Βαβὲλ ( Ν.Μποφίλιου-Θ.Καραμουρατίδης-Γ.Εὐαγγελᾶτος) |
Ἡ σύγκριση μεταξὺ τοῦ νεοελληνικοῦ κρατιδίου καὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, ὅταν προσδιορίζεται ἀπὸ οἰκονομικοὺς δεῖκτες καὶ ἀριθμούς, εἶναι χαώδης. Κατ' οὐσίαν ὅμως ἐλάχιστα διαφέρουν, ἀφοῦ ἀμφότερα ἀποτελοῦν κοινωνικὰ σύνολα δικτατορικῆς ὑφῆς χωρὶς α) ἰδεολογία καὶ β) μιὰ πνευματικὴ ἡγεσία ὡς φορέα της. Προφανῶς καὶ μὲ τὸν ὄρο «Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση» ἀναφερόμαστε στὴν δικτατορία τῶν Βρυξελλῶν, καὶ ὄχι στὰ ἐπὶ μέρους κράτη καὶ λαούς, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν βρέθηκαν μαντρωμένα. Ἡ ἡγεσία, καὶ ἡ ἰδεολογία ποὺ μέσῳ αὐτῆς ἐκφράζεται, εἶναι φυσικά φαινόμενα τῶν κοινωνιῶν καὶ δὲν μποροῦν νὰ εἶναι δικτατορικὲς. Ἀντίθετα, καὶ ὁ ἑλλαδισμὸς καὶ ὁ εὐρωπαϊσμός, ἀποτελοῦν αὐθαίρετες καὶ ἀνιστόρητες ἰδεολογικὲς κατασκευές, καὶ ὄντας ἀνίκανες νὰ ἐκφράσουν τὶς ἀντίστοιχες κοινωνίες, τοὺς ἐπιβάλλονται, κραδαίνοντας πότε τὀ εὐρὼ καὶ πότε τὰ ἀπαράγραπτα «ἐθνικὰ δίκαια». Τὸ ξαναγράψαμε: Ὁ εὐρωπαϊσμὸς ὑφίσταται ὠς μεταλλαγμένη ἐθνικοφροσύνη. Ἐν τέλει, Ἑλλάδα καὶ Ε.Ε. καθίστανται παθητικοὶ φορεῖς τῆς σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης πολιτικῆς, καὶ ἄνευ ἱστορικῆς προοπτικῆς. Δημιουργοῦν προβλήματα καὶ στοὺς λαοὺς ποὺ τὶς ἀπαρτίζουν, ἀλλὰ καὶ στὰ κράτη καὶ τοὺς λαοὺς ποὺ τὶς περιβάλλουν.
Στὴν σημερινὴ καὶ στὴν ἑπομένη ἀνάρτηση θὰ διαβάσουμε δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γερασίμου Κακλαμάνη «Νεοελληνισμὸς καὶ ἱστορικὲς συσχετίσεις», ὅπου περιγράφεται ὁ ρόλος τῆς ἡγεσίας καὶ τῆς ἰδεολογίας, ἡ ἱστορικὴ ἀναγκαιότητά τους, καὶ οἱ δραματικὲς συνέπειες τῆς ἀπουσίας τους..Ἡ ἀνάγνωσή τους δὲν ἐνδείκνυται στοὺς τροφίμους τῆς εὐρωπαϊκῆς Βαβὲλ, στοὺς ἀκολούθους τοῦ Τατσόπουλου, τοῦ ΣΚΑΪ καὶ τῆς Athens Voice...
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ (σελίδες 83-101)
(Γερασίμου Κακλαμάνη)
Ἐδῶ ἀπαιτεῖται ἕνας ὁρισμὸς τῆς λέξης «ἡγεσία». Παληότερα, ἡγεσία ἐκαλεῖτο ἡ μειονότης ἐκείνη, ποὺ ἀξιοποιοῦσε τὸν μόχθο τῶν πολλῶν γιὰ τὴν παραγωγὴ ἔργων πολιτισμοῦ. Σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἦσαν ὑποχρεωμένοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐργάζωνται, ἦταν ἀκριβῶς ἡ παραγωγὴ ἔργων περιττῶν, ποὺ δὲν προωρίζονταν ποτὲ νὰ καταστοῦν κτῆμα τῶν πολλῶν. Σκοπὸς καὶ ὁρισμὸς τῆς ἡγεσίας ἦταν ἡ παραγωγὴ τέτοιων ἔργων.
Μεταξύ τῶν ἔργων αὐτῶν καὶ τοῦ μόχθου τῶν ἀνθρώπων ἐχώρει ἡ ἰδεολογία ποὺ ἔπαιζε ἔτσι τὸν ἴδιον ρόλο γιὰ τὴν παραγωγὴ τοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως καὶ τὰ «αἰσθήματα» τοῦ ἔρωτα γιὰ τὴν διαιώνιση τῶν ἀνθρώπων. Εἴτε ὁ μόχθος τῶν πολλῶν ἐξοδευόταν γιὰ πολέμους, εἴτε γιὰ τὴν δημιουργία «σαλονιῶν» ἦταν τὸ ἴδιο καὶ ἐξ ἴσου πολυδάπανο πρᾶγμα. Ἐπειδὴ ὁ πολιτισμὸς ἐννοεῖτο ὡς ἡ ὑψηλότερη πραγμάτωση τοῦ πνεύματος, προϋπέθετε τὴν πλήρη ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες καὶ ἡ πραγματοποίησή του συνεπαγόταν τὴν ἄμετρη σπατάλη. Ὁ Λουδοβῖκος 14ος, ποὺ ἦταν πολὺ τσιγκούνης βασιληᾶς (στοὺς ἔχοντες «εἰσόδημα ἄνευ ἐργασίας» ἔκανε κατὰ συμβουλὴ τοῦ Colbert τὸν «βίο ἀβίωτο»), ἐγκαθίδρυσε τέτοιο καθεστὼς χλιδῆς στὸ παλάτι του, ποὺ οἱ εὐγενεῖς αἰσθάνονταν περίπου σὰν χωρικοί. Από τὴν ἀλόγιστη αὐτὴ χλιδὴ βγῆκε ἡ ἀνεπανάληπτη τέχνη τοῦ Rococo. Τὸ ἴδιο σπάταλος σὲ ἀνθρώπινες ψυχὲς καὶ ἀνθρώπινο μόχθο ἦταν ὁ Φρειδερίκος ὁ Μέγας. (Πρβλ. καὶ Ε. Λεμπέση, μν. ἔργον).
Αὐτὰ εἶναι βέβαια ἁπλὰ παραδείγματα ἀπὸ τὸ παρελθόν, προκειμένου νὰ διευκρινίσωμε τὸν ὁρισμὸ ποὺ δώσαμε. Δὲν ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὴν πραγματικότητα τῶν σημερινῶν ἡγεσιῶν τοῦ δημοκρατικοῦ διαφορισμοῦ τῶν καιρῶν μας, ἀλλὰ πρὸς τὴν οὐσία τῆς ἡγεσίας, ἡ ὁποία παραμένει ἱστορικῶς ἀναλλοίωτη, ἀφοῦ καὶ οἱ δημοκρατικὲς ἡγεσίες εἶναι τά ὑποκείμενα τῶν μεγάλων ἰδεολογιῶν ἤ καὶ οὐτοπιῶν τῆς Δημοκρατίας, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ ἐνσαρκώνουν. Ἀπὸ τὸ ποσοστὸ ποὺ τὸ ἐπιτυγχάνουν, ἄλλωστε, ἐξαρτᾶται ἡ ἴδια ἡ ἱστορική των ἐφικτότης.
Αὐτὰ τά πράγματα ἠχοῦν ἴσως παράξενα στ’ αὐτιὰ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ὡστόσο οἱ κοινωνίες δὲν ἔχουν ἄλλο τρόπο νὰ προχωροῦν, δηλαδὴ νὰ παραγάγουν πολιτισμό. Στὴν παραγωγὴ αὐτὴ εἶδε ὁ Ἔγελος τὴν ὕπατη οὐσία τῆς Ἰδέας καὶ θεώρησε ὁλόκληρη τὴν Ἱστορία ὡς τάση πρὸς πραγμάτωσή της. Ἡ διανοουμενίστικη ὑπνηλία θὰ ἦταν ἕτοιμη νὰ κρώξη βέβαια, ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν εὐνουχισμὸ (Castration) καὶ θὰ εἶχε σύμμαχο καὶ τὴν ἰδεολογικὴ διαστροφὴ τοῦ ψηφοεκλογικοῦ ἀφιονισμοῦ. Εἶναι πολὺ δύσκολη ἡ κατανόηση τῶν πραγμάτων αὐτῶν, ὅταν δὲν ὑπάρχη παροῦσα ἡ ἐμπειρία τους. Σ' ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες οἱ ὑψηλότερες ἱστορικὲς πραγματώσεις ἀναλόγων καταστάσεων ἐπετεύχθησαν στὸ Βυζάντιο. Ὑπῆρξε ἐκεῖ τόσο αὐτονόητη ἡ τέτοια οὐσία τῆς ἡγεσίας, ποὺ μετατοπίσθηκε πρὸς τὴν παραμόρφωση τῆς ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ πρὸς τὴν ἱστορικὴ φθίση. Ἡ βυζαντινὴ ἡγεσία ἦταν τόσο ἀπορροφημένη στὸν ρόλο καὶ τὴν αὐτοβεβαίωσή της, ὥστε «ἡ αὐτοκρατορικὴ κυβέρνησις οὐδέν ἔπραττεν ὑπὲρ τῶν ἐπαρχιῶν, διεσπάθα τὸ χρῆμα, ὅπερ ὤφειλε νὰ δαπανᾶται πρὸς ἄμυναν τῆς Ἑλλάδος χάριν ὑπερφιάλου ἐπιδείξεως ἐν τῇ πρωτευούσῃ» (Μίλλερ, μετ. Σ. Λάμπρου, Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας στὴν Ἑλλάδα 1204 - 1566, τόμ. Α, σελ. 15). Ἡ ἐπίδειξη δὲν ἦταν ἴσως τόσο ὑπερφίαλη μόνο. Ἦταν ἀποτέλεσμα ἄλλων βαθυτέρων ἀναγκῶν. Οἱ ἡγεσίες ἔχουν κατ' ἐξοχὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιδεικνύωνται στὶς περιόδους παρακμῆς. Νὰ ἐπιδεικνύουν αὐτὸ ποὺ στὶς παραγωγικές τους περιόδους εἶναι μιὰ ἀπόρροια φυσικότητας καὶ συνείδησης τῆς τέτοιας ἱστορικῆς των πορείας. Δὲν εἶναι μόνον ὁ Ὀθωμανικὸς Αὐτοκράτωρ ποὺ θεωρεῖ κατὰ τὸν φυσικώτερο τρόπο ν' ἀποκαλῇ ὅλους τοὺς ἄλλους «σκλάβους τῆς αὐθεντίας του» (βλ. Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ἑλλάς), ἀλλὰ καὶ ὀ Κάντ, ποὺ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Ὑπουργὸ Zedlitz θὰ τὸν προσφώνηση « Αὐθέντα».
Οἱ ἀμφισυνειδησίες τῶν πραγμάτων αὐτῶν δηλοῦν εἰδικὰ ὅτι οἱ ἡγεσίες εἶναι οὐσιαστικὰ πολὺ πιὸ δεσμευμένες ἀπὸ ὅσους οἱ ἴδιες δεσμεύουν. Διότι εὑρίσκονται ἄρρηκτα δεμένες ἀπὸ τὶς ἰδεολογίες τῶν ἀντιστοίχων καταστάσεων - καὶ τὶς ὁποῖες, συνεπῶς, πρέπει μὲ ἀκρίβεια νὰ ἐκφράζουν καὶ νὰ τηροῦν. Μὴ τήρησή τους σημαίνει ἀμφισβήτηση τῆς ἴδιας τῆς ἐξουσίας, δηλαδὴ αὐτοκατάργησή της.
Ἡ ἐνεργὸς συνείδηση ἀναλόγων παραδοχῶν σημαίνει ἁπλούστατα ὅτι δὲν μπερδεύει κανεὶς τὸ γκάζι μὲ τὸ φρένο, ὅταν θέλη νὰ τρέξη. Δὲν ὑπάρχουν κοινωνίες ποὺ νὰ προχωροῦν δίχως παρόμοιες ἀποδοχές. Τρέχον παράδειγμα ἔχομε σήμερα τὶς κοινωνίες τοῦ σοσιαλιστικοῦ κόσμου μὲ τὸν ἱστορικὸ ρόλο τῶν Κομμουνιστικῶν Κομμάτων. Οὐδεμία σημασία ἔχει ἂν ἡ ἰδεολογία (ἡ σοσιαλιστικὴ ἠθικὴ) δὲν καθιστᾷ ἐμφανὲς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Οὔτε καὶ εἶναι κακὸ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ δικτατορία τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος. Ἴσα ἴσα εἶναι τὸ στοιχεῖο τῆς εὐρρυθμόας τῶν Κοινωνιῶν αὐτῶν. Ἂν θὰ μποροῦσε νὰ συζητήσῃ κανεὶς κάτι, σχετικὰ μὲ τὴν ἰδεολογία τῆς σοσιαλιστικῆς ἠθικῆς (πρᾶγμα ποὺ καθόλου δὲν προτιθέμεθα νὰ κάμωμε ἐδῶ), εἶναι ἀκριβῶς ὅτι ὁμοιομορφοῖ τὸν λαό. Τοῦ παρέχει ὑψηλὴ βελτίωση τῆς ζωῆς του (αὐτό εἶναι τὸ μέγα προσὸν τοῦ σοσιαλισμοῦ, ποὺ μὲ δυσκολία μπορεῖ νὰ πετύχη ἀναλογικὰ ἡ Δυτικὴ Κοινωνία), ἀλλὰ μέσα στὴν ὁμοιομορφία ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ἰδεολογία στερεῖ ἀκριβῶς τὴν ἡγεσία ἀπὸ τὶς ἰδέες ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἡ ἴδια γιὰ τὴν παραγωγὴ πολιτισμοῦ. Διότι πολιτισμὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὑλοποίηση τῶν ἰδεῶν. Ὅπως ἡ Φύση ἀναλαμβάνει νὰ κάμῃ τὴν ἀνόργανη ὕλη (τὸ Ἄζωτο, τὸ Ὀξυγόνο, τὸν Ἄνθρακα κλπ.) δένδρο, ζῷο ἤ ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ τὴν Ἱστορία του μὲ τὸ ν' ἀποτυπώση τὴν ἰδέα του πάνω στὴν πέτρα, στὸ σίδερο ἤ τὸ χαρτί. Ἡ ἀρχὴ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς Ἱστορίας συμπίπτει μέ τὸ ξεκίνημα τῆς διαδικασίας αὐτῆς, συμπίπτει δηλαδὴ μὲ τὴν ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ Τεχνική. Οὔτε καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ πάψη ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπάρχη κατὰ τὸν τρόπο αὐτόν. Ἀπαιτοῦνται συνεπῶς ἰδέες καὶ ὅ,τι τείνει νὰ περιορίση τὴν παραγωγὴ ἰδεῶν εἶναι ἐξ ὀρισμοῦ ἀντιανθρώπινο. Γιὰ τὴν παραγωγὴ ὅμως ἰδεῶν, ὅπως καὶ γιὰ τὴν παραγωγὴ ἔργου, ἀπαιτεῖται «διαφορὰ δυναμικοῦ». Γιὰ νὰ παραχθοῦν οἱ ἰδέες, εἶναι ἀνάγκη, ἡ ἰδεολογικὴ ἔκφραση τῆς ἑνιαιότητας τοῦ κοινωνικοῦ συστήματος νὰ ἐπιτρέπη τὴν ἀνομοιότητα τῆς ἀτομικῆς Φύσης. Δὲν ἀπαιτεῖται μόνο ὁ εὐφυής, ἀλλὰ καὶ ὁ λιγώτερο εὐφυὴς δὲν χρειάζεται μόνο ὁ «καλὸς» καὶ «ἰσορροπημένος», ἀλλὰ καὶ ὁ «κακὸς» καὶ ὁ «ἀνισόρροπος». Ἀπαιτοῦνται δηλαδὴ δίπολα καὶ ὄχι ὁμοιομορφίες - ἕνας χῶρος οἰονεὶ ἁμίλλης. Καὶ δὲν πρέπει νὰ γίνεται σύγχυση ἐδῶ μεταξύ τῆς κοινωνικῆς ἰδεολογίας καὶ τῆς θρησκείας. Ἡ θρησκεία π.χ. ἀπετέλεσε κοινωνικὴν Ἰδεολογία στὸ Βυζάντιο, τὸ ἀντίθετο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ συμβῇ χωρὶς βαρειὲς ἱστορικὲς ἀπώλειες. Διότι ἡ θρησκεία καὶ ἡ ἰδεολογία ἔχουν μὲν κοινό το δόγμα, καταλήγουν ὅμως σὲ ἄνιση χρησιμοποίηση τοῦ μύθου. Ὁ μῦθος τῆς θρησκείας εἶναι τόσο εὐρύς ποὺ μπορεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος, νὰ ὑπάρξη ἀτομικὰ σ’ αὐτόν. Ὁ μῦθος τῆς ἰδεολογίας, σὰν ἐκφράση τῆς ἱστορικότητας τοῦ κοινωνικοῦ συστήματος, συμμετέχει στὸν ἱστορικὸ χρόνο καὶ συνεπῶς μπορεῖ νὰ καταπνίξη ἀπὸ ἑνὸς σημείου καὶ πέραν τὸ ἄτομο. Ὅταν αὐτὸ συμβῇ, ἔχομε στασιμότητα ἰδεῶν καὶ μὴ ἀναγέννησή τους μέσα στὸ ἴδιο τό σύστημα, πρᾶγμα ποὺ προσημαίνει τὴν ἀργὰ ἤ σύντομα ἱστορικὴ καὶ κοινωνικὴν ἀλλαγή.
Μὲ ὑπαρξιστικὴ γλῶσσα θὰ ἐλέγαμε ὅτι στὰ κοινωνικὰ φαινόμενα τά πάντα ἐκκινοῦν «ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ ἄλλος». Αὐτός ὁ «ἄλλος», ποὺ εἶναι ἡ πρόκληση τῶν ἐπιθυμιῶν μας, εἶναι καὶ ἡ ὕπατη βεβαίωση τῆς ἀνθρώπινής μας μονιμότητας - ὁ φορέας τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς. Αὐτόν τὸν «ἄλλο» ὡς προϋπόθεση τῆς ἁμίλλης ἡ ἰδεολογία εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ διαφυλάσσῃ καὶ νὰ συντηρῇ. Καὶ ἂν ἀκόμα δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀρχὴ τοῦ «κακοῦ» στὸν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὴν ἀνακαλύψη. Ἤδη ὅμως προσεγγίσαμε τὸ ἄμετρον χάος, πάνω ἀπὸ τὸ ὁποῖο μετεωρίζεται ἀπειλητικά το φάντασμα τοῦ Boehme, τοῦ Αἰσχύλου καὶ τοῦ Σαίξπηρ.
Κάποτε βέβαια ὁ αἰσιόδοξος «σοσιαλιστικὸς ἄνθρωπος» ὅταν θὰ χρειασθῆ νὰ ἐπανεμπλουτίση τὶς ἐμπειρίες του, θὰ ξαναγυρίση στὶς σημασίες τῶν πραγμάτων αὐτῶν. Οὔτε τυχαῖο εἶναι ποὺ ὁ σοσιαλισμὸς ξαναγύρισε στὴν μελέτη καὶ παραδοχὴ τῆς «ἰδεαλιστικῆς φιλοσοφίας» - αὐτῆς ποὺ στὴν προπαγανδιστικὴ διάλεκτο θὰ ἐλέγαμε «ἀντιδραστική»!!! - , οὔτε παράδοξο θὰ φανῆ, ὅταν θὰ ξαναγυρίση στὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιατί αὐτὰ τά πράγματα, ἐπειδὴ εἶναι ρίζες τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ (μ' αὐτὰ πρωτοῆρθε ὁ ἄνθρωπος σὲ ἐπαφὴ καὶ γνώση μὲ τὸν κόσμο), ἔχουν μέσα τους καὶ Μαθηματικὰ καὶ Φυσικὴ καὶ Χημεία καὶ Φαντασία καὶ Πυραύλους καὶ χίλια δυὸ ἄλλα πράγματα. Ἱστορικὴ διαδρομὴ ἄλλωστε δὲν ὀνομάζομε παρὰ τά ἐλλειπτικὰ προσεγγίσματα κι’ ἀπομακρύνσεις ἀπὸ τὶς ἑστίες τῶν πραγμάτων αὐτῶν. Αὐτά γεννοῦν τά μετέπειτα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τά πρῶτα παιδικὰ χρόνια σχεδιάζουν ὁλόκληρο τὸ τόξο τῆς ζωῆς.
Ἡ τροπὴ τῆς Ἱστορίας κατέστησε ἐμφανές τὸ ἱστορικὸ περιεχόμενο τῶν ἡγεσιῶν. Στὸ τρέχον στάδιο τῆς Τεχνολογίας, ἡ κοινωνικοποίηση τῆς ἐπιστήμης ἐπέδρασε ὡς ἔμμεση πειθὼ γιὰ τὴν ἡγετική σημασία μιᾶς μειονότητος εἰδικῶν. Ὁ ρόλος τους παρουσιάζεται ὡς αὐτονόητος στὸν σημερινὸ μέσο ἄνθρωπο. Ἀκριβῶς, λόγῳ τῆς κοινωνικοποίησης αὐτῆς, ἡ μειονότης τῶν εἰδικῶν μετατρέπεται, μέσα στὰ πλαίσια τῆς βιομηχανικῆς διαμόρφωσης τῆς καπιταλιστικῆς παραγωγῆς, σὲ οἰονεὶ τάξη - δηλαδὴ σὲ δρῶσα ἱστορικῶς προϋπόθεση τῆς ἡγεσίας. Ὅτι μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἕνα ἀπὸ τά σημεῖα οἰκονομικῆς προοπτικῆς εἶναι ἡ διαρκῶς αὔξουσα κατανάλωση, μᾶς ὑποχρεώνει νὰ παραδεχθοῦμε πὼς τὸ maximum τῆς ἱστορικῆς δραστηριοποίησης τῆς ἡγεσίας συμπίπτει μὲ τὸ maximum τῆς ἀνόδου τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου τοῦ λαοῦ. (Αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ βέβαια τῶν θετικῶς προσημαινομένων σήμερα ἡγεσιῶν καὶ ὄχι ἐκείνων τῶν μονίμων προλήψεων αὐτοκαταστροφῆς, οἱ ὁποῖες ἔχουν ταυτίσει το συμφέρον τους μὲ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη παντοειδῆ ἐξαχρείωση τῶν λαῶν τους. Περιττὸν ἴσως νὰ προσθέσωμε ὅτι, ἐπειδὴ οἱ ἡγεσίες αὐτὲς ἀντιστρατεύονται τὸ τρέχον νόημα τῆς Ἱστορίας, δὲν παύει αὐτὴ νὰ τοὺς καταφέρῃ «δεινά». Καὶ τὸ τρέχον αὐτὸ νόημα εἶναι πώς ἡ «ἐκμετάλλευση ἀπὸ ἀνθρώπου σὲ ἄνθρωπο» παραχωρεῖ τὴν θέση στὴν «ἐκμετάλλευση ἀπὸ λαοῦ σὲ λαό». Εἶναι τοῦτο χαρακτηριστικὸ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως καὶ εἶναι ἀπόρροια ἀπὸ τὴν βασιλεία τῆς Τεχνολογίας στὴν ἰμπεριαλιστικὴ ἐποχή μας).
Ἡ ἀντικατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν μηχανὴ σημαίνει ἁπλούστατα ἀνακατάταξη τῶν ἐννοιῶν τοῦ λεξικοῦ τῆς Ἱστορίας. Ὅποιος δὲν θέλει νὰ παραδεχθῆ αὐτό, ἐπιμένοντας σὲ πεπαλαιωμένα σχήματα «ἐθνισμῶν» καὶ ἀγόνων πολιτικῶν νοοτροπιῶν, δὲν ἔχει ἄλλη διαφυγὴ εἰμὴ μόνο στὸ καταφύγιο τοῦ μύθου. Καὶ πάλι ὅμως εἶναι σὰν ν' ἀγνοῇ πὼς δὲν ὑπάρχουν σήμερα καταφύγια, ἀλλὰ μόνο καταναγκαστικὸς ἀγῶνας. Οὔτε ἄλλωστε στὴν Ἱστορία ὑπῆρξαν ποτέ.
Ἡ πιὸ πρόσφατη «γενηὰ» στὶς ἡγετικὲς διεκδικήσεις τῆς νεοελληνικῆς μας ἱστορίας εἶναι, ὡς γνωστόν, ἡ λεγόμενη «γενηὰ τοῦ 30». Οἱ ἐκπρόσωποί της εἶχαν πράγματι ὅλα τά ἀπαραίτητα στοιχεῖα, ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ ρόλος τῆς ἡγεσίας, πλὴν ἑνὸς: τῆς ἱστορικῆς ὀξυδέρκειας. Διέθεταν κατ’ ἀρχὴν συγκρότηση - τὸ πρᾶγμα δηλαδὴ ποὺ οἱ ἴδιοι συνετέλεσαν, ὥστε νὰ λείψη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἑπομένους σὲ βαθμὸν ἀπελπισίας - καὶ δημιουργικὴν ἱκανότητα (τὸ ἀπαραίτητο στοιχεῖο κάθε μορφῆς ἡγεσίας). Ἔλειψε ὅμως, στὴν γενηὰ αὐτὴ, ἡ συνειδητοποίηση τῶν καταστάσεων ἐκείνων, ποὺ ἀκριβῶς θὰ τὴν ἐμπόδιζαν στὴν πραγματοποίηση τῶν ὅσων ἐπηγγέλθη. Ἀναζήτησε τὴν ἀνανέωση τῆς Ἑλλάδος ψάχνοντας τὸ ἴδιο τὸ σῶμα της καὶ ἀγνόησε ἀνεπίτρεπτα τὶς ἱστορικὲς συγκλίσεις. Ἀξίζει νὰ παρατηρηθῆ ὅτι μιὰ παράλληλη «ἐπιχείρηση γενεῶν» συμπίπτει, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Κ. Οὐράνης, τὸν ἴδιο καιρὸ στὴν Τουρκία. Ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος, ἡ γενηὰ αὐτὴ ἦταν «τέκνο τῆς ἐπανάστασης, ποὺ ἐξόρμησε ἀπὸ τὴν σκέψη καὶ τὴν θέληση τοῦ Κεμὰλ Ἀτατοὺρκ, μὲ σκοπὸ τὸ ξερίζωμα ἀπὸ τά ἤθη, τά ἔθιμα καὶ τὴν νοοτροπία τοῦ τουρκικοῦ λαοῦ κάθε ἀνατολίτικου διακριτικοῦ του καὶ τὴν ἐντελῆ ἀφομοίωσή του μὲ τοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης». (Ἀποχρώσεις», σελ. 250). Δὲν ἔχει βέβαια σημασία τὸ τί κατώρθωσε ἡ γενηὰ αὐτὴ στὴν τουρκικὴ ἱστορία, ἀλλὰ τὸ τί ἐπεδίωξε. Μιὰ γενηὰ δὲν ἀρκεῖ γιὰ ν' ἀλλάξη ὁλόκληρη τὴν πορεία ἑνὸς ἔθνους. Μιὰ τέτοια ἀλλαγὴ «θέλει νεκροὺς χιλιάδες», ἐνῷ ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ἐλάχιστοι εἶναι συνήθως ὅσοι βρίσκουν ἀπαραίτητο νὰ πεθάνουν. (Ἀκόμη φυσικὰ λιγώτεροι, εἶναι ὅσοι τοὺς ἀπασχολεῖ τὸ «εὖ θνήσκειν». Καὶ ἂν κανένας θελήση ν' ἀναμετρήση αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ τὸ ἱστορικῶς «εὖ θνήσκειν», θ’ ἀνατρέξη τὴν κλίμακα τῆς ταραχῆς τοῦ Ἱερομονάχου τοῦ Σολωμοῦ. Ἐμεῖς ἔχομε παραδείγματα. Ὁ τελευταῖος μεγάλος πολιτικός τοῦ τόπου μας πέθανε πάνω σε μιὰ περιπλοκὴ τύψεων. Νὰ μὴν κατάλαβε ἄραγε ὅτι οἱ πολιτικοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐξαργυρώσουν τὶς τύψεις τους σὲ τοῦτον τὸν κόσμο; Πίστεψε μήπως ὅτι ἡ Ἱστορία παρέχει τὸ ἔλεος τῆς ἀνταμοιβῆς; Νὰ ὅμως ποὺ οἱ τύψεις εἶναι πανίσχυρα πράγματα καὶ σφιχτοδέθηκαν μέσα του σὲ μιὰν ἀνυποχώρητη - καὶ μάταιη φυσικὰ - ἄρνηση. Νὰ ὑπάρχη τάχα Ἕλλην πολιτικός, ποὺ νὰ πέθανε ἀναπαμμένος; Ἄθελα ἔρχεται τὴν ὥρα τούτη στὸ νοῦ μας ἐκείνη ἡ χαώδης κουβέντα «τί Ψυχὴ θὰ παραδώση» τοῦ ἄλλου ἁμαρτωλοῦ. Μὰ γιατί πρὶν πεθάνουν τοὺς πιάνει ἀγωνία μὲ τὶς Ψυχές τους; Καὶ ἂν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα γιὰ τοὺς πολιτικούς, οἱ Λογοτέχνες μας εἶναι χρεία νὰ καταλάβουν ὅτι ὁ χρόνος πάντα καταφέρνει νὰ διαβάζῃ τὶς Ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ὡς τά μύχια βάθη τους. Καὶ τὶς διαβάζει φωναχτά. Εἶναι τὸ ἐλάττωμά του).
Ἡ γενηὰ τοῦ 30 σ’ ἐμᾶς, ζήτησε μὲ τὶς διακηρύξεις της τὸ ἀκριβὲς ἀντίθετο ἀπ' ὅ,τι ζήτησε ἡ Τουρκικὴ γιὰ τὴν Τουρκία. Ζήτησε τοὺς «Γιαγκοῦλες» τῶν ἑλληνικῶν βουνῶν, τά ἑλληνικὰ «χρώματα», τ’ ἀκρογιάλια καὶ τοὺς ἀέρηδες. Ἔψαξε τὴν Ἑλλάδα σὲ κάποιους «κρυμμένους» μυθικοὺς πυρῆνες ἑλληνικότητας καὶ εἰσήγαγε σὰν μόνιμη λογοτεχνικὴ κατηγορία τὴν Ἑλλαδοσκοπία. Ἑλλαδοσκοπία δὲν θὰ πῇ ὅτι δὲν πρέπει οἱ λογοτέχνες νὰ μὴν μιλᾶνε γιὰ τὸν τόπο τους, ἀλλὰ ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ἀγνοοῦν πὼς ὑπάρχουν κι’ ἄλλοι τόποι. Ἡ γενηὰ τοῦ 30 εἶδε τὸ πρᾶγμα τοπικά, ἑλληνικά, χωρὶς εὐρύτερη θέαση καὶ ἱστορικὴ κρίση. Προσέφερε ἔτσι κάτι ποὺ καθόλου δὲν ἦταν ἀναγκαῖο - καὶ ἀκριβῶς γιὰ τοῦτο ἱστορικὰ ἐπιβλαβές. Ἐκ τῶν ὑστέρων μοιάζει νὰ μὴν ὑπῆρξε παρὰ ἀνάσχεση καταστάσεων ποὺ μόλις εἶχαν ἀρχίσει νὰ διαφαίνωνται καὶ ποὺ τόσο ζωτικὰ ἀναγκαῖες ἦσαν γιὰ τὸν τόπο. Ἡ Ἑλλαδοσκοπία δὲν εἶναι, φυσικά, ἡ θεωρητικὴ σκέπη ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀνάγκη ἡ τότε καὶ ὡς τά σήμερα τέχνη στὴν Ἑλλάδα. Ἔχει πολὺ βαθύτερες ρίζες κολλημένες στὰ πιὸ καίρια ἱστορικὰ καὶ πολιτικὰ περιστατικὰ τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ. Ὑπάρχει ἐπίμονο ἐξηγητικὸ παράδειγμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν τυρταίων τῆς πολιτικῆς καθημερινότητας, ἡ ὑπόμνηση τοῦ Δ. Νικολαρεΐζη γιὰ ἐκεῖνα τά ἀκριβοστόχαστα συμπεράσματα τοῦ Σικελιανοῦ. (Βλ. Ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Ἑλλάδος εἰς «Διεθνεῖς Σχέσεις» τεῦχ. Νοεμβρίου 1962, σελ. 83 - 84, καίτοι τά πτερόεντα τῆς μούσας τοῦ Σικελιανοῦ πολὺ ἀπέχουν ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν ἱστορικῶν βλέψεων τοῦ Κων/νου καὶ τῶν ἄλλων ἀντιβενιζελικῶν).
Βέβαια στὸ χαρτὶ - καὶ γενικώτερα μὲ ὅ,τι παράγει ὁ ἄνθρωπος πνευματικὰ - δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐκφράση τελικὰ παρὰ τὴν περίπτωσή του. Ἀπὸ τὸν μισὸν αἰῶνα ὕπαρξης τῆς γενηᾶς τοῦ 30 δὲν ἀναδίνεται τίποτε σχεδὸν ἄλλο παρὰ παλινωδία καὶ ἀδιέξοδο - ὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἱστορικοῦ ἐγκλεισμοῦ της. Ὑπῆρξε ἡ μεγάλη παραπλανημένη γενηά τῆς. . . Ἱστορίας, γιατί ὑπῆρξε τὸ σκεῦος της. Εἶναι αὐτόδηλα προφανὲς ὅτι ἐφ' ὅσον χρόνο διετηρεῖτο ἡ βασιλεία τῆς Ἑλλαδοσκοπικῆς ἀναζήτησης, θὰ εἴχαμε μιὰ φθίνουσα διαδοχὴ «γενεῶν» καὶ συνεπῶς μιὰν ἀδιαμφισβήτητη συνέπεια πολιτικοϊστορικῆς σημασίας. Ἡ πρόθεση ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ πρόσφατες «παρουσιάσεις» νεωτέρων σὲ ξένα περιοδικὰ κι' ἐφημερίδες, ποὺ ἐλάχιστος κόπος ἀπαιτεῖται γιὰ ν' ἀντιληφθῆ κανεὶς τὸ εἰς ὅ κατατείνουν.
Στὶς ἀποτιμήσεις μας αὐτὲς ἐξυπακούεται βέβαια ὅτι ὡς «λογοτεχνία» νοοῦμε τὴν πνευματικὴ ἐκείνη λειτουργία ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ὕπατη ἔκφραση τῆς ἱστορικότητας μιᾶς ἤ καὶ περισσοτέρων ἐποχῶν. Ἐννοοῦμε δηλαδὴ τὶς κατ' ἐξοχὴν ἱστορικὲς ἐκεῖνες αἰσθήσεις ποὺ εἴτε προαγορεύουν τὰ μεγάλα γεγονότα, εἴτε συνοψίζουν - ἐκ τῶν ὑστέρων μνημειωμένες - ἱστορικὲς μεταβολές. Ἡ τὲχνη καὶ ἡ λογοτεχνία εἰδικὰ εἶναι ὁ σεισμογράφος τῆς Ἱστορίας. Εἶναι ἡ ὕπατη ἔκφραση τῶν δυνατοτήτων τῶν ἱστορικῶν συναλλαγῶν, κατὰ τὸν τρόπον ποὺ περιγράφει στὸ μνημονευθὲν ἔργο του ὁ McNeill γιὰ τὸν Ντοστογιέβσκυ καὶ τὸν Μ. Τουαὶν (σελ. 828, ὑπ. 20). Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, δὲν ὑπάρχουν λογοτέχνες μὴ ἐνεχόμενοι στὰ ἱστορικῶς δρώμενα. Εἶναι ἴσως σκόπιμη ἡ ὑπενθύμιση αὐτή, μιὰ καὶ τὸ τρέχον παρὸν μας εἶναι ὅσο ποτὲ ἄλλοτε πρόσφορο γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι οἱ «ἀντιστασιακὲς λογοτεχνίες» τῆς κάθε μορφῆς, ὅπως καὶ οἱ διάφορες «πρωτοποριακὲς ποιήσεις» εἶναι οἱ σύγχρονες προφάσεις γιὰ τὴν ταλαιπωρία τῶν λαῶν. Εἶναι βέβαια ἡ φορὰ τῆς ζωῆς, θὰ ἀντείπῃ ἴσως αὐτὸς ποὺ κατέχει τὶς λύσεις στοὺς ὑπερβολικοὺς ἰσχυρισμούς. Δὲν ἀντιδικοῦμε πρὸς τὴν ἀλήθειά του. Ἀπό τοὺς ποιητὲς τῆς καθημερινότητας ἔχουν ἀνάγκη εἰδικὰ οἱ σύγχρονες ὑπανάπτυκτες χῶρες. Εἶναι καὶ οἱ μόνες ἄλλωστε ποὺ παράγουν τέτοιους ποιητές, γιατί σ' αὐτὲς ὁ καταπιεσμὸς τῆς ζωῆς καὶ ἡ σύγχρονη μηδαμινὴ ποιότητά της ἀναζητοῦν κατ' ἀνάγκην σὰν διαφυγὴ τοὺς πολλοὺς ποιητὲς καὶ τοὺς «λαϊκοὺς τραγουδιστές της». Μόνο ποὺ τοῦτα εἶναι ἀμφίβολο ἂν μεταφράζονται σὲ κάποιαν ἱστορικὴ θετικότητα. Ἡ ἧττα τοῦ 22 ἔβγαλε τὴν «ζωὴ ἐν τάφῳ», ὅπως καὶ τὸ ΕΑΜ τὴν σύγχρονη «ἀντιστασιακὴ λογοτεχνία» τῶν χορηγιῶν. Εἶναι γεγονότα ὅλ' αὐτά. Ἁπλῶς ἐμεῖς σημειώνομε τὸν βαλκάνιο χαρακτηρισμό τους. Γιατί κι' αὐτὸ ἐπίσης μιὰ ἀλήθεια εἶναι. Τά στοιχεῖα ἄλλωστε τῆς αὐτοσυναίσθησης ὑπάρχουν σὲ ὅλα τά εἴδη γραφῆς. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει καὶ τὸ λεγόμενο ὅτι ἡ λογοτεχνία, προέρχεται ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ στὸν λαὸ «ἐπιστρέφει»! Τὸ ἀκρωτῆρι τῆς αὐτοσυναίσθησης οὔτε ἡ γενηὰ τοῦ 30 μπόρεσε νὰ παρακάμψη. Ἀναγκασμένη στὰ ὕστερα χρόνια της νὰ ἐκφύγη πρὸς μιὰν αὐτοσυνειδητοποιοῦσα θεώρηση, μετέπεσε στὴν ἀδιέξοδη μεταφυσική. Καὶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, αὐτὸ φανερώνει τὴν ἀρχικὴ ἔλλειψη ἱστορικῆς προοπτικῆς.
Στὸ βιβλίο μας ὅπου πραγματευόμαστε τά τῆς γενηᾶς αὐτῆς, στὸ τέλος τοῦ Κεφαλαίου περὶ τῶν μηχανισμῶν ποὺ διέπουν τὶς συντεταγμένες τῶν μικρῶν καὶ ἀνωρίμων λαῶν, ἐβάλαμε μερικοὺς στίχους ἀπὸ τὴν «Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου» τοῦ Σεφέρη. Τὸ ποίημα αὐτὸ τὸ ἔγραψε τὸ 1953, ὅταν ὁ ἀνταγωνισμὸς τῶν μεταπολεμικῶν συστημάτων ἐμπῆκε σὲ σαφῆ πλέον φάση ἱστορικῆς διελκυστίνδας.
Ὁ Σεφέρης ἦταν βαθὺς καὶ ἀκεραιωμένος ἀστός, ταυτισμένος μὲ τὴν βίωση μιᾶς ἀνολοκλήρωτης Ἑλλάδας. Ἡ βαθειὰ του ἀστικὴ συνείδηση τὸν κάνει νὰ βλέπῃ τὸν χῶρο του σὰν ἀναπόσπαστο μέλος ἑνὸς συνόλου, ἀλλὰ μέλος ταλαιπωρούμενο χωρὶς ἔλεος καὶ σταματημό. Οἱ διερευνήσεις τοῦ εἶναι ἀχρείαστες ἐμπρὸς στὴν γενικώτερη πίστη του, ἀλλὰ ὑπάρχει ὁ ποιητικὸς καταναγκασμὸς ποὺ τὸν ὑποχρεώνει στὴν ἀνεύρεση μιᾶς διεξόδου. Ὅταν κανένας πιστεύει σ' ἕναν Θεὸ καὶ βασανίζεται, ἡ πίστη του δὲν λιγοστεύει ἀλλὰ δυναμώνεται σὲ νέες προεκτάσεις καὶ πολλαπλασιασμούς. Ἡ Λογικὴ γιὰ τὸν Σεφέρη μία εἶναι καὶ μέσα σ' αὐτὴν πρέπει νὰ βρεθῆ ἡ διέξοδος. Μετὰ τὴν ἐμπειρικὰ διαπιστωμένη Φυσική τῆς μιᾶς Λογικῆς, δὲν ἀπομένει ὡς ὑπέρβασή της παρὰ ἡ Μεταφυσικὴ ἐκφυγὴ. Καὶ αὐτὴ τὴν λύση διαλέγει ὁ Σεφέρης: τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀρρώστιας. Ἡ ἀρρώστια δὲν εἶναι ἠθικὸ κακὸ καὶ δὲν ἑξαρτιέται ἀπὸ τὴν βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι φυσικὸ καὶ μεταφυσικὸ κακό, ποὺ ἡ ἀρχὴ του ξεφεύγει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀνάγεται σὲ δυνάμεις ὑπέρτερες καὶ ἐπέκεινα τῆς ὕπαρξής του. Φυσικὸ κακὸ εἶναι ὁ «Πόρφυρας» τοῦ Σολωμοῦ π.χ., ποὺ τρώει ἀνεξήγητα τὸ παιδὶ - ἂν καὶ ὄχι φιλοσοφικὰ ἀναίτια - ἐνῷ στὴν «Γυναῖκα τῆς Ζάκυθος» ὑπάρχει συνδυασμὸς φυσικοῦ καὶ ἠθικοῦ κακοῦ, ἐπειδὴ ἡ γυναῖκα εἶναι σωματικά, δηλαδὴ φυσικὰ ἐλαττωματική. Ὁ «ἄρρωστος Νοῦς» τοῦ Σεφέρη εἶναι ἡ ἀποδοχὴ μιᾶς ἱστορικῆς μοίρας, καταστροφικῆς ἴσως, μὰ ἀνέκκλητης. Εἶναι ἡ βαθύτατη συνείδηση ἑνὸς ἱστορικοῦ ἀδιεξόδου, ὅπως ἦταν σὲ θέση ὁ Σεφέρης νὰ τὸ ἰδῆ ἀπὸ μέσα. Ὑπάρχει ἡ ἀντίφαση ἑνὸς συστήματος ποὺ ταλαιπωρεῖ τὸ μέλος γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος πονεῖ, καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ στατικὸς ἱστορικὸς ὑπερχῶρος ποὺ καμμιὰν διαφυγὴ τοῦ παρόντος δὲν προσφέρει. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἄλλη λύση ἀπὸ τὴν μεταφυσική τῆς ἀρρώστιας. Μετὰ ἀπὸ τούτην τὴν συνείδηση τοῦ ἀδιεξόδου - ποὺ εἶναι μόνιμη ἱστορικὴ κατάσταση τῆς ἐποχῆς μας - δὲν ἔμενε στὸν Σεφέρη παρὰ ἡ στάση τοῦ πρωτοχριστιανοῦ μάρτυρα ποὺ μόνο σὰν κακὸ μπορεῖ νὰ ἀποδεχθῆ τὸν «κόσμο». Καὶ τὸν ἀποδέχθηκε σὰν «πληγὴ». Ἡ κατάληξη τῆς ποίησής του εἶναι μιὰ ἱστορικὴ Θεοδικία καὶ ἄρα κοινωνικὴ ἐγκατάλειψη. Δὲν εἶναι δηλαδὴ καθόλου παράξενο ποὺ στὰ τελευταῖα χρόνια του ἤθελε νὰ μὴν τὸν κάνουν νὰ μιλάη. (Τὸ κέρδος τῆς τακτικῆς των πραγμάτων μετατρέπεται φυσικὰ σὲ ἀπορία, ὅταν ὁδηγῇ ἀκραῖες ποιητικές του συνειδήσεις σὲ μιὰν ἀνάλογη φισοσοφικὴ ἀποκαρτέρηση).
Τὸ ὅτι ὁ Σεφέρης ἔφθασε ὡς ἐκεῖ (εἶναι κατὰ τι παληότερος ἀπὸ τὴν «γενηὰ τοῦ 30») εἶναι βέβαια ἕνα τόλμημα πολύ. Παραπέρα δὲν μποροῦσε νὰ φθάση, γιατί δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση. Αὐτὸ τὸ καταλαβαίνομε προσέχοντας τὸ μετέπειτα καθεστὼς τῶν ποιητικῶν μας πραγμάτων. Η ποίησή μας γίνεται ἕνας ἀμανὲς ἑλλαδολαγνείας, ποὺ δὲν ὑποκρύπτει παρὰ μικροπολιτικὴ πεζότητα, ἄσχετα βέβαια ἂν ἔχῃ τὴν μορφὴ τῆς «ἀντίστασης» ἤ τῆς ἐθνικῆς αἰσιοδοξίας. Ὅλες οἱ ὑπανάπτυκτες χῶρες, ὅπως εἴπαμε, ἔχουν πλεονάζουσα ποίηση μὲ τά ἴδια αὐτὰ χαρακτηριστικά. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἀποτελοῦμε ξεχωριστὴ περίπτωση, εἶναι κατὰ πολὺ εὐκολώτερη ἡ συναγωγὴ συμπερασμάτων στὸ σημεῖο τοῦτο. Ἡ ἀπόληξη τῆς ποιητικῆς σύλληψης τοῦ Σεφέρη εἶναι τὸ γενικώτερο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ποίησης ποὺ ὑποκαθιστᾷ κάθε δυνατότητα πνευματικῆς ζωῆς σὲ ὑπὸ ἐξάρτηση χῶρες.
Ὁ ἀνασχετικὸς ρόλος τῆς ποίησης δὲν μπορεῖ βέβαια νὰ λάβη ἐνεργῶς μιὰν θετικὴ ἱστορικὴ σημασία. Οἱ ἐπιχειρήσεις γενεῶν συνεχίζονται ἔτσι ἐπὶ ἄλλου ἐπιπέδου καὶ μετατοπίζονται πρὸς τὸν ἀσαφῆ καὶ θολώδη χῶρο τῆς sociologie μὲ μαρξιστικὲς ἀντιστίξεις. Στὰ μεγάλα πνευματικὰ περιθώρια τῆς Δύσης ἐπιβιώνουν ὡς γνωστὸν διάφορες ὑποεπιστῆμες καὶ ἀνθυποεπιστῆμες (τύπου «Psycho»), οἱ ὁποῖες βγαίνουν ἀπὸ τὸν πνευματικὸ κορμὸ τῶν χωρῶν, ὅπως τά πριονίδια ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ μαραγκοῦ. Π.χ. ἡ φιλοσοφικὴ ἔρευνα τῆς γλώσσας, γνωστὴ γενικὰ ὑπὸ τὴν ὀνομασία linguistique, ἀνανεώθηκε ἀπὸ τὸν μεσοπόλεμο κι’ ἐδῶ ἐξ αἰτίας τῆς συμβολικῆς Λογικῆς στὴν μαθηματικὴ Θεωρία τῶν Συνόλων καὶ σὰν ἀπόληξη τῆς φυσικομαθηματικῆς φιλοσοφίας τοῦ νεοθετικισμοῦ. Τὸ tractatus τοῦ Wittgenstein π.χ. εἶναι ἕνα τέτοιο ἔργο. Μύηση ὅμως σὲ τέτοιου εἴδους μελέτες εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀδύνατη ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἴχνος μαθηματικῆς παιδείας, ἂν μὴ σκέψης, ἀφοῦ τελικὰ ἡ ὕπατη ἀπόληξη τοῦ νεοθετικισμοῦ συμπίπτει μὲ τὴν ἴδια τὴν προβληματική τῆς Μαθηματικῆς γιὰ τὴν ἐπαληθευσιμότητα μιᾶς πρότασης : ἡ ὕπαρξη συνίσταται στὴν ἀπόδειξη ὑπάρξεως ἤ στὴν μέθοδο κατασκευῆς («τί μὲν γὰρ σημαίνει τὸ τρίγωνον, ἔλαβεν ὁ γεωμέτρης, ὅτι σ' ἔστιν δείκνυσι»).
Καθόλου τυχαῖο δὲν εἶναι ποὺ ἡ μελέτη τῆς γλώσσας εἶναι στενὰ συνυφασμένη μὲ τὴν ἱστορία τῶν Μαθηματικῶν καὶ ποὺ ὁ ἱδρυτὴς τῆς συγκριτικῆς γλωσσολογίας ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς κορυφαίους μαθηματικούς του κόσμου, ὁ Leibniz. Ὁ Leibniz ὅμως δὲν ἔφθασε στὴν ἀνάγκη τῆς γλωσσολογίας ἐπειδὴ μισοῦσε τὸ λευκὸ χαρτί, οὔτε γιατί «ἔκαμε σπουδὲς στὸ Παρίσι» κατὰ τοὺς νόμους τῆς μόδας, ἀλλ ἐπειδὴ τοῦ προέκυψε ἡ ἀνάγκη καθορισμοῦ ἀμφιμονοσημάντου περιεχομένου τῶν λέξεων, προκειμένου νὰ κατασκευάση ἕνα εἶδος «καθολικῆς Λογικῆς». Αὐτὸ το ἀδύνατο πρᾶγμα - ὅπως ἀπέδειξε πολὺ πιὸ ὕστερα ἕνας συμπατριώτης του, ὁ d. Hilbert - ἐπεδίωξε ὁ Leibniz, ἐπειδὴ τὸν ὑποχρέωνε ἡ ἀρχὴ τῆς πολιτικῆς του. Εἶχε λόγους στὸν καιρό του νὰ ἐπιδιώξη νὰ λέμε : «ἂς λογαριάσωμε, ἀντὶ ἂς συζητήσωμε». (Ἂν ἦταν δυνατὸ ἕνα τέτοιο εἶδος πειθοῦς, λίγο ἀκόμη θὰ ὑπελείπετο νὰ καταστῇ ἡ Γερμανία ταγὸς στὴν διπλωματικὴ ἱστορία τῆς Εὔρωπης. Ἀπὸ ἁπλὰ δηλαδή πράγματα ἐκκινοῦσε ὁ Leibniz, ὅπως ὁ Καρτέσιος κι' ὁ Σπινόζα).
Θὰ ἦταν βέβαια παράξενο ἂν ἀπὸ τὶς τεράστιες μελέτες γύρω ἀπὸ τὴν γλῶσσα - ποὺ πολὺ ἐπίκαιρες εἶναι στὸ ἐξωτερικὸ καὶ στὸν τομέα τῆς λογοτεχνίας – δὲν ξεπετιόταν ἡ εὐκαιρία γιὰ μερικοὺς πρόσφατους ἕλληνες συγγραφεῖς. Ἰδιαίτερα μάλιστα ὅσα θὰ μποροῦσαν νὰ συνδυασθοῦν μὲ τὶς συνήθεις ἐπιδιώξεις στὸν νεοελληνικό μας χῶρο. Τὰ ἴδια συνέβησαν καὶ μὲ τὴν Ψυχανάλυση.
Οἱ νεοελληνικὲς λοιπὸν ἐπιδιώξεις, πλὴν τῆς τέχνης, διακινοῦνται καὶ μὲ τὴν Sociologie, κατὰ τοὺς δύο μεγάλους κλάδους : τοῦ νεομαρξισμοῦ καὶ τῆς Linguistique. Καὶ περὶ μὲν τῆς Linguistique δὲν ὑπάρχει λόγος ν' ἀσχοληθῆ κανείς, γιατί ἡ ἀνεπάρκειά της εἶναι πασιφανὴς (ἐπιβεβαιωτικὸ εἶναι ποὺ μιὰ ὡρισμένη δραστηριότητα γύρω ἀπὸ αὐτὴ ἀνέλαβαν ἐπαγγελματίες πτυχιοπῶλαι). Μποροῦν ὅμως νὰ γίνουν μερικὲς σκέψεις μὲ τὸν μαρξισμό. Καὶ ἐπειδὴ στὸν νεομαρξισμὸ χωρᾶνε πολλοὶ μαρξισμοί,θὰ μποροῦσε κανεὶς γιὰ εὐκολία νὰ τοὺς ὀνομάση ὅπως καὶ τοὺς ἀριθμούς, π.χ. μὲ X, Ψ, κλπ.
Εὐθὺς μετὰ τὴν δικτατορία εἴχαμε κάποιον μαρξισμὸ X. Ὁ μαρξισμὸς αὐτὸς ἀπέδωσε ἐλάχιστα πράγματα καὶ ἐλάχιστα μπόρεσε νὰ μᾶς βοηθήση νὰ αἰσιοδοξήσωμε. Ὑπῆρξε παροδικὸς καὶ στὸ τέλος ἐκδηλώθηκε κοινωνικὰ ἀνώριμος. Μᾶς ἤγειρε ἔτσι πάρα πολλὰ ἐρωτηματικά.
Ὁ Μαρξισμὸς - ὅπως ξέρομε - εἶναι προϊὸν ἐπιστημονικὸ καὶ σὰν τέτοιο συνδέεται κατ' ἀνάγκην μὲ τὴν Λογικὴ (Ratio) καὶ τὴν μέθοδο. Οἱ νεοέλληνες, ἐκ παραλλήλου, υἱοθετήσαμε ὡς τρόπο ὑπάρξεώς μας τὸ καθεστὼς τῆς τέχνης, τοῦ Irrationnel στοιχείου, ἀποδεχθήκαμε τὶς μυθικὲς διεγέρσεις μας στὸ ἔπακρο ἀνεπτυγμένες καὶ ἐγγίσαμε τὴν ἀνικανότητα σχεδὸν πρὸς τὴν ἀφηρημένη σκέψη. Ὅλα τοῦτα δημιουργοῦν ἕνα πρόβλημα ἐπαφῆς μας μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ δραστηριοτητα, μὲ τὸν Μαρξισμὸ - ποὺ εἶναι μερικὴ περίπτωσή της - καὶ τὰ γενικώτερα ἀποτελέσματά της, ποὺ εἶναι ἡ Τεχνική. Εἶναι φυσικό, ἄλλη νὰ εἶναι ἡ σημασία τῶν πραγμάτων αὐτῶν γιὰ ἐκείνους ποὺ τὰ δημιουργοῦν, καὶ ἄλλη γιὰ ὅσους ὑποχρεώνονται νὰ τά ὑἱοθετήσουν ὑπὸ τὴν πίεση τρεχουσῶν ἱστορικῶν ἀναγκῶν. Ἂν σκεφτοῦμε π.χ. τὴν περίπτωση τῆς Τεχνικῆς, εἶναι εὔκολο νὰ πεισθοῦμε ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξη οὐσιαστικὸς ὑποβιβασμὸς τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς μας ἐκεῖ ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμος κάποιος νὰ παραδεχτῆ, ἀφηρημένα καὶ θεωρητικά, ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξη βελτίωση. ( Ἡ μηχανὴ «ἐλευθερώνει» τὸν ἄνθρωπο κλπ.) Ἡ περίπτωση αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλὸ ζήτημα μέτρων καὶ ὑπουργικῶν ἀποφάσεων, ἀλλὰ μιᾶς γενικώτερης ἐπαφῆς μας μὲ ἀποτελέσματα ἱστορικῶν καταστάσεων τῶν ὁποίων δὲν ἔχομε ἐσωτερικὴ ἐμπειρία. Ἐπειδὴ ἀναφερόμαστε σὲ φραγμένα χρονικῶς ἱστορικὰ ὅρια, εἶναι χρεία ν' ἀναρωτηθοῦμε μήπως κάτι ἀνάλογο εἶναι δυνατὸν νὰ συμβῇ καὶ μὲ ἄλλες συναφεῖς καὶ πλέον κρίσιμες καταστάσεις.
Ἕνας μαρξισμὸς X - ἔστω καὶ ἂν πρόκειται γιὰ μιὰ ἁπλὴ σχολαστικὴ ὑπόθεση - εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἐκπληρώση τὶς ἐπιδϊωκόμενες ἰδεολογικὲς προθέσεις - βάσει τῶν ὁποίων εἰσάγεται - καὶ νὰ ἐπιφέρῃ σύγχυση ἀποτελεσμάτων. Εἶναι δὲ αὐτὸ δυνατόν, ὅταν σὲ μία ὑπάρχουσα ἰδεολογικὴ κατάσταση ἡ μόνη διαφυγὴ ποὺ παρουσιάζεται εἶναι μόνο ὁ Μαρξισμός! Πολὺ περισσότερο, ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ οἱοσδήποτε νεομαρξισμὸς δὲν ἔχει σαφεῖς συνειδησιακῶς ἰδεολογικὲς προθέσεις, ἀλλὰ μεταβάλλεται σὲ ἀγῶνα δρόμου γιὰ τὴν ἐπικράτηση συγκεκριμένων προσώπων καὶ τὴν ἐπιβολὴ προσωπικῶν καταστάσεων. Τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει, ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἱ δυνάμει προϋποθέσεις γιὰ νὰ μεταπέσωμε, μέσῳ τοῦ οἱουδήποτε μεταμαρξιστικοῦ ἰδεολογικοῦ σχήματος, ἀπὸ τὴν ποιητικὴ ἐκτροπὴ μας σὲ κάτι ἄλλο, ἔγκαιρο καὶ ἱστορικό, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτευχθοῦν οἱ τόσο ἐπείγουσες γιὰ τὸν ἑλληνικὸ χῶρο μακροπολιτικὲς ἐπενδύσεις.
Παραμένομε μάρτυρες μιᾶς διαμάχης τῶν διαφόρων «μεταμαρξισμῶν». Ὁ μαρξισμὸς X δὲν παρήγαγε ἔργο καὶ ἄρχισε νὰ εἰσάγεται ὁ μαρξισμὸς Ψ, ἐναντίον τοῦ ὁποίου ἐπετέθη δριμύτατος ὁ μαρξισμὸς X. Ἐκτελωνιστὴς παρουσιάσθηκε ὅλη σχεδὸν ἡ δεξιὰ διανόηση κλασσικὴ καὶ νεωτέρα - μὲ τοὺς μαθητικούς, μάλιστα, βαθμολογικοὺς καταλόγους ἀνὰ χεῖρας! Ἑπόμενο ἦταν νὰ δημιουργηθῆ ἀνωμαλία.
Ἂς ὑποθέσωμε λοιπὸν (χωρὶς νὰ ἐπαναλαμβάνομε τὸν Καρυωτάκη), ὅτι γιὰ νὰ συμμετάσχωμε στοὺς εὐρύτερους πολιτικοὺς σχηματισμοὺς ποὺ θέλομε, μᾶς χρειάζεται μιὰ σοσιαλδημοκρατία ... πελοποννησιακοῦ τύπου. Εἶναι αὐτὴ μιὰ εὐάρεστη πρόθεση καὶ ἀνάγκη τῶν πραγμάτων. Ἡ σοσιαλδημοκρατία αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῆ, χωρὶς τὸ ἰδεολογικὸ ἐπιστέγασμα κάποιας μαρξιστικῆς ἀπόχρωσης. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς γεννιέται τὸ πρόβλημα : αὐτὸς ὁ μαρξισμὸς ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς πρέπει νὰ ἐκπορευθῆ, καὶ ποιὸν χῶρο ὀφείλει νὰ καλύψη; Βέβαια, ὁ πολιτικὸς θετικισμὸς ἐπιβὰλλει μονοσήμαντα τὴν ἰδέα ὅτι τυχοῦσα πολιτικὴ μετατροπὴ δὲν εἶναι δυνατὴ χωρὶς τὴν συμμετοχὴ ἑνὸς μεγάλου μέρους τῆς παραδοσιακῆς δεξιᾶς. Ἰδού, ἄρα, τὸ ἀνακῦπτον ἐρώτημα: δημιουργεῖται ἕνα ἐπιστέγασμα καὶ τρέχομε ἀπὸ κάτω, ἤ ἔχομε ὁπωσδήποτε τὴν ἀνάγκη ἑνὸς ἐπιστεγάσματος - πρᾶγμα ποὺ δὲν μᾶς δημιουργεῖ μεγαλύτερη προβληματικὴ ἀπ' ὅσην ἡ πρωινὴ ὄχληση γιὰ τὸ τί καπέλο θὰ φορέσωμε; Καὶ ἄν πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη περίπτωση, πῶς μπορεῖ αὐτὴ νὰ ἐπιτευχθῆ;
Ἡ Δεξιὰ ὅμως ἔχει ταυτίσει ὑποσυνειδήτως τὴν παροῦσα πολιτικὴ της ἔκφραση μὲ πᾶσαν μέλλουσα ἐξουσία. Ἐξ οὖ καὶ οἱ βαθμολογίες ! Δὲν τίθεται βέβαια καν θέμα περὶ τῆς δυνατότητος λειτουργίας στὸν ἑλληνικὸ χῶρο τῶν νεομαρξιστικῶν σχημάτων τοῦ τύπου Ψ. Τά νεοελληνικὰ πνευματικὰ περιθώρια, μόλις ποὺ ἐπιτρέπουν κανένα ἄρθρο σὲ ἐφημερίδα γύρω ἀπὸ τά πράγματα αὐτά. Περισσότερο οὔτε δράμι.
Ἀξίζει πάντως νὰ σημειωθῆ ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ἐπιχειρούμενες νεομαρξιστικὲς καὶ μεταμαρξιστικὲς προσβάσεις, δὲν παύουν νὰ ἐπιδιώκωνται μέσα στὸ γενικὸ κλῖμα τῆς ἑλληνοκατάνυξης καὶ ρητορικοσυγγραφικὴς μιζέριας. Ἡ «μεγάλη ἴδεα» ἐπιβιώνει ἀναλλοίωτη στὶς μέρες μας μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἑλλαδοκεντρισμοῦ. Οὐδέποτε πάψαμε νὰ εἴμαστε «μεγαλοϊδεάτες». Δὲν ἐπιχειροῦμε μόνο νὰ διδάξωμε στοὺς εὐρωπαίους τὴν Ἱστορία τους, ἀλλὰ διεκδικοῦμε τὴν τελεσίδικη κρίση γιὰ κάθε τί τὸ εὐρωπαϊκὸ. Καὶ τοῦτο γίνεται γιατί συζητοῦμε περὶ τῶν προβλημάτων, ἀγνοῶντας πλήρως τὴν ἴδια τους τὴν προβληματική. Ἐνῷ δὲν εἴμαστε μέσα μας βεβαιωμένοι γιὰ τά ποσοστὰ ποὺ κατέχομε τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη καὶ τὴν εὐρωπαϊκὴ, καταφεύγομε μὲ πάρα πολὺ μεγάλη εὐκολία σὲ κρίσεις ὡσὰν αὐτή : «ἡ ἀρχαία σκέψη νοθεύτηκε ἤ λοξοδρόμησε μὲ τὴν εὺρωπαϊκὴ». Ὅτι βέβαια ἀπομένει νὰ μιλήσουν καὶ οἱ νεοέλληνες γιὰ τοὺς ἀρχαίους, εἶναι γεγονός. Ἴσως μάλιστα ἡ ὁμιλία τους νὰ μὴν εἶναι χωρὶς γενικώτερη σημασία καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Γιατί ἴσως πρέπει νὰ ποῦμε καὶ τοῦτο: παρὰ τὶς τεράστιες φυσιογνωμίες στὸν χῶρο τῆς εὐρωπαϊκῆς σκέψης, τά ἀρχαία κείμενα στὴν ἑρμηνευτική τους σχέση μὲ τὸν νέον ἑλληνισμό, παραμένουν μιὰ ἡμιτελὴς ὑπόθεση, ἂν ὄχι κάτι ποὺ δὲν ἄρχισε ἀκόμη. Ὅτι ὅμως ἡ πρόσβαση πρὸς τὴν ἀρχαία σκέψη εἶναι ἀδιανόητη χωρὶς τὴν εὺρωπαϊκὴ ἐμπειρία, εἶναι ἐπίσης ἕνα γεγονὸς σπουδαιότερο. Τά ἰδιόμορφα στοιχεῖα τοῦ εὺρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ δὲν εἶναι οὔτε ἀλλοίωση, οὔτε λοξοδρόμηση τοῦ ἀρχαίου. Στοὺς πολιτισμοὺς δὲν ὑπάρχουν λοξοδρομήσεις. Ὑπάρχει συνέχεια καὶ ἐπαυξήσεις. Διότι οἱ πολιτισμοὶ εἶναι πραγματοποιήσεις ἰδεῶν καί, ὅπως εἴπαμε, οἱ ἰδέες διέπονται ἀπὸ τὸν νόμο τῆς συνεχείας. Παράγονται ἀπὸ ὅ,τι πολιτισμικῶς ἀπετελέσθη πρὶν καὶ συνεχίζουν τὴν περαιτέρω πορεία ἀνάπτυξής τους. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ θεωρῆται λοξοδρόμηση τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, γιατί χωρὶς αὐτὸν δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συνεχισθῆ παραπέρα. Καὶ δὲν θὰ ἦταν κάτι τέτοιο δυνατόν, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστιανισμός. Ἄν εἶχε τὸ ἴδιο ἱστορικὴν ἐπάρκεια, ὁ χριστιανισμὸς δὲν θὰ ἐμφανιζόταν ἤ, καὶ ἂν ἐμφανίσθηκε, δὲν θὰ μποροῦσε ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ ἐγκαινιάση μιὰν νέαν ἱστορικότητα. Ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ πολιτισμοῦ καὶ ὄχι τῆς ἱστορίας, δὲν ἔχει σημασία ποιὰ ἱστορικὰ περιστατικὰ συνετέλεσαν, γιὰ νὰ μὴν εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπιβίωση τοῦ ἀρχαίου πνεύματος χωρὶς τὴν ἀναγέννησή του. Σημασία ἔχει ὅτι τὸ ἔλεος π.χ. ἦταν τὸ στοιχεῖο ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο πνεῦμα καὶ κατὰ τοῦτο ὑπῆρξε ἡ δυνατότης τῆς συνεχείας του.
Πρὶν ἀποφασίζωμε τοὺς ἀφορισμούς μας, εἶναι χρεία νὰ διευκρινίζωμε τά πράγματα. Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπομνήσωμε ὅτι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ ξεκίνημα τοῦ ρασιοναλισμοῦ ἀνάγεται στὴν σκοτεινότερη θρησκευτικὴ περιοχὴ τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς νεώτερης Μαθηματικῆς δὲν συμβαίνει οὔτε στὴν Ἀναγέννηση, οὔτε στὸν 19ον αἰῶνα. Συμβαίνει ἀκριβῶς στὴν σκοτεινὴ ἐκείνη περίοδο ποὺ τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ συντετριμμένο ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πίστης καὶ τῆς θρησκευτικῆς ἀγωνίᾳς, ζητᾷ ἐπίμονα νὰ κρατηθῆ ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες βέβαιες ἄκρες ποὺ ἔχει - τῆς Λογικῆς. Τὴν Λογική τους οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀνεκάλυψαν ὅταν ἐκαίγονταν στὶς πυρές. Οἱ πιὸ «μαθηματικὲς» ἐκφάνσεις τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ συμβαίνουν ἀκριβῶς ὅταν προσπαθῇ νὰ λογικοποιήση τὸ ἄλογο, γιατί ἐκεῖ δουλεύει μὲ ὅλη του τὴν δύναμη. Οἱ Λογικὲς ἔρευνες τοῦ Λούλλου καὶ ἡ Ἠθική του Σπινόζα εἶναι τῆς ἴδιας τάξεως μαθηματικὰ προϊόντα. Καὶ δὲν ἐννοοῦμε καθόλου τὸν τρόπο γραφῆς τῆς «Ἠθικῆς» ἤ τὴν διαδοχὴ ἀποδείξεως τῶν «θεωρημάτων» της, ἀλλὰ τὴν ἀπειροστικὴ ἐκείνη αἴσθηση ποὺ ὑφέρπει σὲ ὅλο τὸ κείμενο, καὶ ποὺ ὁδηγεῖ τὸν συγγραφέα της στὴν ἐπιλογὴ τῶν ὁρισμῶν καὶ τῶν αἰτημάτων. Τὴν μαθηματικὴ πληρότητα ποὺ ἔχει τὸ κείμενο τῆς Ἠθικῆς καὶ ποὺ μᾶς καθιστᾷ σήμερα προφανὲς ὅτι ἡ συγγραφὴ ἑνὸς «Διαφορικοῦ Λογισμοῦ» θὰ ἦταν στὸ μυαλὸ τοῦ Σπινόζα τὸ ἁπλούστερο τῶν πραγμάτων. Ἡ μαθηματικώτερη ἐκφράση τῆς Λογικῆς συμβαίνει ὅταν τὸ πεπερασμένο ἀνθρώπινο μυαλὸ βρίσκεται ὑποχρεωμένο νὰ κατηγορήση τὶς ἰδιότητες τοῦ ἄπειρου καὶ τοῦ αἰωνίου σὲ κάτι ἄλλο ἔξω ἀπὸ αὐτό, ἐπειδὴ καταλαβαίνει ὅτι, μιὰ καὶ ὑπάρχουν οἱ ἰδιότητες καὶ τὸ ἴδιο δὲν τὶς ἔχει (γι' αὐτὸ καθόλου δὲν ἀμφιβάλλει), σὲ κάτι ἄλλο πρέπει κατ’ἀνάγκην νὰ ἀναφέρωνται. Ἀλλὰ τὸ νὰ βάλῃς ἀξιώματα μὲ τὸ ἄπειρο καὶ νὰ θεμελιώσης ἰδιότητες μ' αὐτό, σημαίνει ὅτι ἐκάλυψες ἤδη μὲ ἐπάρκεια τὴν «μαθηματικὴ σκέψη». Ἀπαιτεῖται πολὺ λιγώτερη μαθηματικὴ φαντασία γιὰ τὶς ἀντινομίες τῆς Θεωρίας τῶν Συνόλων, ἀπὸ ὅσην χρειάζεται γιὰ νὰ καταλάβης τὴν «παναγαθότητα τοῦ Θεοῦ», προσέχοντας τά πράγματα τοῦ κόσμου.
Πρέπει λοιπὸν νὰ κάνωμε καὶ σὲ ἄλλα πράγματα ἀνάλογες διευκρινίσεις. Πρέπει λέγοντας τρεχόντως Φιλοσοφία νὰ διευκρινίζωμε τί ἐννοοῦμε.Ἐννοοῦμε ἄραγε τὴν Φιλοσοφία τοῦ Ἠράκλειτου καὶ τοῦ Νίτσε ἤ τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν Kant; Καὶ ἡ θρησκεία βέβαια φιλοσοφία εἶναι, ὅπως καὶ ἡ ποίηση. Ἡ διαφορὰ τοῦ Ἠράκλειτου καὶ τοῦ Πλάτωνα εἶναι ὅτι ὁ μὲν ἕνας δογματίζει, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται καμμιὰν ἀνάγκη ἐπεξηγήσεων – διότι ἡ ἐπαφή του μὲ τὸν κόσμο εἶναι μυθικὴ - ἐνῷ ὁ ἄλλος παλεύει μὲ τὸ «ταῦτον καὶ τὸ ἕτερον», μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο. Ὁ ἕνας εἶναι ἕνα μὲ τὸν κόσμο, ἐνῷ ὁ ἄλλος καταλαβαίνει πὼς εἶναι «κομμάτι» του καὶ συνεπῶς ἡ φιλοσοφία του εἶναι ἀκριβῶς ἡ σχέση του μ' αὐτόν. Ὑπάρχει, πιστεύομε, τεράστια μεθοδολογικὴ διαφορὰ καὶ εἶναι ἀνάγκη σήμερα, στὴν τεχνολογικὴ ἐποχή μας, νὰ τὴν σημειώνουμε γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε καὶ γιὰ νὰ ποῦμε τί ἀκριβῶς θέλομε. Ὑπάρχει ἡ Φιλοσοφία ἡ πρὶν ἀπὸ τά ἄτομα τοῦ Δημοκρίτου καὶ ὑπάρχει καὶ ἡ μετά. Ἡ πρώτη δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὰ - ἀφοῦ δὲν τά ἔχει, ἡ δεύτερη ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ βῆμα χωρὶς νὰ ἐξετάση τὸ πρόβλημα τῆς διαιρέσεως καὶ τοῦ μερισμοῦ τῶν πραγμάτων. Ἀπὸ ἐδῶ ὡς τὴν δεύτερη ἀντινομία τοῦ Kant δὲν ὑπάρχει οὔτε κενό, οὔτε καμμιὰ λοξοδρόμηση. Ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη κινεῖται ἐπὶ εὐθείας γραμμῆς. Πρέπει νὰ δείχνωμε ὅτι διευκρινίσαμε ἤδη τὴν σημασία τῶν πραγμάτων αὐτῶν, ὅταν τά συζητᾶμε. Καὶ σήμερα μάλιστα ἡ ἀνάγκη αὐτὴ εἶναι χρειαζούμενη περισσότερο ἀπὸ κάθε φορὰ. Τὸ πόσο ἀπομακρυσμένοι βρισκόμαστε ἀπὸ τὴν ἀρχαία σκέψη ἀποδεικνύει τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ νεοέλληνες διανοητὲς - μηδὲ τοῦ Γληνοῦ ἑξαιρουμένου - συνιστοῦν τὴν ἵδρυση «Ἰνστιτούτων κλασσικῶν σπουδῶν» γιὰ τὴν οἰκείωση τῆς ἀρχαίας σκέψης. Ἡ σκέψη αὐτὴ δηλαδή εἶναι κάτι τὸ «ξεχωριστό», καὶ χρῄζει ἰδιαίτερης μελέτης. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα κατὰ τίποτε δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν παληὰ πλάνη, ὅτι μαθαίνοντας στὰ σχολεῖα τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, θὰ μιλούσαμε τὴν Ἀρχαία γλῶσσα. Προσέγγιση τῆς ἀρχαίας σκέψης σημαίνει ἀναδρομὴ - δηλαδὴ πισωγύρισμα στὸν ἱστορικὸ δρόμο ποὺ διήνυσε ἡ ἀνθρωπότητα ὡς τώρα. Καὶ στὴν ἀναδρομὴ αὐτὴ - ποὺ ἔχει ἀφετηρία τὸ σήμερα - εἶναι ἀδύνατον νὰ ξεφύγωμε τὸ συναπάντημα μὲ τὶς εὐρωπαϊκὲς λεωφόρους. Τίποτε δὲν ἀποκλείει - ἀντίθετα μάλιστα ὑπάρχουν λόγοι νὰ πιστεύεται ὅτι ἔτσι θὰ συμβῇ - νὰ βροῦμε στὸν δρόμο αὐτὸν νέες διεξόδους, πρὸς τὴν ἀρχαία προβληματικὴ καὶ σκέψη. Ἐκεῖνο ποὺ ἀποκλείεται, εἶναι νὰ ἀγνοήσωμε τὶς εὐρωπαϊκὲς κατακτήσεις. Καὶ τοῦτο, ἁπλούστατα, ἐπειδὴ ἡ εὐρωπαϊκὴ σκέψη ἐκκινεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια προβληματικὴ μὲ τὴν ἀρχαία, - χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνῃ ὅτι δὲν προεκτείνεται ἡ ἴδια πρὸς κάποια δική της. Ὁ πλέον κατάλληλος νὰ μᾶς βοηθήση νὰ καταλάβωμε τί εἶπε ὁ Ἀρχιμήδης ἤ ὁ Πρόκλος, εἶναι ὁ Leibniz. Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι θέμα προαίρεσης, ἀλλὰ ἱστορικὸ δεδομένο. Ὅμοια δὲν θὰ μπορέσωμε ποτὲ νὰ κατανοήσωμε τὸν Εὐκλείδη χωρὶς τὸν Hilbert. Ὁ Hilbert δὲν εἶναι οὔτε λοξοδρόμηση, οὔτε ἀλλοίωση τοῦ Εὐκλείδη. Εἶναι ἡ ἱστορική του ἐξέλιξη καὶ τὸ συμπλήρωμά του. Μὲ τὴν ἑλλαδοπληξία - ποὺ ἄλλα εἶναι τά πρακτικά της τέλη - ἁπλῶς δονκιχωτίζομε, χωρὶς νὰ ξεγελᾶμε κανέναν. Οὔτε καὶ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Ἕνας Μαρξισμὸς σὰν γέννημα τῆς Ἑλλαδοκατάνυξης, εἶναι πολὺ ἀμφίβολο ἂν θὰ μπορέση νὰ ἔχῃ τὸ κοινωνικὸ περιεχόμενο ποὺ ἀπαιτοῦν οἱ ἱστορικὲς συγκυρίες, ἤ θὰ παραμείνη μιὰ ἁπλῆ παραλλαγὴ τῆς μέχρι τώρα διὰ τῆς ποιήσεως ἰδεολογικῆς ἐκτροπῆς.
Ἡ ἐκλογὴ ὡς πρὸς τὸ ἐρώτημα τοῦτο εἶναι φυσικὰ ἀνάλογη τῶν ἐπιδιώξεων καὶ θεωρητικῶν ἀποδοχῶν στὶς ὁποῖες κανεὶς προσφεύγει, μιὰ καὶ ἔσχατον τέλος τοῦ Μαρξισμοῦ, γιὰ κάθε Μαρξιστή, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀναλυτικῆς ἱκανότητος τρεχόντων κοινωνικῶν ζητημάτων, κατὰ τρόπον ἱστορικῶς ἐπωφελῆ.
Ἐδῶ ἀπαιτεῖται ἕνας ὁρισμὸς τῆς λέξης «ἡγεσία». Παληότερα, ἡγεσία ἐκαλεῖτο ἡ μειονότης ἐκείνη, ποὺ ἀξιοποιοῦσε τὸν μόχθο τῶν πολλῶν γιὰ τὴν παραγωγὴ ἔργων πολιτισμοῦ. Σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἦσαν ὑποχρεωμένοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐργάζωνται, ἦταν ἀκριβῶς ἡ παραγωγὴ ἔργων περιττῶν, ποὺ δὲν προωρίζονταν ποτὲ νὰ καταστοῦν κτῆμα τῶν πολλῶν. Σκοπὸς καὶ ὁρισμὸς τῆς ἡγεσίας ἦταν ἡ παραγωγὴ τέτοιων ἔργων".
ΑπάντησηΔιαγραφήNαί, αὐτὸς εἶναι πράγματι, μπράβο στὀν κο Κακλαμάνη, ἕνας κλασσικὸς ὁρισμὸς τῆς ἡγεσίας, ἡ ἡγεσία εἶναι ἡ ἡγεσία τοῦ περιττοῦ, ἅρα εἶναι ἤ ὄχι περιττή; Ἑναλλακτικὰ ὁ Τολστόη θεωρεῖ τὸν ἡγέτη σὰν τὸν τῦπο ποὺ εἶναι ὀ Καραγκιόζης τῶν πολλῶν (οἰ μάζες εἶναι ὁ Καραγκιοζοπαίκτης). Οὐσιαστικὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἡγεσίας εἶναι τὸ πρόβλημα τοῦ Κακοῦ, ποὺ εἶναι τὸ θεμελιωδέστερο θεολογικὸ ἐρώτημα. Ἕχει κάποια ἀξία τὸ κακό; Ἁπάντηση. Τὸ κακὸ εἶναι ἡ ἀξία. Καὶ ἡ ἀξία τὸ κακό, διότι ἡ ἔννοια τῆς ἀξίας εἶναι σωτηριολογική.
"...ἡ ἡγεσία εἶναι ἡ ἡγεσία τοῦ περιττοῦ, ἅρα εἶναι ἤ ὄχι περιττή;..."
ΑπάντησηΔιαγραφήἌν περιττὸ σημαίνει κάτι τὸ ἄχρηστο, τότε σαφῶς καὶ ἡ ἡγεσία δὲν εἶναι περιττὴ.
Τὸ περιττὸ ὅμως δὲν εἶναι κατ΄ ἀνάγκην ἄχρηστο. Μπορεῖ νά σημαίνει κάτι ποὺ ἁπλὰ περισσεύει.
Πάντως λίγο πιὸ κάτω, τὸ ἴδιο τὸ κείμενο δίνει ἀπάντηση
"... Αὐτὰ τά πράγματα ἠχοῦν ἴσως παράξενα στ’ αὐτιὰ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ὡστόσο οἱ κοινωνίες δὲν ἔχουν ἄλλο τρόπο νὰ προχωροῦν, δηλαδὴ νὰ παραγάγουν πολιτισμό..." καὶ "...Δὲν ὑπάρχουν κοινωνίες ποὺ νὰ προχωροῦν δίχως παρόμοιες ἀποδοχές..."
Δηλαδὴ ἡ οὐσία τῆς ἡγεσίας παραμένει ἴδια. Ἀλλάζει μόνον τό ἱστορικὸ περιεχόμενο. Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι οὔτε καλὴ οὔτε κακὴ.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήἩ "κοινωνία ποὐ προχωράει"εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ χριστιανικοῦ ποιμνίου, καθαρὰ καὶ ξάστερα. Τὀ πρόβλημα εἶναι ἡ σύγκρουση, ἐπιφανειακἀ ἔστω, μἐ τἠν ἐλεατικὴ ἀρχὴ τῆς ἁκινησίας (βλ. τἠν στατικοτητα τῶν βυζαντινῶν ἀναπαραστάσεων).
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρακαλῶ τοὺς σχολιαστὲς νὰ μὴν ἀφαιροῦν τὰ ἤδη ἐγκεκριμένα σχὸλια τους. Ἄν δὲν εἶναι βέβαιοι ὅτι θέλουν νά δημοσιευτοῦν, καλύτερα νὰ μὴν τὰ ὑποβἀλλουν.
ΑπάντησηΔιαγραφή...στἠν πραγματικότητα λοιπὀν τὀ πρόβλημα τοῦ κακοῦ εἶναι τὸ πρόβλημα τοῦ λάθους. Εἶναι λάθος τὸ σχόλιο τοῦ κου Καλαμπόκα, ἡ ἀφαίρεση τοῦ σχολίου ἤ ἡ διορθωση τῆς ἀφαίρεσης τοῦ σχολίου; Ἐξουσία, πισωγύρισμα καὶ ὑποκρισία μοιάζουν. Εἶναι κακά;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤό πρόβλημα τοῦ κακοῦ εἶναι πώς ὁ καθένας μας ζεῑ μέ διαφορετικές διαβαθμίσεις ἄγχους.
ΑπάντησηΔιαγραφήὌχι. Τὸ κακὸ εἶναι νὰ τρέχει κανεὶς νὰ ἁνέβῆι τὰ σκαλοπάτια τοῦ ἄγχους, αὐτὸ τὸ εἶχε καταλάβῃ ὁ καημένος ὁ Κάφκα. Μπροστὰ στὴν πόρτα δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις τίποτα. Ἡ μόνη λύση εἶναι νὰ μὴν κάνεις τίποτα καὶ νὰ ὰφήνεις τὶς διαβαθμίσεις νὰ παρουσιάζονται μόνες τους. Οἱ διαβαθμίσεις προσοχή. Δὲν εἶναι τοῦ καθενός, εἶναι ἀντικειμενικές. Ἡ ψυχανάλυση εἶναι τεράστια παγίδα διότι ἐπιμένει στὸ ἑγώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝιανιὰ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσωπικὰ ἀδυνατῶ νὰ καταλάβω πῶς συνδέεται τὸ κακὸ ἤ τὸ ἄγχος μὲ τὸ θεωρητικό σχῆμα ποὺ ἀναπτύχθηκε στὴν ἀνάρτηση.Πρὶν τὸ παρουσιάσω τὸ διάβασα πολλὲς φορὲς. Τὸ ξαναδιάβασα καὶ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι οἱ ἔννοιες τοῦ κακοῦ ,τοῦ ἄγχους, ἤ τῆς ἡδονῆς καὶ δὲν ξέρω καὶ γὼ τὶ ἄλλο, τοῦ εἶναι ἀχρείαστες. Τό βρίσκω ἀρτιμελὲς καὶ αὔταρκες. Τὸ ἄν κάποιος διαφωνεῖ ἤ ὄχι μὲ τὶς θέσεις ποὺ ἀναπτύσσονται, ε αὐτὸ εἶναι ἄλλο θέμα.
Ἡ ἐνασχόληση μὲ μεταφυσικὰ -φιλοσοφικὰ ζητήματα ἔχει νόημα ὅταν προηγουμένως ἔχει ἀναλυθῆ σὲ βάθος ἡ φυσικὴ διάστασή τους. Μιὰ φυσικὴ διάσταση τοῦ κοινωνικοῦ φαινομένου τῆς ἡγεσίας - γενικώτερα ἀλλά καὶ στὰ καθ'ἡμᾶς - παρουσιάζει τὸ κείμενο ποὺ ἀνήρτησα. Ἡ καταφυγὴ στὴν ψυχανάλυση καὶ τὴν μεταφυσικὴ ἔχει κάποιο λόγο ὕπαρξης μόνον μετὰ τὴν κατανόησή του. Προκύπτουν ἀπὸ τὴν συλλογιστικὴ τοῦ κειμένου ἀντιφάσεις , λογικὰ κενὰ, ἤ ἐρωτήματα ἀναπάντητα; Ἄν ὄχι , ὅλα καλὰ. Ἄν ναὶ πάλι ὅλα καλὰ καὶ προσπαθοῦμε μὲ ἄλλη συλλογιστικὴ ( π.χ. μεταφυσικὴ.. ) νά ἀπαντήσουμε.
Ἄν δὲν ἰδωθεῖ μὲ ἕναν τέτοιο τρόπο τὸ κείμενο τότε καὶ ἡ Μεταφυσικὴ καὶ πολὺ περισσότερο ἡ Ψυχανάλυση εἶναι ἀντιδραστικές. Μπορεῖ νά δίνουν κάποιες ἀπαντήσεις , ἀλλὰ τὶς δίνουν σέ ἐρωτήματα ποὺ θέτουν οἱ ἴδιες καὶ ὄχι σὲ ὅσα προέρχονται ἀπό τὴν φύση τῶν πραγμάτων ( στὴν περίπτωσή μας φύση εἶναι τὸ κείμενο )
Ναί. Ἁλλὰ ἡ θέαση τῆς κοινωνίας σὰν ἕναν ὑλικὸ ὁργανισμὸ εἶναι καὶ αὑτὸ κάτι ἱστορικό. Τὸ παραδέχεται καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κακλαμάνης. Παρόμοια, μπορεῖ ἕνα σωματικῶς φανερὸ σὲ μᾶς σῶμα, π.χ.ἕνα λιοντάρι, ἡ ψυχὴ ποὺ τὸ κατοικεῖ νὰ μὴν τὸ βιώνει σωματικά. Δηλαδὴ τὸ ἁγκάθι στὸ πόδι του τὸ λιοντάρι νὰ τὸ νιώθει σὰν καταιγίδα μέχρι ὁ Ἁνδροκλῆς νὰ θυμίσει στὸ λιοντάρι τὸ ὅτι ἔχει πόδι ποὺ πονοῦσε. Ἡ ἡγεσία λοιπὸν καὶ ἐκεῖ νομίζω ἔχω ἐπιφύλαξη, ξεκινάει ἀπὸ τὸν γιατρὸ ποὺ ξεχωρίζει τὸ αἵτιο ἁπὸ τὸ αἰτιατὸ καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ὁ Λουδοβίκος ὁ ιστ. εἶχε πλάι του τὸν Μολιέρο, ποὺ συνεχῶς τὰ ἔβαζε μὲ τοὺς γιατρούς γιὰ αὑτὸν τὸν λόγο, νομίζω.
ΑπάντησηΔιαγραφήἩ γενιὰ τοῦ 30 ἁπὸ τὰ λίγα ποὺ ξέρω εἶναι κάτι πολὺ ἁπλό. Πρόκειται γιὰ τὸν ἑλληνικὸ φασισμό.
YΓ. Εἷναι στἠν παραγνωρισμένη βυζαντινἠ θεολογία, νομίζω, ποὺ μποροῦν νὰ ἁναζητηθοῦν ἐπιστημονικἐς βάσεις γιἀ τἠν σύγχρονη Ἑλλάδα ποὺ νὰ μὴν ἐξωκείλουν στὀν συνδυασμὀ φασιστικῆς αἱσθητικῆς μεταφυσικῆς πρόσληψης ("τὀ διαβάζω καἰ μἐ θαυμάζει ὁ Ἁπόλλων") ἀφενὀς, στὀν βαλκανικὸ ἐπαρχιωτισμὀ ἁφετέρου ("πρέπει νἀβγάλουμε καἰ κανἀν μαθηματικὸ γιἀ νἀ μἠν ἔχουμε μόνον τὸν Λυγερό"). Διότι ἕνας κάποιος ἀνατολισμὸς εἶναι ἁναπόφευκτος. Τὀ νἀ συγκρίνουμε τἠν Ἑλλάδα μἐ τἠν Γαλλία εἶναι σἀν νἀ συγκρίνουμε μιἀ βυζαντινἠ εἰκόνα (προσοχή, ὄχι τὀν τσομπάνη μόνο) μὲ ἕναν πίνακα τοῦ Πουσσέν. Δἐν ὑστερεῖ ἡ βυζαντινὴ εἱκόνα, εἶναι ἁπλῶς ἄλλο πράγμα. Καἰ ὑποδηλώνει μιὰ ἱεραρχία, ποὺ ὄντας φτιαγμενη μἐ διαφορετικὰ ὑλικά, διαπερνάει, διαπερνιέται καὶ τραυματίζει καὶ τραυματίζεται ἁπὸ τὴν δυτική. Δἐν νομίζω λοιπὸν ὅτι εἶναι μεθοδολογικὀ σφάλμα τὀ νἀ ἐμμένουμε στὀ τραῦμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ3 Καἰ συγγνώμη γιὰ τἠν...φλυαρία ἤ μᾶλλον τὀ σπαστὸ τοῦ πράγματος. Στὀ Βυζάντιο κρύβεται μιἀ ἄς ποῦμε μυστικὴ γνώση ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατοικεῖται ἀπὸ ἕνα πνεῦμα, γιἀ τὀ Βυζάντιο εἶναι σίγουρα ὁ Θεὀς, καἰ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι ΔΕΝ τὀ ἐλέγχει ἀλλὰ ὅτι τὀ ἐλέγχει. Μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ κεφαλαιῶδες αἵτημα, τὰ ζητήματα τῆς ἡγεσίας καἰ τῆς προτεραιότητς τῆς ὕλης ἔναντι τοῦ πνεύματος παίρνουν τελείως διαφορετικἠ σημασία ἀπότι ἄν πάρουμε τὸ κοινωνικὸ ἱστορικὸ προτσὲς σἀν βάση ἀνάλυσης. Νομίζω πὼς ἐξηγῶ τὴν προβληματική μου ἀρκετἀ καθαρά, ἄλλο ἄν συνεισφέρω ἤ ὄχι στἠν κατανόηση τοῦ κειμένου. Γιὰ τὸ Βυζάντιο τὀ ὅτι ἐκλαμβάνεται ἡ ἐπιστήμη σἀν προτεραιότητα εἶναι ἤδη πολιτικὸ καἰ πνευματικὸ ἑπίδικο, κυριαρχίας ἤ ἀντίστασης.
ΑπάντησηΔιαγραφήἜχω τὴν αἴσθηση ὅτι μὲ τὴν ἴδια εὐκολία θὰ ἀνέπτυσσες τὰ ἴδια, ἀκόμα καὶ ἄν εἶχα ἀναρτήσει μιὰ συνταγὴ γιὰ μελομακάρονα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσωπικὰ δὲν ἔχω κάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημα μὲ τὴν προβληματικὴ σου, ὅσο καθαρὴ ἤ δυσνόητη καὶ ἄν εἶναι. Καὶ ἐνδιαφέρουσα τὴν βρίσκω καὶ ἀφιερώνω χρόνο καὶ προσπάθεια γιὰ νὰ τὴν κατανοήσω. Κάτι ὅμως ποὺ θὰ ἤθελα νὰ γὶνεται μὲ ἐπίδοξους σχολιαστὲς μὲ ἀφορμή τὰ κείμενα ποὺ γράφω.
Κάτι ὅμως ποὺ θὰ ἤθελα νὰ γὶνεται μὲ ἐπίδοξους σχολιαστὲς μὲ ἀφορμή τὰ κείμενα ποὺ γράφω.
ΑπάντησηΔιαγραφήἙὰν ἑννοεῖς ὅτι ὰρύομαι ἁπὸ λεπτομέρειες τοῦ κειμένου καὶ γράφω πράγματα ποὺ θὰ τάγραφα σὲ ὁποιοδήποτε κείμενο ἁπὸ τὸ ὁποῖο θά ἔβρισκα νὰ πιαστῶ μὲ ὰφορμὴ τὴν λεπτομέρεια καὶ ὄχι τὸ ἴδιο τὸ κείμενο, τότε σύμφωνοι. Ἁλλὰ δὲν κάνω αὐτό. Προσπαθῶ νὰ ἑξηγήσω ὄτι ἡ ἔννοια τοῦ ἱστορικοῦ προτσές, ὲφαρμοζόμενη στὴν Ἑλλάδα, εἶναι καταθλιπτικὴ γιὰ τὴν τελευταία, ἁλλὰ ὅτι ἄν βάλουμε κατὰ μέρος τὸ μεγαλύτερο κομμάτι τῆς νεοελληνικῆς διανόησης, ποὺ μεταχειρίζεται ὲργαλεῖα ἱστορικοῦ προτσές (ἁκόμα καὶ ὁ Σικελιανός!), καὶ δοῦμε πιὸ λεπτὰ τὸ τί συμβαίνει, ὰνακαλύπτουμε μιὰ περιοχὴ ποὺ δὲν βιώνει τὸν ἑαυτό της ἱστορικά. Ἡ δυτικὴ καὶ ἁκόμα περισσότερο ἡ προτεσταντικὴ ἁντίληψη θεωρεῖ ὅτι ὑπάρχει ἕνα πρᾶγμα, ἡ κοινωνία, στὴν ὁποία μετέχοντας κανεῖς ὰποκτᾷ τὸ καθῆκον τῆς σωτηρίας τῆς δικῆς του καὶ τῶν ἄλλων. Ἡ ὰνάπτυξη λ.χ.μεταλλουργίας στὴν Σέριφο ἔγινε ἁπὸ ἕναν τέτοιον τύπο,τὸν Γκρόμαν. Οἱ κάτοικοι τὴν μιὰ μετεῖχαν τὴν ἄλλη ὲξεγέρθηκαν, καὶ μέχρι σήμερα καλύτερα τὰ βρίσκουν μὲ τὸν τουρισμὸ παρὰ μὲ τὰ ὁρυχεῖα. Γιατὶ ὅμως, ὄχι διότι βρίσκονται σὲ διαφορετικᾶ στάδια τοῦ ἱστορικοῦ πρτσές, τόσο οἱ ἴδιοι ὅσο καὶ τὸ ἑλληνικὸ κράτος, ἁλλᾳ ὲπειδὴ ἡ σχέση τοῦ ὑποκειμένου μὲ τὸν Θεό, ἄρα τὴν κοινωνία, συλλαμβάνεται ἁπευθείας καὶ ὄχι διὰ τῆς κοινωνίας. Δηλαδὴ πάει Θεός-κοινωνία καὶ ὄχι κοινωνία-Θεός.
Γιὰ αὑτὸ ὰποτυγχάνουν οἱ νεοελληνικὲς ἁναλύσεις. Ἑπειδὴ γίνονται μὲ τὸν ἁναλυτῃ νὰ εἶναι ὁ μισὸς ἁπόξω καὶ ὁ μισὸς μέσα. Ἑπειδὴ ὅμως θέλουμε νὰ βροῦμε ἕνα νεοελληνικὸ ὑποκείμενο (ἡ Δὐση εἶναι σαφέστατα τέτοιο ὑποκείμενο) δὲν βρίσκουμε ἑλληνικὸ στὴν προσπάθειά μας νὰ ὲπιβεβαιώσουμε τὴν ὕπαρξη τοῦ Δυτικοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια θεωροῦμε ἑμεῖς οὶ ὁρθόδοξοι τοὺς Φράγκους αἱρετικούς, νὰ τὸ ποῦμε σταράτα, καὶ ἑπειδὴ δὲν τὸ παραδεχόμαστε, προκειμένου νὰ μὴν χάσουμε τὰ ὁφέλη, δὲν ἁναπτύσσουμε κοινωνικὸ ὑποκείμενο. Αὑτὸ τὸ κοινωνικὸ ὑποκείμενο δὲν θὰ θεωροῦσε τὸν πολιτισμὸ ὑλοποίηση ἱδεῶν. Θὰ θεωροῦσε τὶς Ἱδέες ὑλοποίηση τῆς Θείας βούλησης. Ἄν ὰρχίζαμε μὲ αὺτὸ τὸν τρόπο, θὰ βλέπαμε τὰ διαφορετικὰ στάδια τοῦ ἱστορικοῦ προτσές μὲ τελείως διαφορετικὸ τρόπο.
YΓ. Δίνω ἕνα ἄλλο παράδειγμα, τὀν Σεφέρη. Ὁ Σεφέρης δὲν εἶναι ἀστός. Στἠν Ἑλλάδα δἐν ὑπάρχει ἀστικὴ τάξη. Ὑπάρχει μόνο ἡ βυζαντινὴ ἔννοια τοῦ δυνατοῦ. Γι αὐτὸ ὁ Σεφέρης ὄταν ἑπισκέπτεται τὀν Ἕλιοτ κάτι δἐν πάει καλά. Μέσα του ὁ Σεφέρης σκέφτεται αὐτὸ ποὺ σκεφτόμαστε ὅλοι. - Αὐτοὶ εἶναι κουτόφραγκοι καὶ τοὺς θέλουμε μόνο γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἑκεῖ λοιπὸν ὁ Σεφέρης μεταχειρίζεται τἠν Δύση γιὰ νὰ φτιάξηι γιὰ τὸν ἑαυτό του ἕνα κοινωνικό, ὄχι ἐθνικὸ ὑποκείμενο. Ἕ αὐτὸ τὸ κοινωνικὸ ὑποκείμενο στἠν ἴδια τὴν Βυζαντινὴ θεολογία εἶναι ἁμαρτία.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Αὑτὸ τὸ κοινωνικὸ ὑποκείμενο δὲν θὰ θεωροῦσε τὸν πολιτισμὸ ὑλοποίηση ἱδεῶν. Θὰ θεωροῦσε τὶς Ἱδέες ὑλοποίηση τῆς Θείας βούλησης."
ΑπάντησηΔιαγραφήΔὲν βρίσκω τὸ ἕνα νὰ ἀποκλείει τὸ ἄλλο...μπορεῖ καὶ νὰ ἀλληλοσυμπληρώνονται
χμμμ. Ναί, ἀλλὰ δύσκολα. Ὁ Ἔλιοτ τὸ λέει ἀρχέγονο χριστιανισμό, εἶναι ἕνα μυστικιστικὸ στοιχεῖο στὴν ὸρθοδοξία ποὺ δὲν εἶναι δυτικὸ ἀνατολικὸ ἤ παγανιστικό. Βγῆκε στὸ φὼς περὶ τὸ 1821. Ὄταν δὲ ἁναμειγνύεται μὲ Δύση ἤ Άνατολή, διαστρέφεται καὶ γίνεται βίαιο. Ὅμως αὑτὸ εἶναι ἡ λεγομένη Ἑλλάς, νομίζω, καὶ ὁ Κιτσίκης ἔχει δίκιο νὰ μᾶς συγκρίνει μὲ τοὺς Ἑβραίους. Αὺτὸ τὸ στοιχεῖο εἶναι ποὺ οἱ συνήθεις ἁναλύσεις κατεμὲ δὲν προσεγγίζουν παρὰ ἐνοχικά. Διότι ἡ νεοελληνικὴ κοινωνία ντρέπεται νὰ τὸ βγάλῆι στὸ φῶς. Εἶναι λίγο σὰν τὶς κατακόμβες μὲ τὴν καλὴ ἔννοια.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://photoleke.ning.com/photo/photo/listForContributor?screenName=0hxbqjbxxqdlx
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://photoleke.ning.com/photo/3325868:Photo:513821?context=user
ΑπάντησηΔιαγραφή...ΠΟΥ ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΚΑΤΕΜΕ.....[ΣΙΚ]
ΑπάντησηΔιαγραφή....ΠΑΡΑΛΑΛΩ ΤΟΥΣ ΣΧΟΛΙΑΣΤΕΣ......[ΣΙΚ]...ΝΑ ΜΗΝ....