Γιά τά φετινά Χριστούγεννα σκέφτηκα νά ἀναρτήσω ἕνα παληό κείμενο τοῦ Μάριου Πλωρίτη. Χρόνια πολλά λοιπόν, ἔστω καί διαδικτυακά. Καί νά μήν ξεχνᾶμε ὅτι, ἄν θέλουμε νά ἀλλάξει κάτι γύρω μας, ὁ πιό ἀποτελεσματικός τρόπος εἶναι νά ἀλλάξουμε κάτι μέσα μας πρῶτα...
Ἀκολουθεῖ τό γραπτό τοῦ Μάριου Πλωρίτη. Δυστυχῶς στό ἀρχεῖο μου δέν ἔχω συγκρατήσει τόν τίτλο του.
= = = = =
Δέν χρειάζεται, βέβαια, νὰ σᾶς πληροφορήσω πώς, τὶς μέρες ποὺ πέρασαν ἀλλὰ καὶ τὶς μέρες ποὺ θὰ 'ρθουν ὁ πιὸ προσκυνημένος θεὸς ἢ ἅγιος δὲν εἶναι οὔτε ὁ Χριστός, οὔτε ὁ Ἁη-Βασίλης, ἀλλὰ ὁ Μαμμωνᾶς, μὲ ὅλες τὶς «προσλήψιμες» καὶ «προσληπτέες» μορφὲς του, τζόγος, χρηματιστήριο, πολυδάπανοι ἑορτασμοὶ κλπ. Εἶπα, λοιπόν, νὰ τὸν δοξολογήσω κι ἐγώ, γιὰ νὰ μὴν εἶμαι «ἐκτὸς μόδας». Ἐπειδή, ὅμως, δὲν διαθέτω τὸν πρέποντα οἶστρο, σκέφτηκα νὰ ζητήσω τὴ βοήθεια κάποιων ζάπλουτων σὲ προσόντα καὶ κῦρος. Καὶ ποιὸν καλύτερον θά’ βρισκα ἀπ' τὸν λυρικότατο καὶ σοφώτατο Σοφοκλῆ πού, ἐπιπλέον, ἔχει βαφτίσει μὲ τ' ὄνομά του καὶ τὸ ΧΑΑ μας; Ἀντὶ νὰ ἔρθει, ὅμως, ὁ ἴδιος, μοῦ ἔστειλε ἕνα φερέφωνό του ἀλλὰ τί φερέφωνο! Τὸν βασιλιὰ τῆς Θήβας, αὐτοπροσώπως, τὸν Κρέοντα, γιὰ νὰ (τὰ) ψάλει. Καὶ ἰδοὺ ὁ ὕμνος του:
«Δὲ φύτρωσε χειρότερη καμιὰ
ἐφεύρεση στὸν κόσμο ἀπ' τὸ χρῆμα.
Αὐτὸ γκρεμίζει πόλεις, ἀνθρώπους
ξεσπιτώνει,
δασκαλεύει καὶ πλανεύει τὸ φρόνιμο μυαλὸ
νὰ κυνηγάει τῆς ντροπῆς τὰ ἔργα·
μαθαίνει τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνει κάλπης
καὶ νὰ κατέχει μύριες ὅσες βρωμιές.
Ὅσοι τέτοιον ἀνοίγουν δρόμο πληρωμένοι,
κάποτε, καὶ στὴν ὥρα, πληρώνουν ἀκριβὰ».
( Ἀντιγόνη, στ. 295 ἐπ. Μετάφρ. Κ.Χ. Μύρη,
Ἑταιρεία Σπουδῶν, 1980)
Δὲν μᾶς τὰ λέει καλά, εἶπα: δάφνες τοῦ
ζητήσαμε, ἀπήγανο μᾶς σέρβιρε ὁ ἄναξ!.. Σκέφτηκα, τότε, ν' ἀπευθυνθῶ σ' ἕναν
ἄλλον, μέγιστο ἐπίσης, συνάδελφο τοῦ Σοφοκλῆ
ἄγγλον, ὅμως, αὐτὴ τὴ φορά, γιὰ νὰ μὴ μᾶς κογιονάρουν καὶ σὰν
«ἑλληνομανεῖς»: τὸν Σαίξπηρ, φυσικά, ποὺ ἔχει γράψει καὶ ἔργο μὲ ἥρωα Ἀθηναῖο,
τὸν Τίμωνα. Καὶ τί ἀνέμελψε ἐτοῦτος;
«Χρυσάφι! κίτρινο, ἀκριβό,
γυαλιστερὸ χρυσάφι!...
Τόσο ἀπ' αὐτὸ κάνει τὸ μαῦρο ἄσπρο, τ'
ἄσκημο
ὡραῖο, τ' ἄδικο δίκιο, τὸ χυδαῖο εὐγενικό,
τὸ παλιὸ νέο, τὴ δειλία ἀντριά.
Θεοί γιατί αύτό; Θεοί μου τι εἶναι αὐτό;
Μά τί, θά ξεμυαλίσει αὐτό ἱερεῖς ἀπό κοντά
σας,
Θά πάρει ἀπό ἄνθρωπο γερό τό μαξιλάρι κάτω
ἀπ’ τό κεφάλι του
Τοῦτος ὁ κίτρινος ὁ δοῦλος δένει λύνει
νόμους· εὐλογάει καταραμένους·
κάνει λατρευτὴ τὴ λέπρα·
δίνει στοὺς κλέφτες θέση πλάι σὲ
γερουσιαστές, καὶ τίτλους προσκυνήματα, χειροκροτήματα·
τοῦτο ξαναπαντρεύει χήρα μαραμένη·
γυναίκα ἀπ' τὸ νοσοκομεῖο μὲ σπυριὰ
ὀμπυασμένα
ποῦ προκαλεῖ ἐμετόν, αὐτὸ τὴ μπαλσαμώνει
καὶ τὴν ἀρωματίζει πάλι ἀνθὸ τοῦ Ἀπρίλη.
Ε, κολασμένο χῶμα, πόρνη ἐσὺ κοινὴ
τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ βάζεις τὶς διχόνοιες
ἀνάμεσα στὸν ὄχλο τῶν ἐθνῶν...»
(Τίμων ὁ Ἀθηναῖος, Δ' Πράξη, σκ. 3, στ. 26
ἐπ. καὶ Ε', σκ. 1, στ. 70-1. Μετάφρ. Β. Ρώτα, Ἴκαρος, 1963)
Μὰ μιλημένα τὰ εἶχαν αὐτοὶ οἱ δύο, καὶ
λένε τὰ ἴδια ξόρκια; Πολύ τους ἀγγέλους μᾶς παρασταίνουνε... Καλύτερα νὰ ρωτήσω
κανέναν πιὸ πανοῦργο καὶ ἁμαρτωλό. Τὸν ἴδιο τὸν Διάβολο, ἴσως, ποὺ ἔχει καὶ τὸ
παρανόμι Μεφιστοφελῆς. Τὸν ἀναζήτησα, λοιπόν, μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς ἄλλου
ἑλληνολάτρη, τοῦ Γκαῖτε. Καὶ τί μοῦ εἶπε;
«Τί διάολο! χέρια, πόδια καὶ κεφάλι
καὶ κ... εἶναι δικά σου, ναί, καταλαβαίνω·
μὰ εἶναι λιγότερο δικό μου πάλι
ὅ,τι κι ἐγὼ γεμάτα ἀπολαβαίνω;
Ἂν μπορῶ ν' ἀγοράσω ἔξι ἄλογα βαρβάτα,
τὴ δύναμή τους ὅλη δὲν ὁρίζω τάχα;
Σὰ σωστὸς ἄντρας τρέχω στὰ γεμάτα
ποδάρια δεκατέσσερα σὰ νὰ 'χα»
(Φάουστ. Μετάφρ. Κ. Χατζόπουλου, Ἐλευθερουδάκης,
1929, σελ. 107)
Σὰν καλύτερα νὰ τὰ λέει αὐτός. Ἀλλὰ μήπως
κοροϊδεύει, τέτοιος σατανᾶς πού εἶναι; Μήπως θὰ ἦταν σωστότερο νὰ ρωτήσω
κανέναν πιὸ ἐπίγειο καὶ πιὸ κοντινό; Θυμήθηκα, τότε, ἕναν συμπατριώτη (τοῦ
Γκαῖτε βέβαια), ποὺ ἦταν καὶ ξεφτέρι στὰ οἰκονομικά: τὸν Κάρολο Μάρξ. Ἀφοῦ,
μάλιστα, στὰ νιάτα του, εἶχε σχολιάσει τὰ δύο «χωρία» τοῦ Σαίξπηρ καὶ τοῦ
Γκαῖτε (ἀλλὰ γιατί ξέχασε τὸν Σοφοκλῆ;). Γιὰ ν' ἀκούσουμε τί λέει τοῦ λόγου
του:
«Τὸ χρῆμα εἶναι ὁ μαστροπὸς ἀνάμεσα στὴν
ἀνάγκη καὶ στὸ ἀντικείμενο, ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ στὰ μέσα ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου...
Αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ πληρώσει τὸ χρῆμα, αὐτὸ ἀκριβῶς εἶμαι ἐγώ, ὁ κάτοχος τοῦ
χρήματος. Οἱ ἰδιότητες τοῦ χρήματος εἶναι δικές μου, ἐμένα τοῦ κατόχου,
ἰδιότητες καὶ οὐσιαστικὲς δυνάμεις. Ἔτσι, αὐτὸ ποὺ εἶμαι καὶ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ
κάνω, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν καθορίζεται ἀπὸ τὴν ἀτομικότητά μου. Εἶμαι
ἄσχημος, ἀλλὰ μπορῶ ν' ἀγοράσω τὴν πιὸ ὄμορφη γυναῖκα. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι
δὲν εἶμαι ἄσχημος, γιατί τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀσχήμιας, ἡ ἀπωθητική της δύναμη,
ἐξουδετερώνεται ἀπὸ τὸ χρῆμα. Εἶμαι κουτσός, ἀλλὰ τὸ χρῆμα μου προμηθεύει
εἴκοσι τέσσερα πόδια. Κατὰ συνέπεια, δὲν εἶμαι κουτσός. Εἶμαι κακός,
ἀνυπόληπτος, ἀσυνείδητος καὶ κουτὸς ἄνθρωπος, τὸ χρῆμα, ὅμως, εἶναι εὐυπόληπτο,
καὶ τὸ ἴδιο καὶ ὁ κάτοχός του. Τὸ χρῆμα εἶναι τὸ μεγαλύτερο καλό, κατ'
ἀκολουθία καὶ ὁ κάτοχός του εἶναι καλός. Ἐπιπροσθέτως, τὸ χρῆμα μὲ γλυτώνει ἀπὸ
τὸν κόπο νὰ εἶμαι ἀνυπόληπτος, ἔτσι ὑπολογίζομαι γιὰ τίμιος καὶ εἰλικρινής.
Εἶμαι ἄμυαλος, ἂν ὅμως τὸ χρῆμα εἶναι ὁ πραγματικὸς νοῦς ὅλων τῶν πραγμάτων,
πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ κάτοχός του νὰ εἶναι ἄμυαλος; Κάτι περισσότερο, ὁ κάτοχός
τοῦ χρήματος μπορεῖ ν' ἀγοράσει ἔξυπνους ἀνθρώπους γιὰ λογαριασμό του. Συνεπῶς,
ἔχει ἐξουσία πάνω σὲ ἔξυπνους ἀνθρώπους, ἐξυπνότερος ἀπ' αὐτόν. Μὲ τὸ χρῆμα
μπορῶ νὰ ἔχω καθετὶ ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ ἀνθρώπινη καρδιά. Δὲν εἶμαι ἔτσι κάτοχος
ὅλων τῶν ἀνθρώπινων ἱκανοτήτων; Δὲν ἀντιστρέφει, λοιπόν, τὸ χρῆμα ὅλες μου τὶς
ἀνικανότητες σὲ ἱκανότητες;...
Τὸ χρῆμα εἶναι ὁ δεσμὸς ὅλων τῶν δεσμῶν.
Εἶναι ἡ καθολικὴ πόρνη, ὁ καθολικὸς μαστροπὸς ἀνθρώπων καὶ ἐθνῶν. Εἶναι ἡ
ἀλλοτριωμένη ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπινου γένους»
( Οἰκονομικὰ καὶ φιλοσοφικὰ χειρόγραφα,
1844. Μετάφραση Μπ. Γραμμένου, Γλάρος, 1975)
ΚΥΡΙΕ ἐλέησον, μέρες ποὺ 'ναι! Τί κάθεται
καὶ μᾶς κανοναρχεῖ αὐτὸ τὸ καρρὲ τῶν ἄσσων; Ἀπ' τὴ μία, ἐκθειάζουν τὴν τιτάνια
δύναμη τοῦ «κίτρινου δούλου», ποὺ ὑποδουλώνει τοὺς πάντες, ποὺ μεταμορφώνει τὰ
πάντα, ποὺ θεραπεύει πᾶσαν νόσον καὶ δικαιώνει πᾶσαν ἀδικίαν. Κι ἀπ' τὴν ἄλλη,
τὸ καταλαλοῦν σὰν πόρνη, μαστροπό, διαφθορέα, κολασμένο, δεσμοφύλακα! Πῶς
ταιριάζουν αὐτά; Πῶς γίνεται ἕνας τέτοιος μέγας θαυματουργὸς κι εὐεργέτης νὰ
εἶναι, ταυτόχρονα, καὶ φοβερὸς χαλαστής;
Νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια ὅμως. Δὲν χρειάζεται
μία τετρακτὺς ποιητῶν καὶ φωστήρων γιὰ νὰ μᾶς μάθει τὸ πασίγνωστο: Ὅτι, ἐπὶ
τόσα Μιλλέννια, οἱ ἄνθρωποι κάθε φυλῆς, τύπου καὶ τόπου θυσιάζουν σ' αὐτὸν τὸν
θεὸ ὅλα τὰ σφάγια ἀρχίζοντας ἀπ' τοὺς
συνανθρώπους τους καί, τὴν ἴδιαν ὥρα,
στηθοκοπιοῦνται πὼς τὸν περιφρονοῦν, πὼς εἶναι «ὑπεράνω χρημάτων», πὼς ἡ
«πόρνη» δὲν τοὺς ξεμαυλίζει καὶ ἄλλα ταρτουφικὰ παρόμοια...
Ἄβυσσος ἡ ψυχὴ καὶ ἡ τσέπη τοῦ ἀνθρώπου!
Κι ἐγὼ πού γύρευα ἕνα δοξαστικό τοῦ Μαμμωνᾶ; Τὸ μόνο ποὺ βρῆκα τελικά, ἦταν
στὸν Τίμωνα, πάλι:
«Δόξα σου, καὶ τοὺς ἅγιους ποὺ ἀκοῦν ἐσένα
μόνον,
στεφάνωσέ τους μὲ πληγὲς στοὺς αἰῶνες τῶν
αἰώνων!»
Μὲ πληγές; Μᾶλλον μὲ μετοχὲς θὰ ἔπρεπε νὰ
πεῖ, ὁ στριμμένος...
Τὰ τελευταία χρόνια στὸ ἀκριβό Παρίσι βλέπω τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἔλλειψης τοῦ χρήματος κα τὰ ἀποτελέσματα τῆς παρουσίας του. Ἡ ἔλλειψη φέρνει προβλήματα καὶ άγωνία, καὶ κάποια αἰσθητή παρακμή. Ἡ παρουσία του στὴ σκέψη ὄμως φέρνει ἄλλα ἀποτελέσματα ποὺ δὲν ὀμολογοῦνται. Τὸ χρῆμα ἀλλοιώνει τὴ σκέψη καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἀνθρώπαν, τὴν συναισθηματική τους ζωή, μὲ τρόπο άνεπαίσθητο άλλά σίγουρο.Ἡ φτώχεια δυσκολεύει τὸν ἕρωτα, τὸ χρῆμα τὸν ἐξαφανίζει. Νεώτεροι πολύ ἀπό μένα ἤδη ἔχουν ἐκπαιδευθεῖ ἀπό τὰ δεκαπέντε τους καὶ νωρίτερα νὰ κάνουν ἔρωτα μέσω συμβόλων, μέσω τοῦ συμβόλου τῆς κοινωνικῆς τάξης στὴν ὀποία θέλουν νὰ ἀνήκουν. Ἡ κατάσταση εἶναι ἀπελπιστική.Ἐδῶ διαπίστωσα ὄτι τὸν ταξικό πόλεμο δὲν τὸν ξεκινάνε οἱ φτωχοί, ἀλλά οἱ πλούσιοι ἤ αὐτοί ποὺ θέλουν νὰ εἶναι. Ἀκριβῶς ἐπειδή βασίζουν τὴ ζωή τους στὸ χρῆμα καὶ τὴν ἐξουσία, αἰσθάνονται ἐνστικτωδῶς ώς ἀντίπαλό τους αὐτόν ποὺ προσπαθεῖ νὰ ζήσει χωρίς αὐτά. Διότι ἀν πετύχει, θὰ ἀπομείνουν γυμνοί. Ὁ νεοφιλελευθερισμός ἔχει ἀναπτύξει ὀλόκληρο ὀπλοστάσιο ὑπόγειων τεχνικῶν κεκαλυμμένης ἰδιωτικῆς έπίθεσης ἔναντι τῆς καθαρῆς σκέψης καὶ τῶν αὐθόρμητων ἀντιδράσεων. Καὶ οἱ Ῥωμηοί, ὄχι ὅλοι εἶναι πρῶτοι στὸν ἀγώνα νὰ μὴ μείνουν πίσω. Τὸ μέλλον θὰ δείξει ποιὸς ἔχει δίκιο, άν ἔχει κάποιος δίκιο, καὶ ποιὸν θὰ φωτίσει ὁ ἔρωτας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάμε τώρα νὰ κάνουμε αὐστηρή κειμενική ἀνάλυση. Ὁ Μάριος Πλωρίτης ἔχει πεθάνει, πράγμα ποὺ τὸν καθιστᾷ ὑπεράνω κριτικῆς. Τὸ πρόβλημα τῶν χρημάτων ὄμως δὲν τόλυσε, μάλιστα φαντάζομαι τὸ κείμενό του δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα Το Βήμα, ὑποθέτω, τοῦ συγκροτήματος Λαμπράκη, ἑνός ἀπό κατά κοινήν ὁμολογία πλουσιωτέρους καὶ ἰσχυροτέρους Ἔλληνας, κι αὐτός νεκρός τῶρα, μὲ τεράστιες διεθνεῖς διασυνδέσεις καὶ χιλιάδες ὑπηρέτες. Ὁ Μὰρξ μετέθεσε φαίνεται τὴ λύση τοῦ προβλήματος τῶν χρημάτων στὸ ἀπώτερο μέλλον. Ὁ Πλωρίτης δὲν ἔλυσε κι αύτός ποτὲ τὸ πρόβλημα τῶν χρημάτων, ἀπότι φαίνεται, γιὰ τοὺς ζωντανούς, οὖτε τοῦ θανάτου, παρά μόνον πεθαίνοντας. Δὲν ξέρω ἐάν μποροῦσε νὰ τὸ λύσει μέσω τῆς ἐπιφυλλιδογραφίας του, ποὺ ἤταν, ὑποθέτω, βιοπορισμός. Πολύ φοβάμαι ὅτι ἡ αὐστηρή, ἄν ὄχι ὴ άπόλυτη πλειοψηφία τῶν ὀμιλούντων κατά τῆς ἀνισότητας καὶ τῶν χρημάτων ἤταν καὶ εἶναι ὑποκριτές ἐξ ἀνάγκης, ὄχι ἀπό κακία, ἀλλά ἐν πάσει περιπτώσει ψεύτες, περιλαμβανομένου ἐνδεχομένως τοῦ Σαίξπηρ, δὲν ξέρω γιὰ Σοφοκλή καὶ Μαρξ, ἀλλά ὴ κληρονομιά τῶν δύο τελευταίων, ἄθελά τους ἴσως, δείχνει ὄτι δὲν καταφέραν να λύσουν τὸ πρόβλημα, τουλάχιστον γιὰ μάς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑύτό ποὺ μένει εἶναι μιὰ γκρίνια λάιτ. Το πρόβλημα τῶν χρημάτων δὲν ἔχει λυθεῖ, καί κάθε φορά ποὺ ἀνακύπτει ὄλοι φαίνεται προτιμοῦν νὰ κάνουν ἕναν ἐμφύλιο ἀντί νὰ τὸ λύσουνε. Εΐναι θέμα ταμπού. Βάλτε στὸ κείμενο τοῦ Πλωρίτη στὴ θέση τῆς λέξης χρῆμα μιὰν ἄλλη λέξη, π.χ. τη λέξη....
....εἶδατε τί πᾷ νὰ πεῖ ταμποῦ ;