Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Ὅλη ἡ Ἑλλάδα μιά ΑΓΡΟΓΗ...

Ἕνας ἀπὸ τοὺς θεμέλιους λίθους τῆς σύγχρονης ρητορείας-προπαγάνδας, εἶναι ἡ ταύτιση τῆς δημοκρατίας μὲ τὸν κοινοβουλευτισμό. Ὁ κοινοβουλευτισμός, τὸ πολιτικὸ δηλαδὴ σύστημα διακυβέρνησης κατὰ τὸ ὁποῖον μέσῳ ἐκλογῶν ἐπιλέγονται ἀντιπρόσωποι τοῦ λαοῦ, δὲν εἶναι δημοκρατία. Ὅταν ταυτίζεται μὲ τὴν δημοκρατία νοθεύεται τὸ νόημά της. Σύμφωνα μὲ τὸν Κορνήλιο Καστοριάδη πρόκειται περὶ τῆς θεμελιώδους ἀπάτης.

Ὅσοι θέλουν νὰ διασκεδάσουν τὶς ἐνδεχόμενες τύψεις τους γιὰ τὴν λαθροχειρία αὐτή, χρησιμοποιοῦν τὸν ὄρο «κοινοβουλευτικὴ δημοκρατία», θεωρώντας ἔτσι ὅτι ἡ δημοκρατικὴ οὐσία παραμένει, ἐνῷ ὁ ἐπιθετικὸς προσδιορισμὸς «κοινοβουλευτικὴ» ἐκφράζει τὶς ἱστορικὲς καὶ κοινωνικὲς συνθῆκες τῶν Νεώτερων Χρόνων. Συστηματικὰ ἀγνοεῖται ἡ ἰδιαιτερότης κοινωνιῶν ἐκτός της δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς χερσονήσου, ὅπου στὴν συντριπτικὴ πλειονότητα ἔχει ἱστορικὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ κοινοβουλευτισμὸς ἐπεβλήθη εἴτε μὲ τὴν βία ὡς κατάλοιπο ἀποικιοκρατίας καὶ ἐξάρτησης, εἴτε μὲ συστηματικὴ πολιτικὴ διάβρωση τῶν πολιτιστικῶν δομῶν. Ἡ μέ συγκεκριμένες μεθόδους ἐπιβολή τῆς «δημοκρατίας», ἀκόμα καί μέ βομβαρδισμούς ἤ ἐμπάργκο στις μέρες μας, εἶναι ἡ βασική αἰτία δυσλειτουργίας της καί ὄχι ἡ πολιτιστική ὑπανάπτυξη, ἀνωριμότητα ἤ διαφθορά τῶν ἐπί μέρους λαῶν. Καί τά θετικά στοιχεῖα της, πού ὑπάρχουν, εἶναι ἔτσι δύσκολο να ἀναδειχθοῦν. 


Οἱ φανατικοί τοῦ εἴδους τσουβαλιάζουν ἐκ τῶν προτέρων κάθε κριτικὴ καὶ ἀμφισβήτηση τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ ὡς δεῖγμα ἀντιδημοκρατικῆς στάσης καὶ συμπεριφορᾶς. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο γίνονται χρήση, ὡς ἀντιπαραδείγματος, δίκην μπαμπούλα, τὰ δικτατορικὰ καθεστῶτα.

Στὴν καθαρή του μορφὴ ὁ κοινοβουλευτισμὸς εἶναι ἡ ἐπιβολὴ τῶν πάσης φύσεως ἐπιχειρηματικῶν συμφερόντων ἐπὶ τῶν συμφερόντων τοῦ λαοῦ. Πρωτοεφαρμόστηκε στὴν Ἀγγλία μὲ τὴν Βουλὴ τῶν Λόρδων καὶ τὴν Βουλὴ τῶν Κοινοτήτων, στὴν δὲ ἠπειρωτικὴ Εὐρώπη μὲ τὸ καπέλωμα τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης ἀπὸ τὴν ἀστικὴ τάξη.

Στὶς τριτοκοσμικὲς ὑπὸ πολιτική, οἰκονομική, καὶ κυρίως πολιτιστικὴ ἐξάρτηση χῶρες, εἰδικὰ στὴν Ἑλλάδα, ὁ κοινοβουλευτισμὸς συναντᾶται σὲ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀξιοθρήνητες παραλλαγές του, κυριώτερο χαρακτηριστικό τῆς ὁποίας εἶναι το ρουσφέτι. Δέν θά ἀναφερθῶ τώρα στούς βαθύτερους λόγους καί αἰτίες. Καί ὁ Παναγιώτης Κονδύλης και ὁ Γεράσιμος Κακλαμάνης καί ἀρκετοί ἀκόμη ἔχουν διατυπώσει πολύ ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις.

Λέγοντας ὄτι ἡ ἑλληνική παραλλαγή τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ εἶναι ἀξιοθρήνητη δεν διατυπώνω ἠθική κρίση. Περισσότερο εἶναι παρατήρηση αἰσθητικῆς μορφῆς. Θεωρῶ ὅτι εἶναι ἡ παραλλαγή, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ βασικοί λόγοι ἐγκαθίδρυσης τῆς κοινοβουλευτικῆς δημοκρατίας, ἐξυπηρετοῦνται ἀποτελεσματικώτερα στον δεδομένο τόπο, με τήν δεδομένη παράδοση, ἱστορία και κουλτούρα.

Στήν Ἑλλάδα ὅλοι καμώνονται πὼς γνωρίζουν, καὶ γνωρίζουν, τὴν διαχρονικὴ παρουσία τοῦ ρουσφετιοῦ στὴν κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ ζωὴ τῆς χώρας. Ὅλοι διαρρηγνύουν τὰ ἱμάτιά τους ὅταν κάτι τέτοιο γίνει γνωστὸ πέρα ἀπὸ τὸν στενό τους κύκλο. Ὅλοι, ἀνάλογα μέ τήν πολιτική τους τοποθέτηση, βλέπουν ὠφελημένους καί ἀδικημένους, κάποιοι δέ ἀφελεῖς ἐξανίστανται μέ τήν βρώμα καί τήν δυσωδία. Μέχρι ἐκεῖ. Μένουν στο ἀπυρόβλητο τῆς κριτικῆς, μέ ὁποιαδήποτε κυβέρνηση, κάποιοι πού πάντα ἐπωφελοῦντο ἀπό ἕνα ἀναποτελεσματικό, ἀρρωστημένο, εὐάλωτο μέ γυάλινα πόδια κράτος. Σήμερα περισσότερο ἀπό ποτέ.

Οἱ κατά Περικλῆ Γιαννόπουλο «γυαλιστές παπουτσιῶν», βουλευτές, ὑπουργοί, πολιτικὰ στελέχη, δήμαρχοι, πρόσωπα μὲ μία κάποια ἐξουσία τέλος πάντων, σὰν σκέτα ὀνόματα δὲν βοηθοῦν περισσότερο ἀπό τό νά παρουσιασθῇ καὶ πολὺ λίγο νὰ ἑρμηνευθῇ τὸ γενικώτερο ἑλληνικὸ φαινόμενο. Τὸ γεγονὸς δηλαδή, ὅτι ἡ μετατροπὴ ὁλόκληρων χωρῶν σὰν τὴν Ἑλλάδα σὲ ΑΓΡΟΓΗ, μικρή σχέση ἔχει μὲ τήν διαφθορά. Ἡ διαφθορὰ σὰν ἠθικὸ ζήτημα ἀφορᾶ ξεχωριστὰ ἄτομα, ἐπὶ μέρους πρόσωπα. Ἡ διαδικασία τῆς ΑΓΡΟΓΗΣ σὲ ἐπίπεδο χώρας, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη της, συνιστᾶ μέρος τῆς διάρθρωσης ἑνὸς μηχανισμοῦ καταλήστευσης τοῦ δημόσιου πλούτου ἀπὸ τοὺς ἰδιῶτες κρατικοδίαιτους καπιταλιστές, μὲ θεσμοὺς δημοκρατικοὺς, καὶ με πολιτικοὺς ὑπηρέτες ποὺ μεταξύ τους βρίσκονται σὲ διαρκῆ διαμάχη ποιός θά ἐξυπηρετήσει καλύτερα. Ἐπειδή πάντα ὑπάρχει κίνδυνος νὰ χαλάσει ἡ σούπα καὶ νὰ βρεθοῦμε, παρόλη τὴν πλύση ἐγκεφάλου, πρὸ ἐκπλήξεων, βάζουμε λοιπόν στὸ μαγείρεμα καὶ ἀρκετὰ ρουσφέτια.

Ἡ ἑλληνικὴ παραλλαγὴ τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ γίνεται θαυμάσια κατανοητὴ ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία μίας καὶ μόνης λέξεως. ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα, ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία ἑνὸς ρήματος. Τοῦ ρήματος «κατοικοεδρεύω».

Γράφει ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο βιβλίο του « Ἱστορία(κωμικοτραγική) τοῦ Νεοεληνικοῦ κράτους, 1830-1974»
...Προσέξτε μία ἐκπληκτικὴ γραμματολογικὴ παρατήρηση ποὺ κάνει ὁ Γεράσιμος Κακλαμάνης στὴν σελίδα 279 τοῦ βιβλίου του « Ἡ Ἑλλὰς ὡς κράτος δικαίου» καὶ τὰ συμπεράσματα ποὺ ἐξάγει ἀπ’ αὐτήν: Τὸ σύνθετο ρῆμα κατοικοεδρεύω δὲν ὑπάρχει σὲ καμιὰ ἄλλη γλῶσσα τοῦ κόσμου.

Γιὰ νὰ ὑπάρξει ἡ ἀνάγκη σύνθεσης τῶν ρημάτων κατοικῶ καὶ «ἑδρεύω» σημαίνει πὼς ὑπῆρχε ἡ ἀνάγκη γιὰ διευκρίνιση πώς κατοικῶ ἐκεῖ ποὺ ἑδρεύω. Ὡστόσο, μοιάζει αὐτονόητο νὰ μὴ θέλω νὰ κατοικῶ ἐκεῖ ποὺ ἑδρεύει ἂς ποῦμε ἡ ἐπιχείρησή μου, ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ ἔχω τὰ συμφέροντά μου. Ἕνας ἐπιχειρηματίας μπορεῖ νὰ κατοικεῖ στὴν Α πόλη καὶ νὰ ἔχει τὴν ἕδρα τῆς ἐπιχείρησής του στὴν Β ἢ ἐκτός της πατρίδας του.

Ὅταν ἔχει κανεὶς τὴν ἕδρα τῆς ἐπιχείρησης στὴν πόλη ποὺ κατοικεῖ δὲ νοιώθει, βέβαια, τὴν ἀνάγκη νὰ τὸ διευκρινίσει μὲ τὸ σύνθετο ρῆμα κατοικοεδρεύω. Ἡ ἀνάγκη προκύπτει ὅταν κάποιοι ἄλλοι, πού ἀλλοῦ κατοικοῦν καὶ ἀλλοῦ ἑδρεύουν, πράγμα πού, τὸ ξαναλέμε εἶναι αὐτονόητο δικαίωμά τους, δὲ μοιάζουν νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ σὲ συνθῆκες πλήρους νομιμότητας. Τότε, ἡ διευκρίνιση πὼς ἐγώ, ὁ νομοταγής, κατοικῶ ἐκεῖ ποὺ ἑδρεύω γίνεται ἀναγκαία. Θέλω νὰ ξεχωρίσω τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀλλοῦ κατοικοῦν καὶ ἀλλοῦ ἑδρεύουν, ποὺ τοὺς ἀντιμετωπίζω ὀλίγον σὰν ἀπατεῶνες γι’ αὐτὸν καὶ μόνο τὸν λόγο. Δὲν τοὺς ἀναγνωρίζω τὸ δικαίωμα ἀλλοῦ νὰ κατοικοῦν καὶ ἀλλοῦ νὰ ἑδρεύουν, γιατί κάτι τέτοιο στὴν Ἑλλάδα εἶναι ὕποπτο –καὶ θὰ δοῦμε γιατί.

Στὴν Ἑλλάδα, λοιπόν, μοιάζει νὰ προκύπτει νομικὸ πρόβλημα ἀπ’ τὸ γεγονὸς πώς κάποιος κατοικεῖ σὲ ἄλλην πόλη ἀπὸ αὐτὴν στὴν ὁποία ἔχει τὴν ἕδρα ἡ ἐπιχείρησή του ἢ ὅτι ἄλλο συνιστᾶ τὸ προσωπικό του συμφέρον. Ὁπότε ἐμφανίζεται ἡ ἀνάγκη τῆς χρήσης τοῦ σύνθετου ρήματος κατοικοεδρεύω προκειμένου νὰ πειστεῖ ὁ δικαστὴς πώς ἡ κατοικία βρίσκεται ὄντως στὸν ἴδιο τόπο ποὺ βρίσκεται καὶ ἡ ἕδρα. Καὶ τοῦτο διότι ὁ χωρισμὸς τοῦ κατοικῶ ἀπὸ τὸ ἑδρεύω μοιάζει σὰν παρανομία. Πρέπει, λοιπόν, νὰ πείσω τὸν δικαστὴ πώς δὲν παρανομῶ, ἐφ’ ὅσον ἀποδεικνύω ὅτι κατοικοεδρεύω. Ὀφείλουμε, συνεπῶς, νὰ καταλάβουμε πώς προέκυψε ἡ λανθάνουσα ἔννοια τῆς παρανομίας, ὅταν ἄλλου κατοικῶ κι’ ἀλλοῦ ἑδρεύω.

Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς βουλευτές, ὅλοι ξέρουμε πώς οἱ περισσότεροι κατοικοῦν στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ ἔχουν τὶς ἕδρες τους, θὰ λέγαμε τὸ μαγαζί τους, στὴν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ ὅπου βρίσκεται ἡ ἐκλογική τους πελατεία. Κάπου κάπου ἐπισκέπτονται τὸ μαγαζὶ γιὰ νὰ δοῦν πὼς πᾶν οἱ δουλειές, ἐνῷ κατὰ τὴν προεκλογικὴ περίοδο μεταφέρουν γιὰ λίγο καὶ τὴν κατοικία τους ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ἡ ἕδρα, ὅποτε κατοικοεδρεύουν γιὰ μερικὲς μέρες στὸν τόπο ὅπου οὕτως ἢ ἄλλως κατοικοεδρεύει μονίμως ἡ πελατεία.

Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τοὺς βουλευτές, κάτι τέτοιο θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ θεωρηθεῖ φυσικό, ἂν καὶ θὰ ἦταν περισσότερο φυσικὸ γιὰ μία πιὸ δημοκρατικὴ περὶ κοινοβουλίου ἀντίληψη, ὁ βουλευτὴς νὰ κατοικεῖ μονίμως στὴν ἐκλογική του περιφέρεια καὶ νὰ κατοικεῖ στὸν τόπο ὅπου βρίσκεται τὸ κοινοβούλιο, μόνο γιὰ ὅσον καιρὸ εἶναι βουλευτής.

Ὅμως, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς φαινόμενο παρατηρεῖται καὶ μὲ τοὺς ψηφοφόρους, κι ἐδῶ ἀρχίζει τὸ σκάνδαλο ποὺ δημιουργεῖ τὴν ἀνάγκη τῆς ὕπαρξης τῆς σύνθετης λέξης κατοικοεδρεύω: Ἀλλοῦ κατοικοῦν οἱ ψηφοφόροι, κι’ ἀλλοῦ ἔχουν τὴν ἕδρα τους, καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου τὰ ἐκλογικά τους δικαιώματα, πού ἀρνοῦνται νὰ τὰ μεταφέρουν στὸν τόπο τῆς κατοικίας τους, ὅπως κάλλιστα θὰ μποροῦσαν. Γιατί δὲν τὰ μεταφέρουν; Μά, διότι πελατειακὴ σχέση μὲ τὸν βουλευτὴ εἶναι πιὸ εὔκολη στὸ χωριό.

Ὅμως, τὸ ρουσφέτι ποὺ θὰ πετύχει ὁ ψηφοφόρος ἀπὸ τὸν βουλευτὴ συνήθως δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ χωριὸ τοῦ ψηφοφόρου ( τὴν τωρινὴ ἕδρα του καὶ τὴν παλιὰ κατοικία) ἀλλὰ μὲ τὸν τόπο τῆς τωρινῆς κατοικίας του, τοῦ ὁποίου τόπου τὰ προβλήματα μπορεῖ νὰ εἶναι ὅλως διάφορα μὲ αὐτὰ τῆς ἕδρας, δηλαδὴ τοῦ τόπου ὅπου ψηφίζει. Συνεπῶς, τὸ τοπικὸ συμφέρον, γιὰ τὸ ὁποῖο φροντίζει ὁ τοπάρχης πολιτευτής, ποὺ ἐνεργεῖ σὰν κοτζάμπασης, μεταφέρεται σ’ ἕναν ἄλλον τόπο, ἔξω ἀπ’ τὴν τοπαρχικὴ του ἁρμοδιότητα. Καὶ ἔτσι, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται κοινωνικὸ συμφέρον, στὴν Ἑλλάδα δὲν εἶναι παρὰ μία ἄκρως περιπεπλεγμένη διαπλοκὴ τοπικῶν συμφερόντων ἐκτὸς τόπου, καὶ συχνὰ ἐκτὸς χρόνου. Νά, λοιπόν, ἡ παρανομία, ποὺ καθιστὰ ἀναγκαῖα τὴν χρήση τοῦ σύνθετου ρήματος κατοικοεδρεύω ἀπ’ αὐτὸν ποὺ δὲν παρανομεῖ ἔχοντας ἀλλοῦ τὴν κατοικία του καὶ ἀλλοῦ τὴν ἕδρα του, πράγμα ποὺ ἐδῶ δὲν εἶναι αὐτονόητο δικαίωμα.

Ἀλλὰ ποιὸς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ νοιαστεῖ γιὰ τὸ κοινωνικὸ συμφέρον σὲ μία χώρα «τσιγγάνων» ὅπου ὅλοι, γιὰ νὰ τὰ βολέψουν, περιφέρονται ἀπὸ δῶ κι’ ἀπὸ κεῖ, ἀκολουθώντας συχνὰ στὶς μετακινήσεις τους κάποιον προστάτη; Κι’ ὅταν ὁ προστάτης βουλευτὴς κατοικεῖ στὴν πρωτεύουσα, ὁ προστατευόμενος δὲν ἔχει παρὰ νὰ μεταφέρει κι’ αὐτὸς ἐκεῖ τὴν κατοικία του, ὥστε νὰ τὸν ἔχει κοντά, νὰ τὸν πιέζει καὶ νὰ τὸν ἀπειλεῖ πὼς θὰ τὸν ἐγκαταλείψει στὶς ἑπόμενες ἐκλογές, ὅταν καὶ οἱ δυὸ πᾶν στὴν ἕδρα τους, ποὺ γιὰ κανέναν ἀπὸ τοὺς δυὸ δὲν εἶναι καὶ κατοικία.
Πῶς ἀλλιῶς θὰ ἔνοιωθαν προστατευμένοι οἱ ψηφοφόροι, μέσα σ’ ἕνα κράτος πού δέν τὸ αἰσθάνονται δικό τους καὶ πού προστατεύει ἐπιλεκτικὰ μόνο τοὺς ὑποταγμένους στὴν ἐξουσία, πού γιὰ τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο ἐκπροσωπεῖ ὁ βουλευτὴς βολευτής; Κάτω ἀπ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἀξιοπρέπεια; Καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχει προσωπικὴ ἀξιοπρέπεια, πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἐθνική;...

Καλή ἡ παράσταση πού εἴδαμε χθές γιά τήν ΑΓΡΟΓΗ. Δέν λέω ὅτι κακῶς ἔγιναν αὐτές οἱ "ἀποκαλύψεις". Μόνο πού καλό ειναι νά βλέπουμε τά πράγματα στίς σωστές τους διαστάσεις. Σέ μεγαλύτερο βάθος, πέρα ἀπό τό ἐπίπεδο τῆς "δημοσιογραφικῆς" κάλυψης καί τῆς στημένης "ἐνημέρωσης". Σήμερα, πού τὰ κρατικὰ ταμεῖα ἄδειασαν καὶ τὸ πάρτυ ἔφτασε στὸ τέλος του, κάποιοι κάνουν τὴν ἀνάγκη φιλοτιμία καὶ τὸ παίζουν ἀδιάφθοροι. Τὸ ἴδιο τὸ σύστημα ποὺ συστάθηκε καὶ μακροημέρευσε ἐπὶ 180 χρόνια στηριζόμενο στὴν πελατειακὴ σχέση, ἀφ’ ἑνὸς ἀναδεικνύει σὰν ἐξιλαστήρια θύματα ὅσους διορίσθηκαν μὲ ρουσφέτι καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἀναλαμβάνει νὰ αὐτοκαθαρθεῖ!!! Οἱ δὲ μεγαλύτεροι ὑποκριτὲς καὶ ἐπωφεληθέντες ἑνὸς σκόπιμα ἀρρώστου κρατικοῦ μηχανισμοῦ, ἡ κρατικοδίαιτη ἐπιχειρηματικὴ κάστα, ποὺ πότε μὲ γερμανικὴ κατοχή, πότε μὲ ἐθνικοφροσύνη, πότε μὲ ἐκσυγχρονισμό, παραδίδοντας μαθήματα διαφάνειας καὶ ἀξιοκρατίας περιμένουν μὲ ἀνυπομονησία, ἀφοῦ ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα, τὸ ἑπόμενο φαγοπότι, στὸ ὁποῖο καὶ πάλι θὰ εἶναι μέσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου