Ὅλοι στὴν οἰκογένεια τῆς Ροϊζίν, ἀπ΄ὅσα ἄκουγα τουλάχιστον ἀπὸ τὸν Πλάτωνα, ἦταν ἐπιφανῆ δημόσια πρόσωπα. Στρατιωτικοί, μηχανικοί, γιατροί, δικαστικοί, κορυφαῖα στελέχη τοῦ κόμματος, πολιτικοί. Οἱ γονεῖς της ἀρχιτέκτονες, σχεδιάσανε τὸ πάρκο δίπλα στὸ ποτάμι, λαμπρὲς προοπτικές, ἀλλὰ ἐκείνη στρυφνό, κολλημένο μυαλό, λέγανε.
Δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ ὅλοι κάναμε τότε, ἀφοῦ ἀπὸ τοὺς γέρους δὲν ἐρχότανε φῶς. Καὶ ποῦ νὰ βροῦνε νὰ σοῦ στείλουνε φῶς ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, ἄσε καὶ ποὺ τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ δὲν ὑπῆρχε, ἀλλὰ τέλος πάντων. Ἔκανα πολλὲς δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Θὰ μὲ πεῖς καὶ τώρα τί κάνω; Μ΄ἀρέσει ὅμως. Τὴ βρίσκω. Ἡ γνωστὴ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Τεμπελχανίδη ποὺ δουλεύει στὸν Ξαπλόπουλο. Τάχω πολλαπλὲς φορὲς ἀκούσει, ἀλλὰ ἅμα σὲ φτιάχνει, ρίξτα μιὰ ἀκόμα. Δὲ θὰ μὲ ζημιώσεις. Ὅμως δὲ τὰ μπορῶ τὰ γραφεῖα μὲ τοὺς ἀξιοσέβαστους διευθυντές, τοὺς ὀγκώδεις φακέλλους, τὶς σφραγίδες, τοὺς ὑπ΄ἀλλήλους ποὺ τρέχουν βιαστικοὶ στὸ διάδρομο μὲ τὰ σακκάκια φθαρμένα στοὺς ἀγκῶνες, τὶς θέσεις ἐργασίας γιὰ δι΄ὁρισμένους, τὸ ἄγχος τῆς συμπεριφορᾶς, τὶς καλημέρες, τὶς καλησπέρες, τὶς παρατηρήσεις γιὰ τὸν καιρό, τὴν ἀνάγκη νὰ θυμᾶμαι πολλὰ ὀνόματα. Εἶναι ἀλήθεια, εἶχα μιά δυσκολία μὲ τὰ ὀνόματα. Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ συγκρατῶ ὀνόματα. Ἀλλὰ δὲ θέλω κι εὐθύνες στὸ κεφάλι μου, νὰ μὲ λείπει, δὲ γουστάρω ἀποφάσεις, οὔτε γραβάτες καὶ κουστουμαρίσματα. Μιὰ φορὰ μονάχα τὸ ἔβαλα τὸ κουστούμι, φρεσκοξυρίστηκα καὶ κτένησα τὰ μαλλιὰ πίσω, ὅταν πρωτοπῆγα στὸ Γραφεῖο γιὰ νὰ μὲ βροῦν δουλειά. Ἔτσι, δὲ θὰ ὑπῆρχε κανένας τρόπος κάποιος νὰ μὲ μπέρδευε γιὰ τίποτα rock-n-roller, σκέφτηκα. Ἡ γραμματέας εἶχε σημειώσει ὅλα τὰ στοιχεῖα καὶ ἅμα βρισκόταν κάτι ποὺ νὰ ταιριάζει στὸ βιογραφικό μου θὰ μὲ εἰδοποιοῦσε ὁπωσδήποτε. Τὸ βιογραφικὸ ὅμως θάχε πρόβλημα, ἀφοῦ γιὰ τίποτα δὲ μὲ φωνάζανε.
Τὸ καφενεῖο ὅμως εἶναι ὅ,τι πρέπει σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἀφοῦ ἅμα ξέμενα ἀπὸ θελήματα, ὁ Πλάτωνας πάντα κάτι θὰ μὲ σφύραγε. Νά, ἅμα ἤθελαν κανένα νὰ περάσει τίποτα πλακάκια, ἢ νὰ βάψει κανένα δωμάτιο μισοτιμῆς, ἢ νὰ κουβαλήσει τίποτα βαρύ, τέτοια. Μιὰ μέρα ζητοῦσαν κάποιον νά βάλει ἕνα χέρι ν΄ἀνεβάσουνε τὸ πιάνο στὸν τέταρτο. Ἔτσι ἔτυχε νὰ κουβαλάω τὸ πιάνο τῆς Ροϊζίν, ὅταν μετακόμισε στὴ γειτονιά. Νὰ ἤτανε ὅμως μόνο τὸ πιάνο, καλὰ θὰ ἤτανε. Εἶχε καὶ κάτι βαριὰ κιβώτια, καρντάσι, νὰ σὲ φύγει τὸ νεφρί. Τί διάλο κουβάλαγε πέτρες πέρα δῶθε;
-Γειά σου!
-Γειά σου, τὴ λέω κι ἐγώ. Δὲν τὴ γνώριζα. Ὅ,τι μὲ εἴχανε πεῖ οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο καὶ κυρίως ὁ Ρόϋτερ. Τὸν εἶχε, λέει, παραγγείλει νὰ τὴν ἀφήνει στὴν εἴσοδο κάθε πρωὶ μιὰ ξένη ἐφημερίδα γιὰ ὅλη τὴ χρονιά.
-Τὰ ἀνέβασες ὅλα τὰ βιβλία; Μὲ ρωτάει.
-Ποιὰ βιβλία; Τὶς πέτρες ἐννοεῖς;
-Τέλος πάντων τὶς πέτρες, τὶς ἀνέβασες;
-Αὐτὸ ποὺ ἔμαθα σὲ τέτοιες δουλειὲς εἶναι ὅτι ἅμα τὸ ἀφεντικὸ θέλει πέντε κομμάτια τὸ δεκάλεπτο καὶ μπορεῖς νὰ τὴ σκαπουλάρεις μὲ τέσσερα, νὰ κάνεις τέσσερα. Ἅμα κάνεις ὀχτὼ τὸ δεκάλεπτο καὶ ἀφήσεις τὸ ἑπόμενο πεντάλεπτο γιὰ τσιγάρο, στὴν ἄλλη γύρα ὁ ἑργοδηγὸς θὰ ἀναθεωρήσει τοὺς κανόνες. Γιὰ ὅλους τούς ἄλλους ἡ νόρμα θὰ παραμείνει στὰ πέντε τὸ δεκάλεπτο, γιὰ τὸν γρήγορο θὰ ἀνέβει στὰ δέκα.
Ἄφησε ἕνα ἀόριστο χαμόγελο συγκατάβασης καὶ χωρὶς νὰ πεῖ τίποτα περισσότερο ἄρχισε ν΄ἀνοίγει τὰ κιβώτια καὶ ν΄ ἀνακατεύει τὸ περιεχόμενο. Βιβλία, ἀλληλογραφία, φωτογραφίες, CD, ποὺ μὲ μιὰ γρήγορη ματιά, σχημάτισα τὴν ἐντύπωση πὼς ὅλα ἢ τουλάχιστον τὰ περισσότερα ἔγραφαν Sviatoslav Richter. Διάλεξε ἕνα, τό γυρόφερε τρυφερά στά χέρια της καί τό ἔβαλε να παίξει.
-Τί δουλειὰ κάνεις; Ρωτάει καθὼς συνέχισε προσεκτικά νά τοποθετεῖ τά CD καὶ τὰ βιβλία στό τραπέζι.
-Πολυθεσίτης, ἀποκρίνομαι. Λυγίζω βρασμένα μακαρόνια, σκίζω βρεμένες ἐφημερίδες, κουβαλάω πιάνα, ἀφοῦ στὸ μπουρδέλο αὐτὸ καὶ ὁ Jimi Hendrix νὰ εἶσαι, κανονικὴ ἐργασία δὲν πρόκειται νὰ σὲ δώσουν.
-Ἄμα ἀκούω ἄσχημες κουβέντες γιά τήν Ἑλλάδα μου ταράζομαι, μέ ἐπέπληξε μέ αὐστηρό τόνο στή φωνή. Καί τό ἴδιο καί τοῦτος, συνέχισε δείχνοντας τό CD.
-Καλά συγγνώμη τή λέω. Ἐσὺ τί δουλειὰ κάνεις;
-Χειρουργῶ ποντίκια, μ΄ἀντιλέγει.
-Αὐτό τά καλοκαίρια, μά ἐγώ γιά τό χειμῶνα σέ ρωτάω, τήν ἀπαντῶ θεωρώντας πώς μέ δούλευε.
-Καθηγήτρια ἀνοσολογίας μὲ πέντε αἱμοπτύσεις, μ΄ἀποκρίνεται.
-Νόμιζα πὼς διδάσκεις πιάνο, μὲ τοῦτο τὸ μαραφέτι ποὺ κουβαλᾶμε καὶ τόσα CDιά τοῦ Richter.
-Δὲν εἶναι ζημιὰ ν’ ἀκοῦς Richter ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, ἀκόμα κι ἂν μόνο ἀπὸ μιὰ ἄποψη ὑγιεινῆς, λέει μὲ μιὰ νότα ἐνόχλησης στὴ φωνή. Ἡ μουσικὴ του ἔχει τὴ μοναδικὴ δυνατότητα νὰ σὲ πετᾶ σὲ μεγάλο ὕψος, νὰ βλέπεις στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα ἀλλὰ συγχρόνως καὶ νὰ μὴ χάνεις καμμιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ μικροσκοπικὲς λεπτομέρειες τοῦ τοπίου κάτω ἀπὸ τὴ μύτη σου. Χωρίς τή μουσική του θά ἤμουν ἤδη στήν κόλαση τῶν ποντικῶν.
Κουβάλα καὶ σκάσε, εἶπα μέσα μου.
-Τί μὲ κοιτᾶς σὰ χαζοπούστης; Ποιὰ εἶναι ἡ ἐναλλακτικὴ λύση ἀπὸ τὴν κόλαση τῶν ποντικῶν; συνέχισε μονολογώντας. Μπορεῖ νὰ σ΄ἔσπρωχναν, νὰ΄φερνες δυὸ τὸ πολὺ τρεῖς σβοῦρες, καὶ μετὰ νὰ΄πεφτες καὶ νὰ μὴ ξανασηκωνόσουν ποτέ, ἢ νὰ σηκωνόσουν καὶ νὰ ἔβγαζες μιὰ φωνή. Οἱ γυναῖκες ποὺ τὸ ἔκαναν αὐτὸ δὲ φάνηκαν ξανὰ πουθενά. Παντρεύτηκαν κάποιον κανένα καὶ πέρασαν τὴν ὑπόλοιπη ζωή τους στὴν πέρα μεδενούπολη μεγαλώνοντας παιδιά. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ζωῆς ἐκεῖ ἔξω.
-Καλά, τὴ λέω, μὴ σὲ παίρνει κι ἀπὸ κάτω. Καθηγήτρια δὲν εἶναι καὶ κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ νοιώθει τύψεις.
-Τὸ ξέρω, συνεχίζει σὰ νὰ μὴν ἄκουσε, θὰ νομίζεις πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ λέω μόνο ἐπειδὴ εἶμαι μιὰ γριὰ παράξενη, τρελαμένη, μὲ βυζιὰ ποὺ κρέμονται σὰ καπνοσακκοῦλες, μιὰ κωλόγρια ποὺ βλέπει τὴ ζωὴ νὰ φεύγει μὲ ταχύτητα ἡλικίας. Ξαφνικὰ φτάνεις τὰ σαράντα ὀκτὼ καὶ τὸ μόνο ποὺ βλέπεις γύρω σου εἶναι τὸ στρῶμα ποὺ φτιάχνουν τ΄ἀποτσίγαρα νὰ ψηλώνει μέσα στὸ σκοτεινὸ δωμάτιο, μέχρι νὰ καλύψουν ὅλη τὴ θέα νὰ μὴ μπορεῖς νὰ δεῖς τίποτα. Εἶναι μεγάλος ὁ πόνος τοῦ νὰ εἶσαι ἕνα τίποτα σαράντα ὀχτὼ χρόνων. Ἐκεῖ σὲ θέλω μαλάκα μου, ὅταν χρειάζεται νὰ σκίσεις τὰ πουκάμισα, νὰ σκύψεις νὰ μαζέψεις τὰ κομμάτια σου καὶ νὰ συνεχίσεις νὰ προχωρᾶς μὲ τὶς τελαμῶνες γεμάτες πεῖσμα μπροστὰ στὸ στῆθος σταυρωτά. Ὅλα τ΄ἄλλα τὰ παίρνω στὰ ψιλά.
