Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Ὁ ἴσκιος τῆς Δύσης



Ἀρνόλδος Τόϋνμπη
Ἡ πολιτικὴ ἔννοια τοῦ « ἐθνικοῦ κράτους» εἶναι προϊόν της δυτικῆς σκέψης καὶ ἡ ἐφαρμογή της στοὺς χώρους στοὺς ὁποίους γεννήθηκε εἶχε θετικὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὶς δυτικὲς κοινωνίες,  ἀφοῦ ἐλάμβανε ὑπ’ ὄψιν τὰ πολιτισμικά, κοινωνικά, τεχνολογικὰ καὶ παραγωγικά τους δεδομένα. Σὲ λαοὺς ὅμως τελείως διαφορετικῆς πολιτισμικῆς νοοτροπίας,  πού ἱστορικὰ ἔζησαν καὶ παρῆγαν σὲ περιβάλλοντα πολυεθνικότητας- ὅπως οἱ λαοὶ τῆς Ἐγγὺς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς - ἀπέβη ὀλέθρια. Ἀλλὰ, σὺν τῷ χρόνω, ἀπέβη ὀλέθρια καὶ γιὰ τὴν Δύση, στὸν βαθμὸ πού αὐτὴ οὐδέποτε ἀπεκατέστησε κάποια γέφυρα πολιτισμικῆς ἐπικοινωνίας μαζὺ τους ἀλλὰ μιᾶς διαρκοῦς ἀντιπαλότητας. Ἀντιπαλότητας πού στὰ σημερινὰ, παγκοσμιοποιημένα - κυρίως λόγῳ τεχνολογίας -, προβλήματα ἀποβαίνει καταστροφική. Ἐξ ἴσου καταστροφική γιά κράτη φύσει πολυεθνικής σύστασης,  ὅπως αὐτά πού προέκυψαν ἀπό τήν διάλυση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἀποτελεῖ ἡ ἀνάληψη δυτικῶν θεσμῶν καί ἰδεολογικῶν έργαλείων, ὡς εἶδος μάλιστα ἀμύνης ἔναντι τῆς Δύσεως ( αὐτό γιά τούς ἑλληνόψυχους "πατριῶτες" ...). Στὸ «ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ» ΣΗΜΕΡΑ ( προσέχτε τὰ εἰσαγωγικά …) τοῦ Γερασίμου Κακλαμάνη – τοῦ ὁποίου ἀποσπάσματα ἔχουμε ἐδῶ παρουσιάσει - ἀναλύεται αὐτὴ ἡ ἀλληλεπίδραση.

«ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑΣ»  - Μία μελέτη ἐπαφῆς τῶν πολιτισμῶν  (The Western Question in Greece and Turkey – A study in the contact of civilizations) ἐγράφη ἀπὸ τὸ Ἀρνόλδο Τόϋνμπη τὸ 1922, μετὰ ἀπὸ ἕνα ὀκτάμηνο ( Ἰανουάριος 1921 –Σεπτέμβριος 1921 ) ταξιδιῶν καὶ περιηγήσεων σὲ Ἑλλάδα καὶ Τουρκία. Στὴν Ἑλλάδα ἐκυκλοφόρησε τὸ 2007 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις University Studio Press καὶ μετάφραση τοῦ Παναγιώτη Πάρτσου. Παρουσιάζεται ἡ καταστροφικὴ ἐπιρροὴ τῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνοτήτων στὶς σχέσεις τῆς Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας μεταξύ τους ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Δύση. Λίγους μῆνες μετὰ τὴν ἔκδοσή του ( μὲ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφὴ ), ἀπεδείχθη πανηγυρικὰ ὅτι οἱ ἐθνικισμοὶ τοῦ Βενιζέλου ὅπως καὶ τῶν Νεοτούρκων καὶ τοῦ Κεμὰλ ἐπιτυγχάνουν τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο αὐτῶν πού εὐαγγελίζονται. Ἀντὶ γιὰ μεγάλα καὶ ἀνεπτυγμένα κράτη προκύπτουν ὑπανάπτυκτες ὑποχείριες ἀσημαντότητες…Ὄπως και ὁ Κακλαμάνης ( στό προαναφερθέν βιβλίο του καί μέσῳ τῆς διανόησης ),  ὁ Τόϋνμπη προκρίνει τήν ἐπαφή τῶν πολιτισμῶν ἀντί τῆς ἐπιδιωκόμενης ἀπό τήν Δύση πολιτισμικῆς πρωτοκαθεδρίας.

Παραθέτω τὸ 1ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ Τόϋνμπη, μὲ τίτλο « Ὁ ἴσκιος τῆς Δύσης». «Πνευματικὰ» προϊόντα αὐτοῦ του δυτικοῦ ἴσκιου -  ὅπως ἐγώ τόν ἀντιλαμβάνομαι στὰ καθ’ ἠμᾶς - εἶναι ἡ γενηὰ τοῦ 30, τὸ «γλωσσικὸ» καὶ ὅλη ἡ ἑλλαδικὴ ξηρασία πού κρύβεται κάτω ἀπὸ ἕνα ἀνούσιο λογοτεχνικὸ καὶ καλλιτεχνικὸ ἀνεμογκάστρι. Χαϊδεμένα παιδιὰ αὐτοῦ του δυτικοῦ ἴσκιου στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς καὶ τῶν « ἰδεῶν» - πού ἀγκαλιάζουν τὸ ἰδεολογικοπολιτικό μας φάσμα ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον κατὰ 99,9%,- εἶναι ἡ κουτοπονηριὰ τοῦ εὐρωλιγουρισμοῦ, τῆς " ἀνάπτυξης" καὶ τῶν ντεμὲκ ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ἀπὸ τὴν μία, τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας ἢ τῶν πεπρωμένων τοῦ ἑλληνισμοῦ καί μιᾶς μαϊμοῦ ἐργατικῆς τάξης ἀπὸ τὴν ἄλλη…Ἡ οίκονομική χρεωκοπία, ὁ παρασιτισμός καί ἡ φωνακλάδικη ἐπαιτεία ὡς παρουσία καί τρόπος ζωῆς ἕπονται...


Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
( τοῦ Ἀρνόλδου Τόϋνμπη)

   Στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἀγωνία τους ἀπὸ τὴ χάση τῆς σελήνης, οἱ ἀπολίτιστοι προστρέχουν σὲ μαγικὰ μέσα. Δὲν κατανοοῦν ὅτι ὁ ἕρπων ἴσκιος, ὁ ὁποῖος αὐξάνεται μέχρι νὰ καλύψει τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ λαμπεροῦ δίσκου της, προέρχεται ἀπὸ τὸν δικό τους κόσμο. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ἐμεῖς, οἱ πολιτισμένοι της Δύσης, ἀτενίζουμε μὲ οἶκτο ἤ περιφρονητικά τούς μὴ δυτικοὺς συνανθρώπους μας, πού βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἴσκιο κάποιας ἰσχυρῆς δύναμης, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ παραλύει τὴν ἐνεργητικότητά τους, στερῶντας τους τὸ φῶς. Γενικὰ εἴμαστε τόσο ἀπορροφημένοι σὲ αὐτὰ πού μᾶς ἀπασχολοῦν, πού δὲν δίνουμε μεγάλη προσοχὴ καὶ ἀντιπαρερχόμαστε, ἀκόμη καὶ στὶς περιπτώσεις πού ἔχει προκληθεῖ τὸ ἐνδιαφέρον μας, τὴν εὐκαιρία νὰ δώσουμε μία ἐξήγηση, ἀφοῦ ἔχουμε συμπεράνει ὅτι ὁ ἴσκιος πού καταπιέζει αὐτὲς τὶς ἀρρωστημένες μορφὲς εἶναι φάντασμα τοῦ παρελθόντος τους. Ἐὰν ὅμως σταματούσαμε γιὰ λίγο, γιὰ νὰ ἐξετάσουμε ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ὄρθια γιγαντιαία μορφὴ πού, μὲ τὴν πλάτη πρὸς τὰ θύματά της, ρίχνει τὸν ἴσκιο της, χωρίς, προφανῶς, νὰ τὸ ἔχει ἀντιληφθεῖ, θὰ αἰφνιδιαζόμασταν σὰν καταλαβαίναμε ὅτι τὰ χαρακτηριστικά της δὲν εἶναι παρὰ τὰ δικά μας.

   Ὁ ἴσκιος, λοιπόν, τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ἐξαπλώνεται στὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα, εἶναι ὅμως δύσκολο καὶ γιὰ τὶς δύο πλευρὲς νὰ κατανοήσουν πλήρως τὴν κατάσταση. Οἱ ἄλλες ἀνθρώπινες κοινωνίες, ἤ τουλάχιστον τὰ πολιτισμένα καὶ καλλιεργημένα μέλη τους, εἶναι πλήρως ἐνήμερα γιὰ τὴ διεισδυτικὴ καὶ συντριπτικὴ ἐπίδραση τῆς Δύσης στὴ δημόσια καὶ ἰδιωτικὴ ζωὴ τους, ἂν καὶ ἀπὸ τὴ γνώση αὐτὴ συνάγουν λανθασμένα συμπεράσματα. Στὴν Ἐγγὺς καὶ τὴ Μέση Ἀνατολή, π.χ., οἱ περισσότεροι παρατηρητὲς πιθανὸν νὰ ἐκπλήσσονται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Τοῦρκοι γνώριμοί τους, οἱ ὁποῖοι διαφωνοῦν σχεδὸν σὲ ὅλα τὰ ἄλλα, συμφωνοῦν ὅτι ἡ δυτικὴ πολιτικὴ στὸ Ἀνατολικὸ Ζήτημα στρέφεται ἐναντίον καθενὸς ἐξ αὐτῶν, καθὼς καὶ ὅτι ὁ Βρεττανὸς καὶ ὁ Γάλλος θωροῦν τὸν κόσμο μὲ πάθος ἀγάπης ἤ μίσους, κατὰ περίπτωση, γιὰ τὸ ἑλληνικὸ ἤ τὸ τουρκικὸ ἔθνος. Ἀρχικῶς, τείνει κάποιος νὰ ἀποδώσει αὐτὴ τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη στὴ μεγαλομανία καί, στὴ συνέχεια, ἀδιαφορεῖ, ἀναλογιζόμενος ὅτι πρόκειται γιὰ κάποιο εἶδος κληρονομικῆς ἀσθένειας μὴ δυτικῶν λαῶν. Ὅμως, ἀργότερα καταλαβαίνει ὅτι, ὅσο καὶ ἂν ἡ συγκεκριμένη ἀντίληψη τους εἶναι λανθασμένη, προέρχεται ἀπὸ τὴ σωστὴ κατανόηση ἑνὸς σημαντικοῦ γεγονότος πού ἀφορᾷ σὲ ἐμᾶς, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἐὰν ἐμεῖς τείνουμε νὰ τὸ παραβλέπουμε. Ἐπειδὴ γνωρίζουμε τί περνᾶ ἀπὸ τὸν νοῦ μας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀπουσιάζει σχεδὸν παντελῶς τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ θέματα ἀνατολικῶν ὑποθέσεων, εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε τὴ βαθιὰ ἐπιρροὴ πού ἔμπρακτα ἀσκοῦμε στὴν Ἀνατολή, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιοῦμε. Ἡ διασύνδεση κάποιας σημαντικῆς στὴ ζωὴ ἄλλων ἀνθρώπων ἐπιρροῆς, μὲ τὸ μικρὸ ἐνδιαφέρον γι' αὐτούς, ἂν καὶ φαινόμενο ἀρκετὰ σύνηθες, ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς κυριότερες αἰτίες τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας. Ἡ σχέση πού περιγράφεται στὴν ἀλληγορία μου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνεχισθεῖ γιὰ πάντα: ἤ ἡ μορφὴ πού ρίχνει τὴ σκιά της θὰ στρίψει τὴν κεφαλὴ της καί, ἀντιλαμβανόμενη τὸ κακὸ πού ἄθελά της προκαλεῖ, θὰ μετακινηθεῖ ἐκτὸς δέσμης φωτός, ἤ τὰ θύματά της, μετὰ ἀπὸ ἀποτυχημένες προσπάθειες νὰ ἀποσπάσουν τὴν προσοχὴ της καὶ νὰ τῆς ζητήσουν νὰ ἀλλάξει τὴ θέση της, θὰ ὀρθοποδήσουν καὶ θὰ τὴ χτυπήσουν.

   Ἀξίζει νὰ ἐξετάσουμε αὐτὰ τὰ δύο στοιχεῖα σὲ σχέση μὲ ἄλλους πολιτισμούς, στοιχεῖα τὰ ὁποῖα, ὅταν συνδυάζονται, γίνονται τόσο ἐπικίνδυνα. Ἡ ἀδιαφορία μας, γιὰ νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο, εἶναι ἐν μέρει προσωρινή, τουλάχιστον στὸ παρὸν σημεῖο. Τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ἀνατολή, ὅπως καὶ γι' ἀλλά  ζητήματα διεθνῶν σχέσεων, προκλήθηκε ξαφνικὰ καὶ περίτεχνα σὲ ὅλες τὶς δυτικὲς χῶρες, κατὰ τὸν Εὐρωπαϊκὸ Πόλεμο. Προφανῶς, οἱ τύχες τῆς Ἀγγλίας, τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Γερμανίας, ἀκόμη καὶ τῶν Η.Π.Α., ἐπηρεάζονταν, τότε, ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τῆς ἑλληνικῆς, τῆς ὀθωμανικῆς ἤ καὶ ἄλλων ἀνατολικῶν κυβερνήσεων. Ἑκατοντάδες χιλιάδες Ἄγγλων, καὶ πολλὲς χιλιάδες Γάλλων, Γερμανῶν καὶ Αὐστριακῶν στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦσαν στὴν Ἀνατολή, βρίσκονταν στὴ σκέψη τῶν οἰκείων τους πίσω στὶς πατρίδες τους. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού ἡ Τουρκία ζήτησε ἀνακωχὴ καὶ ὁ κύριος ὄγκος τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐκστρατευτικῶν δυνάμεων ἐπέστρεψε στὶς χῶρες τους καὶ ἀποστρατεύθηκε, αὐτὸ τὸ ἀσύνηθες ἐνδιαφέρον ἐξαφανίσθηκε, γιὰ νὰ τὸ διαδεχθεῖ ἡ ἀπάθεια, ἐξ ἴσου ἀφύσικη, πού ὀφειλόταν στὴν ἀνησυχία πού προκαλεῖ ὁ πόλεμος καὶ τὴν πίεση πιὸ ἄμεσων καὶ κοντινῶν, γεωγραφικά, προβλημάτων τῆς μεταπολεμικῆς περιόδου. Ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Τουρκία παραμερίσθηκαν ἀπὸ τὴ Σιλεσία, τὶς ἀπεργίες ἀνθρακωρύχων, τὶς ἐπανορθώσεις, τὴν Ἰρλανδία, τὸν Εἰρηνικό, τὴν ἀνεργία καὶ τὸ ρῆγμα μεταξὺ τῶν Συμμάχων. Στὴ διάρκεια τῶν ὀκτὼ μηνῶν (15.1-16.9.1921) πού βρέθηκα στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Τουρκία, τὰ θέματα ἑλληνοτουρκικοῦ ἐνδιαφέροντος ἀπασχόλησαν τοὺς πολιτικοὺς καὶ τὶς ἐφημερίδες τῆς Δύσης γιὰ τρεῖς ἑβδομάδες (21.2-12.3.1921), ὅταν συγκλήθηκε στὸ Λονδῖνο Διάσκεψη Ὑπουργῶν τῶν Συμμάχων, μὲ ἀντικείμενο τὴν ἀναθεώρηση τῆς Συνθήκης τῶν Σεβρῶν. Ὅμως, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, τὸ ἀσθενὲς ἐνδιαφέρον πού προκλήθηκε, μειώθηκε ἀπὸ τὴν κρίση στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν τριῶν χωρῶν τῆς Συνεννόησης καὶ τῆς Γερμανίας.

   Οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Τοῦρκοι ἦταν γενικῶς δύσπιστοι, ὅταν τοὺς ἐξέθετα τὰ ἀνωτέρω. Ἐπέμεναν, φυσικὰ λανθασμένα, ὅτι τὰ σημαντικότατα ἀποτελέσματα τῆς συνεχοῦς δραστηριότητας τῆς Δύσης στὴν Ἀνατολὴ ἔπρεπε νὰ εἶναι προϊόντα πολιτικῆς. Ἔβρισκαν ἀδιανόητο νὰ μὴν εἶναι τὰ γεγονότα ἐκεῖνα προϊόντα ἐσκεμμένης καὶ συνειδητῆς πράξης, ἤ, τουλάχιστον, τὸ ἐνδιαφέρον τῆς κοινῆς γνώμης τῆς Δύσης νὰ ἀναμένεται νὰ προκληθεῖ, στὸ ἐγγὺς μέλλον, ἀπὸ τὶς συνέπειες μὴ συνειδητῶν πράξεων. Ὁ πλέον ἀποτελεσματικὸς τρόπος ἀντιμετώπισης αὐτῆς τῆς πλάνης ἦταν νὰ ὑπενθυμίζεται στοὺς συνομιλητές μου ὅτι τὸ βρεττανικὸ κοινὸ ἀντιμετώπιζε σχεδὸν ἀπαθὲς τὶς βίαιες ταραχὲς πού λάμβαναν τότε χώρα στὴν Ἰρλανδία, χώρα γειτονικὴ τῆς Μεγάλης Βρεττανίας, μάλιστα ὑπὸ τὴ διακυβέρνηση τῆς τελευταίας, ταραχὲς πού ἐπηρέαζαν ἄμεσα τὴν ἀσφάλειά της. Ἑπομένως, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ ἐπιδείξει ἡ Μεγάλη Βρεττανία ἐνδιαφέρον γιὰ χῶρες τῆς Ἐγγὺς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν εἶχε ἄμεση εὐθύνη, ἀφενός, καὶ ἡ τύχη τῶν ὁποίων, ἀφετέρου, ἦταν δευτερεύουσας σημασίας γιὰ τὴ Βρεττανικὴ Αὐτοκρατορία;

   Χωρὶς ἀμφιβολία, αὐτὴ ἡ ἐξαιρετικὴ ἀδιαφορία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι μόνιμη. Ὅμως, στὸν μειωμένο βαθμὸ πού πάντοτε ὑπῆρχε, εἶναι πιθανὸν νὰ συνεχισθεῖ, διότι ἀποτελεῖ φυσικὴ κατάσταση σκέψης. Ἡ δυτικὴ κοινωνία ἀποτελεῖ μία ἑνότητα —πιὸ στενὴ καὶ σταθερή, εἴτε ἀπὸ τὰ ἀνεξάρτητα κράτη πού σχηματίζονται καὶ διαλύονται ἐντὸς τῶν ὁρίων της, εἴτε ἀπὸ τὶς αὐτοκρατορίες πού συγκροτοῦνται ἀπὸ δυτικοὺς καὶ μὴ δυτικοὺς πληθυσμούς— καὶ οἱ ἐσωτερικές της ὑποθέσεις ἀσφαλῶς θὰ τραβήξουν τὴν προσοχὴ της μακριὰ ἀπὸ περιοχὲς πλησίον τῶν συνόρων της, ἤ πέρα ἀπὸ αὐτές. Ἡ ἀγγλικὴ πολιτικὴ καὶ οἰκονομία στρέφονται πρὸς τὴν Ἀνατολὴ περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἔθνος τῆς Δύσης. Ὅμως οἱ ἀγγλόπαιδες διδάσκονται στὸ σχολεῖο γαλλικὰ καὶ γερμανικά, καὶ ὄχι ἰνδικὰ καὶ ἀραβικά, ἁπλῶς διότι πολλοὶ περισσότεροι Ἄγγλοι ἔχουν σχέσεις μὲ γειτνιάζοντα δυτικὰ ἔθνη, παρὰ μὲ μακρινοὺς μὴ δυτικοὺς συνανθρώπους μας.

   Ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ ἀδιαφορία καταδεικνύεται θαυμάσια ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τῆς Μοναρχίας τῶν Ἀψβούργων, δυτικῆς Δύναμης μὲ ζωτικὰ συμφέροντα στὶς ἀνατολικὲς παραμεθόριες περιοχὲς τοῦ κόσμου μας, ἡ ὁποία, μάλιστα, θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε κάμει τὴν τύχη της μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1699-1768, ὡς διάδοχος ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐκείνη τὴν περίοδο, ἂν καὶ ἡ αὐστριακὴ κυβέρνηση εἶχε στὴ διάθεση της μερικὰ ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πολιτικὰ ταλέντα τῆς Εὐρώπης, ἔδωσε ὁριστικὸ τέλος στὴν πολιτικὴ Drang nach Osten, ἑλκόμενη ἀπὸ τὴ Δύση. Ἀκόμη καὶ στὸν εὐφυέστερο πολιτικό της Βιέννης, κάποια ἐπαρχία τῆς Γερμανίας ἤ τῆς Ἰταλίας φάνταζε τόσο μεγάλη καὶ ἐπιθυμητή, ὅσο ἕνα βασίλειο τῶν Βαλκανίων. Ἀνάλωσαν τὶς δυνάμεις τους στοὺς τρεῖς μεγάλους δυτικοὺς πολέμους τοῦ 18ου αἰῶνα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς προσπεράσει ἡ Ρωσία στὸν δρόμο πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴ συνέχεια, ἡ ἐξάπλωση δυτικῶν ἰδεωδῶν, δηλαδὴ τῆς πολιτικῆς ἐθνότητας, ἀπέκλεισε πλήρως τὴ λεωφόρο. Στὸ τέλος, ὅταν ὁ Bismarck ἔκοψε τὸ δυτικὸ κεφάλι τοῦ αὐστριακοῦ ἀετοῦ καὶ συμβούλεψε τὸ πουλὶ νὰ χρησιμοποιήσει τὸ ἄλλο, ἦταν πολὺ ἀργά. Ἡ ὀφθαλμαπάτη αὐτή, ἡ ὁποία μείωσε τοὺς ἀνατολικοὺς καὶ μεγένθυνε τοὺς δυτικοὺς στόχους τῶν πολιτικῶν τῆς Αὐστρίας τοῦ 18ου αἰῶνα, πιθανὸν νὰ ἀποτελεῖ τὸν κυριότερο λόγο διάσπασης τῆς ἐν λόγῳ παλαιᾶς Μοναρχίας στὰ χρόνιά μας, καί, βεβαίως, εἶναι χαρακτηριστικὴ τῆς σταθερῆς στάσης τῆς δυτικῆς κοινῆς γνώμης.

  Ἔντονη ἀντίθεση πρὸς τὴν ἀδιαφορία αὐτὴ ἀποτελεῖ ἡ ἐπιρροὴ πού ἀσκεῖ ἡ Δύση στὸν ἀνατολικὸ τρόπο ζωῆς. Οὕτως ἡ ἄλλως, στὴν Ἐγγὺς καὶ τὴ Μέση Ἀνατολή, ὅπου ἡ ἀνώτερη ζωτικότητα καὶ ἡ ἀποτελεσματικότητα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ἐνισχύονται λόγῳ γεωγραφικῆς ἐγγύτητας, ἡ ἐπιρροὴ μας βαίνει αὐξανόμενη κατὰ τοὺς τελευταίους δυόμισυ αἰῶνες. Ὅμως, ἀπὸ πλευρᾶς μας, πολὺ λίγο ἔχουμε κατανοήσει τὴ διαδικασία πού, τώρα πλέον, σὲ κάθε περίπτωση, ἐκδηλώνεται ἀπὸ μόνη της στοὺς αὐτόχθονες. Ὁ συνδυασμὸς αὐτός, δηλαδὴ τοῦ μέγιστου ἀποτελέσματος μὲ ἐλάχιστη συνειδητοποίηση καὶ ἐνδιαφέρον, ἔχει, συνολικῶς, καταστήσει τὸν δυτικὸ παράγοντα στὴν Ἐγγὺς καὶ τὴ Μέση Ἀνατολὴ ἀνατρεπτικὴ καὶ καταστρεπτική, ἀλλά, ὅπως φαίνεται, καὶ τὴ μόνη δημιουργικὴ δύναμη. Ὅποτε κάποιος ἀναλύσει μία σύγχρονη κίνηση —πολιτική, οἰκονομική, θρησκευτικὴ ἤ πνευματικὴ— σὲ αὐτὲς τὶς κοινωνίες, σχεδὸν πάντοτε ἀποδεικνύεται εἴτε ὡς ἀπάντηση, εἴτε ὡς ἀντίδραση σὲ κάποιο δυτικῆς προέλευσης ἐρέθισμα. Κατὰ κάποιον τρόπο, ἕνα δυτικὸ ἐρέθισμα πάντοτε, σχεδόν, ὑπάρχει, ἐνῷ ἕνα ἀμιγῶς ἐσωτερικὸ κίνητρο σπανίως εἶναι ἐντοπίσιμο —ἴσως καὶ ἀνύπαρκτο— διότι πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπαρχὴ τῆς δυτικῆς διείσδυσης, οἱ αὐτόχθονες πολιτισμοὶ τῶν ἐν λόγῳ περιοχῶν εἶχαν, μερικῶς ἤ ὁλοκληρωτικῶς, καταστραφεῖ. Γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση τῆς ὑφιστάμενης κατάστασης, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σύντομη ἀνασκόπηση αὐτῶν τῶν καταστροφῶν. Καθὼς τὴν ἐπιχειρῶ, θὰ προβῶ καὶ στὸν καθορισμὸ τῶν ὅρων πού χρησιμοποιῶ.

   Ὁ ὅρος «Ἐγγὺς Ἀνατολὴ» χρησιμοποιεῖται στὸ βιβλίο αὐτὸ γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὸν πολιτισμὸ πού ξεπήδησε ἀπὸ τὰ ἀπομεινάρια τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ ἤ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη, παράλληλα μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ δικοῦ μας πολιτισμοῦ στὴ Δύση. Οἱ δύο κοινωνίες εἶχαν τὸν ἴδιο γονέα, τὴν ἴδια ἡλικία καὶ ἐπέδειξαν τὴν ἴδια, ἀρχικῶς, ἐπεκτακτικὴ δύναμη. Ἐδῶ, ὅμως, σταματᾶ καὶ ὁ παραλληλισμός. Ὁ δυτικὸς πολιτισμός, ὁποιαδήποτε καὶ ἂν εἶναι τὰ ἔσχατα ὅρια του, συνεχίζει μέχρι στιγμῆς νὰ προοδεύει καὶ νὰ ἐπεκτείνεται, ἐνῷ αὐτὸς τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, μετὰ ἀπὸ μία πιὸ λαμπρὴ ἀρχή, κατέρρευσε ἀπροσδόκητα τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ., καὶ εἰσῆλθε σὲ ἀτέρμονη πτώση, μέχρι πού, περίπου τὸν 17ο αἰώνα, νὰ παύσει ἡ ἐπιρροὴ του ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, μὲ ἐξαίρεση, κυρίως, τὴ Ρωσία.

   Αἰτία αὐτῆς τῆς κατάρρευσης, ἂν καὶ διατυπωμένη σύντομα καὶ ἀτελῶς, ἦταν ἡ πρόωρη ἀνάπτυξη τοῦ κράτους στὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή, τὸ ὁποῖο ἔφθασε στὴ μέγιστη ἀποδοτικότητά του στὰ ἀρχικὰ στάδια, τὸν 8ο αἰῶνα, στόχο πού τὸ κράτος, ὡς θεσμός, στὴ Δύση δὲν πέτυχε παρὰ μόνον στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα [1]. Πρῶτον, συνέθλιψε ἤ ἀναχαίτισε τὴν ἀνάπτυξη ἄλλων κοινωνικῶν θεσμῶν καὶ δραστηριοτήτων. Ἡ Ἐκκλησία ἔγινε μέρος τοῦ κράτους σὲ διάφορα μοναρχικὰ καθεστῶτα τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς καὶ ὄχι, ὅπως στὴ Δύση, θεσμὸς ὑπερκείμενος τῶν κρατῶν, ὡς συνδετικὸς κρίκος τοῦ πολιτισμοῦ. Μοναστικὰ τάγματα, δῆμοι, ἐπισκοπὲς καὶ πανεπιστήμια οὐδέποτε ἐπεδίωξαν αὐτονομία καὶ μόνον ὑποτυπώδεις μορφὲς νέων τοπικῶν λογοτεχνιῶν ἐμφανίσθηκαν. Τὸ κράτος ἀπορρόφησε ἤ ὑποσκέλισε τὰ πάντα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτα γιὰ νὰ διαμεσολαβήσει μεταξύ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἀλλοῦ κράτους. Οἱ δύο αὐτοκρατορίες, ἡ Ἀνατολικορωμαϊκὴ (δηλαδὴ ἡ μεσαιωνικὴ Ἑλληνικὴ) καὶ ἡ Βουλγαρική, ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἰσχυριζόταν ὅτι ἀποτελοῦσε πλήρη ἐνσάρκωση ὄχι μόνο τῆς πολιτικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, ἦταν ἀσυμβίβαστες. Δὲν ὑπῆρχε χῶρος καὶ γιὰ τὶς δύο στὸν κόσμο τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν θανατηφόρο ἑκατονταετῆ πόλεμο (913-1019) μεταξὺ τῶν δύο ἐκείνων κυρίων κρατῶν τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, πού ἐπέφερε τὴν προσωρινὴ ὑποταγὴ τῆς μεσαιωνικῆς Βουλγαρίας καὶ τὴν ἐξάντληση τῆς μεσαιωνικῆς Ἑλλάδας. Ἡ νικήτρια αὐτοκρατορία, στρατιωτικοποιημένη, ὑπερεκτεταμένη καὶ καταβεβλημένη, ἔγινε εὔκολο θῦμα γιὰ τοὺς γείτονές της, καὶ ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, τὸν ὁποῖον εἶχε θέσει ὑπὸ τὶς ὑπηρεσίες της, ἔπεσε μαζί της.

   Οἱ ἐπιδρομὲς νομάδων τῆς κεντρικῆς Ἀσίας στὴν ἀνατολικὴ καὶ κεντρικὴ Μικρὰ Ἀσία, τὸν 11ο αἰῶνα, παρουσιάζονται στὸ Κεφάλαιο IV. Πάντως, ἡ πρώτη ἐκτεταμένη κατάκτηση τῆς κοινωνίας τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ἀπὸ ἄλλη ἦρθε ἀπὸ τὴ Δύση. Οἱ συγγενεῖς δὲν εἶναι πάντα οἱ καλύτεροι φίλοι, καὶ ὅποιος μελετήσει τὰ ἀπομνημονεύματα τῆς ἀποστολῆς τοῦ Λιουτπράνδου τῆς Κρεμόνα στὴν αὐλὴ τῆς Κωνσταντινούπολης (968) [2], ἤ τὴν περιγραφὴ τῆς Α' Σταυροφορίας (1096—97) [3], θὰ ἐντυπωσιασθεῖ ἀπὸ τὴν ἀμοιβαία ἀντιπάθεια μεταξύ τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης, ἀπὸ τὶς πρῶτες τους, ἀκόμη, ἐπαφές.

   Ἡ δυτικὴ κατάκτηση, ἡ ὁποία ἄρχισε μὲ τὶς εἰσβολὲς τῶν Νορμανδῶν καὶ ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴ Δ' Σταυροφορία στὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰῶνα, ἀναμενόμενο ἦταν νὰ αὐξήσει καὶ νὰ βαθύνει αὐτὴ τὴν ἀντιπάθεια, ἀπὸ πλευρᾶς τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς. Τὸ μῖσος κατὰ τῶν «Λατίνων» συνέβαλε, ὑλικῶς, στὴ μεταγενέστερη καὶ πληρέστερη κατάκτηση τοῦ κόσμου τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς (14ος καὶ 15ος αἰῶνας). Τὴν παραμονὴ τῆς ἅλωσης τῆς Κωνσταντινούπολης, «ὁ Πρωθυπουργὸς τῆς Ἀνατολικορωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀκούσθηκε νὰ δηλώνει ὅτι θὰ προτιμοῦσε νὰ δεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ σαρίκι τοῦ Μωάμεθ, παρὰ τὴν τιάρα τοῦ Πάπα» [4]. Καὶ ἐνῷ ἡ πτώση τῆς κοινωνίας τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς συνοδεύθηκε, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀπὸ γενικὴ συνειδητοποίηση μεταξὺ τῶν μελῶν της, τῶν διαφορῶν πού εἶχαν μὲ ἄλλες πολιτισμένες κοινωνίες, οἱ μνῆμες τῆς δυτικῆς κυριαρχίας φαίνεται ὅτι ἐπεσκίασαν τὶς ἐξελίξεις στὴ Μέση Ἀνατολή, τουλάχιστον γιὰ δύο αἰῶνες. Μὲ ἀλλά  λόγια, ἡ Ἐγγὺς Ἀνατολὴ ἐπέδειξε μεγαλύτερη ἐχθρότητα πρὸς τὶς δυτικὲς παρὰ τὶς μεσανατολικὲς ἐπιρροές, ὡς καὶ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνα.

   Ἡ ἐξαίρεση πού ἀπέδειξε τὸν κανόνα, καταδεικνύοντας, ἐπίσης, τὴν ἐπερχόμενη πνευματικὴ ἐπανάσταση, ἦταν ἡ σταδιοδρομία τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως. Ἐκεῖνος ὁ ἐκλεκτὸς Ἕλληνας ἦταν ἱερωμένος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος πῆγε νὰ σπουδάσει ἀρχικῶς στὴ Βενετία καὶ τὴν Πάδουα καί, ἀκολούθως, στὴ Γενεύη καί, χωρὶς νὰ ἀπεκδυθεῖ τὸ σχῆμα του, δέχθηκε τὶς ἐπιρροὲς τοῦ Καλβινισμοῦ. Ὁ χαρακτῆρας του καὶ ἡ δυτικὴ μόρφωση του τὸν βοήθησαν νὰ ἀνέλθει σὲ ὕψιστα ἀξιώματα. Τὸ 1602 ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καὶ τὸ 1621 Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο ἔμεινε ἐπὶ δεκαέξι συναπτὰ ἔτη. Ἔστειλε πολλοὺς Ἕλληνες γιὰ σπουδὲς σὲ προτεσταντικὰ πανεπιστήμια τῆς δυτικῆς Εὐρώπης καὶ ἐξέδωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, προσαρμόζοντας καλβινιστικὲς ἰδέες στὴν ὁρολογία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, ὄχι μόνον στὴν ἑλληνική, ἀλλὰ στὴ γαλλική, λατινική, γερμανικὴ καὶ ἀγγλική, πρᾶγμα πού ἀπετέλεσε σημαντικὸ νεωτερισμό. Καὶ μετὰ ἦρθε ἡ πτώση. Τὸ μῖσος κατὰ τῆς Δύσης, ἀκόμη καὶ κατὰ δυτικῶν ἐπικριτῶν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἦταν δυνατότερο ἀπὸ τὴ διάνοια τοῦ Λουκάρεως. Οἱ ἐχθροί του ἔπεισαν τὴν Ὀθωμανικὴ Κυβέρνηση νὰ τὸν ἐκτελέσει τὸ 1637, γιατί διέδιδε τὰ καινὰ δαιμόνια, καὶ τὸ δόγμα του τελικῶς ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Σύνοδο τοῦ 1691 [5].

   Ὁ πνευματικὸς ἀναπροσανατολισμὸς τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς πρὸς τὴ Δύση ἤδη βρισκόταν σὲ πλήρη ἐξέλιξη. Ἡ δυτικοποίηση τοῦ κόσμου τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἀξιοσημείωτα φαινόμενα ἐπαφῆς μεταξὺ διαφορετικῶν πολιτισμῶν. Φαίνεται ὅτι ἄρχισε, μᾶλλον ἀπροσδόκητα, στὴν ἴδια γενιὰ Ρώσων καὶ Ἑλλήνων, περίπου τὸ τρίτο τέταρτο τοῦ 17ου αἰῶνα. Ὅσον ἀφορᾶ στοὺς τελευταίους, δὲν ὑπῆρχε μεταξύ τους κάποιος «πεφωτισμένος μονάρχης», ὅπως ὁ Πέτρος ὁ Μέγας, νὰ δώσει τὴν ὤθηση, γι' αὐτὸ καὶ ἡ γένεση τοῦ φαινομένου εἶναι περισσότερο μυστηριώδης καὶ ἐνδιαφέρουσα. Ἀναμφίβολα, ἐνισχύθηκε ἀπὸ τὴν τάση πρὸς θρησκευτικὴ ἀνοχή, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται τότε στὴ Δύση, πρᾶγμα πού, ἐπιτέλους, κατέστησε τὴ δυτικὴ κουλτούρα προσιτή, χωρὶς τὴν ἀνάγκη νὰ υἱοθετηθεῖ πρῶτα κάποιο ἀπὸ τὰ δυτικὰ θρησκευτικὰ δόγματα. Οὕτως ἤ ἄλλως ἄρχισε τότε μία κίνηση μεταξὺ τῶν γενεῶν τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, ἡ ὁποία θὰ ἐπέφερε περισσότερο βαρυσήμαντα ἀποτελέσματα ἀπὸ τοὺς ἐμπορικούς, διπλωματικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ἀνταγωνισμοὺς τῶν δυνάμεων τῆς Δύσης στὴν Ἀνατολή, γιὰ τοὺς ὁποίους χρησιμοποιεῖται κοινῶς ὁ χαρακτηρισμὸς «Ἀνατολικὸ Ζήτημα». Ἡ Ἐγγὺς Ἀνατολὴ εἶδε τοὺς δυτικοὺς γείτονες της ὑπὸ νέο πρίσμα, ὄχι πιὰ ὡς «βάρβαρους Φράγκους» ἀλλὰ ὡς «πεφωτισμένη Εὐρώπη» (φράση πού συνεχῶς ἀπαντᾶται στὰ γραπτά του Κοραῆ) καὶ υἱοθέτησε δυτικοὺς τρόπους καὶ ἐνδυμασία, δυτικὲς μεθόδους ἐμπορίου καὶ διοίκησης καί, τὸ περισσότερο σημαντικό, δυτικὲς ἰδέες. Λογοτεχνικὰ ἔργα τῆς Δύσης μεταφράσθηκαν, ἔτυχαν ἀπομίμησης καὶ ἀποτέλεσαν πηγὲς νέων κλάδων γλωσσικῶν ἰδιωμάτων, τὰ ὁποία εἶχαν ἀποτύχει τὸν Μεσαίωνα νὰ δημιουργήσουν δικὴ τους λογοτεχνία. Κατὰ τοὺς πρόσφατους δυόμισυ αἰῶνες, ἡ Ἐγγὺς Ἀνατολή, ἔχοντας ἀπωλέσει τὸν δικό της πολιτισμό, ἔχει ὁδηγηθεῖ ἀπὸ μόνη της μέσα στὴ δυτικὴ πολιτισμικὴ κίνηση, χωρίς, σχεδόν, καμία ἐπιφύλαξη ἤ ἀναστολή.

   Ὁ πολιτισμὸς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς κατέρρευσε μὲ ἄλλον τρόπο, ἐπιφέροντας διαφορετικὲς ἐπιπτώσεις. Στὸ βιβλίο αὐτὸ ὁ ὅρος «μεσανατολικὸς» χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ περιγράψει τὸν πολιτισμὸ πού ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τῶν ἀρχαίων πολιτισμῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Μεσοποταμίας. Οἱ καταβολές του δὲν εἶναι ἴδιες μὲ αὐτὲς τοῦ δικοῦ μας, οὔτε καὶ εἶναι σύγχρονές του, ἀλλὰ νεότερες, μάλιστα κατὰ ἔξι αἰῶνες περίπου. Ὁ χρόνος πού μεσολαβεῖ μεταξύ τῆς κατάρρευσης τοῦ ἑλληνικοῦ ἤ ἑλληνορωμαϊκοῦ καὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ σύγχρονου δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος συνοδεύεται ἀπὸ εἰσβολὲς βαρβάρων, τοποθετεῖται, περίπου, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 375-675 μ.Χ. Ὅμως, τὸ μεσοδιάστημα πρὶν ἀπὸ τὴ γένεση τῆς σύγχρονης Μέσης Ἀνατολῆς, ὅταν κατέρρευσε ἡ Αὐτοκρατορία τῶν Ἀββασιδῶν, καὶ ἡ Αἴγυπτος καὶ ἡ Μεσοποταμία κατακλύσθηκαν ἀπὸ Τούρκους καὶ Μογγόλους νομάδες καὶ Σταυροφόρους τῆς Δύσης, δὲν ἄρχισε παρὰ τὸν 10ο  αἰῶνα, χωρὶς νὰ ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ἕως τὰ τέλη τοῦ 13ου. Ὁ νέος πολιτισμὸς πού ἀναδυόταν περὶ τὰ 1300, ὑποσχόταν πολλά. Οἱ πρῶτες περίοδοι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας διακρίνονται ἀπὸ πρακτικὴ εὐφυΐα πολιτικῆς καὶ στρατιωτικῆς ὀργάνωσης, θρησκευτικὴ ζέση τῆς σιιτικῆς ἀναγέννησης στὴν Περσία, ἀρχιτεκτονικὸ κάλλος σὲ κτίρια, ὅπως τὸ Μεγάλο Τέμενος τῆς Ἐφέσου, τὸ Πράσινο Τέμενος τῆς Προύσας, τὸ Τέμενος Σουλτάν Ἀχμὲτ τῆς Κωνταντινούπολης, ἤ τὸ Τὰζ Μαχὰλ τῆς Ἄγρας, τὰ ὁποία ἐμφανίζονται ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 13ου ἕως τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνα. Ὅμως, ἡ κατάρρευση τοῦ μεσανατολικοῦ πολιτισμοῦ  ἄρχισε  πιὸ γρήγορα  ἀπὸ τὴν  ἀντίστοιχὴ  τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς. Καὶ στὴν Ὀθωμανική, ὅπως καὶ στὴν Ἰνδικὴ Αὐτοκρατορία, ἡ πτώση τῆς ζωτικότητας καὶ τῆς δημιουργικότητας γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 16ου αἰῶνα, τριακόσια μόνον χρόνια ἀπὸ τὴ γένεσὴ τους. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1774, οἱ δυναστεῖες τῶν Μογγόλων στὴν Ἰνδία καὶ τῶν Σαφαβὶ στὴν Περσία ἔχουν ἐξαφανισθεῖ, ἐνῷ ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία φαίνεται νὰ ἔχει ἀρχίσει τὸν ἐπιθανάτιο ρόγχο της [6].

