Ἀπόσπασμα ἀπό τό ὁμότιτλο βιβλίο τοῦ Ἐντουάρντο Γκαλεάνο σέ μετάφραση Φώντα Κονδύλη
...Ἡ ὑπανάπτυξη, ἔλεγε ὁ Τσέ Γκεβάρα, εἷν’ ἕνας νάνος μέ πελώριο κεφάλι καί μ’ὁλοστρόγγυλη κοιλιά. Τά ἰσχνά πόδια του καί τά κοντά χέρια του δέν ἐναρμονίζονται μέ τό ὑπόλοιπο κορμί του. Ἡ Ἀβάνα ἄστραφτε, οἱ κάντιλακ βοοῦσαν μεσ’ τίς πολυτελεῖς λεωφόρους της καί μέσα στό μεγαλύτερο καμπαρέ τοῦ κόσμου οἱ ὀμορφότερες βεντέτες λικνίζονταν στό ρυθμό τῶν τραγουδιῶν τοῦ Lecuona. Ταυτόχρονα στήν κουβανέζικη ὕπαιθρο, ἕνας μόνο ἀγροτοεργάτης στούς δέκα μποροῦσε νά πιεῖ γάλα, μόλις τό 4% τοῦ πληθυσμοῦ ἔτρωγε κρέας καί σύμφωνα μέ τό Ἐθνικό Συμβούλιο τῆς Οἰκονομίας, τά τρία πέμπτα τῶν ἐργατῶν ἀμοίβονταν μέ μισθούς τρεῖς ἤ τέσσερεις φορές κατώτερους ἀπό τό κόστος ζωῆς.
Ἡ ζάχαρη δέν δημιούργησε παρά νάνους. Γέννησε ἔτσι καί γίγαντες ἤ τουλάχιστον, συνέβαλε στήν αὔξησή τους σέ μεγάλο βαθμό. Ἡ ζάχαρη τῆς τροπικῆς λατινικῆς Ἀμερικῆς συνέβαλε τεράστια στή συσσώρευση κεφαλαίων πού ἐπέτρεψαν τή βιομηχανική ἀνάπτυξη τῆς Ἀγγλίας, τῆς Γαλλίας, τῆς Ὀλλανδίας ἀλλά καί τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν. Ἀντίθετα, σακάτεψε τήν οἰκονομία τῆς βόρειο-ἀνατολικῆς Βραζιλίας καί τῶν Ἀντιλλῶν καί ἀποφάσισε τήν ἱστορική καταστροφή τῆς Ἀφρικῆς. Τό ἐμπορικό τρίγωνο μεταξύ Εὐρώπης, Ἀφρικῆς καί Ἀμερικῆς εἶχε ὡς κίνητρο τό ἐμπόριο τῶν σκλάβων πού προορίζονταν γιά τίς ζαχαροφυτεῖες. « Ἡ ἱστορία μερικῶν κρυστάλλων ζάχαρης εἶναι ὁλόκληρη ἕνα μάθημα πολιτικῆς οἰκονομίας, πολιτικῆς ἀλλά καί ἠθικῆς» ἔλεγε ὁ Auguste Cochin.
Οἱ φυλές τῆς δυτικῆς Ἀφρικῆς περνοῦσαν τόν καιρό τους πολεμώντας μεταξύ τους γιά ν’ αὐξήσουν, μέ τούς αἰχμαλώτους τοῦ πολέμου, τά ἀποθέματά τους σέ σκλάβους. Ἀνῆκαν στά ἀποικιακά ἐδάφη τῆς Πορτογαλίας, ἀλλά οἱ Πορτογάλοι δέν διέθεταν οὔτε πλοῖα οὔτε βιομηχανικά εἴδη νά προσφέρουν τήν ἐποχή ὅπου ἄνθιζε τό ἐμπόριο τῶν Μαύρων καί μεταμορφώθηκαν σέ ἁπλούς μεσίτες ἀνάμεσα σέ δουλέμπορους ἄλλων δυνάμεων καί στούς ἀφρικανούς βασιλίσκους. Ἡ Ἀγγλία, στό μέτρο τῶν ἀναγκῶν της, ὑπῆρξε ὁ μεγάλος πρωταθλητής τῆς ἀγορᾶς καί τῆς πώλησης ἀνθρώπινης σάρκας. Οἱ Ὀλλανδοί εἶχαν, βέβαια, μία πιό μακρόχρονη παράδοση σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τό ἐμπόριο, ἐπειδή ὁ Κάρολος ὁ Ἐ τούς εἶχε παραχωρήσει τό μονοπώλιο τῆς μεταφορᾶς Μαύρων πρός τήν Ἀμερική προτοῦ ἡ Ἀγγλία ἀποκτήσει τό δικαίωμα νά εἰσάγει σκλάβους στίς ξένες ἀποικίες. Στή Γαλλία, ὁ Λουδοβίκος XIV, ὁ βασιλιάς Ἥλιος, μοιραζόταν μέ τόν βασιλιά τῆς Ἱσπανίας, τό ἥμισυ τῶν οἰκονομικῶν πόρων τῆς ἑταιρείας τῆς Γουϊνέας πού ἱδρύθηκε στά 1701 γιά νά μεταφέρει τούς σκλάβους στήν Ἀμερική. Κι ὁ ὑπουργός του Κολμπέρ, δημιουργός της ἐθνικῆς ἐκβιομηχάνισης, εἶχε λόγους νά βεβαιώνει ὅτι τό δουλεμπόριο τῶν νέγρων ἦταν τό μόνο κατάλληλο «νά προωθήσει ἁλματωδῶς τό ἐθνικό ἐμπορικό ναυτικό».
Ὁ Ἄνταμ Σμίθ ἔλεγε ὅτι ἡ ἀνακάλυψη τῆς Ἀμερικῆς εἶχε «ἀνυψώσει τό κερδοσκοπικό σύστημα σ’ ἕνα βαθμό μεγαλείου καί δόξας ὅπου δέν εἶχε φθάσει ποτέ προηγουμένως».
Κατά τήν ἄποψη τοῦ Sergio Bagu, ὁ τρομαχτικότερος μηχανισμός συσσώρευσης τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κερδοσκοπικοῦ κεφαλαίου ὑπῆρξε ἡ ἀμερικάνικη δουλεία. Μέ τή σειρά του τό κεφάλαιο ἔγινε «ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος ὅπου οἰκοδομήθηκε τό γιγάντιο βιομηχανικό κεφάλαιο τῆς σύγχρονης ἐποχῆς». Ἡ ἀνάσταση τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς σκλαβιᾶς τοῦ Νέου Κόσμου εἶχε θαυμαστά ἀποτελέσματα: πολλαπλασίασε τά καράβια, τά ἐργοστάσια, τούς σιδηρόδρομους καί τίς τράπεζες ξένων χωρῶν ἀρχικά γιά κακή μοίρα τῶν σκλάβων πού διέσχιζαν τόν Ἀτλαντικό. Ἀνάμεσα στίς ἀρχές τοῦ XVI αἰώνα καί στά τέλη τοῦ ΧΙΧ αἰώνα, πολλά ἑκατομμύρια Ἀφρικανῶν – δέν ξέρουμε ἀκριβῶς πόσα – πέρασαν τόν ὠκεανό. Ἐκεῖνο πού ξέρουμε εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν πολύ περισσότεροι ἀπ’ τούς λευκούς εὐρωπαίους μετανάστες καί ἀκόμη ὅτι, βέβαια, πολύ λιγότεροι ἐπέζησαν. Ἀπό τό Πότομακ ἕως τό Ρίο ντέ λά Πλάτα, οἱ σκλάβοι ἦταν αὐτοί πού ἔχτισαν τά σπίτια τῶν ἀφεντικῶν τους, ἀποψίλωσαν τά ἐδάφη, ἔκοψαν καί ἄλεσαν τό ζαχαροκάλαμο, φύτεψαν μπαμπάκι, καλλιέργησαν κακάο, μάζεψαν τόν καφέ καί τό κακάο, καί ἐξερεύνησαν τίς κοῖτες τῶν ποταμῶν ψάχνοντας γιά χρυσάφι. Πόσες ἄραγε Χιροσίμα ἀντιπροσωπεύουν αὐτές οἱ ἀπανωτές ἐξολοθρεύσεις; Ἕνας Ἄγγλος ἄποικος, ἰδιοκτήτης φυτείας στή Τζαμάϊκα, βεβαιώνει: « Εἶναι πιό εὔκολο νά ἀγοράζεις Μαύρους παρά νά τούς τρέφεις». Ο Caio Prado ὑπολογίζει ὅτι, ὡς τίς ἀρχές τοῦ XIX αἰώνα, πέντε μέ ἔξι ἑκατομμύρια Ἀφρικανῶν ἔφτασαν στήν Βραζιλία. Ἡ Κούβα ἦταν τότε μία ἀγορά σκλάβων τό ἴδιο σημαντική ὅσο ἦταν προηγουμένως ὁλόκληρο τό δυτικό ἠμισφαίριο.
Στά 1562, ὁ κυβερνήτης Τζόν Χόουκινς εἶχε ἀπολύσει τρακόσιους Μαύρους πού εἶχαν μεταφερθεῖ μέ λαθρεμπόριο στήν πορτογαλική Γουϊνέα. Φρύαξε ἡ βασίλισσα Ἐλισσάβετ.
«Ἐκδίκηση! Τό πράγμα ζητᾶ σκληρή ἐκδίκηση!», κραύγασε. Ὅ Χόουκινς, ὅμως, τῆς εἶπε ὅτι, σ’ ἀντάλλαγμα τῶν σκλάβων εἶχε ἀποκτήσει ἕνα φορτίο ζάχαρη καί δέρματα, μαργαριτάρια καί πιπερόριζα. Ἡ βασίλισσα συγχώρεσε τόν πειρατή καί ἔγινε ἐμπορικός συνεταῖρος του. Ἕναν αἰώνα ἀργότερα, ὁ δούκας τοῦ Γυόρκ ἀποτύπωνε μέ κόκκινο σίδερο τά ἀρχικά του DY πάνω στόν ἀριστερό γλουτό ἤ τό στῆθος τριῶν χιλιάδων Μαύρων τούς ὁποίους μετέφερε κάθε χρόνο στά «νησιά τῆς ζάχαρης» ἡ ἐπιχείρησή του. Η Real Compania Africana, τήν ὁποία ὁ Κάρολος ὁ ΙΙ εἶχε συμπεριλάβει ἀνάμεσα στούς μετόχους του, πρόσφερε 300% μερίσματα. Ὡστόσο, σέ ἀριθμό ἑβδομήντα χιλιάδων σκλάβων πού φόρτωσε μεταξύ τοῦ 1680 καί 1688, μόνο σαράντα ἔξι χιλιάδες ἐπέζησαν τοῦ ταξιδιοῦ. Ἀναρίθμητοι Ἀφρικανοί πέθαιναν στήν μεταφορά, θύματα ἐπιδημιῶν ἤ ὑποσιτισμοῦ. Ὁρισμένοι αὐτοκτονοῦσαν ἀρνούμενοι νά φᾶνε, ἄλλοι κρεμόντουσαν ἀπό τίς ἁλυσίδες τους ἤ ἔπεφταν στή θάλασσα, ὅπου ἀφθονοῦσαν οἱ καρχαρίες. Ἀργά, ἀλλά σταθερά, ἡ Ἀγγλία ἀφαιροῦσε ἀπ’ τήν Ὀλλανδία τήν ἡγεμονία τοῦ δουλεμπορίου τῶν Μαύρων. Η South Sea Company ὑπῆρξε ὁ κύριος ἐπικαρπωτής τοῦ «δικαιώματος προμήθειας» πού παραχώρησε ἡ Ἱσπανία στούς Ἄγγλους, καί ἐνδιαφέρθηκαν γι’ αὐτήν οἱ πιό ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆς βρετανικῆς πολιτικῆς καί τῆς βρετανικῆς οἰκονομίας. Τό ἐμπόριο αὐτό, πιό προσοδοφόρο ἀπ’ ὁποιοδήποτε ἄλλο, ἔκανε τό Χρηματιστήριο τοῦ Λονδίνου νά παραφρονήσει καί προκάλεσε ἕνα φανταστικό κερδοσκοπικό πυρετό.
Ἡ μεταφορά τῶν σκλάβων ἀνέδειξε τό Μπρίστολ, ναυπηγικό κέντρο, στή δεύτερη πόλη τῆς Ἀγγλίας καί τό Λίβερπουλ στό μεγαλύτερο λιμάνι τοῦ κόσμου. Τά πλοῖα γέμιζαν τά ἀμπάρια τους μέ ὄπλα, μέ ὑφάσματα, μέ ἀρκευθίτη καί ρούμι ἀρκετά νερωμένο, μέ ψεύτικα κοσμήματα καί πολύχρωμες χάντρες, μέ τά ὁποῖα θά πλήρωναν τό ἀνθρώπινο ἐμπόρευμα τῆς Ἀφρικῆς, ἀλλά καί τή ζάχαρη, τό μπαμπάκι ,τό καφέ καί τό κακαό τῶν ἀποικιακῶν φυτειῶν τῆς Ἀμερικῆς. Οἱ Ἄγγλοι ἐπέβαλαν στίς θάλασσες τήν αὐτοκρατορία τους. Στά τέλη τοῦ ΧVIII αἰώνα, ἡ Ἀφρική καί οἱ Ἀντιλλες ἔδιναν δουλειά σέ ἑκατόν ὀγδόντα χιλιάδες ἐργάτες ὑφαντουργούς τοῦ Μάντσεστερ. Τά μαχαίρια ἔρχονταν ἀπ’ τό Σέφιλντ καί τό Μπέρμιγχαμ, ἑκατόν πενήντα χιλιάδες τόν χρόνο. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀφρικῆς δέχονταν τά ἐμπορεύματα τῆς βρετανικῆς βιομηχανίας καί παραχωροῦσαν τά φορτία τῶν σκλάβων στούς δουλεμπόρους. Ἔτσι, ἐξασφάλιζαν καινούργια ὄπλα καί μία γενναία ποσότητα οἰνοπνευματωδῶν γιά νά ὀργανώσουν νέα ἀνθρωποκυνηγητά μέσα στά χωριά. Πρόσφεραν ἀκόμη φίλντισι, κερί καί φοινικόλαδο. Πολλοί σκλάβοι ἔρχονταν ἀπ’ τά δάση καί δέν εἶχαν δεῖ ποτέ θάλασσα. Μπέρδευαν τά μουγκρητά τοῦ ὠκεανοῦ μέ τά μουγκρητά κάποιου κρυμμένου ζώου πού τούς περίμενε γιά νά τούς καταβροχθίσει ἤ, σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία ἑνός ἐμπόρου τῆς ἐποχῆς, πίστευαν, καί δέν ἔπεφταν ἔξω ἀπό κάποια ἄποψη, ὅτι θά τούς μετέφεραν σάν πρόβατα ἐπί σφαγῇ, γιατί οἱ Εὐρωπαῖοι ἐκτιμοῦσαν πάρα πολύ τήν σάρκα τους. Οἱ « γάτες μέ τίς ἐννιά οὐρές» δέν μποροῦσαν νά καταφέρουν καί πολλά πράγματα γιά νά καταστείλουν τήν ἀπόγνωση τῶν Ἀφρικανῶν πού τούς ὁδηγοῦσε στήν αὐτοκτονία.
Τά ἀνθρώπινα τοῦτα κτήνη πού ἐπιζοῦσαν ἀπ’ τήν πείνα, τίς ἀρρώστειες καί τό τσουβάλιασμα τῆς μεταφορᾶς ἐκθέτονταν – ράκη, πετσί καί κόκκαλο- στήν κεντρική πλατεῖα, ἀφοῦ πρῶτα ἔκαναν παρέλαση στούς δρόμους τῶν ἀποικιῶν κάτω ἀπ’τούς ἤχους τῆς καραμούζας. Ὅσοι ἔφταναν πολύ ἐξαντλημένοι στά νησιά τῆς Καραϊβικῆς, τό πιθανότερο ἦταν νά ριχτοῦν στίς ἀποθῆκες τῶν σκλάβων πρίν ἀντιμετωπίσουν τά βλέμματα τῶν ἀγοραστῶν τους. Ἄφηναν τούς ἀρρώστους νά πεθαίνουν στίς ἀποβάθρες. Οἱ σκλάβοι πουλιόντουσαν μέ μετρητά ἤ μέ τριετεῖς συναλλαγματικές. Τά πλοῖα ξαναγύριζαν στό Λίβερπουλ φορτωμένα μέ τροπικά προϊόντα: στίς ἀρχές τοῦ XVIII αἰώνα, τά τρία τέταρτά τοῦ μπαμπακιοῦ πού κατεργάζονταν ἡ ἀγγλική ὑφασματοβιομηχανία, προέρχονταν ἀπ’ τίς Ἀντιλλες. Μόνον ἀργότερα ἡ Γεωργία καί ἡ Λουιζιάνα γίνηκαν οἱ βασικές της πηγές ἐφοδιασμοῦ. Στά μέσα τοῦ αἰώνα, ὑπῆρχαν στήν Ἀγγλία ἑκατόν εἴκοσι διϋλιστήρια ζάχαρης.
Ἕνας Ἄγγλος τότε μποροῦσε νά ζήσει μέ ἔξι λίρες τόν χρόνο. Τά ἐτήσια κέρδη τῶν δουλεμπόρων τοῦ Λίβερπουλ ξεπερνοῦσαν τό ἕνα ἑκατομμύριο ἑκατό χιλιάδες λίρες, ἄν ὑπολογίσουμε μόνο τά χρήματα πού προέρχονταν ἀπ’ τά νησιά τῆς Καραϊβικῆς, χωρίς νά συμπεριλάβουμε τά κέρδη τοῦ ἐμπορίου. Δέκα μεγάλες ἑταιρίες εἶχαν τόν ἔλεγχο τῶν δύο τρίτων τοῦ ἐμπορίου. Τό Λίβερπουλ ἐγκαινίασε μία νέα διάταξη στίς προβλῆτες. Ἔφτιαχναν πλοῖα ὅλο καί μεγαλύτερα, μ’ ὅλο καί μεγαλύτερο ἐκτόπισμα. Οἱ χρυσοχόοι πρόσφεραν «ἀσημένιες καδένες καί περιδέραια γιά τούς νέγρους καί τά σκυλιά», οἱ κομψευόμενες περνοῦσαν κορδωμένες, συνοδευόμενες ἀπό ἕναν πίθηκο ντυμένο μέ κεντημένο μισοφόρι κι’ ἀπό ἕνα νεαρό σκλάβο πού φοροῦσε τουρμπάνι καί φουσκωτά μεταξωτά βρακιά. Ἕνας οἰκονομολόγος ὀνόμασε τό δουλεμπόριο τῶν Μαύρων «βασική ἀρχή, θεμέλιο ὅλων τῶν ἄλλων, τό ἐλατήριο τῆς μηχανῆς πού θέτει σέ λειτουργία κάθε στοιχεῖο τοῦ γραναζιοῦ». Οἱ τράπεζες πλήθαιναν στό Λίβερπουλ, στό Μάντσεστερ, στό Μπρίστολ, στό Λονδίνο καί τή Γλασκώβη. Ἡ Λόυντ συσσώρευε τά κέρδη ἀσφαλίζοντας σκλάβους, καράβια καί φυτεῖες. Σέ λίγο οἱ ἀνταποκριτές τῆς ἐφημερίδας London Gazette ἀνάγγειλαν πώς οἱ φυγάδες σκλάβοι ἔπρεπε νά παραδοθοῦν στή Λόυντ. Μέ τά κεφάλαια πού εἰσέπραξαν ἀπό τό δουλεμπόριο, κατασκεύασαν τό σιδηρόδρομο τῆς Δύσης καί βιομηχανίες γεννήθηκαν, ὅπως τά λατομεῖα σχιστολίθου στή χώρα τῶν Γάλλων. Τό κεφάλαιο πού συγκεντρώθηκε χάρη στό ἐμπορικό τρίγωνο: ἐργοστάσια, σκλάβοι, ζάχαρη, ἔκανε δυνατή τήν ἀνακάλυψη τῆς ἀτμομηχανῆς: ὁ Τζέημς Βάτ χρηματοδοτήθηκε ἀπό ἔμπορους πού εἶχαν πλουτίσει μέ τόν τρόπο αὐτό, μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἔρικ Οὐίλιαμς μέσα στό πολύ τεκμηριωμένο ἐπί τοῦ θέματος ἔργο του.
Στίς ἀρχές τοῦ XIX αἰώνα, ἡ Μεγάλη Βρετανία ἔγινε ὁ κύριος προπαγανδιστής τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν σκλάβων. Ἡ ἀγγλική βιομηχανία εἶχε ἀνάγκη ἀπό δῶ καί πέρα τίς διεθνεῖς ἀγορές πού παρουσίαζαν αὐξημένη ζήτηση, πράγμα πού τήν ὑποχρέωνε νά ἀναπτύξει τό καθεστώς τῶν μισθῶν. Ἐπί πλέον, ἐγκαινιάζοντας μία τέτοια χρήση στίς ἀγγλικές ἀποικίες τῶν νησιῶν τῆς Καραϊβικῆς, ἡ βραζιλιάνικη ζάχαρη, προϊόν τῶν σκλάβων ἐργατῶν, ξανάβρισκε ὁρισμένα πλεονεκτήματα ἀπό τά σχετικῶς χαμηλά ἔξοδα παραγωγῆς της. Ὁ βρετανικός στόλος ρίχτηκε στήν καταδίωξη τῶν δουλεμπορικῶν πλοίων, χωρίς μ’ αὐτό νά μειώσει, κάθε ἄλλο μάλιστα, τό ἐμπόριο μέ κατεύθυνση τήν Κούβα ἤ τήν Βραζιλία. Ὅταν τά ἀγγλικά πλοῖα συναντοῦσαν τά πλοῖα τῶν πειρατῶν, οἱ σκλάβοι εἶχαν κιόλας ριχτεῖ στήν θάλασσα: δέν ἔβρισκαν παρά μόνο τήν μυρωδιά τους, τούς ἀτμολέβητες στό φούλ, καί πάνω στή γέφυρα ἕναν κεφάτο καπετάνιο. Ἡ περιστολή ἀνέβασε τίς τιμές καί αὔξησε σημαντικά τά κέρδη. Στά μέσα τοῦ αἰῶνα, οἱ ἔμποροι πρόσφεραν ἕνα παλιό τουφέκι γιά κάθε γεροδεμένο Ἀφρικανό, τόν ὁποῖο πουλοῦσαν κατόπιν στήν Κούβα σέ μία τιμή πάνω ἀπό ἑξακόσια δολάρια.
Τά μικρά νησιά τῆς Καραϊβικῆς ὑπῆρξαν πολύ πιό σημαντικά γιά τήν Ἀγγλία ἀπ’ ὅτι οἱ βόρειες ἀποικίες της. Στήν Μπαρμπάντε, στήν Τζαμάϊκα καί στό Μόνσερατ ἀπαγορευόταν νά κατασκευάζει κανείς ἔστω καί μία βελόνα ἤ ἕνα πέταλο ἀλόγου γιά δικό του λογαριαμό. Ἡ κατάσταση ἦταν τελείως διαφορετική στή Νέα Ἀγγλία, πράγμα πού διευκόλυνε ὄχι μόνο τήν οἰκονομική της ἀνάπτυξη μά καί τήν πολιτική ἀνεξαρτησία της.
Εἶναι βέβαιο ὅτι τό δουλεμπόριο τῶν Μαύρων στή Νέα Ἀγγλία ὑπῆρξε ἡ μαγιά ἑνός μεγάλου μέρους τοῦ κεφαλαίου πού διευκόλυνε τή βιομηχανική ἐπανάσταση στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς. Στά μέσα τοῦ ΧVΙΙΙ αἰῶνα, τά δουλεμπορικά πλοῖα τοῦ Βορρᾶ μετέφεραν ἀπ’ τή Βοστώνη, ἀπ’ τό Νιοῦπορτ ἤ τήν Προβιντενς βαρέλια γεμάτα ρούμι μέ προορισμό τήν Ἀφρική. Ἐκεῖ, τά ἀντάλλασαν μέ σκλάβους. Αὐτοί πουλιόνταν στίς Ἀντιλλες, ἀπ’ ὅπου ἔβγαζαν τή μελάσσα γιά νά τή στείλουν στή Μασαχουσέτη. Στήν πόλη αὐτή, ἡ μελάσσα ἔμπαινε στήν ἀπόσταξη γιά νά μεταμορφωθεῖ τελικά σέ ρούμι. Τό καλύτερο ρούμι τῶν Ἀντιλλῶν, τό Ρούμι τῶν Δυτικῶν Ἰνδιῶν, δέν τό ἔφτιαχναν ἐπί τόπου. Οἱ ἀδελφοί Μπράουν, ἀπό τή Προβιντενς, μέ τά κεφάλαια πού ἀπέκτησαν ἀπό τό δουλεμπόριο, ἔφτιαξαν τά χυτήρια πού προμήθευσαν τόν στρατηγό Γεώργιο Οὐάσιγκτον μέ τά κανόνια τοῦ πολέμου τῆς Ἀνεξαρτησίας. Οἱ φυτεῖες τῶν νησιῶν τῆς Καραϊβικῆς, καταδικασμένες στήν καλλιέργεια τοῦ ζαχαροκάλαμου, μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὄχι μόνο τό δυναμικό κέντρο τῆς ἀνάπτυξης τῶν «δεκατριῶν ἀποικιῶν» γιά τήν ὑποστήριξη πού πρόσφερε τό δουλεμπόριο τῶν Μαύρων στή ναυτιλία καί στά διυλιστήρια τῆς Νέας Ἀγγλίας, μά ἀποτέλεσαν καί τήν ἰδανική ἀγορά γιά τήν ἀνάπτυξη τῶν ἐξαγωγῶν σέ πλεῖστα ἀγαθά, σέ ξυλεία, καί σέ ἐξοπλισμό προοριζόμενο γιά τά διυλιστήρια τῆς ζάχαρης. Ἡ ἀγορά τούτη ἐμφύσησε τήν εὐμάρειά της στήν ἀγροτική καί πρόωρα ἐργοστασιακή οἰκονομία τοῦ Βόρειου Ἀτλαντικοῦ. Τά πλοῖα πού φτιάχνονταν στά ναυπηγεῖα τῶν ἀποίκων του Βορρᾶ κουβαλοῦσαν στήν Καραϊβική μεγάλες ποσότητες ἀπό φρέσκα καί καπνιστά ψάρια, βρώμη καί σιτάρι, μαῦρα φασόλια, ἀλεύρι, βούτυρο, τυριά, κρεμμύδια, ἄλογα καί βόδια, κεριά καί σαπούνι, ὑφάσματα, ξυλεία πεύκου, κέδρου καί βελανιδιᾶς γιά τό ἀμπαλλάρισμα τῆς ζάχαρης ( ἡ Κούβα ἀπέκτησε τό πρῶτο ἀτμοκίνητο πριόνι πού μπῆκε στή Λατινική Ἀμερική, ἀλλά δέν εἶχε ξυλεία νά κόψει), καθώς καί βαρέλια, σιδερένια στεφάνια, κρίκους καί καρφιά.
Ἔτσι λοιπόν μεταγγιζόταν τό αἷμα. Οἱ ἀναπτυγμένες χῶρες ἀναπτύσσονταν ἀκόμη περισσότερο, κι οἱ ὑπανάπτυκτες βούλιαζαν ἀκόμη πιό βαθιά στήν ὑπανάπτυξη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου