Ἀηδιασμένοι, μπουχτισμένοι, μπερδεμένοι, σχεδὸν πισθάγκωνα δεμένοι, ἀπὸ τὰ ψέματα καὶ τὶς φενάκες τῆς φοβερῆς ἐτούτης ἐποχῆς, τρεῖς-τέσσερεις φίλοι μου καὶ ἐγώ, ὅλοι μας ναυτικοὶ ἐκ ναυτικῶν, ὅλοι μας θαλασσινοὶ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ἀπόφασι πήραμε νὰ φύγουμε.
Ψάχναμε λοιπὸν στοὺς χάρτες, ψάχναμε στοὺς φαροδεῖκτες νὰ βροῦμε τὴν πορεία μας, ποιοὺς κάβους θ’ ἀπαντήσουμε, πόσα καὶ ποιὰ φανάρια καὶ ποιὰ τὰ δύσκολα σημεῖα τοῦ πόντου, πρὶν ξεκινήσουμε γιὰ τὸ ταξίδι μας, πρὶν ρίξουμε πέτρα πίσω μας, πρὶν βγοῦμε στ’ ἀνοιχτά, ἄπιστοι ὅλοι μας, μὰ ὅλοι γιὰ πίστι διψασμένοι - ὅσο μεσ' στὴν καρδιὰ τοῦ θέρους γιὰ τ’ οὐρανοῦ τὸν ὄμβρο ἡ πυρωμένη γῆ.
Βρισκόμαστε λοιπὸν στὸ σπίτι μου, σὲ ἀπόστασι μικρὴ ἀπ’ τὸ λιμάνι, καὶ ὅλη τὴν νύκτα ψάχναμε μὲ τὴν ψυχὴ στὰ χείλη, νὰ μάθουμε ἐκ τῶν προτέρων, μὲ χάρτες, μὲ διαβῆτες, μὲ φακοὺς ὅ,τι νομίζαμε ἀπαραίτητο (ἀκοῦστε, ἀκοῦστε ἂν εἶναι δυνατόν!), τὸν πλήρη ἐκ τῶν προτέρων προορισμό μας!
Ὧρες πολλὲς ἐπέρασαν καὶ ἀκόμη ψάχναμε ἐναγωνίως πρὶν μποῦμε στὸ καράβι μας (μία σκούνα εἴχαμε ἁρματώσει), πρὶν ξεκινήσουμε γιὰ τὸ ταξίδι μας, πρὸς τούτη ἢ ἐκείνη τὴν ἀκτή, πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ νησί, ποὺ ὅλοι στὸν Εἰρηνικὸ τὸ θέλαμε (ἴσως γιατί πολὺ ὑποφέραμε ἀπ' τοὺς πολλοὺς πολέμους) καὶ ὅπου ποθούσαμε νὰ μᾶς δεχτοῦν, μεσ' στῆς ὁλοχρονης ἰσημερίας τὴν μαγεία, τοῦ Εἰρηνικοῦ οἱ κόρες, τοῦ Εἰρηνικοῦ - ὁ Χέρμαν Μέλβιλ! - οἱ παραδείσιες θυγατέρες, οἱ ἐξαίσιες Φαγιαουαίη, ἐλπίζοντας νὰ συναντήσουμε, ὄχι σὰν φαλαινοθῆραι, ὄχι σὰν τὸν Ἀχὰμπ ἐχθροί, μὰ τουναντίον, σὰν φίλοι θερμοὶ καὶ ἀληθινοί, τὴν Ἄνασσα τῶν ὠκεανῶν μὲ τὸ ὑγρὸν λοφεῖον, τὸ ἄσπρο πλεούμενο σπερματικὸ βουνὸ (ὢ χαῖρε, χαῖρε Moby Dick!), τὴν Ἄσπρη Φάλαινα ἐλπίζοντας νὰ βροῦμε τὴν ρήγισσα τῶν βαθέων βυθῶν καὶ πάσης φωτεινῆς ἐπιφανείας, τὴν Ἄσπρη Φάλαινα, τὴν Ἄσπρη ἀφρόεσσα Ἀφροδίτη (Χαῖρε, ὦ Παφλάζουσα, χαῖρε, ὦ χαῖρε Ἀναδυομένη!) ὅραμα θεῖον, Ἄνασσα Πρώτη, κόρη τῆς ἀπολύτου ἀθωότητος, τῆς ἀπολύτου ἐλευθερίας, τῆς ἀπολύτου ἡδονῆς - κύτος, ὦ κύτος ποὺ μόνον ἐσύ, ὡς σήμερα, κρατᾶς ἀκόμη κάτι, ἀπ' τὴν αὐγὴ τῆς Ὑδρογείου, ἀπ’ τὶς ἀρχὲς τῆς προϊστορίας, κάτι ἀπὸ τὴν δύναμι τὴν γνησιότητα καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀλληλεγγύη μὲ τὴν φύσι, κάτι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον καὶ τοὺς τιτανικοὺς ρυθμοὺς τῆς ἀνυπόκριτης ἐκείνης ἐποχῆς τῶν βροντοσαύρων καὶ τυραννοσαύρων.
Ἡ ἐπὶ τοῦ χάρτου ἐργασία μας ἐξηκολούθει. Ἤτανε σὰν νὰ σκάβαμε κατάδικοι σὲ φυλακὴ μία σήραγγα διαφυγῆς πρὸς τὴν ἐλευθερία καὶ ὅλον τὸν ἔξω κόσμο.
Κ' ἐνῶ μὲ αὐτὰ καταγινόμαστε ἐμεῖς οἱ ἐγκλωβισμένοι, οἱ φίλοι τῆς θάλασσας καὶ τῶν μεγάλων ταξιδιῶν, λέγοντας καὶ ξαναλέγοντας: «Ἀπόψε πρέπει νὰ τελειώνουμε... Ἀπόψε... Ἐπιτέλους!» ἤρχετο, σὰν ἀμοιβὴ τῶν κόπων μας καὶ σὰν ἐνθάρρυνσις μαζί, ἤρχετο μία πρόγευσις τῆς περιπέτειάς μας καὶ ἡ φαντασία μας, ἱέρεια πιστή τοῦ πόθου μας, μᾶς πήγαινε μακριά, πέρα στὶς νότιες θάλασσες, σὰν νὰ φυσοῦσε πίσω μας εὐνοϊκὸς ὁ ἀπηλιώτης, φουσκώνοντας ἀκαταπαύστως τὰ πανιά μας, σὰν φίλος μας καὶ σύμμαχός μας.
Ἔτσι, πρὶν γίνη ἀκόμη βίωμα ἡ περιπέτειά μας, ἔλαμπε τὸ ταξίδι μας σὰν μέγας KO-I-NOR, σὰν μέγας πασίχαρος ὠκεανός, μέσα σὲ φῶς θεσπέσιον. Κι ἐνῶ σειρήνων καὶ τριτώνων γέλια καὶ τῶν ἐρωτικῶν τῶν παιχνιδιῶν οἱ ὀξεῖες κραυγὲς λαγνείας μεσ' στὶς ψυχὲς μᾶς ἀντηχοῦσαν, φλωγίζοντάς μας ὅπως φλογίζουν πάντοτε τὰ πράγματα τῆς ἡδονῆς, (ὦ σεῖς θαλάσσιες ἀνεμῶνες καὶ σφύζοντες τοῦ κύματος ἀφροβριθεῖς νυμφίοι λωτοί!) μεσ' στὴν καθολικὴ ἐκείνη γοητεία ποὺ συναντᾶ κανεὶς στῶν τροπικῶν τούς παραδείσους, σκυμμένοι ἐπάνω στὸ τραπέζι μας, ψάχναμε ἐμεῖς πυρέσσοντες μεσ' στοὺς καπνοὺς καὶ τὰ τσιγάρα, στοὺς χάρτες ψάχναμε ἀκόμη σὰν δαίμονες ἰδεοληπτικοί, ὁ ἕνας λέγοντας στὸν ἄλλο κάθε τόσο: «Ἀπ' ἐδῶ ἕως ἐκεῖ τὰ μίλια εἶναι χίλια... Οἱ ἄνεμοι τῆς ἐποχῆς ἀρχίζουν στὸν τόπο αὐτὸν τὸν τάδε μήνα... Μποροῦμε προμήθειες νὰ βροῦμε σὲ ἐκεῖνο ἢ τοῦτο τὸ νησί...» καὶ ἄλλα τέτοια λέγοντας κοινὰ καὶ τετριμμένα, τὴν προκαταρκτική μας ἐργασία συνεχίζαμε.
Ἴσως νὰ ψάχναμε ἐπὶ μακρὸν ἀκόμη, ὅμως ἡ νύχτα τελείωνε καὶ ὅλοι ἀνάγκην εἴχαμε ἀέρος καθαροῦ. Ἐν τέλει λοιπὸν ἐφώναξα:
«Ἀνοῖξτε τὸ παράθυρο νὰ ἀναπνεύσουμε λιγάκι».
Ἀπ’ τὴν στιγμὴν ἐκείνη τὰ πάντα ἐξειλίχθηκαν ραγδαίως. Ὅλοι συμφώνησαν καὶ κάποιος ἀπὸ μᾶς πρὸς τὸ παράθυρο ἐτράπη, καί, ἀνοίγοντας τὰ ἐξώφυλλα, ἄφησε μία φωνή:
«Γιὰ 'δέστε ἐκεῖ! Εἶναι σὰν θαῦμα! Ἔτσι θὰ εἶναι πάντα στῆς Νουκουχήβα τὸ νησί!»
Ἀναπνέοντας βαθιὰ τὴν θαλασσία αὔρα, ὅλοι μας τρέξαμε στὸ παράθυρο.
Ἀπέναντί μας, πίσω ἀπ’ τὸ βουνό, ὁ ἥλιος ἀνέτελλε, ἐν μεγαλείῳ καὶ δόξῃ.
Ἀναπνέοντας πάντοτε βαθιὰ ὅλοι, κοιτάζαμε ἔκθαμβοι τὸ θαῦμα, ποὺ κάθε πρωῒ ἀνανεώνεται καὶ ἀνανεώνει, καὶ ξαφνικά, στὴν ὀρθρινὴ γαλήνη, μία κραυγὴ σπαρακτικὴ ἠκούσθη. Εἰς ἐξ ἠμῶν ἐκραύγαζε ἔξαλλος κοιτάζοντας τὸν ἥλιο:
«La gioia e sempre in altra riva!... La gioia e sempre in altra riva!».
Ὑπῆρχε ἀπόγνωσις εἰς τὴν κραυγὴν αὐτήν, καὶ ὅλοι μας κοιταχτήκαμε μὲ ἄγχος, ἐνῶ μέσα στὴν κάμαρα πάλι ἁπλώθηκε σιγή, σιγή βαθειὰ σὰν μία ρουφήχτρα δίνη.
Δὲν ξέραμε τί νὰ κάνουμε. Νὰ ποῦμε ναί; Νὰ ποῦμε ὄχι, ἢ νὰ τηρήσουμε μία φρόνιμη σιωπή;
Ὅμως, σχεδὸν ἀμέσως ἡ σιγὴ διεσκορπίσθη καὶ τὴν διέκοψα ἐγώ. Ἕνα μεγάλο φῶς μεσ' στὴν ψυχή μου ἐχύθη καὶ τέλος ἐφώναξα ἀγαλλιῶν:
«Ὄχι! Ὄχι! Δὲν βρίσκεται ἡ χαρὰ στὴν ἄλλη ὄχθη μόνον! Εἶναι ἐδῶ, μεσ' στὶς ψυχές μας, μέσα σὲ τοῦτες τὶς καρδιές, εἶναι παντοῦ γιὰ ὅσους μποροῦν νὰ σπάσουν τὰ δεσμὰ των, ἀφοῦ καὶ μέσα μας ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ δείχνει τὴν πορεία μας παντοῦ ὅπου πηγαίνει, φῶς ἐκ φωτὸς αὐτός, πυρσὸς λαμπρός τοῦ ὑπερτάτου φαροδείκτου, ποὺ ὅλοι τὸν παραλείπουν οἱ ἄλλοι, τοῦ φαροδείκτου, σύντροφοι, ποὺ εἶναι ὁ οὐρανός!»
Ἔτσι ἐλάλησα καὶ κάθε ἀμφιταλάντευσις ἀπέπτη ἀπ’ τὶς ψυχές μας. Ἡ ἀγαλλίασίς μου στοὺς ἄλλους μετεδόθη, καί, ὅλοι, κοιτάζοντας τὸν ἥλιο, πετάξαμε τὰ σύνεργα τῆς πλοιαρχίας - χάρτες, διαβῆτες, ἑξάντας καὶ φακοὺς - καὶ ἁρπάζοντας τοὺς σκούφους μας, ἐμεῖς, οἱ ναυτικοὶ ἐκ ναυτικῶν, τρέξαμε στὸ καράβι μας (τὸ λέγαν "Ἅγιος Σώζων") καὶ ὅλοι, φλεγόμενοι ἀπὸ τὴν νέα μας πίστη, χωρὶς πλέον νὰ ψάχνουμε τὸ "ποῦ" καὶ "πῶς", τὰ παλαμάρια λύσαμε καὶ ὑψώνοντας τὰ πανιά μας, ἀδίσταχτα σαλπάραμε μὲ μία κραυγή:
«Κύριε τῶν δυνάμεων μεθ’ ἠμῶν γενοῦ».
Ψάχναμε λοιπὸν στοὺς χάρτες, ψάχναμε στοὺς φαροδεῖκτες νὰ βροῦμε τὴν πορεία μας, ποιοὺς κάβους θ’ ἀπαντήσουμε, πόσα καὶ ποιὰ φανάρια καὶ ποιὰ τὰ δύσκολα σημεῖα τοῦ πόντου, πρὶν ξεκινήσουμε γιὰ τὸ ταξίδι μας, πρὶν ρίξουμε πέτρα πίσω μας, πρὶν βγοῦμε στ’ ἀνοιχτά, ἄπιστοι ὅλοι μας, μὰ ὅλοι γιὰ πίστι διψασμένοι - ὅσο μεσ' στὴν καρδιὰ τοῦ θέρους γιὰ τ’ οὐρανοῦ τὸν ὄμβρο ἡ πυρωμένη γῆ.
Βρισκόμαστε λοιπὸν στὸ σπίτι μου, σὲ ἀπόστασι μικρὴ ἀπ’ τὸ λιμάνι, καὶ ὅλη τὴν νύκτα ψάχναμε μὲ τὴν ψυχὴ στὰ χείλη, νὰ μάθουμε ἐκ τῶν προτέρων, μὲ χάρτες, μὲ διαβῆτες, μὲ φακοὺς ὅ,τι νομίζαμε ἀπαραίτητο (ἀκοῦστε, ἀκοῦστε ἂν εἶναι δυνατόν!), τὸν πλήρη ἐκ τῶν προτέρων προορισμό μας!
Ὧρες πολλὲς ἐπέρασαν καὶ ἀκόμη ψάχναμε ἐναγωνίως πρὶν μποῦμε στὸ καράβι μας (μία σκούνα εἴχαμε ἁρματώσει), πρὶν ξεκινήσουμε γιὰ τὸ ταξίδι μας, πρὸς τούτη ἢ ἐκείνη τὴν ἀκτή, πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ νησί, ποὺ ὅλοι στὸν Εἰρηνικὸ τὸ θέλαμε (ἴσως γιατί πολὺ ὑποφέραμε ἀπ' τοὺς πολλοὺς πολέμους) καὶ ὅπου ποθούσαμε νὰ μᾶς δεχτοῦν, μεσ' στῆς ὁλοχρονης ἰσημερίας τὴν μαγεία, τοῦ Εἰρηνικοῦ οἱ κόρες, τοῦ Εἰρηνικοῦ - ὁ Χέρμαν Μέλβιλ! - οἱ παραδείσιες θυγατέρες, οἱ ἐξαίσιες Φαγιαουαίη, ἐλπίζοντας νὰ συναντήσουμε, ὄχι σὰν φαλαινοθῆραι, ὄχι σὰν τὸν Ἀχὰμπ ἐχθροί, μὰ τουναντίον, σὰν φίλοι θερμοὶ καὶ ἀληθινοί, τὴν Ἄνασσα τῶν ὠκεανῶν μὲ τὸ ὑγρὸν λοφεῖον, τὸ ἄσπρο πλεούμενο σπερματικὸ βουνὸ (ὢ χαῖρε, χαῖρε Moby Dick!), τὴν Ἄσπρη Φάλαινα ἐλπίζοντας νὰ βροῦμε τὴν ρήγισσα τῶν βαθέων βυθῶν καὶ πάσης φωτεινῆς ἐπιφανείας, τὴν Ἄσπρη Φάλαινα, τὴν Ἄσπρη ἀφρόεσσα Ἀφροδίτη (Χαῖρε, ὦ Παφλάζουσα, χαῖρε, ὦ χαῖρε Ἀναδυομένη!) ὅραμα θεῖον, Ἄνασσα Πρώτη, κόρη τῆς ἀπολύτου ἀθωότητος, τῆς ἀπολύτου ἐλευθερίας, τῆς ἀπολύτου ἡδονῆς - κύτος, ὦ κύτος ποὺ μόνον ἐσύ, ὡς σήμερα, κρατᾶς ἀκόμη κάτι, ἀπ' τὴν αὐγὴ τῆς Ὑδρογείου, ἀπ’ τὶς ἀρχὲς τῆς προϊστορίας, κάτι ἀπὸ τὴν δύναμι τὴν γνησιότητα καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀλληλεγγύη μὲ τὴν φύσι, κάτι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον καὶ τοὺς τιτανικοὺς ρυθμοὺς τῆς ἀνυπόκριτης ἐκείνης ἐποχῆς τῶν βροντοσαύρων καὶ τυραννοσαύρων.
Ἡ ἐπὶ τοῦ χάρτου ἐργασία μας ἐξηκολούθει. Ἤτανε σὰν νὰ σκάβαμε κατάδικοι σὲ φυλακὴ μία σήραγγα διαφυγῆς πρὸς τὴν ἐλευθερία καὶ ὅλον τὸν ἔξω κόσμο.
Κ' ἐνῶ μὲ αὐτὰ καταγινόμαστε ἐμεῖς οἱ ἐγκλωβισμένοι, οἱ φίλοι τῆς θάλασσας καὶ τῶν μεγάλων ταξιδιῶν, λέγοντας καὶ ξαναλέγοντας: «Ἀπόψε πρέπει νὰ τελειώνουμε... Ἀπόψε... Ἐπιτέλους!» ἤρχετο, σὰν ἀμοιβὴ τῶν κόπων μας καὶ σὰν ἐνθάρρυνσις μαζί, ἤρχετο μία πρόγευσις τῆς περιπέτειάς μας καὶ ἡ φαντασία μας, ἱέρεια πιστή τοῦ πόθου μας, μᾶς πήγαινε μακριά, πέρα στὶς νότιες θάλασσες, σὰν νὰ φυσοῦσε πίσω μας εὐνοϊκὸς ὁ ἀπηλιώτης, φουσκώνοντας ἀκαταπαύστως τὰ πανιά μας, σὰν φίλος μας καὶ σύμμαχός μας.
Ἔτσι, πρὶν γίνη ἀκόμη βίωμα ἡ περιπέτειά μας, ἔλαμπε τὸ ταξίδι μας σὰν μέγας KO-I-NOR, σὰν μέγας πασίχαρος ὠκεανός, μέσα σὲ φῶς θεσπέσιον. Κι ἐνῶ σειρήνων καὶ τριτώνων γέλια καὶ τῶν ἐρωτικῶν τῶν παιχνιδιῶν οἱ ὀξεῖες κραυγὲς λαγνείας μεσ' στὶς ψυχὲς μᾶς ἀντηχοῦσαν, φλωγίζοντάς μας ὅπως φλογίζουν πάντοτε τὰ πράγματα τῆς ἡδονῆς, (ὦ σεῖς θαλάσσιες ἀνεμῶνες καὶ σφύζοντες τοῦ κύματος ἀφροβριθεῖς νυμφίοι λωτοί!) μεσ' στὴν καθολικὴ ἐκείνη γοητεία ποὺ συναντᾶ κανεὶς στῶν τροπικῶν τούς παραδείσους, σκυμμένοι ἐπάνω στὸ τραπέζι μας, ψάχναμε ἐμεῖς πυρέσσοντες μεσ' στοὺς καπνοὺς καὶ τὰ τσιγάρα, στοὺς χάρτες ψάχναμε ἀκόμη σὰν δαίμονες ἰδεοληπτικοί, ὁ ἕνας λέγοντας στὸν ἄλλο κάθε τόσο: «Ἀπ' ἐδῶ ἕως ἐκεῖ τὰ μίλια εἶναι χίλια... Οἱ ἄνεμοι τῆς ἐποχῆς ἀρχίζουν στὸν τόπο αὐτὸν τὸν τάδε μήνα... Μποροῦμε προμήθειες νὰ βροῦμε σὲ ἐκεῖνο ἢ τοῦτο τὸ νησί...» καὶ ἄλλα τέτοια λέγοντας κοινὰ καὶ τετριμμένα, τὴν προκαταρκτική μας ἐργασία συνεχίζαμε.
Ἴσως νὰ ψάχναμε ἐπὶ μακρὸν ἀκόμη, ὅμως ἡ νύχτα τελείωνε καὶ ὅλοι ἀνάγκην εἴχαμε ἀέρος καθαροῦ. Ἐν τέλει λοιπὸν ἐφώναξα:
«Ἀνοῖξτε τὸ παράθυρο νὰ ἀναπνεύσουμε λιγάκι».
Ἀπ’ τὴν στιγμὴν ἐκείνη τὰ πάντα ἐξειλίχθηκαν ραγδαίως. Ὅλοι συμφώνησαν καὶ κάποιος ἀπὸ μᾶς πρὸς τὸ παράθυρο ἐτράπη, καί, ἀνοίγοντας τὰ ἐξώφυλλα, ἄφησε μία φωνή:
«Γιὰ 'δέστε ἐκεῖ! Εἶναι σὰν θαῦμα! Ἔτσι θὰ εἶναι πάντα στῆς Νουκουχήβα τὸ νησί!»
Ἀναπνέοντας βαθιὰ τὴν θαλασσία αὔρα, ὅλοι μας τρέξαμε στὸ παράθυρο.
Ἀπέναντί μας, πίσω ἀπ’ τὸ βουνό, ὁ ἥλιος ἀνέτελλε, ἐν μεγαλείῳ καὶ δόξῃ.
Ἀναπνέοντας πάντοτε βαθιὰ ὅλοι, κοιτάζαμε ἔκθαμβοι τὸ θαῦμα, ποὺ κάθε πρωῒ ἀνανεώνεται καὶ ἀνανεώνει, καὶ ξαφνικά, στὴν ὀρθρινὴ γαλήνη, μία κραυγὴ σπαρακτικὴ ἠκούσθη. Εἰς ἐξ ἠμῶν ἐκραύγαζε ἔξαλλος κοιτάζοντας τὸν ἥλιο:
«La gioia e sempre in altra riva!... La gioia e sempre in altra riva!».
Ὑπῆρχε ἀπόγνωσις εἰς τὴν κραυγὴν αὐτήν, καὶ ὅλοι μας κοιταχτήκαμε μὲ ἄγχος, ἐνῶ μέσα στὴν κάμαρα πάλι ἁπλώθηκε σιγή, σιγή βαθειὰ σὰν μία ρουφήχτρα δίνη.
Δὲν ξέραμε τί νὰ κάνουμε. Νὰ ποῦμε ναί; Νὰ ποῦμε ὄχι, ἢ νὰ τηρήσουμε μία φρόνιμη σιωπή;
Ὅμως, σχεδὸν ἀμέσως ἡ σιγὴ διεσκορπίσθη καὶ τὴν διέκοψα ἐγώ. Ἕνα μεγάλο φῶς μεσ' στὴν ψυχή μου ἐχύθη καὶ τέλος ἐφώναξα ἀγαλλιῶν:
«Ὄχι! Ὄχι! Δὲν βρίσκεται ἡ χαρὰ στὴν ἄλλη ὄχθη μόνον! Εἶναι ἐδῶ, μεσ' στὶς ψυχές μας, μέσα σὲ τοῦτες τὶς καρδιές, εἶναι παντοῦ γιὰ ὅσους μποροῦν νὰ σπάσουν τὰ δεσμὰ των, ἀφοῦ καὶ μέσα μας ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ δείχνει τὴν πορεία μας παντοῦ ὅπου πηγαίνει, φῶς ἐκ φωτὸς αὐτός, πυρσὸς λαμπρός τοῦ ὑπερτάτου φαροδείκτου, ποὺ ὅλοι τὸν παραλείπουν οἱ ἄλλοι, τοῦ φαροδείκτου, σύντροφοι, ποὺ εἶναι ὁ οὐρανός!»
Ἔτσι ἐλάλησα καὶ κάθε ἀμφιταλάντευσις ἀπέπτη ἀπ’ τὶς ψυχές μας. Ἡ ἀγαλλίασίς μου στοὺς ἄλλους μετεδόθη, καί, ὅλοι, κοιτάζοντας τὸν ἥλιο, πετάξαμε τὰ σύνεργα τῆς πλοιαρχίας - χάρτες, διαβῆτες, ἑξάντας καὶ φακοὺς - καὶ ἁρπάζοντας τοὺς σκούφους μας, ἐμεῖς, οἱ ναυτικοὶ ἐκ ναυτικῶν, τρέξαμε στὸ καράβι μας (τὸ λέγαν "Ἅγιος Σώζων") καὶ ὅλοι, φλεγόμενοι ἀπὸ τὴν νέα μας πίστη, χωρὶς πλέον νὰ ψάχνουμε τὸ "ποῦ" καὶ "πῶς", τὰ παλαμάρια λύσαμε καὶ ὑψώνοντας τὰ πανιά μας, ἀδίσταχτα σαλπάραμε μὲ μία κραυγή:
«Κύριε τῶν δυνάμεων μεθ’ ἠμῶν γενοῦ».
Στό παρακάτω ἱστολόγιο , ὑπάρχει πάνω δεξιά σύνδεσμος πού ὁδηγεῖ σέ ἀρχεῖο ἤχου, μέ τόν Ἐμπeιρίκο νά ἀπαγγέλει. Δέν ἔχω ἧχο στόν ὑπολογιστή, ὅποιος τό τσεκάρει ἄς μοῦ πεῖ ἄν ἀκούγεται σωστά.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.vrahokipos.net/old/against/arts/pirsos.htm