   Ἡ κατάρρευση τοῦ μεσανατολικοῦ πολιτισμοῦ ὀφείλεται σὲ δύο παράγοντες: ὁ πρῶτος σχετίζεται μὲ τὰ σχέδια τοῦ νέου οἰκοδομήματος καὶ ὁ δεύτερος μὲ τὸν χῶρο ἐφαρμογῆς τους. Οἱ θεσμοὶ τοῦ μεσανατολικοῦ πολιτισμοῦ, προϊὸν λογικότατης ἐπεξεργασίας στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ λιγότερο συστηματικῆς στὴ βόρεια Ἰνδία, δὲν ὑστεροῦσαν σὲ πρωτοτυπία. Ἡ ἐπιλογή, ἡ ἐκπαίδευση καὶ ἡ διὰ βίου πειθαρχία τῶν στρατιωτικῶν καὶ ἄλλων ἀξιωματούχων ἀποτελοῦσαν συλλήψεις τόσο τολμηρὲς στὴν αὐτοκρατορία τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητῆ, ὅσο καὶ στὴ φανταστικὴ Πολιτεία τοῦ Πλάτωνος [7]. Ἦταν, ὅμως, ἐξίσου ἀντίθετες πρὸς τὴ φύση. Οἱ νέοι θεσμοὶ ἐξέφραζαν τὴν ἐνδελεχῆ προσαρμογὴ τῆς νομαδικῆς οἰκονομίας —πού εἶχαν ἀναπτύξει οἱ πρόγονοι τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τῶν Μογγόλων, ζώντας στὶς στὲππες— σὲ συνθῆκες μόνιμης ἐγκατάστασης. Οἱ σχέσεις μεταξὺ ἡγεμόνος, ἐκπροσώπων του καὶ ὑποτελῶν βασίσθηκαν στὶς ἀντίστοιχες μεταξὺ βοσκοῦ, σκύλων καὶ κοπαδιοῦ. Ἦταν ἰδιαίτερα δύσκολο νὰ ἐπιβιώσει τὸ σύστημα, ἀκόμη καὶ ἂν οἱ πληθυσμοί, ἐπὶ τῶν ὁποίων οἱ ἱδρυτὲς τῆς νέας τάξης τὸ ἐπέβαλαν, δὲν εἶχαν καλλιέργεια καὶ χαρακτήρα, διότι οἱ φύλακες σκύλοι τῶν Ὀθωμανῶν ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ Σουλτάνου, πολὺ πρὶν ὁ ραγιὰς τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ἀμφισβητήσει τὸν ἔλεγχό τους. Ἐπιπλέον, τὰ κυριότερα πειράματα τοῦ συστήματος αὐτοῦ ἔλαβαν χώρα σὲ περιοχὲς ὅπου ἄλλοι πολιτισμοί, ἤ τουλάχιστον τὰ ὑπολείμματα τους ἤδη κάλυπταν τὸ ἔδαφος, πρᾶγμα πού ἀποτέλεσε τὸν δεύτερο παράγοντα ἀποτυχίας. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ διακριβωθεῖ γιατί ὁ νέος πολιτισμὸς ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται στὴ βόρεια Ἰνδία καὶ τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή. Τὰ παλαιὰ κέντρα τῶν πολιτισμῶν τῆς Μεσοποταμίας καὶ τῆς Αἰγύπτου εἶχαν ἐξαντληθεῖ. Στὸ μεσοδιάστημα, ἡ Περσία καὶ τὸ Ἰρὰκ εἶχαν δεχθεῖ τὴν πρώτη λαίλαπα τῶν νομαδικῶν εἰσβολῶν, καὶ ἡ Συρία καὶ ἡ Αἴγυπτος λύγισαν ἀντιστεκόμενες σὲ δύο μέτωπα, στοὺς Σταυροφόρους καὶ τοὺς Μογγόλους. Ἐξάλλου, φαίνεται ὅτι ἀποτελεῖ νόμο τῆς ἱστορίας ὅτι κάθε θάνατος, μεσοδιάστημα καὶ ἀναγέννηση πολιτισμοῦ χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἀλλαγὴ τοποθεσίας. Ὁ σύγχρονος δυτικὸς πολιτισμὸς δὲν σημείωσε τὴν πρώτη πρόοδό του στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴ νότια Ἰταλία, ὅπου εἶχαν φιλοξενηθεῖ οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ στὰ παρθένα, σχεδόν, ἐδάφη τῶν ἀπομακρυσμένων ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀκόμη καὶ ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ἄρχισε μακρυά ἀπὸ αὐτὸν τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας, στὸ ἐσωτερικό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ ἐπεκτάθηκε στοὺς ἀπολίτιστους Σλάβους. Ὅμως, οἱ περιοχὲς πού ἔθεσε ὑπὸ τὸν ἔλεγχο του ὁ μεσανατολικὸς πολιτισμὸς δὲν ἦταν ἀκατοίκητες, ἂν καὶ δὲν τὸν γέννησαν οἱ αὐτόχθονες κάτοικοί τους. Ἡ κατάκτηση καὶ ἡ ἀφομοίωση τόσο ἑξαιρετικῶς ἀνεπτυγμένων σὲ αὐτογνωσία κοινωνιῶν, ὅπως αὐτῶν τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς καὶ τῆς ἰνδικῆς, θὰ ἀποτελοῦσε δύσκολο ἐγχείρημα γιὰ κάθε νέο πολιτισμό. Ἡ ἐγγύτητα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, καλπάζοντας πρὸς τὸ ἀπώγειό του, κατέστησε τὴν προσπάθεια ἀκόμη περισσότερο ἐπισφαλῆ. Ἡ διάλυση τῶν νομαδικῶν θεσμῶν, πού ἐπῆλθε σύντομα, οὔτε τυχαία ἦταν, οὔτε καὶ θνησιγενής. Οἱ τευτονικοὶ θεσμοί, μὲ τοὺς ὁποίους στὴν ἀρχὴ πειραματίσθηκε ἡ Δύση, ἀποδείχθηκαν ἐξίσου ἀναποτελεσματικοί. Ὅμως, ἡ ἀποτυχία τοῦ συστήματος τῶν Καρολιδῶν δὲν ἐπέφερε τὸ τελειωτικὸ κτύπημα ἐπὶ τοῦ νέου δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ ἀναπτύσσεται. Ἐπέζησε, γιὰ νὰ ἀναπτύξει ἕνα ὁλόκληρο σύστημα πολιτικῶν οἰκοδομημάτων. Ἡ παράλληλη διάσπαση τῆς σύγχρονης Μέσης Ἀνατολῆς ἀποδείχθηκε δυσκολότερη στὴν ἀντιμετώπισὴ της, διότι τόνισε τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἐρείπια τῆς περιοχῆς, τὰ ὁποία δὲν ἐνσωμάτωσε στὸ νέο οἰκοδόμημα, παρέχοντας τὴν εὐκαιρία στοὺς αὐτόχθονες κατοίκους νὰ τὰ ἀναστηλώσουν, αὐτὴ τὴν φορὰ σύμφωνα μὲ ἕνα ἀρκετὰ διαφορετικὸ καὶ πιὸ ἑλκυστικὸ πρότυπο, τὸ δυτικό.

   Στὴ «δυτικοποίηση» τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ. Εἶναι σημαντικό, ὅμως, νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ πτώση τοῦ μεσανατολικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ὁποία κατέστησε αὐτὴ τὴ δυτικοποίηση ἐφικτή, δὲν εἶναι καθοριστική. Οἱ πολιτισμοί, ὅπως καὶ τὰ ἄτομα, ἔχουν δύο γονεῖς, καὶ σὲ ὅλους τους νέους πολιτισμούς, τὴν καταγωγὴ τῶν ὁποίων μποροῦμε νὰ καταγράψουμε, ἡ κληρονομιὰ τῆς πολιτισμένης μητέρας ἔχει ἀποδειχθεῖ περισσότερο ἀξιόλογη ἀπὸ αὐτὴ τοῦ βαρβάρου, ὁ ὁποῖος τῆς ἐπιβλήθηκε βίαια. Στὴ Δύση, τὴν Ἐγγὺς καὶ τὴ Μέση Ἀνατολή, ἡ κληρονομιὰ τοῦ μητρικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι κοινή, στὴ μορφὴ τῶν «παγκοσμίων θρησκειῶν»: χριστιανικὲς ἐκκλησίες στὶς πρῶτες δύο περιπτώσεις, Ἰσλὰμ στὴν τρίτη. Ὅπως ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπέζησε τῆς ἀποτυχίας τῶν πρώτων τευτονικῶν βασιλείων, ἔτσι καὶ τὸ Ἰσλὰμ ἔχει ἐπιζήσει τῆς συντριβῆς τῶν Αὐτοκρατοριῶν τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τῶν Μογγόλων. Ἐπιπλέον, ἐπειδὴ ὁ σύγχρονος μεσανατολικὸς πολιτισμὸς εἶναι κατὰ ἕξι αἰῶνες νεότερος τοῦ δικοῦ μας, τὸ Ἰσλὰμ ἀποτελεῖ ζωτικότερη δύναμη στὸν κόσμο του, ἀπ' ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς στὸν δικό μας. Ὡς ἔκφραση συναισθημάτων καὶ ἰδεῶν καὶ ὡς συνεκτικὸς ἱστὸς τῆς κοινωνίας, εἶναι τουλάχιστον τόσο δυνατὸς ὅσο ἦταν στὴ Δύση ὁ Χριστιανισμὸς τὸν 14ο αἰῶνα καί, μάλιστα, ἀκόμη περισσότερο ἀπαραίτητος, διότι στὴ Μέση Ἀνατολὴ δὲν ἔχει ἀκόμη ἐπιτυχῶς δομηθεῖ κάποια νέα κοσμικὴ ὀργάνωση: τὸ Ἰσλὰμ καὶ μόνο τὸ Ἰσλὰμ συνέχει τὸν κόσμο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.

   Οἱ θεωρήσεις αὐτὲς ἐξηγοῦν τὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο διαδικασιῶν «δυτικοποίησης» τῆς Ἐγγὺς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, διαδικασίες πού παρατηροῦνται στὴ γενιά μας. Στὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή, ἡ διαδικασία ἄρχισε πρὶν περίπου διακόσια πενήντα χρόνια καὶ ἔχει προχωρήσει σχετικῶς εὔκολα καὶ χωρὶς τριβές, καθ' ὅτι τὰ προϋπάρχοντα κωλύματα, ἂν καὶ θετικά, εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ. Στὴ Μέση Ἀνατολὴ δὲν ἄρχισε παρὰ ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, ἐμφανιζόμενη στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, γιὰ πρώτη φορά, μετὰ τὴν καταστρεπτικὴ συνθήκη τοῦ Κιουτσοὺκ Κάιναρτζη, τὴν ὁποία ἐπέβαλε ἡ Ρωσία τὸ 1774. Ἔκτοτε, ἡ διαδικασία ὑφίσταται συνεχεῖς διακοπὲς καὶ καθυστερήσεις λόγῳ τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Ἰσλάμ. Ὄντως, ἂν καὶ ἡ αὐτοκρατορία αὐτὴ ἔχει ἐπιτύχει ὅ,τι θὰ φαινόταν ἀπίθανο πρὶν ἀπὸ ἑνὰμισυ αἰῶνα, υἱοθετώντας δυτικὲς μεθόδους καὶ ἔχει ἔτσι ἐπιβιώσει μέχρι σήμερα, παρὰ τὴν ἀπώλεια ἐδαφῶν καὶ κυριαρχίας, δὲν ἔχει καταφέρει νὰ προχωρήσει πέρα ἀπὸ ἕναν ἐλάχιστο βαθμὸ δυτικοποίησης πού ἀπαιτεῖται γιὰ τὴ σωτηρία της. Ἔχει δανεισθεῖ περισσότερο τεχνικὴ παρὰ ἰδέες, κυρίως στὸν στρατιωτικὸ καὶ ὄχι στοὺς τομεῖς διοίκησης, οἰκονομίας καὶ ἐκπαίδευσης. Ἑπομένως, ἂν ἡ δυτικοποίηση ἦταν ἀφ' ἑαυτῆς summum bonum γιὰ μὴ δυτικοὺς λαούς, ὁ μεσανατολικὸς κόσμος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἀποτελεῖ tabula rasa, θὰ ὑποσχόταν λιγότερα γιὰ τὴν πρόοδο τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὸν ἀντίστοιχό τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς. Ἡ προσέγγιση ὅμως αὐτή, ἂν καὶ ἐκλαμβάνεται ὡς ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν δυτικὸ νοῦ, ἐπειδὴ τὸν κολακεύει, ὁδηγεῖ, βεβαίως, στὸ ἀνέφικτο. Ὁ μεσανατολικὸς πολιτισμός, ἂν καὶ ἐμφανῶς δὲν εἶναι τόσο ἐπιτυχής, ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις, ὅσο ὁ δικός μας πολιτισμός, πιθανὸν νὰ ὑπόσχεται πολλά, καὶ ἡ ἐξαφάνισὴ του θὰ ἦταν ἀπώλεια, ὅπως ἔχει ἤδη ἀποδειχθεῖ ἀπώλεια ἡ ἐξαφάνιση τοῦ διακριτοῦ πολιτισμοῦ τῆς νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης. Ἑπομένως, τὸ ἐκ τῶν πραγμάτων βέβαιο, ὅτι ἡ δυτικοποίηση τῆς Μέσης Ἀνατολῆς θὰ εἶναι μερική, ὅπως καὶ ἡ κατάρρευση τοῦ πολιτισμοῦ της, δὲν ἀποτελεῖ συμφορά, ἀλλὰ ὠφέλεια. Θὰ ἦταν καταστρεπτικὸ μόνο ἂν τὸ ἰσλαμικὸ στοιχεῖο τοῦ μεσανατολικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τὰ ἐποικοδομητικὰ στοιχεῖα τῆς σύγχρονης δυτικῆς ζωῆς ἦταν ἀσυμβίβαστα, διότι τότε ἡ ἐπιβίωση τοῦ Ἰσλὰμ στὴ Μέση Ἀνατολὴ μᾶλλον θὰ κατέστρεφε τὴν ἀνάπτυξη τῆς μεσανατολικῆς κοινωνίας καὶ θὰ ἐνέπλεκε τοὺς δύο κόσμους σὲ ἀτέρμονη σύγκρουση. Αὐτὸ ὅμως τὸ ἀσυμβίβαστο, ἂν καὶ συχνὰ ὑποστηρίζεται, καταρρίπτεται ἀπὸ τὸ modus vivendi μεταξύ του Ἰσλὰμ καὶ τοῦ δυτικοῦ πνεύματος πού ἐπεξεργάζονται οἱ λαοὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, τόσο στὴ ζωὴ τους, ὅσο καὶ στὶς σχέσεις τους μὲ τὶς δυτικὲς χῶρες, ἐδῶ καὶ ἑκατὸν πενήντα χρόνια. Τὸ πρόβλημα τους εἶναι πολυπλοκότερο ἀπὸ τοὺς γείτονες τους τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς καὶ θὰ ἀπαιτήσει περισσότερο χρόνο γιὰ νὰ ἐπιλυθεῖ. Οὕτως ἤ ἄλλως, ἐμφανίσθηκε ἕναν αἰῶνα ἀργότερα. Πάντως, δὲν εἶναι ἄλυτο καί, ὅταν καὶ ἐφόσον τὸ modus vivendi ὁλοκληρωθεῖ, τότε τὰ ἀποτελέσματα μπορεῖ νὰ εἶναι περισσότερο παραγωγικὰ ἀπὸ αὐτὰ πού ἀναμένονται ἀπὸ τὴν ἀφομοίωση τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς στὸν δυτικὸ χαρακτήρα.

   Παραμένει γεγονὸς ὅτι οἱ κοινωνίες τῆς Ἐγγὺς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς κινοῦνται ἐπὶ τῆς ἰδίας ὁδοῦ, πρὸς τὴν αὐτὴ κατεύθυνση, πρᾶγμα πού διαπιστώνεται μετὰ ἀπὸ ἐνδελεχῆ μελέτη τῶν διαφορῶν μεταξὺ τῶν διαδικασιῶν δυτικοποίησής τους. Ἡ ἀπομάκρυνση, ὅμως, καὶ ἄλλο ἀπὸ τὸ θέμα, γιὰ νὰ στηριχθεῖ αὐτὴ ἡ πρόταση, θὰ ἦταν ἄσκοπη. Ἄλλωστε, ἀποτελεῖ δεδομένο αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ἂν καὶ θὰ προκαλέσει ἀντιδράσεις, εἴτε λόγῳ προκαταλήψεων, εἴτε διότι εἶναι εὐκολότερο νὰ θεωροῦνται τὰ ἀντικείμενα σκέψης ὡς σταθερὲς καὶ ὄχι ὡς μεταβλητές. Ὀλισθαίνει κάποιος, σκεπτόμενος ὅτι οἱ πολιτισμοὶ τῆς Δύσης, τῆς Ἐγγὺς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἀποτελοῦν κάτι πού δὲν ἐπιδέχεται ἀλλαγές, διότι ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν ἀπέχει πολὺ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι, ἐπειδὴ ἡ Ἐγγὺς Ἀνατολὴ εἶναι, κατὰ τὴν παροῦσα συγκυρία, πιὸ κοντὰ στὴ Δύση, βρίσκεται, ἑπομένως, κάπως a priori ἐντὸς τῶν δυτικῶν τειχῶν, ἐνῷ ἡ Μέση Ἀνατολὴ μονίμως ἐκτὸς αὐτῶν. Εἶναι δυσκολότερο νὰ σκεφθεῖ ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς τρεῖς πολιτισμοὺς δὲν εἶναι στάσιμος, καθὼς καὶ ὅτι, ἐνῷ ἡ Ἐγγὺς καὶ ἡ Μέση Ἀνατολὴ πλησιάζουν καὶ οἱ δύο τὴ Δύση, μὲ διαφορετικὲς ταχύτητες καὶ ἀπὸ διαφορετικὲς γωνίες, ἡ Δύση κινεῖται, διαρκῶς, σὲ δικὴ της τροχιά. Ἡ σχετικότητα, ὅμως, ἀποτελεῖ θεμελιώδη νόμο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὅπως ἔχει ἤδη γίνει καταφανὲς γιὰ τὸν φυσικὸ κόσμο. Ὅταν αὐτὸ ἀγνοεῖται, τότε μία ἀληθὴς κατανόηση τῆς ἱστορίας ἤ τῆς σύγχρονης πολιτικῆς παύει νὰ εἶναι ἐφικτή.

   Στρεφόμενος κανεὶς ἀπὸ γενικεύσεις σὲ παραδείγματα, καθίσταται σαφέστερο ὅτι τὰ φαινόμενα πού προκλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ τῆς Μέσης καὶ τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, ἀντιστοίχως, μὲ τὴ Δύση, ἔχουν περισσότερες ὁμοιότητες παρὰ διαφορές. Καθὼς ἐξετάζουμε τὰ πρόσφατα προβλήματα καὶ ἀγῶνες κάθε μίας ἀπὸ τὶς κοινωνίες αὐτές, ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἴδια ἀνάγκη νὰ δανεισθοῦμε ἀπὸ τὴ Δύση καὶ τὰ ἴδια καταστρεπτικά, ἀρχικῶς, ἐπακόλουθα. Ἀντιθέτως, ἡ ἐπιβίωση τῶν κοινωνιῶν τῆς Ἐγγὺς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ὕστερα ἀπὸ τὴν κατάρρευση τῶν δικῶν τους τρόπων ζωῆς μπροστὰ στὴ δυτικὴ ἐπέκταση, ἔχει καταστεῖ ἐφικτὴ μόνο λόγῳ τῆς υἱοθέτησης ὁρισμένων στοιχείων τῆς Δύσης. Τὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ κράτος δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ εἶχε συγκροτηθεῖ, ὅπως ἔχει ἀπὸ τὸ 1821, ἂν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ προηγούμενου αἰῶνα δὲν εἶχε ἀποκτήσει μεγάλος ἀριθμὸς Ἑλλήνων δυτικὲς μεθόδους ἐμπορίου καὶ δυτικὰ ἐκπαιδευτικὰ ἰδεώδη. Καὶ ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ποτὲ δὲν μποροῦσε, ἀπὸ πλευρᾶς της, νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴν προφανῶς ἀπελπιστικὴ κρίση τῶν ἐτῶν 1774-1841, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας οἱ γηγενεῖς θεσμοὶ της κατέρρευσαν καὶ τὴν ὕπαρξη της ἀπειλοῦσαν οἱ Ρῶσοι, ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση καὶ ὁ Μωχάμεντ Ἄλη, ἂν δὲν εἶχε ἐπιτυχῶς υἱοθετήσει ἕνα ἐλάχιστο δυτικῶν στρατιωτικῶν καὶ διοικητικῶν μεθόδων. Ὅμως, ἡ ἔγχυση αὐτή, καθόλο τὸν χρόνο, δυτικῆς ζωῆς, οὐσιαστικὴ γιὰ τοὺς λαοὺς πού τὴν προκάλεσαν σκοπίμως καὶ τὴν καλοδέχθηκαν, κατανοῶντας ὅτι δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς τὴν καταστροφή, ἔχει ἐπιφέρει τὸν ὄλεθρο στὴ ζωὴ τους. Πρόκειται γιὰ κρασὶ νέας ἐσοδείας, τὸ ὁποῖο αἴφνης ἐγχύνεται σὲ παλιὲς φιάλες.

   Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ ἀρχές, θεσμοὺς καὶ πνευματικὲς δραστηριότητες, ὅπως, π.χ., τὴ δυτικὴ πολιτικὴ ἀρχὴ τῶν ἐθνοτήτων. Οἱ λαοὶ τῆς Ἐγγὺς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ὑποχρεώθηκαν νὰ ἀναδιοργανωθοῦν βάσει τῆς ἐν λόγῳ ἀρχῆς, προκειμένου νὰ διατηρήσουν τὴ θέση τους στὴ σύγχρονη διεθνῆ πολιτική, καθ' ὅτι τὰ σημερινὰ δυτικὰ κράτη βασίζονται στὴν ἴδια ἀρχὴ καί, λόγῳ τῆς παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας τῆς Δύσης, οἱ σχέσεις τῶν μὴ δυτικῶν λαῶν, μεταξύ τους καὶ μὲ τὰ δυτικὰ κράτη, πρέπει νὰ προσεγγίζουν σὲ τύπους πού ὁ δυτικὸς κόσμος ἐκλαμβάνει ὡς δεδομένους. Ὅμως, ἡ ἀρχὴ τῶν ἐθνοτήτων ἐκλαμβάνεται ἀπὸ ἐμᾶς ὡς δεδομένη, ἁπλῶς διότι ἔχει ἀναπτυχθεῖ ἀπὸ τὶς δικές μας ἰδιαίτερες συνθῆκες καὶ ὄχι γιατί ἔχει τύχει διεθνοῦς ἐφαρμογῆς. Τὸ δόγμα συνίσταται στὸ ὅτι ἕνα κυρίαρχο καὶ ἐδαφικῶς ἀνεξάρτητο κράτος πρέπει νὰ συγκροτεῖται, στὸν μέγιστο δυνατὸ βαθμό, ἀπὸ ὁμόγλωσσους. Ἡ ὕπαρξη ἑνὸς γαλλόφωνου πληθυσμοῦ ταυτίζεται, ἀπὸ ἐμᾶς, μὲ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀμιγοῦς καὶ ἐθνικῶς κυρίαρχου γαλλικοῦ κράτους, ἑνὸς ἀγγλόφωνου πληθυσμοῦ μὲ ἕνα ἀγγλικὸ κράτος κ.ο.κ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ κοινοτυπία στὴ δυτικὴ Εὐρώπη, ὅπου οἱ γλῶσσες κατανέμονται, γενικῶς, μεταξὺ ὁμογενῶν ἐδαφικῶν ἑνοτήτων, οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν σὲ πολιτικὰ σχήματα. Τὸ δυτικὸ ἐθνικὸ κράτος ἔχει ἀναπτυχθεῖ μεταξύ μας, διότι ἔφερε μαζί του τὴ μέγιστη ἀπόδοση τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς οἰκονομίας ἔργου γιὰ τὸν δικό μας κόσμο. Ἐπειδὴ ἔχει ἀναπτυχθεῖ μόνο του καὶ δὲν ἔχει ἐπινοηθεῖ, ἔχει προσαρμοσθεῖ μὲ ἀλλά  χαρακτηριστικά της πολιτικῆς πραγματικότητας καὶ δὲν ἔχει ἐπιβληθεῖ α outrance. Ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐλβετίας καὶ τοῦ Βελγίου, ἡ ἑνότητα τῶν ὁποίων εἶναι πραγματικὴ καὶ ὄχι γλωσσική, ἀποτελεῖ παράδειγμα πολιτικῆς μετριοφροσύνης καὶ λογικῆς τῆς δυτικῆς Εὐρώπης. Ὅμως, ἡ ἀξία τῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνοτήτων ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐπικράτηση συμπαγῶν ὁμάδων ὁμόγλωσσων πληθυσμῶν, προϋπόθεση πού εἶναι ἀσυνήθης σὲ πολιτισμικὲς κοιτίδες, οἱ ὁποῖες μονίμως ἀποτελοῦν στόχο, ἀπὸ παντοῦ, νέων πληθυσμιακῶν κινήσεων. Ἀναμφίβολα, αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος πού κανεὶς ἄλλος γνωστὸς πολιτισμός, ἐκτός του δικοῦ μας, δὲν ἔχει καταστήσει τὴν κοινὴ γλῶσσα ὡς κριτήριο πολιτικῶν συνόρων, σημεῖο ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἡ Ἐγγὺς καὶ ἡ Μέση Ἀνατολὴ συμμορφοῦνται μὲ τὸν κανόνα, ἐνῷ ἐμεῖς μὲ τὴν ἐξαίρεση.

   Στὴν Ἐγγὺς καὶ τὴ Μέση Ἀνατολή, πληθυσμοὶ πού ὁμιλοῦν διαφορετικὲς γλῶσσες ἔχουν ἀναμιχθεῖ γεωγραφικῶς καὶ δὲν ἀποτελοῦν τόσο τοπικὲς ὁμάδες ἱκανὲς νὰ ἔχουν ἀνεξάρτητη πολιτικὴ ζωή, ὅσο διαφορετικὲς οἰκονομικὲς τάξεις, ἡ συνεργασία τῶν ὁποίων εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν εὐρωστία ὁποιουδήποτε κράτους. Ἑπομένως, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς δυτικῆς ἀρχῆς σὲ αὐτοὺς τοὺς λαοὺς ἔχει προκαλέσει σφαγές, ἀφοῦ ἔχει τύχει αὐστηρῆς ἐφαρμογῆς, διότι δὲν ὑπῆρχε συναφὴς παράδοση καὶ οἱ ἐγχώριοι θεσμοί, οἱ ὁποῖοι θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν εἶχαν τροποποιήσει, εἶχαν ἤδη καταλυθεῖ. Ὅσο περισσότερο δυστυχία καὶ ἀπόγνωση φέρει, τόσο περισσότερο βίαια ἐφαρμόζεται. Ὁ πόλεμος τῆς ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας, ὁ ὁποῖος ἴσως ἦταν καὶ ἡ πρώτη κίνηση πού προκάλεσε ἡ συνειδητὴ ἐπιλογὴ τῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνοτήτων στὴν περιοχή, ὁδήγησε σὲ σφαγὲς Τούρκων σὲ ὅλο τὸν Μοριὰ καὶ Ἑλλήνων στὸ Ἀϊβαλὶ καὶ τὴ Χίο [8]. Ἀκόμη καὶ οἱ πυρῆνες ἐθνικῶν κρατῶν τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, πού εἶχαν διαμορφωθεῖ σὲ περιοχὲς ὅπου κυριαρχοῦσε κάποια ἐθνότητα, ἔπρεπε νὰ τεμαχισθοῦν μὲ προκρούστιες μεθόδους. Τὸ κακὸ ἔχει αὐξηθεῖ, ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού ἡ προσπάθεια ἐπανασχεδιασμοῦ τοῦ πολιτικοῦ χάρτη, βάσει δυτικῶν προδιαγραφῶν, ἔχει μεταφερθεῖ σὲ περιοχές, ὅπου δὲν ὑπερτεροῦσε καὶ δὲν ὑπερτερεῖ, ἀριθμητικῶς, μία ἐθνοτικὴ ὁμάδα. Στὶς βορειοανατολικὲς ἐπαρχίες τῆς Τουρκίας, οἱ σφαγὲς τῶν Ἀρμενίων ἐπιχωριάζουν ἀπὸ τὸ 1895 καὶ στὴ Μακεδονία, περίπου ἀπὸ τὸ 1899, οἱ σφαγὲς μεταξὺ Ἑλλήνων, Βουλγάρων, Ἀλβανῶν καὶ Σέρβων. Μετὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους, ἡ κατάρα τῆς φυλετικῆς ἐξόντωσης ξαπλώθηκε, μὲ τὴ ροὴ Μουσουλμάνων προσφύγων ἀπὸ τὴ Μακεδονία στὴ Θράκη καὶ τὴ δυτικὴ Μικρὰ Ἀσία. Στὴν τελευταία, ὅπου ἑλληνικοὶ καὶ τουρκικοὶ πληθυσμοὶ ζοῦσαν μαζί, κατὰ κανόνα εἰρηνικῶς, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἑλληνοτουρκικῶν πολέμων 1821-29 καὶ 1897, ἔχουν καὶ οἱ δύο κυριευθεῖ ἀπὸ κρίσεις ἀνθρωποκτόνου ἐθνικοῦ μίσους [9]. Ἀπὸ τουρκικῆς πλευρᾶς, ἡ κρίση ξέσπασε τὸ 1914 καὶ τὸ 1916 καὶ ἀπὸ ἑλληνικῆς, μὲ τὴν ἀπόβαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴ Σμύρνη, τὸν Μάιο τοῦ 1919 καί, ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1921, σὲ ὅλα τὰ ἐνδότερα τῶν κατεχομένων ἐδαφῶν, σὲ μέρη πού ἡ σύζυγός μου καὶ ἐγὼ ἐπισκεφθήκαμε τοὺς μῆνες Μάιο καὶ Ἰούνιο ἐκείνου τοῦ ἔτους [10]. Τέτοιες σφαγὲς ἀποτελοῦν τὴν ἀκραία μορφὴ ἑνὸς ἐθνικοῦ ἀγῶνος, μεταξὺ ἀμοιβαίως ἀπαραιτήτων γειτόνων, ἔχοντας προκληθεῖ ἀπὸ τὴ θανατηφόρα αὐτὴ δυτικὴ ἀρχή, οἱ ὁποῖες συνεχίζονται ἀδιάκοπα καὶ μὲ ἀλλά  ὀλέθρια μέσα, ὅπως ἀπαλλοτριώσεις, ἐκδιώξεις, ἐχθρικὲς παρεμβάσεις στὴν παιδεία, τὴ θρησκευτικὴ λατρεία καὶ τὴ χρήση τῆς μητρικῆς γλώσσας, καὶ τὴ μὴ ἀπόδοση δικαιοσύνης στὰ δικαστήρια. Ἡ πρόσφατη ἱστορία τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀποτελεῖ reductio ad absurdum τῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνοτήτων, καὶ ἔχει ὁδηγήσει τὴ δυτικὴ κοινὴ γνώμη νὰ ἀρχίσει νὰ καταλαβαίνει ὅτι ὑπάρχουν ὅρια στὴν ἐφαρμογὴ τῆς συγκεκριμένης ἀρχῆς σὲ μὴ δυτικὲς χῶρες. Ὅμως, τὸ ἱστορικὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν τῶν περιπτώσεων ἔγκειται στὴν ἀμφιβολία πού προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀντιπαραγωγικὴ ἐφαρμογὴ τῆς ἀρχῆς σὲ περιοχὲς ὅπου, εἴτε μὲ δόλο, εἴτε βίαια, ἔχει ἀρχίσει νὰ ἐφαρμόζεται. Ὁ ἱστορικὸς ἀναγκάζεται νὰ ἀναλογισθεῖ ἂν ὁ ἐμβολιασμὸς τῆς Ἀνατολῆς μὲ ἐθνικισμὸ δὲν ἔχει ἐπιφέρει, ἀπὸ τὴν ἀρχή, φθίνουσες ἀποδόσεις σὲ εὐτυχία καὶ εὐμάρεια. Μὲ δεδομένα τὴν προϊοῦσα διάλυση τῶν γηγενῶν θεσμῶν καὶ τὴν ἀδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία τῆς Δύσης, πρέπει (ὁ ἱστορικὸς) νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι ἦταν ἀναπόφευκτο. Ὅμως, μετὰ ἀπὸ ἕναν αἰῶνα φθορᾶς καὶ αἱματοχυσίας, ὅταν τὰ νεόκοπα ἐθνικὰ κράτη τῆς Ἐγγὺς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς θὰ ἔχουν φθάσει σὲ ἕνα σημεῖο κάποιας ἰσορροπίας, ἂν ποτὲ φθάσουν, τότε ἴσως κρίνει τὴν κίνηση, μνημεῖα τῆς ὁποίας (τὰ ἐν λόγῳ κράτη) ἀποτελοῦν, ὄχι τόσο ὡς πολιτικὴ πρόοδο, ὅσο ὡς ἀναπόφευκτο κακό.

   Στὴ συνέχεια, ἂς ἐξετάσουμε τὴ δυτικοποίηση ἑνὸς θεσμοῦ, ὅπως τοῦ ὀθωμανικοῦ στρατοῦ. Ἡ μεγαλύτερη ἐσωτερικὴ πάλη στὴν Τουρκία στὴν περίοδο 1774-1841, ἦταν μεταξὺ τῶν ἐπιδόξων ἀναμορφωτῶν τοῦ στρατοῦ μὲ δυτικὰ πρότυπα, καὶ τῶν διαπλεκομένων συμφερόντων τοῦ παλιοῦ καὶ ἀποδιοργανωμένου συστήματος τῶν Ὀσμανλήδων. Τὸ κύριο ἐπίτευγμα τοῦ Σουλτάνου Μαχμοὺντ ἦταν ὅτι ἀπαλλάχθηκε, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου τῆς ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας, ἀπὸ τοὺς Γενίτσαρους καὶ ἀναδιοργάνωσε ἀρκετὰ τὸν στρατό του, γιὰ νὰ σώσει τὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τοὺς Ρώσους τὸ 1828-29. Ὁ σχηματισμὸς περιφερειακῶν σωμάτων στρατοῦ, βάσει τοῦ πρωσικοῦ μοντέλου, ἔγινε τὸ 1843 καὶ ἡ ὑποχρεωτικὴ θητεία γιὰ Μουσουλμάνους εἰσήχθη τὸ 1880, ἐνῷ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Αὐτοκρατορίας μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1908. Χωρὶς ἀμφιβολία, ἡ προοδευτικὴ δυτικοποίηση τοῦ στρατοῦ ἔσωσε τὴν Τουρκία, τὸν προηγούμενο αἰῶνα, ἀπὸ ἀφανισμό, καὶ κατέστησε δυνατὴ τὴν ἄνευ προηγουμένου ἰσχυροποίηση τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας σὲ ἀνυπάκουες φυλὲς καὶ ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες. Οἱ στρατιωτικὲς σχολὲς ἀξιωματικῶν ἔχουν ἐπίσης ἀποδειχθεῖ πολύτιμα μέσα ἐθνικῆς παιδείας. Ὅμως, αὐτὲς οἱ οὐσιαστικὲς στρατιωτικὲς μεταρρυθμίσεις ἔχουν ἐπιφέρει σχεδὸν τὸ τέλος τοῦ τουρκικοῦ ἔθνους, διότι ἔχουν εἰσαχθεῖ τεχνητῶς καί, ἑπομένως, μεμονωμένα, χωρὶς τὶς σύγχρονες προόδους δημόσιας ὑγιεινῆς καὶ διοικητικῶν μεθόδων, προόδους οἱ ὁποῖες, στὶς δυτικὲς χῶρες, ὅπου ἐμφανίσθηκε ἡ ὑποχρεωτικὴ θητεία, συνέβαλαν στὴν ἀντιμετώπιση κινδύνων πού συνδέονται μὲ τέτοια ἐπέκταση τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ἐπὶ τῆς ζωῆς τῶν ἀτόμων. Οἱ Τοῦρκοι ἔπρεπε νὰ ἐπιστρατεύσουν, νὰ ἐκπαιδεύσουν καὶ νὰ ἐνδύσουν, μὲ δυτικὰ πρότυπα, ἕναν πάρα πολὺ μεγάλο ἀριθμὸ τοῦ ἄρρενος πληθυσμοῦ τους, γιὰ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καί, μπροστὰ στὴν ἀνάγκη, βρῆκαν τὰ ἀπαιτούμενα μέσα. Δὲν ἔμαθαν, ὅμως, ποτέ, νὰ ἐνδύουν ἀρκούντως τοὺς κληρωτούς, νὰ τοὺς πληρώνουν τακτικά, νὰ φροντίζουν τὴν ὑγεία τους καὶ νὰ τοὺς ἀποστρατεύουν μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεών τους. Ἡ δυτικὴ ἀποτελεσματικότητα δὲν κρίθηκε τόσο ἐμφανῶς ἀπαραίτητη ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ 19ου αἰῶνα στὰ θέματα αὐτά, ὅσο σὲ ἀλλά  ἀμιγῶς στρατιωτικῆς τεχνικῆς, μὲ ἐπακόλουθο, γιὰ ἀρκετὲς γενεές, νὰ ἐπιστρατεύονται Τοῦρκοι γιὰ νὰ πεθάνουν ἀπὸ ἀμέλεια ἤ κακὴ διοίκηση, ἤ νὰ ἐπιστρέψουν στὶς ἑστίες τοὺς ἄρρωστοι, πάσχοντας, ἴσως, ἀπὸ μεταδοτικὲς ἀσθένειες, γιὰ νὰ βροῦν τὶς οἰκογένειες τους διαλυμένες, ἤ τὴν περιουσία τους κατεστραμμένη. Στρατολογημένοι ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ ντυμένοι μὲ στολὲς δυτικῆς προέλευσης, ἐπιβιβάζονταν σὲ ἐπίσης δυτικῆς κατασκευῆς πλοῖα, καὶ ἀποστέλλονταν νὰ πολεμήσουν στὴν Ἀλβανία ἤ τὴν Ὑεμένη, χωρίς, σχεδόν, καμία φροντίδα γιὰ τὶς προσωπικές τους ἀνάγκες, φροντίδα πού καθιστᾶ τέτοιες ἐκστρατεῖες ἀνεκτὲς σὲ στρατιωτικὲς δυνάμεις τῆς Δύσης. Ἦταν καὶ αὐτοὶ θύματα τῶν καταστρεπτικῶν πτυχῶν τῆς ἐπαφῆς μεταξύ της Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τῆς Δύσης. Ἂν δὲν εἶχε δανεισθεῖ τὸ ἐλάχιστο ἀπαραίτητο στρατιωτικῆς τεχνικῆς της Δύσης, ἡ κυβέρνησὴ τους θὰ ἦταν ἀνίκανη νὰ τοὺς καταστήσει θύματα μὲ τέτοιον τρόπο. Ἐκεῖνο πού μπορεῖ νὰ λεχθεῖ εἶναι ὅτι ἡ συρρίκνωση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας σὲ περιοχὲς ὅπου πλειοψηφικῶς διαβιοῦν Τοῦρκοι, ἀποτέλεσμα καὶ αὐτὸ τῆς δυτικῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνοτήτων, ἴσως, ἐπιτέλους, φέρει κάποια ἀνακούφιση στὸν Τοῦρκο ἀγρότη. Οἱ ἀντίπαλοί του θὰ τὸν ἔχουν ἄθελά τους ἀπελευθερώσει, ἀπελευθερώνοντας ἀπὸ τὴν κυβέρνηση του ἐκεῖνες τὶς ξένες καὶ ἄχρηστες ἐπαρχίες, ὅπου ἔχυνε τὸ αἷμα του. Ἄν, ἐφεξῆς, χυθεῖ αἷμα στρατιωτῶν στὰ ἀλβανικὰ ἤ ἀραβικὰ ὅρη, θὰ εἶναι τῶν Σέρβων, Ἑλλήνων, Ἰταλῶν, Ἰνδῶν ἤ Ἄγγλων, ὄχι ὅμως τῶν Τούρκων.

   Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα, αὐτὴ τὴν φορὰ ἀπὸ τὸν τομέα τοῦ πνεύματος, προσφέρει ἡ ἱστορία τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ λογοτεχνίας. Καὶ ἐδῶ ἡ ξαφνικὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ Δύση ἐνέσπειρε σύγχυση. Εἶναι θετικὸ ὅτι οἱ Ἕλληνες μαγεύθηκαν ἀπὸ τὴ δυτικὴ διανόηση, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴ δυτικὴ ἐνδυμασία, τὶς ἀνέσεις, τὸ κέρδος, τοὺς ὁπλισμούς, τὰ συντάγματα καὶ ἀλλά  ὁρατά. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἤθελαν νὰ κατανοοῦν καὶ νὰ ἀναπτύσσουν δυτικὲς ἰδέες στὴ δικὴ τους γλῶσσα καὶ νὰ προσθέσουν ἕνα νέο παρακλάδι στὸ μεγάλο ρεῦμα τῆς δυτικῆς λογοτεχνίας. Ἀποσχίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ὄχι ὡς ἕνα δυτικὸ ἔθνος, μὲ μακρὰ ἐθνικὴ ἱστορία, ἀλλὰ ὡς μία τάξη ἐμπόρων καὶ ἐπαρχιωτῶν ἀγροτῶν ἑνὸς μεσανατολικοῦ κοινωνικοῦ σχήματος. Τὴν πενία τῆς προηγούμενης κοινωνικῆς τους ζωῆς ἀντικατόπτριζε, ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ πενία τῆς καθομιλουμένης γλώσσας τους: πτωχὴ στὴ σύνταξη, τὸ λεξιλόγιο καὶ τὴν ἐκφραστικότητα. Στὴν πορεία τῶν αἰώνων θὰ μποροῦσε, ἀναμφίβολα, νὰ ἔχει ἐμπλουτισθεῖ μὲ τὴν πρόοδο καὶ τὶς ἐμπειρίες ὅσων τὴν ὁμιλοῦσαν. Δὲν ὑπῆρχε ὅμως χρόνος γιὰ χάσιμο. Ἡ γλῶσσα ἔπρεπε νὰ δυτικοποιηθεῖ, ὅπως καὶ τὸ ἔθνος, καὶ ἀμέσως νὰ καταστεῖ φορέας δυτικῶν ἰδεῶν. Ὁ πειρασμὸς νὰ ἀναδομηθεῖ τεχνητῶς, βάσει τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἦταν ἀναπόφευκτος. Ἰδού, λοιπόν μία γλῶσσα, γονέας τῆς ζώσης διαλέκτου, πού δὲν εἶχε περιπέσει ποτὲ σὲ ἀχρησία, ὅπως αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἕνας σύνδεσμος μὲ τὰ μεσαιωνικὰ θαύματα τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς καὶ μὲ τὰ ἀκόμη μεγαλύτερα τοῦ ἑλληνικοῦ. Ἡ Δύση θαύμαζε τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅσο ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα θαύμαζε τὴ Δύση, καὶ ἡ ἀρχαία γλῶσσα, ἔχοντας ἐκπληρώσει τὶς ἀπαιτήσεις ἑνὸς πολιτισμοῦ πού ἐγγράμματοι δυτικοὶ θεωροῦσαν ὡς ἰσάξιο τοῦ δικοῦ τους, θὰ πρόσφερε, βεβαίως, τὸ ἀπαραίτητο μέσο γιὰ μία νεοελληνικὴ ἔκδοση τῆς δυτικῆς κουλτούρας. Ὑπῆρχαν ὅλα τὰ κίνητρα γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἀρχαία ἑλληνική: ἡ βούληση νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ σχέση μὲ τὸ λαμπρὸ παρελθόν, ἡ ἐπιθυμία νὰ ἐντυπωσιασθεῖ ἡ Δύση καὶ νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἡ αὐταρέσκεια τῶν Ἑλλήνων, καὶ νὰ καλυφθεῖ ἡ ἐπείγουσα ἀνάγκη γιὰ μεγαλύτερη ἐκφραστικότητα. Οἱ σημερινοὶ ἐγγράμματοι Ἕλληνες, παρακινούμενοι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς σημαντικοὺς καὶ καθ' ὅλα νόμιμους λόγους, ἔπεισαν ἑαυτοὺς ὅτι ἡ ἀρχαία γλῶσσα δὲν εἶχε ποτὲ περιέλθει σὲ ἀχρησία, ὅπως καὶ ὅτι ἀναμιγνύοντας τὴ νεοελληνικὴ μὲ τὴν ἀρχαία, ὄντως ἐξάγνιζαν τὴ μητρικὴ τους γλῶσσα ἀπὸ χυδαιολογίες. Ἡ πορεία πού διέγραψαν ἦταν ἀναπόφευκτη. Ὅμως, ἡ συντόμευση τῆς ἀπόστασης στὴ λογοτεχνία εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνη ἀπ' ὅτι στὴν πολιτική. Ἡ ἀρχαία γλῶσσα εἶχε δύο ἀτέλειες, μοιραῖες γιὰ τοὺς στόχους τους: ἐπρόκειτο γιὰ ἄλλη γλῶσσα ἀπὸ τὴ νεοελληνικὴ καὶ μάλιστα νεκρή. Τὸ κρᾶμα νεκρῶν καὶ ζώντων ἰδιωματισμῶν δὲν ἱκανοποιεῖ, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐπίσημη ἤ τεχνικὴ χρήση, ἐνῷ ἡ ποίηση ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Οἱ περιορισμοὶ του εἶναι τόσο ἐμφανεῖς πού, κατὰ τὴν παροῦσα γενεά, ἔχει δημιουργηθεῖ μία κίνηση ἐξαγνισμοῦ τῆς ἐξαγνισθείσης γλώσσας, μὲ τὴν ἐπιστροφὴ σὲ στοιχεῖα τῆς καθομιλουμένης. Ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ δημοτικίζουσα κίνηση φέρει τοὺς δικούς της φανατισμοὺς καὶ ἀκρότητες καὶ ἄν, κατ' ἀρχήν, εἶναι πιὸ ὑγιής, παραγνωρίζει τὸ πρόβλημα πού τὸ κρᾶμα ἐπιδίωξε νὰ λύσει. Οἱ Δημοτικιστὲς δὲν ἔχουν ἀνακαλύψει, ἱκανοποιητικῶς, τρόπους νὰ ἐκφράσουν τὴ δυτικὴ σκέψη στὴ σύγχρονη ἑλληνική, χωρὶς νὰ ἐπιστρατεύουν ἐφεδρεῖες ἀπὸ τὴν ἀρχαία. Ἡ ἀντιπαράθεση εἶναι δριμεῖα καὶ παρακωλύει ὄχι μόνο τὴν ἀνάπτυξη τῆς λογοτεχνίας, ἀλλὰ καὶ τὴ δημόσια ἐκπαίδευση. Καὶ πάλι ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴ Δύση ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς ἀναστάτωσης καὶ εἶναι, καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, δύσκολο νὰ βρεθεῖ λύση.

   Τέτοια παραδείγματα φαίνεται νὰ στηρίζουν τὴ θέση ὅτι ὁ ἴσκιος πού ἀποπέμπεται ἀπὸ τὴ Δύση, ἐπηρεάζοντας βαθιὰ αὐτοὺς τοὺς δύο σύγχρονους πολιτισμοὺς σὲ κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς, ἀσκεῖ, πρὸς τὸ παρόν, καταστρεπτικὴ παρὰ ἐποικοδομητικὴ ἐπιρροή. Ἀλλὰ ὅσο περισσότερο ἐξετάζει κανεὶς τὰ ἀποτελέσματά της, τόσο περισσότερο καταλαβαίνει ὅτι μόλις ἔχουν ἀρχίσει νὰ διαφαίνονται, ὅπως τουλάχιστον καταδεικνύεται ἀπὸ τὸ πλησιέστερο ἱστορικὸ παράδειγμα πού ἔχουμε ὑπόψη. Οἱ ἀρχαῖοι πολιτισμοὶ τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Μεσοποταμίας ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ἤ ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμὸ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου π. Χ. αἰῶνα, ὅταν οἱ πρῶτοι Ἕλληνες πειρατὲς καὶ μισθοφόροι ἐμφανίσθηκαν στὴν Κιλικία καὶ τὴν Αἴγυπτο, ὡς τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰῶνα μ.Χ., ὅποτε συντάχθηκαν τὰ τελευταία ἐπίσημα ἔγγραφα τῆς Ἀραβικῆς Αὐτοκρατορίας στὴν ἑλληνική [11]. Θὰ μποροῦσε νὰ εἰπωθεῖ ὅτι στοὺς δεκατρεῖς ἐκείνους αἰῶνες, οἱ δύο ἀνατολικοὶ πολιτισμοὶ ἐπισκιάζονταν ἀπὸ τὸν ἑλληνικό, ὅπως καὶ οἱ πολιτισμοὶ τῆς Ἐγγὺς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἐπισκιάζονται τώρα ἀπό τὸν δυτικό. Κάνοντας τὶς ἀπαραίτητες συγκρίσεις, οἱ δυόμισυ αἰῶνες τῆς σύγχρονης δυτικῆς ἐπιρροῆς ἐπὶ τοῦ κόσμου τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς καὶ ὁ ἐνάμισυ αἰώνας ἐπὶ τοῦ μεσανατολικοῦ κόσμου μποροῦν νὰ ἐξετασθοῦν στὶς πραγματικές τους ἀναλογίες. Ἀποτελοῦν τὴν ἐναρκτήρια, μόνο, φάση αὐτοῦ πού θὰ εἶναι ἀρκετὰ μακροβιότερη σχέση καί, ἂν ἰσχύει ἡ ἀρχαία ἀναλογία, τότε θὰ ἀλλάξει ὁ χαρακτήρας της, καθὼς ἡ σχέση συνεχίζεται. Ἡ ἐπαφὴ μεταξύ της ἑλληνικῆς καὶ τῶν δύο ἀρχαίων ἀνατολικῶν κοινωνιῶν ἄρχισε μὲ ἐπιφανειακὲς κατακτήσεις —ἐμπόριο, πόλεμο καὶ διοίκηση— καὶ τελείωσε μὲ συγχώνευση τῶν θρησκειῶν. Ἐπιπλέον, ἐνῷ αὐτὲς οἱ πρῶτες ἐπιφανειακὲς κατακτήσεις ἔγιναν ἀπὸ τὴν κυρίαρχη καὶ ἐπισκιάζουσα δύναμη, ἡ θρησκευτικὴ συγχώνευση, τὸ πλέον ὁλοκληρωτικὸ καὶ ἐσώτερο εἶδος κατάκτησης πού μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει κάποια κοινωνία ἐπὶ κάποιας ἄλλης, ἀποτέλεσε, οὐσιαστικά, νίκη τῶν κόσμων τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Μεσοποταμίας. Καθὼς ἡ σχέση ἐξελίχθηκε, βάθυνε ὁ χαρακτήρας της, ἀλλάζοντας ἀπὸ μονόδρομη ἐπιρροὴ σὲ ἀλληλεπίδραση, γιὰ νὰ καταλήξει σὲ πνευματικὴ ἐπικράτηση αὐτοῦ πού τυπικὰ κατακτήθηκε ἐπὶ τοῦ ἀρχικοῦ κατακτητῆ.

   Κάποια ἀντίστοιχη τελικὴ ἀναστροφὴ στὶς σχέσεις μεταξύ της σύγχρονης Δύσης καὶ τῆς σημερινῆς Ἀνατολῆς δὲν εἶναι ἀδύνατη. Ἐμφορούμενοι ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκέψη, θὰ ἐξετάζουμε τὸ παρὸν μὲ περισσότερο ἐνδιαφέρον καὶ μὲ καλύτερη προοπτική, ἀναγνωρίζοντας ταυτοχρόνως ὅτι βρίσκεται, ἀκόμη, ἐκτὸς ὁρίζοντος. Ἡ πρώτη μας πράξη, ἡ κατάκτηση τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ τὴ Δύση, ἀπέχει πολὺ ἀκόμη ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωσὴ της καὶ ἀμυδρὲς ὑφίστανται πιθανότητες δραματικῆς ἤ καταστροφικῆς γιὰ τὴ Δύση ἀντίδρασης ἀπὸ ἀνατολικοὺς πολιτισμοὺς στὸ ἐγγὺς μέλλον, ἰδίως στὸν τομέα τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς καὶ τοῦ πολέμου. Θὰ ἦταν λάθος, π.χ., νὰ ληφθοῦν σοβαρὰ ὑπόψη οἱ φόβοι πού προσφάτως αἰωροῦνται, περὶ ἐμπλοκῆς μας σὲ κάποια πολιτικὴ ὑπὲρ ἤ κατὰ τῶν Μουσουλμάνων. Ἡ πιθανότητα συνεννόησης μεταξὺ τῶν Τούρκων ἐθνικιστῶν καὶ τῶν Μπολσεβίκων τῆς Ρωσίας παρουσιάζεται ἄλλοτε ὡς λόγος γιὰ τὴ συντριβὴ τους καὶ ἄλλοτε ὡς αἰτία συμφιλίωσης μαζί τους. Εἴτε βίαια, εἴτε μὲ πειθώ, καλούμαστε νὰ ἀποστερήσουμε τὴ Ρωσία ἀπὸ ἕναν ὑπολογίσιμο σύμμαχο. Ὅμως, κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς πού τὸ καταλαβαίνουν δὲν ἔχει καταφέρει νὰ ὑποστηρίξει ὅτι αὐτὸς ὁ ρωσοτουρκικὸς συνδυασμὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει μακρόβια ὕπαρξη. Ἐνώπιον αὐτῶν, ἡ ἐν λόγῳ συνεννόηση ἀποδεικνύεται νὰ ἔχει ὡς στόχο τὴν κοινὴ μπλόφα καὶ προπαγάνδα, καὶ ὄχι τὴν ἀπὸ κοινοῦ δράση. Ἀκόμη καὶ ἐντὸς αὐτῶν τῶν πλαισίων, ἐκλαμβάνεται, προδήλως, καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη μὲ ὑποψία. Σὲ αὐτὴ (τὴ συνεννόηση) ἔχουν ὁδηγηθεῖ ἐξ ἀνάγκης, καθ' ὅτι οἱ Σύμμαχοι τοὺς ἀντιμετωπίζουν ὡς ἐχθρούς. Ὅμως, καὶ οἱ δύο ἔχουν ἐπιδείξει ἑτοιμότητα πρὸς συνεννόηση μὲ ἕναν ἤ μὲ ὅλους τους Συμμάχους, ἀκόμη καὶ εἰς βάρος τοῦ ἄλλου ἑταίρου, σὲ κάθε εὐκαιρία. Ἡ συνέχιση αὐτῆς τῆς εἰδικῆς ἐγκαρδιότητας μεταξύ τους, μετὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν πρόσκαιρων αἰτιῶν της, εἶναι ἀδύνατη. Πρὸς τὸ παρόν, οἱ Ρῶσοι καὶ οἱ Τοῦρκοι εἶναι περισσότερο ἀλλότριοι μεταξύ τους, ἀπ' ὅτι καθένας ἀπὸ αὐτοὺς μὲ τὴ Δύση. Ἕνας προσωρινὸς κοινὸς κίνδυνος δὲν μπορεῖ νὰ σβήσει αἰῶνες ἀντιπάθειας. Ἡ γνήσια συνδιαλλαγὴ μεταξὺ Ρωσίας καὶ Τουρκίας εἶναι ἐφικτὴ μόνον ἐπὶ τῶν κοινῶν σημείων πού θὰ ἐπέφερε ἡ παράλληλη δυτικοποίησὴ τους. Ἡ ἀντίδραση πρὸς τὴ Δύση φαίνεται σίγουρο ὅτι θὰ προκαλέσει, συμπτωματικῶς, ἀμοιβαία ἀντιπάθεια σὲ ἐκεῖνα τὰ βαθύτερα ἐπίπεδα συνείδησης, τὰ ὁποία δὲν ἀγγίζει ἡ κρατικὴ πολιτική.

   Κάποια ἄλλη πρόσκαιρη ἀπειλὴ εἶναι ἡ ἐπανάσταση τῶν Μὸπλα στὴν περιοχὴ Μάντρας τῆς Ἰνδίας, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ζητεῖται νὰ πεισθοῦμε ὅτι, ἂν δὲν ἀλλάξει ἡ βρεττανικὴ πολιτικὴ ἔναντι τῆς Τουρκίας, ἐπίκειται ἡ ἔκρηξη γενικῆς ἐπανάστασης. Ὄντως, οἱ ἡγέτες τῶν Μόπλα ἀποκαλοῦν τὴν ὀργάνωση τους «Βασίλειο τοῦ Χαλιφάτου». Ὅποιος, ὅμως, παρακολουθεῖ τὸ κίνημα τοῦ Χαλιφάτου στὴν Ἰνδία καὶ ἔχει ἐρευνήσει τὸ ποιὸν τῶν Μόπλα, δὲν θὰ ἐξαπατηθεῖ ἀπὸ τίτλους. Οἱ Μόπλα ἀποτελοῦν ἄγριο ὀρεινὸ πληθυσμὸ πού ἔχει, κατὰ καιρούς, ἐπαναστατήσει κατὰ τῆς κυριαρχίας τῶν Βρεττανῶν, ἂν καὶ κατὰ τὸ μεγαλύτερο διάστημα ἡ βρεττανικὴ κυβέρνηση ἔχει κρατήσει φιλικὴ στάση ἔναντι τοῦ Ὀθωμανοῦ Χαλίφη, παρέχοντας συχνὴ διπλωματικὴ καὶ στρατιωτικὴ ὑποστήριξη στὴν Τουρκία, ἐναντίον τοῦ ἀλλόθρησκου ἐχθροῦ της, τῆς Ρωσίας. Ἑπομένως, ὁ ἐπιθετικὸς προσδιορισμὸς πού ἀποδίδεται στὴν πρόσφατη ἐπανάσταση τῶν Μόπλα, δὲν ἐξηγεῖ τὴν πραγματικὴ προέλευσὴ της. Πράγματι, ἡ συγκεκριμένη ἐπιλογὴ τῶν Μουσουλμάνων τῆς Ἰνδίας, οἱ ὁποῖοι ἐπαναστάτησαν κατὰ τῆς βρεττανικῆς κυβέρνησης λόγῳ τῶν σφαγῶν πού ὑπέστησαν ἀπὸ τοὺς Ἰνδουιστές, ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ ντροπὴ γιὰ τοὺς μορφωμένους ἡγέτες τῆς γνήσιας κίνησης τοῦ Χαλιφάτου, ἡ πολιτικὴ τῶν ὁποίων βασίζεται στὴ συνεργασία Ἰνδουιστῶν καὶ Μουσουλμάνων. Μεταξὺ τῶν ἐγγραμμάτων, τῶν μόνων πού κατανοοῦν τὰ μᾶλλον ἀφηρημένα ἐπιχειρήματά του, τὸ κίνημα τοῦ Χαλιφάτου δὲν εἶναι δύναμη πού θὰ πρέπει νὰ ὑποτιμᾶται. Κάτω ἀπὸ τοὺς ἀκαδημαϊκούς του τύπους, καὶ πραγματικὸ συναίσθημα ὑπάρχει καὶ παράπονα, ὅπως παρουσιάζονται παρακάτω. Ὅμως, τὰ χαρακτηριστικά της ἐπανάστασης τῶν Μόπλα δείχνουν ὅτι ἡ κίνηση τοῦ Χαλιφάτου θὰ ὁδηγηθεῖ, ἐξ ἀνάγκης, σὲ μία ἀργή καὶ εἰρηνική, ἀντὶ βίαιη καὶ συγκρουσιακὴ πορεία. Ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς κίνησης ἐναπόκειται στὴ συνεργασία τῶν Ἰνδουιστῶν καὶ οἱ Μόπλα ἔχουν ἐπιδείξει ὅτι, ἐνῷ ἡ συνεργασία μεταξὺ δυτικοτραφῶν Ἰνδουιστῶν καὶ Μουσουλμάνων εἶναι τώρα πιθανή, καθὼς περιορίζεται σὲ δυτικὲς γραμμὲς πολιτικῆς ἀναστάτωσης, δὲν μποροῦν νὰ ὑψώσουν τὰ ξίφη τους ἐναντίον τῶν Βρεττανῶν, χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ ὑψώσουν οἱ ὀπαδοὶ τους τὰ ξίφη ὁ ἕνας κατὰ τοῦ ἀλλοῦ.

   Πράγματι, ὅλα τὰ συμπτώματα ἀντίδρασης τῶν κόσμων τῆς Ἐγγὺς καὶ Μέσης Ἀνατολῆς πρὸς τὴ Δύση, πού εἶναι ὁρατὰ κατὰ τὴν παροῦσα συγκυρία, συγκλίνουν πρὸς περισσότερο βραδεῖς καὶ ἀσαφεῖς, ἂν καὶ μελλοντικῶς εὐρύτερες, ἴσως, κινήσεις, ἀντὶ αὐτῶν πού γενικὰ ἐπισημαίνονται σὲ συζητήσεις περὶ διεθνοῦς πολιτικῆς. Κάποια ὑπαρκτὴ διαδικασία, πού μᾶλλον ἀνησυχία ἐμπνέει, ὑποδεικνύεται ἀπὸ τὸν ὄρο «βαλκανοποίηση». Ἀποτελεῖ ἐφεύρεση τῶν σοσιαλιστῶν τῆς Γερμανίας, γιὰ νὰ περιγραφεῖ ὅ,τι συνέβη στὶς δυτικὲς παρυφὲς τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας μετὰ τὴ συνθήκη εἰρήνης τοῦ Μπρεστ-Λιτὸφσκ καί, ἔκτοτε, ἐφαρμόσθηκε σὲ κάποιους γενικοὺς ὅρους τῆς Συνθήκης τῶν Βερσαλλιῶν καὶ τῶν ἐπιμέρους συνθηκῶν στὴν Εὐρώπη. Ἀναφέρεται καταλλήλως στὴν αὐξανόμενη ἐπιρροή, ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ κόσμου, τῶν λαῶν τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ἀτελῶς μόνον ἔχουν ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὸν δυτικὸ πολιτισμό, καὶ δύναται νὰ ἐντοπισθεῖ σὲ διάφορες σφαῖρες, ἰδιαίτερα στὴν πολιτική. Ἡ κυριαρχία τῆς δυτικῆς Αὐστροουγγρικῆς Μοναρχίας σὲ ἐκτεταμένες περιοχὲς ἔχει περιέλθει σὲ δύο κράτη τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, τὴ Γιουγκοσλαβία καὶ τὴ Ρουμανία, μὲ ἀποτέλεσμα δυτικοὶ πληθυσμοὶ —Γερμανοὶ καὶ Οὔγγροι— νὰ περιέλθουν ὑπὸ τὶς κυβερνήσεις Σέρβων καὶ Ρουμάνων. Ἡ ρύθμιση αὐτὴ συνάδει μὲ τὴ δικὴ μας δυτικὴ ἀρχὴ τῶν ἐθνοτήτων. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν περιοχῶν πού ἀναδιανεμήθηκαν κατοικεῖται ἀπὸ λαοὺς πού ἔχουν, πλέον, περιέλθει ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν ἐθνικῶν τους κρατῶν, καὶ οἱ νῦν ὑποτελεῖς δυτικοὶ πληθυσμοὶ ἀποτελοῦν μειονότητες. Μερικές, τουλάχιστον, ἀπὸ αὐτὲς θὰ ἀκολουθοῦσαν τὶς μὴ δυτικὲς πλειοψηφίες, μαζὶ μὲ τὶς ὁποῖες διαβιοῦν. Ἐν τούτοις, ὅταν συγκρίνει κανεὶς τὰ πρότυπά τῆς πρώην αὐστριακῆς, ἤ ἀκόμη τῆς πρώην οὐγγρικῆς κυβέρνησης, μὲ αὐτὰ τῶν νέων κυβερνήσεων, ἡ τὸ σχετικὸ πολιτισμικὸ ἐπίπεδο τῶν νῦν ὑποτελῶν μειονοτήτων, μὲ αὐτὸ πού εἶχαν ὡς πλειοψηφίες, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ἀρχὴ τῶν ἐθνοτήτων μικρὴ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τῆς νοτιανατολικῆς Εὐρώπης προσφέρει. Χωρὶς ἀμφιβολία, ἡ βαλκανοποίηση ἀποτελεῖ ἕνα μὴ ἱκανοποιητικό, ἂν καὶ προσωρινό, ἐλπίζεται, φαινόμενο.

   Ἡ διαδικασία ἐμπνέει ἀκόμη περισσότερες ἀνησυχίες στὸν οἰκονομικὸ τομέα, διότι οἱ δυτικὲς χῶρες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν ἐκπολιτισθεῖ περισσότερο καὶ ἔχουν πιὸ σύνθετες μορφὲς οἰκονομικῆς ὀργάνωσης, ὑπέστησαν, ἀναλογικά, περισσότερες καταστροφὲς ἀπὸ τὸν πόλεμο ( Α Π.Π.), ἀπ’ ὅτι τὰ μὴ δυτικὰ ἐμπόλεμα μέρη. Ἡ τεράστια κατανάλωση πυρομαχικῶν στὸ δυτικὸ μέτωπο ρήμαξε τὶς βιομηχανικὲς περιοχὲς τοῦ Βελγίου καὶ τῆς βόρειας Γαλλίας, σὲ βαθμὸ πολὺ μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτὸν πού οἱ σύντομες ἐκστρατεῖες τῶν Mackensen καὶ Franchet d' Esperey [12] κατέστρεψαν τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ λιβάδια τῆς Σερβίας. Ἡ βιομηχανία τῆς Γερμανίας παρέλυσε ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμό, τῆς Αὐστρίας —καὶ σὲ κάποιο μέτρο τῆς Τσεχοσλοβακίας— ἀπὸ τὸ δίκτυο τῶν νέων συνόρων, καὶ τῆς Βρεττανίας ἀπὸ τὴν πτώση τῶν καλύτερων εὐρωπαίων πελατῶν μας. Ἀντίθετα, ἡ Γιουγκοσλαβία, ἡ Ρουμανία καὶ ἡ Ἑλλάδα ἐνισχύθηκαν, οἰκονομικά, ἀπὸ τὴν ἐπέκταση τῶν ἐπικρατειῶν τους καί, ἰδιαίτερα οἱ δύο πρῶτες, ἀπὸ τὴν αὔξηση τῆς ἀξίας τῶν πρώτων ὑλῶν τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, κυρίως τῶν εἰδῶν διατροφῆς. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ εἶναι τόσο νόμιμη, ὅσο καὶ ἡ παράλληλη ἀνακατανομὴ ἐθνικοῦ πλούτου μεταξὺ τῶν κατοίκων κάθε χώρας. Οἱ Δυτικοί, ὅμως, δὲν μποροῦν νὰ τὴ θεωροῦν ἱκανοποιητική.

   Ἐξάλλου, διακρίνεται καὶ κάποια ψυχολογικὴ ἀντίδραση τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς πρὸς τὴ Δύση. Ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ δυτικὸς ἐθνικισμός, εἰσαγόμενος στὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή, ἔχει προάγει τὴ βία καὶ τὸ μῖσος. Τώρα φαίνεται σὰν νὰ μολύνει ἡ Ἐγγὺς Ἀνατολὴ τὴ δυτικὴ Εὐρώπη μὲ ἐθνοτικὲς συγκρούσεις, τῆς ἴδιας σκληρότητας καὶ φανατισμοῦ, μέσῳ τῶν ὁποίων τὶς εἰσήγαγε. Πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο, οἱ παλιὲς συγκρούσεις συμφερόντων, μεταξὺ Διαμαρτυρομένων καὶ Καθολικῶν στὴν Ἰρλανδία, ἤ Γερμανῶν καὶ Πολωνῶν στὴ Σιλεσία, διεξάγονταν μὲ κάποια αὐτοσυγκράτηση. Ἡ αἱματοχυσία ἦταν ἀσυνήθιστη. Τὸ 1921, καὶ οἱ δύο συγκεκριμένες, καθὼς καὶ ἄλλες ζῶνες ἐθνοτικῶν συγκρούσεων τῆς Δύσης, ἔπεσαν θύματα ἐπαναστατικῶν ὁμάδων, ἡμιεπισήμων μπασιμπουζούκων, κανονικῶν δηλαδὴ ἐμπολέμων, τὶς δραστηριότητες τῶν ὁποίων, μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἀπρέπειες γνωστὲς στὰ βιλαέτια τῆς Ἀρμενίας ἤ τῆς Μακεδονίας, οἱ κυβερνήσεις τους καταδίκαζαν, ἐνῷ τὶς ὑπέθαλπαν. Ἡ βαλκανοποίηση τῶν ἠθῶν εἶναι ἐπίσης γεγονός, πολὺ περισσότερο ἐπικίνδυνο ἀπὸ τὶς πολιτικὲς καὶ οἰκονομικὲς ἐκδηλώσεις τῆς ἴδιας τάσης.

   Εἴτε πρὸς τὸ καλύτερο, εἴτε πρὸς τὸ χειρότερο, οἱ διαχωριστικὲς γραμμὲς μεταξὺ Δύσης καὶ Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ἔχουν σβηστεῖ καὶ ἡ ἐναλλαγὴ ρευμάτων φαίνεται βέβαιο ὅτι θὰ αὐξάνει, μέχρι τὰ ὑγρὰ νὰ βροῦν ἕνα κοινὸ ἐπίπεδο. Ἐλπίζεται ὅτι τὸ δυτικὸ ἐπίπεδο δὲν θὰ πρέπει συνεχῶς νὰ κατεβαίνει, οὕτως ὥστε νὰ τὸ φθάσει τὸ ἀντίστοιχό της Ἐγγὺς Ἀνατολῆς. Πάντως, ὅπως ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ, ἡ διαδικασία θὰ διαρκέσει, πιθανῶς, γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Ἐν τούτοις, ὑπάρχει ἕνα πεδίο, στὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει ἄμεσα καὶ σημαντικὰ ἀποτελέσματα, αὐτὸ τῶν σχέσεων μεταξὺ Δύσης καὶ Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ κοινῶς ἐπιθυμητὴ ρύθμιση σχέσεων μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν πολιτισμῶν εἶναι τόσο δυσχερὴς καὶ σὲ τέτοια λεπτὴ φάση, ὥστε νὰ ἐπηρεάζεται ἀπὸ ἀστάθμητους παράγοντες. Μία ἀνεπαίσθητη πίεση τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ἐπὶ τῆς Δύσης θὰ μποροῦσε, στὴν παροῦσα συγκυρία, νὰ καταστήσει τὴν ἐπιθυμητὴ ἰσορροπία μεταξὺ Δύσης καὶ Μέσης Ἀνατολῆς ἀνέφικτη.

   Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ἀποτελεῖ τὸ κατ' ἐξοχὴν θέμα τοῦ βιβλίου. Εἶναι τὸ σημεῖο τῆς διαρκοῦς ἱστορικῆς σημασίας πού ἐκφράζει ἡ ἑλληνοτουρκικὴ σύγκρουση, μετὰ τὸ τέλος τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολέμου, διότι ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Τουρκία ἀντιπροσωπεύουν ἀντίστοιχα τούς κόσμους τῆς Ἐγγὺς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Τὰ ἄλλα  ἔθνη τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, Ρουμάνοι, Σέρβοι καὶ Βούλγαροι, τὰ ὁποῖα, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολέμου, ἀπέκτησαν στενότερη ἐπαφὴ μὲ τὸν δυτικὸ πολιτισμό, ἔχουν ταυτοχρόνως διαρρήξει ὅλους τούς δεσμούς τους μὲ τὴν Τουρκία. Ἡ Συνθήκη τῶν Σεβρῶν, ἤ μᾶλλον ἡ κατάληψη τῆς Θράκης ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατό, ἡ ὁποία προηγήθηκε τῆς ὑπογραφῆς τῆς Συνθήκης κατὰ μερικὲς ἑβδομάδες, ἀπέκλεισε ἀκόμη καὶ τὰ κοινὰ σύνορα μεταξὺ Βουλγαρίας καὶ Τουρκίας. Οἱ μουσουλμανικὲς μειονότητες αὐτῶν τῶν τριῶν κρατῶν τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης δὲν κινδυνεύουν ἀπὸ τὶς κυβερνῶσες πλειονότητες καὶ δὲν φαίνεται νὰ τυγχάνουν κακῆς μεταχείρισης. Ἑπομένως, δὲν ὑπάρχουν ἑστίες τριβῆς μεταξύ τῆς Ρουμανίας, τῆς Γιουγκοσλαβίας ἡ τῆς Βουλγαρίας καὶ τοῦ μεσανατολικοῦ κόσμου, καὶ οἱ σχέσεις τους μὲ τὴ Δύση οὐδεμία ἐπίπτωση ἔχουν στὶς σχέσεις Δύσης καὶ Μέσης Ἀνατολῆς.

   Ἡ περίπτωση τῆς Ἑλλάδας εἶναι διαφορετική. Ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται σὲ στενότερη ἐπαφὴ μὲ τὴ Δύση, ἀπὸ ὁποιονδήποτε γείτονά της στὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή. Ἡ δυτικὴ παιδεία τὴν ἔχει διαποτίσει περισσότερο ἀπὸ αὐτοὺς καὶ εἶναι, ἐπίσης, περισσότερο ἐξαρτημένη οἰκονομικῶς καὶ ἐμπορικῶς ἀπὸ τὴ Δύση. Στὶς ἐμπορικὲς καὶ κοινωνικὲς μητροπόλεις τῆς δυτικῆς Εὐρώπης καὶ τῶν Η.Π.Α. —Λονδῖνο, Παρίσι, Βιέννη, Μάντσεστερ, Λίβερπουλ, Μασσαλία, Τεργέστη, Νέα Τόρκη, Σικάγο, Ἅγιο Φραγκίσκο— ὑπάρχουν ἑλληνικὲς κοινότητες. Πολλὲς οἰκογένειες ζοῦν ἐγκατεστημένες, ἀπὸ σειρὰ γενεῶν, στὴ Δύση, μὲ ἐπιγαμίες μὲ δυτικὲς οἰκογένειες, ὡς ὑπήκοοι δυτικῶν κρατῶν. Στέλνουν τὰ παιδιά τους σὲ σχολεῖα τῶν χωρῶν πού ἔχουν ἐγκατασταθεῖ καὶ γίνονται Βρεττανοί, Γάλλοι, Αὐστριακοὶ ἤ Ἀμερικανοὶ σὲ ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ ἀφοσίωση πρὸς τὴ μητρικὴ τους χώρα. Δοθέντος ὅτι στὴ Δύση ὑφίσταται εὐρύτερη συμπάθεια γιὰ τὴν Ἑλλάδα, συμπάθεια πού ἐπηρεάζει τὴ διεθνῆ πολιτική, ἡ ἀφοσίωση αὐτὴ τῶν Ἑλλήνων τοῦ ἐξωτερικοῦ σπανίως ἔχει ἔλθει σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ἐκδήλωση ὑποταγῆς στὶς νέες πατρίδες τους. Ἀντίθετα, ἕνας εὐτυχὴς συνδυασμὸς τῶν δύο παρέχει στοὺς εὐάριθμους, εὐκατάστατους καὶ καλλιεργημένους Ἕλληνες τοῦ ἐξωτερικοῦ εὐκαιρίες νὰ ἐπηρεάσουν τοὺς ἐπιχειρηματίες, πολιτικούς, ἱεράρχες καὶ διανοούμενους τῆς Δύσης καί, τέλος, τὸν Τύπο της.

   Θὰ ἦταν ἥσσονος σημασίας, ἂν οἱ Ἕλληνες χρησιμοποιοῦσαν τὶς ἐξαιρετικὲς δυνατότητες ἐπιρροῆς τους στὴ Δύση μόνο κατὰ τῶν γειτόνων τους στὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή, ὅπως τῶν Βουλγάρων. Δυστυχῶς, ὅμως, δὲν βρίσκονται μόνον σὲ στενότερες, ἀπὸ τὰ ἄλλα  ἔθνη τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, σχέσεις μὲ τὴ Δύση. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτά, διατηροῦν στενὲς καί, μάλιστα, πολὺ ἐχθρικὲς σχέσεις μὲ τοὺς Τούρκους. Ἀπὸ δικῆς του πλευρᾶς, τὸ ἔθνος τῶν Ὀσμανλήδων Τούρκων κατέχει ἰδιαίτερη θέση στὸν κόσμο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.

   Στὴν παροῦσα συγκυρία, ἡ Μέση Ἀνατολὴ τὸ θεωρεῖ φυσικὸ νὰ ἐκφράζει τὸν σεβασμό της πρὸς τὴν Τουρκία μέσῳ ἑνὸς προσώπου-συμβόλου. Αἰσθάνεται ἀφοσίωση πρὸς τὸν Σουλτάνο ὡς Χαλίφη τοῦ Ἰσλάμ. Οἱ δυτικοὶ μελετητὲς ἐξασκοῦν τὴν εὐφυία τους μὲ ἕναν μᾶλλον διεστραμμένο τρόπο, ἀμφισβητῶντας τὸ δικαίωμα τοῦ Σουλτάνου ἐπὶ τοῦ τίτλου. Βεβαίως, τὸ δικαίωμα, τὸ ὁποῖο χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 1517, εἶναι τόσο ἀμφισβητήσιμο, ὅσο τῶν Καρολιγγείων ὡς Ρωμαίων Αὐτοκρατόρων. Ἀκόμη καὶ ἂν ἀποδεικνυόταν νομικῶς, οἱ Ὀσμανλῆδες Τοῦρκοι εἶναι τόσο ξένοι πρὸς τὴν ἀρχαία Μέση Ἀνατολή, ὅσο οἱ Αὐστροφράγκοι πρὸς τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ Ρώμη. Πράγματι, ὁ τίτλος φαίνεται ὅτι θεωροῦνταν ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ Δυναστεία ὡς ἕνα ἀρχαῒζον ἀξιοπερίεργο, κάτι σὰν τὸ ξῖφος καὶ τὸ στέμμα τοῦ Καρλομάγνου στὴ Βιέννη, μέχρις ὅτου ὁ Ἀβδοὺλ Χαμὶτ ἐπέλεξε νὰ τὸ ἐκμεταλλευθεῖ. Οἱ νέες συνθῆκες πού τὸν ὤθησαν σὲ αὐτό, σχετίζονταν, κυρίως, μὲ τὴν πρόοδο τῆς δυτικοποίησης. Ἡ ἐξάπλωση τῶν δυτικῶν ταχυδρομείων, τοῦ τηλεγράφου, τῶν σιδηροδρόμων καὶ τῶν ἀτμόπλοιων κατέστησε δυνατὴ τὴ συνεχῆ ἐπικοινωνία μεταξύ τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῶν ἀπομακρυσμένων μουσουλμανικῶν κοινοτήτων τῆς Ἰνδίας, τῶν ἀνατολικῶν Ἰνδιῶν, τῆς Κίνας καὶ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἐπιρροὴ τοῦ δυτικοῦ ἐθνικισμοῦ, μὲ τὸν βαθιὰ ριζωμένο ρομαντικό του ἀρχαϊσμό, εἶχε φέρει στὴ μόδα τὴν ἀναβίωση τῆς ξεχασμένης ἱστορίας, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὸ μικρὴ εἶχε πραγματικὴ σημασία γιὰ τὸ παρόν. Ἡ κίνηση τοῦ Χαλιφάτου ἀποτελεῖ καὶ αὐτὴ μέρος τοῦ ἰδίου κύματος συναισθημάτων πού παρακινοῦν τοὺς σύγχρονους Ἕλληνες νὰ θεωροῦν ἑαυτοὺς ὡς κληρονόμους τοῦ Περικλῆ ἤ τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἤ νὰ γεμίζουν τὴ γλῶσσα τους μὲ σχήματα πού θυμίζουν τὸν Θουκυδίδη ἤ τὸν Ὅμηρο. Λογικὰ ἐξεταζόμενη, ἡ κίνηση ἀποτελεῖ ἕνα μᾶλλον ἀκατάλληλο σύμβολο ἰσλαμικῆς ἑνότητας, ἀφοῦ τὸ θέμα διαδοχῆς τοῦ Χαλιφάτου βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο σημαντικῶν ἀντιπαραθέσεων πού ἔχουν ἱστορικῶς διχάσει τοὺς Μουσουλμάνους. Τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν Ὀθωμανῶν ἀπορρίπτουν: οἱ Σιίτες, δηλαδὴ ὅλοι οἱ Μουσουλμάνοι τῆς Περσίας καὶ τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ Μουσουλμάνων τῆς Ρωσίας, τῆς Μεσοποταμίας καὶ τῆς Ἰνδίας, ὁ Ἰμάμης τῆς Σάνα στὴν Τεμένη καὶ ὁ σερίφης τοῦ Μαρόκου. Ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν Σουνιτῶν, ἡ τῶν Ὀρθοδόξων, τὸ Χαλιφάτο τῶν Ὀσμανλήδων δὲν εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀποδεκτό. Μὲ κάποια πουριτανικὴ ἀποστροφὴ ἀπὸ ἴχνη δυτικῆς μόλυνσης τῆς σύγχρονης ζωῆς τῶν Ὀσμανλήδων, διαχωρίζουν τὴ θέση τοὺς οἱ Βαχαμπί, οἱ ὀπαδοὶ τῶν Ἰντρισὶ τῆς Ἀραβίας καὶ ἡ ἀδελφότητα τῶν Σενούσι τῆς βόρειας Ἀφρικῆς. Ἄλλοι ψυχραίνονται λόγῳ συγκρουομένων ἐθνικῶν συμφερόντων ἤ οἰκογενειακῶν φιλοδοξιῶν, ὅπως π.χ. οἱ Χασεμὶ ἄρχοντες τῆς Μέκκας καὶ οἱ Χιτσὰζ καὶ οἱ Σύριοι ὑποστηρικτές τους. Τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Σουλτάνου περὶ τοῦ τίτλου τοῦ Χαλίφη, φέρει σὲ ἰδιαίτερη ἀμηχανία τοὺς Τούρκους ἐθνικιστές, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν θεοκρατία, ἀλλὰ κάποιας περιορισμένης μορφῆς ἀντιπροσωπευτικὴ κυβέρνηση, ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἀνωτέρων ὑπαλλήλων καὶ τῶν στρατιωτικῶν. Χωρὶς ἀμφιβολία, τὸ ἐθνικιστικὸ κίνημα ἔχει κερδίσει τὴν ἀφοσίωση τοῦ τουρκικοῦ λαοῦ. Ὅμως, ὅλες αὐτὲς οἱ ἐπικρίσεις κατὰ τοῦ συμβόλου δὲν ἐπηρεάζουν τὸ βαθύ, γενικὸ καὶ μὴ παράλογο αἴσθημα, ὅταν ἐκφράζεται, πρὸς τὸ παρόν, ἀρκετὰ καλά. Ὀψέποτε φανεῖ ἀνεπαρκές, σίγουρα θὰ τύχει ἀλλαγῶν ἤ θὰ ἐγκαταλειφθεῖ. Ὅμως, τὸ αἴσθημα θὰ παραμείνει, καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ πραγματικότητα, τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη.