Ἄκουγα σήμερα τόν Richter νά παίζει Rachmaninov καί κάποια στιγμή ἀνέβηκε μιά ὑγρασία στά μάτια. Εἶναι τό πάθος στόν τρόπο πού ἐρνηνεύει ὁ Richter, προσπάθησα νά κρυφτῶ. Ἡ Ρὸζ κοιτοῦσε πὼς πᾶνε τὰ ἐγχειρισμένα ποντίκια, πέταγε κανένα κουφό, ἔπινε λίγη ἀπό τή βότκα πού φύλαγε στὸ ντουλάπι γιὰ περιπτώσεις ἔκτακτης ἀνάγκης, καὶ μετὰ ἐξαφανιζόταν πάλι πίσω ἀπὸ ἕνα σύννεφο καπνοῦ. Παράξενο κράμα, ἰδιοσυγκρασία ἡρωϊκή, βαθιὰ αἰνιγματική, καλή της ὥρα τώρα στὴν κόλαση τῶν ποντικῶν. Οἱ ἄλλοι ποντικοί (τοῦ παραδείσου) κουτσομπολεύουν τώρα καινούρια θέματα, πέρνουν διαφορετικά παραισθησιογόνα, ἀνατρέπουν τὰ ἀξιώματα.
-Τί τρέχει, ρωτάει ὁ Κώστας, τελειῶσαν τά ποντίκια;
-Δὲν εἶναι τὰ ποντίκια πού τελειῶσαν, τόν λέω. Εἶναι πού στήν κόλασή τους ἔχει γίνει τό ἀδιαχώρητο...
Δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ ὅλοι κάναμε τότε, ἀφοῦ ἀπὸ τοὺς γέρους δὲν ἐρχότανε φῶς. Καὶ ποῦ νὰ βροῦνε νὰ σοῦ στείλουνε φῶς ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, ἄσε καὶ ποὺ τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ δὲν ὑπῆρχε, ἀλλὰ τέλος πάντων. Ἔκανα πολλὲς δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Θὰ μὲ πεῖς καὶ τώρα τί κάνω; Μ΄ἀρέσει ὅμως. Τὴ βρίσκω. Ἡ γνωστὴ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Τεμπελχανίδη ποὺ δουλεύει στὸν Ξαπλόπουλο. Τάχω πολλαπλὲς φορὲς ἀκούσει, ἀλλὰ ἅμα σὲ φτιάχνει, ρίξτα μιὰ ἀκόμα. Δὲ θὰ μὲ ζημιώσεις. Ὅμως δὲ τὰ μπορῶ τὰ γραφεῖα μὲ τοὺς ἀξιοσέβαστους διευθυντές, τοὺς ὀγκώδεις φακέλλους, τὶς σφραγίδες, τοὺς ὑπ΄ἀλλήλους ποὺ τρέχουν βιαστικοὶ στὸ διάδρομο μὲ τὰ σακκάκια φθαρμένα στοὺς ἀγκῶνες, τὶς θέσεις ἐργασίας γιὰ δι΄ὁρισμένους, τὸ ἄγχος τῆς συμπεριφορᾶς, τὶς καλημέρες, τὶς καλησπέρες, τὶς παρατηρήσεις γιὰ τὸν καιρό, τὴν ἀνάγκη νὰ θυμᾶμαι πολλὰ ὀνόματα. Εἶναι ἀλήθεια, εἶχα μιά δυσκολία μὲ τὰ ὀνόματα. Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ συγκρατῶ ὀνόματα. Ἀλλὰ δὲ θέλω κι εὐθύνες στὸ κεφάλι μου, νὰ μὲ λείπει, δὲ γουστάρω ἀποφάσεις, οὔτε γραβάτες καὶ κουστουμαρίσματα. Μιὰ φορὰ μονάχα τὸ ἔβαλα τὸ κουστούμι, φρεσκοξυρίστηκα καὶ κτένησα τὰ μαλλιὰ πίσω, ὅταν πρωτοπῆγα στὸ Γραφεῖο γιὰ νὰ μὲ βροῦν δουλειά. Ἔτσι, δὲ θὰ ὑπῆρχε κανένας τρόπος κάποιος νὰ μὲ μπέρδευε γιὰ τίποτα rock-n-roller, σκέφτηκα. Ἡ γραμματέας εἶχε σημειώσει ὅλα τὰ στοιχεῖα καὶ ἅμα βρισκόταν κάτι ποὺ νὰ ταιριάζει στὸ βιογραφικό μου θὰ μὲ εἰδοποιοῦσε ὁπωσδήποτε. Τὸ βιογραφικὸ ὅμως θάχε πρόβλημα, ἀφοῦ γιὰ τίποτα δὲ μὲ φωνάζανε.
Τὸ καφενεῖο ὅμως εἶναι ὅ,τι πρέπει σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἀφοῦ ἅμα ξέμενα ἀπὸ θελήματα, ὁ Πλάτωνας πάντα κάτι θὰ μὲ σφύραγε. Νά, ἅμα ἤθελαν κανένα νὰ περάσει τίποτα πλακάκια, ἢ νὰ βάψει κανένα δωμάτιο μισοτιμῆς, ἢ νὰ κουβαλήσει τίποτα βαρύ, τέτοια. Μιὰ μέρα ζητοῦσαν κάποιον νά βάλει ἕνα χέρι ν΄ἀνεβάσουνε τὸ πιάνο στὸν τέταρτο. Ἔτσι ἔτυχε νὰ κουβαλάω τὸ πιάνο τῆς Ροϊζίν, ὅταν μετακόμισε στὴ γειτονιά. Νὰ ἤτανε ὅμως μόνο τὸ πιάνο, καλὰ θὰ ἤτανε. Εἶχε καὶ κάτι βαριὰ κιβώτια, καρντάσι, νὰ σὲ φύγει τὸ νεφρί. Τί διάλο κουβάλαγε πέτρες πέρα δῶθε;
-Γειά σου!
-Γειά σου, τὴ λέω κι ἐγώ. Δὲν τὴ γνώριζα. Ὅ,τι μὲ εἴχανε πεῖ οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο καὶ κυρίως ὁ Ρόϋτερ. Τὸν εἶχε, λέει, παραγγείλει νὰ τὴν ἀφήνει στὴν εἴσοδο κάθε πρωὶ μιὰ ξένη ἐφημερίδα γιὰ ὅλη τὴ χρονιά.
-Τὰ ἀνέβασες ὅλα τὰ βιβλία; Μὲ ρωτάει.
-Ποιὰ βιβλία; Τὶς πέτρες ἐννοεῖς;
-Τέλος πάντων τὶς πέτρες, τὶς ἀνέβασες;
-Αὐτὸ ποὺ ἔμαθα σὲ τέτοιες δουλειὲς εἶναι ὅτι ἅμα τὸ ἀφεντικὸ θέλει πέντε κομμάτια τὸ δεκάλεπτο καὶ μπορεῖς νὰ τὴ σκαπουλάρεις μὲ τέσσερα, νὰ κάνεις τέσσερα. Ἅμα κάνεις ὀχτὼ τὸ δεκάλεπτο καὶ ἀφήσεις τὸ ἑπόμενο πεντάλεπτο γιὰ τσιγάρο, στὴν ἄλλη γύρα ὁ ἑργοδηγὸς θὰ ἀναθεωρήσει τοὺς κανόνες. Γιὰ ὅλους τούς ἄλλους ἡ νόρμα θὰ παραμείνει στὰ πέντε τὸ δεκάλεπτο, γιὰ τὸν γρήγορο θὰ ἀνέβει στὰ δέκα.
Ἄφησε ἕνα ἀόριστο χαμόγελο συγκατάβασης καὶ χωρὶς νὰ πεῖ τίποτα περισσότερο ἄρχισε ν΄ἀνοίγει τὰ κιβώτια καὶ ν΄ ἀνακατεύει τὸ περιεχόμενο. Βιβλία, ἀλληλογραφία, φωτογραφίες, CD, ποὺ μὲ μιὰ γρήγορη ματιά, σχημάτισα τὴν ἐντύπωση πὼς ὅλα ἢ τουλάχιστον τὰ περισσότερα ἔγραφαν Sviatoslav Richter. Διάλεξε ἕνα, τό γυρόφερε τρυφερά στά χέρια της καί τό ἔβαλε να παίξει.
Sviatoslav Richter |
-Πολυθεσίτης, ἀποκρίνομαι. Λυγίζω βρασμένα μακαρόνια, σκίζω βρεμένες ἐφημερίδες, κουβαλάω πιάνα, ἀφοῦ στὸ μπουρδέλο αὐτὸ καὶ ὁ Jimi Hendrix νὰ εἶσαι, κανονικὴ ἐργασία δὲν πρόκειται νὰ σὲ δώσουν.
-Ἄμα ἀκούω ἄσχημες κουβέντες γιά τήν Ἑλλάδα μου ταράζομαι, μέ ἐπέπληξε μέ αὐστηρό τόνο στή φωνή. Καί τό ἴδιο καί τοῦτος, συνέχισε δείχνοντας τό CD.
-Καλά συγγνώμη τή λέω. Ἐσὺ τί δουλειὰ κάνεις;
-Χειρουργῶ ποντίκια, μ΄ἀντιλέγει.
-Αὐτό τά καλοκαίρια, μά ἐγώ γιά τό χειμῶνα σέ ρωτάω, τήν ἀπαντῶ θεωρώντας πώς μέ δούλευε.
-Καθηγήτρια ἀνοσολογίας μὲ πέντε αἱμοπτύσεις, μ΄ἀποκρίνεται.
-Νόμιζα πὼς διδάσκεις πιάνο, μὲ τοῦτο τὸ μαραφέτι ποὺ κουβαλᾶμε καὶ τόσα CDιά τοῦ Richter.
-Δὲν εἶναι ζημιὰ ν’ ἀκοῦς Richter ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, ἀκόμα κι ἂν μόνο ἀπὸ μιὰ ἄποψη ὑγιεινῆς, λέει μὲ μιὰ νότα ἐνόχλησης στὴ φωνή. Ἡ μουσικὴ του ἔχει τὴ μοναδικὴ δυνατότητα νὰ σὲ πετᾶ σὲ μεγάλο ὕψος, νὰ βλέπεις στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα ἀλλὰ συγχρόνως καὶ νὰ μὴ χάνεις καμμιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ μικροσκοπικὲς λεπτομέρειες τοῦ τοπίου κάτω ἀπὸ τὴ μύτη σου. Χωρίς τή μουσική του θά ἤμουν ἤδη στήν κόλαση τῶν ποντικῶν.
Κουβάλα καὶ σκάσε, εἶπα μέσα μου.
-Τί μὲ κοιτᾶς σὰ χαζοπούστης; Ποιὰ εἶναι ἡ ἐναλλακτικὴ λύση ἀπὸ τὴν κόλαση τῶν ποντικῶν; συνέχισε μονολογώντας. Μπορεῖ νὰ σ΄ἔσπρωχναν, νὰ΄φερνες δυὸ τὸ πολὺ τρεῖς σβοῦρες, καὶ μετὰ νὰ΄πεφτες καὶ νὰ μὴ ξανασηκωνόσουν ποτέ, ἢ νὰ σηκωνόσουν καὶ νὰ ἔβγαζες μιὰ φωνή. Οἱ γυναῖκες ποὺ τὸ ἔκαναν αὐτὸ δὲ φάνηκαν ξανὰ πουθενά. Παντρεύτηκαν κάποιον κανένα καὶ πέρασαν τὴν ὑπόλοιπη ζωή τους στὴν πέρα μεδενούπολη μεγαλώνοντας παιδιά. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ζωῆς ἐκεῖ ἔξω.
-Καλά, τὴ λέω, μὴ σὲ παίρνει κι ἀπὸ κάτω. Καθηγήτρια δὲν εἶναι καὶ κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ νοιώθει τύψεις.
-Τὸ ξέρω, συνεχίζει σὰ νὰ μὴν ἄκουσε, θὰ νομίζεις πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ λέω μόνο ἐπειδὴ εἶμαι μιὰ γριὰ παράξενη, τρελαμένη, μὲ βυζιὰ ποὺ κρέμονται σὰ καπνοσακκοῦλες, μιὰ κωλόγρια ποὺ βλέπει τὴ ζωὴ νὰ φεύγει μὲ ταχύτητα ἡλικίας. Ξαφνικὰ φτάνεις τὰ σαράντα ὀκτὼ καὶ τὸ μόνο ποὺ βλέπεις γύρω σου εἶναι τὸ στρῶμα ποὺ φτιάχνουν τ΄ἀποτσίγαρα νὰ ψηλώνει μέσα στὸ σκοτεινὸ δωμάτιο, μέχρι νὰ καλύψουν ὅλη τὴ θέα νὰ μὴ μπορεῖς νὰ δεῖς τίποτα. Εἶναι μεγάλος ὁ πόνος τοῦ νὰ εἶσαι ἕνα τίποτα σαράντα ὀχτὼ χρόνων. Ἐκεῖ σὲ θέλω μαλάκα μου, ὅταν χρειάζεται νὰ σκίσεις τὰ πουκάμισα, νὰ σκύψεις νὰ μαζέψεις τὰ κομμάτια σου καὶ νὰ συνεχίσεις νὰ προχωρᾶς μὲ τὶς τελαμῶνες γεμάτες πεῖσμα μπροστὰ στὸ στῆθος σταυρωτά. Ὅλα τ΄ἄλλα τὰ παίρνω στὰ ψιλά.
Ἄκουγα σήμερα τόν Richter νά παίζει Rachmaninov καί κάποια στιγμή ἀνέβηκε μιά ὑγρασία στά μάτια. Εἶναι τό πάθος στόν τρόπο πού ἐρνηνεύει ὁ Richter, προσπάθησα νά κρυφτῶ. Ἡ Ρὸζ κοιτοῦσε πὼς πᾶνε τὰ ἐγχειρισμένα ποντίκια, πέταγε κανένα κουφό, ἔπινε λίγη ἀπό τή βότκα πού φύλαγε στὸ ντουλάπι γιὰ περιπτώσεις ἔκτακτης ἀνάγκης, καὶ μετὰ ἐξαφανιζόταν πάλι πίσω ἀπὸ ἕνα σύννεφο καπνοῦ. Παράξενο κράμα, ἰδιοσυγκρασία ἡρωϊκή, βαθιὰ αἰνιγματική, καλή της ὥρα τώρα στὴν κόλαση τῶν ποντικῶν. Οἱ ἄλλοι ποντικοί (τοῦ παραδείσου) κουτσομπολεύουν τώρα καινούρια θέματα, πέρνουν διαφορετικά παραισθησιογόνα, ἀνατρέπουν τὰ ἀξιώματα.
-Τί τρέχει, ρωτάει ὁ Κώστας, τελειῶσαν τά ποντίκια;
-Δὲν εἶναι τὰ ποντίκια πού τελειῶσαν, τόν λέω. Εἶναι πού στήν κόλασή τους ἔχει γίνει τό ἀδιαχώρητο...
