Οἱ τωρινοί ἔχουν φάγει ΤΡΕΛΛΟΧΟΡΤΟΝ καί ἔχουν πίει ΤΡΕΛΛΟΝΕΡΟΝ. Φεύγουν ἀπό τήν ἡμέρα καί πηγαίνουν εἰς τήν ΝΥΚΤΑ. Ζητοῦν ἀπό τήν Νύκτα τά ἔργα τῆς Ἡμέρας. Ζητοῦν ἀπό τήν ΝΥΚΤΑ τάς ΤΕΧΝΑΣ…ΓΡΑΜΜΩΝ καί ΧΡΩΜΑΤΩΝ.. Πηγαίνουν εἰς τό Ἔρεβος νά ἰδοῦν τό Φῶς. Εἰς τό Παρίσι…Μόναχον.
Ἔλθομεν λοιπόν εἰς τάς Εὐρώπας. Καί κατ’ ἐκλογήν! Καί κατά προτίμησιν! Καί κατ’ ἐξοχήν! Εἰς τάς Σκοτεινοτάτας! Τάς Ὑγροτάτας! Τάς Καρβουνοειδεστάτας! Τάς Σαπιωτάτας!. Εἰς αὐτάς τάς Γερμανίας, ὅπου πηγαίνουν οἱ μισοί Ἕλληνες καί γίνονται μέν Σοφολογιώτατοι ἀλλά καί ἀποδασκαλίζονται ἀλλά καί ἀπομιστριωτίζονται ἀλλά καί ἀποντοτορώνονται. Καί τό ὅτι ὁ Γύζης ἐκεῖ ἔγινε Γύζης, αὐτό δέν θά εἰπῆ ἀπολύτως τίποτε, διότι εἶναι Ἕνας, διότι ἔζησε μόνος, διότι ἔτυχε νά ἔχη Πορταθούρειον Ἑλληνικήν ψυχήν, καί διότι ἀσφαλέστατα, ἐάν μέ αὐτά τά μέσα ἦτο εἰς Χώραν Φωτεινήν καί εἰς Τέχνην Φωτεινήν, θά ἔφθανε ταχύτερα ἐκεῖ ὅπου ἔφθασε, θά ἔφθανε χίλια μέτρα ὑψηλότερα καί διότι… καί αὐτός ὁ Γύζης εἶναι ἡ ριζική ἄρνησις, ἀναίρεσις καί ἀναποδογύρισμα τοῦ Γραμματικοῦ καί Χροϊκοῦ…Πανγερμανισμοῦ! Ἄλλως τε αἱ Γερμανίαι μέ τά ἑκατομμύρια στερεοτυπωμένα φθηνά γρουσούζικα βιβλία, ἐγέμισαν τά κεφάλια τῆς Εὐρώπης Γερμανοϊδέες, ἄλλως τε οἱ νικημένοι Γάλλοι, κατά λόγον φυσικόν, ἐδέχθησαν εἰς τόν σβέρκον των καί τά λεξικά τοῦ Νικητοῦ, ἄλλως τε διά νά νικηθοῦν θά εἰπῆ ὅτι δέν ἦσαν τίποτε, ἄλλως τε καί αὐτοί ὑπεδέχθησαν τό Βόρειον …Φῶς! Τό ὁποῖον δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι οὔτε Βόρειον Σέλας, πρωτοστατούσης τῆς Ἀναγούλας Σάνδης καί παρά τάς διαμαρτυρίας τοῦ Χάϊνε, πού ἐγνώριζε καλύτερα φυσικά τόν τόπον του ἀπ’αὐτήν, ἄλλως τε καί αὐτοί μετά πολυετεῖς τρομεράς προπονήσεις ἐβαγνέρισαν, ἄλλως τε καί οἱ Ἄγγλοι, οἱ ἄλλοι αὐτοί ἐμποροβιομήχανοι τοῦ Πνεύματος καί τοῦ Ὡραίου, οἱ Γραμματικῶς καί Χροϊκῶς Καννίβαλοι ἐκτός ὀλίγων τεχνητῶν Μονάδων λόρδων θαυμασιωτάτων ἐπηρεάσθησαν, ἄλλως τε καί αὐτοί οἱ Ἰταλοί διά μίαν στιγμήν ἐτρελλάθησαν καί ἐστράφησαν πρός τό Σκότος καί τώρα μόλις ἀρχίζουν νά σείουν πρῶτοι αὐτοί φυσικά, τόν Βαρβαροβόρειον Γερμανικόν Ζυγόν, ἄλλως τε καί κατ’ οὐσίαν, κατά φύσιν, κατά ρίζαν, κατά ψυχήν, κατά γενικόν τύπον, κατά τήν ἐσωτάτην Αἰσθητικήν βάσιν, ὅλοι οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι συγγενεῖς καί ἀποτελοῦν ἕνα τύπον, ἄλλως τε καί τά Σκότη καί τά ὁμιχλώματα καί τά ἀγριώματα, τόσον ὅσον ἐνδιαφέρει ὑμᾶς, εἶναι περίπου τά αὐτά εἰς τά Λονδῖνα, εἰς τά Μόναχα καί εἰς τά Παρίσια ὅπου πηγαίνουν οἱ ἄλλοι μισοί τωρινοί καί ἀποκοκορικίζονται καί ἀποφαυλίζονται, καί ἀποπροστυχιάζονται καί ἀποκοκοτίζονται, τά Σάπια Παρίσια, τό Κρεατοπάζαρο Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ὅπου ὅλαι αἱ Τέχναι καί ὅλοι οἱ Γάλλοι ὑμνοῦν τήν Γυναίκα…πού τούς τρέφει, τήν Γυναίκα- θηλυκόν, θηλυκόν-μπούτι, θηλυκόν-γάμπα, πρό πολλοῦ πλέον οὔτε αὐτό, ἀλλά τό θηλυκόν Φόρεμα, καί οὔτε φόρεμα καλά καλά, ἀλλά ἐσώρουχον, ἀλλά λινόν μεταξωτό καί νταντέλλα.
Ἔλθωμεν λοιπόν εἰς τά Μόναχα.
Ἐκεῖ οὐρανός Κλειστός. Αἰωνία Συννεφιά. Αἰωνία Μαυρίλα. Αἰώνιον Πένθος. Αἰωνία Ὁμίχλη, Αἰωνία Πάχνη. Αἰωνία Ὑγρασία. Αἰωνία Μούχλα. Αἰωνία Σαπίλα. Καμπουρογραμμία Γῆς. Ξυλογραμμία δένδρων. Καί βάρος καί πάχος καί πύκνα ἀέρος. Καί στούπωμα τῶν πάντων μέ μπαμπάκια ὁμίχλης. Ὁ Οὐρανός κλειστός. Ἡ Γῆ κλειστή. Ὁ Ἀέρας κλειστός. Τό Σπίτι κλειστόν. Τό Ροῦχον κλειστόν. Τό Σῶμα κλειστόν. Ὁ Ἄνθρωπος κλειστός. Τό Πνεῦμα κλειστόν. Ὁ Οὐρανός σκότος. Ἡ Γῆ πένθος. Τά Φῶτα λύπη. Τά Ζῶα μελαγχολία. Ὁ Ἀέρας ὑγρά πηκτή μαυρίλα. Ὅλος ὁ ΕΞΩ ΚΟΣΜΟΣ σπρώχνει τόν Ἄνθρωπον εἰς ἕνα καταφύγιον, εἰς ἕνα ὑπόγειον. Καί ἐκεῖ ζῆ μίαν ζωήν τεχνητήν. Τό Πνεῦμα καί αἱ Τέχναι εἶναι Ἐπιστῆμαι, εἶναι Μηχανήματα, ἐμπορεύματα, βιομηχανήματα. Κάμετε μίαν εἰκόνα, ἕνα ἄγαλμα, ὅπως καί κάθε ἄλλη μηχανή καί βίδα. Καί ζῆ ἐκεῖ μέ ἕνα ψεύτικον Φῶς, μίαν ζωήν ψεύτικην. Ψεύτικον Φῶς. Ψεύτικον πνεῦμα. Ψεύτικαι τέχναι. Γνωρίζει τό ἀληθινόν φῶς, τό ἀληθινόν πνεῦμα, τήν ἀληθινήν τέχνην ἀπό τήν Ἑλλάδα, τήν Ἰταλίαν, τά βιβλία. Ὁ Εὐρωπαῖος μιμεῖται τήν Ἐξωτερικήν Φύσιν μέ τήν Ἐσωτερικήν του Φύσιν. Καί ἡ Ἐσωτερική του Φύσις εἶναι ἀπόρροια τῆς Ἐξωτερικῆς του Φύσεως. Εἶναι ἡ τελεία ἁρμονία. Εἶναι ὁμοούσιος. Εἶναι ἕνα Πράγμα. Εἰς κάθε Γῆν: φυτόν, ζῶον, ἄνθρωπος εἶναι ἕνα πράγμα. Καί ἐκ τοῦ ἑνός αὐτοῦ Ἔσω καί Ἔξω Κόσμου γεννᾶται ἡ Αἰσθητική τοῦ κάθε Λαοῦ. Ἐγεννήθη ἡ Αἰσθητική τοῦ Εὐρωπαίου. Ἡ Αἰσθητική τοῦ Βορείου. Ὁ Εὐρωπαῖος μιμεῖται τήν καμπουρογραμμίαν τῆς Γῆς του, τήν ξυλογραμμίαν τῶν φυτῶν του, τήν μαυρότητα, τήν ὑγρότητα, τήν χονδρότητα τῶν φυτικῶν ἀντικειμένων, τήν μεστότητα χυμῶν, κορμῶν καί κλάδων, τήν βαθυπρασινότητα τῶν φυλλωμάτων, τήν μαυρίλα τῶν Σκιῶν, τό Χειρομηρικόν Πάχος τοῦ Ἀέρος.
Ἕνας Γερμανός, λόγου χάριν, μέ Σῶμα ὑλικῆς συστάσεως καί γραμμικῆς λεπτότητος Πελασγικοῦ βάθρου, μέ στόμαχον, εἰς τόν ὁποῖον ἡ μπίρρα ἀγωνίζεται νά τρίψη τά δυνατώτερα λουκάνικα καί τά ξυλωδέστερα λαχανικά, μέ ἐγκέφαλον παχύν, βαρύν, πυκνόν, σκοτισμένον, ὁμιχλώδη, λαβυρινθώδη ἀπό τούς ἐσωτερικούς ἀτμούς τῶν ζυμώσεων καί στουμπωμένον ἀκόμη καί ἀπό τόν πεπιεσμένον ἀτμόν ἑκατόν ἀτμοσφαιρῶν τῆς ὁμιχλογερμανοσοφίας καί ἀκόμη ἀπό τούς καπνούς τῆς πίπας, μιμεῖται ὅ,τι βλέπει, πάντοτε... μέ ἕνα ζευγάρι γυαλιά, συνήθως μέ δύο, ὄχι σπανίως μέ τρία, καί ἐκφράζει διά τῆς Τέχνης του ὅ,τι εἶναι ἡ Γῆ του καί ὅ,τι εἶναι αὐτός. Ἔπειτα τό βλέπει, τό εὑρίσκει ὅμοιον, τοῦ ἀρέσει καί ἔπειτα τρέχει, φορεῖ τή ρόμπα του, φορεῖ τή σκούφια του, ἀνάβει τήν σόμπα του, κρεμιέται εἰς τήν πίπαν του, μένει ἐκεῖ ὀκτώ μῆνες καί σοῦ πετᾶ 32 τόμους Αἰσθητικῆς, ὅπου ὅλο τό Ὡραῖον τῆς οἰκουμένης ἐξηγεῖται, σχολιάζεται, διορθώνεται, κατά τήν ρόμπα, τήν πίπα, τήν σκούφια καί τήν βαρβαροσαπίλα κάθε Φονπρίτς, Μπουρούμπρουμπουψ, Γκεμποργκενλιούχενχφστυξ. Τί διάβολον θέλει ὁ Γερμανός, ὁ Σουηδός, ὁ Παρισινός, ὁ Λονδρέζος νά ὁμιλῆ διά πράγματα... πού δέν βλέπει! Καί νά νομοθετῆ ἐπί πραγμάτων πού δέν βλέπει. Αἱ γραμμικοί καί χροϊκαί τέχναι ὅλαι εἶναι Γραμμαί καί Χρώματα. Καί ὁ κάθε Γερμανός, Σουηδός, Παρισινός, Λονδρέζος πηγαίνει... εἰς τήν Ἰταλίαν διά νά ἰδῆ οὐρανόν, ἀέρα, σύννεφα, γῆν, φυτά, ζῶα, διά νά ἰδῆ Γραμμάς καί Χρώματα!
Εἰς τόν τόπον του ὁ Γερμανός ζωγράφος βλέπει: Μίαν πεδιάδαν ὁλόκληρον, ἕνα οὐράνιον ἀλισιβωτόν χρῶμα, τοῦ ὁποίου ἡ πάχνη, ἡ ὁμίχλη, ἡ καταχνιά, τήν πλακώνει, τήν στουμπώνει, πνίγει κάθε κρότον, κάθε σχῆμα, κάθε γραμμήν καί τήν παρουσιάζει ἕνα πράσινον ὑγρόν ὁμιχλόχρωμα. Τραβᾶ λοιπόν δέκα πινελιές μέ πινέλο πλατύ Σοφατζῆ, ἀπό μπογιά στάχτη τῆς μπουγάδας, ἄλλες δέκα πράσινες ἀπό κάτου καί ἡ εἰκών του εἶναι καμωμένη. Μία ἀγελάδα εἶναι ἐμπρός του καί τοῦ κάνει κόρτε. Διότι καί ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ εἶναι κοντόφθαλμη, διότι καί ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ διαβάζει φιλοσοφικά συγγράματα. Δηλαδή ὁ ζωγράφος γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀγελάδα, πώς εἶναι ἀγελάδα, ἀλλά οὔτε τήν βλέπει οὔτε φαίνεται. Ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ φαίνεται μόλις ἕνα μαυροκανελλόχρωμον τομάρι, σάν ταπετάκι ἁπλωμένο, μία χροϊκή μάκια λοιπόν σχηματίζουσα ἰδέαν ἀγελαδινοῦ σχήματος καί ἔγινε καί ἡ ἀγελάδα. Ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ, ἕνα σῶμα βοδιοῦ ὄρθιου, ὀλίγον φόρεμα, ὀλίγον καπέλλο, σῶμα δέν διαγράφεται διότι τό πάχος του ἑνώνεται μέ τό πάχος τῆς ὁμίχλης, τό καπέλλο χάνεται εἰς τήν ὁμίχλην, ἄλλη μία μάκια, μέ περίπου ἰδέαν ἀνθρώπου. Προφανές καί φυσικώτατον ὅτι ἡ Γραμμή εἶναι ἄχρηστος, ἀσήμαντος…ἀφοῦ εἶναι ἀόρατος.
Ἡ Σκιά μουντζούρα, ἀφοῦ ἡ σκιά τοῦ σάν λαμπάδας μέ κοκκαλωμένου δάκρυα πεύκου εἶναι: Καλόγερος. Ὅλα γίνονται ὄγκοι, ἐπιφάνειαι: Χρῶμα μόνον. Καί Χρῶμα φυσικά ἐρεβῶδες. Καί ἐπειδή εἶναι κοντόφθαλμος καί ἐπειδή ζωγραφίζει σκοτάδια, καί ἐπειδή τό ἔργον του θά τό βάλη εἰς σκοτάδια, δυναμώνει τάς ἀντιθέσεις, δυναμώνει καί ἐξαγριώνει τά φωτισμένα μέρη. Καί ὅτι δέν εἶναι αὐτό εἰς τήν Τέχνην τοῦ Γερμανοῦ, εἶναι ψευτιά, ψευτιά ἀναίσχυντος, κακοηθεστάτη. Εἶναι Ἰδέαι, εἶναι Τέχνη, εἶναι τεχνοτροπίαι παρμέναι, κλεμμέναι, δανεισμέναι ἀπό τάς χώρας τοῦ Φωτός. Ὁ Γερμανός εἶναι στραβός. Καί μέ τήν ὑπομονήν του ἡ ὁποία ἐμελαγχόλησεν ὅλους τούς γαϊδάρους τῆς οἰκουμένης, θέλων νά μάθη, νά προφιτίρη, νά μισθωθῆ, ἀπεστραβώθη ἀπό τό διάβασμα. Παχύς, λουκανικῶς λαδερός, χοιρομηρικός, πτωχός, πειναλέος, καί Στραβός, βλέπει μέ τά ἀγριόχερά του. Διά νά ζωγραφίση θέλει ὑλικά τῆς ἐσχάτης φτώχιας, θέλει λινάτσα ἄγρια, ἑκατόν φορές ἀγριωτέρα ἀπό κάθε καραβόπανον, θέλει μπογιές λαδερές, παχειές, πηκτές, σάλτσες, θέλει πινέλο βούρτσα ἀλόγου, θέλει νά κολλήση τίς μπογιές μέ τό μυστρί, ὅπως τήν μουστάρδα εἰς τό ψωμί του, θέλει νά μυρίζη ἡ μπογιά, θέλει νά πίνη ἡ ἀγριολινάτσα τίς μπογιές καί θέλη νά φάη αὐτός λινάτσα καί μπογιές καί βοῦρτσες καί κορνίζα. Νά ὁ ζωγράφος εἰς τό ἐργαστήριόν του: σόμπα, ρόμπα, σκούφια, πίπα. Τό Σάπιον Φῶς περνᾶ τά παπλώματα τῶν ὁμιχλῶν καί διαθλᾶται, περνᾶ τούς λασπώδεις, καρβουνώδεις ἀέρας καί θρυμματίζεται, περνᾶ τά σκοτεινά γυαλιά τῶν σπιτιῶν καί σαραβαλιάζεται καί ἀπονεκρώνεται καί ἀποψοφᾶ καί φθάνει μουχλοπτωμαῒνη καί χάνεται εἰς τά σκοτεινά ἐσωτερικά, χωρίς νά φθάση εἰς πουθενά, χωρίς ν’ἀκουμπήση εἰς τίποτε. Ἡ σόμπα, ἡ λάμπα, ἕνα κερί, φέγγουν περισσότερον ἀπό τόν Ἥλιον. Μία καντήλα εἶναι προτιμοτέρα, εἶναι μία ζωηροτάτη ἑστία φωτίζουσα ἐντελῶς εἰς μίαν ὠρισμένην ἀκτίνα. Ἐνῶ τό Νεκρόφως εἶναι παντοῦ καί δέν φωτίζει τίποτε. Ἕνας μέγιστος ζωγράφος κάμνει τό ἐργαστήριόν του σκοτεινόν φωτογραφικόν θάλαμον καί ἀφίνει μίαν τρυπίτσαν εἰς τό ταβάνι. Ἡ εἰκών του εἶναι Ἅδης καί φαίνεται μόνον μία φλούδα προσώπου φωτισμένη, ὀλίγον μάγουλο, ἕνα μάτι, ἡ γραμμή τῆς μύτης. Πομμερανός χωριάτης κοκκαλιασμένος, πειναλεώτατος, ἀλλά ἠρακλειώτατος, ἀλλά σιδηροῦς, μέ Μπισμαρκικές καί Νιτσεϊκές μουστακάρες καί φρυδάρες, μέ τριγωνικόν Γουλιελμικόν κρανίον, τοῦ ὁποίου λείπει ὅλη ἡ μετωπική φέτα, καραφλόν μέν ἀλλά μέ δύο τρίχες καρφιά σκαντζοχείρου πού τρυποῦν τήν σκούφια, πλησιάζει τά τρίποδα, τά τελάρα, τίς λινάτσες ὡς θηριομάχος. Πελώριος, ἄγριος, κλειστός, σουφρωτός, πετῶν σκυθρωπασμούς, μέ κλωτσημούς πίπας καί βομβαρδισμούς καπνικῶν νεφῶν ρίχνεται εἰς τό κακόμοιρον…Ὡραῖον μέ λύσσαν ταύρου πού τοῦ ἔσεισαν κόκκινο πανί.
Ἅμα ἰδῆ λινάτσα, τοῦ μυρίση μπογιά – δηλητηριασμένος ἀπό μπογιά! – μαίνεται. Σείονται τά τρίποδα, βογγοῦν οἱ λινάτσες, τρέμουν τά τελάρα. Καί ἡ Καλλιτεχνία ἀρχίζει, Στόκ τσούκ πάφ πούφ, γρονθοκοπήματα, κλωτσήματα, μπατσίσματα, χαστουκίσματα μέ μπογιά, οἱ μουστάρδες ἐκόλλησαν εἰς τρία δευτερόλεπτα. Νά τά ἔξοχα καί τά θαυμάσια, τά ἀνατρεπτικά ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ ὡραίου, ὅλου τοῦ ὡραίου τῆς Γῆς, τά διά δυναμίτιδος ἀνοικτά Νέων Κόσμων, τά ἐξελικτικά, τά ὑπεράνθρωπα … Γαϊδουροσώματα Βουβαλοσώματα Κάθε ΣΤΟΥΚ. Καί νά ὁ Στούμπ, καί νά ὁ Μπέεεκλουκ, καί νά ὁ Μπρουπριτσγάουγαουφ. Καί νά ὁ Νέος Προφήτης τοῦ Ὡραίου, ὁ νέος ἐκ τοῦ Βορρᾶ…
Ἔλθομεν λοιπόν εἰς τάς Εὐρώπας. Καί κατ’ ἐκλογήν! Καί κατά προτίμησιν! Καί κατ’ ἐξοχήν! Εἰς τάς Σκοτεινοτάτας! Τάς Ὑγροτάτας! Τάς Καρβουνοειδεστάτας! Τάς Σαπιωτάτας!. Εἰς αὐτάς τάς Γερμανίας, ὅπου πηγαίνουν οἱ μισοί Ἕλληνες καί γίνονται μέν Σοφολογιώτατοι ἀλλά καί ἀποδασκαλίζονται ἀλλά καί ἀπομιστριωτίζονται ἀλλά καί ἀποντοτορώνονται. Καί τό ὅτι ὁ Γύζης ἐκεῖ ἔγινε Γύζης, αὐτό δέν θά εἰπῆ ἀπολύτως τίποτε, διότι εἶναι Ἕνας, διότι ἔζησε μόνος, διότι ἔτυχε νά ἔχη Πορταθούρειον Ἑλληνικήν ψυχήν, καί διότι ἀσφαλέστατα, ἐάν μέ αὐτά τά μέσα ἦτο εἰς Χώραν Φωτεινήν καί εἰς Τέχνην Φωτεινήν, θά ἔφθανε ταχύτερα ἐκεῖ ὅπου ἔφθασε, θά ἔφθανε χίλια μέτρα ὑψηλότερα καί διότι… καί αὐτός ὁ Γύζης εἶναι ἡ ριζική ἄρνησις, ἀναίρεσις καί ἀναποδογύρισμα τοῦ Γραμματικοῦ καί Χροϊκοῦ…Πανγερμανισμοῦ! Ἄλλως τε αἱ Γερμανίαι μέ τά ἑκατομμύρια στερεοτυπωμένα φθηνά γρουσούζικα βιβλία, ἐγέμισαν τά κεφάλια τῆς Εὐρώπης Γερμανοϊδέες, ἄλλως τε οἱ νικημένοι Γάλλοι, κατά λόγον φυσικόν, ἐδέχθησαν εἰς τόν σβέρκον των καί τά λεξικά τοῦ Νικητοῦ, ἄλλως τε διά νά νικηθοῦν θά εἰπῆ ὅτι δέν ἦσαν τίποτε, ἄλλως τε καί αὐτοί ὑπεδέχθησαν τό Βόρειον …Φῶς! Τό ὁποῖον δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι οὔτε Βόρειον Σέλας, πρωτοστατούσης τῆς Ἀναγούλας Σάνδης καί παρά τάς διαμαρτυρίας τοῦ Χάϊνε, πού ἐγνώριζε καλύτερα φυσικά τόν τόπον του ἀπ’αὐτήν, ἄλλως τε καί αὐτοί μετά πολυετεῖς τρομεράς προπονήσεις ἐβαγνέρισαν, ἄλλως τε καί οἱ Ἄγγλοι, οἱ ἄλλοι αὐτοί ἐμποροβιομήχανοι τοῦ Πνεύματος καί τοῦ Ὡραίου, οἱ Γραμματικῶς καί Χροϊκῶς Καννίβαλοι ἐκτός ὀλίγων τεχνητῶν Μονάδων λόρδων θαυμασιωτάτων ἐπηρεάσθησαν, ἄλλως τε καί αὐτοί οἱ Ἰταλοί διά μίαν στιγμήν ἐτρελλάθησαν καί ἐστράφησαν πρός τό Σκότος καί τώρα μόλις ἀρχίζουν νά σείουν πρῶτοι αὐτοί φυσικά, τόν Βαρβαροβόρειον Γερμανικόν Ζυγόν, ἄλλως τε καί κατ’ οὐσίαν, κατά φύσιν, κατά ρίζαν, κατά ψυχήν, κατά γενικόν τύπον, κατά τήν ἐσωτάτην Αἰσθητικήν βάσιν, ὅλοι οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι συγγενεῖς καί ἀποτελοῦν ἕνα τύπον, ἄλλως τε καί τά Σκότη καί τά ὁμιχλώματα καί τά ἀγριώματα, τόσον ὅσον ἐνδιαφέρει ὑμᾶς, εἶναι περίπου τά αὐτά εἰς τά Λονδῖνα, εἰς τά Μόναχα καί εἰς τά Παρίσια ὅπου πηγαίνουν οἱ ἄλλοι μισοί τωρινοί καί ἀποκοκορικίζονται καί ἀποφαυλίζονται, καί ἀποπροστυχιάζονται καί ἀποκοκοτίζονται, τά Σάπια Παρίσια, τό Κρεατοπάζαρο Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ὅπου ὅλαι αἱ Τέχναι καί ὅλοι οἱ Γάλλοι ὑμνοῦν τήν Γυναίκα…πού τούς τρέφει, τήν Γυναίκα- θηλυκόν, θηλυκόν-μπούτι, θηλυκόν-γάμπα, πρό πολλοῦ πλέον οὔτε αὐτό, ἀλλά τό θηλυκόν Φόρεμα, καί οὔτε φόρεμα καλά καλά, ἀλλά ἐσώρουχον, ἀλλά λινόν μεταξωτό καί νταντέλλα.
Ἔλθωμεν λοιπόν εἰς τά Μόναχα.
Ἐκεῖ οὐρανός Κλειστός. Αἰωνία Συννεφιά. Αἰωνία Μαυρίλα. Αἰώνιον Πένθος. Αἰωνία Ὁμίχλη, Αἰωνία Πάχνη. Αἰωνία Ὑγρασία. Αἰωνία Μούχλα. Αἰωνία Σαπίλα. Καμπουρογραμμία Γῆς. Ξυλογραμμία δένδρων. Καί βάρος καί πάχος καί πύκνα ἀέρος. Καί στούπωμα τῶν πάντων μέ μπαμπάκια ὁμίχλης. Ὁ Οὐρανός κλειστός. Ἡ Γῆ κλειστή. Ὁ Ἀέρας κλειστός. Τό Σπίτι κλειστόν. Τό Ροῦχον κλειστόν. Τό Σῶμα κλειστόν. Ὁ Ἄνθρωπος κλειστός. Τό Πνεῦμα κλειστόν. Ὁ Οὐρανός σκότος. Ἡ Γῆ πένθος. Τά Φῶτα λύπη. Τά Ζῶα μελαγχολία. Ὁ Ἀέρας ὑγρά πηκτή μαυρίλα. Ὅλος ὁ ΕΞΩ ΚΟΣΜΟΣ σπρώχνει τόν Ἄνθρωπον εἰς ἕνα καταφύγιον, εἰς ἕνα ὑπόγειον. Καί ἐκεῖ ζῆ μίαν ζωήν τεχνητήν. Τό Πνεῦμα καί αἱ Τέχναι εἶναι Ἐπιστῆμαι, εἶναι Μηχανήματα, ἐμπορεύματα, βιομηχανήματα. Κάμετε μίαν εἰκόνα, ἕνα ἄγαλμα, ὅπως καί κάθε ἄλλη μηχανή καί βίδα. Καί ζῆ ἐκεῖ μέ ἕνα ψεύτικον Φῶς, μίαν ζωήν ψεύτικην. Ψεύτικον Φῶς. Ψεύτικον πνεῦμα. Ψεύτικαι τέχναι. Γνωρίζει τό ἀληθινόν φῶς, τό ἀληθινόν πνεῦμα, τήν ἀληθινήν τέχνην ἀπό τήν Ἑλλάδα, τήν Ἰταλίαν, τά βιβλία. Ὁ Εὐρωπαῖος μιμεῖται τήν Ἐξωτερικήν Φύσιν μέ τήν Ἐσωτερικήν του Φύσιν. Καί ἡ Ἐσωτερική του Φύσις εἶναι ἀπόρροια τῆς Ἐξωτερικῆς του Φύσεως. Εἶναι ἡ τελεία ἁρμονία. Εἶναι ὁμοούσιος. Εἶναι ἕνα Πράγμα. Εἰς κάθε Γῆν: φυτόν, ζῶον, ἄνθρωπος εἶναι ἕνα πράγμα. Καί ἐκ τοῦ ἑνός αὐτοῦ Ἔσω καί Ἔξω Κόσμου γεννᾶται ἡ Αἰσθητική τοῦ κάθε Λαοῦ. Ἐγεννήθη ἡ Αἰσθητική τοῦ Εὐρωπαίου. Ἡ Αἰσθητική τοῦ Βορείου. Ὁ Εὐρωπαῖος μιμεῖται τήν καμπουρογραμμίαν τῆς Γῆς του, τήν ξυλογραμμίαν τῶν φυτῶν του, τήν μαυρότητα, τήν ὑγρότητα, τήν χονδρότητα τῶν φυτικῶν ἀντικειμένων, τήν μεστότητα χυμῶν, κορμῶν καί κλάδων, τήν βαθυπρασινότητα τῶν φυλλωμάτων, τήν μαυρίλα τῶν Σκιῶν, τό Χειρομηρικόν Πάχος τοῦ Ἀέρος.
Ἕνας Γερμανός, λόγου χάριν, μέ Σῶμα ὑλικῆς συστάσεως καί γραμμικῆς λεπτότητος Πελασγικοῦ βάθρου, μέ στόμαχον, εἰς τόν ὁποῖον ἡ μπίρρα ἀγωνίζεται νά τρίψη τά δυνατώτερα λουκάνικα καί τά ξυλωδέστερα λαχανικά, μέ ἐγκέφαλον παχύν, βαρύν, πυκνόν, σκοτισμένον, ὁμιχλώδη, λαβυρινθώδη ἀπό τούς ἐσωτερικούς ἀτμούς τῶν ζυμώσεων καί στουμπωμένον ἀκόμη καί ἀπό τόν πεπιεσμένον ἀτμόν ἑκατόν ἀτμοσφαιρῶν τῆς ὁμιχλογερμανοσοφίας καί ἀκόμη ἀπό τούς καπνούς τῆς πίπας, μιμεῖται ὅ,τι βλέπει, πάντοτε... μέ ἕνα ζευγάρι γυαλιά, συνήθως μέ δύο, ὄχι σπανίως μέ τρία, καί ἐκφράζει διά τῆς Τέχνης του ὅ,τι εἶναι ἡ Γῆ του καί ὅ,τι εἶναι αὐτός. Ἔπειτα τό βλέπει, τό εὑρίσκει ὅμοιον, τοῦ ἀρέσει καί ἔπειτα τρέχει, φορεῖ τή ρόμπα του, φορεῖ τή σκούφια του, ἀνάβει τήν σόμπα του, κρεμιέται εἰς τήν πίπαν του, μένει ἐκεῖ ὀκτώ μῆνες καί σοῦ πετᾶ 32 τόμους Αἰσθητικῆς, ὅπου ὅλο τό Ὡραῖον τῆς οἰκουμένης ἐξηγεῖται, σχολιάζεται, διορθώνεται, κατά τήν ρόμπα, τήν πίπα, τήν σκούφια καί τήν βαρβαροσαπίλα κάθε Φονπρίτς, Μπουρούμπρουμπουψ, Γκεμποργκενλιούχενχφστυξ. Τί διάβολον θέλει ὁ Γερμανός, ὁ Σουηδός, ὁ Παρισινός, ὁ Λονδρέζος νά ὁμιλῆ διά πράγματα... πού δέν βλέπει! Καί νά νομοθετῆ ἐπί πραγμάτων πού δέν βλέπει. Αἱ γραμμικοί καί χροϊκαί τέχναι ὅλαι εἶναι Γραμμαί καί Χρώματα. Καί ὁ κάθε Γερμανός, Σουηδός, Παρισινός, Λονδρέζος πηγαίνει... εἰς τήν Ἰταλίαν διά νά ἰδῆ οὐρανόν, ἀέρα, σύννεφα, γῆν, φυτά, ζῶα, διά νά ἰδῆ Γραμμάς καί Χρώματα!
Εἰς τόν τόπον του ὁ Γερμανός ζωγράφος βλέπει: Μίαν πεδιάδαν ὁλόκληρον, ἕνα οὐράνιον ἀλισιβωτόν χρῶμα, τοῦ ὁποίου ἡ πάχνη, ἡ ὁμίχλη, ἡ καταχνιά, τήν πλακώνει, τήν στουμπώνει, πνίγει κάθε κρότον, κάθε σχῆμα, κάθε γραμμήν καί τήν παρουσιάζει ἕνα πράσινον ὑγρόν ὁμιχλόχρωμα. Τραβᾶ λοιπόν δέκα πινελιές μέ πινέλο πλατύ Σοφατζῆ, ἀπό μπογιά στάχτη τῆς μπουγάδας, ἄλλες δέκα πράσινες ἀπό κάτου καί ἡ εἰκών του εἶναι καμωμένη. Μία ἀγελάδα εἶναι ἐμπρός του καί τοῦ κάνει κόρτε. Διότι καί ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ εἶναι κοντόφθαλμη, διότι καί ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ διαβάζει φιλοσοφικά συγγράματα. Δηλαδή ὁ ζωγράφος γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀγελάδα, πώς εἶναι ἀγελάδα, ἀλλά οὔτε τήν βλέπει οὔτε φαίνεται. Ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ φαίνεται μόλις ἕνα μαυροκανελλόχρωμον τομάρι, σάν ταπετάκι ἁπλωμένο, μία χροϊκή μάκια λοιπόν σχηματίζουσα ἰδέαν ἀγελαδινοῦ σχήματος καί ἔγινε καί ἡ ἀγελάδα. Ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ, ἕνα σῶμα βοδιοῦ ὄρθιου, ὀλίγον φόρεμα, ὀλίγον καπέλλο, σῶμα δέν διαγράφεται διότι τό πάχος του ἑνώνεται μέ τό πάχος τῆς ὁμίχλης, τό καπέλλο χάνεται εἰς τήν ὁμίχλην, ἄλλη μία μάκια, μέ περίπου ἰδέαν ἀνθρώπου. Προφανές καί φυσικώτατον ὅτι ἡ Γραμμή εἶναι ἄχρηστος, ἀσήμαντος…ἀφοῦ εἶναι ἀόρατος.
Ἡ Σκιά μουντζούρα, ἀφοῦ ἡ σκιά τοῦ σάν λαμπάδας μέ κοκκαλωμένου δάκρυα πεύκου εἶναι: Καλόγερος. Ὅλα γίνονται ὄγκοι, ἐπιφάνειαι: Χρῶμα μόνον. Καί Χρῶμα φυσικά ἐρεβῶδες. Καί ἐπειδή εἶναι κοντόφθαλμος καί ἐπειδή ζωγραφίζει σκοτάδια, καί ἐπειδή τό ἔργον του θά τό βάλη εἰς σκοτάδια, δυναμώνει τάς ἀντιθέσεις, δυναμώνει καί ἐξαγριώνει τά φωτισμένα μέρη. Καί ὅτι δέν εἶναι αὐτό εἰς τήν Τέχνην τοῦ Γερμανοῦ, εἶναι ψευτιά, ψευτιά ἀναίσχυντος, κακοηθεστάτη. Εἶναι Ἰδέαι, εἶναι Τέχνη, εἶναι τεχνοτροπίαι παρμέναι, κλεμμέναι, δανεισμέναι ἀπό τάς χώρας τοῦ Φωτός. Ὁ Γερμανός εἶναι στραβός. Καί μέ τήν ὑπομονήν του ἡ ὁποία ἐμελαγχόλησεν ὅλους τούς γαϊδάρους τῆς οἰκουμένης, θέλων νά μάθη, νά προφιτίρη, νά μισθωθῆ, ἀπεστραβώθη ἀπό τό διάβασμα. Παχύς, λουκανικῶς λαδερός, χοιρομηρικός, πτωχός, πειναλέος, καί Στραβός, βλέπει μέ τά ἀγριόχερά του. Διά νά ζωγραφίση θέλει ὑλικά τῆς ἐσχάτης φτώχιας, θέλει λινάτσα ἄγρια, ἑκατόν φορές ἀγριωτέρα ἀπό κάθε καραβόπανον, θέλει μπογιές λαδερές, παχειές, πηκτές, σάλτσες, θέλει πινέλο βούρτσα ἀλόγου, θέλει νά κολλήση τίς μπογιές μέ τό μυστρί, ὅπως τήν μουστάρδα εἰς τό ψωμί του, θέλει νά μυρίζη ἡ μπογιά, θέλει νά πίνη ἡ ἀγριολινάτσα τίς μπογιές καί θέλη νά φάη αὐτός λινάτσα καί μπογιές καί βοῦρτσες καί κορνίζα. Νά ὁ ζωγράφος εἰς τό ἐργαστήριόν του: σόμπα, ρόμπα, σκούφια, πίπα. Τό Σάπιον Φῶς περνᾶ τά παπλώματα τῶν ὁμιχλῶν καί διαθλᾶται, περνᾶ τούς λασπώδεις, καρβουνώδεις ἀέρας καί θρυμματίζεται, περνᾶ τά σκοτεινά γυαλιά τῶν σπιτιῶν καί σαραβαλιάζεται καί ἀπονεκρώνεται καί ἀποψοφᾶ καί φθάνει μουχλοπτωμαῒνη καί χάνεται εἰς τά σκοτεινά ἐσωτερικά, χωρίς νά φθάση εἰς πουθενά, χωρίς ν’ἀκουμπήση εἰς τίποτε. Ἡ σόμπα, ἡ λάμπα, ἕνα κερί, φέγγουν περισσότερον ἀπό τόν Ἥλιον. Μία καντήλα εἶναι προτιμοτέρα, εἶναι μία ζωηροτάτη ἑστία φωτίζουσα ἐντελῶς εἰς μίαν ὠρισμένην ἀκτίνα. Ἐνῶ τό Νεκρόφως εἶναι παντοῦ καί δέν φωτίζει τίποτε. Ἕνας μέγιστος ζωγράφος κάμνει τό ἐργαστήριόν του σκοτεινόν φωτογραφικόν θάλαμον καί ἀφίνει μίαν τρυπίτσαν εἰς τό ταβάνι. Ἡ εἰκών του εἶναι Ἅδης καί φαίνεται μόνον μία φλούδα προσώπου φωτισμένη, ὀλίγον μάγουλο, ἕνα μάτι, ἡ γραμμή τῆς μύτης. Πομμερανός χωριάτης κοκκαλιασμένος, πειναλεώτατος, ἀλλά ἠρακλειώτατος, ἀλλά σιδηροῦς, μέ Μπισμαρκικές καί Νιτσεϊκές μουστακάρες καί φρυδάρες, μέ τριγωνικόν Γουλιελμικόν κρανίον, τοῦ ὁποίου λείπει ὅλη ἡ μετωπική φέτα, καραφλόν μέν ἀλλά μέ δύο τρίχες καρφιά σκαντζοχείρου πού τρυποῦν τήν σκούφια, πλησιάζει τά τρίποδα, τά τελάρα, τίς λινάτσες ὡς θηριομάχος. Πελώριος, ἄγριος, κλειστός, σουφρωτός, πετῶν σκυθρωπασμούς, μέ κλωτσημούς πίπας καί βομβαρδισμούς καπνικῶν νεφῶν ρίχνεται εἰς τό κακόμοιρον…Ὡραῖον μέ λύσσαν ταύρου πού τοῦ ἔσεισαν κόκκινο πανί.
Ἅμα ἰδῆ λινάτσα, τοῦ μυρίση μπογιά – δηλητηριασμένος ἀπό μπογιά! – μαίνεται. Σείονται τά τρίποδα, βογγοῦν οἱ λινάτσες, τρέμουν τά τελάρα. Καί ἡ Καλλιτεχνία ἀρχίζει, Στόκ τσούκ πάφ πούφ, γρονθοκοπήματα, κλωτσήματα, μπατσίσματα, χαστουκίσματα μέ μπογιά, οἱ μουστάρδες ἐκόλλησαν εἰς τρία δευτερόλεπτα. Νά τά ἔξοχα καί τά θαυμάσια, τά ἀνατρεπτικά ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ ὡραίου, ὅλου τοῦ ὡραίου τῆς Γῆς, τά διά δυναμίτιδος ἀνοικτά Νέων Κόσμων, τά ἐξελικτικά, τά ὑπεράνθρωπα … Γαϊδουροσώματα Βουβαλοσώματα Κάθε ΣΤΟΥΚ. Καί νά ὁ Στούμπ, καί νά ὁ Μπέεεκλουκ, καί νά ὁ Μπρουπριτσγάουγαουφ. Καί νά ὁ Νέος Προφήτης τοῦ Ὡραίου, ὁ νέος ἐκ τοῦ Βορρᾶ…
Ἥλιος ὁ Τρισμέγιστος Φόν Κουτσουρουκκατσαρόλχερν. Δηλαδή ὅλη ἡ ἀνατομία τοῦ Ὡραίου, ὅλη ἡ Παθολογία, ὅλη ἡ Πτωματολογία, ὅλη ἡ Βλακοσοφία, ὅλη ἡ Ἐπιστημονική… κακή ψυχρή της ἡμέρα… ἀνάλυσις, ὅλη ἡ διάλυσις τοῦ φωτός, ὅλη ἡ χημεία, ὅλη ἡ Ἀλχημεία τῆς φτώχιας, τῆς πείνας, τῆς κακκοριζικιᾶς, τῆς στραβομάρας, τῆς βουβαλομάρας, τῆς ΨΕΥΤΙΑΣ, καί τῆς … προφιτίρλας! ὅλα αὐτά τῶν Βορείων ΑΤΙΜΑΣΜΑΤΑ τοῦ ΩΡΑΙΟΥ, ὅλα αὐτά τά Λύκινα ξεσχίσματα τῶν σαρκῶν τῆς ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ, τά ὁποῖα ἐδημιούργησαν αὐτοί οἱ τερατοποιοί, ἅμα παρέλαβαν ἀπό τούς ἄλλου βαρβάρους, αἱμοβόρους, κοκκινοβόρους, Μεθύστακας τοῦ Que bello Ἰταλούς, τούς Ἰταλούς τῆς ὑφ’ ἡμῶν δημιουργηθείσης Ἀναγεννήσεως των, δηλαδή τούς αἰωνίους Χονδρορωμαίους, ἀπό τῆς ἐποχῆς πού οἱ Ὀλλανδέζοι ἀφῆκαν τήν Ἰταλικήν, ἐν Ἰταλία, διδασκαλίαν καί ἀπομίμησιν τοῦ Φωτός τουλάχιστον καί τῆς σχετικῆς ὡραιοτάτης τέχνης τῆς Γραμμῆς καί τοῦ Χρώματος, ἀφ’ ὅτου ἐγκατέλειψαν τήν μόνην καί μοναδικήν χώραν τοῦ Φωτός καί τῆς Τέχνης μετά τήν Ἑλλάδα μας, ἀφ’ ὅτου οἱ ἀρχισκαπανεῖς αὐτοί τοῦ Ξεπατωμοῦ τοῦ Ὡραίου ἐρρίφθησαν εἰς τά βουστάσια των καί εἰσήγαγον εἰς τήν Τέχνην ὅλην τήν Βουστασιακήν, ἀγελαδινήν καί ὁλλανδοτυρικήν Ἀνθρωπότητα των, εἰσήγαγον εἰς τήν Ζωγραφικήν τά μακελειά καί τά πλουσιώτατα Χασαπουλειά μέ τά κρεμασμένα μπούτια, σβέρκους, στήθη, κοιλιές, τά λαμπρόαιμα γυναικοκρέατα. Αὐτά τά ὁποῖα ἐπέδρασαν καί εἰς τούς Γάλλους καί τούς Ἄγγλους καί κάθε ἄλλους διαβόλους διά τῶν ἔργων των καί διά τῶν ἀπαισιωτέρων των Αἰσθητικῶν καί τά ὁποία μιμεῖσθε Σεῖς, τά Γεννήματα τοῦ λαμπροτάτου γηίνου φωτός, τά θρέμματα τῆς ὑπερωραιοτάτης Γῆς τῶν Θεῶν.
Καί οἱ θεόζουρλοι ἐντελῶς διά τρελλομανδύαν, Ἀθεοφοβότατοι καί ἀξιοκρεμαστότατοι ξεκινᾶτε καί πηγαίνετε διά νά διδαχθῆτε τάς τέχνας τοῦ φωτός εἰς τά κέντρα τοῦ Σκότους, εἰς αὐτόν τόν ὀμφαλόν τοῦ Ἐρέβους, τό Μόναχον, Σεῖς… Ἐνῶ ὅλοι οἱ μεγάλοι Βόρειοι, ὅλοι οἱ Ἄγγλοι ὅλοι οἱ Γάλλοι, ὅλοι οἱ ΓΕΡΜΑΝΟΙ, οἱ ὁποῖοι εἶπον κάτι φωτεινόν καί ἔγραψαν κάτι, καί ἐτραγούδησαν κάτι, καί ἐπλησίασαν κατά τι πρός τό Φῶς ἤ δέν ἐπλησίασαν καθόλου, ἀδιάφορον, κατεβαίνουν ὄλοι εἰς τήν Ἰταλίαν διά νά ἰδοῦν τό Φῶς.
Καί οἱ θεόζουρλοι ἐντελῶς διά τρελλομανδύαν, Ἀθεοφοβότατοι καί ἀξιοκρεμαστότατοι ξεκινᾶτε καί πηγαίνετε διά νά διδαχθῆτε τάς τέχνας τοῦ φωτός εἰς τά κέντρα τοῦ Σκότους, εἰς αὐτόν τόν ὀμφαλόν τοῦ Ἐρέβους, τό Μόναχον, Σεῖς… Ἐνῶ ὅλοι οἱ μεγάλοι Βόρειοι, ὅλοι οἱ Ἄγγλοι ὅλοι οἱ Γάλλοι, ὅλοι οἱ ΓΕΡΜΑΝΟΙ, οἱ ὁποῖοι εἶπον κάτι φωτεινόν καί ἔγραψαν κάτι, καί ἐτραγούδησαν κάτι, καί ἐπλησίασαν κατά τι πρός τό Φῶς ἤ δέν ἐπλησίασαν καθόλου, ἀδιάφορον, κατεβαίνουν ὄλοι εἰς τήν Ἰταλίαν διά νά ἰδοῦν τό Φῶς.
(συνεχίζεται...)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ-ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΧΡΩΜΑ ( 1903-1904)
Δύο πράγματα που μπορεί να μην έχουν ληφθεί υπ'όψιν από τον συγγραφέα. 1) μιλάει για καλλιτέχνες κατά συνέπεια για τον βαθύτερο άνθρωπο:
ΑπάντησηΔιαγραφή'Ο βαθύτερος άνθρωπος αποστρέφεται τον ήλιο
- το θλιβερό αεροπλάνο του φωτός – και εισέρχεται
στην κοίμηση του κατασκότεινου ουρανού
μ` ένα βουνό λουλούδια στο στήθος του:
τις ένδον εξελίξεις.'
Νίκος Καρούζος ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ [1982]
2) Τον τρόπο με τον οποίο η πατρίδα μας αντιμετωπίζει τα παιδιά της:
Βγάλε, ψυχή μου, τραγούδι
Να πολεμήσω την Άνοιξη.
Ξένος είμαι στο σπίτι μου
ξένος στους δρόμους
με λένε Γιάννη
δεν έχω τίποτα δικό μου…
Νίκος Καρούζος
α)Λουλούδια χωρίς ἥλιο; Γίνεται;
ΑπάντησηΔιαγραφήἌλλο ἐνδοσκόπηση ( αὐτό ἀντιλαμβάνομαι ἐγώ διαβάζοντας τόν Καροῦζο, καί ἄλλο κλείσιμο στό ὑπόγειο)
β) Αὐτό τοῦ Καρούζου μοῦ ἀρέσει περισσότερο ἀπό τό πρῶτο. Ἴσως γιατί μέ μπερδεύει λίγο. Ἀλλά θά τό ξεμπερδέψω, πού θά μοῦ πάει...
Πάντως μεγαλύτερος ἐπικριτής τοῦ μουχλιασμένου ἑλλαδικοῦ κράτους ἀπό τόν μεθυσμένο ( σε στυλ Μπωντλέρ) Γιαννόπουλο δέν ὑπάρχει.
γ) ΦΑΡΜΑΚΟ ΓΙΑ ΠΕΣΙΜΙΣΤΕΣ
Παραπονιέσαι πώς δέν βρίσκεις τίποτα νόστιμο;
Πάντα φίλε μου οἱ παλιές παραξενιές;
Σ'άκούω νά βλαστημᾶς, νά θορυβεῖς καί νά φτύνεις
ἡ ὑπομονή κι ἡ καρδιά μου σπᾶνε
Ἀκολούθα με φίλε! Ἀποφάσισε ἐλεύθερα
νά καταπιεῖς μεμιᾶς ἕνα παχουλό βατράχι!
Εἷναι ἕνα κι ἕνα γιά τήν δυσπεψία!
Φρ.Νῖτσε
Ομάδα επτά νεαρών πυρπόλησε στις 6 το απόγευμα της Τρίτης ισόγεια αποθήκη του περιοδικού «Ρεσάλτο» στην οδό Σολωμού 5 στα Εξάρχεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι δράστες έσπασαν με βαριοπούλα την τζαμαρία της αποθήκης και πέταξαν στο εσωτερικό μια φωτοβολίδα, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πυρκαγιά που προξένησε υλικές ζημιές.
Η φωτιά σβήστηκε από την Πυροσβεστική Υπηρεσία πριν πάρει μεγάλες διαστάσεις.
Οι δράστες αναζητούνται.