάλι τὴν ἡμέρα!
-Καὶ ἀπὸ φαγητά;
-Τρώει ἀπ' ὅλα!
-Βγαίνει καθόλου ἔξω;
-Ποῦ νὰ πάει μ' αὐτὸ τὸ κρύο;
Στὸ ἐρώτημα πῶς περνάει τὸν καιρό του, ἔχει ἀπαντήσει νωρίτερα, καθὼς ἀνεβαίνουμε τὸν θεοσκότεινο δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ σπίτι του, τὸ ζεῦγος Χατζηγιάννη:
-Γράφοντας, διαβάζοντας, πίνοντας, καπνίζοντας, βρίζοντας τὴ Μάχη καὶ κάνοντας μηνύσεις!
-Σὲ ποιούς;
-Στοὺς πάντες! Ὅποιος καὶ ὅ,τι δὲν τοῦ ἀρέσει, τοῦ κοπανάει μία μήνυση.
-Δὲν θ' ἀφήσω κανέναν κερατά! λέει στὴν κουβέντα μας ὁ ἴδιος. Μὲ μετέβαλαν σὲ Ἀχιλλέα χωρὶς ἀχίλλειο πτέρνα. Θὰ τοὺς ἀλλάξω τὸν ἀδόξαστο!
Ὁ λόγος τοῦ μπάρμπα-Γιάννη σκοτώνεται ὅταν δὲν μεταφέρεται ἀτόφιος. Δύο εἶναι οἱ λόγοι ποὺ τὸν δίνουμε ἐδῶ κουτσουρεμένο: ὁ πρῶτος γιατί ἀρνήθηκε νὰ βάλουμε μαγνητόφωνο. Ὁ δεύτερος γιατί ἀκόμη καὶ μὲ μαγνητόφωνο, πάλι οἱ ἀθυροστομίες του εἶναι ἀδύνατον νὰ μεταφερθοῦν σὲ μία ἐφημερίδα.
-Τί γράφετε αὐτὸν τὸν καιρό;
-Ἔχω στοῖβες καινούργια.
-Σὰν τί δηλαδή;
-Ἔχω γράψει τὸ «Τὸ μηδὲν καὶ τὸ ἄπειρο», τὸ δικό μου μηδὲν καὶ τὸ ἄπειρο. Θὰ τὸ δεῖτε ὅταν βγεῖ.
-Ἄλλο;
-Τοὺς «Γαλατάδες» σὲ θεατρικὸ ἔργο, τὴν ποιητικὴ συλλογὴ «Μυωπία βαθμοῦ 4» καὶ ἄλλα πολλά. Καὶ ἀνέκδοτα γράφω!».
Ἀνέκδοτα καὶ πολιτικὴ
Μὲ ἀνέκδοτα ἀπαντάει καὶ στὶς περισσότερες ἐρωτήσεις ποὺ τοῦ κάνουμε.

-Πῶς βλέπετε τὴν πολιτικὴ κατάσταση;
-Θὰ σᾶς πῶ ἕνα ἀνέκδοτο ἰατρικό, γιατί ἔχω σπουδάσει καὶ ἰατρική! Εἴχαμε κάποτε ἕναν οἰκογενειακὸ γιατρό, Βλαχούλια τὸν λέγανε, Θεὸς σχωρὲς τον. Ταξιδεύαμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα στὴ Χαλκίδα μὲ τρένο. Ἐγὼ ἐδῶ, ὁ γιατρὸς ἀπέναντί μου, δίπλα μου μία κυρία καὶ ἄλλοι. Κουβεντιάζαμε γόνα μὲ γόνα μὲ τὴν κυρία, ποὺ κάποια στιγμὴ σκύβει καὶ μὲ ρωτάει: «Κὺρ Γιάννη, ὁ κύριος εἶναι γιατρός;». «Ναί», τῆς λέω. «Καὶ εἶναι καλός;». «Θαῦμα εἶναι. Μοῦ ἔχει σώσει τὴ ζωή. Κάποτε ἀρρώστησα βαριά, ἀλλὰ ἔλειπε στὸ Παρίσι, κι ἔτσι σώθηκα!». Ἔβαλε τὰ γέλια ἡ γυναίκα καὶ γέλαγε σ' ὅλο τὸ ταξίδι.

Γελάει κι ὁ μπάρμπα-Γιάννης καθὼς τὸ θυμᾶται. Ἡ προφορική του ἀφήγηση συναγωνίζεται τὸν δαιμονικὸ γραφτὸ του λόγο. Κάτι περισσότερο: εἶναι ἀκόμη πιὸ ζωντανός, καθὼς χρωματίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο μὲ χειρονομίες. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας θαυμάσιος ἠθοποιός.

-Ναί, ἀλλὰ δὲν μᾶς εἴπατε πῶς βλέπετε τὴν πολιτικὴ κατάσταση. Θὰ πάρει τὶς ἐκλογὲς τὸ ΠΑΣΟΚ; Τί λέτε;
-Πολὺ πιθανὸν νὰ τὶς πάρει τὸ ΠΑΣΟΚ.
-Καὶ τὸ ΚΚΕ;
-Θὰ βγεῖ πρῶτο!
-Μὰ σοβαρολογεῖτε;
-Θὰ βγεῖ, σᾶς λέω!
-Βάζουμε στοίχημα δέκα μπουκάλια οὖζο; τὸν προκαλεῖ ὁ κ. Χατζηγιάννης.
-Καὶ ποῦ νὰ τὰ βρῶ ἐγὼ δέκα μπουκάλια οὖζο; Καὶ γελάει.

Ἔπειτα σοβαρεύεται καὶ ζητάει ἀπὸ τὴ Μάχη νὰ τοῦ φέρει ἕνα ἄρθρο του ποὺ εἶχε δημοσιευτεῖ στὸν «Ριζοσπάστη» στὶς προηγούμενες ἐκλογές. Ξέρει ποῦ βρίσκεται τὸ κάθε τί σὲ τοῦτο τὸ σπίτι, ποὺ κατοικεῖ κοντὰ 30 χρόνια.

-Πάω μὲ τὴν τοπογραφία γιατί εἶμαι στραβός, ἐξηγεῖ. Ἔτσι καὶ μοῦ βάλουν κάτι ἀλλοῦ, τὸ 'χασα.
-Θέλουμε νὰ μᾶς πεῖτε πῶς βλέπετε τὰ πολιτικὰ πράγματα σήμερα, ἐπιμένουμε.
-Μά, δὲν σᾶς εἶπα; ἐπιμένει κι αὐτός. Θὰ σᾶς πῶ τότε ἕνα ἄλλο ἀνέκδοτο, μὲ γιατρὸ κι αὐτό: Ἑτοίμαζε ἕνας γιατρὸς μία γυναίκα νὰ τὴν ἐγχειρήσει. «Γιατρέ μου», τοῦ λέει, «νὰ μοῦ κρατᾶς τὸ χέρι ὅταν μ' ἐγχειρήσεις, γιὰ νὰ παίρνω κουράγιο». Γίνεται ἡ ἐγχείρηση, ξυπνάει κάποτε αὐτή, βλέπει ἕναν μὲ γένια νὰ τῆς κρατάει τὸ χέρι. «Γιατρέ μου, πότε ἔβγαλες γένια;», τὸν ρωτάει. «Δὲν εἶμαι ὁ γιατρός, εἶμαι ὁ Ἅγιος Πέτρος!», τῆς ἀπαντάει ἐκεῖνος.

Πάλι γέλια.

-Μὰ εἶστε τόσο ἄθρησκος ὅπως σᾶς λένε;
-Δὲν εἶμαι ἄθρησκος κι ἂς ἔχω γράψει τόσα πράγματα κατὰ τῆς θρησκείας. Εἶμαι θρησκευόμενος μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ψάχνω νὰ βρῶ τὸ ἀνεύρετο.
-Δηλαδή;
-Νὰ σᾶς πῶ ἕνα ἄλλο ἀνέκδοτο;
Καὶ μᾶς λέει.

Εἴμαστε κάπου δύο ὧρες μαζὶ καὶ θὰ πρέπει νὰ’ χει κουραστεῖ.

-Θὰ μᾶς πεῖτε πῶς βλέπετε καὶ τὰ πνευματικά μας πράγματα; Πᾶμε καλὰ-ἄσχημα; Βλέπετε ἄξιους ἀνάμεσα στοὺς νεότερους;
-Νὰ μὴν σᾶς πῶ ἄλλο ἕνα ἀνέκδοτο;
-Δὲν ὑπάρχει ἀπάντηση;
-Πάρα πολλοὶ εἶναι μακριὰ νυχτωμένοι καὶ ἀλλουβρέχηδες, καὶ ἐλάχιστοι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ 'λεγα πὼς εἴμαστε ἀδέλφια.
-Δὲν εἶναι ἀρκετὴ μαγιὰ γιὰ κάτι καλύτερο αὐτοὶ οἱ ἐλάχιστοι;
-Εἶναι, πῶς δὲν εἶναι.

Καθόμαστε λίγο ἀκόμη, λέμε κι ἄλλα. Μᾶς ἀπαγγέλλει ἕνα ποίημά του γιὰ μία ὄμορφη κοπέλα ποὺ ἔγραψε πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια. «Ἦταν καλλονὴ καὶ χάθηκε στὰ τριάντα της». Κι ὕστερα κι ἄλλα ἀνέκδοτα. Ἀθάνατε μπάρμπα-Γιάννη.

-Νὰ φύγουμε τώρα;!
-Ἂν θέλετε.

Πού σημαίνει περίπου, γι' αὐτοὺς ποὺ τὸν ξέρουν, «πάρτε δρόμο».

-Τί ἄλλο θέλετε ἀπὸ ἐμᾶς;
-Νὰ μ' ἀγαπᾶτε, τί ἄλλο;

Πῶς νὰ μὴν τὸν ἀγαπᾶμε;

http://www.poema.gr/print.php?id=71&eidos=dokimio [Ἡ συνέντευξη δημοσιεύτηκε στὴν "Ἐλευθεροτυπία", 9/2/1981]


Β) Ὁ Οὖζος

Κάτ’ ἤξερε κι αὐτὸς ἀπὸ σκαριὰ κι ἀµαρτωσές, κατ’ ἤξερε ἀπὸ σουλούπια καὶ καράβια.
Πῶς δένεται ἡ τιρκετίνα καὶ οἱ ράντες, πῶς κόβουνται οἱ γάµπιες καὶ τὰ φλίτσα, πῶς σφίγγουν τὰ ρεφόρσα— ὁ κοῦντρος µπρὲ κι οἱ φίγκοι πῶς σταυρώνουνται— ἄς ἦταν καλὰ ποὺ τἄπαιζε στὰ δάχτυλα, ἂς ἦταν καλὰ ποὔταν ψωµὶ τυρὶ γι’ αὐτόνε. Ἡ παλιά του ἡ τέχνη ποὔταν καὶ ἡ πρώτη.
Τί νόµιζαν.

Ἐπειδή καθόταν καὶ δὲ µίλαε; Ἐπειδής δὲν τ’ ἄρεσαν τὰ λόγια; Ἦταν ἀπὸ φυσικοῦ του λιγοµίλητος· ἦταν ἀπὸ τὴ µἀνα του κασίδης.

—…Καλά, ἂς σώπαινε ...

Ἂς σώπαινε;

Ναί, µά εἰν' ἀγγούρι τὸ κουτραµπάλµπαρι· εἶναι µανίκι οἱ κουρτελάτσες· δὲν εἶν’ τὸ πήκυ τῆς γκλίζας παῖξε γέλασε. Δἐν εἶν’ λουκούµι ἡ κοντραµετζάνα νὰ τὸ χάψει.
Εἶναι σόι τὸ βασίλειο.
Θέλει µέτρο καὶ φρόνηση, θέλει τέµπο καὶ τάξη. Μάτι κι ἀφτί. Νὰ ρεουλάρεις, νὰ µετρᾶς, νὰ καρατάρεις µἐ τὸ µάτι.

Ὄχι ἄντε καράβι φχιάχνουµε.

Ἄλλα ’ ν’ τὰ µάτια τοῦ λαγοῦ κι ἄλλα τῆς κουκουβάγιας· ἄλλο παπούτσα νὰ µπαλῶ κι ἄλλο γολέτα νὰ σκαρώνεις.
Καρένα, κοντρακαρένα καὶ σωτρόπι· ὁ Μάρτης κι ἡ σαρακοστή· λογάριασε καὶ µέτρα: Τόσα πόδια ποδόσταµο, τόσα κοράκι πλώρης—γράφε παιδὶ— πλώρη σπαθί, µάσκες, γοφοὶ— λεπίδι· φόδρο χυτό· τουρέλο σὰν καὶ τοῦ Θεοῦ ν’ ἀρέσει.
Ἔχουµ ’ ἑφτὰ καὶ µία παλάµη —πές — τὰ µπόσκα· βάλε ἀρµὸ ἕνα δάχτυλο, βάλε ἄλλο ἕνα χάση, καὶ µέτρα· εἴπαµ ’ ἐφτά—δηλαδή στραβόξυλο—τό παραπέτο ἑνάµισι πουντέλια µονάχα στὸ κάσαρο, µόνο στὴ πλώρη µπουκαπόρτες. Ἔχουµε λοιπὸν καὶ λέµε ἑφτά…

—…Μπὰ ποὺ κακὸς σκασµό—οός του...

— Σκὰσ-µοοός; (ἑφτὰ καὶ τρεῖς) - Μπὰ ποῦ κακόοός του;— Ἄντε λοιπὸν νὰ δῶ, πῶς θὰ µουδάρεις γάµπιες γιὰ τὴν ὄρτσα. Πῶς θα σταυρώσεις φίγκους στὸ τραβέρσο, πῶς διάολο θὰ στριγκάρεις µἐ πανιὰ τσιταρισµένα. Χαχά! τί νόµισες; πῶς εἷν’ µἀλλιὰ τὰ γένια;

Νάχεις σταβέντο τὸν καιρὸ καὶ πρίµα—φούσκα τὰ πανιά σου κι’ ἄντε νὰ δῶ τὸ γύρισµα.

Νὰ καµαρώσω τὴν ἀλέστα σου, νὰ ἰδῶ τὸ µάϊνα στὰ ὄξω τῶν φλοκιῶν σου· πὼς θὰ µπατάρεις τὸ τιµόνι σου, πὼς θὰ µολάρεις τόσα µπράτσα.

Ἢ πού καθόταν καὶ δὲ µίλαε· ἢ πού δὲ τ’ ἄρεσαν τὰ λόγια. Ἦταν ἀπὸ φυσικοῦ του λιγοµίλητος, ἦταν ἀπὸ τὴ µάνα του κασίδης.

Πῶς καµαρώνει ἡ τιρκετίνα καὶ οἱ ράντες, πῶς χαιρετᾶν τὰ φλίτσα —ὁ κοῦντρος µπρὲ κι οἱ φίγκοι πῶς σταυρώνουνται— ἂς ἦταν καλὰ πού τὰ ’παιζε στὰ δάχτ ....

Θεὲ µου! ψαλίδι γοργοφτέρουγο ἡ γλῶσσα του γλυκολαρύγγιζε ψιλοὺς καηµούς, ἀψὰ µεράκια. Τὸ Μάη —τὸ Μάη µἐ τὰ λουλούδια του γαλιάντριζε.

Φούσκωνε µέσα του —ἕνας ποταµός— ὁ οἶστρος του, ἅπλωνε τῆς ζωῆς του ὁ οὐρανὸς κι ἐγέλα.

Ὁ Ταρσανάς !...

Λιγνὴ γοργόνα νὰ σκαλίζεις πὰ’ στὴ πλώρη.

Νὰ κάνεις χτένι τὰ φτερούγια της, νὰ κάνεις φίδια τὸ µαλλί της· χλέπι πρὸς χλέπι νὰ κεντᾶς χυτὸ κορµάκι.
Ἔτσι περδικοστήθα, ἀγοροπρόσωπη, µἐ τὸ λαιµὸ χυτὸ —σὰν τ’ ἀητοῦ— µἐ χέρια σὰν φτεροῦγες ἁπλωµένα. Σὰν τὸ χυµιὸ τοῦ σαϊνιοῦ, νὰ ὁρµάει ἡ ὀµορφιὰ της κατ’ τὸ κύµα!

Ὁ Ταρσανάς!

Τρυπάνι καὶ σκαρπέλο! Ἡ µυρουδιὰ τοῦ κατραµιοῦ νὰ σοῦ κεντρίζει τὸ µεράκι.
Νά ’ναι στὶς σκάρες των ψυχοῦλες νιόβγαλτες τὰ µπρίκια — µέ δίχως νύχια καὶ φτερὸ ἀητοί: οἱ γολέτες —καὶ νάν’ τὰ ὄκια τους γλαρά, ἔτσι νοσταλγικά, σὰν νὰ βαθιοὶ καηµοί, θαλασσινὰ µεράκια τὰ συµπήραν.
Σὰν τοῦ µικροῦ παιδιοῦ ἡ εὐωδικὴ κορµίλα νὰ σὲ φτάνει, ἡ µύχια µυρουδιὰ τῶν κουφαριῶν τους.
Ἂχ ναί, καρένα, κοντρακαρένα καὶ σωτρόπι· ὁ Μάρτης κι ἡ σαρακοστὴ τόσα πόδια ποδόσταµο, τόσα κοράκι πλώρης· (γράφε παιδὶ) µάσκες, γοφοὶ— λεπίδι· φόδρο, χυτό, τουρέλο σὰν καὶ τοῦ Θεοῦ ν’ ἀρέ...
Φτερὸ ποὺ ἒπαιρν’ ἡ ψυχή του! Ἁγιόκληµα πολὺ κι ἁγιοδηµήτρηδες ποὺ ἄνθιζε ἡ ἰδέα του κι εὐώδα.
Ὅµως ἡ γυναίκα του τοὔδωσε σιχτίρ. Τοὔπε νὰ ξεκουµπιστεῖ νὰ τὴν ἀφήνει ἥσυχη στὸ χάλι της.
...Μπὰ ποὺ κακός του χρόοο-νός! Μπὰ ποὺ νὰ τοῦ σάπιζε ἡ γλώωω-σά. Τί ; Δἐν τῆς ξεκουµπίζονταν νὰ φύγει.
Κι ἔτσι—ὅπως παντα—ὁ Μπαρµπα-Μιχάλης ξεπόρτισε.
Μιάν ἀγάπη πλατειά, τρυφερή, ὑπεράνθρωπη, ἦταν αὐτὸ ποὺ ἐπλάταινε µέσα του τῆς διανόησής του τοὺς κύκλους. Ξάνοιγε τῆς καρδιᾶς του τὰ ὅρια κι ἔδινε σ’ ὅλα τὰ πράγµατα µιά µειλιχιότη παράξενη. Συζητοῦσε µαζί τους κι αὐτὸς —διαλέγονταν— σὲ νοερὴ συνδιάλεξη, τὰ προσφωνοῦσε ὅλα µαζὶ κατὰ πρόσωπο.

Τί καλοσύνη τὸν βάραινε, τί καλοσύνη! πόση ὀµορφιὰ τοῦ ξεχείλιζε.

Συχνοπροσκύνα καθὼς πήγαινε, γλυκοχαιρέτα τοὺς γειτόνους του· χρυσὲς κουβέντες διασταύρωνε µἐ τοὺς διαβατικοὺς καὶ τοὺς γνωστούς του.
...Καλή τους µέρα—Καληµέρα τους. Πῶς τάχαν τὰ παιδιά; Καλά; Ἐχαίρονταν. Τὰ κέφια τους; Καλά; Οµοίως, παροµοίως— πάντα καλά.

Ἔτσι ν’ ἀκούει νὰ γίνετ’ ἡ καρδιά του.

Καλή τους µέρα καὶ χρυσή—καλοτατό τους βράδυ .. κι’ αὐτὸς ἐπάγαινε... Ξέρανε πού: στὸν ταρσανά—χαχα (τί γλύκα!) ἂµ ’ ποῦ ἀλλοῦ: στὶς σκάρες.

Πού καλαναρχάει ὁ παπὰς τὸ εὐλοητός; στὴν ἐκλησά—χαχα (τί ἀγγελικότη!) παληὸς παπὰς καλὲ µ ’ κι’ αὐτός. Κάτ’ ἤξερε ἀπὸ χερουβικὸ καὶ πατερµά, κάτ’ ἤξερε ἀπὸ σουλούπια καὶ καράβια. Πῶς δένεται ἡ τιρκετίνα καὶ οἱ ράντες, πῶς σφίγγουν τὰ ρεφόρσα— ὁ κοῦντρος µπρὲ κι οἱ φίγγοι πὼς σταυρώνουνται—ἄς ἦταν καλὰ ποὺ τάπαιζε στὰ δάχτ...

Πάντα ἐκεῖ ἔµενε στὰ δάχτ… Ἐκεῖ τὸν ἄφηνε ὁ κόσµος· καὶ τ’ ἄλλα τὰ ἑξακολούθαε µονάχος του· τοῦ ἑαυτοῦ του τὰ διηγόταν... Πῶς θέλει µέτρο καὶ φρόνηση, πὼς θέλει τέµπο καὶ τάξη·

Κι' ἄφηνε τοὺς ἄλλους νὰ κουρεύουνται. Μὲ τὸ πλευρὸ ποὺ εἶναι νὰ κοιµῶνται. Θὰ τὰ θυµόντουσαν τὰ λόγια του αὐτουνοῦ, µά θάν’ ἀργά· θἄρθει καιρὸς ποὺ τὸ περικαλώντας του θὰ πᾶνε· καιρὸς πουλάει τὰ ξύλα…
Μὰ κανεὶς δὲν προσέχει. Τσαµπουνάει µονάχος του. Εἶναι ἀκόµα πρωῒ καὶ δὲν ἔχει κέφι ὁ κόσµος. Τὰ παιδιὰ ἂχ αὐτὰ τὰ παιδιὰ —θὰ κοιµῶνται· εἶναι ἡ ὥρα τοῦ τραίνου κι ἔτσι λείπουν κι’ ἡ λουστραρία κι οἱ µόρτες.
Κι ὁ µπαρµπα-Μιχάλης ξακολουθάει τὸν χαβά του. Πάντα καὶ τὰ ἴδια τῆς σχωρεµένης κοπανίζει στὸ κόσµο.

…Πώς δὲν ἦταν τὸ πήκι τῆς γκλίζας παῖξε γέλασε, πὼς δὲν ἦταν λουκούµι ἡ κοντροµετζάνα νὰ τὸ χάβαν. Μαλλιὰ δὲν εἶν’ τὰ γένια· πίσω ἔχει ἡ ἀχλάδα τὴ νουρά…



Ἐκεῖ ὄµως στὸν ταρσανὰ τὸν ἔδιωξαν. Ἄσκηµο δρόµο τοὔδωσαν οἱ καραβοµαραγκοὶ κι οἱ καλαφάτες. Μπελὰς τοὺς εἶχε γίνει τῶν ἀνθρώπων, τσάµικος ταµπάκος.

Αὐτοὶ τσακίζονταν καὶ πάσχιζαν στὶς ἔγνοιες τους κι αὐτὸς τοὺς ἒψελν’ ἀπὸ δίπλα.
...Δἐν ἦταν καρφὶ αὐτὸ ποὺ χτύπαγαν στὸ κάσαρο, δὲν ἦταν µπουντέλια αὐτὰ πού στήριζαν τὸ σκάφος. Πῶς θὰ φοράρουν τὰ ντιστέκια τους στὸ ρίξιµο; Πῶς θὰ κατσάρουν τὰ παλάγκα; Μὰ τί; Γιὰ ἴσωµα τὸ πέρασαν; Μπρὲ θέλει µάτι κι ἀφτί, χαρτὶ καὶ καλαµάρι· ἄλλο παπούτσα νὰ µπαλῶ κι ἄλλο...

Οἱ ἄνθρωποι ὑποµέναν.

Τὸν ἔπαιρναν µἐ τὸ καλό τους, τοῦ µίλαγαν µἐ τὸ γλυκό:.. Μπρὲ τζάνε τους, µπρὲ µάτια τους, δὲν ἔπαυε; Δἐν πάγαινε καὶ παρακάτω; Δἐν τοὺς ἀπαρατοῦσε στὸ µεράκι τους; Μπρὲ µπρὲ µπελᾶς πασαµεριάτικος...

Αὐτὸς τὸ γουδὶ τὸ γουδοχέρι· εἶδε γιαλὸ ποὺ ἀρµάτωναν ’να κότερο καὶ καλανάρχιζε τὰ ἴδια.

...Ἀχού—ου ἀρµαδόρο πού στὸν πέτυχαν! Ἀποκοπή τὸν εἶχαν ἢ µἐ µἐροκάµατο; Στραλιέρες ἦσαν κεῖνες ἢ χαµούρια; Τὸν εἶχαν τουλάιστο δέσει µἐ συµβόλαιο, µήν ἒκαν’ ἔτσι καὶ τοὺς φύγει; Γιὰ διὲς βιλιάρης γιὰ καµάρωµα! Γιὰ διές... γαµπρὸς γιὰ σύρτα φέρτα!

Αυτός ἀρώταε κι αὐτοὶ —στὸ θεὸ ποὺ πεστεύαν— ἂς τοῦ λέγαν: Ἂν ἦταν ἄλµπουρο ἐκεῖνο τὸ πρυµιὸ ἢ βάσανο· ἂν ἦταν τσιµπούκι τ’ ἄλλο ἐκεῖ πέρα, ἢ ἀγγλίτσα. Μπρὲ τὸν τσοπάνο! Ἄµ ’ πού στὸν ψώνιζαν; Ματί; Κότερο ἀρµάτωνε ἢ τραµπάκουλο; Μπὰ πού κακός του χρόοο—νος! Ἔτσι µωρὲ κρεµιέται ἡ µαΐστρα; Φτοὺ σκουληκοµερµηγκότρουπα! Πῶς δένεται ἡ τιρκετίνα καὶ οἱ ράντες, πῶς χαιρετᾶν τὰ φλίτσα— ὁ κοῦντρος µπρὲ κι οἱ φίγγοι πῶς σταυρώνουνται—ἄς ἦταν καλὰ ποὺ τάπαιζε στὰ δάχτ...
Τὸν ἔδιωξαν µἐ τὶς σπρωξὲς τὸν πῆραν ἀπὸ κεῖθες: «Ὄξω, τοῦ λένε καὶ τὸν σκούντηξαν σιχτὶρ γεροµπεκρή, ἀλανιάρη.» Καὶ νὰ σπρωξὲς καὶ νά, ἀπ’ τὸ σακάκι τὸν τραβάγαν ὥς ποὺ τὸν ἐξεκούµπισαν.
Ἐκεῖ στὸ ὕψος τοῦ µὀνοπατιοῦ ἐστάθη· ἕνα παιδάκι ἀπὸ παρέκι τὸν ἀγνάντευε. Ἔτσι καθὼς τὸν εἶχαν ξεστηθώσει ἔβλεπες στὶς φοῦσκες τῶν βυζῶν του, ζωγραφιστὴ τὴ Χαλκίδα ἀπ’ τὴ µιά µεριά, τὸ κάστρο τοῦ Καράµπαµπα ἀπ’ τὴν ἄλλη.
Βύθισε τὴ µατιά του στὸν Εὐβοϊκό, ἄφησε ἕνα βογκητὸ µέσ’ ἀπ’ τὰ στήθια.

Ἡ ἀφροθάλασσα, τὰ σύγνεφα, οἱ γλάροι!

Τί ὡραῖον ποὺ τὸν εἶχε κάµει ὁ Κύριος τὸν κόσµο µας! Βαθιὰ ἀρµενίζαν τὰ πλεούµενα, λικνίζονταν καράβια καὶ ψυχοῦλες. Ἕνας γλυκοφυσάµενος λεβάντες, φούσκωνε τὰ πανιὰ τῶν καραβιῶν, τὰ κύµατα τῆς θάλασσας.

Καὶ νάν’ τόσο κακοὶ οἱ ἀνθρῶποι!...

Τὸν ξέσκισαν αὐτοὶ οἱ καραβοµαραγκοί. Τὸν ἀποπῆραν σὰν σκυλί. Ὅπου τὸν ἄδραξαν τὰ χέρια τους, τὸν πόναε τὸ κρέας του σὰν σάπιο. Ἄνω— κάτω τοῦ κάµανε τὰ ροῦχα.

… Νά, αὐτὸ τὸ παιδὶ ἐκειαδά, θἄχε καλὴ καρδιά· θὰ τὸν λυπόταν τὸ καηµένο. Ἄ τὰ παιδιά! Ὁ Κύριος! «ἄφετε τὰ παιδία ἐλθεῖν πρὸς µε». Ποῦ νἄξερε νἄχε στὴ τσέπα του λίγα φουντούκια ... Μπρὲ σὺ ...ἔλα δῶ...
—…Οὐ—ζόοοοο τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνο καὶ τόβαλε στὰ πόδια Οὐ—ζόοοοο… γκζίτ.

Ἄχ, τί φωνή!

Ὁ µπαρµπαΜιχάλης τάχασε, δὲ πίστευε στ’ ἀφτιά του... ὁ δαίµονας, τὸ εἶδες: φτοὺ τρισκατάρατε ...

Περίλυπος τράβηξε πρὸς τὰ κάτω.

Τοῦ Θεοῦ τὰ δῶρα µἐ τὰ ὡραῖα ὀνόµατα —ὁ ταρσανάς, ἡ θάλασσα, ὁ λεβάντες— µοιάζαν σὰ µαχαιριὲς δίχως πονέµατα, ἤσαν ’να τραγούδι χωρὶς τόνο.
Μόνο οἱ πληγὲς του ἦσαν ἐξαίσιες· µόνο τὸ ἀναστάτωµα τῶν ρούχων του ἤτανε τέλειο. Ἦταν ἡ λύπη του ἀριστούργηµα!
Καὶ κείνη ἡ φωνὴ τοῦ γαβριά, τί ἄνθος! οὐ—ζόοο.. γκζίτ. Εἶδες κοψά; Εἶδες πῶς φούσκωσαν οἱ φλέβες στὰ λαιµά του;



Ὁ µπαρµπαΜιχάλης θύµωσε. «Σκασµὸς» ἔβαλε µιά φωνὴ καὶ σταµάτησε. Δείχνει τὶς γροθιές του στὸν οὐρανό, τρίζει τὰ δόντια του· φοβερίζει τὸν κόσµο: τσογλάνια...
Ξαναρχίζει σιγὰ σιγὰ νὰ πηγαίνει. Κουτσαίνει· τὸν πονεῖ τὸ ποδάρι του, ἄχ…

Παρακάτω ἐκεῖ, διασταυρώνεται µ ’ ἕναν παπά. Ὁ παπὰς πάει µπροστά, τὸν ἀκλουθάει ἕνα χαµίνι ξυπόλυτο. Ὁ παπὰς κρατάει τὰ πετραχήλια τυλιγµένα καὶ τὸ βαγγέλιο, παραµάσχαλα· τὸ χαµίνι ἕνα θυµιατὸ στὸ δεξί του: Θὰ πααίναν ν’ ἁγιάσουν στὸν ταρσανὰ καµιὰ σκάρα.

Ὁ Μιχάλης θυµᾶται τὴ γόπα του· ψάχνεται. Ἱδρώτας κυλάει µέσ’ στὰ χαράκια τοῦ µούτρου του· τέλος τὴ βρίσκει—τήν εἶχε στὸ θαλάµι τοῦ κούκου του.
Ὁ παπὰς καθὼς προσπερνάει τὸν κοιτάζει· τὸν ξέρει. Μόλις ἀνθίζει ἕνα τραγίσο χαµογελάκι στὸ χείλι του.

.. .Σιχτὶρ τραγογένη…

Τὸ παιδὶ τὸν κοιτάει καὶ κεῖνο. Ἀκλουθάει τὸν παπά, µά ἔχει τὰ µάτια του, σ’ αὐτόνε· ἀστράφτει ἡ µατιά του, λαµποκοπάει τὸ ὕφος του.

...Οὐ—ζό, τοῦ σφυρίζει σιγά, νὰ µήν τ’ ἀκούσει ὁ παπάς· ὁ Μιχάλης τοῦ γνέφει... µπρέ σὺ ἔχει τὸ θυµιατήρι φωτιά; Καὶ τοῦ δείχνει τὴ γόπα. Τὸ πρόσωπό του στρογγυλό, µασκαρένιο, ἀπαίσιο, λάµπει σὰν κοτρώνα στὸν ἥλιο· κάνει ἕνα βῆµα κουτσὸ πρὸς τὰ µπρὸς κι’ εἶναι ἔτσι σὰν νὰ ζητάει σωτηρία.

....Οὐζζζ—όπ... τοῦ ξαναλέει τὸ παιδὶ σφυριχτὰ καὶ τὸν θυµιατίζει ἀπ’ ἀλάργα· καπνὸς —σὰν µιά ἄσπρη τούφα— ἀνεβαίνει.
...Νά, τσογλάνι τοῦ κάνει αὐτὸς καὶ τοῦ στέλνει —σὰν µία µπόµπα ποὺ σκάει στὸν ἀέρα— τὴν µιά παλάµη του φάσκελα, ζαµάν—φου, ἐδῶ σὲ γράφω...

Κόβει —καθὼς πάει κούτσα κούτσα— τῆς γόπας τὸ καύκαλο, ξεσκλάει τὸ χαρτί, τρίβει τὸ καπνὸ µέσ’ στὶς φοῦχτες. Οὔφπ… ρουφάει µἐ τὴ µύτη του… οὔφπ.. καὶ τ’ ἄλλο τὸ µπατάρει στὸ στόµα. Κάνει Αµ—ψέ! καὶ φτερνίζεται µιά, κι’ ἀπὲ πάει µασώντας.

Μιά ἀκαθόριστη, µιά σκοτεινὴ ἐπιθυµία τοῦ γαργαλάει τὴν ὕπαρξη, τοῦ ἐρεθίζει κάτι λεπτότατα κέντρα. Κάτι εἶναι ποῦ θέλει µά τί; Ἀκριβῶς δὲν τὸ ξέρει. Ὅµως τὸ διαισθάνεται γύρω του διάχυτο, ἄπιαστο ἀόρατο, ἔτσι νὰ πάλλεται στὸ φῶς στὸν ἀέρα. Πόσο ραφιναρισµένο ποὺ εἶναι τὸ γοῦστο του! πόσο ἐκλεπτυσµένη πού ἔχει τὴ σκέψη! Νά, σχεδὸν τὸ ὀσµίζεται…

Βλαστηµάει καὶ φτύνει.

Εἶναι τὸ φτύµα του κίτρινο, εἶν’ ἡ βλαστήµια του ὕψος...
Ἄντε µπρέ... σὲ τὰ-µᾶς; Λέει στὸ βρόντο µονάχος του, γιὰ νὰ πεῖ κατιτίς, ἔτσι γιὰ νὰ βρεῖ στὴ κλίµακα τῆς ψυχικῆς του κατάστασης ἕνα ντουζένι ἀπαράµιλλο, µία ἐξαίσια νότα... ντὸ-ρὲ µἰ.

...Ζαµάν-φού, δῶ σᾶς γράφω...

Ἐκεῖ πρὸς τὸ βάθος τοῦ δρόµου, εἶναι ἡ ταβέρνα τοῦ Σπάρου κι ἀπ’ ἀντικρυά του λευκότατη ἡ πολιτεία ἁπλώνεται. Τῶν ἐκλησσῶν της οἱ κολῶνες ὑψώνουνται σὰν λαµπάδες στὸ φῶς. Ἡ Χαλκίδα, ἡ Ἱερουσαλὴµ τῶν καηµῶν του! Κι εἶν’ αὐτὸς ἕνας ἀπ’ τοὺς πολλούς της προφῆτες. «Ἰδοὺ ἐπὶ τῶν παλαµῶν µου σὲ ἐζωγράφισα· τὰ τείχη σου εἶναι πάντοτε ἐνώπιον µου».
Τὰ κάστρα της, ὁ Καραµπαµπᾶς της, οἱ τροῦλοι της. Τὰ σχολειὰ της, τὸ Δηµοτικό, τὸ Γυµνάσιο.
Κι’ αὐτὸς εἶναι µόνος. Τὸ θέατρο τοῦ κόσµου κενό. Χίλια ἀγγελούδια µἐ µάτια σπιρτόζικα λὲς πὼς τ’ ἀκούει νὰ διαβάζουν. Πού-α-πά, ποὺ-ι-πί=παπί. Κι ἀπὲ πώς τοῦ χαµογελοῦν πονηρά, τὸν κοιτάζουν. Προχωρεῖ. Εἶναι µαἰτρ, τὸ αἰστάνεται. Μόν’ αὐτὸν κατακαίει ἡ φλόγα τοῦ µπρίου του —µἰας ἀσύλληπτης µαστοριᾶς ἡ φωτιὰ— µόν’ αὐτὸν ἀφιονίζει ἕνας οἶστρος.

—Ἄντε µπρὲ σὲ τὰ µᾶς; καὶ τραβάει.

Μέσ’ στὴν πόλη τὸν ὑποδέχονται χάχανα. Ἂχ τί πόλη! Εἶναι ὅλοι τους «κατιφέδες» οἱ λοῦστροι της, εἶναι τὰ µαθητούδια της «πόντοι»... ὁ οὖζος παιδιά... Ἀαό! Ἀαό! Οὐ ζόοοοο... νιάρρρρ…

—Ρέ Λαλάκιιιιι ... ρὲ Ντὶ-νόοοο, ἅρπαξε του τὴ σκούφια µὠρέεεε…
—Μωρή Μάχη, µωρήηηη... ἀπὸ δῶ, θὰ σὲ πιάσει.

—Ἄς τούρχεται κύριος... γκζίτ...

Λαός. Ναζαρέτ. Σιλωάµ! «Ἐὰν ἐπιλάθωµαί σου Ἱερουσαλήµ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιὰ µου· κολληθείη ἡ γλώσσα µου τῷ λάρυγγί µου ἐὰν µή σοῦ µνησθῶ»…

Μὰ καθώς, ὅσο πάει, πυκνώνει ἀπὸ διαβόλους —ὅλο καὶ πιὸ µαγκιόρους—ὁ κύκλος του, ὁ µπάρµπα-Μιχάλης πάλι ρεθίζεται: Νά, τσογλάνια... καὶ φέρνει καὶ τὶς δύο παλάµες στὰ σκέλια του... Ζαµάν-φού, δῶ σᾶς γράφω...



Χαλκίδα -1931 ( ἀπό την συλλογή «Το θεῖο τραγί» )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου