Χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδώ μεγάλα κ’ ὑψηλὰ τριγύρω μου ἔκτισαν τείχη Καὶ κάθομαι καὶ ἀπελπίζομαι τώρα ἐδῶ. Ἄλλο δὲν σκέπτομαι: τὸν νοῦν μου τρώγει αὐτὴ ἡ τύχη• Διότι πράγματα πολλὰ ἔξω νὰ κάμω εἶχον Ἄ ὅταν ἔκτιζαν τὰ τείχη πῶς νὰ μὴν προσέξω Ἀλλὰ δὲν ἄκουσα ποτὲ κρότον κτιστῶν ἢ ἦχον. ἀνεπαισθήτως μ’ ἔκλεισαν ἀπὸ τὸν κόσμον ἔξω ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ |
Φυσικὰ δὲν παραγνωρίζουμε τὴν καλλιτεχνικὴ ἀξία τῶν παληῶν ἑλληνικῶν ταινιῶν, τοῦ ρεμπέτικου ἢ τοῦ λαϊκοῦ τραγουδιοῦ, οὔτε τῆς ζωγραφικῆς τοῦ Θεόφιλου. Οὔτε ἀγνοοῦμε τὴν σημασία τῶν Ἀπομνημονευμάτων τοῦ Μακρυγιάννη, ἂν καὶ αὐτὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ μεγάλη καχυποψία ὅπως καὶ τὸν δημιουργό τους. Αὐτὸ πού προσπαθοῦμε νὰ τονίσουμε σὲ αὐτὲς τὶς γραμμὲς δὲν εἶναι μία καταδίκη τῆς λαϊκῆς ψυχῆς, τῆς τέχνης πού παράγει καὶ τοῦ πῶς αὐτὴ ἐκφράζεται, ἀλλὰ τὸ πόσο προβληματικὸ καὶ δυσοίωνο εἶναι τὸ μέλλον ἑνὸς λαοῦ ὅταν δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο πέραν αὐτῆς τῆς ἔκφρασης νὰ ἐπιδείξη. Δέν φτάνει πού εἴμαστε καταδικασμένοι νά εἰσάγουμε ὅλη τήν σύγχρονη τεχνολογία τῶν ΜΜΕ, ἀλλά καί ὅταν δέν ὑφιστάμεθα τήν ἄμεση προπαγάνδα τους, στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων τά χρησιμοποιοῦμε γιά νά ἀναδεύουμε τήν λαϊκή μας κουλτούρα. Εἶναι καί αὐτό μιά ἔμμεση προπαγάνδα παθητικότητος. Ἔργο ὅμως τοῦ λεγομένου πνευματικοῦ κόσμου πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀναγέννηση τοῦ λαϊκοῦ πνεύματος μὲ διεθνῆ, σύγχρονα ἐρεθίσματα. Διαφορετικά, μπορεῖ ἡ « λαϊκὴ παράδοσή» μας νὰ μὴν σβήσει, νὰ γράφουμε τραγούδια γιά τόν στενό μας περίγυρο καὶ μυθιστορήματα γιά τίς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἡ ἐκτός τῶν τειχῶν ἱστορική ἀδράνεια καί ἐξάρτησή μας ὅμως θὰ παγιωθεῖ…Διότι, ἄλλο ἡ ἔκφραση τῆς ζωῆς καί ἄλλο ἡ προϋπόθεσή της.
Σχετικὰ μὲ τὸ πῶς ἐκδηλώνεται ὁ νεοελληνικὸς λαϊκὸς πολιτισμὸς μέσα στὸ μεταπολεμικὸ καπιταλιστικὸ νεοελληνικὸ περιβάλλον ἀκολουθεῖ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γερασίμου Κακλαμάνη «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ »
« … Ἀπαιτεῖται ἴσως ἐδῶ μιὰ διασαφήνιση τοῦ ὅρου «λαϊκὸς πολιτισμός». Μὲ τὸν ὄρο αὐτὸ ἐννοοῦμε τὶς πολιτιστικὲς ἐκεῖνες ἀντικειμενικοποιήσεις, στὶς ὁποῖες ὁ ὡς στοιχειώδης κοινωνικὴ μονὰς ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τὴν πηγὴ τῶν συγκινήσεών του.
Ὁ ὁρισμὸς μας αὐτὸς δὲν ἀποκλείει νὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι, πού εἴτε ἀγνοοῦμε εἴτε ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τοῦ εἰδικοῦ ἐπιστήμονα. Στὸν ὁρισμὸ αὐτὸ θέλομε νὰ ὑπαγάγωμε ὅλα τὰ ἔργα τέχνης μὲ τὰ ὁποῖα λειτουργεῖ ψυχικὰ ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος, ὡς ἁπλὴ κοινωνικὴ μονάδα. Τὰ ἔργα συνεπῶς αὐτὰ ἀναγνωρίζει ὁλόκληρος ἕνας λαός, ἀνεξαρτήτως αἰσθητικῆς ἀποτίμησης. Μιὰ «καρδιὰ» πού σκαλίζει πάνω σ' ἕνα δένδρο ὁ τσοπάνος, εἶναι κατὰ τὸν ὁρισμὸ στοιχεῖο τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Θέλει ἔτσι νὰ δώση διάρκεια σὲ κάποιο αἴσθημά του, νὰ τὸ μεγεθύνη διαστέλλοντας το χρονικά, καὶ τὸ χαράσσει στὸ δέντρο πού θεωρεῖ παραμόνιμο τῆς δικῆς του ὕπαρξης στὸν κόσμο. Ὅμοια δημιουργεῖ ἔργο λαϊκοῦ πολιτισμοῦ αὐτὸς πού σκαλίζει τὰ ἀρχικά τοῦ ὀνόματός του ( βλ. π.χ. Ἀρ. Βαλαωρίτη, «τὸ ξεριζωμένο δέντρο») ἤ ὁ χωρικός, πού στὴν κεφαλὴ τῆς γκλίτσας του δίνει τὴν μορφὴ τοῦ δράκου τ' Ἅη Γιώργη. Ὁ πρῶτος τείνει σὲ μιὰ ὑπέρβαση τῶν βιολογικῶν του ὁρίων — δηλαδὴ « ἐνιστορεῖται » — καὶ ἐπαναλαμβάνει ὅτι καὶ ὁ μεγάλος αὐτοκράτορας πού κτίζει τὸ μαυσωλεῖο του πρὶν πεθάνη. Ὁ δεύτερος λειτουργεῖ καθαρῶς αἰσθητικά, ὅπως καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι.
Εἶναι προφανὲς ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ πού δώσαμε, ὁ λαϊκὸς πολιτισμὸς προϋποθέτει τὸ «λαϊκὸ πνεῦμα». Προϋποθέτει δηλαδή τοὺς μεγάλους λαϊκοὺς μύθους καὶ παραδόσεις σὲ μίαν ἐνεργὸ κατάσταση. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ δὲν ἐξαφανίζονται ἴσως ποτὲ ἀπό τοὺς λαούς, ἀλλά δὲν εἶναι πάντα ἐνεργά, δηλαδὴ δὲν ὁλοκληρώνονται σὲ διαρκῶς νέες πραγματοποιήσεις. Οἱ μύθοι καὶ οἱ παραδόσεις σχετίζονται τόσο μὲ τὴν ἰδιοσυγκρασία τους, ὅσο καὶ μὲ τὴν ἱστορικὴ τους διαδρομή. Στοὺς Ἕλληνες π.χ. ἐκληροδοτήθη ἀπὸ τὴν Τουρκοκρατία ἡ κοινοβιακὴ βίωση, ἡ ὁποία μὲ τὸ σύγχρονο πολιτικὸ λεξιλόγιο σημαίνει ἐγγενῆ ἀνικανότητα ἀποκτήσεως ταξικῆς συνείδησης. Αὐτό σημαίνει ἀκόμη ὅτι ὁ ὑπάρχων λαϊκὸς πολιτισμὸς ἐνεργεῖ χωρὶς διαφορισμὸ σὲ ὁλόκληρη τὴν κοινωνικὴ κλίμακα. (Ὅπως θὰ δείξωμε καὶ παρακάτω, αὖτο τεκμαίρεται καὶ ἔμμεσα, τόσο ἀπὸ τὴν «ἀστικοποίηση» τῶν μεγάλων συνόλων τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ — δηλαδὴ τὴν οὐσιαστικὴ δυνατότητά τους νὰ ἀποβαίνουν καταναλωτὲς τοῦ συγχρόνου βιομηχανικοῦ καπιταλισμοῦ — ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν συνεπόμενη ἀδυναμία υἱοθετήσεως τῆς καπιταλιστικῆς ἠθικῆς, π.χ. μανία νεοπλουτικῆς «ἐπίδειξης»).
Ἡ συνόψιση τοῦ πολιτισμοῦ στὴν ἔννοια τῆς «λαϊκῆς παράδοσης» εἶναι ἱστορικὰ μία κατάσταση ἀκροβατική. Ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν λαό, ἀλλά — σήμερα — καὶ γιὰ τὸ γενικώτερο πλέγμα σχέσεων στὸ ὁποῖο ὑπάγεται. Ἡ ταύτιση αὐτῶν τῶν δύο πραγμάτων εἶναι βέβαια τὸ σίγουρο, ἀλλά καὶ τελευταῖο προπύργιο τῆς ἱστορικῆς ἐπιβίωσης. Εἶναι ὅμως καὶ ἡ αἰτία μεγάλης ἱστορικῆς δυσκαμψίας. Συνήθως ἡ ἀνοργάνωτη ἀποδοχὴ τῶν βιομηχανικῶν ἀποτελεσμάτων στὶς χῶρες τῶν ἐσωτερικῶς στατικῶν πολιτισμῶν, συγχέεται μὲ τὴν «ἀπειλή» κατὰ τῆς λαϊκῆς παράδοσης.
Ὅτι οἱ πολιτισμοὶ δυνατὸν νὰ βγαίνουν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, δὲν σημαίνει ὅτι μπορεῖ ὁ ἕνας νὰ ἄρη ὁπωσδήποτε τὸν ἄλλον. Ἰδιαίτερα μάλιστα ὅταν ὑπάρχουν λόγοι νὰ μὴν συμβῆ ἡ μεταβολὴ αὐτή. Παράδειγμα μποροῦμε νὰ πάρωμε τόν ἴδιο τὸν τεχνικὸ πολιτισμό, ὁ ὁποῖος μόνο πρὸς Δυσμάς μπόρεσε νὰ ἐπεκταθῆ, ἐνῷ πρός Ἀνατολάς ἐνεφυτεύθη. Ὁ πολιτισμὸς αὐτός εἶναι εἰδικὰ ἔργο τῆς λευκῆς φυλῆς. Ὁ κάθε, ἄλλωστε, ἐπὶ μέρους πολιτισμός, ἔχει ὡρισμένην ἱκανότητα ἀφομοίωσης ξένων πολιτιστικῶν στοιχείων καὶ τοῦτο ὑποβάλλεται ἀπὸ ἕναν βαθύτερο διαμοιρασμὸ τῶν φυλῶν. Στόν ἴδιο λόγο ὀφείλεται ἡ ὕπαρξη αἱρέσεων σὲ μιὰ θρησκεία, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξη πολλῶν θρησκειῶν. Ὁ Τεχνικὸς Πολιτισμὸς σὰν ἑνιαία προσπάθεια καὶ συμπεριφορὰ τοῦ ἄνθρωπου ἔναντι τῶν φυσικῶν στοιχείων θὰ χαρακτηρισθῆ ἀργότερα ὡς μιὰ «ἐποχή», ὅπως τῶν σπηλαίων, κλπ. Τοῦτο ὅμως καθόλου δὲν σημαίνει ὅτι ὁδεύομε πρὸς μίαν ὁμοιόμορφη ἐξίσωση τῶν ἐπὶ μέρους φυλετικῶν πολιτισμῶν, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει δεδομένο, ὅτι καὶ οἱ ἐποχὲς πού προϋπῆρξαν ἐπέφεραν κάτι τέτοιο.
Ὑπὸ τὸν ὄρο «ἀπειλή τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ» εἶναι δυνατὸν νὰ νοῆ κανένας δύο πράγματα : ἤ ὅτι κινδυνεύει καὶ κάτι χειρότερο θὰ τὸν διαδεχθῆ ( ὁπότε πρέπει νὰ καθορισθῆ ποιὸ εἶναι αὐτό τὸ χειρότερο καὶ κατὰ ποιὰν ἄποψη), ἤ ὅτι μὲ τὶς νέες συνθῆκες καθίσταται ἀνίκανος ὡς κοινωνικὸ ἀνασταλτικό. Τὸ πρῶτο δὲν τὸ συζητοῦμε, γιατί ἀποτελεῖ ὑπόθεση. Θὰ ἀναφερθοῦμε μόνο στὸ δεύτερο, πού εἶναι τὸ θέμα μας καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο διαθέτομε συγκεκριμένα στοιχεῖα.
Στὸ εὐρύτερο νεοελληνικὸ κοινωνικὸ φάσμα, ἡ τρέχουσα πραγματικότης μᾶς ἐπιβάλλει νὰ ξεχωρίσωμε τρεῖς μεγάλες πολιτιστικὲς ὁμάδες. Τὸν ἀγρότη, ὁ ὁποῖος δὲν μετακινήθηκε μεταπολεμικὰ ἀπὸ τὸ χωριό του. Τὸν ἐξαστικοποιηθέντα ἀγρότη, πού πούλησε τὰ ὑπάρχοντά του στὸ χωριὸ καὶ μετεβλήθη σὲ ἐργαζόμενο τοῦ Κέντρου, και τόν ἐπιχειρηματία ἀστό, ὁ ὁποῖος μικρὴ ἤ καμμιά σχέση δὲν ἔχει μὲ συγγενεῖς του στὸ χωριό.
Τοὺς δύο πρώτους θὰ τοὺς λέμε «φορεῖς πολιτισμοῦ», ἐνῷ τὸν τελευταῖον ἁπλόν «ἀποδέκτη».
Ὁ ἀγρότης ζῆ μὲ τὶς λαϊκές του παραδόσεις καὶ τὶς ἀναπαράγει καθ' ὅ μέτρο τὶς συντηρεῖ. Εἶναι λίγο δύσκολος ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι τὸ τρακτέρ, ἡ ποτιστικὴ ἤ ἁλωνιστικὴ μηχανὴ μποροῦν νὰ φθάσουν στὰ βάθη τοῦ φυσικοῦ συντηρητισμοῦ του καὶ να τὸν ἀλλοιώσουν. Οὔτε βέβαια καὶ νὰ μεταβάλουν τὸν ρυθμὸ τῆς καθημερινῆς του ζωῆς, γιατί ὁ ἕλληνας ἀγρότης ποτὲ δὲν δούλευε λιγώτερο χρόνο... Οἱ μηχανικὲς εἰσβολὲς καὶ γενικώτερα οἱ καπιταλιστικὲς μεταπτώσεις τὸ μόνο ἀποτέλεσμα πού εἶχαν, ἦταν ἡ ἀριθμητικὴ του ὀλιγόστευση (ἄλλο θέμα βέβαια ὅτι ἡ ὀλιγόστευση αὐτὴ κανένα οὐσιαστικὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶχε γιὰ τὸν νεώτερο ἑλληνισμὸ — ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἦταν «καπιταλιστικὴ» ἐπιταγή, ἀλλά «βατραχοειδὲς ἅλμα» χάριν μίας ἄφρονος ὀλιγαρχίας, πού τὰ ἀποτελέσματα του τελοῦν ἤδη ἐν ἐκκρεμότητι (βλ. σχέτ.: Γ. Κόλια, ἱστορικὴ Γεωγρ. τοῦ ἑλ. χώρου, σελ. 339). Θεωροῦμε βέβαια ἐδῶ τὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ σὰν μίαν ἐνεργῶς δρῶσα ἔκφραση τοῦ τρόπου ζωῆς τοῦ λαοῦ καὶ συνεπῶς δὲν τὸν διαχωρίζομε ἀπὸ τὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ τὸν πρό καὶ μετὰ τὴν Τουρκοκρατία. Ὁ ἡρωισμὸς καὶ τὸ βουκολικὸ στοιχεῖο τῆς δημοτικῆς ποίησης, μεταφέρεται στὸ κατοπινὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ εἶναι ἔκφραση ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ. Εἶναι δὲ παράλογη ἡ ἰδέα ὅτι τὸ τραγούδι αὐτὸ σὰν ἔκφραση δὲν θὰ μποροῦσε ἤ δὲν θὰ ἔπρεπε στὴν διάρκεια τοῦ χρόνου νὰ μεταβληθῆ, ἄρα να βρῆ τὸ ἀντίστοιχό του σὲ κάποιο ἄλλο εἶδος τραγουδιοῦ, ὅπως π. χ. στὸ «λαϊκὸ τραγούδι». Θὰ ἦταν παράλογο μετὰ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφὴ ὁ ἀγρότης νὰ μὴν συμμετάσχη στοὺς ψυχικοὺς καθορισμοὺς πού ἔφερε τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ νὰ ἀποστρέφεται τὸ λαϊκὸ τραγούδι. Ὅταν προπολεμικὰ λόγῳ τῆς σιτικῆς πολιτικῆς μὲ δύο στρέμματα χωράφι ἦταν πλούσιος, μποροῦσε νὰ ἦταν ἐπαρκὴς καὶ ἀγέρωχος καὶ ἡρωικός, ὅσο καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Μεταπολεμικὰ ὅμως πού πούλησε τὸ χωράφι του αὐτὸ ἔναντι πινακίου φακῆς ἤ πού ἂν τὸ κράτησε, τὸ κράτησε ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅ,τι τὰ δύο τρίτα της μεγάλης πατριαρχικῆς του οἰκογένειας θὰ ἔφευγαν ἀπὸ τὸ χωριὸ πρὸς ἀναζήτηση «καλυτέρας τύχης», εἶναι ἑπόμενο νὰ βρίσκη κάποιαν καταφυγὴ καὶ κατανόηση ἀπ’ τὸ κλαψούρισμα τοῦ «λαϊκοῦ τραγουδιοῦ». Ἔπαψε πιὰ νὰ εἶναι ἀγέρωχος. Οἱ χψρισμοί καὶ οἱ διαλύσεις τῶν οἰκογενειῶν φέρνουν πόνους (ἔτσι δημιουργοῦνται πάντα τὰ αἰσθήματα), ἡ σφίξη ἔχει σχέση μὲ τὴν προίκα καὶ φέρνει «ἐρωτικὲς ἀποτυχίες». Δὲν εἴμαστε πιὰ στὸ τουρκοκρατούμενο κοινόβιο, πού ὁ ἄνδρας θὰ παντρευθῆ ἀπὸ παλληκαριά τὴν φτωχιὰ κι ἀνυπεράσπιστη κοπέλλα, ἐπειδὴ ἡ παλληκαριὰ αὐτὴ θὰ κατανοηθῆ ἀπὸ τὸ κοινόβιο καὶ θὰ βρῆ ἀμέσως ὑποστήριξη. Εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ σχεδίου Μάρσαλ! Ἀναλόγως τροποποιεῖται ἡ λαϊκὴ συνείδηση καὶ ἀναλόγως ἐκφράζεται. Οἱ ἀναλογίες τηροῦνται καὶ γι΄ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν παραδεχόμαστε θλάση τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ὅταν ἔφκιαχνε τὴν πλουμιστὴ καρπέτα στὴν Ἠγουμενίτσα «συγκοινωνοῦσε» μὲ τοὺς ἄλλους στὰ Γιάννενα πού θὰ τὴν ἀγόραζαν, ὅπως καὶ σήμερα πού φκιάχνει λουλούδια νάϋλον συγκοινωνεῖ αἰσθητικὰ μὲ ὅσους τὰ ἀγοράζουν. Ὁ λαϊκὸς πολιτισμὸς ὡς ἔκφραση τοῦ λαϊκοῦ πνεύματος, δὲν ἔχει σημασία ἂν ἔχη ὑποστατικὸ τὸ «γνέμα» ἤ τὸ νάϋλον, ὅπως δὲν ἔχει σημασία τὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὰ πιάτα πού σπᾶνε στὰ «μπουζούκια». Ἡ ψυχικὴ λειτουργία τοῦ σημερινοῦ ἀγρότη τοῦ χωριοῦ εἶναι ὅμοια ἐμπρὸς σὲ μιὰ εἰκόνα πού εἴτε θὰ ἦταν βυζαντινή, εἴτε ἡ φωτογραφία της μὲ μηχανὴ ΚΟDΑΚ. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι οἱ βυζαντινὲς εἰκόνες ἐμαζεύτηκαν μὲ «ἀντιπαροχὴ» ἀπ' τὰ χωριά. Αὐτὸ συνεπῶς πού βλέπει ὁ εἰδήμων τῆς βυζαντινῆς τέχνης, εἶναι ἄσχετο μὲ τὸν τρόπο ψυχικῆς λειτουργίας τοῦ λαοῦ. Οὔτε καὶ μπορεῖ κάνεις νὰ διαγνώση τὸν κίνδυνο ἤ τὴν ἀπειλὴ τοῦ «λαϊκοῦ πολιτισμοῦ» ἀπὸ τὸ λουλούδι νάϋλον τοῦ χωριοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν νοοτροπία τοῦ Ἀθηναίου ἀστοῦ πού δίνει τὸ παληὸ σπίτι του γιὰ νὰ πάρη διαμερίσματα. Τὸ χωριάτικο σπίτι μὲ τὰ νάϋλον λουλούδια καὶ τὶς νάϋλον κουρτίνες εἶναι πολὺ πιὸ αἰσθητικὸ ἀπὸ τὸ διαμέρισμα μὲ τὸ καφὲ-ρουστὶκ χρῶμα τῆς πολυτελοῦς ἀθηναϊκῆς πολυκατοικίας. Ἡ διάφορα δὲν εἶναι αἰσθητική, ἀλλά οἰκονομική. Τὸ πρόβλημα συνεπῶς μετατοπίζεται. Λαϊκὸς πολιτισμὸς ὡς ἔκφραση τοῦ «λαϊκοῦ πνεύματος» συνεχίζει νὰ ὑπάρχη.
Ὁ ἄλλος, ὁ ἐξαστικοποιηθείς ἀγρότης, ζῆ σὲ κατάσταση ρομαντικῆς ἀναπόλησης καὶ θλίψης, σχετικὰ μὲ τὶς παραδόσεις του, ἐπειδὴ αὐτὲς ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς ἤδη καταπιεζόμενης αἰσθητικῆς καὶ ψυχικῆς του λειτουργίας. Καί στὴν «πρωτεύουσα», ὅμως, βρίσκει τὶς πολιτιστικές του ἐκτονώσεις. Εἶναι σκόπιμο νὰ προσέξη κανεὶς τὰ διάφορα κομπολόγια καὶ κουδούνια ἤ μικρὰ τσαρούχια, πού ὑπάρχουν σὰν στολίσματα ἐν ἀφθονίᾳ στὰ ἀστικά λεωφορεῖα ἤ καὶ Ι. Χ. Αὐτὰ εἶναι ἀναλλοίωτες ἐπιβιώσεις τοῦ ἀλόγου. Ὅπως παληὰ στὸ ἄλογο κρεμοῦσε φοῦντες καὶ γιρλάντες γιὰ λόγους μεγαλοπρέπειας καὶ προβολῆς, ἔτσι ἀπαράλλαχτα κρεμάει τὰ μπιχλιμπίδια στ' αὐτοκίνητο, ἤ θὰ τὸ παραμόρφωση μὲ τοὺς μεγάλους τροχοὺς καὶ τὴν ἐκκωφαντικὴ ἐξάτμιση. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ ἑορταστικὴ ἀντίληψη τῆς λαϊκῆς του παράδοσης καὶ ὄχι.βέβαια μιὰ ἔλλογη κατανόηση τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ὑπάρχει λοιπὸν κι ἐδῶ «λαϊκὴ παράδοση», ὡς καθοριστικὸ στοιχεῖο τῆς ψυχοσύνθεσής του.
Μένει ἡ τρίτη κατηγορία τῶν ἀστῶν τῆς πρωτεύουσας, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν εἶναι φορέας πολιτισμοῦ, εἶναι καὶ ἡ πλέον κοινωνικὰ οὐσιώδης. Ὁ ἀστὸς αὐτός βιοῖ σὲ μιὰ κατάσταση ἐκκρεμοῦς προσωρινότητος μεταξύ της «pop music» καὶ τῆς ἀλλοφροσύνης τῆς ἀστικῆς ἀσφάλτου. Εἶναι αὐτός πού τὰ ὁράματα του εἶναι συνήθως ἐξαργυρώσιμα πράγματα μὲ ἀρχικὴ τιμὴ τῶν 200 δρχ. καὶ εἶναι ὁ κύριος φορεὺς τῆς καπιταλιστικῆς εἰσβολῆς, ὅπως καὶ τὸ κυριώτερο θῦμα της. Ζῶντας στὸ κύκλωμα τῆς «παροχῆς ὑπηρεσιῶν» μεταξύ του εὐρωπαϊκοῦ μονοπωλίου καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ καταναλωτικοῦ κοινοῦ — τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ τὴν κυριώτερη μερίδα —, εἶναι ὁ κύριος ἀγωγός τῆς λαϊκῆς μόδας καὶ τῶν ἄλλων παρεπομένων τῆς «καταναλωτικῆς κοινωνίας». Ὁλότελα ἀνιδεολόγος, εἶναι τὸ μέγα στήριγμα τῆς κοινωνικῆς σταθερότητας τῶν ἀστικῶν κέντρων, ἀλλὰ καὶ ἡ δυνάμει ἀπροσδιόριστη κοινωνικὴ μεταβλητὴ τοῦ μέλλοντος.
Γι' αὐτόν «κοινωνικὴ πραγματικότης» εἶναι ἡ ἀγριοσύνη τῆς παρακαπιταλιστικῆς πρωτευούσης, ἡ ὁποία μὲ τὸν ἐμπορομεσιτικὸ καὶ παρασιτικό της χαρακτήρα ὡς μόνη ἰδεολογικὴ πραγματικότητα τοῦ ἐμβάλλει τὴν ἐπιδίωξη τοῦ μεγίστου καὶ παντὶ τρόπῳ κέρδους. Εἶναι δὲ γι΄ αὐτόν προφανὲς ὅτι τὸ κέρδος εἶναι συνάρτηση τοῦ χρόνου ἐργασίας. Μὲ τὴν «λαϊκὴ παράδοση» τόν συνδέει ἰδιάζουσα σχέση: τὴν καταλαβαίνει — ἐπειδὴ εἶναι τὸ ἱστορικὸ δεδομένο τῆς σημερινῆς του ὕπαρξης — ἀλλά εἶναι καὶ ὁλότελα ἀποξενωμένος ἀπὸ αὐτήν, γιατί εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ εἶναι τὸ ὑποκείμενο τῆς καταναλωτικῆς παραζάλης. Ὑφίσταται λοιπόν καὶ γι' αὐτόν ἡ λαϊκὴ παράδοση, ἔστω καὶ σὲ λανθάνουσα κατάσταση. Ἂν μάλιστα ὁ ἀστός αὐτός εἶναι πρώτης γενεᾶς καὶ διατηρεῖ κάποιες σχέσεις μὲ τὸ χωριό του, δὲν θ' ἀφήση ποτὲ τὴν εὐκαιρία νὰ μὴν «πεταχτῆ» ὡς ἐκεῖ, νὰ «κάμη Χριστούγεννα ἤ Πάσχα». Ἐδῶ βέβαια παρουσιάζεται ὀξυτάτη ἀντίφαση ὅταν ἡ δεσποινίδα τῆς ἀθηναϊκῆς Βoutique καὶ τῆς πολυτελοῦς Discotheque, συναπαντᾶ τὴν ἐξαδέλφη της στὸ χωριό καὶ συμβαίνουν μεταφυσικὲς διαπιδύσεις. Σημασία ἔχει ὅτι καὶ γιὰ τὸν ἀστό τοῦτον ὑπάρχει λαϊκὸς πολιτισμός. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸ κλῖμα τῶν πανηγυριῶν τοῦ χωριοῦ στὰ καφενεῖα, εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ κλῖμα τῶν σημερινῶν ταβερνῶν μὲ μπουζούκια, τῶν ὁποίων ὁ καλύτερος πελάτης εἶναι ὁ ἐν λόγῳ ἀστός. ἡ ἠλεκτρικὴ κιθάρα ὡς πρὸς τὸ παλαιὸ σαντούρι δὲν δηλοῖ μεταβολὴ τῆς λαϊκῆς παράδοσης, ἀλλὰ ἀναλογία.
Ἡ ὕπαρξη λαϊκοῦ πολιτισμοῦ — ἄρα καὶ λαϊκῆς παράδοσης εἴτε ἐνεργοῦ εἴτε λανθανούσης — τεκμαίρεται καὶ ἀπὸ τὴν· ἐπιτευχθεῖσα κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ ὁμοιομορφία τῶν μεγάλων στρωμάτων τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀπὸ το 60 ὡς σήμερα. Μὲ ἐξωελληνικὰ κριτήρια αὖτο ἔπρεπε βέβαια νὰ ἐπιτευχθῆ, γιατί ἔπρεπε ν' ἀνεβῆ ὁ ἀριθμός τῶν δυναμένων νὰ ἀγοράζουν. Αὖτο ὅμως δὲν θὰ ἦταν τόσο εὔκολο, ἂν ὑπῆρχε πραγματικὴ διάσταση μεταξὺ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἑνός ὑποτιθεμένου ἀλλοῦ.
Ἡ ἐξισωτικὴ αὐτὴ πολιτικὴ προσέδωσε καὶ μιὰ πρώτη ἀρνητικὴ προσημείωση τοῦ ὄρου «λαΐκός πολιτισμός». Εἶναι εὔκολο νὰ παρατηρήσωμε σήμερα ἕνα ἔκθετο ἐπιστημονικὸ προλεταριάτο, πού παραμένει ὁ δυνάμει φορέας κάθε ἰδεολογικῆς προπαγάνδας, ἡ ὁποία θὰ ἐφιλοδοξοῦσε νὰ τὸ οἰκειωθῆ μὲ ἕνα μίνιμουμ προπαγανδιστικὸ πλάνο, ἀντίστοιχο τῆς λογικῆς του ἀμηχανίας, ἀφοῦ τὰ ἐργαλεῖα τοῦ ὀδοντιατρείου του π. χ. ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν σοδειά του στὸ χωριό. Εἶναι ἄλλωστε παρατηρήσιμος ὁ ἀριθμὸς τῶν πτυχιούχων τοῦ κυκλώματος παραγωγῆς, πού μποροῦν νὰ διαφωνοῦν μὲ προγράμματα σοσιαλιστικῆς προοπτικῆς καὶ πού ἡ πολιτικὴ τους ἔνταξη τοὺς ἀπασχολεῖ πρὸ τῆς ἐπαγγελματικῆς των ἀποκαταστάσεως — δηλαδὴ πού ἐπιδιώκουν τὴν τελευταία μέσῳ τῆς πρώτης. Ὅτι καὶ στὸν ἀστό τοῦτον, δευτέρας ἤ τρίτης γενεᾶς, ἡ «λαϊκὴ παράδοση» ἔχει πρόσβαση ἱκανοποιητική, ἀποδεικνύει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ λαϊκισμὸς τοῦ χωρίου — ἡ τέχνη τῆς φλοκάτας καὶ τοῦ ἀγγεριδιοῦ — προβάλλεται ὡς τὸ ὁριακὸ σημεῖο τῆς αἰσθητικῆς του ἀγωγῆς, ὑπὸ τὴν ὀνομασία «ἀναγωγὴ στὶς ρίζες καὶ τὶς πηγές»! Ἐγγίζομε ἔτσι τώρα ἕνα ἄλλο ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεως καὶ λειτουργίας τοῦ «λαϊκοῦ πολιτισμοῦ» ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἐκφράσεως ἑνὸς καθολικοῦ «λαϊκοῦ πνεύματος»: τὴν ἰδεολογικὴ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου «λαϊκὸς πολιτισμός». Χρησιμοποίηση πού δὲν θὰ ἦταν δυνατή, ἂν αὐτὸς δὲν ἦταν ἑδραῖος σὲ ὁλόκληρη τὴν νεοελληνικὴ σύνθεση.
Δὲν εἶναι μόνο τὸ «λαϊκὸ κέντημα» στὸ μποῦστο τῆς δεσποινίδος τῶν Ἀθηνῶν πού προβάλλεται σὰν ἕνα ὑποκατάστατο μίμησης τῶν «Artisanats» τῆς Εὐρώπης — καὶ ἡ ὁποία τὸ δέχεται ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ὑποκείμενο τῆς αἰσθητικῆς της ζωῆς — ἀλλά καὶ ἡ ἀντίστροφη διεργασία πού ἐπιχειρεῖται πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ ἰδεολογικὰ ἔγκατελειμμενου ἀγρότη. Σ' αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἐγκατελειμμένον σημερινὸ ἀπόγονο τῶν ἡρώων τοῦ Ε.Ἀμπού, παίζεται Μπίντερ καὶ Μπρέχτ! Γυρίζοντας ἀπὸ τὸ χωράφι του καὶ πρὶν ἀκόμη ἀναμερίση τὰ ἀγροτικά του σύνεργα, θὰ παρακολουθήση τὴν παράσταση «κοινωνικοῦ προβληματισμοῦ». Ἐπιτυγχάνεται ἔτσι ἕνα ἀμφίδρομο ἰσοζύγιο τοῦ πνεύματος τῆς «λαϊκῆς παράδοσης», μεταξὺ χωρίου καὶ πόλης, πού σὰν ἀποτέλεσμα ἔχει τὴν τήρηση τῆς ὁμοιογενοῦς κατανομῆς τοῦ «λαϊκοῦ πνεύματος» — τὸ ὁποῖο ὑπάρχει δεδομένο καὶ ἐξελίσσεται κατὰ τοὺς δικούς του τρόπους καὶ νόμους — καθόλου. Βέβαια, μὲ τὶς καλλιτεχνικὲς καὶ πνευματικὲς ἀνὰ τὴν ὕπαιθρο δραστηριότητες, σκοποῦνται πιὸ ἄμεσα τέλη καὶ συγκεκριμένα ὁ ἔλεγχος ἄλλων ἰδεολογικῶν δραστηριοτήτων. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ δραστηριότητες αὐτὲς δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἀντίβαρα, ἀλλὰ εἶναι προσδιορισμοὶ γενικωτέρων πολιτικῶν καταστάσεων τῶν καιρῶν μας, ὡς μόνο τελικὸ ἐξαγόμενο — πέραν τῶν κονδυλίων — εἶναι ὁ ἔλεγχος τῆς πορείας τοῦ ὅλου
χώρου, μὲ βάση τὴν δεδομένη ὕπαρξη τῆς «λαϊκῆς παράδοσης». Ὅλες μάλιστα αὐτὲς οἱ δραστηριότητες μερίμνης γιὰ τὴν «πνευματικὴ καλλιέργεια» τοῦ ἀγροτικοῦ λαοῦ, δὲν προϋποθέτουν μόνο τὴν ἐνεργὸ ὕπαρξη λαϊκῆς παράδοσης, ὡς κάτινος διαφόρου ἀπὸ τὴν προτεινόμενη «παιδεία», ἀλλά κυρίως καὶ τὸ ἀμετάβλητό της. Ἂν οἱ «κοινωνικοὶ προβληματισμοὶ» μποροῦσαν νὰ ἐπιφέρουν καὶ τὴν παραμικρὴ ἰδεολογικὴ ἀπόκλιση, ἁπλούστατα δὲν θὰ ἐγίνοντο. Αὐτὸ εἶναι πόρισμα τῆς νοοτροπίας τῶν νεοελληνικῶν ἐξουσιῶν, γιὰ τὶς ὅποιες, ὡς γνωστόν, μία μόνο ἀρχὴ ἰσχύει: «μὴ κίνει τὰ οὕτως ἔχοντα». Συνέπεια τῆς ἀρχῆς αὐτῆς εἶναι ὄχι μόνο ὅτι οὐδέποτε στὰ σχολεῖα ἐδιδάχθηκε πραγματικὴ «ἀγωγὴ τοῦ πολίτου», ἀλλά καὶ στὶς ἀνώτερες σχολὲς οὐδέποτε ἀναλύεται μιὰ θεωρία, προκειμένου νὰ καταπολεμηθῆ, ἀπὸ φόβο μήπως ὁ ἄλλος προβληματισθῆ παντοιοτρόπως γι' αὐτήν. Διατρέχομε δηλαδὴ τὴν ἑξῆς ἀντινομία : οἱ ἰδεολογικὲς δραστηριότητες τῆς ἐπαρχίας νὰ εἶναι δυσανάλογα περισσότερες ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες τῶν κέντρων. Ἡ φυσιολογικὴ τάξη τῶν πραγμάτων αὐτῶν εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀντίστροφη. Οἱ καλλιτεχνικὲς λοιπὸν δραστηριότητες ἀνὰ τὰ χωριὰ καὶ τὶς κωμοπόλεις, ὄχι μόνο προϋποθέτουν τὴν «λαϊκὴ παράδοση», ἀλλά προϋποθέτουν καὶ τὸ ἀναλλοίωτό της ἀπὸ κάθε τί τὸ ἐξωτερικό.
Ἂν ὁ ἀγρότης φορᾶ μπλοὺ-τζὶν ἡ πίνη κόκα-κόλα, καθόλου δὲν ἕπεται, ὅτι ἀλλοιώνει σὲ τίποτε τὴν παράδοσὴ του, ὅτι τροποποιεῖ τοὺς νόμους μεταβολῆς της.
Βέβαια, ὁλότελα ἀναλλοίωτες «παραδόσεις» καὶ στατικές, δὲν ὑπάρχουν ἄλλες ἀπὸ τὶς πρωτόγονες. Αὐτὲς μάλιστα στὸ τρέχον στάδιο τοῦ πολιτισμοῦ μας, ὅταν ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν τεχνικὴ ὄχι μόνο καμμιὰν ἀλλαγὴ δὲν ὑφίστανται, ἀλλά σβύνουν τελείως. Τέτοια εἶναι ἡ περίπτωση μερικῶν λαῶν τῆς Μικρονησίας. Ὑπάρχει μιὰ τάση πού προτιμᾶ νὰ διαχωρίζη τὸν δικό μας λαϊκὸ πολιτισμὸ σὲ πρὸ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ μετά, λέγοντας δὲ «λαϊκὸ πολιτισμὸ» ἐννοεῖ τὴν μέχρι τὴν Τουρκοκρατία παράδοση. Αὐτὴ ἡ ἄποψη ἂν μπορῆ νὰ ἔχη μερικὲς μεθοδολογικὲς αἰτιολογήσεις ἐπὶ μέρους ἐπιστημονικῶν κλάδων, ὅπως π. χ. τῆς λεγόμενης λαογραφίας, δὲν ἀντιστοιχεῖ ὡστόσο στὰ πράγματα ὅπως τὰ ὡρίσαμε ἐδῶ. Κὰτ ἀρχὴν δὲν διευκρινίζεται τὸ κριτήριο βάσει τοῦ ὁποίου ἀμφισβητεῖται ἡ ὕπαρξη στὴν μετὰ τὴν Τουρκοκρατία ἐποχή, οὔτε — στὴν περίπτωση πού τέτοιο κριτήριο ὑπάρχει — ἂν ἀναγνωρίζεται σὲ ὅλες τὶς ἱστορικὲς περιόδους π. χ. στὴν πρὸ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ μετὰ ἐποχή, ἤ στὴν πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἅλωση τῶν Φράγκων. Ἂν ὕπαρχη ἕνας λαϊκὸς πολιτισμός, ὁ ὁποῖος δρᾶ — καίτοι μετασχηματιζόμενος — σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐποχὲς (πρᾶγμα πού δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθῆ, γιατί στὴν ὕπαρξη ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ πράγματος ὀφείλεται ἡ διατήρηση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητος), μοιάζει τουλάχιστον αὐθαίρετο νὰ καταργῆται στὴν μεταπελευθερωτικὴ ἐποχή, ἤ νὰ ἀμφισβητῆται ἡ λειτουργία του. Ἄν, ἐν τέλει, ὁ «λαϊκὸς πολιτισμός» ἐπιδέχεται ἕναν ἔσχατο βιολογικὸ χαρακτηρισμὸ — ἂν εἶναι δηλαδὴ ἕνα ἔσχατο μέσον ἱστορικῆς ἀντιστάσεως καὶ φυλετικῆς διατηρήσεως — ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθῆ ἡ δράση του, ἡ ὕπαρξη του καὶ ἡ παρουσία του στὶς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ τὴν μορφὴ τοῦ «λαϊκοῦ πνεύματος». Πολὺ περισσότερο δὲν μπορεῖ ἡ ἐπίδραση ξένων πολιτιστικῶν στοιχείων νὰ θεωρηθῆ κατάργηση αὐτοῦ τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ λαϊκὸς πολιτισμὸς τῶν βυζαντινῶν ἀσφαλῶς τροποποιήθηκε μὲ τὴν Τουρκοκρατία ὅπως καὶ ὁ κατοπινὸς δικός μας τροποποιεῖται ὁλοένα ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν τεχνική. ἡ ἐπαφὴ πολιτισμῶν δημιουργεῖ τροποποίησὴ τους καὶ ὄχι κατάργηση. Ὑπάρχουν ἄλλωστε ὡρισμένα στοιχεῖα πού εἶναι μεταδόσιμα ἀπὸ πολιτισμοῦ σὲ πολιτισμό. Καὶ τοῦτο σημαίνει γενικώτερα, ὅτι ὁ πολιτισμός μας δὲν κινδυνεύει καθόλου μὲ τὴν ἐπαφὴ του μὲ τὸν Εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό. Τὸ πρόβλημα εἶναι πώς ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ αὐτή μποροῦν νὰ προκύψουν στοιχεῖα, πού νὰ ἐπιδέχονται ἐκ μέρους μας ἱστορικὲς ἐπενδύσεις. Ἂν στὴν ἐπαφὴ αὐτὴ παρατηροῦνται κάποια συμπτώματα στὴν συμπεριφορὰ τοῦ λαοῦ, τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ὄπαρξης τοῦ «λαϊκοῦ πολιτισμοῦ». Καὶ αὐτὸ δὲν νομίζομε ὅτι ἀμφισβητεῖται. Ἡ ἀναφορὰ στὸν ὄρο «λαϊκὸς πολιτισμὸς» εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν μπορεῖ σήμερα νὰ γίνεται μὲ μόνα τὰ ἐπιτάγματα μίας ἐπὶ μέρους ἐπιστήμης, ἀλλὰ μὲ τοὺς γενικοὺς ἱστορικοὺς καθορισμοὺς πού ἀπαιτοῦν οἱ καιροὶ καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι συνδυασμοὶ πολλῶν μερικωτέρων ἐπιστημῶν. Ἡ ἀνίχνευση λοιπὸν τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη μὲ μόνη τὴν ἀντιπαράθεση στοιχείων ἤ φαινομένων, ἀλλά μὲ τὴν συνέχεια τῶν προσβάσεων σὲ κύκλους τοῦ παρελθόντος. Κλασσικὸ παράδειγμα τέτοιων ἀναγωγῶν ἔχομε τὸ ἔργο τοῦ Δ. Δανιηλίδη.
Οἴκοθεν νοεῖται ὅτι οἱ ἀναγωγὲς αὐτὲς ἐκκινοῦν μὲ δεδομένη τὴν ὕπαρξη τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ στὸ παρόν. Τὸ πνεῦμα ἄλλωστε τοῦ βιομηχανικοῦ καπιταλισμοῦ εἶναι πιό πονηρὸ καὶ ἱστορικὰ εὐέλικτο, ἀπὸ ὅσο μποροῦμε νὰ τὸ φαντασθοῦμε. Ὄχι μόνον κανένα συμφέρον δὲν ἔχει νὰ ἀλλοιώση τὶς ἐπὶ μέρους «παραδόσεις», ἀλλά ἔχει ἀντίθετα κάθε λόγο νά. τὶς στατικοποιήση κατὰ ὤρισμενα στοιχεῖα τους. Ὅσο πιὸ ξέμακρος βρίσκεται ὁ «πελάτης» ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ ὅσο πιὸ ἀνιμιστικὰ καὶ ἀποξενωμένος ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ προϊόντα του, τόσο περισσότερο κερδίζει ἡ βιομηχανικὴ παραγωγή. Ἂν ἡ λελογισμένη χρήση ἑνὸς αὐτοκινήτου δίνει στὴν ζωὴ του διάρκεια 10 ἐτῶν, ἡ συμμετοχικὴ ἀποδοχὴ του — κατὰ τὴν ἔννοια τῆς ψυχολογικῆς Participation — μέσα στὰ πλαίσια τῆς λαϊκῆς παράδοσης, τὴν ἐπιβραχύνει σὲ 3-4. Κι αὐτὸ βέβαια εἶναι μεγάλο κέρδος. Ἐδῶ ὁ «λαϊκὸς πολιτισμὸς» θὰ ὁρισθῆ ἀρνητικά, ὡς τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο πού καθορίζει τὴν συμπεριφορὰ τῆς ἐπαφῆς μὲ ἕνα προϊὸν ἑνὸς ἀλλοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ ἐπαφὴ αὐτὴ δὲν καταργεῖ τὸν «λαϊκὸ πολιτισμό», ἀλλά ἀντίθετα γίνεται ἡ ἀφορμὴ τῆς ἐκδηλώσεώς του. Δὲν θεωροῦμε ἄσκοπο νὰ ἀναφέρωμε ἕνα ἀκόμη παράδειγμα, πού θεωροῦμε τυπικό τῆς διατηρήσεως τοῦ πνεύματος τοῦ «λαϊκοῦ πολιτισμοῦ». Ὅπως παληὰ μέσα στὸ πνεῦμα τοῦ ὀρθοδόξου ὑποδούλου κοινοβίου, αὐτὸς πού ἤξερε νὰ «πλέκη» καρέκλες μποροῦσε ν' ἀνοίξη δικό του μαγαζί, ἔτσι καὶ σήμερα αὐτὸς πού μπορεῖ νὰ «λύση» μιὰ βίδα ἀνοίγει δικό του «συνεργεῖο» αὐτοκινήτων. Τὸ κράτος, δέσμιο τοῦ κοινοβιακοῦ πνεύματος — ἄρα μὲ πλήρη ἀνικανότητα ἐλλόγου προσεγγίσεως τῶν προβλημάτων τῆς τεχνικῆς — τοῦ δίνει τὴν «ἄδεια» καὶ κατὰ τοὺς νόμους τῆς κοινοβιακῆς Λογικῆς (οἱ ὁποῖοι κάθε ἄλλο παρὰ μποροῦν νὰ ἐξομοιωθοῦν μὲ τοὺς νόμους τῆς φιλελεύθερης ἀστικῆς οἰκονομίας), σκέφτετα ὅτι «ἂν δὲν εἶναι καλός, δὲν θάχη πελάτες». Τὸ «μαγαζὶ» βέβαια δὲν κλείνει, γιατί εἶναι ἡ ἴδια ἡ κοινοβιακὴ νοοτροπία ἡ συμμεμειγμένη μὲ τὰ στοιχεῖα τοῦ «δαιμονίου» πού τὸ συντηρεῖ, κι αὐτὸς μπορεῖ ἐπ' ἄπειρον νὰ «μαστορεύη» καὶ νὰ σακατεύη αὐτοκίνητα. Φυσικά, καίτοι διεκδικοῦμε τὰ πρωτεῖα στὸν ἀριθμὸ τῶν τροχαίων ἀτυχημάτων μεταξὺ τῶν δυτικῶν χωρῶν, «ἐλάχιστο» ποσοστὸ τῶν αἰτίων τους ὀφείλεται στὴν ἀναπηρία τῶν αὐτοκινήτου. Ἡ ἐπίσημη ἄποψη εἶναι ἡ «ὑπερβολικὴ ταχύτης» καί, γιὰ τοὺς ἐπιζήσαντες, ὅτι «δὲν κράτησαν τὰ φρένα» (καὶ γιὰ τοὺς δύο δηλαδὴ σκοτεινὲς δυνάμεις καὶ ἀνιμιστικὰ πράγματα — μεταβλητὲς «λαϊκοῦ πνεύματος»).
Οἱ καταστάσεις αὐτὲς ὄχι μόνο δὲν καταργοῦν τὸν «λαϊκὸ πολιτισμό», ἀλλὰ ἀντίθετα ἐγκαλοῦν τὰ πλέον παραμόνιμα στοιχεῖα του, σὰν τὴν μοναδικὴ ψυχικὴ διέξοδο τοῦ εὐτελοῦς ἐπιπέδου ζωῆς. Οἱ «λαϊκοὶ πολιτισμοὶ» ἀποτελοῦν ἀκριβῶς τὶς ἔσχατες ἀντιστάσεις τῶν λαῶν, ὅταν ζοῦν σὲ καταστάσεις πού τοὺς ἐπιβάλλονται, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ τὶς ξεπεράσουν ἤ νὰ τὶς καταλάβουν. Εἶναι ἀκριβῶς οἱ βασικὲς κοινωνικὲς μεταβλητές, πού δημιουργεῖ ἡ σύγχρονη καπιταλιστικὴ παραγωγὴ καὶ πού συγκροτοῦν ὁλόκληρο τὸ νόημα τῆς σύγχρονης ἱστορίας.
Εἴναι ἴσως σκόπιμο νὰ διευκρινισθῆ ὅτι τὰ βιομηχανικὰ προϊόντα τοῦ συγχρόνου πολιτισμοῦ εἶναι πρὶν ἀπὸ κάθε τί ἄλλο προϊόντα καὶ ἀποτελέσματα ἠθικῶν κατακτήσεων. Καὶ προϋποθέτουν ἕνα μίνιμουμ ἀντιστοίχου ἠθικῆς γιὰ νὰ κατακτηθοῦν. Γιὰ τὴν ἀνάπτυξη δηλαδὴ τοῦ συγχρόνου λαϊκοῦ πολιτισμοῦ — καὶ ὄχι τὴν κοινωνικὴ προβληματικὴ της στατικότητός του — ἀπαιτεῖται ἡ ἀφομοιωτικὴ πολιτιστικὴ ἱκανότης μίας ἐλάσσονος ἡγετικῆς μερίδος. Καὶ ἂν μὲν αὐτή ὑπάρχη, εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχωμε μετάγγιση ξένων πολιτιστικῶν στοιχείων καὶ δημιουργική μεταλλαγὴ τους σὲ ἀναγεννητικὲς προϋποθέσεις τοῦ εἰδικοῦ λαϊκοῦ πνεύματος, χωρὶς ἀπότομες ἐσωτερικὲς κοινωνικὲς μεταπτώσεις. Ἂν δὲν ὑπάρχη, τότε ἔχομε τὴν συμπύκνωση τοῦ «λαϊκοῦ πολιτισμοῦ» σὲ μιὰ ὠργανωμένη δύναμη ἀντιστάσεως — ὁπότε χρονικὰ διάφορες ὑποθέσεις εἶναι δυνατές. Παράδειγμα τῆς πρώτης περιπτώσεως ἔχομε τὴν σύγχρονη Ἰαπωνία, ὅπου ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ ζάμπλουτου Ἰάπωνα κεφαλαιοκράτη εἶναι ὁλοσχερῶς ἀσύλληπτη ἀπὸ τὴν νόηση τοῦ ἐνσφηνωμένου στὴν σύγχρονη παραγωγικὴ δραστηριότητα ἕλληνα νεόπλουτου.
Μὲ τὰ σημερινὰ λοιπὸν δεδομένα τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας καὶ σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ πού δώσαμε, ὑπάρχει «νεοελληνικὸς πολιτισμός», ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν κινδυνεύει, ἀλλά ἐνδυναμώνεται — δηλαδὴ ἐπιδεινοῦται — μὲ τὴν ἀναφομοίωτη καὶ ἀδέσποτη εἰσβολὴ τῆς «κατανάλωσης». Κατὰ τὸ μέτρο πού ἡ σύμμειξη αὐτὴ ἐπιτρέπει διαφυγὲς στὸ παραδεδομένο πνεῦμα, ὑφίσταται καὶ ἡ σημασία του ὡς μέσου κοινωνικῶν διευθετήσεων. Ἐπαναστατικὴ δημιουργεῖται ἡ κατάσταση ἀπὸ τὴν στιγμὴ πού ἡ ἐπαφὴ τοῦ «λαϊκοῦ πολιτισμοῦ» μὲ τὶς ἀναγκαιότητες τῆς σύγχρονης τεχνικῆς παραγωγῆς τὸν μεταβάλλει σὲ ἕνα σύνολο ἀπογυμνωμένων μύθων. Οἱ χῶρες τοῦ λεγόμενου τρίτου κόσμου εἶναι κατ' ἐξοχὴν οἱ χῶρες τῶν μύθων. Ἡ μεταπολεμικὴ πολιτικὴ τῶν τυπικῶν ἐξισώσεων — συνεπικουρούσης στὴν περίπτωση τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς γενοκτονίας τοῦ ΕΑΜ — κατώρθωσε, ἐκμεταλλευόμενη τὶς συνέπειες τῶν ἐπὶ μέρους «λαϊκῶν πολιτισμῶν» μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς κατανάλωσης, νὰ ἐπιτύχη μιὰ ἐπιθυμητὴ κατάσταση κυριαρχίας. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἐπέλεξε καὶ τὴν ἱστορικῶς προσφορώτερη. Πιθανόν, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κάμη ἄλλοιως. Ὅμως, παρὰ τὴν φαινόμενη πειστικότητα τῶν «ἐξισώσεων» τῆς πολιτικῆς ἰσχύος, στὴν ἱστορία — ἰδιαίτερα μάλιστα τὴν σημερινή, ὅπου ὁποιαδήποτε «Ἱερὰ συμμαχία» ἐπὶ δύο ἀλληλοαιρουμὲνων ἰδεολογιῶν ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴν ἔννοια τῆς ἀντίφασης — πάντα βρίσκονται διέξοδοι τοῦ ψυχικοῦ καταπιεσμοῦ τῶν λαῶν. Τοῦτο μάλιστα ἴσως ν' ἀποτελῆ τὸ ὑστερόβουλο δεδομένο γιὰ τὴν πολιτικὴ τῆς «ὕφεσης» μέσα σὲ ἕνα ἀκατάσχετο καθεστὼς προβολῆς τῆς «ἰδεολογίας», μιὰ καὶ «ὕφεση» πρέπει νὰ σημαίνη κάτι τὸ σχετικὸ μὲ τὴν «εἰρήνη», ἀφοῦ, ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ἕνας ἀπό τους μεγαλύτερους σοφούς τοῦ αἰῶνα μας, «ἐὰν οἱ ἀντίπαλοι εἶναι τῆς αὐτῆς ἰσχύος, τοῦτο ὀνομάζεται πόλεμος» ( W.Jaeger ἔ.α. τόμ. Α, σελ. 427).
Αφόρητα απλοϊκός ο Γ.Κ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι και αν αλλάξουν όλες οι υλικές, καταναλωτικές, επιμερισμού της εργασίας, κλπ συνθήκες, «διόλου αυτό δεν συνεπάγεται ότι...», κλπ.
Αυτό έδειχνε η διεθνής εμπειρία όταν τα έγραφες αυτά Γ.Κ;
Τί σημαίνει αὐτό; ποῦ καί μέ ποιό τρόπο "κολλάει" ἀλήθεια μέ τό ἀρχικό κείμενο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς μας επιτραπεί να παραπέμψουμε (όχι τόσο λόγω θεματικής συνάφειας όσο χρονικής συγκυρίας, άλλωστε το θέμα της δημοκρατίας, της αληθινής δημοκρατίας είναι διαχρονικό και με μια έννοια με τα πάντα σχετικό) το παρακάτω: http://rednotebook.gr/2016/02/diktiosi-gia-ti-rizospastiki-aristera-zoi-meta-sigkroti-politiki-kinisi/ με έμφαση στην φράση “Πρέπει να συμβάλουμε από κοινού με άλλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στη συγκρότηση ενός νέου υποκειμένου το οποίο δίνει πραγματική υλική υπόσταση στο αίτημα για δημοκρατική λειτουργία με θεσμίσεις-ασφαλιστικές δικλείδες (ανακλητότητα, αντιιεραρχική λειτουργία, αλληλόμορφωση μελών)...”
ΑπάντησηΔιαγραφήΑσχετο με τα παραπάνω, οι ευρωπαικές κοινωνίες στην περίπτωση του προσφυγικού φαίνεται ότι αντιδρούν ακριβώς όπως είχε προβλέψει ο Γεράσιμος στο “Ανατολικό Ζήτημα Σήμερα”. Η μεγαλοφυία του διακρίνει μάλιστα στην απαράδεκτη κατά τα άλλα αυτή στάση που είναι συνέπεια της ιδεολογίας της ευμάρειας κάτι που δεν μπορούμε να διακρίνουμε εμείς : ένα (δυστυχώς) απαραίτητο στάδιο για την πραγματική αλλαγή προς το πραγματικά καλύτερο αυτών των κοινωνιών και της ανθρωπότητας ως σύνολο (αφού η “Δύση” επηρεάζει πια αναγκαστικά τους πάντες).
ΙΝΤ
Ὅλα αὐτὰ τὰ ὕποκριτικὰ περὶ Δημοκρατίας θυμίζουν τὶς ἅρπες ποὺ παίζουν βουβὰ στὸν Ὁκτώβρη τοὺ Αἱζενστάιν καὶ ἀποκρύπτουν τὸν δολοφονικὸ καθημερινὰ κατασταλτικὸ ῥὀλο τοῦ κράτους καὶ ἑπιπλέον ἑπιβεβαιώνουν περίτρανα τὴν ἄποψη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποῑα ἡ ἑλληνική ἅρχουσα τάξη δὲν εἶχε ποτὲ τὸ ἠθικὸ σθένος νὰ τὸν ἀναλἀβει. Τὸν παρέδωσε λοιπὸν σὲ ἕνα μαφιόζικο σύστημα - γεννημένο ἀπὸ τὰ σπλάχνα, τὴ συκωταριά τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ μἐ μεγάλο παρελθὸν στὴν Τουρκοκρατία καὶ τὸ Βυζάντιο - τὸ ὁποῖο ἔπρεπε κάπως νὰ κολακέψει. Ἡ συνεργασία Κολωνακίου καὶ λοῦμπεν στοιχείου γιὰ τὴν ἑθνοκάθαρση τῆς ὑπαίθρου κάπως ἔπρεπε νὰ ἐκφραστεῖ. Ὅχι πὼς τὸ πρόταγμα τῆς κομμουνιστικῆς ἀριστερᾶς, δηλαδή, τὸ ἁστικό ἱδανικό θεοποιημένο ὕστερικὰ καὶ δολοφονικὰ μαζικοποιημένο ἦταν καλύτερο. Χατζιδάκις καὶ Θεοδωράκης εἶναι τρανὲς ἀποδείξεις τῆς πλήρους ἁδυναμίας τῆς ἐλληνικῆς κοινωνίας νὰ δημιουργήσει ἀστικὸ πολιτισμὸ μόνη της. Αὐτὸ δὲν εῖναι ἀπαραιτήτως κακό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦορέας πολιτισμοῦ στὰ κράτη εἶναι συνήθως ἡ ἐκκλησία. Ἥ μὴ ἕπικοινωνία ἐκκλησίας καὶ νέων καιρῶν ἀπαγορεύει σχεδὸν τὴν ἀνάπτυξη ὰστικοὺ πολιτισμοὺ στὴν Ἕλλάδα. Ὅ παγωμένος κόσμος τῶν ἁγίων εἶναι ἂπόρθητο κάστρο, καὶ βλἐπει νὰ λυώνουν κάτω ἁπὸ τὰ κιτρινισμένα τείχη του ὁ κομμουνισμὸς καὶ τὸ ῥὸκ ἕν ῥόλ. Ὡς πὀτε ; Μὰ, γιὰ πάντα. Γιἄ τὴν ἀκρίβεια, μέχρι τὴ συντέλεια τοὺ κόσμου. Ποτὲ δὲ πήραμε τἤν ἐκκλησία στὰ σοβαρά.
Ἡ ἐκκλησία δέν πῆρε τόν ἑαυτό της στά σοβαρά κσί αὐτοακυρώθηκε, ὅπως αὐτοακυρώθηκε καί ὄλος ὀ πνευματικός κόσμος ὡς φορέας πολιτισμοῦ καί ἰδεῶν...
ΑπάντησηΔιαγραφήἩ ἐκκλησία διότι ἐπεχείρησε νά παίξει "σωστά" τόν ρόλο πού τῆς ἀνατέθηκε, αὐτόν τοῦ κρατικοῦ θεσμοῦ...
Ἀπό τήν ἄλλη οἱ διανοητές πάσης φύσεως καί κυρίως τῆς λεγομένης ἀριστερᾶς ( εἴτε ροζουλί εἴτε ὀρθόδοξης ) ἔκαναν καί αὐτοί λάθος καί οἱ λεγόμενοι δεξιοί σάν πιό πρακτικοί ἐπωφελήθιηκαν Οἱ "προοδευτικοί" καί "δημοκράτες" ἀντί νά ἐπιχειρήσουν μιά ἄς ποῦμε ὤσμωση μεταξύ τῆς ἑλλαδικῆς πραγματικότητας καί τῶν νέων ἰδεῶν καί δεδομένων παραγωγῆς καί ἐπιστήμης πού προήρχοντο ἀπό τήν Δύση, ἀντί αὐτοῦ ἐπεχείρησαν νά ἑρμηνεύσουν καί νά καλουπώσουν ὁποιαδήποτε κοινωνική διεργασία ἤ φαινόμενο ἀποκλειστικά μέ δυτικές ἔννοιες ἐκ τῶν πραγμάτων ἐλάχιστα ἐφαρμόσιμες. Ἔτσι ὁποιοσδήποτε μή γεωργός, ἤ ὅποιος ἦταν οἰκονομικά εὐκατάστατος έθεωρεῖτο αὐτομάτως ἀστός καί σάν ἀστός ἀντιμετωπιζόταν ... Τὀ ἑπόμενο βῆμα εἶναι ὁ στεῖρος λαϊκισμός. Καί ἄλλα πολλά ....
Τό ἰδεολογικό κομφούζιο ἀπεικονίζει ἡ θέση τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου ( δέν ξέρω ἄν τό εἰρωνευόταν, ἀν καμάρωνε, ἤ ἁπλῶς τό διεπίστωνε ) ὅτι ἡ " Συννεφιασμένη Κυριακή " τοῦ Τσιτσάνη εἶναι ὁ ἑθνικός μας ὕμνος. Γιά μένα πάντως εἶναι λόγος βαθέος προβληματισμοῦ καί ὄχι κολακείας τῆς λαϊκῆς ψυχῆς...
Μὴν ξεχνάμε ὄτι ἠ ὄποια πνευματική ἄνθιση τῆς κυνηγημένης ἁριστερᾶς ὁφείλεται στὴν ἤττα της. Πάλι ἔχουμε δηλαδὴ τὀ ἴδιο πράγμα - κανείς δὲν ἀναλαμβάνει ῥητὰ τἤν ἡθικὴ εύθύνη γιὰ τὴ βρώμικη λειτουργία τοῦ ἀστικοῦ κράτους καὶ τὴν ἑπιρρίπτει στὸν ἄλλο. Οἵ ἁντιστοιχίες μὲ τὸ σήμερα νομίζω ὄτι εἶναι προφανεῖς. Ὅ ἐκσυγχρονισμός μἔ ἑλαφριοὺς δυτικούς ὅρους καὶ ἥ στείρα ψευτοταξικὴ ἀνάλυση τῆς ἀριστερᾶς ἀπλῶς κάλυπταν τὸ ἐκπαιδευτικὸ κενὸ σὲ μιὰ χῶρα τριτοκοσμικὴ, ὄπως συνέβη καὶ σὲ τόσα ἄλλα κράτη, μὲ πρώτη καὶ καλύτερη τὴ Ῥωσσία. Ἥ πλάκα εῖναι τὸ πῶς ἁνακατευτήκανε έν τέλει καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ τῆς παραδόσεως (καὶ τὰ κάνανε μαντάρα). Φυσικὰ αὺτὸ ἔγινε πολὺ ἀργότερα, ὄταν ἤ ἀριστερἄ ἔγινε πολιτισμικὸ σύνθημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήἉστικὸ πολιτισμὸ ὄμως, δηλαδὴ, θεσμικὸ πολιτισμό, ἔχουμε ὄταν ἥ άστικὴ τἄξη ἀναλαμβάνει τὸ ἔγκλημα μἔ ὄρους ὼμῆς κυριαρχίας καὶ τὄ θεμελιώνει. Γιἄ παράδειγμα - ὁ Ντοστογιέβσκη στὸ ἔγκλημα καὶ τιμωρία τὸν βάζει τὸν άρχιμπάτσο νὰ ἀνακαλύπτει τὸν δολοφόνο καὶ νὰ τὸν πείθει νὰ παραδοθεῖ γιὰ τὸ καλό τῆς ψυχῆς του. Ὅ μπάτσος στὸν Ντοστογιέβσκη κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅ Ούγκώ πιὀ παράξενα βάζει παρομοίως τὀν Ϊαβέρη νἄ εἶναι ὄ Πόντιος Πιλάτος τοῦ Γιάννη ¨Ἀγιάννη. Κάτι τέτοια σὲ μᾶς μόνο ὅ άστυνόμος Μπέκας μπορεῖ νὰ τὰ κάνει. Μὰ εὶναι δυνατὸν νὰ θέλουμε ἀστικὸ πολιτισμὸ χωρίς ἀστυνομία ;;
Γι. αὐτὄ άποτραβιοῦνται οἵ κερατάδες καὶ άφήνουνε τἤ βρωμοδουλειά νἄ τἤν κάνουνε οἱ Χρυσαυγίτες καὶ ἄλλοι πιὄ ἀρμόδιοι...εἶναι, τρόπον τινὰ, βρώμικα καθάρματα ἤ μάλλον ἄπελπισμένοι ἄνθρωποι.
Ὅσο γιὰ τὴν ἐκκλησία, ἐκεὶ διαφωνῶ, ἀπόσα λίγα ξέρω τοῦλάχιστον. Ἑγὼ τὴν ἐκκλησία τὴ θαυμάζω. Νομίζω ὄτι ὄ κρατικός της ῥόλος στἄ πλαίσια τοῦ ἕλληνικοῦ κράτους δἔν διαφέρει σὲ τίποτα στὴν δομική του οὐσία ἀπὸ αὐτὸν ποὔ ἔπαιζε πάντα. Ἥ ἐκκλησία τὸ μερδικὸ της στὸ καθημερινό ἔγκλημα τὸ ἑνσωματώνει ἀκριβῶς ὄπως ἐνσωμάτωνε ἠ άρχαιότητα τὴ θυσὶα τῶν ζώων, ποὺ τὴν άντιλαμβανόταν ὤς ἀπαραίτητο ἔγκλημα. Μέσῳ, δηλαδή, τῆς κωδικοποιημένης, σωματικῆς τελετουργίας. Ἡ ἀκινησία τῆς ὁρθόδοξης έκκλησίας εὶναι ἴσως ἁπὄ τἄ μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα στἠν παγκόσμια πολιτική ἵστορία. Ἥ δύναμή της εἶναι ἥ ἀκινησία της. Δὲν εἶναι νὰ ἐκσυγχρονιστεῖ. Εἶναι take it or leave it.
«Ἡ ἀκινησία τῆς ὁρθόδοξης έκκλησίας εὶναι ἴσως ἁπὄ τἄ μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα στἠν παγκόσμια πολιτική ἵστορία. Ἥ δύναμή της εἶναι ἥ ἀκινησία της. Δὲν εἶναι νὰ ἐκσυγχρονιστεῖ. Εἶναι take it or leave it».
ΑπάντησηΔιαγραφήΤυπικώς, όσον αφορά το δόγμα, ναι, η ορθοδοξία έχει επιδείξει αξιοπρόσεκτη σταθερότητα.
Ουσιαστικώς, όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του δόγματος, όχι, η ορθοδοξία (όπως και όλες οι υπόλοιπες χριστιανικές -ή εξωχριστιανικές- θρησκευτικές ομολογίες με μακραίωνη ιστορία) δεν έχει επιδείξει αξιοπρόσεκτη σταθερότητα.
Όλες οι μακραίωνες θρησκείες με δεκάδες ή εκατοντάδες εκατομμύρια πιστών οπαδών/ακολούθων είναι “take it or leave it”. Αυτό ισχύει και στο Ισλάμ, και στον καθολικισμό, και στον βουδισμό, και στον εβραϊσμό. Σε καλά εδραιωμένες θρησκείες (δεν αναφέρομαι σε φαιδρές παραφυάδες τύπου μαρτύρων του ιεχωβά ή σαϊεντολογίας) υπάρχει (εκ πρώτης όψεως) μία, τύποις, ακινησία και αυστηρότητα. Ο πιστός δεν επιλέγει του τι αρέσει και δεν απορρίπτει όσα δεν του αρέσουν.
Όμως, επί της ουσίας, η θρησκεία αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο (ανεπαισθήτως) ακολουθεί (έστω και με καθυστέρηση) τον μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η ορθοδοξία του 2016 σε θεωρητικό/αφηρημένο επίπεδο είναι (κατά το μάλλον ή ήττον) πανομοιότυπη με την χριστιανική πίστη του 900 μ.Χ., όμως σε επίπεδο ερμηνείας και εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη, υφίστανται σημαντικότατες διαφορές σε πληθώρα θεμάτων.
Ας μην μιλάμε για το 900 μ.Χ., ας μιλήσουμε για το 1960 μ.Χ.: Εάν το 1960, υπεστήριζε κάποιος ότι η βίβλος και τα γραπτά των πατέρων (π.χ. του Ιωάννου Χρυσοστόμου) συνηγορούν υπέρ της υποδοχής αλλοθρήσκων, αλλογλώσσων και αλλοφύλων μεταναστών και προσφύγων επί ελληνικού εδάφους, οι ορθόδοξοι ιερείς (όχι μόνον οι πολιτικώς διαπλεκόμενοι αρχιερείς/δεσπότες, αλλά και οι χαμηλόβαθμοι κληρικοί -διάκονοι, πρεσβύτεροι, αρχιμανδρίτες-) θα γελούσαν με τον άνθρωπο που θα διετύπωνε αυτές τις απόψεις και θα νόμιζαν ότι αστειεύεται. Αντιθέτως, εν έτει 2015 ο γηραιός μητροπολίτης Καλαβρύτων διοργάνωνε εκδρομές από το Αίγιο και τα Καλάβρυτα στην Αθήνα για να διανείμει το χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ, τρόφιμα και ρούχα στους (παρανόμως και παρατύπως ευρισκομένους επί ελληνικού εδάφους) μετανάστες και πρόσφυγες, υποστηρίζοντας ότι «η προσπάθειά μας για να δώσουμε ένα χάδι στοργής σε μερικούς από τους πρόσφυγες ή μετανάστες ή λαθρομετανάστες, οι οποίοι καταταλαιπωρημένοι φθάνουν στην πατρίδα μας, δεν είναι υπέρβαση του αγαπάτε αλλήλους αλλ’ αντιθέτως πιστή εφαρμογή του» (http://mkka.blogspot.gr/2015/06/blog-post_9.html, http://mkka.blogspot.gr/2015/04/blog-post_28.html).
Λοιπόν, το 1960 ο ορθόδοξος κλήρος ερμήνευε και εφήρμοζε εντελώς διαφορετικά το αγαπάτε αλλήλους απ’ ό,τι το 2015.
Η ερμηνεία των γραφών βρίσκεται σε άμεση και ευθεία συνάρτηση με τον κοινωνικό μετασχηματισμό και, υπ’ αυτήν την έννοια, ούτε η ορθοδοξία αλλά ούτε και καμία άλλη θρησκευτική/θεολογική παραδοχή δύναται να παραμένει σταθερή, αμετακίνητη και αμετάβλητη σε βάθος αιώνων.
Η διαρκής κίνηση και η εξέλιξη (έστω και με ανεπαισθήτως αργούς ρυθμούς) αποτελεί μία, τρόπον τινά, αναπόδραστη ειμαρμένη, εκ της οποίας (στην πράξη, όχι στην αφηρημένη και αόριστη θεωρία) καμία θρησκεία, φιλοσοφία, πολιτική θεωρία δεν έχει κατορθώσει να παραμείνει ανεπηρέαστη.
Εμβόλιο εναντίον της εξελίξεως δεν έχει ακόμη εφευρεθεί. Η ακινησία αποτελεί ψευδαίσθηση. Εάν ένα κοινωνικό φαινόμενο (όπως η θρησκεία) ειδωθεί μακροσκοπικά (δηλαδή, σε βάθος αιώνων), τότε γίνονται αντιληπτές και ορατές οι μεταβολές στην ερμηνεία και στην πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών κειμένων (τα οποία, εξάλλου, συχνά είναι διφορούμενα και επιδέχονται πληθώρας ερμηνειών).
Εάν κάποιος είναι πεπεισμένος ότι η ορθοδοξία έχει μείνει ακίνητη εδώ και 17, 18, 19, ή 20 αιώνες, τότε ομοιάζει με τους ιεροεξεταστές που ήθελαν να καταδικάσουν τον Γαλιλαίο, επειδή υπεστήριζε ότι η Γη κινείται.
Επαναλαμβάνω, η ακινησία είναι ψευδαίσθηση!
Πάντα ρει, φίλε Κωνσταντή, και δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης (όπως συνήθιζε να λέει κάποιος αινιγματικός και δυσνόητος τύπος από την Έφεσο)...
Δέχομαι ὅτι εἶναι ψευδαίσθηση ἡ ἀκινησία τῆς ὁρθόδοξίας. Ὅμως διακρίνω τὸ δόγμα ἀπὸ τὴν πρακτική. Γιἄ μένα εὶναι ἀξιοθαύμαστη ἥ ἀντοχή τῆς πρακτικῆς, παρότι ἥ ὀρθόδοξη ἑκκλησία μοιάζει νὰ ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕναν προ-βιομηχανικό ῥυθμό. Προφανῶς ὁ βιομηχανικός ῥυθμὸς βρίσκει τὸν προ-βιομηχανικό ἁκίνητο.
ΑπάντησηΔιαγραφήἝχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἑκκλησία ἔχει τέσσερα ἑπίπεδα. 1. Τοῦ ἀρχαίου πολυθεϊσμοῦ 2) τοῦ χριστιανικοῦ σωτηριολογικοῦ μυνήματος 3) τῆς ἄσκησης κοινωνικῆς πολιτικῆς ὡς κανονικότατο σκέλος τῆς δημόσιας διοίκησης 4) τῆς ἑπαφῆς μὲ τὴν ἑκάστοτε κοσμική ἕξουσία.
Τὸ θέμα, πέρα ἁπὸ τὰ συνολικά δογματικά ζητήματα καὶ τὶς ἑπιμέρους δράσεις, εἶναι ἄν συμφωνοῦμε ἤ ὄχι ὅτι ἡ ὁρθόδοξη ἑκκλησία συστατικὸ ἀναφαίρετο μέν, προβληματικό δέ, τοῦ ἑλληνικοῦ ἑθνικισμοῦ. Ἑδῶ εὶναι τὄ θέμα κατὰ τὴ γνώμη μου, διότι ὁ μέγας ἀσθενῆς, αὐτὸς εἶναι.
συγγνώμη διαβάστε ὁρθόδοξη ἑκκλησία ΕΙΝΑΙ συστατικὸ ἀναφαίρετο μὲν
ΑπάντησηΔιαγραφή«Η ορθοδοξία του 2016 σε θεωρητικό/αφηρημένο επίπεδο είναι (κατά το μάλλον ή ήττον) πανομοιότυπη με την χριστιανική πίστη του 900 μ.Χ., όμως σε επίπεδο ερμηνείας και εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη, υφίστανται σημαντικότατες διαφορές σε πληθώρα θεμάτων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς μην μιλάμε για το 900 μ.Χ., ας μιλήσουμε για το 1960 μ.Χ.: Εάν το 1960, υπεστήριζε κάποιος ότι η βίβλος και τα γραπτά των πατέρων (π.χ. του Ιωάννου Χρυσοστόμου) συνηγορούν υπέρ της υποδοχής αλλοθρήσκων, αλλογλώσσων και αλλοφύλων μεταναστών και προσφύγων επί ελληνικού εδάφους, οι ορθόδοξοι ιερείς (όχι μόνον οι πολιτικώς διαπλεκόμενοι αρχιερείς/δεσπότες, αλλά και οι χαμηλόβαθμοι κληρικοί -διάκονοι, πρεσβύτεροι, αρχιμανδρίτες-) θα γελούσαν με τον άνθρωπο που θα διετύπωνε αυτές τις απόψεις και θα νόμιζαν ότι αστειεύεται. Αντιθέτως, εν έτει 2015 ο γηραιός μητροπολίτης Καλαβρύτων διοργάνωνε εκδρομές από το Αίγιο και τα Καλάβρυτα στην Αθήνα για να διανείμει το χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ, τρόφιμα και ρούχα στους (παρανόμως και παρατύπως ευρισκομένους επί ελληνικού εδάφους) μετανάστες και πρόσφυγες, υποστηρίζοντας ότι «η προσπάθειά μας για να δώσουμε ένα χάδι στοργής σε μερικούς από τους πρόσφυγες ή μετανάστες ή λαθρομετανάστες, οι οποίοι καταταλαιπωρημένοι φθάνουν στην πατρίδα μας, δεν είναι υπέρβαση του αγαπάτε αλλήλους αλλ’ αντιθέτως πιστή εφαρμογή του» (http://mkka.blogspot.gr/2015/06/blog-post_9.html, http://mkka.blogspot.gr/2015/04/blog-post_28.html).
Λοιπόν, το 1960 ο ορθόδοξος κλήρος ερμήνευε και εφήρμοζε εντελώς διαφορετικά το αγαπάτε αλλήλους απ’ ό,τι το 2015».
Πολύ εύστοχο αυτό.