Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ - 4


Παρόλο τὸ μεγάλο πνευματικὸ βάθος καὶ τόν ἀναμφισβήτητο πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης πρωτοφανὴς εἶναι ἡ ἱστορικὴ στασιμότητα τοῦ νεοέλληνα, πού παραμένει δέσμιος της ( βλέπε Ἡ παράδοση ὡς σκλαβιὰ καὶ ὡς ἄλλοθι ), πού ἐπιμένει νὰ ἀναδεύει τὸ παρελθόν του ἀντὶ νὰ τὸ ἐμπλουτίζει, ἀνανεώνοντας το. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ζωὴ εἶναι ποτάμι πού κυλάει καὶ ὄχι μυθοπλασίες, συναισθηματικές ἀναπολήσεις καί πλατσουρίσματα, βρίσκεται πάντα  σὲ ἀδιέξοδο.  Τριτοκοσμικὸς καὶ πνευματικὰ ὑποτελής.
Λήσταρχος Γιαγκούλας, Μακρυγιάννης καί Θεόφιλος ὑπῆρξαν σημεῖα ἀναφορᾶς τῆς γενηᾶς τοῦ 30. Τήν ἴδια στιγμή λοιδωρεῖται ὁ Καβάφης.
  ὑπανάπτυξη καὶ ἡ ὑποτέλεια μπορεῖ νὰ ἀποτελοῦν ἐπιδίωξη κάποιας ξένης δύναμης, ἀλλὰ ἀφετηρία τους ἔχουν στὸ ἐσωτερικό τῆς ὑποτελοῦς χώρας τὴν πνευματική της ἡγεσία. Τὴν ἴδια ἀφετηρία – τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους -  ἔχει καὶ ὁ τρόπος πού ἀντιλαμβάνεται μία κοινωνία τὸν ἑαυτό της, τὸ περιβάλλον καὶ πῶς συμπεριφέρεται. Μία σούπα εἶναι ἡ κοινωνία καὶ οἱ πολιτικοί της μία κουταλιὰ ἀπὸ τὴν ἴδια σούπα εἶναι. Ὑπεύθυνος ὅμως γιὰ τὴν συνταγὴ τῆς σούπας καὶ τὸ μαγείρεμα εἶναι ἡ πνευματικὴ ἡγεσία. Ἡ γενηὰ τοῦ 30 ἂν καὶ διέθετε τὰ καλύτερα ὑλικὰ ἀπεδείχθη πολὺ κακὸς μάγειρας, ἀφοῦ παρασκεύασε μία ἀνοστιά. Μέ τὶς προσχηματικές ἐξαγγελίες της περί ἀνανέωσης και ἀλλοιθωρίζοντας εὐρωπαϊκά, ἀκύρωσε τὸ παρελθόν τοῦ νεοέλληνα, τοῦ παρέδωσε ἕνα παρελθόν εἰδικῆς κοπῆς, καὶ τὸν ἔσπρωξε στὸν ἑλλαδισμὸ -μακρυγιαννισμό καὶ τὸν εὐρωλιγουρισμό.

Τὸ σπάσιμο τοῦ παρελθόντος, καὶ ἡ ἐπιλεκτικὴ χρήση ἑνὸς ἑλλαδισμοῦ ὡς τοτέμ, εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἔργο αὐτῆς τῆς γενηᾶς. Μιᾶς γενηᾶς πού κατέστησε τὸν ἑλληνικὸ λαὸ ἄνευ πραγματικῆς ἰδεολογίας καὶ ταυτότητας, αὐτοθαυμαζόμενο ἤ κλαψιάρη, στερῶντας του κάθε ὅραμα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι πολλοί ἐκπρόσωποί της λοιδώρησαν τόν Καβάφη.
   
«Προσωπικ νας ποιοσδήποτε Γιαγκούλας τν λληνικν βουνν μ’ νδιαφέρει πολ περισσότερο π’ ,τι μ’ νδιαφέρει λεξανδρινς ποιητής. Εμαι σύμφωνος ν τουφεκίζουν τος ληστς μ θ δινα πολλ γι ν κούσω τς ξομολογήσεις τους, ν ξομολόγηση το κ. Καβάφη σκορπισμένη στ κατν πενήντα ποιήματά του δν προσθέτει τίποτα στ γνώση μου τν νθρωπίνων παθν» ἔγραφε ὁ Γ. Θεοτοκς στό λεύθερο Πνεμα τό 1929, δίνοντας τό σύνθημα γιά τό καπέλωμα τῶν ἰδεῶν ἀπό τά γράμματα καί τίς τέχνες τοῦ πρωτογονισμοῦ.
 
Οἱ χῶρες τῆς λατινικῆς Ἀμερικῆς, ὡς τριτοκοσμικὲς καὶ αὐτὲς σὰν τὴν Ἑλλάδα, ἔχουν ἀπὸ τὶς δυνατώτερες λογοτεχνίες παγκοσμίως. Αὐτό δέν τίς ἐμποδίζει να βρίσκονται ἐκεῖ πού βρίσκονται. Ἡ γενηὰ τοῦ 30 καὶ τὰ ἀπόνερά της ἐγκλώβισαν τὴν πνευματικὴ δημιουργία μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε τὰ γράμματα καὶ οἱ τέχνες ἀπὸ συνέπειες ζωῆς νὰ προβάλλονται ὡς προϋπόθεσή της. Ἡ "δημιουργία" μέ ἄξονα τό συναίσθημα καπέλωσε τίς ἰδέες.  Ὅταν ἡ πνευματικὴ παραγωγὴ εἶναι μονομερής, τότε εἶναι σημάδι ὑπανάπτυξης, καὶ αὐτὸ τὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅσοι ἐξ ἑσπερίας ἐκθειάζουν τὴν Ἑλλάδα ὡς χώρα ἐνδόξων προγόνων πού σήμερα βγάζει ποιητές…Γνωρίζουν μὲ σιγουριά - ὅπως καί ἡ ἱστορία ἔχει ἀποδείξει -, ὅτι ἔτσι στὸν πολιτικὸ χῶρο θὰ βασιλεύει μία ἀστικὴ τάξη παρασίτων, πανεύκολα χειραγωγίσιμη…

Θὰ δοῦμε σήμερα, σέ συνέχεια τῆς προηγούμενης ἀνάρτησης, τὰ δύο ἑπόμενα κεφάλαια τοῦ βιβλίου τοῦ Γερασίμου Κακλαμάνη ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ, ὅπου παρουσιάζονται κάποιοι πρωταγωνιστὲς τῆς γενηᾶς τοῦ 30, οἱ μέθοδοί τους ὡς πρωτεργάτες τοῦ δημοτικισμοῦ καὶ συνεχιστὲς τοῦ ψυχαρισμοῦ μέ τίς πολιτκές καί κοινωνικές συνέπειες, ὅπως καὶ κάποια ἀπὸ τὰ θύματά τους. ( οἱ φράσεις μέ ἔντονα γράμματα εἶναι δική μου ἐπιλογή)


Θ

«Ὁ ἄνθρωπος τῶν παρελθουσῶν ἐποχῶν δὲν εἶχεν ἀνάγκην  — οὔτε ἠδύνατο — νά μεταβάλη εἰς ἀντικείμενον τὴν ἐποχήν του, διότι ἡ ὕπαρξίς της δὲν ἦτο εἰς αὐτόν ἀμφίβολος καὶ δὲν ἀντετίθετο πρὸς τὴν ζωήν του».

(Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ : Ἡ Κοινωνία   τῆς   ἐποχῆς  μας,   1932,   σελ. 10)

Τὸ ν’ ἀποδώση κανείς τὸ χάρισμα τῆς ἱστορικῆς πρόβλεψης στὴν ἑλληνικὴ ἀστικὴ τάξη, εἶναι πράξη ἀνεπίτρεπτης φιλοσοφικῆς ἐλεημοσύνης. Καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο πού τῆς ἤρκεσε ὡς τελευταία φιλοσοφικὴ ἐπιδίωξη ἡ τροπὴ πρὸς τὴν πληροφοριακὴ ἐξιστόρηση τῆς εὐρωπαϊκῆς ζωῆς.

Τὶς προϋποθέσεις πού ἐδημιούργησε, τὶς ἐνόμισε προϋποθέσεις τῆς μακροζωίας της, ἐνῷ αὐτὲς μετεβλήθησαν σὲ καλλιέργεια πολιτικῆς λευχαιμίας. Μέσα στὸ κλῖμα τῆς «γενηᾶς τοῦ 30», ἔχασε τὴν δυνατότητα τῆς πολιτικῆς ἀνανέωσης. Ἔψαξε νὰ βρῆ τοὺς πολιτικοὺς ἐκπροσώπους της στὰ σαλόνια τῶν «ρωμαλέων παιδιῶν» καὶ τῶν «Ἐλευθέρων πνευμάτων». Ἡ τροπὴ πρὸς τὴν τέχνη τῶν καθωρισμένων κοινωνικῶν τελῶν — ἀφοῦ αὐτό ἦταν τὸ βαθὺ αἴτημα τῆς «ἀνανεωμένης τέχνης» τῆς «γενηᾶς τοῦ 30»  εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν συνεργία τῆς τέχνης στὴν ἐξυπηρέτηση ἀμἐσων πολιτικῶν σκοπιμοτήτων. Μέσα στὸ Irrationnel πνευματικὸ καθεστὼς ἐξετρέπετο ὁ νέος, ὁ φοιτητής, ὁ ἐργαζόμενος καὶ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ καθεστὼς ἄρχισαν νὰ δροῦν μεταπολεμικῶς οἱ μηχανισμοὶ τοῦ κατεστημένου. Μέσῳ τῆς τέχνης — καὶ ἰδιαίτερα τῆς ἐπικαιρικῆς τέχνης, πού ὡς τὶς μέρες μας καλλιεργεῖται — συνέχισαν νὰ γίνωνται οἱ φάκελλοι τῆς Ἀσφάλειας, οἱ ἐθνικοφροσύνες καὶ τὰ μιάσματα, καὶ ἐπετύγχανε τὸ ἔργον τῆς κοινωνικῆς ἀποβολῆς γιὰ ὅσους ἔπειθαν ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ἐνδώσουν στὴν ἐπιχείρηση τῆς παραπαιδευτικῆς ἀποβλάκωσης. Αὐτὸ τὸ καθεστὼς λειτούργησε μεταπολεμικὰ ὡς τὸ  1967.

Τὸ  μεταπολεμικὸ  αὐτὸ καθεστὼς δὲν ὑπῆρξε ἀποκλειστικὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἐμφυλίου πολέμου.    Καὶ χωρὶς   τὸν ἐμφύλιο,  τὸ μεταπολεμικὸ   ἀστυνομικὸ   κράτος    θὰ    ἱδρυόταν.        ἑλληνικὴ ἀστική τάξη, ἀπὸ τὸν μεσοπόλεμο κι ἐδῶ,   ἀπέκτησε   βαθύτατη   συνείδηση  τῆς   ἀνικανότητας  της ν’  ἀντιμετώπιση  ὁποιαδήποτε, καὶ ἁπλῆν, ἔστω, πρόθεση   σοσιαλιστικῆς  διευθέτησης τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων. Ἡ ἀρχὴ τοῦ μεταπολεμικοῦ ἀστυνομικοῦ κράτους, ἀνάγεται φυσιολογικὰ στὴν δικτατορία τοῦ Μεταξᾶ. Οὔτε κοινωνικὴ   πολιτικὴ   διέθετε   ἡ ἀστική   μας   ἠγεσία — τήν ὁποίαν καὶ ἂν ἀκόμη εὕρισκε, πάλι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐφαρμόση λόγῳ τῆς ἐξαρτήσεώς της ἀπὸ τὴν ξένη προστασία — οὔτε καμμία ἰδεολογία εἶχε νὰ ἀντιτάξη [1]. Δὲν τῆς ἔμενε λοιπὸν παρὰ ἡ ἀρχὴ τοῦ «μιάσματος» καὶ  τῆς «ἐθνικοφροσύνης»,   τοῦ   χωροφύλακα   καὶ τῆς ἐξορίας. Αὐτὲς τὶς αἰτιολογίες, πρὶν τὶς δημιουργήση ὁ ἐμφύλιος, τὶς εἶχε ἐφεύρει    Μεταξᾶς.  Ἐχρειαζόταν    ἁπλῶς καὶ τὸ ἀνάλογο πνευματικὸ καθεστώς.     βασιλεία, ἄλλωστε, εἶχε σαφεῖς   προθέσεις.   Ἀποκλειστική της μέριμνα   ἦταν νὰ μεταβάλη τὴν Ἑλλάδα σὲ «αὐτοκρατορία»,  τύπου Περσίας καὶ Αἰθιοπίας : ὅσο πιὸ ἀμόρφωτος καὶ προληπτικὸς  ἦταν ὁ λαός, τόσο ἑδραιότερη θὰ ἦταν ἡ αὐτοκρατορία. Καὶ τέτοιο περιεχόμενο ἔπρεπε νὰ ἔχη ὁ νέος ἰδεολογικὸς προσανατολισμός.

Ἰδεολογία τῆς «γενηᾶς τοῦ 30» εἶναι ὁ ἀστικὸς ἀναρχισμός. Πρόκειται περὶ τῆς πλήρους ἀπεικονίσεως, στὸν πνευματικὸ τομέα, τῶν διασπαστικῶν, προβοκατορικῶν καὶ κατασκοπευτικῶν μεθόδων τοῦ Μανιαδάκη  στὸν πολιτικὸ τομέα.  Ἐνῶ πρὶν  ἦταν  ὁ Παλαμᾶς μόνος, πού ἐκάλυπτε ὅλη τὴν κλίμακα ἀπὸ τὸν Ζαχαριάδη [2] ὡς τὸν Συκουτρῆ, τώρα ἦταν πολλοί, πού ὁ καθένας πιάνει κι ἕνα πόστο. Οἱ πνευματικὲς περιστροφικὲς ἀναζητήσεις τοῦ Παλαμᾶ, πού ἀπεικάζουν τὴν διαμόρφωση τοῦ Βενιζελισμοῦ, πρέπει νὰ ὑποκατασταθοῦν μὲ κάτι ἀνταποκρινόμενο στὶς νέες συνθῆκες. Γιὰ ν’ ἀποτελέση ὁ Παλαμᾶς πνευματικὸ δεδομένο γιὰ τὴν «γενηὰ τοῦ 30» χρειάσθηκε νὰ κοπιάση ὅλη σχεδὸν ἡ κατεστημένη διανόηση μὲ πρωθιερέα τὸν Χουρμούζιο. Ἀπὸ τὸν Παλαμισμὸ ξεκινάει ἐλεύθερη πιὰ ἡ «γενηὰ τοῦ 30» ὡς ὠργανωμένος πνευματικὸς στρατός. Ἡμιμαρξισμὸς καὶ σοσιαλδημοκρατία εἶναι ὁ ἰδεολογικὸς χῶρος τοῦ νέου ἀστικοῦ ἀναρχισμοῦ.

Δὲν εἶναι ὅμως μόνον ὅτι ἡ «γενηὰ τοῦ 30» γεννήθηκε ἀποκλειστικὰ ἀπὸ μιὰ κοινωνικὴ ἐπιταγὴ καὶ ἔφερε τὴν συνεργία της στὶς κοινωνικὲς ἐπιδιώξεις τοῦ μεταπολεμικοῦ ἀστυνομικοῦ κράτους. Μένει νὰ δοῦμε καὶ τὴν «τεχνική», δηλαδὴ τοὺς νόμους αὐτοῦ τοῦ «παιγνιδιοῦ».

Ἡ ἐκκίνηση τῆς γενηᾶς αὐτῆς γίνεται, στηριγμένη σὲ εὐρωπαϊκὰ κοινωνικὰ ἐπιτάγματα. Ὁ 19ος  εὐρωπαϊκὸς αἰώνας κληροδότησε στὸ 20ον τὴν ὑλιστικὴ νοοτροπία τῆς ἐπιστήμης. Στὸν μεσοπόλεμο ἐπεκράτησε, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸ πνεῦμα τῆς ἀναλυτικῆς κριτικῆς σ’ αὐτή τὴν πίστη καὶ τὰ νέα φιλοσοφικὰ ρεύματα ἐνίσχυαν τὴν ἐπιμονὴ στὴν ἄρνηση. Αὐτὴ τὴν τάση εὑρῆκε νὰ υἱοθέτηση ἡ «γενηὰ τοῦ 30». Ἂν ὅμως στὴν Εὐρώπη αὐτὰ ὅλα ἐσήμαιναν προσπάθεια συγκροτήσεως μέσα στὴν μεταπολεμικὴ ἰδεολογικὴ σύγχυση, ἐδῶ εἶχαν τὸ νόημα μίας ἐξ ἐπαφῆς λύσεως μὲ τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα. Ἐνῷ στὴν Εὐρώπη ἡ ἄρνηση εἶχε τὸ νόημα τῆς ἀναζήτησης, ἐδῶ παρουσιάσθηκε σὰν εὐκαιρία τῆς ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸ παρελθόν[3].

Τὸ πρῶτο πρᾶγμα πού ἀπαίτησε τὸ «ἐλεύθερο πνεῦμα» τοῦ Θεοτοκᾶ ἦταν ἡ ἀποκοπή ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν Σολωμὸ πού ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπόλυτο μέτρο σύγκρισης. Ὁ Σολωμὸς ἦταν τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς τῶν Ἀποστολάκη καὶ Πολίτη. Ἄλλωστε ὁ Σολωμός, λέει ὁ Θεοτοκᾶς, δὲν ἔχει «ἀξία χρήσης». Εἶναι ἡ ἀρχὴ ἑνὸς «βαρειοῦ ρεύματος ἀπογοήτευσης» πού διατρέχει τὴν ἑλληνικὴ ποίηση ὡς τὸν Καβάφη. Μετὰ τὸν Καβάφη «ἡ πηγὴ στερεύει». «Ὕστερα ἀπὸ τὸν κ. Καβάφη ὑπάρχει μονάχα ἡ σιωπὴ τοῦ τάφου ἤ μιὰ ἀναγέννηση». Εἶναι ἡ ὥρα, ὅπου «μερικοὶ ἄνθρωποι... κόβουν ὅλους τους δεσμοὺς μὲ τὸ ἄρρωστο παρελθὸν καὶ τραβοῦν μπροστά... Ἀρχίζουν μιὰ νέα ἐποχή».

Εἶναι βέβαια ἔργο τοῦ ἱστορικοῦ ἡ ἐξακρίβωση τοῦ μέτρου τῆς ἀντιφατικότητας τῆς «γενηᾶς τοῦ 30». Ἄλλα ἐπιχειρεῖ καὶ ἄλλα  ἀναγκάζεται νὰ σκέπτεται : «Προσωπικά, ἕνας ὁποιοσδήποτε Γιαγκούλας τῶν ἑλληνικῶν βουνῶν μ’ ἐνδιαφέρει πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι μ’ ἐνδιαφέρει ὁ Ἀλεξανδρινὸς ποιητής», λέει ὁ Θεοτοκᾶς. Δὲν εἶναι λοιπὸν ὅτι ἐνδιαφέρει ἡ «κοπή μὲ τὸ παρελθόν». Ἐνδιαφέρει ἡ κάποια «εἰδικὴ κοπή». Σήμερα πιὰ πού ὁ Σεφέρης μᾶς ἀνεκάλυψε τὸν Μακρυγιάννη καὶ ὁ κ. Ἐλύτης τὸν Θεόφιλο, καταλαβαίνουμε καλύτερα ποιοῦ εἴδους «κοπή» ἐννοοῦσε ὁ Θεοτοκᾶς καὶ σὲ ποιὸ «παρελθὸν» ἀναφερόταν.

Δὲν ξεκόβει εὔκολα κανεὶς ἀπὸ τὸ παρελθόν. Ἦταν ἕνα δῆθεν αὐθαίρετο ἐπίταγμα αὐτὸ ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ ἐξευρεθῆ τὸ κατάλληλο βάθρο, ὅπου θὰ ἐστηρίζονταν οἱ ἐπιδιώξεις τῆς «νέας» λογοτεχνικῆς παραγωγῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Καβάφης ἐφάνηκε τόσο ἐνοχλητικὸς στὸν Θεοτοκᾶ. Ἀντὶ τοῦ Κοραῆ ἤ τοῦ Κούμα, τὸν Μακρυγιάννη. Αὐτή ἦταν ἡ ἔννοια τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ παρελθόν. Ἀντὶ τὰ κείμενα τῶν διαφωτιστῶν, τ’ ἀπομνημονεύματα (καὶ μάλιστα μερικά, ὄχι ὅλα) τῶν ἀγωνιστῶν.

Δὲν ἰσχυριζόμαστε βέβαια ὅτι ὁ Μακρυγιάννης εἶναι λιγώτερο ποιητὴς ἀπὸ τὸν Σεφέρη. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀξία τοῦ Μακρυγιάννη καθ' ἑαυτή, τὴν ὥρα τούτη [4]. Λέμε ὅτι αὐτὴ ἡ ἀλλαγή τοῦ παρελθόντος αἰτιᾶται κάποια πρακτικώτερα κοινωνικὰ τέλη : ἂν ὁ Σεφέρης δὲν εἶναι κάτι νέο ὡς πρὸς τὸν Σολωμό, εἶναι ὁπωσδήποτε ὡς πρὸς τὸν Μακρυγιάννη [5]. Ἀπαραίτητο σκηνικὸ γιὰ νὰ καλυφθῆ      ὅλη πνευματικὴ χρεωκοπία.

Σύμμαχος στὴν προσπάθεια αὐτή τῆς «γενηᾶς τοῦ 30» εἶναι ὁ κομμουνιστοδημοτικισμός, ὁλοένα τονίζοντας τὴν «συντήρηση» τῆς καθαρεύουσας κι ὁλοένα ἀπομακρύνοντας τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν πνευματική του παράδοση. Αὐτὸ ὅμως ἤθελε καὶ ἡ «γενηά τοῦ 30»: νὰ κοπῆ ὁ Ἕλληνας ἀπὸ τὴν πνευματική του παράδοση καὶ νὰ «συνδεθῆ» μὲ τὴν λογοτεχνική, δηλαδὴ νὰ ἀναδειχθῆ ἡ ἴδια «γενηὰ τοῦ 30» πνευματικὴ ἡγεσία.

Ἡ ἐκκόλαψη τῆς «γενηᾶς τοῦ 30» γίνεται μὲ τὴν δικτατορία τοῦ Μεταξᾶ. Ἡ πολιτικὴ ἡγεσία προωθεῖ τὴν πνευματική της σύστοιχη. Τὰ «Νέα Γράμματα», τὸ περιοδικὸ τῆς γενηᾶς αὐτῆς, καλύπτουν τὴν δεκαετία σχεδόν, ἀπὸ τὸν Μεταξᾶ ὡς τὴν ἀπελευθέρωση. Κυρίως ὅμως τὴν Μεταξικὴ δικτατορία.  Ὅλη τὴν περίοδο τοῦ Μεταξᾶ, τὰ «Νέα Γράμματα» ἐκδίδονται ἀνενόχλητα, στήνοντας τὴ νέα πνευματικὴ ἡγεσία τοῦ σύγχρονου Ἑλληνισμοῦ. Ἀφοῦ ὑπάρχουν σκοπιμότητες κοινωνικές, δὲν τίθεται θέμα ἀξιολόγησης   τῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς τῶν «Νέων Γραμμάτων». Ὡστόσο, ἂν ἤθελε κανένας νὰ ἐνδιαφερθῆ γι’ αὐτήν, θὰ μποροῦσε νὰ  ἀρκεσθῆ  στὴν γνώμη τοῦ Αἰμ. Χουρμούζιου, τοῦ  βαθύτατου αὐτοῦ  πολιτικοῦ Ἀβραὰμ τῆς  μεταπολεμικῆς Δεξιᾶς:  «Φοβοῦμαι πώς ἡ Λογοτεχνία τῆς ἐποχῆς τῆς Αὐγουστιανῆς δικτατορίας θὰ εἶναι ἤ ἀνύπαρκτη ἤ, ἂν ὑπάρχει, θὰ εἶναι ἀνάξια λόγου» [6]. Ὁ Χουρμούζιος βλέπει τὴν ἱστορία κατὰ σύνολα καὶ εἰδοποιεῖ. Δὲν παρέχουν ὅλοι της «γενηᾶς τοῦ 30» τὶς ἴδιες προσδοκίες. Καὶ ἡ μεταπολεμικὴ τέχνη στὴν Ἑλλάδα ἔχει μεγάλη κοινωνικὴ ἀποστολή, «πρέπει ν’ ἀντιληφθῆ πρὶν τὴν προλάβουν ἀνεπανόρθωτα τὰ γεγονότα, πώς ὁ μεταπολεμικὸς ἄνθρωπος [7] θ’ ἀποβλέψη πρὸς τὴν τέχνη σὰν σὲ μιὰ ἀνώτερη θρησκεία», συμπληρώνει ὁ Χουρμούζιος [8]. Μέσα στὴν τέτοια τροπὴ τῆς τέχνης, θὰ κατωρθωθῆ ἡ σταθερότης τοῦ κοινωνικοῦ status quo. Ἡ τέχνη πρέπει στοὺς μεταπολεμικοὺς νέους νὰ ἔχη τὴν μορφὴ θρησκείας κι ὁ ποιητὴς νἄναι ἕνα σκαλὶ πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν θεό. Ὄχι συνθήματα καὶ θεωρίες. Ἀλογικότητα, συναίσθημα καὶ ἐκτόνωση μέσῳ τῆς τέχνης.

Τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἐμφυλίου διευκόλυνε πολὺ πρὸς τὴν τέτοια τροπὴ τῶν πραγμάτων. Οἱ συνειδητὲς κοινωνικὲς ἐπιδιώξεις πού θέτει ὁ Θεοτοκᾶς τὸ 29 καὶ συντονίζει ὁ Χουρμούζιος τὸ 44, γίνονται ὅπλα στὰ χέρια τοῦ Μελᾶ ἀπὸ τὶς στῆλες τῆς «Ἑλληνικῆς Δημιουργίας». Τὸ περιοδικὸ αὐτὸ πού ἄρχισε νὰ βγαίνη ἀπ’ ἀφορμῆς τοῦ ἐμφυλίου, ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν γεγονότων, δείχνει ἀσίγαστη μαχητικότητα — μερικές φορὲς μάλιστα ὡς σὲ σημεῖο χαμέρπειας —γιὰ τὴν κατοχύρωση τῶν θέσεων τοῦ εἰδικοῦ κοινωνικοῦ περιεχομένου πού ἐπιδιώκεται μέσῳ τῆς τέχνης. «Χειριζόμαστε μιὰ μεγάλη πνευματικὴ ὑπόθεση, πού δὲν σηκώνει συμβιβασμοὺς» λέει ὁ Μελᾶς [9]. «Ἀντίθετα μ’ ἄλλους, πού βγάζουν πανηγυρικὰ γιὰ ἐπετείους τοῦ Γκαῖτε καὶ τοῦ Μπαλζάκ, ἐμεῖς προσφέρουμε ὅ,τι σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος τὴν πνευματική του σταδιοδρομία ... Εἶναι πολὺ ἀστεῖο νὰ ξαίρουμε τοὺς ξένους ( ἤ μᾶλλον νὰ κάνουμε πώς τοὺς ξαίρουμε) καὶ νὰ μὴν γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας».    «Ἑλλ. Δημιουργία» ἔχει σκοπὸ τὴν «γνωριμία τῆς Νέας Γενηᾶς μὲ τὶς κύριες ἀξίες τῆς Ἑλληνικῆς παράδοσης» (αὐτὲς δηλαδὴ τοῦ Μακρυγιάννη καὶ τοῦ Θεόφιλου). Οἱ ἀρχὲς τῆς «Ἑλλ. Δημιουργίας» συνοψίζονται στὸ «γνωστὸ τρίπτυχο» : «Ἐπιστροφὴ στὴ μεγάλη μας ἐθνικὴ παράδοση. Ἐπιστροφὴ στὸ γνήσιο καὶ βαθύτερο νόημα τοῦ Δημοτικισμοῦ. Ἑλληνικὴ Τέχνη» [10].

Αὐτὰ ὅλα ἐναντίον τῶν «φερεφώνων τῆς κλίκας τῶν δυτικόπληχτων ξενολατρῶν», πού γυρεύουν «νὰ πλευρίσουν τὴν νεολαία καὶ νὰ τῆς κάνουν τὸν "προστάτη"». Κι’ αὐτοὶ οἱ δυτικόπληχτοι, ἀπ’ τοὺς ὁποίους νομίζει ὅτι κινδυνεύει ὁ Μελᾶς, εἶναι ὁ Σικελιανὸς κι ὁ Καζαντζάκης! Ὅπως εἴπαμε, ὁ ἀστικὸς ἀναρχισμὸς ἐπιτρέπει τὴν διαδρομὴ ὅλης της κλίμακας : ἤδη ὁ Θεοτοκᾶς αὐτὰ τὰ χρόνια εἶναι κρυφοκουκουὲς καὶ συνοδοιπόρος, λέει ὁ Μελᾶς [11]. Καὶ ἡ γλῶσσα τοῦ Μελᾶ λέει τὴν ἀλήθεια, γιατί ὁ Μελᾶς συνεχίζει τὸν πόλεμο πού κάνουν οἱ ἄλλοι στὰ βουνά. Δὲν ἔχει καιρὸ γιὰ ὑπονοούμενα καὶ φιλολογίες. Βρίζει ἀνοιχτά, χαρακτηρίζει καθαρά, ἔχει ξεσπαθώσει καὶ φανερώνει τὰ μύχια τῶν προθέσεών του. Εἶναι ἀληθινὲς αὐτὲς οἱ στιγμές, γιατί εἶναι στιγμὲς πολέμου. Ὁ Μελᾶς ἀποκαλύπτει «προθέσεις» γιατί πολεμᾶ. Ἡ ἀρχὴ του εἶναι ἡ πασίγνωστη : ἂς κερδίσουμε τὸν πόλεμο καὶ ἂς πᾶνε καὶ μερικοὶ  ἀδικοχαμένοι. Ἂς ἀποκαλυφθῆ κι ἡ  τακτική τοῦ Θεοτοκᾶ.

Ἀξίζει νὰ προσέξη κανένας πώς συνδυάζει ἀμέσως στὸ «τρίπτυχό» του τὴν «μεγάλη Ἑλληνικὴ παράδοση» μὲ τὸν δημοτικισμό. Ἀπὸ τὸν Ψυχάρη κι ἐδῶ ἐνδιαφέρεται ὁ Μελᾶς, κι ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ὁ δημοτικισμὸς νὰ φθάση, δηλαδὴ ὡς τὸν Μακρυγιάννη!

Φανερὲς ἀπάτες κι ἀκόμη πιὸ φανερὲς οἱ προθέσεις. Καὶ ἡ μεγαλύτερη, τὸ ὑπνωτικό τῆς μεγάλης κληρονομιᾶς. Δὲν ἔχει καμμιὰ ζηλευτὴ κληρονομιὰ ὁ νέος Ἑλληνισμὸς κι οὔτε εἶναι περισσότερο ποιητὴς ἀπ’ ὅσο εἶναι ὅλοι οἱ λαοί. Αὐτοὶ οἱ ἰσχυρισμοὶ τῆς «κληρονομιᾶς» τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ εἶναι φαιδρὰ πράγματα σήμερα πού οἱ κοινωνικὲς καὶ ἱστορικὲς ἐπιστῆμες ἔχουν χειραφετηθῆ. Ἡ ἔρευνα τῆς «κληρονομιᾶς» σταματάει ἀπό τούς κληρονόμους, ὅπως δείξαμε, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχή της. Γιατί στὴν ἀρχὴ της ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια πού οἱ νέοι δὲν πρέπει νὰ μάθουν. Αὐτοὶ πού ἀρχιτεκτόνησαν τὸν νέον Ἑλληνισμὸ ἦταν κατ’ ἀνάγκην πραγματιστές. Ἡ γνώση ὁλάκερης σχεδὸν τῆς τότε εὐρωπαϊκῆς παιδείας, κάνει τὸν Εὐγ. Βούλγαρη ταπεινόφρονα κι ἀληθινὸ :

« Ἀλλ’ ἡμῖν τοῖς τούτων ἀπορουμένοις λιτὸν ἄγαν καὶ ἀφελές, καὶ πενιχρὸν ἐπιεικῶς παρεσκεύαστο τουτὶ τὸ δειπνάριον, ὡς οὔτοι κοινόν, ἰδιωτικὸν δέ, καὶ ὀλίγοις καὶ τούτοις ὀλιγαρκέσιν ἑσόμενον φιλοτήσιον. Παραθέσθαι γὰρ προήχθημεν αὐτὸ οὐ τοῖς τρυφῶσιν, τοῖς δὲ φαγεῖν τι δεομένοις ἐκ τῶν ἑνόντων ἀποσχεδιάσαντες. Οὐδὲ γὰρ ὡς τινες τῶν ἀρτιπλούτων ἀγροίκως τοῖς παρούσιν ἡμεῖς ἐπιδεικτιῶμεν. Ἀλλ’ ὡς ἐκ πλουτούντων ἤδη πενόμενοι... ἅμα δὲ κἀπί τὴν πρώτην ἐπανελεύσεσθαι οὐκ ἀπελπίζοντες εὐελτηρίαν, εἴποτε ταῖς καθ’  ἡμᾶς εὐμενῶς ἡ πρόνοια ἐπιβλέψειεν».

Ἐκ «πλουτούντων πενόμενοι» λένε αὐτοὶ πού ἔκαμαν τοὺς «Ρωμιοὺς» Ἕλληνες, «μεγάλη παράδοση» οἱ σύγχρονοί μας πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Γιατί ὅμως εἶναι «μεγάλη παράδοση» ἡ ἐντόπια παραγωγή τῶν ἀμόρφωτων ἀγωνιστῶν καὶ τοῦ Ψυχάρη, καὶ ὄχι τῶν  ἀττικιστῶν καὶ τοῦ διαφωτισμοῦ, κανένας δὲν τὸ λέει.

Ὁ διαχωρισμὸς εἶναι προφανής. Προσέγγιση τοῦ ἔργου τῶν διαφωτιστῶν ἤ τοῦ ἀττικισμοῦ, προϋποθέτει διανοητικὴ καλλιέργεια καὶ κρίση, ἐνῷ σκοπὸς τῆς καθολικῆς νεοελληνικῆς παιδείας εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Ἂν ἴδη κανείς, πόσο ἀπεγνωσμένη καί γελοία ἦταν ἡ προσπάθεια τῆς κριτικῆς τῆς «γενηᾶς τοῦ 30» νά ἀπομακρύνη ἀπὸ κάθε ἔννοια ἐπιστημονισμοῦ, θὰ καταλάβη ἀμέσως πόσο ἄτεγκτες ἦταν οἱ κοινωνικὲς σκοπιμότητες ὅλης αὐτῆς τῆς ἐπιχείρησης:

« Μεγάλος  σαματᾶς  στὸ   βιβλιοπάζαρο.   Οἱ τυφλοπόντικες [12]
τσιρίζουν... Οἱ λογοτέχνες κριτικοὶ κάνοντας μιὰ νέα ἔκδοση τῶν ἔργων του σέβονται τὴν θέληση τοῦ ποιητῆ καὶ παραλείπουν κι ἐκεῖνοι τὰ ποιήματα πού ἐκεῖνος παράλειψε... Δὲν  σκέπτεται  ὅμως ἔτσι κι ὁ γραμματικός.  Καὶ πώς θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ ; Ἡ τέχνη ἔχει ἀνθρωπιά, ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἀπάνθρωπη (L art est humain, la science est inhumaine—Suares)... ὁ Γραμματικὸς εἶναι νεκροτόμος. Αὐτὸς μάτια μου θέλει νὰ ροκανίσει, θέλει λουφέ, θέλει ὑλικὸ γιὰ νὰ τὸ ἐλέγξει, νὰ τὸ κατατάξει, νὰ τὸ κάνει «δελτία»... Καὶ τί τὴν ἔχουμε τὴν Ἐπιστήμη λοιπὸν ; Ἀψε—σβῆσε δὲ λύνει ἡ μεγάλη αὐτή κυρὰ ὅλα τὰ ζητήματα ;».

Γιὰ νὰ γράφωνται αὐτὰ τόσο φυσικὰ καὶ ἀβίαστα, ὁ καθένας μπορεῖ νὰ καταλάβη τὸ ἐπικρατοῦν κλίμα.  Αὐτὰ διάβαζα ἐγώ, ὅταν ἤμουν στὸ Γυμνάσιο. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι «κυρὰ» θεατρικῆς ἐπιθεώρησης. Μὰ τὸ πρόβλημα   δὲν εἶναι μόνο αὐτό.   Εἶναι ὅτι μὲ τὸ παιδικὸ μυαλό μου κινδύνευσα νὰ   πιστέψω   ὅτι   ὁ Suares ἦταν ἔξαλλος τῆς  «γενηᾶς τοῦ 30». La Science est inhumaine, θὰ πῆ   ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἀπάνθρωπη, λέει ὁ Παράσχος. Καὶ  ὁ Παράσχος μετέφρασε καὶ Montaigne !  Αὐτὰ τὰ πράγματα μοιάζουν τὰ πλέον φυσιολογικὰ  μέσα σ’  ἕνα καθεστὼς ὅπου τὸ πρῶτο ἄρθρο πίστεως εἶναι   ὅτι ὁ ποιητὴς  δὲν εἶναι   σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὅτι εἶναι ἕνα ἐξωτικὸ ὄντο, φθασμένο ἀπὸ τὸ ὑπερπέραν  τῆς  ἔμπνευσης  καὶ  τῆς εὐαισθησίας,   διὰ βίου   συνανάστροφος  τῆς   μούσας [13].   Αὐτὸ τὸ   θεώρημα,  πῶς,  ἂν  κανεὶς  δὲν  συναγελάζεται μέσα στὸ καθιερωμένο περιβάλλον τοῦ ποιητικοῦ σνομπισμοῦ — περιττὸ νὰ θυμηθοῦμε τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἄλκη Θρύλου γιὰ τὸν Πολίτη — εἶναι πληβεῖος τοῦ πνεύματος, ἔχει βαθύτατη κοινωνιολογικὴ ἑρμηνεία : ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν προβολὴ κάθε μὴ καθιερωμένου καὶ ἐγκεκριμένου τρόπου σκέψεως. Δὲν ὑφίσταται θέμα διακρίβωσης, ἀλλά  μόνο «συζητήσεων». Ἡ πνευματικότης γίνεται ὑπόθεση συρμοῦ καὶ ὁ μηχανισμὸς γιὰ τὸ «ἀναγνωστικὸ κοινὸ» καταντᾶ ἁπλούστατος : ὄχι τί γράφει, ἀλλὰ ποιὸς εἶναι αὐτὸς πού γράφει. Μέσα στὸ ἀπύθμενο κοινωνικὸ πλέγμα τοῦ χαφιεδισμοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο διακινεῖται ἡ ὅλη ζωή μας, πρῶτο χρέος εἶναι ὁ καθορισμὸς τοῦ ὁποιουδήποτε ποιοῦ τοῦ συγγραφέα. Συνήθως αὐτὸ τὸ ποιὸν καθορίζεται ἀπό τούς φακέλλους τῆς Ἀσφάλειας καὶ φθάνει ὡς τὴν πλέον ἀπόκρυφη ἰδιωτική του ζωή. Ἀπὸ ἐκεῖ κι ἔπειτα τὸν λόγο ἔχουν τὰ δημοσιογραφικὰ ὄργανα σπιλώσεως, πού χρησιμοποιεῖ τὸ κατεστημένο. Ὑπάρχει δηλαδὴ κάποιος μηχανισμὸς πού μεταβάλλει στὸν τόπο μας τὸ πνεῦμα... σὲ ξυλόπνευμα, κι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης. Μέσα στὴν διαρκῆ ἀστυνόμευση τῶν πάντων, σπανίως συμβαίνει νὰ ἀποφύγη κανεὶς τὴν περιπλοκὴ μὲ τὶς ἐγγυήσεις ταπεινότητας πού ἔχουν ὁρισθῆ ὡς προκρίματα τῆς ἁπλῆς βιολογικῆς ὑπάρξεως. Ἐλάχιστοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀντήλλαξαν τὴν καθημερινή τους ζωὴ μὲ τὸ δικαίωμα νὰ μιλοῦν ἐλεύθερα καὶ μερικοί, μάλιστα, μὲ τὴν ἀνιδιοτέλεια ὄχι νὰ ἀκουσθοῦν ἀπό τους συμβίους τους, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἱστορία. (Ἕνας τέτοιος ἦταν κι ὁ Σολωμός). Ὅλο τοῦτο τὸ κλῖμα τῆς «διανόησης» δὲν εἶναι παρὰ τὸ μέγα ἐνδιαίτημα τοῦ χωροφύλακα, δηλαδὴ ἡ προϋπόθεση τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς.

Ἡ ἀπομένουσα λύση, μέσα στὸ τρέχον καθεστὼς τῶν «ποιημάτων» καὶ τῶν «αὐθεντιῶν», εἶναι ἡ ... ξυλοπνευματικότης — δηλαδη βαρύγδουπος «ἀντικειμενικὸς» στοχαστὴς στὴν ὑπηρεσία τοῦ κατεστημένου. Ὅπως, ἂς ποῦμε, ὁ Παράσχος. Εἶναι τραγικὴ ἡ ἀφέλεια νὰ νομίζεται ὅτι μέσα σ’ ἕνα καθεστὼς πού ὡς τὰ χθὲς δὲν παρεῖχε οὔτε καν τὸ δικαίωμα τῆς ὁποιασδήποτε ἁπλῆς καὶ στοιχειώδους κοινωνικῆς διεκδικήσεως, ὑπάρχουν περιθώρια «ἐλευθέρων πνευμάτων»   καὶ   «ἀδεσμεύτων στοχασμῶν».

Ὁ γνώμων τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς εἶναι σαφῶς καθορισμένος : Τόσο λιγώτερο σωστὰ σκέφτεται κανένας ὅσο περισσότερο μπορεῖ νὰ ἐπιβιώνη. Μὰ γιὰ νὰ συμβαίνη τοῦτο τὸ βαρύτατο σύμπτωμα, εἶναι ἀνάγκη ἡ σύνολη πνευματικὴ ζωὴ νὰ ἐξαντλεῖται στὸν ἄλογο ἐφηβικὸ θαυμασμὸ γιὰ τὴν πεμπτουσία τῆς ὁποιασδήποτε φτωχαλαζονικῆς ρίμας καὶ νὰ βρίσκεται βαθύτατα ἠθικῶς κλονισμένη. Τὸ αἴτημα τοῦτο πηγάζει ἀπὸ τὸ πασίγνωστον τέλος ὅτι ἡ ζωὴ στὴν Ἑλλάδα, μετὰ τὰ τριάντα ὀφείλει νὰ γίνη ὑπόθεση θεωρητική, ἀρκούμενη κατὰ κανόνα στὴν δροσιστικὴ ἀπόλαψη τοῦ ἀπόβραδου, μὲ τὶς πυτζάμες στὸ μπαλκονάκι, καὶ τὸ τάβλι. Ὅποιος μιλήση δὲν πρέπει νὰ ταράξη αὐτοὺς τοὺς σκοποὺς καὶ ν’ ἀσεβήση πρὸς τὴν παράδοση. Ἰδοὺ ἡ κοινωνικὴ   συνεισφορὰ τῆς ἐντόπιας «τέχνης».

Τὰ ἴδια πού διεκήρυξε ὁ Θεοτοκᾶς κι ὁ Μελᾶς, διεκήρυξε καὶ ὁ Ψυχάρης. Ὅλοι ἐργάστηκαν γιὰ τὸ «μεγαλεῖο» της Ἑλλάδας, γιὰ τὸν «λαό». Σήμερα ξέρουμε ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἁπλῆ ἱστορικὴ ἕρπιση καὶ διεθνὲς πολιτικὸ περίγελο, ἀμελητέα μηδενικὴ ποσότης στὴν πνευματική της παραγωγὴ καὶ ἐμφανῶς καθυστερημένη σχετικὰ μὲ ἄλλες χῶρες τῶν βαλκανίων καὶ τῆς νοτιοδυτικῆς Εὐρώπης. Δὲν ζητοῦμε νὰ μᾶς ποῦν γιατί, αὐτοὶ πού ἀνέλαβαν παληότερα νὰ τὴν μεγαλύνουν. Ζητοῦμε ἁπλῶς νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ Ἱστορία δὲν συντελεῖται μὲ ἀπάτες. Νὰ πάψουν τὴν ἀπαίτηση τῶν θυσιῶν ἐν ὀνόματι τοῦ «ἔθνους». Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἄλλοτε σὰν ἀφέντης καὶ ἄλλοτε σὰν δοῦλος, κατάφερε ν ἁπλωθῆ στὶς τέσσερες ἄκρες του κόσμου. Ἡ ἀστική μας τάξη, ἡ πιὸ ἀνίκανη στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, κατώρθωσε νὰ τὸν περιορίση στὴν... Ἀθήνα. Στὸ χρηματιστήριο τῶν νεοελληνικῶν πνευματικῶν ἀξιῶν,    οὔτε μία δὲν ὑπάρχει πού ν’ ἀνταποκριθῆ στὴν ἔννοια τοῦ «ἔθνους». Αὐτή ἡ λέξη παραμένει ἄνευ περιεχομένου. Πολὺ θὰ θέλαμε νὰ μᾶς ποῦν οἱ ἐθναμύντορές μας τί ἐννοοῦσε ὁ Σολωμὸς λέγοντας «ἔθνος». Ὁ Σολωμὸς δὲν εἶπε οὔτε λαός, οὔτε πατρίδα, γιατί αὐτὰ εἶναι πράγματα ὑλικά. Εἶπε «τὸ ἔθνος πρέπει νὰ θεωρῆ ἐθνικόν ὅ,τι εἶναι ἀληθές». Συσχέτισε τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ἔθνος καὶ συσχετίζονται πάντα πράγματα ὁμοειδῆ. Ἰδέα εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἰδέα συνεπῶς ὀφείλει νὰ εἶναι καὶ τὸ ἔθνος. Ρωτᾶμε λοιπὸν μὲ περιέργεια εἰς τί συνίσταται αὐτὴ ἡ ἰδέα, μέσα στὴν νεοελληνικὴ ἰδεολογία, κατὰ τὰ τελευταία πενῆντα χρόνια. Γιὰ ἔθνος μίλησε ὁ Σολωμός, γιὰ ἔθνος καὶ ὁ Ψυχάρης [14], γιὰ ἔθνος καὶ ὁ Θεοτοκᾶς. Γιὰ ἔθνος μίλησε καὶ ἡ 21η Ἀπριλίου, γιὰ ἔθνος ἀκοῦμε καὶ σήμερα. Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ τὸ ἀπαιτητικὸ πρᾶγμα πού σὲ λίγο ἐνδέχεται νὰ χρειασθῆ [15];

Ι

Δὲν μποροῦσα, φυσικά, νὰ δῶ τότε τὴν μεγάλη καταβόθρα πού ἔμελλε νὰ ρουφήξει ὅλο αὐτὸ τό ὡραῖο πλῆθος (τῶν φοιτητῶν) . . . καὶ νὰ τό ἐξουθενώσει, πάνω σὲ μία ὑπαλληλική καρέκλα. ( Ὀ.Ἐλύτη, Ἀνοιχτὰ χαρτιά, σ. 257).

Ἔτσι συντρίβονται ὅσοι νέοι θέτουν τὸν ἑαυτό τους ἐκτός τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητος, καί ἂν ἐπιζήσουν συνεχίζουν ὡς ἐρείπια μιᾶς περιπετείας (Ι. Θεοδωρακόπουλος, Εἰσ. στὴ Φιλοσοφία, τόμ. Β', σ. 163).» [16]

Τὸ ὑφέρπον «ἔθνος» σὲ ὅλη τὴν νεοελληνικὴ ἱστορία, εἶναι βέβαια σύντομη συμπεριληπτικὴ ὀνομασία τοῦ νεοελληνικοῦ ἀστικοῦ τυχοδιωκτισμοῦ. Τὸ τέλος αὐτῆς τῆς παθιασμένης ἐπίκλησης, ἦταν ἡ μεταπολεμικὴ ἀνασυγκρότηση τῆς οἰκονομικῆς ὀλιγαρχίας. Αὐτὴ ἡ ἐπιχείρηση ἀρχίζει εὐθὺς μετὰ τὸν Βενιζέλο μὲ μεῖζον πλαίσιο τὴν καθολικὴ ἀποβλάκωση καὶ τὴν βαθειὰ ὑπανάπτυξη. Ἀπὸ τότε ἡ νέα ἰδεολογία φροντίζει νὰ εἶναι προνοοῦσα.

Δὲν θὰ ἦταν μόνον ἡ ἐργατικὴ τάξη τὸ ἔσχατο θῦμα αὐτῆς τῆς προσπάθειας. Θὰ ἦταν καὶ ἡ μεσοαστικὴ καὶ μικροαστική, τῆς ὁποίας τὸ φάσμα ἐκάλυπτε προπολεμικῶς τὴν κύρια περιοχὴ τοῦ κοινωνικοῦ χώρου. Αὐτὸς ὁ ἀνιδεολόγος μικροαστὸς ἔπρεπε κυρίως νὰ πεισθῆ ἀργότερα ὅτι, ὅταν τὸ μαγαζὶ του τὸ καταβροχθίζη τὸ Ρrisunic — ἡ ἀναμενόμενη ὀλιγαρχία — αὐτό γίνεται ἐν ὀνόματι τῆς «μεγάλης κληρονομιᾶς» τοῦ ἔθνους, πού τὴν ἀπειλοῦν τὰ «μιάσματα» καὶ οἱ κοινωνικὲς θεωρίες. Μὲ βάση αὐτὴ τὴν προοπτικὴ φωνάζει ὁ Θεοτοκᾶς τὸ '30 : «Δὲν θὰ ἀφήσουμε τὴν νοικοκυροσύνη νὰ κατάκτηση ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ νιότη». Νοικοκυροσύνη εἶναι ὁ τότε βενιζελικὸς μεσοαστισμός, τοῦ ὁποίου τὸ ἰδεολογικὸ τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οἰκογένεια» εἶναι ἀφ' ἑαυτοῦ ἀνίκανο ν' ἀναχαιτίση ὁποιαδήποτε ἄλλη κοινωνικὴ ἰδεολογία.

Ἡ ἀνασυγκρότηση τῆς οἰκονομικῆς ὀλιγαρχίας μεταπολεμικῶς ἐπετεύχθη. Τόσο ἀνώμαλα, ὅσο ἦταν καὶ πρὸ τοῦ 1900. Ὅπως καὶ τότε, ἔτσι καὶ τώρα τὴν ἔλλειψη ἰδεολογικοῦ ἐρείσματος — πού θὰ ἐσήμαινε τὴν ὕπαρξη κοινωνικῆς διαδικασίας—ἀντικατέστησαν αὐθαίρετες ἰδεολογικὲς διακηρύξεις, πού ἀπεικονίζονταν μονοσήμαντα στὴν πολιτικὴ φαυλοκρατία. Τὸ αἴτημα τῆς «μεγάλης κληρονομιᾶς» ἔφερε τὴν πνευματικὴ σήψη. Ἀλλοίμονο ἂν ὁ ἐκοφικός τραμπουκισμός — ἡ πανεπιστημιακὴ ἰδεολογία τοῦ '60 καὶ ἡ ἀπομένουσα ὀπισθοφυλακή — μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἐπαρκής σωτήρια ἰδεολογία, τὸ προσόν, πού θὰ μποροῦσε νὰ βγάλη τὴν ἀστικὴ κυριαρχία ἀπὸ τὸ πολιτικὸ ἀδιέξοδο. Καὶ τὸ συγκαιρινὸ δυστύχημα εἶναι ὅτι, τὰ ἱστορικὰ σημαινόμενα αὐτοῦ τοῦ ἀδιεξόδου, ἄλλοι εἶναι καλύτερα ἀπό μᾶς σὲ θέση νὰ ἐκτιμήσουν. Καὶ προφανῶς νὰ ἐκμεταλλευθοῦν.

Παρακμὴ σημαίνει κυρίως ἐλαττωματικὴ λειτουργία τῆς Λογικῆς. Ἡ ἀποκλειστικὴ ἀπαίτηση τῆς ἀνίδρυσης τῆς οἰκονομικῆς ὀλιγαρχίας μεταπολεμικῶς, ἐστηρίχθηκε στὸν συνδυασμὸ μοιραίων κακῶν. Ἡ προϋπόθεση τῆς σύνολης πνευματικῆς ἀποβλάκωσης ἐπέτρεψε εὔκολα τὴν μετατροπὴ τοῦ προπολεμικοῦ μεσοαστοῦ σὲ διαμεσολαβητή καὶ τὴν οἰκείωση τῶν νεοπλούτων δωσιλόγων τῆς Κατοχῆς [17].

Δὲν ἐπεδίωξε φυσικὰ συνειδητῶς ἡ ἀστικὴ τάξη τὴν μεταπολεμική της ἀνόρθωση μὲ τοὺς τρόπους αὐτούς. Αὐτοὶ οἱ τρόποι ὑπῆρξαν τὰ μακροχρόνια προγράμματα τῆς «προστασίας», μέσῳ τοῦ «γλωσσικοῦ» κυρίως, πού ἁπλῶς υἱοθέτησε ἡ ντόπια ὀλιγαρχία. Ἀξίζει νὰ προσέξη κανεὶς πόσο μεγάλος εἶναι ὁ πνευματικὸς παρεμβατισμὸς τῆς Ἀγγλίας, μέσῳ τοῦ Σεφέρη καὶ τῆς «Ἀγγλοελληνικῆς ἐπιθεώρησης», γιὰ τὴν πνευματικὴ κατίσχυση τῆς «γενηᾶς τοῦ '30». Διότι βέβαια οὐδέποτε ἡ προστασία θὰ ἤθελε στὴν Ἑλλάδα μία χειραφετημένη ἀστικὴ τάξη εὐρωπαϊκοῦ τύπου.

Τὸ αἴτημα τῆς πνευματικῆς ἀποβλάκωσης ἐκάλυπτε τὴν προστασία ἔναντι τοῦ Λαοῦ — ἀπόδειξη τὰ Εὐαγγελικὰ καὶ τὸ τωρινὸ «Πολυτεχνεῖο»—καὶ ἐκώλυε ἀπόλυτα τὴν πολιτικὴ ἀνανέωση τῆς ἀστικῆς ἡγεσίας. Ἐδημιουργοῦσε ἔτσι ἕνα κατ' ἀνάγκην κατεστημένο — ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν δύναμη ν' ἀνανεωθῆ — πού ὁ μόνος τρόπος ἐπιβιώσεως του ἦταν ἡ κατάργηση κάθε ἠθικοῦ ἀνασταλτικοῦ στὸν τομέα τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς — μόνιμο ὑποχείριο τῆς «προστασίας».

Ἦταν ἑπόμενο οἱ συνθῆκες αὐτὲς νὰ ἐκθρέψουν ἕνα καθεστὼς ἀφανισμοῦ κάθε πνευματικῆς ἀξίας του τόπου. Ὁ ἀντικειμενικὰ χειρότερος ἐχθρός τοῦ ἑλληνικοῦ κατεστημένου, πού ἐστηρίζονταν στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς νάρκης, ἦταν φυσικὸ νὰ εἶναι κάθε ἀναφαινόμενη πνευματικὴ ἄξια. Μία ἀπὸ τὶς κύριες παρενέργειες τοῦ «γλωσσικοῦ» ἦταν ἀκριβῶς ὁ ἀφανισμὸς κάθε πνευματικῆς ἀξίας τοῦ τόπου. Ὁ Ροῒδης ἀπαίτησε τὴν ὕπαρξη πνευματικῆς ζωῆς καὶ πέθανε κακὴν κακῶς. Δὲν εἶναι μάλιστα διόλου τυχαῖο ὅτι στὴν θεωρία τοῦ Ροΐδη τῆς «περιρρέουσας ἀτμόσφαιρας», πού ἐκλόνιζε βαθύτατα τὴν τακτική τῆς ἀποβλάκωσης,   εὑρέθηκε  κυρίως  ν' ἀντιταχθῆ    Ἄγγ.   Βλάχος.

Ό Δ. Βερναρδάκης παράτησε τὸ Πανεπιστήμιο καὶ πέρασε τὴ ζωή του στὴν Μυτιλήνη φυτεύοντας ντομάτες. Ὁ Ἀνδροῦτσος πάνω-κάτω τὰ ἴδια. Ὁ Καραθεοδωρῆ, ἀπό τούς κορυφαίους μαθηματικούς τοῦ αἰῶνα μας, στὴν Γερμανία ἀντικατέστησε τὸν Felix Klein, ἐνῷ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας μάταια ἀγωνίστηκε ἐπὶ 4 χρόνια νὰ πάρη μιὰ ἕδρα στοὺς φυσιογνῶστες! Ὁ Ἀποστολάκης, «ὑστερικὸς» καὶ «θρασύτατος», παραιτήθηκε καὶ πῆγε σπίτι του νὰ ἡσυχάση. Ὁ Συκουτρῆς αὐτοκτόνησε στὸν Ἀκροκόρινθο. Γιὰ νὰ μή θυμηθοῦμε τὸν Ἀβροτέλη Ἐλευθερόπουλο. Τί ἀπόγινε ἄραγε ὁ Ἐλευθερόπουλος, μὲ τὸν ὁποῖον ἀσχολεῖται καὶ ὁ Πλεχάνωφ στὰ «βασικὰ προβλήματα» τοῦ Μαρξισμοῦ καὶ πού ἦρθε νὰ δώση τὰ φῶτα του ἀπὸ τὴ Ζυρίχη; Πόσοι γνωρίζουν τὸ ἔργο του, πού κατὰ τὴν δική μας ταπεινὴ γνώμη, εἶναι τὸ ἐπιστημονικώτερο φιλοσοφικὸ ἔργο τῆς νεώτερης Ἑλλάδας; Ὁ θάνατός του, πρὶν λίγα χρόνια, πέρασε στὰ ψιλὰ τῶν ἐφημερίδων, μαζὺ μὲ τὶς ἀγγελίες αὐτοκτονιῶν τῶν συνταξιούχων. Πέθανε ὁλότελα ἄγνωστος καὶ τὸ ἔργο του εἶναι ἐξαφανισμένο. Δὲν μποροῦσε ὅμως, νὰ συνέβαινε διαφορετικά, ἀφοῦ μὲ τὸν Ἐλευθερόπουλο ἀσχολήθηκε ὁ Πλεχάνωφ. Ἂν δὲν βρισκόταν   «Ἱερὰ  Σύνοδος»,   κάτι    ἄλλο  θὰ  βρισκόταν :  αὐτὸ  πού βρέθηκε καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Καὶ ὁ Θ. Μουστοξύδης, ὁ ἱδρυτὴς τῆς "ἀντικειμενικῆς αἰσθητικῆς" πού στὴν Εὐρώπη συναγωνιζόταν μὲ τὸν Μπεργκσὸν καὶ πού ζήτησε μιὰ ἄμισθη ἕδρα γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς αἰσθητικῆς στὸ "Ἀθήνησι" (κριτὴς του ὁ κ. Θεοδωρακόπουλος), τί ἀπόγινε; Τὰ βιβλία του πού εἶναι; Γιὰ νὰ καταφέρη νὰ ἐπιβιώση, πούλησε τὸ πασίγνωστο νησάκι του, τὸν Σκορπιὸ ! Ἀλλά, καὶ ὁ Θ. Μουστοξύδης " ἐφέρετο ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὰς ἰδέας τοῦ Α.  Comte"!

Ὅσοι θέλησαν κάτι νὰ ποῦν ἤ κάτι νὰ κάνουν γιὰ τὴν προκοπὴ τοῦ τόπου, κατέληξαν ὅλοι κακὴν-κακῶς. Στὸ τεῦχος τῆς «Ἑλληνικῆς Δημιουργίας» τὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἀποστολάκη γράφει ὁ Μελᾶς :

«Δὲν ἦταν καθόλου εὔκολος. Δύσπιστος, φιλύποπτος, στιφός, φίλος της μοναξιᾶς, δυσπρόσιτος. Ὅταν τοῦ εἶπα... μοῦ εἶπε : —Ἐσᾶς σᾶς ξέρω .. . Εἴσαστε τσαχπίνης.. .

Ἡ συντροφιά του τότε ἤτανε τρεῖς ἄνθρωποι : Ό Ἀλιμπέρτης, ὁ Φ. Πολίτης, καί ὁ Ἄλκης Μπουρνιᾶς, ἕνας μαθηματικός, μὲ φιλοσοφικὴ κατάρτιση, διαλεχτικό πνεῦμα, πούσχιζε τὴν τρίχα στὰ τρία. Μὲ τὸν Ἀλιμπέρτη, ἔβγαλε, ἀργότερα, τὸ περίφημο (καὶ βραχύβιο) περιοδικὸ «Κριτικὴ καὶ ποίηση» — αὐτὸς ἐξαφανίστηκε, σὲ λίγο. ἐγκαταστάθηκε στὸ Παρίσι, γερὸς μαθηματικός, εἶχε σπουδάσει ἀστρονομία — ὁ δὲ Μπουρνιᾶς, πούγραψε κάτι μικρὲς καὶ περίεργες φιλοσοφικὲς μελέτες, οὔτε ξαναφάνηκε πουθενὰ καὶ οὔτε  ξαίρω   ἂν  ζεῖ»,

Καὶ ὁ «περίεργος» Μπουρνιᾶς κι' ὁ «γερὸς» Ἀλιμπέρτης ἐξαφανίστηκαν, λέει ὁ τσακπίνης Μελᾶς. Καὶ ἦταν κι' οἱ δυό μαθηματικοί. Καὶ ἔσυραν πίσω τους πολλοὺς ἄλλους, μποροῦμε νὰ προσθέσουμε. Γιατί ὅμως ἐξαφανίστηκαν σὰν μεσαιωνικοί σταυροφόροι;  Τί τοὺς ἐξέρασε ἀπὸ 'δῶ;

Τὴν ἀπάντησή μᾶς τὴν δίνει κατὰ λάθος ὁ ἴδιος ὁ Μελᾶς, σ' ἕνα ἄλλο τεῦχος τῆς «Δημιουργίας» του :

«Φίλε κ. Μαμάκη,

....Ἐνῷ συνομιλούσαμε μὲ τὸν Βασιλέα, γιὰ σοβαρώτατο θέμα, ἔφεραν  ἐνώπιόν Του  ζήτημα, πού δὲν εἶχε καμμιὰ θέση : Τὴ γνωστὴ ἀντίθεσή μας πρὸς τὸν διευθυντὴ τῆς «Νέας Ἑστίας» [18]. Οὔτε ἡ θέσι μου στὰ γράμματα, οὔτε τὸ ἀξίωμά μου.. . ἐπιτρέπει σὲ κανένα νὰ μὲ βάλει, στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὸν κ. Πέτρο Χάρη [19]. Οὔτε ὁ ἀγώνας πού διεξάγω [20], ἐπὶ ἑνάμισυ ἔτος τώρα, ἀπό τὶς σελίδες τῆς «Ἑλληνικῆς Δημιουργίας» ἐναντίον τῆς νοοτροπίας, ποὔχει φέρει τὴ σημερινὴ πνευματικὴ κρίση στὴν Ἑλλάδα, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σὰν προσωπικὴ διαφορὰ πρὸς τὸν κ. Πέτρο Χάρη, ὥστε νὰ τὴν παρουσιάζουν σὰν τέτοια στὴν Α.Μ. τὸν Βασιλέα, ὅπως ἔκαμαν, ζητῶντας ἀπὸ Αὐτὸν νὰ παρέμβει. Δὲν ξέρω ποιὲς προθέσεις εἶχε ὁ κ. Μαντούδης ὅταν, μέσα στὴ διαχυτικὴ ἀτμόσφαιρα πού εἶχε δημιουργήσει ἡ ἐγκάρδιος παρουσία τοῦ Ἄνακτος, ἔφερεν ἐνώπιόν Του καὶ μάλιστα μὲ τὸν ἀνοίκειο καὶ μειωτικὸ αὐτὸ τρόπον, ἕνα τέτοιο ζήτημα. Ἴσως νὰ πρόκειται μονάχα γι' ἀφέλεια — πάντως ἀσυγχώρητη.

Ἔσπευσα νὰ δηλώσω ἀμέσως στὴν Α.Μ. — καὶ ἀρκετὰ μεγαλοφώνως [21], ὥστε ν' ἀκουσθεῖ ἀπ’ ὅλους — ὅτι δὲν πρόκειται περὶ ἀτομικῆς διαφορᾶς, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ νοηθεῖ  «συμφιλίωση» [22].   Παρ' ὅλη  τὴ  δήλωσή  μου  ὅμως  ὁ κ. Μαντούδης, ἀντὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὸ θέμα, ἐπέμεινε «νὰ δώσω τὸ χέρι» στὸν κ. Χάρη. Γιὰ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν αἰφνιδιαστικὴ αὐτὴ καὶ πολὺ περίεργη ἐπίθεση, ἐδήλωσα ὅτι θὰ τὄκανα μονάχα ἂν ἡ Α.Μ. μὲ διέτασσε. Ὁ Βασιλεύς, προφανῶς γιὰ νὰ θέσει τέρμα στὴν ἀνιαρὴ αὔτη σκηνή ἔδωσε, γελῶντας, τὴ «διαταγή».

Καὶ ὁ κ. Χάρης ἔσπευσε νὰ σφίξει τὸ χέρι μου ὑπὸ τὰ χειροκροτήματα τῆς γαλαρίας. Ὅταν, μετὰ δύο λεπτά, ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ τὸν Ἄνακτα, ὁ κ. Μαντούδης μ' ἐπλησίασεν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν κ. Χάρη, γιὰ νὰ μοῦ πεῖ, ὅτι ἡ «συμφιλίωση» δὲν πρέπει νὰ μείνει τυπική, ἀλλά  νὰ γίνει πραγματική. Τοὺς ἀπήντησα, ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον. Καὶ ἀπεμακρύνθην, μὲ τὸ αἴσθημα, ὅτι μένω ἀπόλυτα συνεπὴς πρὸς ὅσα εἶχα δηλώσει κι' ἐνώπιόν τοῦ Βασιλέως γιὰ τὴ φύση τῆς διαφορᾶς. Αὐτὰ εἶναι τὰ γεγονότα μὲ κάθε ἀκρίβεια (τεῦχ. 31, 1949)».

Ἰδού τὰ σπουδαῖα γεγονότα!.

Τὰ πράγματα μιλοῦν ἀπὸ μόνα τους. Σὲ τέτοια ἀσφυκτικὴ πνευματικὴ γλίνα δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιβιώσουν οἱ Μπουρνιάδες.

Ὁ «ἀγῶνας» τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κ. Μελᾶ προϋπέθετε ἀκριβῶς τὶς συνθῆκες ἐκεῖνες πού θὰ ξερρίζωναν τοὺς Μπουρνιάδες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Καὶ σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ «ἀγῶνα», ὅπως ἀποδεικνύει ἡ σημερινὴ κατάσταση τῆς Ἑλλάδας, ἦταν νὰ ἐνίσχυση καὶ νὰ παγιώση μεταπολεμικὰ τὶς συνθῆκες πού θὰ ξερνοῦσαν μονίμως τοὺς Μπουρνιάδες ἔξω ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ὁ ἐμφύλιος συνετέλεσε ὥστε νὰ πάρη ὁ «ἀγώνας» τὴν μορφὴ τῆς πρόφασης κατὰ κάποιας (ἀνύπαρκτης φυσικὰ) «πνευματικῆς ἀναρχίας», τὴν συγκεκριμένη στιγμὴ τοῦ 1948. Οὐσιαστικὰ αὐτὸς ὁ « ἀγώνας» ἄρχισε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ψυχάρη καὶ ἔδρασε ἀσταμάτητα, ὥσπου νὰ φέρη στὸ πλῆρες πνευματικὸ  μηδέν.

Βυθισμένη ἡ  ἀστικὴ ἡγεσία στὸν  ἀγώνα τῆς πνευματικῆς ἐπιβίωσης — ἤ μᾶλλον στὴν διαρκῆ μέριμνα νὰ συγκαλύπτη τὸ πνευματικὸ κενὸ πού ἡ ἴδια ἐδημιούργησε ὡς προϋπόθεσή της — δὲν μπόρεσε ν' ἀντιληφθῆ τὶς μακρόχρονες ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς τακτικῆς καὶ νὰ προΐδη τὰ ἀπρόβλεπτα. Ὅ,τι ἔγινε ἐμφανές, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑπταετίας, εἶναι ἡ βαθύτατη περιφρόνηση τῆς «προστασίας» γιὰ τὴν πολιτικὴ μας ἡγεσία. Περιφρόνηση πού στὴν συγκαιρινή της μορφὴ εἶναι ἄσχετη μὲ ἀπαιτήσεις ἐθνικοῦ γοήτρου, ὄπως ἦταν παληότερα, ὑπαγορευόμενη ἁπλῶς ἀπὸ ἥσσονος σημασίας πολιτικὲς σκοπιμότητες στὸν Μεσογειακὸ χῶρο. Ἡ περιφρόνηση αὐτή πηγάζει ἄμεσα ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση τῆς «προστασίας» γιὰ τὸ πολιτικὸ τέλμα τῆς ἀστικῆς μας ἡγεσίας, γιὰ τὴν ἔλλειψη καὶ τῆς παραμικρῆς δυνατότητας ἀνανεώσεώς της. Καὶ φυσικὰ δὲν διέθετε οὔτε τὴν ἐλάχιστη πονηρία ἡ ἡγεσία μας στὶς σχέσεις της μὲ τὴν προστασία. Δὲν ἀντελήφθη ὅτι ἡ συμπάγεια τοῦ κατεστημένου — δηλαδή τῆς πλήρους κοινωνιολογικῆς στατικότητας — ἦταν ἡ προϋπόθεση γιὰ νὰ ὁρίζῃ ἡ προστασία τὴν πολιτικὴ μας ἡγεσία ὅπως αὐτή θέλει, συνεπῶς καὶ νὰ ἀναδεικνύη τὰ πρόσωπα πού τῆς χρησιμεύουν.

Στὰ 1974, λίγο πρὶν πέση ἡ δικτατορία, βγῆκε ἕνα καλὸ ἀλλὰ μάταιο βιβλίο: τῆς Ἰω. Λαμπίρη - Δημάκη, «Πρὸς μίαν Ἑλληνικὴν Κοινωνιολογίαν τῆς Παιδείας». Ἀπὸ τὸν τίτλο καὶ μόνον, εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβη κάνεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἰατροδικαστικὴ διάγνωση τῆς κοινωνικῆς θρόμβωσης τοῦ κατεστημένου.

Καίτοι τὸ βιβλίο αὐτὸ φιλοδοξεῖ νὰ φανῆ ὀρός γιὰ τὸ κατεστημένο, εἶναι πολυτιμότατο. Γιατί δίνει μὲ νούμερα πασίγνωστες ἀλήθειες, πού ὅσο κι' ἂν δὲν νομίζη ἡ κ. Δημάκη, δὲν παίρνουν γιατρειά.

Γράφει ἡ κ. Δημάκη :

«Οἱ ἐκ τῆς ἀνωτέρας τάξεως προερχόμενοι φοιτηταί (ἤτοι, τὸ 20% τοῦ συνόλου) .. . ἐπρόκειτο νὰ βαδίσουν ἐπί τὰ ἴχνη τοῦ πατρὸς των : δι’ αὐτούς τὸ πανεπιστημιακὸν πτυχίον ὡς καὶ ἡ περαιτέρω τυχὸν μετεκπαίδευσις των εἰς Πανεπιστήμιον τοῦ ἐξωτερικοῦ θὰ ἀπετέλουν κυρίως μέσον διὰ τὴν συνέχισιν τῆς οἰκογενειακῆς των παραδόσεως καὶ τὴν διατήρησιν ἤδη κεκτημένης θέσεως. .. δύνανται ὡς ἐκ τούτου νὰ χαρακτηρισθοῦν ἐν τῷ συνόλῳ των ὡς «κοινωνικῶς στάσιμοι» [23].

Ἐνῷ :

«Ὑποθέτομεν οὕτω ὅτι τὸ Πανεπιστήμιαν ... δὲν συμβάλλει οὐσιαστικῶς καὶ εἰς τὴν κοινωνικὴν ἀνανέωσιν τῆς ἀνωτάτης τάξεως, ἤτις ἀνανεοῦται ριζικῶς μόνον ὁσάκις εἰσέρχεται εἰς αὐτὴν ἱκανός ἀριθμὸς νέων μὴ προερχομένων ἐκ τῶν κόλπων της . .» [24].

Καὶ ἐπάγεται ἡ κ. Δημάκη :

«Ἡ ἀνωτάτη, ὅμως, τάξις καὶ δὴ ἡ «κορυφή», οὕτως εἰπεῖν, αὐτῆς (δηλαδή τὰ μέλη τῆς πολιτικῆς, πνευματικῆς, τεχνοκρατικῆς καὶ κοινωνικοικονομικῆς ἡγεσίας) τείνουν νὰ ἀνανεοῦνται.... «ἐκ τῶν ἔσω»... Βεβαίως πολιτικαί κρίσεις, ὡς ἡ τοῦ 1967, ὁδηγοῦν εἰς τὴν «ἀπότομον» ἀνανέωσιν τῆς «κρατούσης τάξεως». [25]

Ἀναμφισβήτητα ἡ 21η  Ἀπριλίου ἦταν ἡ θρόμβωση τοῦ πολιτικοῦ κατεστημένου. Ἐλέγαμε κι' ἐμεῖς προηγουμένως ὅτι οἱ δικτατορίες ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος πολιτικῆς νοβοκαΐνης στὸν νεοελληνικό μας βίο. Ἡ δικτατορία τοῦ Μεταξᾶ αὐτὸ τὸ νόημα εἶχε. Δὲν νομίζουμε ὅμως ὅτι ἦταν τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν 21η  Ἀπριλίου. Ἐφάνηκε φυσικὰ ἡ δικτατορία αὐτὴ σὰν μία εὐκαιρία ἀνανεώσεως (ἀντίσταση κλπ.), ἀλλά  ἀπετέλεσε καὶ ἄμεσον κίνδυνο γιὰ τὸ κατεστημένο. Ὅταν ἔγινε φανερό, ὅτι ἡ δικτατορία τῆς 21ης  Ἀπριλίου ἔπαιρνε ἄλλο κοινωνιολογικὸ περιεχόμενο, ἀμέσως ἔπεσε. Διενέργεια ἐκλογῶν ἐσήμαινε μετατόπιση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας σὲ ἄλλη κοινωνικὴ τάξη. Γι’ αὐτὸ ἡ πρώτη ἐκείνη δικτατορία ἔπεσε  στὴν  προσπάθεια της αὐτή ἐπάνω [26].

Η ἐκ τῶν κάτω ἀνανέωση τῆς ἀνωτάτης τάξεως δὲν εἶναι δυνατὴ ὑπὸ τὸ καθεστὼς τῆς προστασίας. Καὶ γιὰ τοῦτο ἐφρόντισε ἐπιμελῶς ἡ προστασία. Μὲ τὴν ἔλλειψη πνευματικῆς ἀγωγῆς — τόσο στὸ σχολεῖο, ὄσο καὶ ἐξωσχολικῶς — ὁ λαὸς ἔμενε πολιτικὰ ἀνώριμος, εὔκολα ἀναρχούμενος καὶ συνεπῶς ἡ ἐπιβολὴ ἀντικοινωνικῶν μέτρων ἦταν ἡ ἀναγκαία διέξοδος. Αὐτὴ ὅμως ἡ λύση ἀπέκοψε καὶ τὴν ἡγεσία ἀπὸ κάθε δυνατότητα ἀνανέωσης, ἀναγκάζοντας την μονίμως στὸν συνεχῆ παραδαρμό.

( συνέχεια ἐδῶ ...)

[1]. Ἂν ἀνατρέξη κανεὶς στὰ πρακτικὰ τῆς Βουλῆς τῶν ἰδεολογικῶν ἐκπροσώπων τῆς Δεξιᾶς γύρω στὸ 60, δὲν θὰ τοῦ μείνουν ὑπολείμματα ἀμφιβολιῶν. Ἰδεολογία τῆς ἀστικῆς μας τάξης εἶναι ἡ παντὶ τρόπῳ ταξική της συντήρηση. Ἤδη ἡ νέα της ἰδεολογία εἶναι ἡ συγκεκαλυμμένη κοινοβουλευτικὴ δικτατορία. Διότι «ἔχουν ἤδη τροποποιηθῆ τὰ δεδομένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξεπήγασεν ἡ κοινοβουλευτικὴ δημοκρατία τὸν 19 αἰ.», λέγει ὁ κ, Ε. Ἀβέρωφ Τοσίτσας, καὶ ἐπειδὴ τὸ γεγονὸς ὅτι στὸν κόσμο ὁλόκληρο λιγοστεύει συνεχῶς ὁ ἀριθμὸς τῶν χωρῶν πού ἔχουν ἁγνὸ κοινοβουλευτισμό, δὲν ὀφείλεται στὴν τύχη». («Φωτιὰ καὶ τσεκούρι», σελ. 492). (Σημείωσις : Ὅτι ὑπάρχουν ντὲ φάκτο δύο κοινωνικὰ συστήματα στὸν κόσμο καὶ ὁ καπιταλισμὸς ἔχει γίνει πιὸ ἀδίστακτος στὶς μεθόδους του, εἶναι γεγονός. Βλ. σχετικῶς καὶ Π. Ροζάκη : Διπλωματικὴ ἱστορία τῆς Εὐρώπης, τόμ. Δ. σελ. 9).

[2]. Ἐπειδὴ κατὰ τὸν Ζαχαριάδη «πάλη τῶν τάξεων» ἐσήμαινε πάλη καὶ ὄχι τακτική, μιὰ πού ὁ Παλαμᾶς παρεξηγεῖτο ἀπό τους ἀστοὺς διανοούμενους, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος νὰ τὸν ἀποκαταστήση ! (Βλ. Ν. Ζαχαριάδη, Ὁ ἀληθινὸς Παλαμᾶς).

[3]. Ἡ ἄρνηση στὶς εὐρωπαϊκὲς κοινωνίες δὲν ἔχει τὸ νόημα τῆς ἄπαρνησης τοῦ παρελθόντος, ἀλλ’ ἁπλῶς τὸ νόημα τῆς νέας ὀργανώσεώς του. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ εὐρωπαϊκὲς κοινωνίες εἶναι βαθύτατα συντηρητικές.

[4]. Ὁ Μακρυγιάννης δὲν εἶναι Σολωμός, οὔτε μπορεῖ νὰ ἐκληφθῆ σὰν τέτοιος. Εἶναι ἡ γνήσια μὰ ἁπλοϊκὴ ἔκφραση, ἡ συναισθηματικὴ ἁπλοποίηση,  πού  ὑπέστη ὁ  ἑλληνισμὸς  στὰ χρόνια  της  Τουρκοκρατίας.  Εἶναι  ἡ μετατροπὴ  τοῦ  δημοτικοῦ   τραγουδιοῦ στὸν πεζὸ λόγο. Εὔρωστη γλῶσσα γιατί γράφει ὅ,τι βλέπει. Ὁ Μακρυγιάννης, ὅπως καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, δὲν ἔχει νὰ κάμη μὲ νοήματα ἀλλὰ μὲ ἄμεσα αἰσθήματα. Ὁ Μακρυγιάννης περιγράφει τὶς αἰσθήσεις του.  Ὁ κορμὸς ὅλης αὐτῆς τῆς συναισθηματικῆς ὕπαρξης, εἶναι τὸ ἀρχέγονο ἅπλωμα πάνω στὴν ἔννοια τῆς πατρίδας, πού ἐδῶ, ὅπως καὶ στὸ δημοτικὸ τραγούδι, ἔχει πάρει μιὰ ἔνστικτη καὶ ἀξεπέραστη μορφὴ ἐπιβίωσης. Πατρίδα πάει νὰ πῆ μιὰ συντηρητικὴ δυνατότητα ἐπιβίωσης. Τὸ διώξιμο τοῦ Τούρκου σημαίνει ἀνεξαρτησία καὶ ὄχι τὴν ἐλευθερία τοῦ Σολωμοῦ. (Ἐλευθερία σημαίνει ἀνεξαρτησία ἐν ὄψει κάποιας πνευματικῆς   ἐπιδίωξης).   Τὰ   κατηγορήματα   τῆς   πατρίδας   τοῦ   Μακρυγιάννη εἶναι τὰ «ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα», ὁ Ἀϊ Γιώργης κι ὁ Ἀϊ Γιάννης. Ἡ πατρίδα του δὲν ἔχει μέλλον, ἀλλά  μόνον παρελθὸν καὶ παρόν. Ὅταν μιλάη γιὰ νόμους, τὴν εὐνομία τὴν ἐννοεῖ σὰν ἕνα εἶδος χριστιανικῆς διευθέτησης — αὐτή πού κάνει ὁ  δραγάτης, πρὶν πάη ἡ ὑπόθεση στὸ εἰρηνοδικεῖο.  Ὁ Μακρυγιάννης  δὲν   μπορεῖ νὰ  ἀποτελέση  πνευματικὸ  ὁρόσημο.  Σὰν  τέτοιον   μας τὸν παρουσίασαν καὶ τὸν χάλασαν.  Ὁ Μακρυγιάννης ἀποτελεῖ ἠθικὸ ὁρόσημο. Δείχνει τὴν ἀστείρευτη κοίτη ἀπ’ ὅπου ἀντλεῖ ὁ ἑλληνισμὸς τὶς ἀτέλειωτες  δυνάμεις  τῆς  ἐπιβίωσης του.    Ἠθικὰ ἀναστήματα σὰν τὸν Μακρυγιάννη   εἶναι   ζήτημα ἂν ὑπῆρξαν 10  στὸν κόσμο ὅλον. Εἶναι ὁ ἄμαλαγος ἄνθρωπος πού μόλις ἔφτιαξε ὁ Θεὸς, ἀτόφια   ψυχικὴ καὶ   ἠθικὴ ὑγεία. Ὡς πνευματικότης   ὁ Μακρυγιάννης ἐπιδέχεται ὁπωσδήποτε  ἕνα ἐπέκεινα. Καὶ γι’ αὐτὸ    ἐπελέγη    σὰν  ἀρχὴ  τοῦ   νεώτερου   ἑλληνικοῦ  πνευματικοῦ  βίου. Ἐνῷ ὁ Σολωμὸς εἶναι κατάσταση ὁριακή, πού δὲν ἐπιδέχεται κανένα πνευματικὸ  ἐπέκεινα.  Μὲ τὸν Σολωμὸ δὲν γεννᾶται ζήτημα μέτρου,  ἀλλὰ  μόνο ἀλλαγῆς  τῆς  ποιότητας,  Δηδαλή, μετὰ τὸν Σολωμό, μόνο ἡ νέα ποιότης μπορεῖ ν ἀποτελέση κάτι περαιτέρω,  ὅπως ὁ Καβάφης.

[5]. Τὸ ἐπέκεινα τοῦ Μακρυγιάννη προσπαθεῖ νὰ καλύψη ὁ Σεφέρης. Ἡ ποίηση τοῦ Σεφέρη δὲν δέχεται πνευματικὴν ἀναγωγή. Εἶναι ἡ ποίηση τῆς ὑψηλῆς τεχνικῆς πάνω στοὺς ἑλληνικοὺς μύθους καὶ καϋμούς. Εἶναι δηλαδὴ ποίηση πού δὲν ἐξέρχεται τῶν συνόρων. Ὁ Σεφέρης εἶναι ὁ νεότροπος Παλαμᾶς μὲ σύγχρονη ποιητικὴ εὐαισθησία. Εἶναι ἡ ποίηση τῆς λέξης μὲ τὴν πολυσήμαντη συμβολικὴ ἐκφραστικότητα  μιὰ ἐπίτευξη πού στὴν Εὐρώπη κατωρθώθηκε ἀπὸ τὸν περασμένο αἰώνα. Ἡ λέξη τοῦ Σεφέρη ἀγγίζεται. Ἡ ποίησή του σὰν σύνολο, εἶναι ἡ ποίηση τοῦ ἄμεσου αἰσθήματος, καὶ τοῦ μικροῦ χαμένου πόθου. Πνευματικὴν ἀναγωγὴ δὲν ἐπιδέχεται. Μόλις πού μπορεῖ νὰ βάλη  κάποιαν ἀχνὴ  ἰδέα ματαιότητας στὸν  ἔρωτα.  Στὸν  «ἐρωτικό λόγο» του, ξεκινώντας ἀπὸ τὸν δανεισμένον ἀπὸ τὸν Ἔλιοτ συμβολισμὸ τοῦ ρόδου, φθάνει στὸ τέλος νὰ μᾶς ἀποκάλυψη ὅτι ὁ «κόσμος εἶναι ἁπλός». Ἀφοῦ ἔτσι εἶναι ὁ κόσμος στὸ πιὸ περίπλοκο φαινόμενό του, δηλαδὴ ἁπλὸς καὶ συνεπῶς ὀδυνογόνος, σὲ κάποιαν ἄλλη καταφυγή, πέραν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἁπλότητα, πρέπει νὰ ὁδηγηθῆ ἡ ὕπαρξή μας. Εἶναι ἡ μόνη ἰδέα πού βρίσκει κανεὶς διατρέχοντας τὸν Σεφέρη. Ὅλη ἡ ἄλλη του ποίηση, ὅπως ὀρθὰ λέει ὁ εἰδικὸς κ. Sherrad στὰ «Δοκίμια» του, εἶναι μία ποίηση πρὸς  τὰ κάτω. Πρὸς τὸ ἁπλὸ αἴσθημα καὶ τὴν ἀρχέγονη ἀναφορά.  Ἐνῷ τοῦ Ἔλιοτ, παρατηρεῖ, κινεῖ πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς κάποιον    ἀποκαλυπτικὸ κόσμο   ἰδεῶν (σελ.  194). Καὶ χαρακτηρίζει σωστά. Μὴν ξεχνᾶμε  ὅτι οἱ Ἀγγλοι ἐκόπιασαν πολὺ γιὰ τὴν πνευματικὴ   (ὄχι ποιητική), καθιέρωση τοῦ Σεφέρη. Μετὰ τὸ Κυπριακὸ καὶ ἰδίως τώρα, μποροῦν νὰ τὸν  κρίνουν ἀντικειμενικὰ : ἔπαψε πιὰ νὰ χρησιμεύη.  Ἐμεῖς  οἱ  ἄλλοι ἀδικήσαμε   πολὺ τὸν Σεφέρη λέγοντας τον μεγάλον.  Ὁ Σεφέρης εἶναι μόνο   ἕνας καλὸς ποιητής. (Σκόπιμο εἶναι  νὰ ἔχη κανεὶς ὑπ’ ὄψη του καὶ τὸ μικρὸ βιβλιαράκι τοῦ Ἀνδρέα Φυλακτοῦ : Σολωμικοὶ ἀπόηχοι στὸ «ἄξιον ἐστί» τοῦ Ἐλύτη, Λευκωσία 1974).

[6]. Ἡ Δοκιμασία τοῦ πνεύματος σελ. 221.

[7]. Ἀναφέρεται  ἀποκλειστικὰ  στὸν  ἕλληνα ἀναγνώστη  καὶ  τὴν ἑλληνικὴ   μεταπολεμικὴ τέχνη.

[8]. σελ. 235.

[9]. Τεῦχος 31, σελ. 833.

[10]. ε. α., σελ. 832.

[11]. ε. α.  σελ. 833.

[12]. Κλέωνος Παράσχου : Μορφὲς καὶ ἰδέες, 1956. Τυφλοπόντικες ἤ γραμματικοὶ ὀνομάζονται ἀπὸ τὸν Παράσχο οἱ ἐπιστήμονες φιλόλογοι (Μὲ τὸν ὅρο «γενηὰ τοῦ 30» ἐννοοῦμε ἐφεξῆς τὴν νοοτροπία).

[13]. Αὐτή ἡ μοῦσα εἶναι μιὰ ἀσυζήτητη ὑπεροχή, ἕνα ἀβεβήλωτο ταμποὺ γιὰ ὡρισμένους φορεῖς ἀνησυχιῶν. Ὅπως περίπου (ἦταν) καὶ ἡ ἐθνικοφροσύνη μιὰ πηχτὴ ἱερότητα. Προσέχοντας κανείς τὸν ποιητή, θὰ τὸν βρῆ ἀπόντα ἐκ τοῦ κόσμου, χαμένον σὲ μιὰ πλάνη αἴσθηση καὶ μονίμως ἐμπνεόμενον ἀπὸ νεαροὺς καὶ νεαρές τῆς  πρώτης ἐφηβείας. Εἶναι οἱ προϋποθέσεις γιὰ νὰ συντελεσθῆ ἡ ἔμπνευση. Καταλαβαίνουμε, βέβαια, ὅτι ὅπως ἡ ζωὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν βρωμιά, ἔτσι καὶ τὰ ὑψηλά της ἔμπνευσης ἀπαιτοῦν πολὺ ἁπλούστερα ὑλικὰ γιὰ νὰ συντελεσθοῦν. Αὐτὸ τὸ ἐννοοῦμε ὅταν ὁ Πάπας Ἰούλιος ἀπειλῆ μὲ χριστοπαναγίες τὸν Μ. Ἄγγελο, ὁ Καβάφης τρώη ξύλο ἀπὸ τὸν ὡραῖον ἔφηβο τῆς ἄγορας ἤ ὁ Ντιαγκίλεφ πάη στὶς μάγισσες γιὰ νὰ ἐξοντώση τὸν Νιζίνσκυ. Δὲν τὸν καταλαβαίνουμε ὅμως μὲ μερικοὺς δικούς μας ἀφόρητους βιολογικοὺς παρακμίες στὴν ἐπίμονη ἐπιχείρηση τῆς πνευματικῆς διαστροφῆς ὅτι εἶναι οἱ ἴδιοι πληρεξούσιοι τοῦ νοήματος τῆς ὕπαρξης τοῦ κὸσμου. Αὐτή ἡ νοοτροπία ξεκινάει ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ὅτι ἡ Science est inhumaine καὶ συνεπῶς ὁ ποιητὴς εἶναι τὸ ἅπαν, ὁ ἁρμὸς τοῦ κόσμου. Ξεκινάει δηλαδὴ ἀπὸ τὸ «δαιμόνιο» τοῦ Θεοτοκᾶ : Μιὰ διαστροφὴ προαγωγὴ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος. Μιὰ διαστροφὴ τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς στὴν ὁποία ὁ νέος ἄνθρωπος, ὑποχωρῶντας πρὸ τῆς καθιερωμένης νοοτροπίας καὶ τῶν καθιερωμένων ἀξιῶν, συχνὰ ὑποκύπτει. Οἱ ἄνθρωποι στὸ νεοελληνικό μας καθεστὼς προεξοφλοῦνται ὅπως τὰ γραμμάτια. Μιὰ ἀέναη παράδοση στην φθορὰ καὶ τὴν  συνέχεια.

[14]. Τὸ «ἔθνος» τοῦ Ταξιδιοῦ εἶναι ἀποπαίδι τῆς «πατρίδας» τοῦ Μακρυγιάννη. Ἕνα εἶδος accessoir τοῦ «ρωμέϊκου φιλότιμου».

[15]. Ἐπ’ εὐκαιρία τοῦ περὶ Συντάγματος προσφάτου θορύβου, διαβάζομε εἰς ἄρθρον τοῦ κ. Θεοδωρακοπούλου, ὑπὸ τὸν τίτλον «Λαὸς καὶ Ἔθνος» («Βραδυνή» τῆς 31.3.75) : «Οἱ Γάλλοι εἶχαν τὸ προνόμιον μεταξὺ τῶν δυτικῶν Λαῶν τῆς Εὐρώπης νὰ συνταχθοῦν εἰς Ἔθνος. . .» Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο πληροφορούμεθα ἀπὸ τὴν «Κοινωνία τῆς ἐποχῆς μας» τοῦ Π. Κανελοπούλου : «ἡ σύλληψις τῆς ἰδέας τοῦ ἔθνους δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπιχειρηθῆ ἐπιτυχῶς εἰς χώρας ὡς ἡ Ἀγγλία καὶ Γαλλία ( ἰδίᾳ ὡς ἡ τελευταία αὐτή), χώρας, αἱ ὁποίαι κατὰ τύχην ἀγαθήν ἐγνώρισαν τὴν κρατικὴν αὐτῶν ὀντότητα ταυτιζόμενην πρὸς τὴν ἐθνικήν αὐτῶν ὑπόστασιν.. . ὁ Γάλλος δὲν ἐγνώρισε τὸν ἀγώνα ὅστις διεξήχθη μεταξὺ κράτους καὶ ἔθνους. . . ὁ πατριωτισμὸς ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τὸν Γαλλικὸν Λαὸν ἐξαιρέτως, εἶναι αἴσθημα διάφορον του ἔθνικοῦ αἰσθήματος» (σελ. 68 - 69). Κατὰ τὰ ἄλλα, ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Θεοδωρακοπούλου, μαθαίνομε ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους ταυτίζεται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ Γένους — ἤτοι μὲ τὸ παρελθὸν καὶ τὴν ἔννοια τῆς φυλῆς (τοῦτο ὀρθῶς, διότι ἔθνος εἶναι ἡ συνόψιση κάποιου πολιτιστικοῦ τέλους πού συντονίζει ἱστορικὰ ἕνα Λαό. Λαὸς χωρὶς ἔθνος εἶναι πράγματι αὐτὸ πού λέμε Φυλή) —, ὅτι «αἱ ρίζαι τοῦ ἑλληνισμοῦ εἰσχωροῦν βαθύτατα εἰς τὰς θάλασσάς του καὶ εἰς τοὺς βράχους του καὶ ἀπὸ αὐτάς πρέπει τὴν στιγμὴν αὐτὴν νὰ κρατηθῆ τὸ ἔθνος» (Συνεχὲς αἴσθημα καταβυθίσεως! πώς ὅμως κρατεῖται κανεὶς «ἀπὸ τὰς θαλάσσας», ἂν ἡ προστασία διαφωνῆ;), τὸν ἄμετρο θαυμασμὸ τοῦ κ. Θεοδωρακοπούλου γιὰ τὴν Ἀμερικὴ καί, κατὰ ὅσους «μελετοῦν εἰς βάθος τὰ πράγματα τῆς Ρωσίας», μίαν ἀνακρίβεια : «ὅτι ὁ ἀντικειμενικὸς σκοπός, ὅπου κατατείνει ἡ πολιτικὴ τοῦ ρώσικου κομμουνισμοῦ εἶναι ν’ ἀναχώνευση ὅλους τούς Λαοὺς του εἰς ἕνα καὶ ἑνιαῖον ρωσικὸν ἔθνος». Προφανῶς ὁ κ. Θεοδωρακόπουλος ξέχασε ὅτι ὁ Ντανιλέφσκυ ἦταν Ρῶσος. Αὐτές ὅμως οἱ «εἰς βάθος» ἀνακρίβειες δὲν θὰ μᾶς ἐνδιέφεραν ἂν δὲν ἐσχετίζοντο μὲ ἂλλα πράγματα, μὴ Ρωσικά. Μὲ «ἔσωθεν κρισιμότητας» διὰ τὰς ὁποίας, δυστυχῶς, δὲν εἴμεθα ὅλοι ὑπεύθυνοι».

[16]. Ἀγγλικόν ἀπόφθεγμα : Ἂν δὲ μπορῆς νὰ πολεμήσης ἕνα σύστημα, υἱοθέτησέ το.

[17]. Γιά τὴν σύνθεση τῆς ἀνωτάτης τάξης μας, εἶχε ἐκδηλώσει τὴν πικρία της καὶ ἡ κ. Βλάχου πρὸ τοῦ 1967.

[18]. Ἀλλοῦ τὸν ἀποκαλεῖ ἀμπελοφιλόσοφο. Πρόκειται γιὰ τὸν νῦν ἀκαδημαϊκὸ κ. Πέτρο Χάρη.

[19]. Ἴσως δὲν ἤξερε τότε ὅτι ὁ κ. Χάρης θὰ γινόταν Ἀκαδημαϊκός, ἤτοι συνεπίπεδός του, κι’ αὐτὸ δείχνει τό μέγεθος τῆς ἀσυνειδητότητας, συνεπῶς καὶ τὴν ποιότητα τῆς ὑποψίας τοῦ Μελᾶ.

[20]. Καλὸ εἶναι  νὰ καταλάβουν τελικῶς οἱ νέοι ὅτι τὰ περιοδικὰ δὲν βγαίνουν πάντα «Θεωρίης ἕνεκεν». Βγαίνουν γιὰ πολὺ πρακτικότερους λόγους καί ἂν ἡ «Δημιουργία» τοῦ Μελᾶ ἔβγαινε σήμερα, θὰ ἦταν «οὐδετεροφανής» πνευματικά, διεπομένη, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς κάποιου ὀμιχλώδους σοσιαλισμοῦ. Ἦταν ὁ πόλεμος πού ἀνάγκασε τὸν Μελᾶ νὰ ξεσπαθώση τότε.

[21]. «Ἀρκετὰ μεγαλοφώνως...» ἐνώπιον τοῦ βασιλέως! Χαρακτηριστικό τῆς ψυχολογίας τοῦ Μελᾶ. Ὁ Μελᾶς μᾶς θυμίζει ἐδῶ ἐκείνους τοὺς πιθήκους πού ἔχουν πάθει τέτοιαν ὑπαρξιακὴ ἐξουθένωση, ὥστε, κι' ὅταν ὁ γύφτος σταματάη τὸ ντέφι, αὐτοὶ συνεχίζουν νὰ χορεύουν καὶ νὰ τὸν κοιτοῦν στὰ μάτια. Ὅταν κανένας ἀναλάβη νὰ γίνη «ἐθνικόφρων», εἶναι πάντα ὑποχρεωμένος ὅλο καὶ πιὸ μεγαλοφώνως νὰ φωνάζη.

[22]. Δηλαδή ὁ Μελᾶς εἶναι ἐθνικοφρονέστερος τοῦ βασιλέως, στὸν ἀγῶνα του   κατά   τοῦ ... ἐαμοβουλγαρισμοῦ   καί  τῆς ... «πνευματικῆς   ἀναρχίας». Χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξη δούλης ψυχῆς ;

[23]. 108.

[24]. 112.

[25]. Σελὶς 225.

[26]. Φυσικὰ λόγῳ τοῦ ἡρωϊσμοῦ τῶν φοιτητῶν. Τελευταῖα ὁ Ροκφελλερ εἶπε ὅτι -πρέπει νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες στούς Τούρκους, πού μᾶς ἀπάλλαξαν ἀπὸ τὴν δικτατορία. Νὰ ἐννοοῦσε ἄραγε ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἤ μία μικρὴ μερίδα μόνο; Και ὁ Μακάριος, στὸν «Monde» τῆς 19 Ἰουλίου 1974, εἶπε ὅτι τὰ γεγονότα τῆς Κύπρου θὰ φέρουν τὴν «ἐλευθερία» στὴν Ἑλλάδα. Πέρα λοιπὸν ἀπὸ τὶς φωνὲς καὶ τὶς εὐθιξίες, ὑπάρχει κάποιο θέμα «εὐγνωμοσύνης» καὶ ἀμοιβαίων ἐξυπηρετήσεων. Ἴσως αὐτὸ θέλησε νὰ ὑπομνήση ὁ Ροκφέλλερ.

3 σχόλια:

  1. Ο "γενναίος, απλός και αφελής" αγωνιστής Μακρυγιάννης δεν είναι το συγκαταβατικό χτύπημα στον ώμο του απλού, τίμιου, θεοσεβούς, εργατικού και καλόκαρδου εργάτη από τον εργοστασιάρχη ; Δεν είναι υπόδειγμα ταξικής υπεροχής που διαδίδεται σαν μανιφέστο ; Ϊσως υπάρχουν και αναγνώστες του Μακρυγιάννη που τον θεωρούν ισότιμο. Αυτό όμως που υπονοείται στα σχολεία, όπου και κυριάρχησε η γενιά του τρίαντα, είναι ότι εμείς τώρα είμαστε δυτικοθρεμμένοι, αλλά χτυπάμε με συγκατάβαση στον ώμο, και με καποιο μαζοχισμό, τον φουκαρά τον ραγιά από τον οποίο και προήλθαμε. Η πλάκα είναι ότι όταν αισθανόμαστε οι ίδιοι μηδενικά, τον φέρνουμε στους άλλυς σαν υπόδειγμα - ΞΕΡΟΝΤΑΣ όμως την ανεπάρκειά του για τις ανάγκες μας. Κανένας σοβαρός άνθρωπος, περιλαμβανομένου, φαντάζομαι, του Σεφέρη, που μετέφραζε Έλιοτ, δεν μπορούσε να παρουσιάσει στα σοβαρά τον Μακρυγιάννη σαν λύση στο δικό του πρόβλημα. Πώς είχανε το θράσος να κόπτονται για την ελληνικότητα αυτοί ακριβώς που η ελληνικότητα, ρωμιοσύνη κ.λπ. τους ήταν ξένη ; Αλλά και οι αριστεροί, αν δεν κάνω λάθος, το ίδιο βιολί παίζανε.

    Θα ήθελα λοιπόν να σας ρωτήσω το εξής : αυτοί που αποτελούν το πνευματικό κατεστημένο που μόλις περιγράψατε, τι ΘΕΛΑΝΕ, και τι ΘΕΛΟΥΝΕ ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φυσικά γιά τό τί θέλανε μόνον ὑποθέσεις μπορῶ νά κάνω.

      Ξέρω ὅμως ὅτι , ἀνεξαρτήτως προθέσεων, συνέβαλαν στήν ἰδεολογική στασιμότητα πού μᾶς χαρακτηρίζει. σάν λαό. Ὁ πυρῆνας τῶν προβλημάτων μας...

      Διαγραφή
  2. Ο Θεοτοκάς μας δίνει μια απάντηση, τι θέλουνε αυτός και οι δικοί του :

    Εἶμαι σύμφωνος νὰ τουφεκίζουν τοὺς ληστὲς μὰ θὰ ἔδινα πολλὰ γιὰ νὰ ἀκούσω τὶς ἐξομολογήσεις τους,

    Άκου τι λέει ο άθλιος !

    ΑπάντησηΔιαγραφή