Richter plays Chopin Revolutionary Etude |
Ὄχι, δὲν ὑπάρχουν κομμάτια νὰ μαζέψουμε. Προχωρᾶμε χωρίς αὐτά. Τὰ μαζέψαν πρὶν ἀπὸ μᾶς ἄλλοι. Τά βρῆκαν στο δρόμο τους. Πιὸ τυχεροί. Κάποιοι εἴχανε στήσει καρτέρι. Πιὸ καπάτσοι. Τὰ μέλη ποὺ λείπουν δὲν μᾶς ἀνήκουν πιά, οὔτε πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ ποὺ θὰ καταλήξουν. Ἡ προσπάθεια συλλογῆς τους κόπος χαμένος. Λάθος, ἀδυναμία ἤ δειλία; Τὸ καλύτερο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ μεταμορφωθοῦμε σὲ μαραθωνοδρόμους μὲ πατερίτσες καὶ νὰ καταφέρουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι τὸ φαινόμενο εἶναι μὴ ἀντιστρεπτό, τὰ χαμένα μέλη δὲν ἀναπληρώνονται διότι γιὰ τὴν "ἀπώλεια" τῆς ψυχικῆς καί πνευματικῆς ὑπόστασης πού, "ἀνεπαισθήτως", τὰ συνοδεύει δὲν ὑπάρχει προσθετικὴ διαδικασία. Καί τό σημαντικώτερο ἀπό δῶ καί πέρα, νά ἀκολουθοῦμε μὲ τυφλὴ ἐμπιστοσύνη τὶς «πατερίτσες» μας, καί τό μετεωρολογικό δελτίο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ προσωπικότητά του ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις δυνατότητες που του προσφέρθηκαν από το πιάνο, ήταν πολύ ευρύτερη από την πολύ στενή έννοια του τέλειου ερμηνευτή έργων πιάνου. Λέγοντας κανείς γι αυτόν πως ήταν ένας αριστοτέχνης του πιάνου καλύπτει μιά ελάχιστη αμιχή της τεράστιας προσωπικότητάς του και στην ουσία αποκρύπτει άλλες σημαντικότερες πτυχές της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρέπει κανείς πολλά χρόνια να λαξέψει τις πατερίτσες και τα ένστικτά του για να τα εμπιστευθεί τυφλά. Όλα τα υπόλοιπα είναι όντως για πορτοκαλάδα.
Ευχαριστώ για την λογοτεχνική και μουσική πανδαισία,
ΑπάντησηΔιαγραφήμεθ΄εκτιμήσεως!
Καί εμείς σας ευχαριστούμε γιά το ενδιφέρον καί τη συμπαράσταση αλλά καί γιά την υπερβολή να χαρακτηρίζετε αυτό το συνοθύλευμα πανδαισία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥγιειένετε
δοκιμή
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάθηκαν τα υπόλοιπα 4; Έβαλε χέρι ο Harry Potter στο blog σας κύριε Zara;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑὐτά παθαίνει ὅποιος εἷναι συνωμοσιολόγος καί τά βάζει μέ τά ἱερά καί τά ὅσια....χιχιχιχι
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι κάτι που συμβαίνει συχνά σε συνωμοσιολογικά blogs ή εμφανίζει κάποια ιδιαιτερότητα το συγκεκριμένο; Επίσης η επιλογή του θέματος δημιουργεί προβληματισμό καθώς η συνωμοσία είναι περισσότερο ευδιάκριτη σε άλλα θέματα παρά σε αυτό. Αλλά ξεχνώ μάλλον την τεράστια εμπειρία και τον επαγγελματισμό των ασχολουμένων με την πάταξη της συνωμοσιολογίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά τώρα δέν καταλαβαίνω τί συμβαίνει. Μέχρι τό πρωῒ πού ἔκανα τόν ἔλεγχο εἷχαν γραφτεῖ 4 σχόλια και δέν φαινόταν κανένα. Τώρα πού ξαναμπῆκα ειχε ἔνδειξη γιά 7 γραμμένα, ἐνῷ θά ἔπρεπε νά λέει 8, 4 τά παλιά πού ἐξαφανίσθηκαν καίἄλλα 4 μέ τελευταῖο τό δικό σου στίς 3.19Μ.Μ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόλις γράψω καί αὐτό - 5ο σημερινό - θά πρέπει νά λέει 9. Νά δοῦμε.
Θά προσπαθήσω νά στείλω e-mail στό blogspot...