ΤΟ ΤΣΟΥΡΜΟ ΤΩΝ ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΩΝ (Κωστῆς Παπαγιώργης - " Κόσμος τοῦ Ἐπενδυτῆ" 16-4-2009)
Ὅπως καί στά βρέφη, τό κλάμα γενικά προηγεῖται τοῦ γέλωτος· ἀκόμα καί τό γελόκλαμα ἕπεται τοῦ κλάματος. Τό βλέπουμε καί στή δική μας πείρα ζωῆς· ὅσο ταυτιζόμαστε μέ τή ζωή καί τό ἄμεσο βίωμα, τά παίρνουμε ὅλα στά «σοβαρά», κατάκαρδα, ὅποτε ἀπόσταση δέν ὑπάρχει. Ἀντίθετα, μέ τίς λογῆς λογῆς ἀτυχίες ἀρχίζουμε νά κρατᾶμε κάποια ἀπόσταση, νά ἀντιδροῦμε σάν χιουμορίστες ἐκεῖ ὅπου ἄλλοτε τά βάφαμε μαῦρα. Τυχαία χαρακτήρισαν τό χιοῦμορ «εὐγένεια τοῦ ἀπελπισμένου»; Πρόσφατα, στούς σεισμούς τῆς Λ’ Ἀκουίλα, ἔβγαλαν ἀπό τά χαλάσματα μία γραῖα ἐνενήντα τόσο ἐτῶν πού παρέμεινε παγιδευμένη δύο εἰκοσιτετράωρα. Ὅταν λοιπόν τή ρώτησαν τί ἔκανε ἀναμένοντας τά συνεργεῖα, ἀπάντησε φυσικότατα: «Ἔπλεκα γιλέκο!». Ὤ θεία ἁπλότης, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Ἰωάννης ὁ Οὔσιος.
Οὔτε κραυγές, οὔτε μεγαλοστομίες οὔτε λυγμούς καί θέατρα – σέ ἕνα ποτήρι χωράει ὁ ὠκεανός. Χάρη στό ὀξύμωρ τοῦ νοῦ μας, ἀπό τά πράγματα ἀναδύεται ἕνα νόημα πού πιθανότατα δέν τό περιέχουν. Γιατί λέμε «σπεῦδε βραδέως»; «Φύλαγε τά ροῦχα σου γιά νά ’χεις τά μισά»; «Κυρίες μέ κεφαλαῖο “Π”»; Στό χιοῦμορ ὑποκρύπτεται κατά κανόνα ἕνα πικρό συμπέρασμα, κάτι τίς ἀνυπόφορο, πού μόνο μέ τό μασκάρεμα τό ξεγελᾶμε. Ὑπάρχει πιό κατάλληλο παράδειγμα ἀπό τόν μίστερ Μπίν, πού σχεδόν ποτέ του δέν γελάει; Κάθε κοινωνία γελάει ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού ζεῖ. Ὁ παλιός (καλός) ἑλληνικός κινηματογράφος, μέ τή φοβερή φουρνιά κωμικῶν (Λογοθετίδη, Χατζηχρῆστο, Σταυρίδη, Ἡλιοπουλο κ.λπ.), θεσμοποίησε τή φάρσα καί τήν καρικατούρα ὡς τερπνό λαϊκό εἶδος. Ἐφόσον ἀπευθυνόταν στίς λαϊκές τάξεις, δέν ἀπέβλεπε στήν ἐκλέπτυνση, στό «πνεῦμα», στήν κομψή κριτική. Ἀρκοῦσε ἡ ἀντιστροφή τῶν καταστάσεων, ἡ διόγκωση καί ἡ συστηματική κολακεία τοῦ κοινοῦ, γιά νά προκαλέσει τρικυμία γέλιου στήν πλατεία. Τό πόπολο ἔπαιρνε ἔτσι μικρές ἐκδικήσεις, ἀναγνώριζε τούς φίλους του στό πρόσωπο περιφρονημένων ἤ τυχάρπαστων λαϊκῶν τύπων, σπούδαζε μέ ἄλλα λόγια σέ ἕνα καλό φροντιστήριο συγκινήσεων πού ἄφηναν καλή μαγιά στήν καρδιά του. Νά ζεῖς δύσκολα καί νά λιγώνεσαι εὔκολα ἀπό τά ἄφθονα γέλια, νά ξεκαρδίζεσαι μέ θεάματα ὅπου γελοῦν ἀκόμη καί τά μπατζάκια σου, ἦταν μία λαϊκή τέχνη πού γιά εὐνόητους λόγους κατέκτησε τό κοινό. Μέ ἕναν λόγο, ἀπέβη βιοτεχνία γέλιου. Οἱ συνεχιστές ἦταν πολλοί. Μουστάκας, Χαϊκάλης, Πιατᾶς, Λογοθέτης, Φιλιππίδης, Κοντογιαννίδης, Σεφερλής κ.λπ. ἀκολούθησαν τά πατήματα τῶν πρωτοπόρων, καθιερώνοντας πιά ἕναν τρόπο καί ἕνα θεατρικό φέρεσθαι πού διεκδικεῖ τίτλους ἐντοπιότητας. Μέ τήν εἰσβολή τῆς τηλοψίας καί τή μεταπολιτευμένη κοινωνία μας, ἄρχισε νά ἀνατέλλει ὁ ἐπαγγελματίας κωμικός, πού ἀπεξαρτήθηκε ἀπό τή θεατρική κωμωδία, ἀπό τήν παρουσία οἱουδήποτε ἄλλου, διεκδικώντας τήν ἄμεση ἐπαφή μέ τό κοινό. Ὁ Χάρρυ Κλύνν ἐπέβαλε τόν κωμικό πού ἐκμεταλλεύεται τήν κωμική φλέβα γιά νά προβεῖ σέ κοινωνική κριτική, ἐγκαθιδρύοντας ἕναν τύπο γελωτοποιοῦ ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τήν ἀθωότητα καί τήν ἀφέλεια τοῦ παλαιοῦ παλιάτσου, ἐν ὀνόματι τῆς ὡριμασμένης συνείδησης. Αὐτή τή στάση ὁλοκλήρωσε, τηλεοπτικά πάντα, ὁ Λάκης Λαζόπουλος. Μίμος παρά καθαρόαιμος ἠθοποιός, ὁ Θεσσαλός ἐπέτυχε διάνα μέ τούς Μήτσους, ὅπου τά πορτρέτα νεοελλήνων εἶχαν ὄντως αὐθεντική πειστικότητα, γιά νά συνεχίσει πιά σέ ἕνα εἶδος φυσικῆς ἐπαφῆς μέ τό κοινό. Τό «Ἄλ Τσαντίρι», καταργώντας τή θεατρική μεταμόρφωση, βρῆκε καταφύγιο στήν εὔκολη κοινωνική κριτική, σέ ἕνα εἶδος σαθρῆς διαβουκόλησης τοῦ κοινοῦ αἰσθήματος, ὅπου ὁ κωμικός, ὡς λόγος τῆς ἀληθείας πλέον, θεσμοποιεῖται παραθεσμικά αὐτοανακηρυσσόμενος σέ «ἀπόλυτο πολίτη». Τό κόλπο γκρόσο σέ αὐτή τήν ἐπιχείρηση ἦταν ἀσφαλῶς ἡ βάναυση γελοιοποίηση προσώπων τοῦ δημόσιου βίου –γυναικῶν κατά προτίμηση-, ὅπου ὁ γελωτοποιός κερδίζει τήν καλή μαρτυρία «θάβοντας» τούς ἐκπροσώπους τοῦ κακοῦ γούστου. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι, ὅπου καλλιεργεῖται ὁ ἐκφαυλισμός, ὁ κωμικός χαίρεται χαρά μεγάλη, διότι τό πιάτο του εἶναι πάντα γεμάτο. Ἄν ἀναζητήσουμε λοιπόν κάποιο ἰσχυρότερο κωμικό ἔνστικτο, ὅπου δέν ἐφαρμόζεται κατ’ ἀνάγκη ἡ παλαιά ρήση «τό χθεσινό ψωμί φτουράει», δέν θά τό βροῦμε στήν τηλεόραση, οὔτε στίς κατά καιρούς κωμωδίες πού γίνονται σειρές, ἀλλά στό πτωχευμένο ραδιόφωνο. Ὁ Τζίμης Πανούσης γλίτωσε ἀπό πολλές ἐπιδημικές ἀσθένειες – πρίν ἀπ’ ὅλες, ἀπό τήν τηλεόραση. Γι’ αὐτό καί τό εἶδος πού καλλιεργεῖ δύσκολα τό κατανοεῖ κανείς. Εἶναι τραγουδιστής; Κοινωνικός κριτικός; Ἐπαγγελματίας φαρσέρ; Τζαμπάζης καί κλόουν; Ἀγέλαστος παντομιμικός πού πετάει πέτρες στή φακή τοῦ πεινασμένου; Ἔφηβος πού παριστάνει τόν ἐνήλικα; Τό καινοφανές μέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἔγκειται στό γεγονός ὅτι, γιά νά ἐκφραστεῖ, παραδίδεται σέ ἕνα στοιχεῖο. Πρίν καν ἀρχίσει, ἔχει σπάσει τό πιάτο. Ὁ ἴδιος εἶναι πάνω ἀπό τόν ἑαυτό του· ἀρνεῖται νά μιλήσει «σοβαρά», διότι ἡ σοβαρότητα χρωστάει στή σύμβαση, στήν ὑστεροβουλία καί ἐνίοτε στήν εὐτέλεια. Μέ ἕναν λόγο, θυμίζει μία ἱστορία ἀπό τόν Δόν Κιχώτη. Κάποιος γευσιγνώστης ἔκρινε ὅτι ἕνα βαρέλι κρασί «κρατάει» κάτι ἀπό σκοινί ἤ ἀπό σίδερο. Ὅταν λοιπόν ἔχυσαν τό κρασί, βρῆκαν στόν πάτο ἕνα κλειδί δεμένο μέ σπάγκο.
Ὅπως καί στά βρέφη, τό κλάμα γενικά προηγεῖται τοῦ γέλωτος· ἀκόμα καί τό γελόκλαμα ἕπεται τοῦ κλάματος. Τό βλέπουμε καί στή δική μας πείρα ζωῆς· ὅσο ταυτιζόμαστε μέ τή ζωή καί τό ἄμεσο βίωμα, τά παίρνουμε ὅλα στά «σοβαρά», κατάκαρδα, ὅποτε ἀπόσταση δέν ὑπάρχει. Ἀντίθετα, μέ τίς λογῆς λογῆς ἀτυχίες ἀρχίζουμε νά κρατᾶμε κάποια ἀπόσταση, νά ἀντιδροῦμε σάν χιουμορίστες ἐκεῖ ὅπου ἄλλοτε τά βάφαμε μαῦρα. Τυχαία χαρακτήρισαν τό χιοῦμορ «εὐγένεια τοῦ ἀπελπισμένου»; Πρόσφατα, στούς σεισμούς τῆς Λ’ Ἀκουίλα, ἔβγαλαν ἀπό τά χαλάσματα μία γραῖα ἐνενήντα τόσο ἐτῶν πού παρέμεινε παγιδευμένη δύο εἰκοσιτετράωρα. Ὅταν λοιπόν τή ρώτησαν τί ἔκανε ἀναμένοντας τά συνεργεῖα, ἀπάντησε φυσικότατα: «Ἔπλεκα γιλέκο!». Ὤ θεία ἁπλότης, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Ἰωάννης ὁ Οὔσιος.
Οὔτε κραυγές, οὔτε μεγαλοστομίες οὔτε λυγμούς καί θέατρα – σέ ἕνα ποτήρι χωράει ὁ ὠκεανός. Χάρη στό ὀξύμωρ τοῦ νοῦ μας, ἀπό τά πράγματα ἀναδύεται ἕνα νόημα πού πιθανότατα δέν τό περιέχουν. Γιατί λέμε «σπεῦδε βραδέως»; «Φύλαγε τά ροῦχα σου γιά νά ’χεις τά μισά»; «Κυρίες μέ κεφαλαῖο “Π”»; Στό χιοῦμορ ὑποκρύπτεται κατά κανόνα ἕνα πικρό συμπέρασμα, κάτι τίς ἀνυπόφορο, πού μόνο μέ τό μασκάρεμα τό ξεγελᾶμε. Ὑπάρχει πιό κατάλληλο παράδειγμα ἀπό τόν μίστερ Μπίν, πού σχεδόν ποτέ του δέν γελάει; Κάθε κοινωνία γελάει ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού ζεῖ. Ὁ παλιός (καλός) ἑλληνικός κινηματογράφος, μέ τή φοβερή φουρνιά κωμικῶν (Λογοθετίδη, Χατζηχρῆστο, Σταυρίδη, Ἡλιοπουλο κ.λπ.), θεσμοποίησε τή φάρσα καί τήν καρικατούρα ὡς τερπνό λαϊκό εἶδος. Ἐφόσον ἀπευθυνόταν στίς λαϊκές τάξεις, δέν ἀπέβλεπε στήν ἐκλέπτυνση, στό «πνεῦμα», στήν κομψή κριτική. Ἀρκοῦσε ἡ ἀντιστροφή τῶν καταστάσεων, ἡ διόγκωση καί ἡ συστηματική κολακεία τοῦ κοινοῦ, γιά νά προκαλέσει τρικυμία γέλιου στήν πλατεία. Τό πόπολο ἔπαιρνε ἔτσι μικρές ἐκδικήσεις, ἀναγνώριζε τούς φίλους του στό πρόσωπο περιφρονημένων ἤ τυχάρπαστων λαϊκῶν τύπων, σπούδαζε μέ ἄλλα λόγια σέ ἕνα καλό φροντιστήριο συγκινήσεων πού ἄφηναν καλή μαγιά στήν καρδιά του. Νά ζεῖς δύσκολα καί νά λιγώνεσαι εὔκολα ἀπό τά ἄφθονα γέλια, νά ξεκαρδίζεσαι μέ θεάματα ὅπου γελοῦν ἀκόμη καί τά μπατζάκια σου, ἦταν μία λαϊκή τέχνη πού γιά εὐνόητους λόγους κατέκτησε τό κοινό. Μέ ἕναν λόγο, ἀπέβη βιοτεχνία γέλιου. Οἱ συνεχιστές ἦταν πολλοί. Μουστάκας, Χαϊκάλης, Πιατᾶς, Λογοθέτης, Φιλιππίδης, Κοντογιαννίδης, Σεφερλής κ.λπ. ἀκολούθησαν τά πατήματα τῶν πρωτοπόρων, καθιερώνοντας πιά ἕναν τρόπο καί ἕνα θεατρικό φέρεσθαι πού διεκδικεῖ τίτλους ἐντοπιότητας. Μέ τήν εἰσβολή τῆς τηλοψίας καί τή μεταπολιτευμένη κοινωνία μας, ἄρχισε νά ἀνατέλλει ὁ ἐπαγγελματίας κωμικός, πού ἀπεξαρτήθηκε ἀπό τή θεατρική κωμωδία, ἀπό τήν παρουσία οἱουδήποτε ἄλλου, διεκδικώντας τήν ἄμεση ἐπαφή μέ τό κοινό. Ὁ Χάρρυ Κλύνν ἐπέβαλε τόν κωμικό πού ἐκμεταλλεύεται τήν κωμική φλέβα γιά νά προβεῖ σέ κοινωνική κριτική, ἐγκαθιδρύοντας ἕναν τύπο γελωτοποιοῦ ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τήν ἀθωότητα καί τήν ἀφέλεια τοῦ παλαιοῦ παλιάτσου, ἐν ὀνόματι τῆς ὡριμασμένης συνείδησης. Αὐτή τή στάση ὁλοκλήρωσε, τηλεοπτικά πάντα, ὁ Λάκης Λαζόπουλος. Μίμος παρά καθαρόαιμος ἠθοποιός, ὁ Θεσσαλός ἐπέτυχε διάνα μέ τούς Μήτσους, ὅπου τά πορτρέτα νεοελλήνων εἶχαν ὄντως αὐθεντική πειστικότητα, γιά νά συνεχίσει πιά σέ ἕνα εἶδος φυσικῆς ἐπαφῆς μέ τό κοινό. Τό «Ἄλ Τσαντίρι», καταργώντας τή θεατρική μεταμόρφωση, βρῆκε καταφύγιο στήν εὔκολη κοινωνική κριτική, σέ ἕνα εἶδος σαθρῆς διαβουκόλησης τοῦ κοινοῦ αἰσθήματος, ὅπου ὁ κωμικός, ὡς λόγος τῆς ἀληθείας πλέον, θεσμοποιεῖται παραθεσμικά αὐτοανακηρυσσόμενος σέ «ἀπόλυτο πολίτη». Τό κόλπο γκρόσο σέ αὐτή τήν ἐπιχείρηση ἦταν ἀσφαλῶς ἡ βάναυση γελοιοποίηση προσώπων τοῦ δημόσιου βίου –γυναικῶν κατά προτίμηση-, ὅπου ὁ γελωτοποιός κερδίζει τήν καλή μαρτυρία «θάβοντας» τούς ἐκπροσώπους τοῦ κακοῦ γούστου. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι, ὅπου καλλιεργεῖται ὁ ἐκφαυλισμός, ὁ κωμικός χαίρεται χαρά μεγάλη, διότι τό πιάτο του εἶναι πάντα γεμάτο. Ἄν ἀναζητήσουμε λοιπόν κάποιο ἰσχυρότερο κωμικό ἔνστικτο, ὅπου δέν ἐφαρμόζεται κατ’ ἀνάγκη ἡ παλαιά ρήση «τό χθεσινό ψωμί φτουράει», δέν θά τό βροῦμε στήν τηλεόραση, οὔτε στίς κατά καιρούς κωμωδίες πού γίνονται σειρές, ἀλλά στό πτωχευμένο ραδιόφωνο. Ὁ Τζίμης Πανούσης γλίτωσε ἀπό πολλές ἐπιδημικές ἀσθένειες – πρίν ἀπ’ ὅλες, ἀπό τήν τηλεόραση. Γι’ αὐτό καί τό εἶδος πού καλλιεργεῖ δύσκολα τό κατανοεῖ κανείς. Εἶναι τραγουδιστής; Κοινωνικός κριτικός; Ἐπαγγελματίας φαρσέρ; Τζαμπάζης καί κλόουν; Ἀγέλαστος παντομιμικός πού πετάει πέτρες στή φακή τοῦ πεινασμένου; Ἔφηβος πού παριστάνει τόν ἐνήλικα; Τό καινοφανές μέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἔγκειται στό γεγονός ὅτι, γιά νά ἐκφραστεῖ, παραδίδεται σέ ἕνα στοιχεῖο. Πρίν καν ἀρχίσει, ἔχει σπάσει τό πιάτο. Ὁ ἴδιος εἶναι πάνω ἀπό τόν ἑαυτό του· ἀρνεῖται νά μιλήσει «σοβαρά», διότι ἡ σοβαρότητα χρωστάει στή σύμβαση, στήν ὑστεροβουλία καί ἐνίοτε στήν εὐτέλεια. Μέ ἕναν λόγο, θυμίζει μία ἱστορία ἀπό τόν Δόν Κιχώτη. Κάποιος γευσιγνώστης ἔκρινε ὅτι ἕνα βαρέλι κρασί «κρατάει» κάτι ἀπό σκοινί ἤ ἀπό σίδερο. Ὅταν λοιπόν ἔχυσαν τό κρασί, βρῆκαν στόν πάτο ἕνα κλειδί δεμένο μέ σπάγκο.
Eνταξει καλα τα λεει σε αρκετα σημεια ο Παπαγιωργης, Ζαρα. Εχω απλα επιφυλαξεις στις λεξεις που χρησιμοποιει για τους παλιους και σε ενα-δυο σημεια ακομη.Λεει:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Κάθε κοινωνία γελάει ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού ζεῖ. Ὁ παλιός (καλός) ἑλληνικός κινηματογράφος, μέ τή φοβερή φουρνιά κωμικῶν (Λογοθετίδη, Χατζηχρῆστο, Σταυρίδη, Ἡλιοπουλο κ.λπ.), θεσμοποίησε τή φάρσα καί τήν καρικατούρα ὡς τερπνό λαϊκό εἶδος. Ἐφόσον ἀπευθυνόταν στίς λαϊκές τάξεις, δέν ἀπέβλεπε στήν ἐκλέπτυνση, στό «πνεῦμα», στήν κομψή κριτική. Ἀρκοῦσε ἡ ἀντιστροφή τῶν καταστάσεων, ἡ διόγκωση καί ἡ συστηματική κολακεία τοῦ κοινοῦ, γιά νά προκαλέσει τρικυμία γέλιου στήν πλατεία"
-Καταρχην ποθεν προκυπτει πως απευθυνονταν στις λαικες ταξεις και μονο;Θα μου πεις, πρεπει να μας ξεκαθαρισει τι εννοει "λαικες ταξεις".Παρακατω μιλει και για ποπολο που παιρνει εκδικηση...Απο πουθενα δεν προκυπτει τετοιο κλιμα στους θεατες του ελληνικου κινηματογραφου της εποχης.Μαλλον ετσι τα φανταζεται.Αλλα η πραγματικοτητα δεν συμβαδιζει με τις κοινωνικοιδεολογικες αναλυσεις των πνευματικων ανθρωπων.Ειναι πιο επιπεδη,πιο ρηχη.Παντως οτι περιεχομενο και να δωσει στον ορο,σαν αφορισμος δε στεκει.
-"δέν ἀπέβλεπε στήν ἐκλέπτυνση";;;Μα υπαρχει πιο εκλεπτυσμενο,πιο πνευματωδες και ουσιαστικο χιουμορ απο του Λογοθετιδη;
-απο ολη το κειμενο,κατα τη γνωμη μου, απουσιαζει μια κρισιμη λεξη.Η λεξη που κανει τη διαφορα και αποτελει το πλεον χαρακτηριστικο γνωρισμα του ελληνικου κινηματογραφου των δεκαετιων 50-60. Η λεξη "ηθογραφια". Αυτο ειναι το κυριο και διαφοροποιο,απο τα μετεπειτα ειδη,στοιχειο.
-Γνωμη μου,λιγο ακραια,αλλα το πιστευω: αποτελει μεγιστη αστοχια να μπαινει στο κειμενο το ονομα του Σεφερλη.Ο Σεφερλης υπηρετει το ειδος "μπαλαφαρα".Προς τιμην του το παραδεχεται και ο ιδιος.Και παντως ειναι αλλου γαλαξια προιον.Καμμια,μα απολυτως καμμια,σχεση με τους παλιους,των οποιων συνεχιστη(!) τον ονομαζει ο Παπαγιωργης.Ουτε μπορει να μπαινει το ονομα του Μουστακα διπλα στο ονομα του Σεφερλη.Καμμια σχεση.
Στα λοιπα καλα τα λεει.
Με το μπαρδόν, αλλά ο τύπος λέει παπαριές. Σταχυολογώ μερικές.
ΑπάντησηΔιαγραφή1. "Το τσούρμο των γελωτοποιών" Ή δεν ξέρει το ακριβές νόημα της λέξης ο τύπος ή θέλει να υποβαθμίσει την αξία των αναφερομένων κωμικών (πλην Σεφερλή ,βεβαίως, ο οποίος, όντως είναι η προσωποποίηση του γελοίου-γελωτοποιού). Υιοθετώ την πρώτη εκδοχή, αν κρίνω κι απ΄ τη χρήση της λέξης "γελόκλαμα" Είπαμε γλωσσοπλάστης, όχι γλωσσοκλάστης!
2. Απ' την ανάγνωση του κειμένου προκύπτει σαφώς το συμπέρασμα πως ο τύπος κάτι έχει ακούσει για Ελληνικές ταινίες ,αλλά δεν έχει δει καμμία! "Ἀρκοῦσε ἡ ἀντιστροφή τῶν καταστάσεων, ἡ διόγκωση καί ἡ συστηματική κολακεία τοῦ κοινοῦ, γιά νά προκαλέσει τρικυμία γέλιου στήν πλατεία". Ρε φίλε, δεν πας να δεις αν έρχομαι; Τον "Θόδωρο και το δίκαννο", "την κυρά μας τη μαμμή" κι άλλα κι άλλα τα έχεις δει; Πού την είδες τη διόγκωση και την κολακεία του κοινού;
3."Στό χιοῦμορ ὑποκρύπτεται κατά κανόνα ἕνα πικρό συμπέρασμα, κάτι τίς ἀνυπόφορο, πού μόνο μέ τό μασκάρεμα τό ξεγελᾶμε". ΟΥΓΚ!
4. Άρκετά, γιατί τα πήρα με τον παπάρα! Της ψολής μας τα παιδιά ιερείς και συγγραφείς!
Ἐννοεῖται πώς τό τονισμένο κείμενο τό ἔκανα ἐγώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή==================================
Πρώτ
Προφανῶς τά ὀνόματα τά ἔχει κατά χρονική σειρά, πώς ἐμφανίσθηκαν μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου. Δέν σημαίνει ὅτι ἡ παράθεσή τους στήν ἴδια φράση τά τσουβαλιάζει στήν ἴδια κατηγορία.
Πρῶτα πρῶτα γιά τήν κολακεία, λέει ὅτι ἀρκοῦσε, δέν χαρακτηρίζει τούς κωμικούς κόλακες, οὔτε τό εἶδος πού ὑπηρέτησαν. Καί μήν κολλᾶς σέ λέξεις καί φράσεις ὅπως κολακεία, ἐκλέπτυνση, «πνεῦμα», πού ἄλλες εἶναι μέ εἰσαγωγικά ἄλλες ὄχι. Ἡ κομψότητα καί ἡ ἐκλεπτυσμένη ἔκφραση μποροῦν νά γίνουν ἀντιληπτές καί μέ θετικό περιεχόμενο( ὅπως τό ἐννοεῖς ἐσύ στή φράση σου) καί μέ ἀρνητικό, (ὅπως τό ἐννοεῖ ὁ Παπαγιώργης στό κείμενο -καθωσπρεπισμός). Τό παίρνω ἐκδίκηση δέν σημαίνει ἀναγκαστικά « πώς ἐπειδή ταυτίζομαι μέ τόν λαϊκό ἥρωα Ζῆκο (Χατζηχρῆστο) τήν ἔχω στήσει στή γωνία , καί περιμένω τό αἱμοβόρο ἀφεντικό Δούκα ( δέν θυμᾶμαι τό ὄνομα στήν ταινία “Τῆς κακομοίρας”), γιά νά τοῦ τήν φέρω πισώπλατα»Μιά ἀθώα ἀνατροπή μπορεῖ ἄνετα να ἑρμηνευθεῖ καί σάν ἐκδίκηση. Γιατί ἄν κολλᾶμε σέ τέτοια γιά νά καταλήξουμε κάπου ( δέν τό λέω γιά σένα αὐτό , γενικά μιλάω) τότε δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε , τίς προηγούμενες ἀναφορές τοῦ ἀρθρογράφου σέ «φουρνιά φοβερῶν κωμικῶν», «ἄφηναν καλή μαγιά».
Κατά τήν γνώμη μου φανερή καί ὀρθότατη εἶναι ἡ σύγκριση τῶν ἐποχῶν μεταξύ τους, ὡς πρός τά μέσα, τήν σχέση καί ἐπικοινωνία κοινοῦ καί κωμικοῦ.
Νομίζω πώς καί ἀπό τήν θεματολογία τῶν ταινιῶν εἶναι φανερό πώς ὁ βασικός ἀποδέκτης τῶν ταινιῶν αὐτῶν ἦταν οἱ λαϊκές τάξεις.
Τέλος πάντων προφανῶς ἑρμηνεύουμε διαφορετικά τό κείμενο –ὄχι ὅλο- , καί γιά τόν Λογοθετίδη πού εἶναι ὁ κορυφαῖος τῶν κορυφαίων, οὐδόλως ἀρνητικό εἶναι, ἴσα ἴσα. Ἐπίσης καί τό σφάξιμο μέ τό γάντι πού κάνει στόν Λαζόπουλο ἤ ὁ ἔπαινος πρός τόν Πανούση ἀποτυπώνει θαυμάσια -κατά τήν γνώμη μου -τό σήμερα.
Usound
Μέ τό μπαρδόν βεβαίως, βεβαίως
ἄν τά ἔχεις πάρει σοῦ συνιστῶ ξυδάκι, τήν ποσότητα ρύθμισε τήν ἐσύ.
Καί ἄν δέν σέ πιάσει τό ξύδι, ἐπιεικῶς σοῦ ἀπαντῶ πώς ἄν ὁ τύπος ἤ ὅπως τόν χαρακτηρίζεις « παπάρα», ἤ «τῆς ψωλῆς σου τό παιδί, πού ἔγινε ἱερεύς καί συγγραφεύς» λέει παπαριές μία φορά, ἐσύ τότε λές δεκαπλάσιες - μέ τό μπαρδόν καί ἐγώ, ἀλλά στό ξύδι εἷμαι ἀλλεργικός χεχεχε. Αὐτά ὡς πρός τό ὕφος.
Θά σχολιάσω ὅμως καί τίς παρατηρήσεις σου.
1. Σού πέρασε ἀπό τό μυαλό μέ τό τσοῦρμο νά ἐννοεῖ τήν σύγχρονη φουρνιά γελωτοποιῶν, καί ἐσύ νά τούς τσουβαλιάζεις ἀσυναίσθητα μέ τούς παλιούς;
Στό κάτω κάτω νομίζω πώς ἡ διάκριση πού κάνει σέ παλιούς καί νέους εἶναι καθαρή καί σαφής ὑπέρ τῶν πρώτων, ἄν καί γιά μένα τό ζητούμενο δέν εἶναι ἡ ἀπονομή μεταλλίων.
2. Γιατί σέ ξενίζει ὁ χαρακτηρισμός τῶν ὅρων, ὑπερβολή ( διόγκωση) , άντιστροφή καταστάσεων. Ἡ άνατροπή καί ἡ ὑπερβολή εἶναι βασικά συστατικά τῆς κωμωδίας. Οἱ ταινίες πού ἀνέφερες, καί ὄχι μόνον, βρίθουν ἀπό αὐτά. Μήπως παραείσαι ἀκριβολόγος ; Ἄν ἀντί για ἀντιστροφή ἔλεγε ἀνατροπή καταστάσεων εἴμαστε ἐντάξει; Και θα σοῦ πῶ καί τό ἄλλο ( ὄχι γιά νά σέ κολακέψω, ἄν και ἡ κολακεία δέν σημαίνει μονοσήμαντα κάτι ἀρνητικό ἤ ἐπιλήψιμο ). Καί στά δικά σου κείμενα διακρίνονται τά προηγούμενα στοιχεῖα, καί εἶναι πολύ θετικό.
3.Νά στό πῶ ἀλλιῶς, « τό χιοῦμορ εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς ἀπελπισίας» ΑΓΚΟΥ!!! ( και ὄχι οὔγκ)
4. Στό τέταρτο σχόλιό σου ἀναφέρθηκα στήν ἀρχή.
ΥΓ. Καλά ἔχουν νά πέσουν ἀναρτήσεις μέ Παπαγιώργη...
Κοίτα να δεις, Σπύρο! Σχολίασα το κείμενο και κατ' αντανάκλαση τον συγγραφέα. Απήντησες σαν η κριτική να αφορούσε το πρόσωπό σου! Κι εμένα μ αρέσει ο Καραγάτσης, τον οποίο εσύ άνετα μπορεί να θεωρείς παπάρα και να το δηλώσεις δημόσια. Η διαφορά μας είναι πως εγώ δεν θα σε βρίσω για την άποψή σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ. Η αναφορά στα κείμενά μου ήταν τουλάχιστον άστοχη! Δεν διεκδικώ ούτε καν φαντάστηκα ποτέ πως μπορεί κάποιος να με θεωρήσει συγγραφέα. Καλαμπουρτζής κι ίσως κακού γούστου είμαι. Απορώ πάντως για την επίθεση!!!!!!!!!!!!
Τι απέγινε ο απαραίτητος αυτοσαρκασμός της κωμωδίας μας;
ΑπάντησηΔιαγραφή"Και όλο νεύρα όλο φωνές όλο γκρίνια."
"Κακώς"
"Και δεν εμπιστεύεται πιά κανένα"
"Καλώς"
"Και μας βρίζει για ψύλλου πήδημα"
"Κακώς"
Διάλογος Αυλωνίτη-Φόνσου στο έξυπνο πουλί
Ωωωχχχουυυ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιά ἐπίθεση;;;
Κοίταξε ἡ ἀλήθεια εἷναι πώς καί ἐγώ ψιλοαπόρησα μέ τό ὕφος σου, ( στήν ἄποψη σου ἀπάντησα ξεχωριστά ὅπως θά εἶδες ), καί αὐτό πού ἐσύ θεώρησες ὕβρι ἀναφερόταν στό ὕφος τῆς γραφῆς, καί ὄχι στήν ἄποψη.
Λέω πρίν πώς ψιλοαπὁρησα, γνωρίζω βέβαια τόν αὐθορμητισμό καί τήν ἀμεσότητα στό γράψιμό σου, πρέπει ὅμως καί ἐσύ νά δεχθεῖς πώς σέ κάποιο βαθμό μπορεῖ νά ἔχω καί έγώ αὐτό τό χαρακτηριστικό, δέν εἷναι άποκλειστικό σου προνόμιο. Ἄν μάλιστα μέ ἐκφράζει ὁ συγγραφεύς νομίζω ὅτι λογικό εἷναι νά μέ παίρνουν καί μένα τά σκάγια ( ἐπαναλαμβάνω δέν ἀναφέρομαι στήν οὐσία τῆς ἄποψής σου)
Ὅσο γιά τήν ἀναφορά στά κείμενα σου, γιατί νά σέ ένοχλήσει, δέν τό πιάνω. Σέ ἐνόχλησαν κάποιοι ὅροι, ὅπως διόγκωση, ἀντιστροφή καταστάσεων, στούς ὁποίους ἄν κατάλαβα καλά ἔδωσες ἀρνητική σημασία, ε κσί ἐγώ θεωρῶ πώς δέν ἔχουν άρνητική σημασία, τό ἀντίθετο μάλιστα, καί εἷναι οὐσιαστικά συστατικά τοῦ κωμικοῦ στοιχείου. Ἡ άναφορά στά κείμενά σου ἔγινε γιά νά γίνει πιό άντιληπτό. Έπί πλέον οὔτε μειωτικά τά ἀνέφερα, κάθε ἄλλο.
Πρός τό παρόν πάω γιά τό β ἡμίχρονο στήν μπάλλα
Αν ταυτίζεσαι με το συγγραφέα, ζητώ συγγνώμη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι επειδή το "Ωωωχχχουυυ" εκφράζει βαριεστημάρα, κοινώς "μας τάπρηξες", να είσαι σίγουρος πως είναι η τελευταία φορά που στα πρήζω.
Ρε σεις,ειρηνη ημιν!Θα προσπαθησω να βαλω τα πραγματα σε μια σειρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταρχην κατα τη γνωμη μου και απο οσο ψυχανεμιζομαι-χωρις να τον εχω διαβασει-ο Παπαγιωργης ειναι καλος,πολυ καλος συγγραφεας και ανθρωπος που δεν μπαινει στα γνωστα καλουπια του συρμου.ΟΜΩΣ Ζαρα μου,το συγκεκριμενο κειμενο εχει αστοχιες.Τα ξαναλεω λιγο πιο αναλυτικα:
-καταρχην δεν γνωριζω αν το κειμενο ειναι αποσπασμα ή ολο το αρθρο.Αν-λεω αν-ειναι ολοκληρο, τοτε Ζαρα σκεψου το εξης:αν καποιος αγνοει τον ελληνικο κινηματογραφο,αν δεν εχει δει ουτε μια ταινια και διαβασει το κειμενο τοτε αποκτα στρεβλη,τελειως στρεβλη εικονα.
-συμφωνουμε,ειμαι σιγουρος πως οι ηθοποιοι εκεινοι ηταν τεραστια μεγεθη,οχι μονο για τα ελληνικα δεδομενα. Ας πουμε το καμαρι των Γαλλων, ο Λουι ντε Φινες, φανταζει ενας κλοουν β'κατηγοριας μπροστα στον Λογοθετιδη και τον Χατζηχρηστο.Δεν μπορει λοιπον ο Παπαγιωργης οταν μιλαει για ιερα τερατα να χρησιμοποιει λεξεις οπως "φαρσα" και "καρικατουρα".Απο ολες τις λεξεις αυτες βρηκε;;;Για αυτο και εγω ψρησιμοποιησα την λεξη αστοχια.
-οπως ειπα αφου κανει μια αναλυση του ελληνικου κινηματογραφου της εποχης,δεν μπορει να μην χρησιμοποιει την λεξη ηθογραφια.Ειναι το κατεξοχην χαρακτηριστικο των ταινιων και οφειλεται κυριως στους κολλοσους σεναριογραφους(Σακελλαριος,Τσιφορος,Βασιλειαδης,Ντ.Δημοπουλος κ.α) και στη συνεχεια στους ηθοποιους αυτους.Οσοι δεν ζουσαν τις δεκαετιες εκεινες αν δουν δεκα ταινιες της εποχης εχουν πληρεστατη εικονα για τα ηθη,τα προβληματα,τις νοοτροπιες,τις συνηθειες,τον τροπο σκεψεις των Ελληνων της εποχης.Αυτη η σημαντικοτατη διασταση απουσιαζει απο το κειμενο.
-ξαναλεω μεγιστη αστοχια ειναι να ονομαζεις τον Σεφερλη διαδοχο των ιερων τερατων.Εγω,αν ημουν Σεφερλης,θα κορναριζα το αρθρο στο καμαρινι μου για να καμαρωνω.Ξαναλεω απλα:καμμια σχεση.
-Ο usound λεει:"Τον "Θόδωρο και το δίκαννο", "την κυρά μας τη μαμμή" κι άλλα κι άλλα τα έχεις δει; Πού την είδες τη διόγκωση και την κολακεία του κοινού;". Εχει δικιο ρε Ζαρα!Που την ειδε την κολακεια ο Παπαγιωργης;Και λεει και "συστηματικη κολακεια"(!).
-στα περι Πανουση αποδεικνυει οτι το κατεχει το θεμα.Ειμαι βεβαιος πως τον εχει παρακολουθησει πολλες φορες,θα ακουει τις εκπομπες,τους δισκους κλπ.Υποψιαζομαι πως η αναλυση του για τους παλιους ειναι ανευ καλης γνωσης του αντικειμενου.Και παντως ειναι αποτελεσμα πλημελλους αντιληψης ενος "κινηματογραφικου φαινομενου" που ομοιο του δεν υπαρχει πουθενα μεταπολεμικα.Τετοια πλημμυρα εξαιρετων ηθοποιων και φοβερων γραφιαδων-σε μεγαλους αριθμους-δεν ξαναγινεται.
-Με αφορμη το post και τις διαφωνιες μας θελω να πω το αυτονοητο που ξεχναμε:εννοειται πως οι ανθρωποι τους οποιους παραδεχομαστε,διαβαζουμε κλπ ενιοτε λενε και λαθη ή ακομη και ασχετιες(οπως ολοι μας).Ειναι φυσιολογικο.Το αντιθετο θα ηταν παραξενο.Αυτο δεν μειωνει την αξια τους.Δεν ειμαστε μανιχαιστες.Ουτε μηδενιζουμε.Αλλα και δεν ξεχναμε πως εχουμε γνωμη.Ιδιως για θεματα που κατεχουμε.Και επειδη τις εχω λιωσει αυτες τις ταινιες Ζαρα(οχι οπως ολοι που τις εχουμε δει 10 φορες...σου μιλαω για-δεν υπερβαλω-λιωσιμο),πιστευω πως ο Παπαγιωργης,στο συγκεκριμενο θεμα εριξε τη μπαλα αουτ.Αλλα παραμενει στραικερ ολκης.
Ειρηνη ημιν τεκνα μου!
Πρωτ, μόλις ξαναμπήκα μετά την μπάλλα, δέν θά τό διαβάσω τώρα ὅλο τό σχόλιο γιατί νυστάζω, αὔριο θά τό μελετήσω, άπό ἕνα γρήγορο , μά πολύ γρήγορο διάβασμα πού ἔκανα στά πεταχτά, δηλώνω:
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπερδεύτηκες καί ἐσύ
Δέν μέ άπασχολεί , δέν μέ πειράζει ἡ δαφορετική θέση, ἄποψη,
τό ὕφος σχολίασα, ἀποκλειστικά τό ὕφος, ε δεῖτε ἐπί τέλους πώς στήν οὐσία τῆς ἄποψης ἔχω άπαντήσει ξεχωριστά. Δέν μπαίνει θέμα ἄν θά συμφωνήσει μαζί μου κάποιος, μέ τόν Παπαγιώργη ἤ μέ ὁποιονδήποτε, ἄν θά διαφωνήσει,....
ε στό κάτω κάτω ἄν μιλήσεις ἐσύ κάπως μπορῶ νά μιλήσω καί ἐγώ παρόμοια ( ξαναλέω γιά στό ὕφος άναφέρομαι)
usound
δέν εἷπα ὅτι ταυτίζομαι, εἶπα πώς μέ ἐκφράζει
δέν χρειάζεται καμμιά συγγνώμη,
καί κάτι ἀκόμα μήν βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα
τό ωωωχχχουυ δέν ἤτανε βαριεστημάρα πιό πολύ πλησίαζε στό "τρείς λαλοῦν και δυό χορεύουν", εε μά τί νά πῶ, πρίν μερικούς μῆνες εἷχα πεί ἕνα "ἄντε καληνύχτα" καί τό "ἄντε" σάν νά σοῦ κακοφάνηκε,...μέ τό ωωωχοοουυ τί σέ πείραξε πάλι
τό πρῶτο πράγμα πού θά βαρεθῶ σίγουρα εἶναι ἄλλα νά λέω καί ἄλλα νά καταλαβαίνει κάποιος
ἄν ὑπάρξει ἑπόμενο σχόλιο ἄς εἷναι ἤ γιά τήν δημιουργηθεῖσα παρεξήγηση ἤ γιά τό κείμενο αὐτό καθαυτό, αὐτά τά δύο εῖναι ἄσχετα μεταξύ τους, μήν τά μπλέκουμε ἄλλο...
καληνύχτα...
Λοιπόν, ἐπί τοῦ κειμένου Πρωτ, γιατί στά σημεῖα πού άναφέρεσαι περί διαφορετικῆς ἄποψης, νομίζω πώς ἀρκετά εἷπα χθές, ὅποιος κατάλαβε κατάλαβε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρέ Πρωτ, νομίζω, τό ξαναλέω πώς κολλάμε σέ λέξεις.
Φάρσα, ἤ καρικατούρα δέν εἷναι άπαραίτητα άρνητικοί χαρακτηρισμοί, ἄν τούς συνδυάσεις κιόλας μέ τήν φράση προηγουμένως " φ ο β ε - ρ ή φ ο υ ρ ν ι ά κ ω μ ι - κ ῶ ν" , ἐγώ τουλάχιστον δέν βρίσκω κανένα μειωτικό χαρακτηρισμό. Πρόσεξε τώρα, τούς παλιούς κωμικούς τούς ἀποκαλεῖ "φουρνιά", τούς σύγχρονους "τσούρμο". Ἄλλο ἕνα στοιχεῖο διάκρισης, δηλαδή.
"Τό πόπολο ἔπαιρνε ἔτσι μικρές ἐκδικήσεις, ἀναγνώριζε τούς φίλους του στό πρόσωπο περιφρονημένων ἤ τυχάρπαστων λαϊκῶν τύπων, σπούδαζε μέ ἄλλα λόγια σέ ἕνα καλό φροντιστήριο συγκινήσεων πού ἄφηναν καλή μαγιά στήν καρδιά του."
Ἡ παραπάνω φράση εἷναι μειωτική; Δέν περιγράφει μιά μορφή κολακείας αὐτή ἡ άναγνώριση καί ἡ ταύτιση μέ τούς πρωταγωνιστές; Σάν μέσο δές το, μήν προσδίδεις ἠθικό περιεχόμενο.
"Ἡ κυρά μας ἡ μαμμή" δέν ἔχει ὑπερβολές ( θυμίσου τόν Βέγγο στίς ταινίες του, γεμάτες ὑπερβολές καί φάρσες δέν εἷναι;) καί ἀνατροπές; Ὅταν ὁ Μακρῆς πάει να ξεγεννήση καί ἀνακαλύπτει πώς ἡ ἑτοιμόγεννη εἷναι ἀγελάδα; Ἡ μαγιά τής κωμωδίας εἶναι αὐτά. Καί πολύ θετικά στοιχεῖα.
Νά μήν τά πολυλογῶ, θεωρῶ τό κείμενο ( εἷναι τό πλῆρες ἄρθρο ) διθύραμβο γιά τήν παλιά γενιά, φουρνιά, τοῦ παλιοῦ ( καί καλοῦ ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἀρθρογράφος, κάνοντας τήν ἀντιδιαστολή μέ τήν γενιά τῶν γελωτοποιῶν τῆς τηλεόρασης ) κινηματογράφου.
Θα το ξαναπώ κι ας τσαντίζεσαι όσο θες! Επιμένω. Ο τύπος δεν ξέρει να γράφει. Κρίνω , βέβαια, από το παρόν κείμενο, καθώς δεν τον έχω μελετήσει και ίσως βιάστηκα να τον αδικήσω. Κι εξηγώ:
ΑπάντησηΔιαγραφή1. Το γελόκλαμα πώς σου ηχεί; Ή ,λογοτεχνική αδεία ,γράφουμε ό,τι μας κατέβει στην κεφάλα; Αν ο κλαυσίγελως είναι γελόκλαμα, τότε κι ο περίγελως είναι γυροχάχανο!
2. Τα νοήματα που ΕΣΥ συλλαμβάνεις δεν προκύπτουν από την ανάγνωση του κειμένου. Προφανώς αυτό θέλει να πει. Πως άλλο οι παληοί καλοί ηθοποιοί κι άλλο οι σημερινοί τηλεοπτικοί αστέρες. Δεν ξέρει, όμως, να το πει καλά. Όταν βάζει στο ίδιο τσουβάλι Μουστάκα και Λογοθέτη με τον Σεφερλή, κάνει μπαμ πως ο άνθρωπος είναι άσχετος. Όταν βάζει στην ίδια σειρά το Λογοθετίδη με το Σταυρίδη, συνάγεται πως ο τύπος δεν γνωρίζει να αξιολογεί. Τσουβαλιάζει. Αυτό φαίνεται εύκολα και από ελάχιστα ψαγμένο αναγνώστη. . Αξιολογεί τον Χάρρυ Κλυν ως εξελιγμένο παλιάτσο, αξιολόγηση με την οποία διαφωνώ διαρρήδην, αν και δεν είναι του παρόντος να εξηγήσω.
4. Ο τίτλος παραπλανά. Ο έπαινος δεν αναβλύζει εύκολα για τους παληούς ηθοποιούς όπως και η επίκριση για τους νέους. Αυτό δηλοί κακή γνώση της γλώσσας. Το να δημιουργούμε περίτεχνες εκφράσεις δε σημαίνει πως παράγουμε και περίτεχνο νόημα. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν βγαίνει νόημα ή αν βγαίνει είναι δυσκολοχώνευτο. Για να μην πω ότι εξάγεται και άλλο νόημα.
Αυτά.
Υ.Γ. Εκτιμώ τη γραφή σου και τις απόψεις σου. Μέσα απ' αυτά έβγαινε και ένα ήθος. Η χθεσινή σου αντίδραση με ξάφνιασε. Έκρινα και έβρισα, ίσως βιαστικά, το συγγραφέα. Όχι τον μπλογκερ που το ανήρτησε. Εκτός κι αν σε λένε Παπαγιώργη και το παρατσούκλι σου είναι zaratustra. Πάντως, μεταξύ μας, πολύ καλύτερα γράφει ο δεύτερος!χεχε!
1. Τό γελόκλαμα δέν μοῦ ἀρέσει. Καί σίγουρα τό ἄρθρο οὔτε τέλειο εἷναι, καί κενά μπορεῖ νά ἔχει γιά κάποιον, ἐκεῖ πού ἄλλος βλέπει καί διαμάντια.
ΑπάντησηΔιαγραφή2-4. Ἄν δέν προκύπτουν ἀπό τήν ἀνάγνωση αὐτά πού ΕΓΩ συλλαμβάνω ὡς νοήματα, τότε ΑΠΟ ΠΟΥ τά συλλαμβάνω;
Δέν σέ πιάνω. Νά βάλει σέ ξεχωριστή φράση, ἤ ἀκόμα σέ διαφορετική παράγραφο τά ὀνόματά τους γιά νά μήν ὑπάρξει μπέρδεμα; Ἐξ' ἄλλου, ὁ στόχος του νομίζω δέν εἷναι νά βρεῖ διαφορές ἤ ὁμοιότητες ἀνάμεσα σέ πρόσωπα, νά πεῖ αὐτός εἶναι πρῶτος, ὁ ἄλλος πάτος, στοχεύει στήν "ἐξέλιξη" τῆς κωμωδίας καί τῶν κωμικῶν σάν εἷδος μέσα σέ μιά περίοδο 50, 60 χρόνων περίπου. Ἡ ἀναφορά σέ ὀνόματα αὐτό κυρίως ἐξυπηρετεῖ. Σέ αὐτή τήν κατεύθυνση λειτουργεί κάπως ἀφαιρετικά.
4. Προφανῶς ἄν γιά σένα δέν ἀναβλύζει ὁ ἔπαινος ἐνῷ γιά μένα ξεχειλίζει, σημαίνει ὅτι άντιλαμβανόμαστε διαφορετικά τό ἴδιο πράγμα.
ΥΓ. Ποιός τσαντίζεται; Κανείς. Έγώ τουλάχιστον άντέδρασα -πόσες φορές θά τό πῶ γαμώτο μου - ὄχι στά 1,2,3 τοῦ χθεσινοῦ σου σχολίου στίς 5.18, άλλά στό 4 ( τελείως ἀπαξιωτικό καί ὑβριστικό. Τό ὅτι δέν μέ λένε Παπαγιώργη δέν σημαίνει πώς ἄν μέ ἔνοχλεῖ κάτι δέν θά άντιδράσω ἀνάλογα. Καί δέν ἀναφέρομαι στίς ὅποιες διαφωνίες ἤ κριτικές)
Προφανῶς στό σημερινό, δέν ὑφίσταται λόγος ἀντίδρασης καί ἐκνευρισμοῦ. Μόνο ἀπάντηση, τήν ὁποία ἔδωσα στήν ἀρχή, προηγουμένως. Βέβαια, ἐπειδή δέν ἀφήνω τίποτα νά πέσει στό πάτωμα, ἡ ἀπάντηση -ἀντίδραση μου στό χθεσινό 4 , σέ ἀνάλογο ὕφος, δέν θεωρῶ πώς δείχνει μειωμένο ἧθος, οὔτε καί ἡ δική σου ἐξ'ἄλλου. Δέν ἀναφέρθηκα σέ ἔλλειψη ἤθους ἤ κάτι τέτοιο.
Ματς -μουτς ( μήν παρεξηγηθεῖς μέ αὐτό, ἴσως ἕνα ψιλοχαζό εὕρημα γιά νά χαλαρώσει ἡ ἀτμόσφαιρα )
Άσχετο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά παράπονα ακούγονται για τη διατησία στον αγώνα της Τσέλσι μέχρι που ο διαιτητής έλαβε επιστολές με απειλές κατά της ζωής του. Ήταν τόσο άσχημα;
Α, δέν τό εἶδες; Ξέχασα ὅτι ἐκεῖ δέν τό ἔδειχνε.
ΑπάντησηΔιαγραφήἈπέβαλλε ἕναν παίκτη τῆς Μπάρτσα ἐντελῶς άδικαιολόγητα, άπό τήν ἄλλη δέν ἔδωσε στήν Τσέλσι τουλάχιστον 1 πέναλτι, ἴσως και 2. Τόν συγκεκριμένο διαιτητή τόν ἔχω προσέξει καί σέ παλιότερους ἀγῶνες, μιλᾶμε γιά πολύ βλῆμα. Βέβαια , καί ἐσύ τό ξέρεις καλύτερα, οἱ Ἐγγλέζοι καί ἄδικο νά ἔχουν δέν θά τούς ἐμποδίσει νά παριστάνουν τούς άδικημένους, φαντάσου τώρα πού ἔχουν δίκιο.
Γνώμη μου εἶναι ὅτι ἡ Τσέλσι ὄντως άδικήθηκε, άποδείχθηκε γιά ἄλλη μια φορά ἡ γκαντεμιά τοῦ Χίντινγκ ( πού εἶναι πολύ καλός προπονητής).
Νομίζω πώς ἡ Μάντσεστερ θά κάνει περίπατο. Εἷναι καί οἱ 2 ὁμαδάρες, ἴσως οἱ καλύτερες, ἀλλά ἄν συγκρίνεις τούς προπονητές, ἡ μέρα μέ τη νύχτα
Δεν το είδα αλλά γίνεται χαμός στο ράδιο. Τώρα έχουν αρχίσει συζητήσεις για το πώς θα προφυλαχτεί η Μάντσεστερ στο Μιλάνο από άσχημη διαιτησία και οι φίλαθλοί της από επιθέσεις από ιταλούς χούλιγκαν. Πολλές φορές ακούγονται παράπονα (ιδιαίτερα από τον προπονητή της Λίβερπουλ και παλιότερα από τον Μουρίνιο) πως η δημιουργία τέτοιας ατμόσφαιρας πριν από τα παιχνίδια της Μάντσεστερ ενορχηστρώνεται από τον Φέργκουσον για να επηρρεαστούν οι αποφάσεις των διαιτητών.
ΑπάντησηΔιαγραφή