Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Ὦ φιλτάτη Συρία



A ὄχι δὲν ταιριάζουνε σ’ ἐμᾶς αὐτά. 
 

Σ’ Ἕλληνας σὰν κ’ ἐμᾶς δὲν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες. 
 

Τὸ αἷμα τῆς Συρίας καὶ τῆς Αἰγύπτου πού ρέει μὲς στὲς φλέβες μας 

νὰ μὴ ντραποῦμε, νὰ τὸ τιμήσουμε καὶ νὰ τὸ καυχηθοῦμε.
 

Ἐπάνοδος ἀπό τήν Ἑλλάδα( Κωνσταντῖνος Καβάφης)
Ὅτι ἐκτυλίσσεται τὰ τελευταία πέντε χρόνια στὴν Συρία εἶναι μία ἀκόμη ἐκδοχὴ τοῦ χρεωκοπημένου δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ παγκοσμιοποιημένος πόλεμος ὡς διεθνής πολιτική,  τῆς διαδόχου πολιτικῆς τῶν «ἐθνικῶν» κρατῶν, αὐτῆς τῶν «ἀνθρωπίνων» δικαιωμάτων. Μιᾶς «πολιτικῆς» τῆς ὁποίας ἡ οὐσία συνοψίζεται στὴν ἀντιμετώπιση « ἐχθρῶν», πού ἐδημιούργησε σὲ παρελθόντα χρόνο ἡ ἴδια ἡ αὐτοθαυμαζόμενη Δύση, γιὰ νὰ βρεῖ διέξοδο σὲ προηγούμενα ἀδιέξοδά της. 

Μιά ὀργουελιανή προπαγάνδα δημιουργεῖ μὲ τὸ ἀζημίωτο τὰ ἄλλοθι, γιὰ τὴν διαιώνιση τοῦ ἱστορικοῦ ἀδιεξόδου. Ἔχουμε πιὰ ἐμπεδώσει ὅτι ὑπεύθυνος εἶναι ὁ Ἄσσαντ,  στά χνάρια τοῦ Καντάφι καί τοῦ Σαντάμ, ἕνας αἱμοσταγὴς καὶ βάρβαρος «δικτάτορας». Δὲν μᾶς εἶναι ἀρκετὸ ὅτι δὲν βγῆκε μὲ ἐκλογές; Δὲν μᾶς εἶναι ἀρκετὸ ὅτι ἐνῷ ἄλλους «δικτάτορες» τῆς περιοχῆς τοὺς παρέσυρε, μὲ τὸ καλὸ ἢ μὲ τὸ ἄγριο, ἡ ψευδεπίγραφη Ἀραβικὴ Ἄνοιξη, πρεσβεύουσα εὐρωπαϊκὲς - σιγά τόν πολυέλαιο - ἀξίες,  αὐτός ἐπιμένει νά παραμένει στήν θέση του «ἀντιδημοκρατικά»;

Ὁ εὐρύτερος χῶρος τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ οἱ ἄνθρωποί της ἀντιμετωπίζονται ὡς χρηστικά ἀντικείμενα, ἕνα πεδίο ἐπίλυσης ἔξωθεν προβλημάτων καθαρὰ ἐξ Ἑσπερίας εἰσαγομένων, γιά νά μᾶς ἐξάγουν σέ ἐξευτελιστικές τιμές πετρέλαιο. Αὐτό σημαίνει φιλελευθερισμός. Ἡ ὑποκρισία γιὰ τὴν καταστροφὴ ἀρχαιολογικῶν χώρων ἀπὸ τοὺς δυτικῆς κοπῆς τζιχαδιστὲς φτάνει καὶ περισσεύει γιὰ νὰ καλυφθεῖ ἡ παντελὴς ἄγνοια  τῆς πολυδιάστατης ἱστορίας καὶ τοῦ βαθιὰ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ -τοῦ Ἰσλάμ καί ὄχι μόνον-,  παρακλάδι τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ καὶ ἡ Εὐρώπη. Τά κροκοδείλια δάκρυα ἀμέσως θα στεγνώσουν ὅταν οἱ ἀρχαιολογικοί θησαυροί άκολουθήσουν τήν πορεία τῶν ἀγωγῶν πετρελαίου καί καταλήξουν στά μουσεῖα τῶν εὐρωπαϊκῶν μητροπόλεων.  

Ἡ συμβολὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς σκέψης στὴν ἐπιστήμη, τὴν τεχνολογία καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς ἐργασίας καὶ τῆς παραγωγῆς εἶναι ἀναμφισβήτητη. Ἡ ἀπουσία ὅμως ὁρίων καὶ στόχων,  στόχων πού προϋπόθεση τους νά εἶναι μιά ἱστορική ἐμπειρία σάν αὐτή τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου, στόχων οἱ ὁποῖοι νὰ ἐκφράζουν ὅλους τούς πολιτισμοὺς καὶ ὄχι ἀποκλειστικὰ τὸν μονοδιάστατο εὐρωπαϊκό, μιά τέτοια ἀπουσία στόχων καί κατευθύνσεων ἀκυρώνει τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη,  ὑπονομεύει τὸν ἄνθρωπο, καὶ ὁδηγεῖ τὴν Εὐρώπη, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν κόσμο, στὴν καταστροφή.

Νομίζω ὅτι μία ἐντελῶς διαφορετικὴ εἰκόνα, αὐτή τῆς προοπτικῆς μέσα ἀπό τό ζωντάνεμα τῶν αἰσθήσεων καί τό παραμύθι, σέ ἀντίθεση μέ τό ἀδιέξοδο πού πρεσβεύουν τά καθεστωτικὰ ΜΜΕ καί ἡ ψευτοδιανόηση, γιὰ τὸ τί ἀντιπροσωπεύει ἡ Συρία καὶ ὁ εὐρύτερος μεσανατολικὸς χῶρος, ἱστορικὰ καὶ κοινωνικά, ξεπροβάλλει α) ἀπὸ τό παρακάτω κείμενο τῆς Μαριάννας Κορομηλᾶ καί β) ἀπό τό ποίημα τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Τό βιντεάκι τό βρῆκα στὴν ἰστοσελίδα τῆς πολιτιστικῆς ἑταιρείας ΠΑΝΟΡΑΜΑ., ὅπως καί τόν τίτλο τῆς ἀναρτήσεως





Ὧ φιλτάτη Συρία ( ἀπό τό ἀρχεῖο τοῦ ΠΑΝΟΡΑΜΑΤΟΣ)
ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

( ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τῆς Μαριάννας Κορομηλᾶ " Τέσσερεις ἱστορίες γιά μιά χαμένη πανσέληνο)

«Ἤτανε σὲ μιὰ φτωχογειτονιὰ στὰ μεσαιωνικὰ περίχωρα τοῦ Χαλεπιοῦ, ἔξω ἀπὸ τὰ νότια τείχη τῆς πόλης, κοντὰ στὴν πύλη Κινεσρίν. Οἱ χωματόδρομοι, οἱ ἀλάνες, οἱ χαμηλὲς μάντρες, οἱ τσιμεντόλιθοι, οἱ λαμαρίνες, τὰ σκουπίδια, ὅλα ἔδιναν στὸ χῶρο ἕνα θλιβερὸ γκρίζο χρῶμα, γνώρισμα τῆς ἄθλιας ζωῆς τῶν λαϊκῶν στρωμάτων πού κατοικοῦν ἐδῶ, μακριὰ ἀπὸ τὸ ἐμπορικὸ κέντρο καὶ τὴ ζωηρὴ κίνηση τῶν «σούκ».
Ἔψαχνα τὸν ξακουστὸ μεντρεσὲ El Firdos, ἕνα θαυμάσιο κορανικὸ σχολεῖο, πού ἔχτισε τὸ 1236 ἡ Νταϋφὰ Χατούν, νύφη τὸν Σαλαδίνου, σύζυγος τοῦ βασιλιὰ Ζαχὲρ Γκαζὶ κι ἀντιβασίλισσα τοῦ Χαλεπιοῦ.
Περπατοῦσα μέσα στὴν γκρίζα γειτονιά, ἀνεβοκατέβαινα γκρίζους δρόμους, διέσχιζα μουντὲς ἀλάνες, ρωτοῦσα τὰ παιδάκια μὲ τὰ μεγάλα καστανὰ μάτια, μὰ τὸ παμπάλαιο κορανικὸ σχολεῖο ἔμοιαζε νὰ ἔχει ξεχαστεῖ μέσα στὸ γκρίζο παρελθὸν τῆς μογγολικῆς κατάκτησης, τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας καὶ τῆς γαλλικῆς κατοχῆς. Πέρασαν, κοντά, ἑξακόσια χρόνια ἀπὸ τότε πού ὁ Ταμερλάνος θέλησε νὰ μεταφέρει τὸ πολύχρωμο, μαρμάρινο, «μιχρὰμπ» τοῦ μεντρεσέ, ἀπὸ τὸ Χαλέπι στὴν πρωτεύουσά του, τὴ Σαμαρκάνδη. Κι εὐτυχῶς πού οἱ τεχνίτες του ἔπεισαν τὸν φοβερὸ Μογγόλο πώς ἂν τὸ διέλυαν ἐδῶ, δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸ συναρμολογήσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐκεῖ. Ἔτσι ὁ βανδαλισμὸς ἀποφεύχθηκε καὶ τὸ «μιχρὰμπ» δείχνει πάντα τὴν κατεύθυνση τῆς Μέκκας στὸν σιωπηλὸ μεντρεσὲ τῆς συριακῆς μεγαλούπολης.
Γκρίζες, κιβωτιόσχημες κατοικίες, γκρίζες καὶ οἱ λαμαρίνες πού χρησιμεύουν γιὰ στέγη, γιὰ μάντρα ἤ γιὰ χώρισμα σπιτιῶν. Γκρίζο τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον τῆς χαλεπιανῆς φτωχογειτονιᾶς. Καὶ μὲ κατέλαβε μιὰ θλίψη ἄχρωμη, μονότονη, πνιγερὴ σὰν τὴ σκόνη. Ἀποφάσισα νὰ ἐγκαταλείψω τὸ ψάξιμο καὶ νὰ φύγω, ὅταν, ξαφνικά, εἶδα τὸ γέροντα στὴν ἄκρη μίας πελώριας ἀλάνας.
Φοροῦσε ἕνα μακρὺ μονόχρωμο ροῦχο, ἴδιο μὲ τὰ μακριά του μαλλιὰ καὶ τὰ μακριά του γένεια. Ἦταν ξυπόλυτος. Δούλευε, καθιστός, μὲ τὰ δυό του χέρια καὶ τὸ ἀριστερό του πόδι μίαν ἀνέμη κι εἶχε τυλίξει γύρω της ἕνα τριανταφυλλὶ νῆμα.
Ἦταν τὸ πρῶτο καὶ τὸ μοναδικὸ χρῶμα πού εἶδα ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ στὴν τσιμεντούπολη ἔξω ἀπὸ τὴν Bab-El-Kinesrin. Κι ἦταν ζωηρὸ σὰν τὰ ἀνοιξιάτικα ρόδα τῆς Δαμασκοῦ. Γλυκό, ἔντονο, προκλητικό.
- Μὲ μάγεψες γέροντα μὲ τὸ τριανταφυλλί σου κουβάρι,τοῦ φώναξα καθὼς τὸν πλησίαζα μὲ μεγάλα βήματα. Μὰ τι θά τὸ ὑφάνεις αὐτὸ τὸ ἐξαίσιο χρῶμα;
Κι αὐτὸς σταμάτησε μὲ τὰ δάχτυλα τοῦ ἀριστεροῦ ποδιοῦ τὴν ἀνέμη, σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ μοῦ χαμογέλασε μὲ τὰ μεγάλα γκρίζα του μάτια.
- Θὰ φτιάσω ἕνα χράμι. Γιὰ νὰ τὸ βάλω στὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ μου. Θὰ κρύψει τὸν τσιμεντόλιθο καὶ θὰ ζεστάνει τό δωμάτιο. Φέτος, μὲ τὴν ἀκρίβεια πού ἔπεσε, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἀγοράσουμε ξύλα. Ὁ ἐγγονός μου λείπει μὲ το στρατό στὸν Λίβανο. Ἡ γυναίκα του ἔχει τρία παιδιά. Πρέπει νὰ φτιάξω τὸ χράμι γιὰ τὰ δισέγγονά μου. Παλυχρονεμένο ἂς εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Ἀλλάχ, εἶπε καὶ κοίταξε μὲ τρυφερότητα τὴ φορτωμένη του ἀνέμη.
- Καὶ πού τὸ βρῆκες αὐτὸ τὸ τριανταφυλλὶ μαλλί; ξαναρώτησα.
- Κι ἐσὺ πώς βρέθηκες ἐδῶ; ἀπάντησε χαμογελῶντας μέ τὰ μάτια του. Τὸ βρῆκα ψάχνοντας, ὅπως κι ἐσύ, ἔμενα.
Κι ἐγὼ βιάστηκα νὰ δώσω ἐξηγήσεις —παρόλο πού ὁ γέροντας δὲν εἶχε κάνει ἐρωτήσεις, γιατί ἀνῆκε σὲ ἐκείνους τοὺς σοφοὺς Ἀνατολίτες πού δὲν ρωτοῦν οὔτε πολλὰ οὔτε λίγα, μιᾶς καὶ περιμένουν νὰ συμβοῦν τὰ πάντα σὲ ὁποιαδήποτε στιγμή. Καὶ ἐκεῖνος δὲν ἔδειξε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὶς ἐξηγήσεις μου, παρὰ σήκωσε ξανὰ τὸ κεφάλι μόνον ὅταν ἄκουσε πώς εἶμαι Ἑλληνίδα. Καὶ εἶπε:
- Ἅ! Ἑλληνίδα τολμηρή, σὰν τὴν κόρη τοῦ Τζουρτζίρ, πέρα στὸ Μαγκρέμπ, τότε.
- Ποιὸς ὁ Τζουρτζὶρ καὶ ποιὰ ἡ κόρη του, καὶ πότε ἦταν τὸ «τότε», ρώτησα τὸ γέροντα. Κι αὐτός, πρώτη φορά, φάνηκε σκεφτικὸς κι ἴσως κάπως δισταχτικός. Κι ὕστερα ἄρχισε τὴ διήγησὴ του.

Τζουρτζὶρ

Γεννήθηκα ὅταν ἔλαμπε ἀκόμα τὸ ἀστέρι τοῦ Ἀβδούλ Χαμὴτ τοῦ 2ου, πού τυραυνοῦσε κι ἐσᾶς κι ἐμᾶς κι ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς Ἀνατολῆς. Μὰ τότε δὲν ὑπῆρχαν οὔτε σύνορα οὔτε τραῖνα. Μόνο τὸ δρόμο τῆς καμήλας ξέραμε καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ ἀφέντες μας. Καὶ κάθε χρόνο, τέτοια ἐποχή, ξεκινούσαμε γιὰ τὸ μεγάλο προσκύνημα στὴν ἱερὴ πόλη Μέκκα, ἂς εἶναι πολυχρονεμένο τὸ ὄνομα τοῦ Ἀλλὰχ καὶ ἡ Πίστη του.
Ἐγὼ δούλευα βοηθὸς σὲ ἕνα καραβάνι καὶ περπατοῦσα δίπλα στὴν καμήλα πού κουβαλοῦσε τὸ βελούδινο «μαχμὰλ» μὲ τὰ χρυσὰ κεντίδια, πού προστάτευε ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὴ σκόνη τὸ διοικητὴ τῆς Συρίας, στὸ μακρὺ ταξίδι τοῦ Χιτζάζ. Κι ὅλοι μοῦ ἔδειχναν συμπάθεια γιατί πίστευαν πώς ἐγὼ μπορῶ νὰ μιλήσω στὸ διοικητή, νὰ πῶ ἕναν καλὸ λόγο ἡ νὰ κακολογήσω κάποιον. Ἀλλά ὁ διοικητὴς οὔτε πού μὲ γνώριζε, γιατί ποτὲ δὲν εἶχε ἀνοίξει τὰ βαρύτιμα παραπέτα τοῦ «μαχμάλ». Οἱ καμηλιέρηδες ὅμως μὲ προσέχανε. Μοϋ δίνανε νὰ πιῶ ἀπὸ τὸ τσάι τους καὶ μὲ φωνάζανε στὴ σκηνὴ τους, γιὰ νὰ κοιμηθῶ στὰ ζεστά. Ἐγώ δὲν κοιμόμουν. Χουχοὺλιαζα σὲ μιὰ γωνιὰ κι ἄκουγα κάθε βράδυ τὶς ἱστορίες πού λέγανε γιὰ τὰ χρόνια τὰ παλιά, τὰ πολὺ παλιά, τότε πού ζοῦσαν οἱ πρῶτοι μας Χαλίφες, αὐτοὶ πού κυρίεψαν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἀλλάχ, Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Κι ἤτανε, λέει, τότε διοικητὴς τῆς Αἰγύπτου ὁ Ἀμπντουλλὰχ Ἴμπν Σάντ, ὁ ὁμογάλακτος ἀδελφὸς τοῦ χαλίφη Ὀθμάν, κι ὅλο ἔστελνε τμήματα τοῦ ἱππικοῦ πρὸς τὰ δυτικά, στὴν Ἰφρικία, γιὰ νὰ λεηλατήσουνε τὴν πλούσια Τύνιδα, τὸ Ἀλγέρι καὶ τὸ Μαρόκο.
Κι ὅταν ἔστειλε τὸ μερίδιο ἀπὸ τὰ πλούσια λάφυρα στὸ χαλίφη μας, τὸν Ὀθμάν, αὐτὸς ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν πολύτιμη λεία. Κάλεσε λοιπὸν τοὺς «συντρόφους τοῦ προφήτη» Μωάμεθ, τοὺς μίλησε γιὰ τὰ πλούτη τῆς Ἰφρικίας καὶ ζήτησε τὴ γνώμη τους. Ἔτσι, ὅλοι μαζὶ ἀποφάσισαν νὰ γίνει γενικὸ προσκλητήριο τῶν φυλῶν τῆς ἀραβικῆς χερσονήσου κι ὅλων τῶν πολεμιστῶν πού βρίσκονταν στὶς κατακτημένες χῶρες, νὰ συγκεντρωθοῦν οἱ δυνάμεις ἔξω ἀπὸ τὴ Μεδίνα καὶ νὰ προχωρήσουν ἑνωμένες πρὸς τὰ δυτικά.
Στὸ προσκλητήριο ἀνταποκρίθηκαν καὶ οἱ «σύντροφοι τοῦ Προφήτη» καὶ τὰ παιδιὰ τῶν «συντρόφων τοῦ Προφήτη» κι ἦρθε στρατὸς ἀρίθμητος, λένε, ἄξιοι καβαλάρηδες καὶ καλοὶ τοξότες, πέρασαν τὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ, ἑνώθηκαν μὲ τοὺς πολεμιστές μας στὴν Αἴγυπτο καὶ εἰσέβαλαν στὴ Λιβύη. Ἄφησαν ἔξω ἀπὸ τὸ σχέδιο τὴν Τρίπολη καὶ τὶς ἄλλες ὀχυρωμένες πόλεις, γιατί οἱ Ἕλληνες εἶχαν καλὰ ὀχυρωθεῖ καὶ οἱ δικοί μας δὲν θέλανε νὰ χάσουν οὔτε χρόνο οὔτε δυνάμεις.
Μέσα σὲ λίγες μέρες εἴχαμε φτάσει στὴν Τύνιδα, μὰ ἐκεῖ περίμενε τὸ στρατὸ μας ὁ θρυλικὸς Τζουρτζίρ. Ἤτανε, λένε, θεῖος τοῦ νεαροῦ βασιλιᾶ τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀδελφός της μάνας του τῆς Τζουρτζίρας. Κι ἦταν ὁ Ἔξαρχος ὅλης τῆς Ἰφρικίας πέρα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, πού ἦταν πιὰ δικὴ μας, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἀλλάχ. Κι εἶχε στὴν ἐξουσία του ὁ Τζουρτζὶρ ὅλο τὸ Μαγκρέμπ, ἀπὸ τὴν Τρίπολη μέχρι τὴν Ταγγέρη. Κι εἶχε 120.000 πολεμιστές, καὶ οἱ δικοί μας ἤτανε μόνον 20.000. Τὸν καλέσαμε λοιπὸν νὰ ἀσπαστεῖ τὴν πίστη τοῦ Προφήτη. Αὐτὸς ἀρνήθηκε. Τοῦ προτείναμε νὰ κρατήσει τὶς χῶρες του καὶ νὰ μᾶς πληρώνει τὸν κεφαλικὸ φόρο. Αὐτὸς ἀπάντησε πώς οὔτε ἕνα «ντιρὲμ» δὲν θά ’δινε ποτὲ σὲ σκυλιά. Τοῦ παραγγείλαμε τότε πώς θὰ τὸν πολεμήσουμε.

Ἡ πεδιάδα τῆς Μπακούμπα, μιὰ μέρα καὶ μιὰ νύχτα ἀπόσταση ἀπὸ τὴν πόλη Σμπέϊτλα, ἦταν κατάλληλη γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν δυὸ στρατών. Μὰ ὁ πόλεμος κρατοῦσε πολὺ καὶ κανεὶς δὲν νικοῦσε. Ὁ Χαλίφης μας, τότε, ἔστειλε τὸν πιστό του Ἴμπν Ζομπέϊρ νὰ μάθει τί συμβαίνει καὶ νὰ γυρίσει στὴ Δαμασκὸ νὰ τοῦ πεῖ. Κι ἔφυγε ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ μὲ δώδεκα ἱππεῖς ὁ πιστὸς Ἴμπν Ζομπέϊρ κι ἔφτασε σὰν κεραυνὸς στὴν πεδιάδα τῆς Μπακούμπα. Μπῆκε νύχτα στὸ στρατόπεδό μας κι ὅλοι οἱ πολεμιστὲς τοῦ Ἀλλὰχ ξεσηκώθηκαν γιὰ νὰ πανηγυρίσουν τὸν ἐρχομό του. Κι ἤτανε, λένε, τόσος ὁ θόρυβος καὶ οἱ ἀλαλαγμοὶ πού ἀκούγονταν ἀπὸ τὸ στρατόπεδό μας, πού οἱ ἄλλοι ἀπέναντι φοβήθηκαν μήπως ἑτοιμάζαμε νυχτερινὴ ἐπίθεση.
Μὰ ὁ πόλεμος κρατοῦσε πολὺ καὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς σέλας εἴχανε βαρεθεῖ τὴν πειθαρχία τοῦ στρατοπέδου. Πέρασαν μέρες πολλὲς κι ὁ πιστὸς Ἴμπν Ζομπέϊρ, πού πολεμοῦσε στὴν πρώτη γραμμὴ κοντὰ στοὺς δώδεκα ἀφοσιωμένους του, δὲν εἶχε δεῖ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ στρατοῦ Ἀμπντουλλάχ Ἴμπν Σὰντ στὴ μάχη. Ρώτησε τότε κι ἔμαθε πώς ἐδῶ καὶ μέρες ὁ ὁμογάλακτος ἀδελφὸς τοῦ Χαλίφη ζεῖ κλεισμένος στὴ σκηνὴ του. Δὲν βγαίνει οὔτε στὴν προσευχὴ τῆς Παρασκευῆς καὶ δὲν δέχεται κανέναν. Πῆγε τότε ὁ πιστὸς τοῦ Χαλίφη, τὸν βρῆκε καὶ τὸν ζήτησε νὰ μάθει ποιὸς εἶναι ὁ λόγος πού τὸν κρατᾶ μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους του καὶ τὴ μάχη. Κι ὁ Ἀμπντουλλάχ Ἴμπν Σὰντ εἶπε:
- Ὁ πρίγκιπας τῶν Ἑλλήνων κι ἀφέντης τῆς Ἰφρικίας διακήρυξε μὲ ντελάληδες, πού ἀκούστηκαν καὶ στὸ δικὸ του στρατὸ καὶ στὸ δικό μας, πώς ὅποιος σκοτώσει τὸν ἀρχηγὸ τῶν ἀπίστων θὰ πάρει γιὰ γυναίκα του τὴν κόρη τοῦ Τζουρτζὶρ καὶ ἑκατὸ χιλιάδες χρυσὰ νομίσματα. Κι ἡ κόρη του εἶναι ὄμορφη σὰν τριαντάφυλλο τῆς εὐλογημένης ὄασης ὅπου ζεῖ ὁ ὁμογάλακτος ἀδελφός μου, ὁ Ἀλλὰχ νὰ τοῦ δίνει μέρες καὶ δύναμη. Κι εἶναι ἄσπρη σὰν τὸ φίλντισι κι ἔχει μαλλιὰ κοραλλένια σὰν τὰ πιὸ πολύτιμα κοράλλια τῆς Ἐρυθρᾶς. Κι ὁ στρατός μας τὴν ξέρει καὶ τὴν ὀνειρεύεται, γιατί πολεμάει ἔφιππη, πρώτη σὲ κάθε μάχη. Φορᾶ χρυσοκέντητα μεταξωτὰ καὶ στὴ σελα της ἔχει στερεωμένη μίαν ὀμπρέλα ἀπὸ φτερὰ παγωνιοῦ, γιὰ νὰ μὴν τὴν καίει ὁ ἥλιος.
Ξέρεις καλά, ἀκριβέ μου Ἴμπν Ζομπέϊρ, συνέχισε ὁ Ἀμπντουλάχ, ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπό τούς πολεμιστές μου εἶναι νεοφώτιστοι πιστοί, γι' αὐτὸ φοβᾶμαι πώς ἡ προσφορὰ τοῦ ἀντιπάλου μας μπορεῖ νὰ τοὺς συγκινήσει. Ἂν βγῶ στὴν προσευχὴ τῆς Παρασκευῆς, θὰ εἶμαι εὔκολος στόχος. Ἂν βγῶ στὴ μάχη, ἀκόμα εὐκολότερος. Καὶ ἡ ἀμοιβὴ εἶναι μεγάλη. Καὶ ἡ ὄμορφη κόρη ἀκόμα πιὸ πολύτιμη ἀπὸ τὴν ἀμοιβή. Τί μὲ συμβουλεύεις νὰ κάνω;
Καὶ ὁ πιστὸς Ἴμπν Ζομπέϊρ εἶπε στὸν ἀρχηγὸ τοῦ στρατοῦ:
- Δίκιο ἔχεις νὰ ἀνησυχεῖς ἀφέντη Ἀμπντουλλάχ. Οἱ νεοφώτιστοι εἶναι πολλοὶ καὶ ἡ ἀμοιβὴ γλυκιὰ σὰν τὰ αὐγουστιάτικα σύκα τῆς Συρίας. Ποιὸς δὲν τὰ λιμπίζεται; Βγάλε,λοιπόν, καὶ σὺ κήρυκα καὶ φρόντισε νὰ τὸν ἀκούσουνε ὅλοι. Καὶ οἱ δικοί μας καὶ οἱ Ἕλληνες. Καὶ δῶσε ὑπόσχεση στους δυὸ στρατοὺς πώς ὅποιος σκοτώσει τὸν Τζουρτζὶρ θὰ τοῦ δώσεις ἀμοιβὴ τὴν ὄμορφη κόρη του καὶ ἑκατὸ χιλιάδες δηνάρια. Κι ἄσε νὰ δοῦμε τότε τί θὰ γίνει.
Κι ἔτσι, πράγματι, ἔκανε ὁ Ἀμπντουλλάχ Ἴμπν Σάντ, καὶ ἄκουσε ὁ πρίγκιπας τῶν Ἑλλήνων τὸν ντελάλη μας καὶ στενοχωρέθηκε βαθιά. Ἡ ψυχὴ του γέμισε μὲ φόβο.
Μὰ ὁ πόλεμος βαστοῦσε καὶ καμιὰ πλευρὰ δὲν νικοῦσε. Πῆγε, λοιπόν, ξανὰ ὁ πιστὸς Ἴμπν Ζομπέϊρ στὸν ὁμογάλακτο ἀδελφὸ τὸν χαλίφη μας Ὀθμάν καὶ τοῦ εἶπε:
- Σκέφτηκα πολλὲς νύχτες μέσα στὴ σιγαλιὰ τῆς πεδιάδας γιά τὸν πόλεμο πού κάνουμε καὶ βλέπω πώς ἔχουμε ἀκόμα πολύ καιρὸ μπροστά μας. Ὁ ἐχθρὸς εἶναι στὴ δικὴ του χώρα. Ἔχει ἄφθονα ἀγαθά. Οἱ δικές μας προμήθειες λιγοστεύουν μέρα μὲ τὴ μέρα. Οἱ πολεμιστὲς μας κουράστηκαν καὶ σὲ λίγο θά ἀρχίσουνε νὰ δυσανασχετοῦν. Φοβᾶμαι πώς ὁ Τζουρτζίρ περιμένει ἐνισχύσεις. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἔχει στόλο, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε. Πρέπει νὰ τοὺς προλάβουμε. Πρόσεξα, λοιπόν,στὴ διάρκεια τῆς μάχης, πώς τὴν ὥρα πού ὁ μουεζίνης μας ἀναγγέλλει τὴ μεσημεριανὴ προσευχή, κι εὐλογημένο τὸ ὄνομα Ἐκείνου, βάζουν καὶ οἱ Ἕλληνες τὸ σπαθί τους στὸ θηκάρι κι ἐπιστρέφουν στὸ στρατόπεδό τους. Προτείνω αὔριο νὰ ἀλλάξουμε τακτική. Νὰ μὴν βγοϋνε οἱ πιστοὶ καὶ ἀνδρεῖοι τὸ πρωὶ στὴ μάχη, παρὰ νὰ μείνουνε κρυμμένοι στὶς σκηνές τους. Οἱ ὑπόλοιποι δὲν θὰ ἀποσυρθοῦν, ὅταν ἀκούσουν τὸ μουεζίνη νὰ τοὺς καλεῖ γιὰ τὴν προσευχή, ἀλλὰ θὰ μείνουν καὶ θὰ πολεμήσουν ὅσο ἀντέξουν, γιὰ νὰ ἐξαντλήσουν τὸν ἐχθρό. Καὶ μόλις κοπάσει ἡ μάχη καὶ γυρίσουν οἱ Ἕλληνες στὸ στρατόπεδό τους κι ἀφήσουν ὅπλα καὶ πανοπλίες, θὰ καβαλικέψουν οἱ δικοί μας τὰ ἄλογα καὶ θὰ ἐπιτεθοῦν.

Ὁ διοικητὴς τοῦ στρατοῦ μας Ἀμπντουλλάχ Ἴμπν Σάντ, συνέχισε τὴ διήγηση του ὁ σύρος γέροντας γιὰ τὰ γεγονότα στὸ βόρειο — ἀφρικανικὸ μέτωπο, τὸ 647, ὁ Ἀμπντουλλάχ λοιπόν, κάλεσε τοὺς «συντρόφους τοῦ Προφήτη» γιὰ νὰ τοὺς ἐκθέσει τὸ σχέδιο τοῦ πιστοῦ Ἴμπν Ζομπέϊρ. Ὅλοι τὸ δέχτηκαν μὲ ἐνθουσιασμό. Διάλεξαν τοὺς πιὸ ἀνδρείους καὶ πιστούς, τοὺς κάλεσαν στὴ μεγάλη σκηνὴ τοῦ Ἀμπντουλλάχ κι ἀφιέρωσαν τὴ νύχτα σὲ μουρμουριστὲς προσευχές. Τὰ ξημερώματα ὅλοι γύρισαν στὶς σκηνές τους καὶ περίμεναν.
Ὁ Ἀμπντουλλάχ κι ὁ Ἴμπν Ζομπέϊρ μπῆκαν ἐπικεφαλῆς τῶν καβαλάρηδων καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὴν πρωινὴ μάχη, παροτρύνοντάς τους νὰ πολεμοῦν μὲ πεῖσμα καὶ τόλμη. Μὰ ἐκείνη τὴν ἥμερα εἶχε ἀφόρητη ζέστη κι ὅσο ἀνέβαινε ὁ ἥλιος, ἔβραζε ἡ πεδιάδα. Οἱ ἀντίπαλοι στρατοὶ ὑπέφεραν πολὺ καὶ ὅλοι, δικοί μας κι ἄπιστοι, περίμεναν νὰ ἀκούσουν τὸ κάλεσμα τοῦ μουεζίνη γιὰ νὰ γυρίσουν στὶς σκηνές τους.
Ὅταν ὅμως ἔφτασε τὸ μεσημέρι κι ἀκούστηκε ὡς πέρα ἡ δυνατὴ φωνή, ὁ Ἀμπντουλάχ δὲν ἴδωσε τὸ σύνθημα τῆς λήξης. Ὁ πιστὸς Ἴμπν Ζομπέϊρ κράτησε μία ὥρα ἀκόμα τοὺς πολεμιστές μας στὸ πεδίο τῆς μάχης, πρῶτος ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, φωνάζοντας πώς ὁ πόλεμος εἶναι ἱερός. Κι ὁταν εἶδε ὅτι οἱ ἄντρες δὲν ἄντεχαν πιὰ οὔτε τὴ ζέστη οὔτε τὸ βάρος τοῦ σπαθιοῦ τους, διέταξε νὰ γυρίσουνε ὅλοι στὸ στρατόπεδο.
Ἦταν ἡ ὥρα τῶν ἀνδρείων, πού ξεχύθηκαν καλπάζοντας στὴν ἔρημη πεδιάδα κι ἔπεσαν σὰν τὴν ἀμμοθύελλα στὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο. Οἱ Ἕλληνες, ξαρμάτωτοι κι ἐξαντλημένοι, δὲν πρόλαβαν οὔτε τὰ ἅρματά τους νὰ φορέσουνε οὔτε τὰ ἄλογά τους νὰ καβαλικέψουν. Κι ἄρχισε ἡ σφαγή.
Ὅταν τελείωσαν ὅλα καὶ μάζεψαν οἱ δικοί μας τὰ δεμένα ἄλογα, πού δὲν εἶχαν μπορέσει νὰ τὸ σκάσουν μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα, τὰ ἔφεραν νὰ τὰ παραδώσουν στὸν Ἀμπντουλάχ Ἴμπν Σάντ. Πίσω ἀκολουθοῦσαν οἱ αἰχμάλωτοι. Κι ἀνάμεσά τους καμιὰ δεκαριὰ χριστιανοὶ ἀξιωματοῦχοι μὲ τὴν ὄμορφη κόρη τοῦ Τζουρτζὶρ στὸ κέντρο.
Τὴν ἔφεραν μπροστὰ στὸν Ἀμπντουλάχ καὶ κεῖνος τὴ ρώτησε ποῦ βρίσκεται ὁ πατέρας της.
- Στὴν πεδιάδα, ἀπάντησε τὸ κορίτσι.
- Τό ’σκάσε μαζὶ μὲ τὰ τρομαγμένα ἄλογα; ρώτησε ὁ Ἀμπντουλάχ.
- Εἶναι νεκρὸς ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς μας, εἶπε τὸ κορίτσι.
- Ποιὸς τὸν σκότωσε; ξαναρώτησε ὁ Ἀμπντουλάχ.
- Ἕνας πολεμιστής σου, ἀπάντησε τὸ κορίτσι.
- Ποιός; ρώτησε ξανὰ ὁ ἀρχηγός μας.
- Θὰ τὸν ἀναγνωρίσω μόλις τὸν δῶ, εἶπε ἡ κόρη τοῦ ἕλληνα πρίγκιπα, δίχως νὰ ἀφήσει οὔτε ἕνα δάκρυ νὰ κυλήσει στὰ ρόδινα μάγουλά της.
Πέρασαν τότε πολλοὶ ἀπό τους ἀνδρείους μαχητές μας μπροστά της κι ὁ καθένας ἰσχυριζόταν ὅτι ἐκεῖνος εἶχε σκοτώσει τὸν Τζουρτζὶρ καὶ περίμενε τὴν ἀνταμοιβὴ καὶ τὰ πλούσια  δῶρα.  Μὰ  κανέναν  δὲν  ἀναγνώρισε    κοπέλα, ὥσπου ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς βραδινῆς προσευχῆς καὶ βγῆκε ὁ πιστὸς Ἴμπν Ζομπέϊρ νὰ προσευχηθεῖ μπροστὰ στὴ σκηνὴ του. Τὸν ἔδειξε τότε τὸ κορίτσι κι εἶπε πώς αὐτὸς εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα της.
- Γιατί δὲν ἦρθες νὰ ζητήσεις τὴν ἀμοιβὴ σου; τὸν ρώτησε ὁ ὁμογάλακτος ἀδελφὸς τοῦ Χαλίφη μας.
- Δὲν τὸ ἔκανα γιὰ τὴν ἀμοιβὴ σου, ἀπάντησε ὁ πιστὸς πολεμιστής. Τὸ ἔκανα γιὰ Ἐκεῖνον, κι εὐλογημένο ἂς εἶναι τὸ ὄνομά του στοὺς αἰῶνες. Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα μου, Ἐκεῖνος θὰ μοῦ δώσει πολὺ μεγαλύτερη ἀμοιβή. Δὲν ζητῶ τίποτα ἄλλο.
Ἔτσι, τὸ 27ο ἔτος τῆς Ἐγείρας, χάρη στὴν πίστη καὶ τὴν ἀνδρεία τοῦ Ἴμπν Ζομπέϊρ, ὁ στρατὸς μας νίκησε τοὺς Ἕλληνες στὴν Τυνησία. Μάζεψε χιλιάδες λάφυρα καὶ πλούσια λεία. Ὁ Ἀμπντουλάχ Ἴμπν Σὰντ χάρισε τὴν πριγκιπέσσα στὸν πιστὸ Ἴμπν Ζομπέϊρ καὶ τὸν ἔστειλε νὰ ἀναγγείλει τὰ καλὰ μαντάτα στὸν Χαλίφη μας, στὴ Μεδίνα.
Στὸ δρόμο πού πηγαίνανε ὁ πολεμιστὴς ἔφτιαχνε ποιήματα γιὰ τὸ κορίτσι, μὰ αὐτὴ δὲν καταλάβαινε τὴ γλῶσσα του. Ἔνιωθε μόνον τὴν ἐχθρότητά του.
Ὅταν ἔφτασαν κάποτε σὲ ἕνα σταθμὸ καραβανιῶν καὶ στάθηκαν νὰ ξαποστάσουν, ἡ πριγκιπέσσα ζήτησε νὰ μάθει τί τῆς ἔλεγε σὲ ὅλο τὸ δρόμο ὁ συνοδός της. Τότε κάποιος δικός της, ἕνας χριστιανός, κλαίγοντας γιὰ τὰ βάσανα τῆς νεαρῆς ἀρχοντοπούλας, ἔκανε τὴ μετάφραση:

«Ὄμορφη κόρη τοῦ Τζουρτζὶρ χαμήλωσε τὸ κεφάλι, κυριάρχησε τὸ θυμό σου.
Κανεὶς μὲς στὸ Χιτζὰζ δὲν σὲ γνωρίζει καὶ ἡ κυρὰ πού θὰ σὲ δώσω
εἶναι ἡ χειρότερη ἀπ’ ὅλὲς τῆς φυλῆς μας.
Θὰ πάρεις τὸ ἀσκί σου καὶ θὰ πορευτεῖς
ὥς τὸ χωριὸ τῆς Κούμπα
νερό νὰ βγάλεις μέσ' ἀπ’ τὸ πηγάδι
καὶ πίσω νὰ τὸ φέρεις στὴ σκύλα τὴν κυρά σου.
Τὸ πρόσωπό σου ὄμορφο
ἡ κόρη τῶν ματιῶν σου λαμπερὴ
τὰ σφαλιγμένα χείλη σου κρύβουν ὡραῖα δόντια.
Μὰ τὶς μπουκιὲς τὶς λιγοστὲς τοῦ φαγητοῦ σου
παρέα θὲ νὰ καταπίνεις μὲ τὶς σκλάβες.»

Σὰν τ' ἄκουσε αὐτὰ ἡ καλομαθημένη πριγκιπέσσα, τὴν ἔπνιξε ἡ ἀπελπισία. Μὰ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὴ βοηθήσει νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὸ ριζικό της.
Πήρανε πάλι τὸ δρόμο γιὰ τὴ Μεδίνα, ὁ πιστὸς Ἴμπν Ζομπέϊρ καὶ τὸ λάφυρό του, τὸ δροσερὸ ρόδο τῆς Ἀνατολῆς, πού ξέσφιξε τὰ χείλη του κι ἄρχισε νὰ χαμογελάει γιὰ νὰ μὴν ὑποπτευθεῖ τίποτα ὁ σκληρὸς Ἴμπν. Κι ὅταν ἔφτασαν στοὺς θεόρατους κόκκινους βράχους τοῦ Οὐάντι Ρούμ, πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, ἐκεῖ πού ἦταν ἄλλοτε τὰ σύνορά της Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐκεῖ πού μὲ πολὺ φόβο περνούσανε καὶ τὰ δικά μας καραβάνια – τά ’βλεπα ἐγώ μικρούλης, κι ἔτρεμε τὸ φυλλοκάρδι μου - μάζεψε τὸ γευναῖο κορίτσι ὅλη του τὴ δύναμη, γιατί ἦταν πισθάγκωνα δεμένη, κι’ ἔδωσε μιά, κι ἔπεσε ἀπὸ τὴν καμήλα στὸν γκρεμὸ κάτου.
Τὸ σῶμα της, λένε, ἄφησε ἕνα ἴχνος σὲ μιὰ φαρδιὰ κόκκινη πέτρα. Ἕνα ἀποτύπωμα πού διακρίνεται ἐλάχιστα. Κι ὅλοι ὅσοι περνοῦνε τὰ βραχοβούνια ἀκοῦνε τὸν ἄνεμο νὰ ψιθυρίζει σὰν γυναικεῖο μουρμουρητό. Κάτι σὰν προσευχὴ ἤ σιγανὸ κλάμα. Καὶ τότε λένε «ἡ κόρη τοῦ Τζουρτζὶρ ἀναστενάζει», καὶ φέρνουν τὸ δεξὶ χέρι στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς, σὰν νὰ χαιρετοῦν μὲ σεβασμὸ τὸ περήφανο κορίτσι τῶν Ρούμ.
Λέγανε κι ἄλλες πολλὲς ἱστορίες οἱ συνοδοί τῶν καραβανιῶν, συνέχισε ὁ ἑκατοντάχρονος γέροντας, ὕστερα ἀπὸ μιὰ μακριὰ σιωπή. Μὰ αὐτὴ μὲ τὴν κόρη τοῦ Τζουρτζὶρ ὅλοι τὴ θνμόντουσαν, ὅταν ἔφταναν τὰ καραβάνια τοῦ προσκυνήματος κοντὰ στὰ κόκκινα βράχια τοῦ Οὐάντι Ρούμ. Κι ἤμουνα νιὸς καὶ γέρασα καὶ ξέχασα τὴν παλιά μου ζωὴ καὶ κεῖνα τὰ ἀνώριμα καμώματα κι ὅλες τὶς ἀπάτες πού κάναμε ἐμεῖς οἱ καμηλιέρηδες γιὰ νὰ ρίξουμε τοὺς ἐμπόρους πρῶτα, καὶ τοὺς τελῶνες ἀργότερα, ὅταν μπῆκαν τὰ σύνορα καὶ χωρίστηκε ἡ Ἀνατολή. Τὰ πῆρε ὅλα μακριὰ ὁ χρόνος, μὰ τὴν κόρη τοῦ Τζουρτζὶρ δέν τὴ λησμόνησα. Μόνο θέλω νὰ σὲ ρωτήσω κάτι, ἐσὺ πού εἶσαι Ἑλληνίδα θὰ ξέρεις νὰ μοϋ πεῖς. Θά ΄θελα νὰ μάθω τὸ ὄνομά της, ἔτσι, γιὰ νὰ τὸ λέω καμιὰ φορά καθὼς μουρμουρίζω γνέθοντας. Πῶς τὸ λέγανε ἐκεῖνο τὸ γευναῖο κορίτσι;
Δὲν ξέρω, ἅγιε γέροντα. Δὲν τ' ἄκουσα ποτὲ τὸ ὄνομά της. Φοβᾶμαι πώς ἡ ἱστορία γράφει πολλὰ γιὰ τοὺς αὐτοκράτορες, τοὺς στρατηγούς, τοὺς διοικητές, καὶ οἱ ἄλλοι, ὅταν περνοῦν στὰ χρονικά, περνοῦν ἀνώνυμα. Κανεὶς δὲν νοιάστηκε γιὰ τοὺς καθημερινοὺς ἥρωες.
Τὸν Τζουρτζὶρ πού λὲς ἐσύ, Γρηγόριο τὸν λέμε ἐμεῖς, τὸν ξέρω. Ἦταν Ἔξαρχος τῆς Ἀφρικῆς, πατρίκιος καὶ στρατηγός, καὶ ἡ ἀδελφὴ του, ἡ Τζουρτζίρα πού λὲς ἐσύ, Γρηγορία τὴν λέμε ἐμεῖς, εἶχε παντρευτεῖ τὸν Κωνσταντῖνο, τὸ γιὸ τοῦ αὐτοκράτορα Ἡράκλειου. Αὐτὸς ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε βασιλέψει 103 μέρες, ὅλες κι ὅλες, στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης, γιατί ἦταν ἄρρωστος βαριά. Μὰ οἱ Κωνσταντινονπολίτες τὸν εἴχανε πολὺ ἀγαπήσει ἀπὸ τότε πού, μικρὸ ἀγόρι, μόλις δεκατεσσάρων χρονῶν, εἶχε πολεμήσει μαζί τους στὰ τείχη τῆς Πόλης, ὅταν τὴ χτύπησαν οἱ Ἄβαροι καὶ οἱ Πέρσες. Ἔτσι σέβονταν καὶ τὴ χήρα του, τὴ Γρηγορία, κι ἔκαναν μεγάλες διαδηλώσεις γιὰ νὰ γίνει ὁ δικός της ὁ γιὸς Αὐτοκράτορας, ἕνα παιδάκι ἕντεκα χρονῶν. Μὰ ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, ἔχοντας χάσει τὴν Ἀνατολὴ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, εἶχε τεράστια προβλήματα νὰ ἀντιμετωπίσει καί, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, πολλοὶ ἐπιβουλεύονταν τὸ θρόνο. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφταναν ὅλα αὐτά, ἔφτασε ξαφνικὰ στὸ παλάτι ἡ εἴδηση πώς ὁ ἀδελφός τῆς  Γρηγορίας, ὁ Τζουρτζίρ, κήρυξε τὴν αὐτονομία τῆς βυζαντινῆς ἐπαρχίας πού διοικοῦσε κι ὀνόμασε τὸν ἑαυτό του βασιλιὰ τῆς Ἀφρικῆς!
Ἦταν ἀπὸ μεγάλο καὶ παλαιὸ σόι ὁ Γρηγόριος καὶ ἡ Γρηγορία. Ὁ πατέρας τους ὁ Νικήτας ἦταν αὐγουστάλιος τῆς Αἰγύπτου, τὴν ἐποχὴ τῆς περσικῆς κατοχῆς, κι ὑστέρα ἔγινε ἔξαρχος τῆς Ἀφρικῆς, ὅπως ἦταν κι ὁ πατέρας τοῦ ὁ Γρηγόριος. Βλέπεις, τρεῖς γενιὲς ἔξαρχοι, καὶ φούσκωσαν τὰ μυαλὰ τοῦ ἐγγονοῦ νὰ γίνει ἀνεξάρτητος βασιλιάς. Μὰ δὲν ἔβλεπε ὅτι οἱ Μωαμεθανοί, πού εἴχανε ἁπλωθεῖ μέσα σὲ δέκα χρόνια σὲ ὅλη τὴ Μέση Ἀνατολὴ κι ὡς τὸν Νεῖλο πέρα, θὰ φτάνανε καὶ στὴν ἑλληνικὴ πεντάπολη τῆς Λιβύης, κι αὐτὸς θὰ ἔχανε καὶ τὰ τεράστια οἰκογενειακὰ χτήματα κι ὁλόκληρο τὸ ἐξαρχάτο ἀπὸ τὴν Τρίπολη μέχρι τὴν Ταγγέρη. Οὔτε πού τὸν ἔνοιαξαν τὰ προβλήματα τῆς Αὐτοκρατορίας οὔτε καὶ θυμήθηκε πώς ἡ ἀδελφὴ του ἦταν ἡ μάνα τοῦ νεαροῦ αὐτοκράτορα.
Ὁ φιλόδοξος Τζουρτζὶρ εἶχε ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ βνζαντινοῦ στρατοῦ καὶ στόλου, ὅταν οἱ Βυζαντινοὶ προσπάθησαν νὰ ξαναπάρουν τὴν Αἴγυπτο, μετὰ τὸ 641. Μὰ καὶ οἱ Μωαμεθανοὶ ἐπωφελήθηκαν ἀπὸ τὴν ἴδια καταστροφὴ κι ὀργάνωσαν ληστρικὲς ἐπιδρομὲς δυτικὰ τῆς Αἰγύπτου. Λεηλατοῦσαν τὰ ἀφρικανικὰ παράλια κι ἐπέστρεφαν στὴν Αἴγυπτο. Ὅταν, λοιπόν, ὁ Τζουρτζὶρ ἀπέκοψε τὸ ἐξαρχάτο τῆς Ἀφρικῆς ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ Ἄραβες βρῆκαν τὴν εὐκαιρία πού ζητοῦσαν. Παρόλο πού οἱ χριστιανικὲς δυνάμεις ἦταν πολυάριθμες κι ἐνισχυμένες ἀπὸ χιλιάδες στρατολογημένους Βερβέρους, καὶ μόλο πού οἱ Ἄραβες ἦταν ξένοι στὴ βόρεια Ἀφρική, κατάφεραν νὰ νικήσουν τὴ βυζαντινὴ στρατιά. Σκότωσαν τὸν Τζουρτζίρ, αἴχμαλώτισαν τὴν κόρη του, λήστεψαν καὶ κατέστρεψαν τὶς ἑλληνικὲς καὶ ἐξελληνισμένες πόλεις: Πηδωνία, Παραιτόνιον, Ζύγρα, Ἀντίπυργος, Ἀπολλωνία-Σώζουσα, Κυρήνη, Ἀδριανή, Πτολεμαΐς, Βερενίκη, Ἀρσινόη, Λεπτίμαγνα, Τρίπολις, Σαβράθα, Ἰούγκα, Κωνσταντίνη, ὅλες πᾶνε.
Ὁ γέροντας σταμάτησε ξανὰ τὴν ἀνέμη.
- Ὄμορφα ἀκούστηκαν τὰ ὀνόματα τῶν πόλεων πού μοῦ εἶπες. Νὰ’ταν ἄραγε τόσο ὄμορφες καὶ οἱ πόλεις, ὅσο τὰ ὀνόματά τους, ἤ μήπως μᾶς ξεγελοῦν οἱ ἦχοι καὶ ἡ σύνθεση τους; Πάντα φοβᾶμαι μήπως πίσω ἀπὸ τὴ μουσικὴ μίας εὔηχης λέξης κρύβεται ἕνας κακὸς ἡγεμόνας- ἕνας ἅρπαγας, μωροφιλόδοξος ἀνθρωπάκος πού θέλει νὰ διαιωνίσει τὸ ὄνομα του, νὰ καλοπιάσει τὸ Θεὸ ἤ νὰ κολακέψει τὴ γυναίκα του.
- Μὰ δὲν εἶναι οἱ ἡγεμόνες καὶ οἱ στρατηγοὶ πού καθορίζουν τὸ χαρακτήρα μίας νέας πόλης, ἀπάντησα. Νομίζω πώς οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν ἐκεῖ κάνουν τὴν πόλη ὄμορφη ἤ ἄσκημη, φιλόξενη ἤ ἐχθρικὴ κι ἐπιθετική, νοικοκυρεμένη ἤ βρώμικη κι ἀνοργάνωτη.
- Ἴσως νὰ μιλοῦμε γιὰ ἄλλες πόλεις ἐσὺ καὶ γιὰ ἄλλες ἐγώ, εἶπε εὐγενικὰ ὁ γέροντας. Ἴσως νὰ μιλοῦμε καὶ γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους ἐσύ, γιὰ ἄλλους ἐγώ. Ἡ διαφορὰ τῆς ἡλικίας μας εἶναι μεγάλη καὶ δὲν θὰ πρόφτασες νὰ δεῖς πώς χάνουν τὰ χρώματα τους οἱ πόλεις. πώς γίνονται σὰν τὸ χῶμα, γκρίζες ἤ κιτρινωπές. Μὰ ἐγώ πρόλαβα τὶς πόλεις μὲ τοὺς κήπους καὶ τὶς βρύσες, τὶς ἀγορὲς μὲ τὰ λουτρά, τὰ ἐργαστήρια, τὰ ὑφαντουργεῖα, τὰ ἐμπορεῖα καὶ τὰ μικρομάγαζα. Κι ἦταν ὅλοι κι ὅλα μέσα στὸ κέλυφος τῶν τειχῶν καὶ δούλευαν σάν σέ μιὰ κυψέλη. Κι ἤξερες τί ὥρα θὰ πάει ὁ τεχνίτης στὸ καφενεῖο του καὶ τί ὥρα θὰ γύριζε σπίτι του, πότε θὰ τόν ἔβρισκες στὸ τζαμὶ νὰ προσεύχεται καὶ πότε στὸ χαμὰμ νὰ λούζεται. Καὶ καταλάβαινες πότε ἤθελε νὰ μιλήσει, πότε ἤθελε νὰ ἀκούσει καὶ πότε προτιμοῦσε τὴ σιωπή.
Διέσχιζα ὅλη τὴν Ἀνατολὴ μὲ τὸ καραβάνι τοῦ ἀφεντικοῦ μου. Κι ἔβλεπα τὶς πόλεις ἀπὸ μακριά, μιὰ-μιά, νὰ ξυπνοῦνε καθὼς φτάναμε πάντα ξημερώματα. Οἱ ἐξοχές, τὰ μποστάνια, τό ποτάμι, τὰ τείχη, κι ὕστερα οἱ πύλες πού ἄνοιγαν μὲ τὸ πρωινὸ κάλεσμα τοῦ μουεζίνη, γνώριμα πρόσωπα ἀνώνυμων ἀνθρώπων, γνώριμες κινήσεις, γνώριμοι ἦχοι πού πλήθαιναν ὅσο ἀνέβαινε ὁ ἥλιος καὶ μεῖς, μετὰ τὸ ξεφόρτωμα καὶ τὴν ἀποθήκευση, τραβούσαμε γιὰ τὸ λουτρὸ δίπλα στὸ χάνι κι ὕστερα σκορπούσαμε ὁ καθένας στὸ στέκι πού γνώριζε κι ἀγαποῦσε.
Θυμοῦμαι ἕνα γεροντάκι στὴ Δαμασκό, πού δούλευε τὸ ξύλο κι ἔφτιαχνε θῆκες γιὰ κοσμήματα, τάβλια, μικρὲς κασέλες, μπακλαβαδωτὲς διακοσμήσεις γιὰ ταβάνια. Περνοῦσα ὧρες νὰ τὸν κοιτῶ νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ τὸν ἀκούω νὰ μοῦ μιλάει. Ἔλεγε ἱστορίες γιὰ τὰ ξύλα καὶ τὴ ζωὴ τους. Μοῦ ἔδειχνε τὰ πιὸ πολύτιμα, αὐτὰ πού ἔρχονταν ἀπὸ τὴ Λιβύη, τὸ κυπαρισσόξυλο, τὴ θύα, πού μοιάζει μὲ τὸ κυπαρίσσι, τὸ ξύλο τοῦ λωτοῦ.
Μιλοῦσε γιὰ τὴ χώρα τῶν λωτοφάγων, ἐκεῖ πού βρέθηκαν, λέει, κάποτε κάτι ἕλληνες ναυτικοί, γιατί τὰ φοβερὰ θαλάσσια ρεύματα τοὺς ἔσυραν μακριὰ ἀπὸ τὸν προορισμό τους. Βρῆκαν τοὺς ὥριμους λωτοὺς καί, πεινασμένοι καθὼς ἦταν, ἔφαγαν τόσους πολλοὺς πού γλυκάθηκαν κι ἔχασαν τὴ μνήμη τους, ξέχασαν τὸ σκοπό τους κι ἔμειναν ἐκεῖ. Στὴ μακρινὴ Λιβύη.

Κι ὅσο μιλοῦσε ὁ ξυλουργὸς γιὰ τοὺς λωτοὺς πού ἔφαγαν οἱ Ἕλληνες, ἐμένα τὸ μυαλό μου γυρνοῦσε πάλι στὸν Τζουρτζὶρ καὶ τὴν ὄμορφη κόρη του πού ζοῦσαν στὴ Λιβύη. Κι ὅταν τὸ εἶπα μιὰ φορὰ στὸ γέροντα, αὐτὸς γέλασε μὲ τὴν καρδιά του. Γέμισε δυὸ ποτηράκια μὲ ἀράκ, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ντουλάπι ἕνα πιάτο μὲ βρασμένα κουκιὰ καὶ ρεβύθια, τράβηξε ἕνα σκαμνάκι κοντά μου καὶ εἶπε μὲ τὸν καλωσυνάτο του τρόπο:
- Μπορεῖ νὰ ἔχεις καὶ δίκιο. Κάπως ἔτσι θὰ βρέθηκε ὁ Τζουρτζὶρ νὰ εἶναι διοικητὴς τῆς βόρειας Ἀφρικῆς. Δὲν ἀποκλείεται νὰ ἦταν ἀπόγονός τους. Μόνο πού ἂν μετρήσουμε τὰ χρόνια πού τοὺς χωρίζουν, θὰ βγάζαμε ὅτι ἀπὸ τὸ πρῶτο ἐκεῖνο ταξίδι ὡς τὴν ἐποχὴ πού γευνήθηκε ὁ Τζουρτζίρ, περάσανε 50, ἴσως καὶ 60 γενιές.
Κι ἔκανε τὸν ὑπολογισμὸ στὸν ἄβακα, πού εἶχε γιὰ τοὺς λογαριασμούς του, κι ἔβγαλε 1.300 μὲ 1.500 χρόνια νὰ χωρίζουν τὶς 50-60 γενιές.
- Ὅσα, περίπου, μᾶς χωρίζουν καί μας, σήμερα, ἔλεγε, ἀπὸ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς Ἐγείρας.
Μὰ ἐγώ, εἰκοσάχρονος ἀκόμα τότε, δὲν ἤξερα νὰ μετρῶ τὸ χρόνο. Τὸ παρελθόν μου φαινόταν κοντά, καὶ μεῖς ἡ συνέχειά του. Οἱ γενιές, οἱ αἰῶνες, οἱ χιλιετίες, μοῦ φαίνονταν σάν  τοὺς μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους σταθμούς, τὶς ὀάσεις καὶ τὰ παζάρια, στὸ δρόμο τῶν καραβανιῶν. Γιὰ μένα ἡ Κωνσταντινούπολη ἤ ἡ Ἱερουσαλὴμ βρίσκονταν τόσο κοντὰ καὶ τόσο μακριὰ ὅσο τὰ χίλια ἐυνιακόσια τόσα χρόνια πού μετροῦσαν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὴ γέυνηση τοῦ Θεοῦ τους. Καὶ ἡ Μέκκα ἤ ἡ Μπόζρα τόσο κοντὰ καὶ τόσο μακριά, ὅσο τὰ χίλια τριακόσια τόσα χρόνια πού μετρούσαμε ἐμεῖς ἀπὸ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς Ἐγείρας, κι εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Προφήτη μας. Οἱ ἀποστάσεις καὶ οἱ σιωπές, οἱ πολύμηνες νυχτερινὲς πορεῖες καὶ οἱ ἀφίξεις μας τὰ ξημερώματα, οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, οἱ φοινικιὲς τῆς Παλμύρας, τὰ ἁρμιρίκια στὶς ὄχθὲς τοῦ Εὐφράτη, ἦταν γιὰ μένα ὁ μόνος κατανοητὸς χρόνος. Χρειάστηκε νὰ γίνει ὁ Πρῶτος Πόλεμος, νὰ χαραχτοῦν τὰ σύνορα, νὰ μποῦν τὰ τελωνεῖα, νὰ σταματήσουν τὰ πήγαινε-ἔλα τῶν καραβανιῶν, γιὰ νὰ μάθω κι ἐγώ νὰ μετρῶ ἀλλιῶς τὶς ἀποστάσεις καὶ τὸ χρόνο. Μὰ τότε ἀκόμα ἤμουν εἴκοσι χρονῶν. Δὲν κατάλαβα τοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ φίλου μου στὸν ἄβακα, μὰ σεβάστηκα τὴν ἡλικία καὶ τὶς γνώσεις του, καὶ δὲν εἶπα τίποτα.
Ἤπιαμε τὸ ἀράκ μας ἥσυχα καὶ ξαναγύρισε ὁ γερὸ-μάστορας στὰ ξύλα του.

ΟΙ ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

Ὅταν τελείωνε ὁ ξυλουργός της Δαμάσκου τὶς ἱστορίες γιὰ τὰ ξύλα καὶ τοὺς λωτοφάγους, τοὺς κέδρους καὶ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, τὰ νεαρὰ πεῦκα, τὶς ἀγριοκορομηλιές καὶ τοὺς κατασκευαστὲς τῶν μουσικῶν ὀργάνων, τὸ χρυσοξύλο καὶ τὸ χλωρὸ ἐλατοκυπάρισσο, ἔπιανε ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν πιὸ ἀγαπημένη του διήγηση, τὴν χιλιοειπωμένη.
Ἦταν κι ἡ μακρινὴ γιαγούλα μου Ἑλληνίδα, ἔλεγε. Ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου. Κι ἦταν κορίτσι δώδεκα χρονῶν ὅταν μαθεύτηκε στὸ νησὶ πώς σκοτώθηκε ὁ Τζουρτζίρ, πέρα στὴν Ἰφρικία. Τρόμος καὶ φόβος ἔπεσε στὴν ἀπομονωμένη Κύπρο, γιατί μέσα σὲ δέκα-δώδεκα χρόνια οἱ δικοί μας, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἀλλάχ, εἴχανε κάνει δικὴ τους ὅλη τὴν Ἀνατολὴ πού ἀγκαλιάζει τὸ νησί, ἀπὸ τὰ ὄρη τοῦ Ταύρου στὰ βόρεια, μέχρι τὸ τρίστομο τοῦ Νείλου στὰ νότια. Ὅλα τὰ παράλια ἤτανε πιὰ δικά μας καὶ ἡ γιαγιούλα μου, ἀπὸ τότε πού γεννήθηκε, ἄλλο δὲν ἄκουγε ἀπὸ καταστροφὲς καὶ ἧττες. Θρῆνοι γιὰ τὴν παράδοση τῆς Δαμάσκου, μοιρολόγια γιὰ τὸ χαμὸ τῆς Ἀντιόχειας, παρακλήσεις γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ἱερουσαλήμ, πένθος βαρὺ γιὰ τὸ πάρσιμο τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἀπελπισία γιὰ τὴν κατάρρευση τῶν χριστιανικῶν δυνάμεων στὴν Ἀφρική. Κι ἡ γιαγούλα μου πατοῦσε μόλις τὰ δώδεκα, ὅταν μαθεύτηκε πώς ὁ διοικητὴς τῆς Συρίας, ὁ δραστήριος κι ἄξιος Μωαβία, ναυπηγοῦσε τώρα στόλο στὰ παράλια τοῦ Λιβάνου καὶ πώς σύντομα, πολὺ σύντομα, οἱ Μωαμεθανοὶ θὰ βάζανε τὰ πόδια τους στὴ θάλασσα. Κι ἄρχισαν ξανὰ οἱ ὁλονυκτίες καὶ οἱ παρακλήσεις. Μὰ ὁ Χαλίφης μας, λένε, δὲν ἔδινε τὴν ἄδεια στὸν Μωαβία νὰ κλείσει τοὺς πολεμιστές μας σὲ καράβια, γιατί ἦταν ὅλοι ἄνθρωποι τῆς ἐρήμου καὶ κανεὶς δὲν γνώριζε ἀπὸ θάλασσα.
Τὰ καλὰ νέα ἔφτασαν γρήγορα στὴν Κύπρο κι ὁ κόσμος ἀνάσανε. Οἱ γεροντότεροι ὅμως εἶπαν πῶς, ἀργὰ ἡ γρήγορα, τὰ πλοῖα πού χτίζει ὁ Μωαβία θὰ ἔβαζαν πλώρη γιὰ ἀπέναντι, καὶ ποιὸς θὰ τὰ σταματοῦσε; Μὲ οὔριο ἄνεμο, λένε, σὲ πέντε-ἔξι ὧρες βρίσκεσαι ἀπὸ τὴ Βηρυττὸ στὴ Σαλαμίνα.
Ὁ ξυλουργός της Δαμασκοῦ μιλοῦσε δουλεύοντας σκυμμένος πάνω στὸν πάγκο του καί, κάθε τόσο, σήκωνε τὸ κεφάλι γιὰ νὰ ρίξει μιὰ ματιὰ ἔξω ἀπὸ τὸ στενὸ παράθυρο, νὰ δεῖ ἀντίκρι τὸ μαντρότοιχο τοῦ ὀρθόδοξου Πατριαρχείου. Κοιτοῦσε τὸν ψηλὸ μαντρότοιχο σὰ νὰ ἤθελε νὰ δεῖ πίσω ἀπὸ αὐτὸν τὴ γιαγιά του, κι ὕστερα ἔσκυβε ξανὰ τὸ κεφάλι καὶ τοὺς ὤμους, καὶ συνέχιζε τὴ δουλειά του καὶ τὴ διήγηση.
Ὅπως τὸ εἶχαν προβλέψει οἱ γεροντότεροι, ἔτσι κι ἔγινε. Ἦταν τὸ 28ο ἔτος τῆς Ἐγείρας, τὸ ἔτος 649 τῶν Χριστιανῶν, ὅταν ὁ Χαλίφης μας ἔδωσε τὴν ἄδεια τῆς ἐπίθεσης στὸ Μωαβία, μὲ δυὸ ρητοὺς ὅρους: ὁ πρῶτος ἦταν νὰ πάρει μαζί του μόνον ἐθελοντές, κι ὁ δεύτερος νὰ βάλει στὸ πλοῖο του τὴν ἀγαπημένη του γυναίκα, τὴν Φακχιτάχ, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ μεγαλύτερο τὸ βάρος τῆς εὐθύνης ἀπέναντι στοὺς πιστούς τοῦ Ἀλλὰχ πού θα ΄ριχνε στὴν ἄγνωστη θάλασσα.
Ὁ Μωαβία λοιπὸν πῆρε μαζί του τὴν Φακχιτὰχ κι ὁ ὑποδιοικητὴς τοῦ στόλου, ὁ γευναῖος Οὐμπάτα ἴμπν Ἀσαμίτ, πῆρε μαζί του τὴν ἅγια γυναίκα του, τὴν Ὀὔμ Χαράμ, πού ἦταν συγγενὴς τοῦ Προφήτη μας, κι εὐλογημένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομὰ του. Λένε ἀκόμα πώς σὲ αὐτή τὴν πρώτη μας θαλασσινὴ ἐκστρατεία ἔλαβαν μέρος χίλια πεντακόσια πλοῖα, μεγάλα καὶ μικρά.
Ἡ προγιαγιούλα μου ἤτανε τότε δεκατεσσάρων χρονῶν. Κι ὅταν ἄκουσε τὰ σήμαντρα τῶν ἐκκλησιῶν νὰ καλοῦνε τὸ λαὸ στὶς ἐπάλξεις κι εἶδε τὸ στόλο μας ἀγκυροβολημένο μπροστὰ στὰ τείχη τῆς Σαλαμίνας, μάζεψε τὶς μακριὲς πλεξοῦδες της σ' ἕνα μαῦρο τσεμπέρι, φόρεσε μιὰ βράκα τοῦ ἀδελφοῦ της κι ἔτρεξε στὰ τείχη. Μὰ δὲν κάθισε νὰ βοηθήσει τὰ γυναικόπαιδα πού κουβαλοῦσαν πέτρες γιὰ τὶς βαλίστρες καὶ νερὸ γιὰ τοὺς στρατιῶτες. Ἀνέβηκε τὶς ψηλοκρεμαστὲς σκάλες κι ἔφτασε στὶς πολεμίστρες τῆς ἀνατολικῆς πύλης, ἐκεῖ πού ἔπεφτε τὸ βάρος τῆς ἐπίθεσης, τὸ βάρος τῆς ἄμυνας. Οὔτε ὁ πατέρας της δὲν τὴ γνώρισε. Καὶ πολέμησε μὲ τοὺς ἄντρες, σὰν τοὺς ἄντρες.
Καὶ πέρασαν ὧρες πολλὲς καὶ τὸ ἕνα κύμα ἀκολουθοῦσε τὸ ἄλλο, πιὸ ὁρμητικό, πιὸ ἀποφασισμένο. Μὰ ἡ Σαλαμίνα κρατοῦσε ἀκόμα. Κι ὅταν κάποτε κατάφεραν οἱ δικοί μας νὰ ἀνοίξουνε τὴν πρώτη ρωγμὴ στὸ ἀνατολικὸ τεῖχος κι ἔριξαν ὅλες τὶς ἐπίλεκτες δυνάμεις τους ἐκεῖ, ἕτοιμες γιὰ τὸ μεγάλο γιουρούσι, ἡ γιαγιούλα μου πολέμησε μὲ πέτρες καὶ μὲ ξύλα μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Σὰν τὸ λιονταρόπουλο. Πρώτη ἀνάμεσα στοὺς πρώτους. Κι ὕστερα, μέσα στὴ φοβερὴ σύγχυση καὶ τὰ σύυνεφα τῆς σκόνης πού σηκώθηκαν καθὼς γκρεμίζονταν μὲ πάταγο οἱ πέτρες, πρόφτασε καὶ πήδηξε ἀπὸ τὶς ἐπάλξεις στὴ στέγη τοῦ στάβλου κι ἀπὸ κεῖ ἔτρεξε νὰ κρυφτεῖ στὸ φεγγίτη τοῦ πύργου, δίπλα στὴν πύλη.
Δὲν εἶδε τὴ σφαγὴ πού ἀκολούθησε. Κουλουριασμένη ὅμως στὴν κρυψώνα της ἄκουγε τοὺς ἀλαλαγμοὺς καὶ τοὺς ὀλολυγμούς, τὶς κραυγὲς τῆς βάναυσης χαρᾶς, τὰ οὐρλιαχτὰ τοῦ ἄγριου τρόμου, καὶ τῆς κόπηκε ἡ λαλιά.
Κι ἔχουνε νὰ λένε πώς ἡ Σαλαμίνα, μιὰ ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες πόλεις τῆς Κύπρου, καταστράφηκε συθέμελη κι ὅτι κανεὶς δὲν κατοίκησε πιὰ τὰ στοιχειωμένα ἐρείπια της.
Ὅταν, τέλος, κόπασε τὸ κακό, οἱ δικοί μας μαζέψανε τὰ λάφυρα καὶ μοίρασαν μεταξύ τους τοὺς αἰχμαλώτους. Καὶ ἡ ἄλαλη κοπελούδα, ἡ προγιαγιούλα μου, πού τὴ βρῆκαν μέσα στὰ γκρεμισμένα τείχη καὶ τὴ νόμιζαν ἀγόρι, ἔπεσε στὸ μερτικὸ τοῦ ὑποδιοικητῆ, τοῦ γευναίου Οὐμπάτα ἴμπν Ἀσαμίτ. Κι αὐτή, τρέμοντας σὰν τὸ φυλλαράκι ἀνάμεσα σὲ τόσους πολεμιστές, μόλις εἶδε τὴν ἅγια Οὔμ Χαράμ, πῆγε κι ἔπεσε στὰ πόδια της. Ἔβγαλε τὸ μαῦρο τσεμπέρι καὶ χύθηκαν οἱ χρυσαφένιες της πλεξοῦδες στὸ χῶμα. Τότε ἡ σπλαχνικιὰ γυναίκα, πού ἦταν ἀνηψιὰ τοῦ Προφήτη, πῆρε στὰ χέρια της τὰ χέρια τῆς αἰχμάλωτης κι ἄρχισε νὰ τῆς μιλάει.
Τῆς ἔλεγε νὰ μὴ φοβᾶται πιά. Τῆς ἔλεγε πώς θὰ τὴν πάρει μαζί της στὴ Δαμασκό, πώς θὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ κρατήσει τὴν πίστη της καὶ πώς θὰ ζήσει κοντά της, ἕνα μὲ τὰ παιδιά της, ἥσυχα κι ὄμορφα. Τῆς μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἰωάυνη τοῦ Βαπτιστῆ, τὴ μητρόπολη τῶν Χριστιανῶν τῆς Δαμασκοῦ, ἐκεῖ πού εἶναι τὸ μεγάλο μας τζαμὶ μὲ τὶς χρυσοπράσινες ψηφίδες. Τῆς εἶπε κι ἀλλά  πολλὰ γλυκὰ καὶ ζεστὰ λόγια. Τὸ κορίτσι δὲν καταλάβαινε, μὰ ἔνιωθε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καλωσύνη τῆς σεβάσμιας γυναίκας κι ἔπαψε νὰ τρέμει.
Στὸ στρατόπεδο, ἔξω ἀπὸ τὰ γκρεμισμένα τείχη τῆς Σαλαμίνας, οἱ πολεμιστὲς μας ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν ἐπιδρομὴ στὸ ὑπόλοιπο νησί, πού ἦταν πλούσιο κι εὐλογημένο. Τὴ νύχτα, γύρω ἀπὸ τὶς φωτιές, ἄλλοι μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἐπιδρομὴ στὴ Ρόδο, ἄλλοι γιὰ τὴν Κρήτη, μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κύπρου, κι ὅλοι ὀνειρεύονταν τὸ κούρσεμα τῶν χριστιανικῶν νησιῶν, ὥσπου, ξαφνικά, ἦρθε εἰδοποίηση πώς ἔφτανε ὁ ἑλληνικὸς στόλος πού ἔστελνε ἐναντίον τους ὁ Αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ νεαρὸς Κώνστας.
Κανεὶς δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ἀναμετρηθεῖ, τότε ἀκόμα, μὲ τὸ χριστιανικὸ στόλο στὴ θάλασσα, καὶ οἱ ἐντολὲς τοῦ Χαλίφη ἦταν ρητές. Ἀποφάσισαν, λοιπόν, νὰ μποῦνε στὰ πλοῖα καὶ νὰ γυρίσουν στὴ Συρία.
Μὰ ἡ Οὔμ Χαρὰμ ἔλειπε.
Λένε πώς εἶχε ἀκολουθήσει τὸν ἄντρα της ὡς τὴν Κύπρο, γιὰ νὰ καταφέρει νὰ πάει μέχρι τὶς ἁλυκές, νότια της Λάρνακας, νὰ δεῖ ἕνα μετεωρίτη πού ἔπεσε κάποτε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἤτανε, λέει, σὰν τοὺς μαύρους ὀγκόλιθους πού προσκυνοῦσαν οἱ ἀραβικὲς φυλὲς στὴ Μέκκα, πρὶν διδάξει ὁ Προφήτης μας τὴν ὀρθὴ πίστη, κι εὐλογημένο τὸ ὄνομα Ἐκείνου. Κι εἶχε φύγει τώρα, μὲ δυὸ ἔμπιστους συνοδούς, καὶ πώς νὰ τὴν προλάβουν;
Σούρουπο καβαλίκεψε τὸ ἄλογό του ὁ γευναῖος στρατηγὸς καὶ πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴ Λάρνακα. Μὰ πρὶν προφτάσει νὰ δεῖ τὴν ἁλυκὴ ν' ἀσημίζει, τὸν πρόφτασαν τὰ μαῦρα μαντάτα.
Πῶς ἀκριβῶς ἔγινε τὸ κακὸ κανεὶς δὲν ἔμαθε ποτέ. Ἄλλοι λένε πώς καθὼς καλπάζανε οἱ τρεῖς καβαλάρηδες παραπάτησε τὸ ἄλογο τῆς σεβάσμιας γυναίκας κι ἔπεσε ρίχνοντας κάτω τὴν κυρά του. Ἄλλοι, πάλι, ἰσχυρίζονται πώς τρόμαξε μόλις ἀντίκρισε τὸ μετεωρίτη καὶ σηκώθηκε ἀπότομα στὰ δυὸ πισινὰ του πόδια.
Ὅπως καὶ νά ΄γιναν τὰ πράγματα, ἡ σεβάσμια Οὔμ Χαρὰμ ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἄλογό της καὶ σκοτώθηκε, ἐκεῖ στὶς ἁλυκὲς τῆς νότιας Κύπρου. Κι ὁ ἄντρας της τὴν ἔθαψε δίπλα στὸ μετεωρίτη. Ὁ τάφος της σώζεται μέχρι σήμερα κι εἶναι προσκύνημα ἱερὸ γιὰ ὁλόκληρο τὸν ἀραβικὸ κόσμο. Ὅμως τώρα, πού ἔδωσε ὁ Σουλτάνος τὴν Κύπρο στοὺς Ἐγγλέζους, δὲν ἄκουσα κανέναν νὰ πῆγε στὸν τάφο τῆς ἀνηψιᾶς τοῦ Προφήτη τὰ τελευταῖα χρόνια.
Μετὰ τὴν ταφή, ὁ γευναῖος Οὐμπάτα ἴμπν Ἀσαμίτ κάλεσε τὴν προγιαγιούλα μου πού ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη τὴ νέα συμφορά της κι ἔτρεμε σὰν τὸ φυλλαράκι. Γιὰ νὰ τιμήσει τὴ μνήμη τῆς νεκρῆς καὶ χιλιαγαπημένης του γυναίκας, ὁ ὑποδιοικητὴς τοῦ στόλου μας χάρισε τὴν προστασία του στὴ νεαρὴ αἰχμάλωτη. Κι ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Δαμασκό, ζήτησε νὰ δεῖ τὸν ἄρχοντα Ἰωάυνη, τὸ διοικητὴ τῶν Χριστιανῶν τῆς πόλης μας, τὸ σοφὸ ἄνθρωπο πού εἶχε ὑπογράψει τὴ συνθήκη γιὰ τὴν παράδοση τῆς πόλης του στὸ στρατηγό μας, τὸν Καλίντ Ἂλ Βαλίντ, τὸ ἔτος 14 τῆς Ἐγειρας. Τὸν εἶχαν σὲ τόση ἐκτίμηση οἱ δικοί μας, λένε οἱ παλαιοί, ὥστε τὸν εἶχαν ἀφήσει νὰ διοικεῖ ὁλόκληρη τὴν πόλη, τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς πιστοὺς τοῦ Ἀλλάχ. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Οὐμπάτα ἴμπν Ἀσαμίτ θέλησε νὰ πάει ὁ ἴδιος ὡς τὸ παλάτι τοῦ Ἰωάυνη. Τοῦ ἐξιστόρησε τὸ κούρσεμα τῆς Σαλαμίνας, τοῦ μίλησε γιὰ τὸ χαμὸ τῆς ἀγαπημένης του Οὔμ Χαρὰμ καὶ τοῦ παρέδωσε τὴν αἰχμάλωτη κοπελούδα.
Κι ὁ ἄρχοντας Ἰωάννης ἔστειλε τὸ κορίτσι στὸ μοναστήρι τῆς Μαριεμανά, στοὺς λόφους δυτικά τῆς Δαμασκοῦ, γιὰ νὰ συνέλθει καὶ νὰ βρεῖ ἐκεῖ τὴ θαλπωρή. Κι οἱ καλόγριες τὸ φρόντισαν κοντὰ δυὸ χρόνια, ὥσπου νὰ ξαναβρεῖ τὴ λαλιά του, κι ὕστερα τὸ ἔστειλαν πίσω στὸν Ἰωάυνη, γιὰ νὰ τὸ παντρέψει μὲ κάποιον Χριστιανό. Μὰ ἡ προγιαγιούλα μου ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Οὐμπάτα ἴμπν Ἀσαμίτ. Κι ὁ ἄρχοντας Ἰωάννης τὴν ἔστειλε μὲ πλούσια δοσίματα στὸ γευναῖο στρατηγό. Κι ἔπεσε στὰ πόδια του ἡ κοπελιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει πού τὴν ἔσωσε καὶ νὰ τοῦ ζητήσει γιὰ χάρη νὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ μείνει στὸ σπίτι του νὰ ὑπηρετεῖ τὴν οἰκογένειά του καὶ τὰ παιδιὰ τῆς ἅγιας Οὔμ Χαράμ.
Κι ὁ γενναῖος καὶ σπλαχνικὸς Οὐμπάτα ἴμπν Ἀσαμίτ τῆς εἶπε:
Εἶσαι ἄξια κόρη καλῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας καὶ σοῦ ἀξίζει καλύτερη τύχη. Θὰ σὲ παντρέψω μὲ τὸν ἀνιψιό μου, τόν ἀρχηγὸ τῆς συντεχνίας τῶν ξυλουργῶν τῆς Δαμασκοῦ, τόν πιό προικισμένο τεχνίτη τῆς φυλῆς μας. Θὰ κρατήσεις τὴν πίστη σου καὶ θὰ μαθαίνεις τὴ γλῶσσα σου στὰ παιδιά σας. Εἴμαοτε ὅλοι λαοὶ τῆς Βίβλου καὶ θὰ ζήσουμε εἰρηνικὰ μέσα στό Χαλιφάτο. Ἀπό σᾶς ἔχουμε ἀκόμα πολλὰ νὰ μάθουμε. Φρόντισε τὰ παιδιά σου νὰ γίνουνε καλοὶ τεχνίτες σὰν τὸν πατέρα τους καὶ μόρφωσε τα μὲ τὴ δικὴ σας παιδεία. Ὁ Ἀλλὰχ εἶναι μεγάλος καὶ φιλεύσπλαχνος.

Πέρασαν ἀπὸ τότε πολλὰ χρόνια κι ἦρθαν κι ἔφυγαν πολλὲς γενιές, συνέχισε ὁ γερὸ-ὑφαντῆς. Μὰ ὁ καλύτερος μάστορας τοῦ ξύλου, σὲ ὁλόκληρη τὴ Δαμασκό, ἀνῆκε πάντα στὸ γένος ἐκεῖνο. Κι ὁ μακρινὸς ἐγγονὸς τῆς Κυπριωτοπούλας διηγιόταν πάντα ἱστορίες παράξενες γιὰ τοὺς παλιοὺς ἕλληνες ναυτικοὺς πού ἐξώκειλαν στὴ γῆ τῶν λωτοφάγων καὶ γιὰ κείνους τοὺς ἄλλους πού ἔχτισαν πόλεις μεγάλες καὶ τρανές, ὅπως ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Γέρασα, ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Πτολεμαΐδα, κι ἔλεγε πώς τὸ Χαλέπι τὸ ἔλεγαν Βέροια καὶ τὴν Οὔρφα Ἔδεσσα, ὅπως ὀνόμαζαν τὶς πόλεις τους στὴ γῆ τῆς Μακεδονίας. Κι ἔλεγε ἱστορίες παράξενες πολὺ καὶ περνοῦσαν ἔτσι οἱ μέρες ὥσπου φεύγαμε ἀπὸ τὴ Δαμασκό, κι ὅταν γυρίζαμε, σὲ ἕξι μῆνες, ἔτρεχα ξανὰ νὰ τὸν βρῶ. Ὥσπου μιάν ἄνοιξη πού γύρισα βρῆκα κλειστὸ τὸ ἐργαστήριο. Γύρισα, ἔψαξα, χτύπησα πόρτες, ρώτησα, μπῆκα σὲ μαγαζιά, σὲ ξυλουργεῖα, σέ ἀποθῆκες, μὰ κανεὶς στὴ γειτονιὰ δὲν θέλησε νὰ μοῦ πεῖ πώς τὸν εἶχαν ἁρπάξει ἕνα βράδυ οἱ ἄντρες τῆς ὀθωμανικῆς ἀστυνομίας καὶ τὸν κρέμασαν μαζὶ μὲ τοὺς γιούς του, τὸ ἑπόμενο πρωί, στὴν Πλατεία τῶν Μαρτύρων, γιατί ἦταν, λέει, μέλη τῆς ἀραβικῆς ὀργάνωσης γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Συρίας.
Κι ἔτσι γιὰ μένα ἔσβησε πιὰ ἡ Δαμασκός. Ὅταν γύριζα στὴν κίτρινη πόλη, πού εἶχε χάσει τὸν ἄξιο τεχνίτη της, δὲν ἀναγνώριζα οὔτε τὰ πρόσωπα οὔτε τοὺς ἤχους της. Οἱ ἀποστάσεις καὶ οἱ σιωπὲς μεγάλωσαν, τὰ σύνορα μᾶς περικύκλωσαν. Οἱ γάλλοι κατακτητές, πού διαδέχθηκαν τοὺς Ὀθωμανούς, ἔφτιαξαν νέα κτίρια, χάλασαν τοὺς κήπους, ἄνοιξαν δρόμους, γκρέμισαν τὶς γειτονιὲς μὲ τὰ ἐργαστήρια, καὶ ἡ πόλη δὲν εἶχε πιὰ τὸ παραμύθι της. Πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομά της δὲν ἔκρυβε παρὰ τὴν ἀσχήμια τῶν κυβερνητῶν της. Κάπως ἔτσι νομίζω πώς βουλιάζουν οἱ πόλεις.  Τὰ εὔηχα ὀνόματα μποροῦν νὰ σὲ ἐξαπατήσουν: Ἀπολλωνία, Κυρήνη, Ἀδριανή, Βερενίκη, Ἀρσινόη, Κωνσταντίνη, Σαβράθα, Ἀμμόχωστος, Κυρήνεια, Σαλαμίνα, Λαοδίκεια, Ἀπάμεια, Σελεύκεια, Ἐπιφάνεια, Ἄμιδα, τί ὄμορφα πού ἀκούγονται ὅλα τοῦτα! Μὰ γνώρισα πολλὲς πόλεις πού λαχταροῦσα νὰ δῶ καὶ μαύρισε ἡ καρδιά μου, σὰν τὸν μετεωρίτη πού κρέμεται πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τῆς ἅγιας Οὔμ Χαράμ.

Καθὼς ἀνέβηκε ψηλὰ ὁ ἥλιος καὶ χάθηκαν οἱ ἴσκιοι, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ἀλάνας ὁ φούρναρης ξεφούρνιζε καυτὲς-καυτές τὶς στρογγυλὲς πίτες καὶ ὁ παραγιὸς του τὶς ἅπλωνε στὸ δρόμο, κατάχαμα, γιὰ νὰ κρυώσουν. Πῆρα τὸ δισάκι μου καὶ χαιρετῶντας τὸν ἑκατοντάχρονο γέροντα τοῦ εἶπα πώς τίποτα δέν χάθηκε. Οἱ πόλεις καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἦχοι καὶ οἱ κινήσεις, τὰ χρώματα, τὰ παραμύθια, εἶναι πάντα ἐκεῖ. Μόνον ἐμεῖς γερνοῦμε κι ἀπομακρυνόμαστε. Κι ἕνας δικός μας ποιητής, ὁ Σεφέρης, πού ἔζησε στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς κι εἶχε μάτια καὶ ψυχὴ γιὰ νὰ βλέπει καὶ νὰ νιώθει, ἔγραψε πώς: «Στὴ Δαμασκό, μιὰ νύχτα ἀγρύπνιας μοῦ φάνηκε τὸ πέρασμα τῆς Οὔμ Χαράμ, τῆς βαθυσέβαστης γενιᾶς τοῦ Προφήτη. Ἄκουγα πέταλα σὰν ἀργυρᾶ δηνάρια κι ἐκείνη λὲς καὶ διάβαινε λόφους ἁλάτι κατὰ τὴ Λάρνακα, στὴ μούλα της καβάλα. Περίμενα μέσα σὲ δροσερὰ κλωνάρια δαγκώνοντας τὸν καρπὸ τῆς μυρτιᾶς, τὰ μάτια μου τ' ἀγκύλωνε μιὰ ἀσπράδα, ἴσως τ' ἁλάτι, ἴσως τὸ φάσμα της.»
- Σαλὰμ ἀλέκουμ γέροντα, εἶπα.
- Ἀλέκουμ σαλάμ,  ἀποκρίθηκε,  καὶ νὰ προσέχεις στὸ δρόμο σου τοὺς μετεωρίτες.

2 σχόλια:

  1. ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( Κωνσταντῖνος Καβάφης)

    Ὥστε κοντεύουμε νὰ φθάσουμ’, Ἔρμιππε.
    Μεθαύριο, θαρρῶ• ἒτσ’ εἶπε ὁ πλοίαρχος.
    Τουλάχιστον στὴν θάλασσά μας πλέουμε•
    νερὰ τῆς Κύπρου, τῆς Συρίας, καὶ τῆς Αἰγύπτου,
    ἀγαπημένα τῶν πατρίδων μας νερά.
    Γιατί ἔτσι σιωπηλός; Ρώτησε τὴν καρδιά σου,
    ὅσο πού ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα μακρυνόμεθαν
    δὲν χαίροσουν καὶ σύ; Ἀξίζει νὰ γελιούμαστε; —
    αὐτὸ δὲν θὰ ’ταν βέβαια ἑλληνοπρεπές.

    Ἂς τὴν παραδεχθοῦμε τὴν ἀλήθεια πιά•
    εἴμεθα Ἕλληνες κ’ ἐμεῖς — τί ἄλλο εἴμεθα; —
    ἀλλὰ μὲ ἀγάπες καὶ μὲ συγκινήσεις τῆς Ἀσίας,
    ἀλλὰ μὲ ἀγάπες καὶ μὲ συγκινήσεις
    πού κάποτε ξενίζουν τὸν Ἑλληνισμό.

    Δὲν μᾶς ταιριάζει, Ἔρμιππε, ἐμᾶς τοὺς φιλοσόφους
    νὰ μοιάζουμε σὰν κάτι μικροβασιλεῖς μας
    (θυμᾶσαι πώς γελούσαμε μὲ δαύτους
    σὰν ἐπισκέπτονταν τὰ σπουδαστήριά μας)
    πού κάτω ἀπ’ τὸ ἐξωτερικό τους τὸ ἐπιδεικτικὰ
    ἑλληνοποιημένο, καὶ (τί λόγος!) μακεδονικό,
    καμιὰ Ἀραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο
    καμιὰ Μηδία πού δὲν περιμαζεύεται,
    καὶ μὲ τί κωμικὰ τεχνάσματα οἱ καημένοι
    πασχίζουν νὰ μὴ παρατηρηθεῖ.

    A ὄχι δὲν ταιριάζουνε σ’ ἐμᾶς αὐτά.
    Σ’ Ἕλληνας σὰν κ’ ἐμᾶς δὲν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες.
    Τὸ αἷμα τῆς Συρίας καὶ τῆς Αἰγύπτου
    πού ρέει μὲς στὲς φλέβες μας νὰ μὴ ντραποῦμε,
    νὰ τὸ τιμήσουμε καὶ νὰ τὸ καυχηθοῦμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ποτε δεν παψανε τα φοβερα σκοτεινα χρονια ουτε τοτε ουτε και τωρα και πουσε ακομα! αν τα ματια μας θα προλαβουν να δουν αλλου ειδους καταστροφικες καταστασεις του ανθρωπινου γενους.-

    ΑπάντησηΔιαγραφή