Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Πνεῦμα καί μικροψυχία ( τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη )




Ἡ ἀριστοκρατία τοῦ πνεύματος, ὁ «ὑπόκοσμος» ἡ ἐκλεκτὴ μαγιὰ τῆς τέχνης, γενικὰ ἡ σπάνια μερίδα τῆς ἑκάστοτε κοινωνίας πού καταγίνεται στὴν πάσης φύσεως καλλιτεχνικὴ δημιουργικότητα, εἶναι γνωστὸ ὅτι ἔχει τὰ δικά της ἤθη, ἰδιάζουσες ἐκδηλώσεις μικροψυχίας καὶ μνησικακίας, ξεχωριστὴ ἄποψη γιὰ τὸ χιοῦμορ καὶ γιὰ τὴ διφορούμενη περιφρόνηση. Περιέργως πῶς, ἡ καλλιτεχνικὴ αὐτοπεποίθηση ἔχει ἀνάγκη τὴν ἀπόρριψη τῶν ἄλλων γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ, σάμπως τὸ ἔργο τοῦ ἀλλοῦ (ἂν ἐπαινεθεῖ) νὰ τοὺς κλέβει τὸ δικαίωμα τοῦ κύρους. Ὅταν ὁ Φόκνερ χαρακτήριζε τὸν Χένρι Τζέιμς ὡς «μίαν ἀπὸ τὶς πιὸ συμπαθητικὲς κυρίες πού γνώρισε στὴ ζωὴ του» καὶ ὁ Τολστόι, μετὰ τὴν παράσταση τοῦ «Θείου Βάνια», ὁμολογοῦσε εὐθέως στὸν Τσέχοφ ὅτι «ξέρεις πόσο ἀπεχθάνομαι τὰ ἔργα τοῦ Σαίξπηρ, ἀλλὰ τὰ δικά σου εἶναι ἀκόμη χειρότερα», καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ εἰλικρίνεια καὶ πιθανῶς ἡ ἀξιοπρέπεια μπορεῖ κάλλιστα νὰ μὴν παίζουν κανένα ρόλο στὶς ἀποτιμήσεις τους. Ὅπως ξέρουμε, ὁ Νίτσε πάσχιζε -ἐκτὸς τῶν ἄλλων- νὰ συνθέσει μουσικὰ κομμάτια. Ὅταν τὰ ἔδειξε σὲ ἕναν μεγάλο μουσικό της ἐποχῆς του, τὸν Φὸν Μπίλοβ, ἐκεῖνος, κάνοντας κατάχρηση εἰλικρίνειας, τοῦ εἶπε ὅτι «τὸ ἔργο του στὴ μουσικὴ εἶναι ὅ,τι τὸ ἔγκλημα στὴν ἠθική». Καὶ εἶχε δίκιο.


  Ἀνθολογῶντας ἀκανθολογῶντας τὴν ἐγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, ὁ Χάρης Βλαβιανὸς («Μπριτάνικα», Νεφέλη) παρουσίασε μία μακρὰ σειρὰ ἀπὸ «λόγια μεγάλων ἀνδρῶν» τοῦ πνεύματος, ὅπου συχνὰ ὁ ἀνυποψίαστος ἀναγνώστης συναντᾶ τὴν εὐτέλεια τὴν ἀνταποδοτικὴ κακία χωρὶς νὰ ἀπουσιάζει ἡ κομψότητα τὸ ζηλευτὸ μέταλλο. Ὁ Σάμουελ Τζόνσον ὁμολογοῦσε σὲ γνωστὸ κριτικό της ἐποχῆς του ὅτι «δὲν συζητᾶ μὲ κάποιον πού ἔχει γράψει περισσότερα βιβλία ἀπ' ὅσα ἔχει διαβάσει». Πιθανῶς ἄλλο νόημα εἶχε ἡ κρίση πού ἐξέφρασε ὁ Ἀϊνστάιν ὅταν ἐπέστρεψε τὴ «Δίκη» τοῦ Κάφκα στὸν Τὸμας Μάν: «Δὲν μπόρεσα νὰ τὸ διαβάσω. Τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ δὲν εἶναι τόσο πολύπλοκο». Τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἰσχύει βέβαια γιὰ τὴν κρίση πού ἐξέφρασε ὁ Ντίκενς ὅταν ἔλαβε μία ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τίτλο «Μαργαριτάρια τῆς Ἀνατολῆς τυχαία περασμένα σὲ κλωστή»: «Ἀγαπητὲ Μπλάνσαρτ, πάρα πολλὴ κλωστή. Δικός σας, Κ.Ν.». Σὲ ἀνάλογη -ἀλλὰ ὄχι δίκαιη- γραμμὴ ἐντάσσεται καὶ ἡ ζηλότυπη φράση τοῦ Μπρὰκ γιὰ τὸν Πικάσο: «Στὴν ἀρχὴ ἦταν μόνο μεγάλος ζωγράφος. Τώρα, δυστυχῶς, κατάντησε ἰδιοφυΐα». Ὅπως ἄλλωστε καὶ ἡ δαγκωματιὰ τοῦ Ρεμίντε Γκουρμόνσε φίλο ποιητή: «Τὸ μόνο πρόβλημα στὸ βιβλίο σου εἶναι ὅτι τὸ ἐξώφυλλο ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ ὀπισθόφυλλο».

Ὑπάρχουν, πάντως, καὶ κρίσεις πού δὲν ἀπέχουν διόλου ἀπὸ τὴν εὐτέλεια καὶ πιθανῶς τὴν παλιανθρωπιά. Ὁ Μὰξ Ἴστμαν, γιὰ παράδειγμα, εἶπε ὅτι «τὸ λογοτεχνικὸ ὕφος τοῦ Χέμινγουεϊ θυμίζει ἄνδρα πού κολλάει ψεύτικες τρίχες στὸ στῆθος του γιὰ νὰ δείχνει ἀρρενωπός». Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὁ Χέμινγουεϊ στόλιζε ἕναν ἄνθρωπο πού δὲν συμπαθοῦσε ἰδιαίτερα (τόν Σκότ Φιτζέραλντ) μὲ τὴ φράση: «Πάντα πρόθυμος νὰ τείνει χείρα βοηθείας σὲ ὁποῖον δὲν τὴ χρειάζεται». Ὁ ἰδιόμορφος Τρούμαν Κάποτε νομίζουμε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάτι διαφορετικὸ γιὰ τὸν Φόκνερ: «Ἦταν πολὺ στενός μου φίλος• στὸν βαθμὸ βέβαια πού μποροῦσε κανεὶς νὰ εἶναι φίλος του ἂν δὲν ἦταν νυμφίδιο δεκατεσσάρων τὸ πολὺ χρονῶν». Χωρὶς σχόλια: «Φοβερὸς συγγραφέας ὁ Μπαλζάκ, ἂν ἤξερε καὶ νὰ γράφει!» - Φλομπέρ. Ὁ Στραβίνσκι γιὰ τὸν Ὄντεν; «Εἶναι ὁ πιὸ βρόμικος ἄνθρωπος πού ἔχω ποτὲ ἀγαπήσει». Ρίχαρντ Στράους: «Μόνο ὁ ψυχαναλυτὴς μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν καημένο τὸν Σένμπεργκ... Ἀντὶ νὰ γράφει μουσική, θὰ ἔπρεπε ἴσως νὰ φτυαρίζει τὸ χιόνι. Θὰ ἔκανε τουλάχιστον κάτι ἐποικοδομητικό».

Ὅσο γιὰ τὶς ὁδηγίες πρὸς τοὺς συγγραφικῶς ναυτιλομένους, ὁ Μπατάιγ εἶχε κατὰ νοῦ κάτι πρωτότυπο: «Πῶς πρέπει νὰ γράφουμε; Μὲ τὸν τρόπο πού μία γυναίκα μὲ ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ ἄσπιλο παρελθὸν θὰ ἔβγαζε τὰ ροῦχα της σὲ ἕνα ὄργιο». Ὅταν ὁ Ἴψεν ρωτήθηκε ἀπὸ κάποιον φίλο του γιατί ἔχει κρεμασμένο τὸ πορτρέτο τοῦ Στρίντμπεργκ πάνω ἀπὸ τὸ γραφεῖο του, ἀπάντησε: «Εἶναι θανάσιμος ἐχθρός μου καὶ θέλω νὰ μὲ κοιτάζει καθὼς γράφω- νὰ μὲ κοιτάζει διαρκῶς». Ὁ Γουίσλερ στὴν κηδεία τοῦ Ράσκιν: «Αἰσθάνομαι μόνος• οἱ πάντες πεθαίνουν καὶ δὲν μοῦ ἔχει ἀπομείνει οὔτε ἕνας ζωντανὸς ἐχθρός». Ὁ Φόκνερ δὲν πολὺ σκοτίστηκε ὅταν τὸν ρώτησαν ποιὸ εἶναι τὸ ἰδανικὸ μέρος γιὰ ἕναν συγγραφέα ὅταν γράφει: τὸ πορνεῖο, ἀπάντησε, διότι ὅλη μέρα εἶναι ἥσυχα καὶ τὸ βράδυ ὅλοι ξεφαντώνουν. Ὁ Φρόιντ μετὰ τὴ ρήξη του μὲ τὸν Γιούνγκ: «Γνωρίζει κανεὶς σήμερα τὰ ὀνόματα τῶν ναυτικῶν πού συνόδευαν τὸν Κολόμβο στὸ περίφημο ταξίδι του;». Ὁ Τζόις γιὰ τοὺς μαρξιστές: «Δὲν ξέρω γιατί μοῦ ἐπιτίθενται. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας χαρακτήρας στὰ βιβλία μου πού νὰ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ χίλιες λίρες». Σουίφτ: «Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε ἐναντίον τῶν γυναικών, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε πὼς εἶναι καλύτερα πλάσματα ἀπὸ τοὺς ἄνδρες• ἄλλωστε οἱ ἄντρες φτιάχτηκαν ἀπὸ πηλό, ἐνῷ οἱ γυναῖκες ἀπὸ ἄνδρα».

Ἐπιμύθιο: «Οἱ ἀμοιβαῖες φιλοφρονήσεις τῶν συγγραφέων εἶναι οἱ πιὸ γελοῖες σκηνὲς στὴν κωμωδία τῆς ζωῆς». Σάμουελ Τζόνσον.

( δημοσιεύθηκε στόν Κόσμο τοῦ Ἐπενδυτῆ, τόν Δεκέμβριο τοῦ 2011, στήν στήλη Ἰσόπεδος Διάβασις)

1 σχόλιο:

  1. Ἁπὸ δημοσιευμένη συνέντευξη τοῦ μακαρίτη Βρεταννοῦ ζωγράφου Φράνσις Μπέηκον, στὸ περίπου, δηλαδὴ μὴν ψάχνετε νὰ βρεῖτε ἀκριβὴ μεταφορά, διαβάστε ἄν θέλετε τὶς συνεντεύξεις, ἐκδ. Ἄγρα. -"Ἔχετε φίλους ζωγράφους;"-"Ἕχω". -"Σᾶς ζητᾶνε ποτὲ τὴ γνώμη σας γιὰ τὸ ἔργο τους ;". "Μοῦ τὴ ζητᾶνε, ἀλλὰ δὲν τὴν δίνω". -"Γιατί";. "Διότι δὲν θέλω νὰ τοῦς χάσω ἀπὸ φίλους. Οἱ ἄνθρωποι, ξέρετε, ἔχουν μιὰ παράξενη, κατὰ τὴ γνὠμη μου, ἀντίληψη, ὅτι ὁ χαρακτῆρας τους μπορεῖ νὰ ἀλλἀξει, νὰ βελτιωθεῖ, τὸ ἔργο τους ὅμως, ὄχι. Ὁπότε μιὰ ἀρνητικὴ κρίση γιὰ τὸ ἔργο τους τοῦς φαίνεται σὰν δολοφονικὴ ἐπίθεση".

    Bλ. τὴν δεκαετία τοῦ 1930, βασικὰ τὸν Μεσοπόλεμο, ὁπότε νομίζω καὶ προκρίθηκε τὸ ἰδανικὸ τοῦ καλλιτέχνη σὰν τὸ κατεξοχὴν ἀστικό ἰδανικό - ἐνῶ τὸν 19ο αἰῶνα ἦταν πολὺ πιὸ πίσω ἀπὸ αὐτὸ τοῦ ἐπιστήμονος καὶ τοῦ ἐπιχειρηματία. Δὲν εἶναι μόνο ἑλληνικὸ τὸ φαινόμενο ἡ τἐχνη νὰ προκρίνεται ἔναντι τῆς ἐπιστήμης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή