Ἀντικειμενικὴ εἰκόνα.
Ἡ νύχτα καὶ ὁ καπνὸς μᾶς τύλιγαν ἁπαλά.
Θέλαμε ν΄ἀκούσουμε μιὰ ἱστορία παλιὰ ποὺ θὰ μᾶς ἠρεμοῦσε, θὰ γαλήνευε τὴν ψυχή.
Θὰ ἔχυνε ἔξω τὰ βρωμόνερα τῆς μέρας.
Γεμίσαμε τὸ σάκκο συμπράγκαλα καὶ ἀναμνήσεις.
Μαζὶ καὶ τ΄ ἀπομεινάρια μιᾶς ἄγνωστης καὶ γι’ αὐτὸ κοινῆς γνωστῆς.
Μὲ σκουντάει καθὼς σηκώνεται νὰ περάσει στὴν πίστα νὰ χορέψει γκαρσιλαμά.
Ταλαντεύεται ὡς φορέας ἐρωτικοῦ παροξυσμοῦ.
Ἀναγνώριση προσώπων δυσχερής, ἀδυναμία νὰ ἀναγνωριστοῦν οἱ φωνές τους.
Προσωπογνωσία ἐξασθενημένη, ἀγνωσία χρώματος.
Ἐν γένει ρηξιγενής, δυσλειτουργία σὲ κοινωνικὰ σημαντικοὺς χώρους.
Δὲν καταλαβαίναμε τὴ γνωστικὴ λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου.
Τὰ μαθηματικά μας ἦταν ἀνεπαρκῆ νὰ ἀπαντήσουν στὶς σύνθετες ἐρωτήσεις.
Χωρίσαμε ποικιλοτρόπως στὴ Στρατηγοῦ Παπούλα, στὴ Λεωφόρο Ἀγγελάκη, στὴν Παπάφη, στὸ Πάλαι ντὲ Σπόρ.
Καβάλησα τὸ καλάμι μου ἐνῶ ἐκείνη πῆρε ταξί.
Οἱ μὲν μὲ τὸν χύδην λαὸν οἱ δὲ μὲ τὰ ταξιδιωτικὰ γραφεῖα.
Ὑποκειμενικὴ εἰκόνα
Μὰ γιατί περιχαρακώνεται τὸ ἀσύνηθες στὸ βωμὸ τῶν ὑποκριτικῶν γενικεύσεων;
Μὰ γιατί ἡ κοινὴ αἴσθηση τοῦ κόσμου μειώνεται σὲ μία μονοδιάστατη κατανόηση;
Μὰ γιατί ἡ συνηθισμένη ἐμπειρία τῆς ζωῆς διακυβεύεται ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῆς κανονικότητας καὶ τοῦ θεάματος;
Μὰ γιατί οἱ ἀγορὲς ἀπορρόφησαν τοὺς ἐσωτερικούς μας πόρους ἀφήνοντάς μας ξηρούς;
Μὰ γιατί εἶναι δύσκολο νὰ ὑπερνικηθοῦν οἱ τάσεις τους;
Τί πληροφορίες γυρεύουν οἱ κουκουβάγιες πάνω ἀπ΄τὰ κεφάλια μας;
Ἀμφισβητοῦνται τώρα οἱ ἐνέργειές μας.
Δοκιμάζονται οἱ κοινωνικὲς συμπεριφορές.
Διάχυτη ἡ ἀπροσδιοριστία τῆς κοινωνικῆς ὑπόστασης.
Ὁ δράστης δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ δηλώσει πράττω ἐκεῖνο ἐπειδὴ εἶμαι αὐτό.
Οἱ πιὸ πολλοὶ παραδόθηκαν στὴν εὐκολία, στὸν ψυχολόγο ἢ στὸ DVD.
Τὸ δυνατὸ φῶς τοῦ πορτατὶφ στὴ σοφίτα.
Βαριὰ σιωπή.
Ἡ ἴδια βάρκα ποὺ ἦρθε τὸ πρωῒ φεύγει πάλι τὸ βράδυ, σὰ ψυχὴ νυχτερινή, πονεμένη, σκοτεινή.
Ἡ παραίσθηση δὲν ἐξαφανίζεται μὲ διατάγματα.
Ὁ στυλὸς στὸ τραπέζι κοιτᾶ τὰ ἄπλυτα σημερινὰ ποτήρια.
Σβήνω τὸ φῶς, ἀνάβω τσιγάρο.
Ἡ νύχτα καὶ ὁ καπνὸς μᾶς τύλιγαν ἁπαλά.
Θέλαμε ν΄ἀκούσουμε μιὰ ἱστορία παλιὰ ποὺ θὰ μᾶς ἠρεμοῦσε, θὰ γαλήνευε τὴν ψυχή.
Θὰ ἔχυνε ἔξω τὰ βρωμόνερα τῆς μέρας.
Γεμίσαμε τὸ σάκκο συμπράγκαλα καὶ ἀναμνήσεις.
Μαζὶ καὶ τ΄ ἀπομεινάρια μιᾶς ἄγνωστης καὶ γι’ αὐτὸ κοινῆς γνωστῆς.
Μὲ σκουντάει καθὼς σηκώνεται νὰ περάσει στὴν πίστα νὰ χορέψει γκαρσιλαμά.
Ταλαντεύεται ὡς φορέας ἐρωτικοῦ παροξυσμοῦ.
Ἀναγνώριση προσώπων δυσχερής, ἀδυναμία νὰ ἀναγνωριστοῦν οἱ φωνές τους.
Προσωπογνωσία ἐξασθενημένη, ἀγνωσία χρώματος.
Ἐν γένει ρηξιγενής, δυσλειτουργία σὲ κοινωνικὰ σημαντικοὺς χώρους.
Δὲν καταλαβαίναμε τὴ γνωστικὴ λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου.
Τὰ μαθηματικά μας ἦταν ἀνεπαρκῆ νὰ ἀπαντήσουν στὶς σύνθετες ἐρωτήσεις.
Χωρίσαμε ποικιλοτρόπως στὴ Στρατηγοῦ Παπούλα, στὴ Λεωφόρο Ἀγγελάκη, στὴν Παπάφη, στὸ Πάλαι ντὲ Σπόρ.
Καβάλησα τὸ καλάμι μου ἐνῶ ἐκείνη πῆρε ταξί.
Οἱ μὲν μὲ τὸν χύδην λαὸν οἱ δὲ μὲ τὰ ταξιδιωτικὰ γραφεῖα.
Ὑποκειμενικὴ εἰκόνα
Μὰ γιατί περιχαρακώνεται τὸ ἀσύνηθες στὸ βωμὸ τῶν ὑποκριτικῶν γενικεύσεων;
Μὰ γιατί ἡ κοινὴ αἴσθηση τοῦ κόσμου μειώνεται σὲ μία μονοδιάστατη κατανόηση;
Μὰ γιατί ἡ συνηθισμένη ἐμπειρία τῆς ζωῆς διακυβεύεται ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῆς κανονικότητας καὶ τοῦ θεάματος;
Μὰ γιατί οἱ ἀγορὲς ἀπορρόφησαν τοὺς ἐσωτερικούς μας πόρους ἀφήνοντάς μας ξηρούς;
Μὰ γιατί εἶναι δύσκολο νὰ ὑπερνικηθοῦν οἱ τάσεις τους;
Τί πληροφορίες γυρεύουν οἱ κουκουβάγιες πάνω ἀπ΄τὰ κεφάλια μας;
Ἀμφισβητοῦνται τώρα οἱ ἐνέργειές μας.
Δοκιμάζονται οἱ κοινωνικὲς συμπεριφορές.
Διάχυτη ἡ ἀπροσδιοριστία τῆς κοινωνικῆς ὑπόστασης.
Ὁ δράστης δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ δηλώσει πράττω ἐκεῖνο ἐπειδὴ εἶμαι αὐτό.
Οἱ πιὸ πολλοὶ παραδόθηκαν στὴν εὐκολία, στὸν ψυχολόγο ἢ στὸ DVD.
Τὸ δυνατὸ φῶς τοῦ πορτατὶφ στὴ σοφίτα.
Βαριὰ σιωπή.
Ἡ ἴδια βάρκα ποὺ ἦρθε τὸ πρωῒ φεύγει πάλι τὸ βράδυ, σὰ ψυχὴ νυχτερινή, πονεμένη, σκοτεινή.
Ἡ παραίσθηση δὲν ἐξαφανίζεται μὲ διατάγματα.
Ὁ στυλὸς στὸ τραπέζι κοιτᾶ τὰ ἄπλυτα σημερινὰ ποτήρια.
Σβήνω τὸ φῶς, ἀνάβω τσιγάρο.
Διαβάζοντάς το, πράγματα πολλά, ἄλλα χιλιογραμμένα καί χιλιοειπωμένα, ἄλλα πρωτοφανέρωτα, ἧρθαν σιγά σιγά στό μυαλό μου. Προσπάθησα νά ἀποφύγω γιά λίγο τήν ἔτσι κι' ἀλλιῶς χαμένη μάχη μέ τίς λέξεις, πού εἴτε μισοκρύβουν εἴτε μισοφανερώνουν σκέψεις, εἰκόνες καί συναισθήματα. Καί ὅσο ἀνασυντασσόμουνα, ἐντελῶς ἀβίαστα καί ξαφνικά παρουσιάστηκε τό παρακάτω, τό ὁποῖο ταιριάζω στό κείμενό σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήἮταν σὰ νὰ σὲ πρόσμενα κυρά,
ἀπόψε ποὺ δὲν ἔπνεε ὄξω ἀνάσα,
κι ἔλεγα: Θὰ 'ρθει ἀπόψε ἀπ' τὰ νερά, κι ἀπὸ τὰ δάσα!
Θὰ 'ρθει ἀφοῦ φλετράει μου ἡ ψυχὴ
ἀφοῦ σπαρᾶ τὸ μάτι μου σὰν ψάρι,
καὶ θὰ μυρίζει φῶτα [ἥλιο] καὶ βροχὴ τὸ νιὸ φεγγάρι!...
Καὶ νά, τὸ κάθισμά σου συγυρνῶ,
στολνῶ τὴν κάμαρά μου ἀγριομέντα,
καὶ νὰ μαζί σου κιόλας ἀρχινῶ, χρυσή, κουβέντα.
Πῶς νά... θὰ μείνει ὁ κόσμος μὲ τὸ "μπὰ"
πού μ' ἔλεγε τρελόν, πὼς εἶχες γίνει καπνὸς
καὶ - τάχας - σύγνεφα θαμπά, πρὸς τὴ σελήνη...
Νύχτωσε καὶ δὲ φάνηκες ἐσύ...
Κίνησα νὰ σὲ βρῶ στὸ δρόμο - ὠϊμένα! -
μὰ σκούνταφτες (ὅπου ἐσκούνταφτα), χρυσή, κ' ἐσὺ μὲ μένα!...
Τόσο πολὺ μ' ἀγάπησες, κυρά,
πού ἄκουγα διπλὰ τὰ βήματά μου!
πάταγα γώ - στραβὸς - μὲς στὰ νερά; κ' ἐσὺ κοντά μου!...
Οὐλαλούμ