   Ὁ κόσμος τῆς Μέσης Ἀνατολῆς αἰσθάνεται συμπάθεια καὶ σεβασμὸ γιὰ τοὺς Τούρκους καὶ νοιάζεται γιὰ τὴν εὐημερία τους, διότι ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία συνδυάζει ἀρκετὰ στοιχεῖα, σημαντικὰ γιὰ τὴν κοινὴ γνώμη τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ Τουρκία εἶναι ἕνα ἀνεξάρτητο κράτος τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, πολὺ ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴν Περσία καὶ πολὺ περισσότερο ἐκπολιτισμένο —καὶ κατὰ τὴ δυτικὴ ἀλλὰ καὶ τὴ μεσανατολιτικὴ ἔννοια— ἀπὸ τὸ Ἀφγανιστάν. Στὴν πραγματικότητα, εἶναι τὸ μοναδικὸ κράτος τῆς Μέσης Ἀνατολῆς τὸ ὁποῖο, σὲ ἕναν κόσμο πού κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴ Δύση καὶ ὅλο καὶ περισσότερο ὀργανώνεται σύμφωνα μὲ τὶς δυτικὲς συντεταγμένες, μπορεῖ ἀκόμη νὰ διαδραματίσει τὸν ρόλο Μεγάλης Δύναμης. Λησμονεῖται ὅτι ἡ Τουρκία δὲν εἶναι Μεγάλη Δύναμη, ἤ, ἀκόμη, πλήρως ἀνεξάρτητη δύναμη, ἀπὸ τὸ 1774. Τὸ ὅτι ἔχει ἀκόμη Χριστιανοὺς καὶ διατηρεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς πλέον γνωστοὺς χριστιανικοὺς ναοὺς ὡς τὸ κυριότερο τέμενός της, προσδίδει σὲ αὐτὴν μία εἰκόνα κυριαρχίας πού ἱκανοποιεῖ τοὺς μεσανατολικοὺς πληθυσμοὺς πού βρίσκονται ὑπὸ δυτικὴ ἐξουσία. Ἂν καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ Ἁγία Σοφία καὶ ὁ ραγιὰς ἀποτελοῦν τρόπαια ἀπὸ τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολὴ καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν δυτικὸ κόσμο, ἡ Μέση Ἀνατολή, μὲ ἐξαίρεση τὴν Τουρκία, δὲν διακρίνει εὐκρινῶς μεταξὺ Φράγκου καὶ Ρωμιοῦ. Ἐκτὸς αὐτῶν, ἡ Τουρκία, ἂν καὶ ἀκόμη ὑπὸ τὴν κυριαρχία δυτικῶν δυνάμεων καὶ ὑποχρεωμένη νὰ ἐξεύρει ἕνα modus vivendi μὲ τὸν δυτικὸ πολιτισμό, παραμένει ἀνεξάρτητη, ὑπὸ μία ἰδιαίτερα σημαντικὴ ἔννοια: μπορεῖ νὰ δεχθεῖ κάποια δυτικὰ χαρακτηριστικά, ἀρνούμενη ἄλλα, νὰ ἐπιλέξει τὸν δικό της τρόπο προσαρμογῆς σὲ ὅσα δανείζεται καὶ γιὰ ὅσο χρόνο αὐτὴ κρίνει. Εἶναι γεγονὸς ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπεξεργασθεῖ τὸ modus vivendi μόνη της, δυνατότητα πού στεροῦνται οἱ μεσανατολικοὶ πληθυσμοὶ ὑπὸ βρεττανική, γαλλική, ὀλλανδικὴ ἤ ἰταλικὴ διοίκηση. Σὲ ἐξαρτήσεις δυτικῶν αὐτοκρατοριῶν, ἡ διαδικασία καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν κυριαρχοῦσα δύναμη, τὴν ὁποία οἱ ὑποτελεῖς πληθυσμοὶ κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον ἀποδέχονται. Ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς Μουσουλμάνους τῆς Ἰνδίας, ἡ στέρηση αὐτῆς τῆς πρωτοβουλίας ἐνέχει σημαντικὰ ἀνταλλάγματα. Μὲ τὴν ἐξαίρεση ἑνὸς μικροῦ ἀριθμοῦ ἐξτρεμιστῶν, εἶναι κοινὴ γνώση ὅτι κάποιο modus vivendi πρέπει νὰ ἐξευρεθεῖ, ἀπὸ τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο μέρος. Ὑπάρχει, ὅμως, ἑδραιωμένη ἡ ἐντύπωση ὅτι σὲ ἕνα, τουλάχιστον, ἐξέχον κράτος τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, πρέπει νὰ δοθεῖ στὸ πρόβλημα λύση μόνον ἀπὸ τὸν λαό του. Αὐτὸ δὲν θὰ φανεῖ ὡς σχολαστικὸ ἤ ἀπόμακρο, σὲ ὅποιον εἶναι γνώστης τῶν συνθηκῶν σὲ ἐκπολιτισμένες μὴ δυτικὲς χῶρες ὑπὸ δυτικὴ διοίκηση. Δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἐν λόγῳ διοίκηση ἔχει ἀποτύχει, ἤ ὅτι θὰ πρέπει νὰ λάβει, ξαφνικά, τέλος στὶς χῶρες ὅπου ἔχει ἐγκατασταθεῖ, ἀλλὰ ὅτι ὁ ἴσκιος τῆς Δύσης παγώνει τοὺς ἄλλου πολιτισμούς, ὅταν τοὺς στερεῖ ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἥλιο. Τὸ ἡλιόφως δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ πολὺ καλὸ τεχνητὸ φωτισμό. Στὰ μάτια τῶν ἄλλων Μουσουλμάνων, ἡ ἀνεξάρτητη Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἀποτελεῖ ἕνα πολύτιμο παράθυρο —δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι μεγάλο— μέσῳ τοῦ ὁποίου μερικὲς ἀκτίνες ἡλιόφωτος φθάνουν, ἀκόμη, στὸν κόσμο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Πολλοὶ ἀναγνῶστες τῆς Δύσης, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τὰ σφάλματα —καὶ μόνον αὐτὰ— τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων καὶ τῆς κυβέρνησής τους, θὰ τὰ ἐκλάβουν αὐτὰ ὡς φανταστικά. Ὅμως, τὸ μουσουλμανικὸ αἴσθημα ὑπὲρ τῆς Τουρκίας δὲν εἶναι μόνον πραγματικό, ἀλλὰ καὶ λογικό. Στὸ ἐν λόγῳ ζήτημα ὑπάρχει τὸ ἐνδεχόμενο ἑνὸς πολὺ σοβαροῦ λάθους στὴν κατανόηση μεταξὺ τῶν κόσμων τῆς Δύσης καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.

  Αὐτὸς εἶναι ὁ κίνδυνος πού ἐπιφυλάσσει ἡ τριγωνικὴ σχέση μεταξὺ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, Τουρκίας καὶ Ἑλλάδας. Ἡ τελευταία παρεμβάλλεται μεταξὺ τῶν ἄλλων δύο καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς της στόχους δὲν μποροῦν νὰ ὑλοποιηθοῦν, χωρὶς νὰ προκαλέσουν ἀποξένωση μεταξὺ τῶν ἄλλων δύο. Οἱ στόχοι αὐτοὶ δὲν εἶναι, κατ' ἀνάγκη, περισσότερο παράλογοι, οὔτε καὶ ἡ ἐπιδίωξη τους γίνεται μὲ πιὸ ἀνεπιθύμητα μέσα ἀπὸ αὐτὰ τῆς συνήθους πολιτικῆς ἄλλων κυριάρχων κρατῶν. Μόνο πού στὴν περίπτωση αὐτή, τὰ ἴδια κακὰ μπορεῖ νὰ ἔχουν δυσαναλόγως σοβαρότερα ἐπακόλουθα. Ἡ Ἑλλάδα, ἡ ὁποία ἔχει ὠφεληθεῖ τὰ μέγιστα ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη θέση πού κατέχει στὴ δυτικὴ κοινὴ γνώμη, ἴσως ἀναγκαστεῖ, δικαίως, νὰ παραιτηθεῖ ἀδικαιολογήτων ὠφελειῶν, λόγῳ τῆς ξεχωριστῆς θέσης τῆς Τουρκίας στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ ἡ δυτικὴ πολιτικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Τουρκία νὰ ἔχουν τόσο κακὲς σχέσεις, ὥστε οἱ ἀπώλειες τῆς μίας νὰ σημαίνουν κέρδη γιὰ τὴν ἄλλη.

   Ἡ Ἑλλάδα ἔχει, κυριολεκτικά, παρεμβληθεῖ. Τὸ 1921, κατὰ τὴ συμμαχικὴ κατοχὴ τῆς Κωνσταντινούπολης, ἕνας Βρεττανός, εἴτε λόγῳ κάποιας συνάντησης πού εἶχε μὲ ἕναν ἀξιωματικό τοῦ γενικοῦ ἐπιτελείου τῆς βρεττανικῆς στρατιᾶς Εὔξεινου Πόντου, εἴτε γιατί ζητοῦσε νὰ συναντηθεῖ μὲ ἕναν ἀξιωματοῦχο τῆς Πρεσβείας, εἴτε, τέλος, γιατί ὑπέβαλε αἴτηση γιὰ θεώρηση (visa) στὸ βρεττανικὸ τμῆμα τοῦ Διασυμμαχικοῦ Ἐλέγχου Διαβατηρίων, ἔπρεπε νὰ διέλθει μέσῳ ὁλόκληρης σειρᾶς Ἑλλήνων (ἤ Ἀρμενίων) θυρωρῶν, διερμηνέων καὶ ὑπαλλήλων, προτοῦ μπορέσει νὰ ἔλθει σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ ἕναν ὁμοεθνῆ του. Μερικὲς φορές, ὅταν κάποιος εἶχε δυσκολίες, ἀναρωτιόταν τί θὰ συνέβαινε σὲ Τούρκους καὶ Βουλγάρους πού εἶχαν τὶς ἴδιες ἀνάγκες, μὲ τὸν ἔλεγχο τῆς εἰσόδου στὰ χέρια τῆς ἀντίπαλης ἐθνότητας καὶ κανέναν ἄλλο τρόπο πρόσβασης στοὺς Βρεττανοὺς ἀνωτέρους τους. Ἡ χρησιμοποίηση μελῶν τῆς κοινωνίας τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ὡς στρατιωτικῶν διερμηνέων ἀποδείχθηκε εὐρέως ἐπικίνδυνη πολιτική. Ἦταν πολυάριθμοι καὶ ἔφεραν κανονικὴ βρεττανικὴ στολή, χωρὶς ἀλλά  διακριτικά, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα περιβραχιόνιο ἄσπρου καὶ πράσινου χρώματος [13]. Ὁ βρεττανικὸς κανονισμὸς ἦταν πιὸ γενναιόδωρος, ἀφοῦ οἱ ξένοι τῆς βρεττανικῆς Ὑπηρεσίας τύγχαναν τῆς ἴδιας μεταχείρισης μὲ ἕνα Βρεττανὸ στρατιώτη, ἀλλὰ τὰ κίνητρα, ἀναπόφευκτα, παραξηγὴθηκαν. Ἐκτὸς ὑπηρεσίας, ἦταν μόνον ἀναμενόμενο ὅτι μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ χρησιμοποιοῦσαν τὸ χακί τους, γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὴν πρώην κυρίαρχη τάξη τῆς Κωνσταντινούπολης. Βρισκόμενοι σὲ ὑπηρεσία, ὅταν ἔπρεπε νὰ διερμηνεύσουν μεταξὺ ἑνὸς Βρεττανοῦ καὶ ἑνὸς Βούλγαρου ἤ Τούρκου, ἦταν σὲ συνεχῆ πειρασμὸ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὴν εὐκαιρία. Ἀκόμη καὶ ἐὰν ἦταν ἐπιμελῶς ἀκέραιοι, ὁ τόνος τῆς φωνῆς, μία ἔκφραση τοῦ προσώπου, ἥ ἡ ἁπλὴ γνώση τῆς ἐθνικῆς τους καταγωγῆς ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, θὰ μποροῦσε νὰ σκανδαλίσει. Εἶχα κάποια σχετικὴ ἐμπειρία, ὅταν συνόδευσα τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐρυθρὰς Ἡμισελήνου στὶς νότιες ἀκτὲς τῆς θάλασσας τοῦ Μαρμαρᾶ [14]. Οἱ Βρεττανοὶ ἀξιωματικοὶ πού ἐναλλάσσονταν στὴν ἀποστολὴ ἔφερναν πάντα μαζί τους τὸν ἴδιο Ἕλληνα διερμηνέα, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ δυσχερῆ θέση. Ὅσο καλύτερα ἐκτελοῦσε τὸ καθῆκον του, τόσο περισσότερο ἀποκάλυπτε τὰ ἀδικήματα, ὄχι τῶν συνυπηκόων του —διότι ἦταν ὀθωμανὸς ὑπήκοος ἑλληνικῆς καταγωγῆς πού εἶχε, προσφάτως, πολιτογραφηθεῖ Βρεττανός— ἀλλὰ τοῦ ἔθνους του, στὰ πρόσωπα τῶν ἑλληνικῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων καὶ τοῦ ντόπιου ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ. Ἡ παρουσία του ἀσφαλῶς ἔβλαπτε. Καὶ ὅμως, οἱ Βρεττανοὶ ἀξιωματικοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν χωρὶς διερμηνέα, καθότι, ἐνδεχομένως, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ βρεθεῖ ἕνας κατάλληλος Βρεττανὸς ἤ Ἑβραῖος. Βεβαίως, ἐκεῖνος ὁ Ἕλληνας ἤξερε τὴ δουλειά του καὶ ἦταν τυπικὸ παράδειγμα τοῦ ἔθνους του. Οἱ Ἕλληνες ἔχουν πάρει τὴ δυτικὴ μόρφωση σοβαρά. Ἂν ἐπισκεφθεῖ κανεὶς τὸ διοικητήριο ἑνὸς Τάγματος ἤ ἑνὸς Σώματος σὲ ὥρα ὑπηρεσίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὑπαλλήλους ἡ ἐφέδρους νὰ μελετοῦν γαλλικὴ ἤ ἀγγλικὴ γραμματικὴ στὰ διαλείμματά τους. Οἱ ἱκανοὶ Ἕλληνες διερμηνεῖς εἶναι ὑπεράριθμοι, ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι ἤ οἱ Βρεττανοὶ σπανίζουν, ἤ εἶναι ἄγνωστοι. Ἡ ὑπεροχὴ Ἑλλήνων ἤ Ἀρμενίων διερμηνέων στὰ βρεττανικὰ στρατεύματα κατοχῆς τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν ἀποτέλεσμα τῶν γνωστῶν νόμων προσφορᾶς καὶ ζήτησης. Δημιούργησε, ὅμως, ἕνα πραγματικὸ ἐμπόδιο μεταξύ τοῦ βρεττανικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἐγχωρίων ἐθνοτήτων, καὶ οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Τοῦρκοι τὴν ἐκλάμβαναν ὡς ἔνδειξη βρεττανικῆς πολιτικῆς. Ἔκαναν λάθος, ἀλλὰ ἡ παρανόηση αὐτὴ ἐπέφερε σημαντικὴ πολιτικὴ φθορά.

   Ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἐπίσης παρεμβληθεῖ καὶ γεωγραφικῶς, ἀποκτῶντας τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη μὲ τὴ Συνθήκη τῶν Σεβρῶν. Τὸ 1921, μία ἀδιάσπαστη ζώνη ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ἀπὸ τὸν Εὔξεινο Πόντο στὸν Μαρμαρᾶ καὶ τὸ Αἰγαῖο, χώριζε τὴν Τουρκία ἀπὸ κάθε ἄλλο εὐρωπαϊκὸ κράτος. Δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ τηλεγραφήσει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Σμύρνη, τὸ Λονδῖνο ἤ τὸ Παρίσι, χωρὶς νὰ ὑποβληθεῖ σὲ ἑλληνικὴ λογοκρισία, διότι τὸ ὑποβρύχιο καλώδιο περνᾶ ἀπὸ τὸν σταθμὸ ἀναδιαβίβασης στὸ ἑλληνικὸ νησὶ τῆς Σύρας καὶ τὸ ἠπειρωτικὸ διατρέχει, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη. Πάντως, τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ θέρος τοῦ 1921 ἡ ἑλληνικὴ στρατιωτικὴ λογοκρισία ἀσκοῦνταν μὲ αὐστηρότητα, ἐπὶ διερχομένων δημοσιογραφικῶν καὶ ἐμπορικῶν μηνυμάτων. Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀσκοῦσε, ἐν προκειμένῳ, μόνον τὰ νόμιμα κυριαρχικά της δικαιώματα. Εἶναι, ὅμως, ἐναντίον τοῦ γενικοῦ συμφέροντος, τόσο ὅταν ἡ Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ ἐλέγχει τὴν ἰδιωτικὴ ἐπικοινωνία μεταξὺ Τουρκίας καὶ Δύσης, ὅσο καὶ ὅταν ἡ Τουρκία ἐλέγχει τὴν ἐμπορικὴ ναυσιπλοΐα τῆς ὑδάτινης ὁδοῦ μεταξὺ Μεσογείου καὶ Ρωσίας. Δὲν ἀποτελεῖ ἀπάντηση ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἐξαιρετικὸ μέτρο, λόγῳ πολέμου, διότι ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Τουρκία θὰ μποροῦσαν συχνὰ νὰ εἶναι ἐμπόλεμες, γιὰ πολλὰ χρόνια καί, σὲ καιρὸ εἰρήνης, οἱ πιθανότητες κρυφῆς λογοκρισίας θὰ ἀπέβαιναν πιὸ δυσάρεστες. Θὰ μποροῦσαν, ἐνδεχομένως, νὰ ἐγκατασταθοῦν πιὸ ἀκριβὰ καὶ παρακάμπτοντα τηλεγραφικὰ δίκτυα, π.χ. διαμέσου τῆς Βάρνας ἤ τῆς Κωστάντζας, ἀλλὰ αὐτὸ πάλι θὰ ἄφηνε τὴν Ἑλλάδα διάσκελα ἐπὶ τῶν ἀνατολικῶν σιδηροδρόμων μεταξὺ Κωνσταντινούπολης καὶ Σόφιας, τὸν μοναδικὸ τρόπο σύντομου ταξιδιοῦ ἀπὸ τὴν Τουρκία στὴ δυτικὴ Εὐρώπη.

   Ὅμως, ἡ πιὸ σοβαρὴ διατάραξη τῶν σχέσεων Δύσης-Μέσης Ἀνατολῆς ἔχει προκληθεῖ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κατοχὴ τῆς δυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἡ βλάβη εἶναι δυσανάλογη τῆς ἐδαφικῆς ἔκτασης. Ἡ περιοχὴ πού προσωρινῶς παραχωρήθηκε στὴν Ἑλλάδα γύρω ἀπὸ τὴ Σμύρνη, σύμφωνα μὲ τὴ Συνθήκη τῶν Σεβρῶν, εἶναι μικρή, σὲ σύγκριση μὲ τὶς περιοχὲς τῆς Συρίας, τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Μεσοποταμίας, τὴν ἐντολὴ τῶν ὁποίων ἀνέλαβαν ἡ Μεγάλη Βρεττανία καὶ ἡ Γαλλία. Ὅλη ἡ ἔκταση πού ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ τὸ 1821, γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἡ ἀνεξάρτητη Ἑλλάδα, εἶναι ἀκόμη μικρότερη, συγκρινόμενη μὲ τὶς ἀπέραντες γαλλικὲς καὶ βρεττανικὲς κτήσεις ἐπὶ τῶν μεσανατολικῶν λαῶν τῆς Ἰνδίας, τῆς λεκάνης τοῦ Νείλου καὶ τῆς βορειοδυτικῆς Ἀφρικῆς. Εἶναι ἀτυχὲς καὶ λάθος τῆς Ἑλλάδας, καὶ ἀπόλυτο σφάλμα τῆς συμμαχικῆς πολιτικῆς, πού ἡ κατοχὴ τῆς Σμύρνης ἐπέφερε ἰδιαιτέρως θλιβερὰ ἐπακόλουθα. Οἱ συνθῆκες, ὅμως, δὲν προμήνυαν παρὰ μόνο προβλήματα. Οἱ ἑλληνικὲς δυνάμεις στάλθηκαν στὴ Σμύρνη, μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἀνώτατου Συμβουλίου καὶ μὲ τὴν κάλυψη τῶν πυροβόλων τῶν συμμαχικῶν πλοίων, περισσότερο ἀπὸ ἔξι μῆνες μετὰ τὴν ἀνακωχὴ μὲ τὴν Τουρκία. Ἡ ἀπόβαση, μὲ τὴν τεχνητὴ δικαιολογία τῆς κίνησης τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων γιὰ τὴ διασφάλιση τῆς τάξης, ἀντέβαινε, πιθανῶς, στὸ γράμμα τῆς ἀνακωχῆς, διότι δὲν εἶχε προηγουμένως ἀποδειχθεῖ ἡ διασάλευση τῆς τάξης καί, βεβαίως, ἦταν ἀντίθετη πρὸς τὸ πνεῦμα (ἔνν. τῆς ἀνακωχῆς). Ἐντὸς λίγων μετὰ τὴν ἀποβίβαση ὡρῶν, οἱ δυνάμεις προέβησαν σὲ ἀπερίγραπτες σφαγὲς στὴν πόλη. Ἐντὸς λίγων ἡμερῶν προέλασαν στὸ ἐσωτερικὸ καὶ ἄρχισε ἕνας νέος ἐπιθετικὸς καὶ καταστρεπτικὸς πόλεμος κατὰ τῆς Τουρκίας, στὶς μόνες ἀνέγγιχτες ἐπαρχίες της. Στὸν δέκατο ἕκτο μήνα αὐτοῦ τοῦ πολέμου, οἱ Δυνάμεις ἔδωσαν στὴν Ἑλλάδα τὸν πενταετῆ διοικητικὸ ἔλεγχο ἐπὶ τῆς ζώνης τῆς Σμύρνης, μὲ τὴ δυνατότητα, στὴ συνέχεια, προσάρτησης. Ἡ Τουρκία ἦταν τὸ κυρίαρχο κράτος τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἡ Ἑλλάδα ἕνα κράτος τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς πού εἶχε πρόσφατα δημιουργηθεῖ. Εἶχε γίνει δεκτή, μὲ γενναιότατες διευκολύνσεις, στὴ Συννενόηση τῶν Δυτικῶν Δυνάμεων. Ἡ ἐντολὴ πού τῆς δόθηκε, ὅμως, νὰ κυβερνήσει ἕνα μεικτὸ πληθυσμό, μέρος τοῦ ὁποίου ἦταν τῆς δικῆς της ἐθνότητας, θὰ ἀποτελοῦσε δύσκολη δοκιμασία, ὑπὸ παράλληλες συνθῆκες, καὶ γιὰ τὴν πιὸ ἔμπειρη δυτικὴ δύναμη. Ἡ πραγματοποίηση αὐτοῦ του πειράματος εἰς βάρος τῆς Τουρκίας ἦταν μία ἀχαλίνωτη βιασύνη. Καὶ ἀφοῦ τὸ πείραμα ἀποδείχθηκε ἀνεπιτυχές, ἀποτελοῦσε τυφλὴ προκατάληψη καὶ μεροληψία, ἀπὸ πλευρᾶς δυτικῶν κυβερνήσεων, νὰ συνεχίσουν νὰ παρέχουν στὴν Ἑλλάδα ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ ὑποστήριξη στὸ ἐγχείρημά της, ὡς ἀπόστολο τοῦ πολιτισμοῦ τους.

   Ἡ πολιτικὴ αὐτή, οὕτως ἤ ἄλλως, θὰ προξενοῦσε κακὸ μεταξύ τοῦ δυτικοῦ καὶ μεσανατολικοῦ κόσμου, διότι εἴχαμε φθάσει στὸ σημεῖο πού οἱ λαοὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς εἶχαν παύσει, σωστὰ ἤ λανθασμένα, νὰ ἀνέχονται τὴν ἐξουσία ἀκόμη καὶ τῶν ἡγετικῶν Δυνάμεων τῆς Δύσης, σὲ τόπους ὅπου ἔχουν εὐεργετικά, κυρίως, κυβερνήσει, ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν. Ἡ κίνηση τῆς ἐπανάστασης, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν βαθμιαία, ἔχει τὰ μέγιστα ἐπιταχυνθεῖ ἀπὸ τὰ ἐπακόλουθα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολέμου καὶ οἱ σχέσεις μας ἔχουν τώρα εἰσελθει σὲ φάση ὁμολογουμένως κρίσιμη. Στὶς συνθῆκες αὐτές, ἡ πολιτική, ὑπεύθυνη γιὰ τὴν ἑλληνοτουρκικὴ σύγκρουση μετὰ τὴν ἀνακωχή, εἶναι ἀσυγχώρητη. Ἔχει εἰσάγει ἕνα σκληρὸ καὶ ἐρεθιστικὸ στοιχεῖο σὲ ἕνα ἐπικίνδυνο τραῦμα, πρᾶγμα πού δὲν ἦταν ἀπαραίτητο, μὲ κίνδυνο νὰ τὸ καταστήσει ἀθεράπευτο. Οἱ ψυχρὲς σχέσεις μας μὲ τὴ Μέση Ἀνατολὴ δὲν εἶχαν ἀρχίσει, βεβαίως, στὸ παρελθὸν νὰ ἀναθερμαίνονται, οὔτε καὶ πρόκειται, ἴσως, νὰ βελτιωθοῦν, ἀκόμη καὶ ἂν ἀπομακρυνθεῖ αὐτὸ τὸ ἐρεθιστικὸ στοιχεῖο, χωρὶς νὰ ἀφήσει πίσω του ἐπιβλαβῆ ἐπακόλουθα. Οἱ συγκρούσεις μεταξὺ πολιτισμῶν ἀποβαίνουν τρομερές, διότι οἱ πολιτισμοὶ ἀποτελοῦν τὸν πλέον πραγματικὸ καὶ θεμελιώδη τύπο τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Ἐπειδή, ὅμως, ἀκριβῶς, εἶναι οἱ ἀπόλυτες δυνάμεις, ἡ διαφορά τους δὲν ἔγκειται σὲ ὁρατὰ στοιχεῖα, ὅπως χρῶμα, κατασκευή, τόπο γέννησης, ἤ μητρικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ στὸ διανοητικὸ ἐπίπεδο. Ἐνῶ ἕνας Αἰθίοπας δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸ δέρμα του, ἤ ἕνας ξένος τὴν προφορά του, ἐνῷ εἶναι δύσκολο γιὰ τὸν ὑπήκοο ἑνὸς καλὰ ὀργανωμένου κράτους νὰ πλαστογραφήσει ἔστω καὶ τὸ πιστοποιητικὸ γέννησής του, τὰ μυαλὰ τῶν ἀνθρώπων μποροῦν νὰ στραφοῦν μακριά, ἀκόμη καὶ στὸ παρὰ πέντε, ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς καταστροφῆς. Οἱ πολιτισμοὶ εἶναι διαφοροποιήσεις τῆς συνείδησης καί, εὐτυχῶς, ὑφίστανται οἱ δυνατότητες ἐκτεταμένων πνευματικῶν προσαρμογῶν μεταξὺ τῶν μελῶν ἑνὸς πολιτισμοῦ καὶ αὐτῶν ἑνὸς ἀλλοῦ. Ἡ ἀπορρόφηση τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ἐντὸς τῶν προοπτικῶν τῆς  Δύσης καὶ ἡ ἐξεύρεση ἑνὸς modus vivendi μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν ἀντιστοίχων τῆς  Μέσης Ἀνατολῆς δὲν στεροῦνται ἐλπίδας, ἂν καὶ ἀποτελοῦν δυσεπίλυτα προβλήματα. Σὲ ὁποιαδήποτε, ὅμως, στιγμὴ μποροῦν νὰ καταστοῦν ἀπέλπιδες καταστάσεις, ἀπὸ τὰ λάθη κρίσης μερικῶν ἀνθρώπων πού ἀσκοῦν ἐξουσία.


[1]. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς πόλεις-κράτη τῆς βόρειας καὶ κεντρικῆς Ἰταλίας, ὅπου, κατὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα, ἀναπτύχθηκαν, πειραματικῶς, μικρογραφίες τῆς σύγχρονης δυτικῆς «Μεγάλης Δύναμης», ὅπως ἀναπτύσσονται δενδρύλλια στὰ φυτώρια.

[2]. Νέα Ἔκδοση τοῦ Becker J., Ἀννόβερο: Hahn 1915, τῆς ἔκδοσης τοῦ Pertz στὸ Monumenta Germ., 3ος τόμος.

[3]. Ἀλεξιάς, τῆς Ἄννας Κομνηνῆς, ἔκδοση Reifferscheid, J., Leipzig: Teubner, 2 τόμοι, 1884.

[4]. Gibbon, Decline and Fall, Κεφ. xiii.

[5]. Ἐχθροί του ἦταν τόσο οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ ἱεραπόστολοι στὴν Ἀνατολή, ὅσο καὶ ἀντιδυτικὴ πλειοψηφία τῆς ὀρθόδοξης ἱεραρχίας.

[6]. Δυναστεία τῶν Μογγόλων, ὁποία δὲν εἶχε ἑδραιώσει τὸν ἔλεγχό της στὴ βόρεια Ἰνδία μέχρι τὴν ἀρχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Ἄκμπαρ (1556), δὲν ἦταν παρὰ τελευταία καὶ πλέον ἀκτινοβολοῦσα φάση ἑνὸς μουσουλμανικοῦ κράτους τῆς περιοχῆς ἐκείνης, μὲ συνεχῆ παρουσία, παρὰ τὶς δυναστικὲς ἀλλαγὲς καὶ ἄλλες παλινδρομήσεις, ἀπὸ τὴν κατάκτηση τοῦ Μωχάμαντ Γκόρι τὴ δεκαετία τοῦ 1190 καὶ μετέπειτα.

[7]. Βλ. Lybyer, Α. Η., Government of the Ottoman Empire in the Time of Suleiman the Magnificent, Harvard, University Press, 1913 καὶ σύγκρινε μὲ Lane-Poole, S., Medieval India, London, Fisher Unwin, 1903, γιὰ τὸ σύστημα δουλείας τοῦ Firoz, Σάχη τοῦ Δελχί, κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ.

[8]. Βεβαίως οἱ Σέρβοι ἐπαναστάτησαν νωρίτερα, ἀλλὰ ἡ σερβικὴ ἀνεξαρτησία ἐπῆλθε περισσότερο ὕστερα ἀπὸ βαθμιαία ἀναδιοργάνωση συγκεκριμένων αὐτοχθόνων δυνάμεων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἂν καὶ ἡ ἐπιρροὴ δυτικῶν ἰδεῶν ἔπαιξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ρόλο. Ὅμως ἡ κίνηση δὲν ἦταν τόσο ἐπαναστατική, οὔτε ἡ δυτικὴ ἀρχὴ τόσο κυρίαρχη, ὅσο στὴν ἑλληνικὴ περίπτωση.

[9]. Στὴ Μικρὰ Ἀσία, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Ρούμελη, οἱ σφαγὲς πού ὑπέστησαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸ Ἀϊβαλὶ ἦταν ἀσυνήθεις.

[10]. Βλ. Κέφ. VIII.

[11]. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ: μέχρις ὅτου γίνουν οἱ τελευταῖες μεταφράσεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας στὴν ἀραβική, πρᾶγμα πού συνέβη δύο αἰῶνες ἀργότερα.

[12]. ΣτΜ.: August von Mackensen (1849-1945): Γερμανὸς στρατάρχης τοῦ ἱππικοῦ, ὁ ὁποῖος ἔδρασε στὸ ἀνατολικὸ μέτωπο, κατὰ τῆς Ρωσίας, στὴν ἀρχὴ του ?' ?.?., καὶ στὴ συνέχεια στὴ Σερβία καὶ τὴ Ρουμανία. Louis Felix Marie Francois Franchet a» Esperey (1856-1942): Γάλλος στρατάρχης, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὸ 1918 τὴ διοίκηση τῶν Δυνάμεων τῆς Συνεννόησης στὴ Θεσσαλονίκη.

[13]. Οἱ διερμηνεῖς τῶν γαλλικῶν καὶ ἰταλικῶν δυνάμεων στὴν Κωνσταντινούπολη ἔφεραν περιβραχιόνια, ἀλλὰ ὄχι στολές.

[14]. Βλ. τὸ δρομολόγιο στὸν πρόλογο.

3 σχόλια:

  1. Τὸ ὕφος τοῦ Τόυνμπη θυμίζει πάρα πολύ τὸ ὑφος τῶν Κρίς Γούντχαουζ καὶ Ἔντυ Μάγερς, τῶν ἀπεσταλμένων τῆς SOE στὴν κατεχόμενη Ἑλλάδα καὶ ἀνήκει φαίνεται στὴν ἀγγλοσαξωνική σχολή πολιτικῆς σκέψης. Οἱ ἀναλύσεις τους ξεκινᾶνε ἀπο μιὰ βασική παραδοχή, τὸ ὅτι ἡ χώρα τους εἶναι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου -πῶς ἀλλιῶς νὰ κάνουνε ; Ποιά εἶναι ὅμως ἡ χώρα τους ;

    Ἡ σελήνη τῆς Δύσης εἶναι ἕνα μεταφυσικό σύστημα. Τὸ σύστημα αὐτό περιβάλλεται ἀπό ἕνα νέφος ποὺ ὁνομάζεται πολιτισμός, civilisation, civilization, ποὺ δὲν εἶχε πληθυντικό μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα. Ὁ πολιτισμός ἦταν πρῶτα ὅλα αὐτά τὰ χαρακτηριστικά, μόρφωση, καλοί τρόποι, χρήματα, ὁργάνωση τοῦ σπιτιοῦ κ.λπ. ποὺ διέκριναν τοὺς κατοιίκους τῆς Δύσης τῶν πόλεων ἀπό τοὺςφτωχούς καὶ τοὺς άγρότες. Ἤταν μιὰ δυναμική ἔννοια. Πρῶτα συσπειρώθηκε τὸ νέφος αὐτό γύρω ἀπο τοὺς μονάρχες, καὶ ἔπειτα γύρω ἀπό τὰ δυτικά ἔθνη-κράτη ποὺ εἶναι μεταγενεστερα δημιουργήματα, τρόπον τινά, καὶ ἀντνακλοῦν τὴν ἐπιθυμία ὅλοκαὶ περισσότεροι ὑδρατμοί νὰ συμετάσχουν σὲ αὐτό τὸ νέφος τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ διόγκωση τοῦ νέφους τὸ ἔσπασε σὲ πολλά κομμάτια, τὰ ἔθνη, τὰ ὅποῖα καὶ βλέπουμε στίς μέρες μας νὰ διαλύονται.

    Πίσω άπό τὰ νέφη βρίσκεται ἡ ἰδέα ἑνός Θεοῦ ποὺ πρέπει κανείς νὰ ΦΤΑΣΕΙ. Ὁ δυτικός πολιτισμός ἕνα πράγμα ξέρει - τὴν κοινωνική ἄνοδο. Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ γίνει πιό...κάτι. Δὲν εἶναι λοιπον ἡ Δύση ποὺ έπεμβαίνει άμεσα στὴν ἀνατολή, αλλά ἡ Ἀνατολή ποὺ ἔλκεται ἀπό τὸ Δυτικό νέφος. Οἱ ἐπεμβάσεις τῶν Δυτικῶν γίνονται ἀποδεκτές ἀπό τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ θέλουν νὰ συμμετάσχουν στὴν πορεῖα πρός τὸν Δυτικό θεό. Ἀλλιῶς, πῶς θὰ τολμάγανε οἱ Δυτικοί νὰ ἐπέμβουν στὴ ζωή τῶν ἰιθαγενῷν ; Bέβαια, ὴ δυτική ἐξουία έδραιώθηκε μὲ τὴ κατάκτηση τῆς Ἀμερικῆς καὶ τὸν ἐξανδραποδισμό καὶ τὴ φυσική ἐξόντωση τῶν κατοίκων της. Σὲ κεῖνο τὸ στάδιο ὅμως δὲν εἴχαμε σὰν ἄλλοθι τὸν πολιτισμό, ἀλλά τὴ θρησκεία. Ἡ κατάκτηση τῆς Ἀμερικῆς ἔκανε τὴ Δύση αὐτό ποὺ εἶναι. και ´εδειξε ποιός εναι ὁ κινητήριος μοχλός της - περισσότερα πλούτη, περισσότερ ἐδάφη, πιό μεγάλη δόξα γιὰ να φαινόμαστε μέσα στὴν κοινωνία. Μπροστά σὲ αὐτή τὴν ἀξία, ἡ ἀνθρώπινη ζωή δὲν μετράει.

    Δὲν πρόκειται λοιπόν οὔτε γιὰ ἔθνος, οὔτε γιὰ πολιτισμό, αὐτά τὰ πράγματα εἶναι δευτερεύοντα. Ἡ Δύση εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς. Καὶ πόσο φαίνεται αὐτό σήμερα ! Πόσοι δημοσιογράφοι δὲν ξελαρυγγιάζονται γιὰ νὰ κάνουν νὰ ξεχάσει ὁ κόσμος και ἡ κυβέρνηση ὅτι οὶ ἀναγκαῖες μεταρρυθμίσεις, δηλαδή ἡ καταστροφή τοῦ πληθυσμοῦ, εἶναι ἐθνικό καθῆκον ! Τὸ ἔθνος-κράτος λοιπόν ἀπό πολιτική σκοπιά εἶναι καὶ αὐτό μεταμφίεση τῆς δυτικῆς θρησκείας, γι`αύτό και δὲν μπορεῖ νὰ καθοριστεῖ ἐπακριβῶς. Ἡ γλωσσική ὁμοιγένεια, τὸ πολιτισμικό βάθος, ὴ ταυτότητα τοῦ κάθε λαοῦ εἰναι ἕνα περιτύλιγμα τῆς Δυτικῆς θρησκείας. Ἡ θρησκεί αύτή εἶναι κατά βάθος ἄγευστη, δὲν ἔχει ποιοτικό χαρακτηρα ἀλλά ποσοτικό-ὅλο καὶ περισσότερο, εἶναι τὸ μόττο της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γιά τούς Μάγερς καί Γούντχάουζ δέν ξέρω τί γράψανε, ἀλλά δέν νομίζω ὅτι ὁ Τόϋνμπη ἔχει τίς ἴδιες βασικές παραδοχές μέ τούς ἀπεστελμένους τῆς SOE. Οὔτε καί τήν ἴδια πολιτική σκέψη προφανῶς...

    Ἡ διαπίστωση ὅμως ὅτι τό κέντρο τοῦ κόσμου ἔχει καταστεῖ ἡ Δύση δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν πραγματικότητα. Ἀπό τήν στιγμή πού ἔχει καταστεῖ ὁ κυρίαρχος τρόπος ζωῆς καί σκέψης ( πολιτισμός δέν εἶναι αὐτό;) εἶναι ὄχι μόνο τό κέντρο τοῦ κόσμου ἀλλά ὁ κόσμος κατά 99%. Καί αὐτό ἀποτελεῖ ἀδιέξοδο τό ὁποῖο περιγράφει ὁ Κακλαμάνης στό "ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ" ΣΗΜΕΡΑ. Ὅπου καταθέτει ἰδέες πρός ἀντιμετώπιση τοῦ ἀδιεξόδου...

    Ὅπως εἶναι ἐγκληματική ἡ ἰσοπέδωση ἄλλων πολιτισμῶν γιά νά κυριαρχήσει ὁ ἕνας ( πχ δυτικός), ἐξ ἴσου ἐγκληματική καί ὑποκριτική εἶναι ἡ πλήρης ἀπόρριψη τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ...Καθαροί πολιτισμοί, ὅπως καί καθαρές φυλές δέν ὑπάρχουν

    Ὑπάρχει καί αὐτό ...Why I Dislike Western Civilization ( Arnold J. Toynbee)

    Φυσικά τό κυρίως θέμα τῆς ἀνάρτησης ἦταν λίγο διαφορετικό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ὑπάρχει καὶ μιά εὐαισθησία στὸ κείμενο αὐτό τοῦ Τόυνμπη.Σοῦ λέει, μήπως τοῦς μετδώσαμε κάτι λάθος ; Μήπως τούς χάλάσαμε ; Τί εἶναι αὐτό ;
    Πάντα ξεχνάμε τὸ πρόβλημ τῆς άνθρώπινης ἀνισότητας. Τὸ ξεχνάμε συνέχεια, θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἄλυτο ἤ δευτερεῦον.
    Καὶὅμως, στὸ τέλος ἴσως εἶναι ἡ ψυχή αὐτή πύ λάμπει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή