Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Μανώλης Ρασούλης - Κάτω τά χέρια ἀπό τά παιδιά μαντράχαλοι

Σπάνια στενοχωριέμαι ὅταν πεθαίνει κάποιο δημόσιο πρόσωπο. Μιά ἀπό αὐτές τίς σπάνιες φορές ἦταν καί ἡ χθεσινή. Τόν Ρασούλη μπορεῖ νά μήν τόν εἶχα γνωρίσει ἀπό κοντά, φαίνεται ὅμως ὅτι κάποια πράγματα ἔχουν τήν ἱκανότητα νά σέ ταρακουνάνε ἐξ ἀποστάσεως, νά σέ βγάζουν ἀπό ἕνα λήθαργο. Σάν νά ξυπνᾶς ἀπό βαθύ ὕπνο. Αὐτό ἔκαναν σέ μένα τά τραγούδια, τά βιβλία, ἡ παρουσία, ὁ λόγος τοῦ Ρασούλη. Ἴσως λοιπόν νά μοῦ ηταν περισσότερο κοντινός ἀπό τούς συνηθισμένους γνωστούς. Ἴσως γι' αὐτό μοῦ ἄρεσε τόσο ἡ φοβερή του ἀτάκα -μιά ἀπό τίς πολλές - ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΜΕΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΔΕ, τήν ὁποία ὁ ἴδιος ἐνσάρκωνε. Αὐτή ἡ τόσο ποθητή ἁρμονία πάθους, διαύγειας καί ἠρεμίας πού ἔβλεπα στό πρόσωπό του μέ μάγευε.

Τά πρῶτα τραγούδια του, πού εἷχαν κυκλοφορήσει τέλη τοῦ 70 ἀρχές τοῦ 80, τήν ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΑΣ, καί τά ΔΗΘΕΝ, τά εἷχα ἀκούσει χάρι στό Τρίτο Πρόγραμμα τοῦ Μάνου Χατζιδάκη. Τά προέβαλλε συστηματικά καί διθυραμβικά. Στίχος εὑρηματικός, πρωτότυπος καί ἄμεσος, μοῦ τράβηξε ἀμέσως τήν προσοχή. Τραγούδια πού ἄγγιζαν καί μίλαγαν στόν ἁπλό ἄνθρωπο, χωρίς ὅμως νά τόν κολακεύουν καί νά τοῦ χαἱδεύουν τά αὐτιά. Προφανῶς δέν μιλᾶμε γιά τραγούδια - χάμπουργκερ. Πέρα ἀπό τό καθαρά προσωπικό του βίωμα πού εὕρισκε ὁ καθένας μέσα στά τραγούδια τοῦ Ρασούλη, διαισθανόμουνα τόν κοινωνικό προβληματισμό πού μέ φυσικότητα ξεπρόβαλλε, τήν ἀγωνία γιά τόν ἄνθρωπο καί τό προσωπικό του δρᾶμα, τήν κοινωνία, ὁλόκληρο τόν πλανήτη, ὅπως καί τήν ἔντονη κριτική στήν κοινωνική ὑποκρισία. Θέλει φοβερή εὐφυῒα καί διορατικότητα, γιά νά περνᾶς μέ τίς λέξεις, ἀνεπαίσθητα, ἀπό τό προσωπικό στό συλλογικό. Θέλει ψυχραιμία, νά κρατᾶς μιά ἀπόσταση μή παγιδευτεῖς ἀπό τά πράγματα. Ἀλλά θέλει πεῖσμα, εὐαισθησία καί είλικρίνεια, νά μήν κρύβεσαι οὔτε ἀπό τόν ἑαυτό σου οὔτε ἀπό τήν κοινωνία. Ἰσως γι' αὐτό ταίριαξε τόσο πολύ μέ τούς φίλους του, τόν Μάνο Λοῒζο καί τόν Ἄκη Πάνου. 



Ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα γιά μένα εἷναι μιά πολιτιστική ἔρημος. Δέν παράγει τίποτα, καί κυρίως δέν παράγει ίδέες. Ἔχω ξαναπεῖ καί θά τό λέω συνέχεια πώς τό ἑλλαδικό κράτος ἀπό τήν φύση του εἷναι ἀνθελληνικό καί ἀντιπολιτισμικό. Ἀναμασᾶ τά ἴδια καί τά ἴδια. Μηχανικά. Ὁ Ρασούλης εἷναι ἀπό τίς λίγες ὀἀσεις σέ αὐτή τήν ἔρημο, πού μετριῶνται στά δάχτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ. Δέν μποροῦσε νά χωνέψει τό γεγονός ὅτι στήν Ἑλλάδα ὁ πολιτισμός ἐπιχορηγεῖται ἀπό τόν τζόγο. Αὐτή τήν πολιτισμική φτώχεια καί ξηρασία, τήν ἀνισόρροπη διάσταση ἑλλαδικοῦ κράτους καί μιᾶς κοινωνίας ἀχταρμᾶ, τήν βλέπω νά ζωντανεύει μπροστά μου ὅταν ἀκούω τό " Ἄχ Ἑλλάδα σ' ἀγαπῶ,". Ἕνα τραγούδι βαθιά ἑλληνικό, ὅπως καί τόσα ἄλλα ὄχι τόσο γνωστά, πολύ περισσότερο ἑλληνικά ἀπό τά ἐμβατήρια τῶν " ἐθνικῶν" ἐπετείων.

Κοινωνικός ἀγωνιστής καί ἀνένταχτος ἀριστερός, στήν Ἑλλάδα στά Ναυπηγεῖα Ἐλευσίνας, στήν Ἀγγλία στό τροτσκιστικό κίνημα, στήν Γαλλία τόν Μάη τοῦ 68. Πάντα διεκδικητικός. Δέν ειναι τυχαῖο πού ἔγραψε τό τραγούδι " Τίποτα δέν πάει χαμένο ". Ἀργότερα πάλαιψε μέ τά κυκλώματα τοῦ τραγουδιοῦ καί τῶν ἑταιρειῶν δίσκων, ὅταν ὑπερασπιζόταν τόν Καζαντζίδη στήν διαμάχη μέ τήν MINOS. Ἀντισιωνιστής μέχρι τό κόκκαλο, ἀλλά ταυτόχρονα καί φίλος τῶν Ἑβραίων, προσπαθοῦσε τά τελευταῖα χρόνια νά δημιουργήσει γέφυρες μεταξύ τοῦ ἑλληνικοῦ καί τοῦ ἰσραηλινοῦ λαοῦ.

Χαζεύοντας σέ μιά ἔκθεση στό Ζάππειο τό 1980 κατά τύχη ἔπεσα πάνω στό περιοδικό του, ΤΟ ΑΥΓΟ, ( τό πιό γκαγκάν περιοδικό τῶν Βαλκανίων), ἀπό τό ὁποῖο καί τόν γνώρισα καλύτερα. Πῆρα τά δυό πρῶτα τεύχη, καί τό βιβλίο Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ. Τό βιβλίο αὐτό περιεῖχε ὁμιλίες ἑνός Ἰνδοῦ -τοῦ Μπαγκουάν Σρί Ραζνίς ( OSHO) - σχετικές μέ ἀποσπάσματα ἀπό τόν Ἡράκλειτο. Στό βιβλίο αὐτό πού ἀποτελεῖ ἕναν ὕμνο γιά τόν Ἡράκλειτο, ὁ Ρασούλης εἶχε γράψει τόν πρόλογο. Ὁ Ρασούλης πέρασε ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του στήν Ἰνδία στό ἄσραμ τοῦ Ραζνίς , γιά τόν ὁποῖο ἔχει ἀναφερθεῖ σέ κείμενά του μέ ἀληθινή λατρεία. Τήν πτυχή αὐτή τῆς ζωῆς του ἡ νεοελληνική κοινωνία προτιμᾶ νά τήν ἀγνοεῖ. Θυμᾶμαι πόσο ειχε στενοχωρηθεῖ τότε πού τό ἑλληνικό κράτος ἀλλά καί ἡ κοινωνία τῆς Κρήτης ειχε διώξει τόν Ραζνίς ἀπό τήν Ἑλλάδα, ὡς ἀνεπιθύμητο . Τοῦ ἔχει ἀφιερώσει τά παρακάτω βιβλία, τά ὁποῖα καί παρουσιάζει καί συστήνεται ὡς ἑξῆς:

Α) ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑ`ΙΡΗΣ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ( ρόκ μυθιστόρημα -εὐαγγέλιο)

Ὁ Μανώλης Ρασούλης γεννήθηκε στὸ Ἡράκλειο Κρήτης, τὸ Σεπτέμβρη τοῦ 1945, ἕνα μήνα ἀφοῦ ἔπεσε ἡ βόμβα στὸ Ναγκασάκι καὶ σὰ νὰ γεννήθηκε γιὰ νὰ καταστρέψει τοὺς μέσα του κι ἔξω του φασίστες. Αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν εἶναι μία ἱστορικὴ μυθιστοριογράφιση. Εἶναι ἕνα ρὸκ μυθιστόρημα, ἕνα βιβλίο κοινωνικοῦ κι ἐσωτερικοῦ ἀγώνα ποὺ ἔχει τὴν ἔντιμη πρόθεση νὰ συμβάλλει στὴν ἀποκατάσταση τῆς μνήμης καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Πνευματικοῦ Γίγαντα Θεόφιλου Καῒρη καὶ παράλληλα εἶναι μία ἄσκηση αὐτογνωσίας γιὰ τὸ συγγραφέα.

Β) Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΖΩΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΟΥΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ( ρόκ μυθιστόρημα, νέο μανιφέστο)

"...Ὁ Μανώλης Ρασούλης γεννήθηκε στὴν Κρήτη καὶ λίγο ὡς πολὺ γαλουχήθηκε μὲ τὸ πνεῦμα: «ἐλευθερία ἢ θάνατος». Φυσικὸ λοιπὸν νὰ ἔχει ἀνθρώπους πρότυπα σὰν τὸν Παντελῆ Πουλιόπουλο ἰδιοφυῆ προλετάριο ἐπαναστάτη, ἀνεπανάληπτο ἕλληνα ἠθικώτατο ἄτομο, γραμματέα τοῦ ΚΚΕ ἀπότο'24-'27 ἐκτελεσμένο ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς τὸ 1943 καὶ ἴσως τὸν πιὸ ἐμπνευσμένο κι ἔντιμο πολιτικὸ ποὺ γνώρισε ἡ Νέα Ἑλλάδα. Ὁ Παντελῆς Πουλιόπουλος ἐνέπνευσε στὸ συγγραφέα τὸ βιβλίο αὐτὸ ποὺ ὅλως παραδόξως εἶναι ἕνα βιβλίο μεταφυσικοῦ ρεαλισμοῦ, δὲν εἶναι ἱστοριογραφία ἀλλὰ μυθιστόρημα γεμάτο περιπέτεια, μυστήριο, διάφανη λογικὴ τοποθέτηση πραγμάτων καὶ θαυμάτων, γεμάτο ἔρωτα, ἀγώνα (ἐσωτερικὸ καὶ ἐξωτερικὸ) πλούτη, μίση, σέξ, συμπλοκές, χιοῦμορ. Εἶναι ἕνα ἑλληνικότατο βιβλίο ποὺ σίγουρα ἐνδιαφέρει κάθε ἄνθρωπο στὸν Πλανήτη. Ὁ κεντρικός του ἥρωας κυνηγιέται ἀπὸ τὴ ΣΙΑ, τὴν Κὰ Γκὲ Μπέ, τὴ Μοσάντ, τὴν ἑλληνικὴ ἀστυνομία, τὴ Μαφία κ.λ.π. κι αὐτὸς κυνηγάει νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἴσως τὸ πιὸ ἀερόμπικ βιβλίο μετὰ τὸ Ζορμπὰ τοῦ Καζαντζάκη. Διάβασε τό. Ἀξίζει κι ἀξίζεις νὰ τὸ διαβάσεις..."

Γ) ΚΝΩΣΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ( τό κρητικό μανιφέστο)
Ὁ Μανώλης Ρασούλης γεννήθηκε στὸ Ἡράκλειο Κρήτης τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1945. Ὁ πατέρας του Σπύρος - 60 χρόνια χρυσοχόος - κατάγεται ἀπὸ τὶς Σίσσες Μυλοποτάμου ἐνῶ ἡ μητέρα του Χαρίκλεια - κλασσικὴ κρητικὴ νοικοκερὰ - κατάγεται ἀπὸ τὴ Σίβα Μαλεβιζίου. Τελείωσε τὸ Γυμνάσιο στὸ Ἡράκλειο καὶ ἦταν σημαιοφόρος στὸ σχολεῖο του. Μέχρι καὶ τὴ δευτέρα τάξη τοῦ Γυμνασίου δὲν ἤξερε νὰ γράφει ἐκθέσεις - ἐκφραζόταν μόνο μὲ τὸ σῶμα του - καὶ τοῦ τὶς ἔγραφε ἡ ἀδερφὴ του Ἀνθούλα. Μία μέρα ξαφνικὰ καὶ σὲ μία ἔκθεση μὲ τίτλο "Ἀρκάδι" ἄνοιξε ἕνα κεντρικὸ διάφραγμα τοῦ ψυχοσωματικοῦ του φαινομένου καὶ ἄρχισε μία ἀντίστροφη μέτρηση. Ἀποτυχημένος ποδοσφαιριστὴς πέτυχε σχεδὸν σ' ὅλα τ' ἄλλα καὶ δὴ ὅσα ἀφοροῦν τὸν πολιτισμό. Ὁ ἴδιος χαρακτηρίζει τὸν ἑαυτὸ του ὁραματιστή, κοινωνικὸ μαχητὴ καὶ ἀναζητητὴ τῆς ἀλήθειας. Στὴν ἀναπόφευκτη πορεία τῶν 50 χρόνων του ἔγραψε ὄχι πολλὰ ἀλλὰ τὰ πρέποντα:
Ἡ μπαλλάντα τοῦ Ἰσαὰκ (ποίημα – 1972)
ΚΒό βάντις στάτους κβό; (ποιήματα διηγήματα 1976)
Τὰ σχοΛιανὰ (σχόλια στὴν ἐφημερίδα Σοσιαλιστικὴ Ἀλλαγὴ 1968-76)
Τὸ περιοδικὸ "Αὐγὸ" (1979-82) 1
Ὁ Μεγάλος Αἱρετικὸς Θεόφιλος Καΐρης
(Ρὸκ - Μυθιστόρημα - Εὐαγγέλιο 1986)
• Ἡ τελευταία ζωὴ τοῦ σύντροφου Παντελῆ Πουλιόπουλου
(Ρὸκ - Μυθιστόρημα - Μανιφέστο 1987)
• Ἀνεμυστήριες Ἰδέες (ἄρθρα σὲ ἀθηναϊκὲς κι ἐπαρχιακὲς ἐφημερίδες)
Ἔχει ἐπίσης 18 προσωπικοὺς δίσκους μέσα στὸ Ἑλληνικὸ τραγούδι. Ὁ Μανώλης Ρασούλης κατὰ πάσα πιθανότητα γεννήθηκε γιὰ νὰ γράψει τὸ βιβλίο "Κνωσόντας τὴν Ἀλήθεια - Τὸ Κρητικὸ Μανιφέστο".
Ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικούς του στόχους εἶναι καὶ ἡ Προεδρία τῆς Δημοκρατίας.

Θά κλείσω μέ δυό τραγούδια καί ἕνα κείμενο ἀπό τό περιοδικό ΤΟ ΑΥΓΟ ( τεῦχος 3 , Σεπτέμβριος-Ὀκτώβριος 1980).

Μέ φουρτουνιάζει ὁ ἔρωτας ( Ροβινσώνας)Νιῶσε με



Κάτω τά χέρια ἀπό τά παιδιά μαντράχαλοι.


Ὅταν ὁ Γκοντάμα Βούδα εἶδε νὰ γεννιέται ὁ γυιὸς του εἶπε: νὰ κι ἄλλες ἁλυσίδες γιὰ μένα. Ἔφυγε ἀπ' τὸ παλάτι του ἄφησε γονιούς, γυιό, γυναίκα καὶ τράβηξε μόνος του. Κήρυξε σ' ὅλο τὸν κόσμο τὴ γνώση. Τὸν κατηγόρησαν, τὸν εἰρωνεύτηκαν τὸν ἀπείλησαν. Ἦταν πολὺ ψηλὰ καὶ δὲν τὸν ἔφταναν οἱ πετριές.

Ὅταν ὁ Τρότσκυ μπῆκε στὴν ἐξορία οἱ πράχτορες τοῦ Στάλιν ἄρχισαν νὰ τοῦ δολοφονοῦν τὸ ἕνα παιδὶ ὕστερα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Κλεινόταν μὲ τὴ γυναίκα του Ναταλία κάθε φορά μέσα στὸ δωμάτιό τους κι ἔβγαιναν ὕστερα ἀπὸ μιὰ βδομάδα μὲ πιὸ ἄσπρα τὰ μαλλιά τους.

Τοῦ Μὰρξ τὰ παιδιὰ ἔκλεβαν κουλούρια ἀπό τούς κουλουράδες καὶ πήγαιναν κι ἔδιναν στὸν πατέρα τους νὰ φάει. Κι ἄλλες πολλὲς τέτοιες ὑποθέσεις, πού κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφωνήσει: Ἄκαρδοι γονιοὶ καὶ θὰ συνέχιζε νὰ τρώει τὸ κρουασάν του. Θὰ προτιμοῦσε νὰ εἶχε δεῖ τὴν ταινία Κράμερ ἐναντίον Κράμερ πού ἀναφερόταν στὴν σχέση γονιῶν παιδιοῦ καὶ νὰ συζητήσει μὲ τοὺς φίλους του τόσο ὡραῖα τάπε ὁ Ντάστιν Χόφμαν στὴν ἀπονομὴ τοῦ Ὄσκαρ. Δίχως ἄλλο ἡ σχέση γονιῶν καὶ παιδιῶν τείνει νὰ ὑποκαταστήσει σὲ ἄμεσο ἐνδιαφέρον κυριαρχικὰ πολιτικὰ φαινόμενα. Ἀπασχολεῖ μέρα νύχτα χιλιάδες ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, ἴσως ἡ τύχη τῆς ἀνθρωπότητας νὰ κρίνεται ἀπὸ τὴν κατανόηση αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. Δὲν ἀναφέρομαι σ' αὐτὸ τὸ θέμα ἀπὸ δημοσιογραφικὸ ἤ κοινωνικὸ ἐνδιαφέρον. Μὲ καίει τὸ θέμα. Μὰ οὔτε καὶ γι' αὐτὸ καταπιάνομαι. Δὲν καταπιάνομαι.

Καὶ πρῶτ' ἀπ' ὅλα δὲν εἶμαι ἀπ' τὴν κατηγορία πού ἔκανε ἕνα παιδὶ γιὰ νὰ τοῦ κληρονομήσω τὶς περιουσίες μου καὶ τὰ ἄγχη μου. Αὐτὴ ἡ κατηγορία κυριαρχεῖ μέσα σ' αὐτὴ τὴν κοινωνία, εἶναι πού διαμορφώνει τὴν κοινὴ γνώμη. Ὑπάρχουν κατηγορίες γυναικῶν πού γεννοῦν ἕνα παιδὶ γιατί τίςς εἶχαν συνηθίσει ἀπὸ μικρὲς στὶς κοῦκλες, τὶς εἶχαν κατατάξει σ' αὐτὸ τὸ εἶδος κοινωνικῆς ἐργασίας. Οὔτε ἀπ' αὐτὴ τὴν κατηγορία εἶμαι. Νεώτερος φοβόμουνα τὴν παρουσία τῆς γυναίκας γιατί αἰσθανόμουνα τί ἦταν ὁ κανόνας: παιδοκομία ἐρασιτεχνικὴ καὶ μοιραία. Τώρα 7 χρονῶν πατέρας, μὲ μιὰ μεγάλη ποικιλία βιωμάτων, δὲν θέλω ἁπλῶς νὰ συμβάλω στὸ θέμα τῆς ἡμέρας μὲ μιὰ προσωπικὴ γνώμη. Δὲν καταπιάνομαι νὰ πῶ τὴ γνώμη μου. Μ' ἐνδιαφέρει βέβαια νὰ ἐρεθίσω τὸ ἐνδιαφέρον τῶν γυναικῶν πού μὲ εὐκολία περισσὴ θένε νὰ γονιμοποιηθοῦν γιὰ νάχουν κάτι νὰ κάνουν, μὲ τὴν αὐταπάτη ὅτι θὰ κρατήσουν τὸν ἀγαπημένο τους ἤ θὰ γίνουν πιὸ σεβαστὲς ἀπ' τοὺς δικούς τους κι ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον ἤ θάχουν νὰ παίζουν μὲ μιὰ πιὸ ἐνδιαφέρουσα κούκλα. Ἡ ἔχουσα αὐτιὰ θ' ἀκούσει κι αὐτὴ ἂν εἶναι αὐθεντικὴ ἂς γονιμοποιήσει τὰ λόγιά μου, ἂν θέλει κάποτε νὰ ξαναγεννηθεῖ. Μόνο ὅποιος ἔχει διαλογισθεῖ, πάνω στὴ σχέση του μὲ τὸ παιδί του, ὅποιος ἔχει φτάσει πολὺ κοντὰ στὶς ρίζες τοῦ ἐνστίχτου, ὅποιος ἔχει δεῖ τὶς δυσκολίες κι αὐτὴ τὴν καθρεφτικὴ κηρύθρα μέσα στὴν ὁποία σὲ σπρώχνει τὸ γεγονὸς τῆς γέννησης τοῦ παιδιοῦ, ὅποιος ἔχει φωνάξει σὰν τὸ Βούδα, μὰ συνάμα στὴ πολυπλοκότητα τοῦ σήμερα ἔχει σκύψει τόσο πολὺ πάνω ἀπὸ τὸ στόμιο αὐτοῦ τοῦ κρατήρα, ἔχει στριφογυρίσει μέσα στὸ διχασμὸ πού σοῦ δημιουργεῖ τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ πού σὲ κοιτάζει ἐπίμονα ἀπὸ κεῖ καὶ πού εἶσαι σίγουρος ὅτι τὸ βλέμμα του εἶναι τὸ ἴδιο τὸ δικό σου κι ἔχεις μοιραστεῖ καὶ τὸ κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ σου, πιὸ πέρα σοῦ παίζει ἕνα παιχνίδι λεπτό, συναρπαστικὸ καὶ θανάσιμο, πού τὸ προσωπικὸ δράμα θ' ἀρχίσει νὰ μετασχηματίζεται σὲ κάτι πιὸ βαθὺ, πιὸ δύσκολο, σὲ κάτι πιὸ κοινὸ, πιὸ ἀφηρημένο, πιὸ λυτρωτικὸ καὶ ἐπιταχτικό. Σχέση γονιοῦ — παιδιοῦ — Θεοῦ. Δὲν εἶμαι θεολόγος οὔτε θεόσοφος. Δὲν φιλοσοφῶ πάνω στὸ ζήτημα. Οὔτε τὸ συζητῶ. Ἀπειλῶ. Αὐτή ἡ χώρα δὲν ἀγαπᾶ τὸ παιδὶ γιατί οἱ ἄνθρωποι της ἔχουν χάσει τὴν παιδικότητά τους. Κι ὅταν οἱ ἄνθρωποι χάνουν τὴν παιδικότητα τους τὰ παιδιὰ μπαίνουν σὲ κίνδυνο, φαινομενικὰ τὰ παιδιὰ περνοῦν καλά. Ἔχουν ὅ,τι θένε, τοὺς ἀγοράζουν ὅ,τι θένε. Κι αὐτὸ εἶναι ἀκόμη μιὰ πτυχὴ τῆς φριχτῆς πολιτικῆς τῶν μεγάλων ἀπέναντι στὰ παιδιά. Προσπαθοῦν νὰ τὰ καταντήσουν καταναλωτές. Τὸ παιδὶ πολλὲς φορὲς μπορεῖ νὰ ζητήσει ἕνα παιχνίδι ὄχι γιατί τὸ ἐπιθυμεῖ, μὰ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ νοιώσει ὅλο αὐτὸ τὸ πάρε, τὴ γκρίνια τοῦ γονιοῦ, ἀρχίζει τὴν καταπίεση ἀπὸ μέρους του.

Οἱ πιὸ πολλοὶ γονεῖς βρίσκονται σὲ ἀδιέξοδο. Μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα γίνονται ἕρμαια στὶς ἐπιθυμίες τῶν παιδιῶν πού δὲν εἶναι αὐθεντικές. Κι αὐτὴ τὴν πλαστὴ κατάσταση εἶναι διατεθειμένοι νὰ τὴν ὑπερασπίσουν διὰ νόμου, μὲ τὴν κοινὴ γνώμη, μὲ σιδερένια γροθιὰ, δῆθεν προστατεύοντας τὴν οἰκογενειακὴ γαλήνη. Στὴν οὐσία ἁρπάζονται ἀπὸ τὸ παιδὶ σὰν τὴν μόνη λύση, γιὰ νὰ μὴν ἀφεθοῦν στὸ γκρεμό. Τρέμουν ν' ἀντιμετωπίσουν τὸν ἑαυτό τους καὶ δράτονται τῆς εὐκαιρίας, βρίσκουν πρόσχημα τὸ παιδὶ, πέφτουν πάνω του καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸ ἐντειχίσουν σ' ἕνα κόσμο πλαστό, δημιουργώντας στὸ παιδὶ τὴν ἐντύπωση ὅτι κι αὐτὸ πρέπει ν' ἀρπαχτεῖ ἀπ' αὐτούς. Δὲν ὑπάρχει χειρότερη ἁμαρτία. Μὲ τὸ νὰ καταστρέφεις τὴν αὐθεντικότητα τοῦ παιδιοῦ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσεις τὶς νευρώσεις σου εἶναι τὸ χειρότερο ἔγκλημα. Κι ἐγκληματοῦν κάθε ὥρα ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ διαμερίσματά τους, τὶς προγραμματισμένες δουλειές τους, μὲ τὰ λουστραρισμένα κοινωνικὰ προσωπεῖα. Ὅσο σκέφτομαι κάθε παιδὶ μονάχο του ν' ἀντιμετωπίζει ὅλες τὶς ραδιουργίες τῶν γονιῶν ἀνατριχιάζω.

Ἐγὼ τὴν κόρη μου, σύμφωνα μὲ τὴν κοινὴ γνώμη τὴν ἔχω ἐγκαταλείψει. Τὴν βλέπω κάθε 7 μῆνες καὶ εἶμαι ἕνας χείριστος διαστροφιστής. Εἶναι πόνος πού τὴν βλέπω τόσο ἀραιά. Ὅμως δὲν τὴν ἔχω ἐγκαταλείψει. Τὸ νοιώθω ὅτι τὸ νοιώθει. Τὸ νοιώθω ἀπὸ τὸ βλέμμα της. Ἡ κοινωνία βέβαια εἶναι πανέτοιμη νὰ τὴ διδάξει ὅτι εἶμαι κακὸς καὶ τὴν ἔχω ἐγκαταλείψει. Ὢ Νό! Δὲν τὴν ἔχω ἐγκαταλείψει γιατί δὲν ἔχω φθείρει τὴν παιδικότητά μου. Γιατί ὅταν βρισκόμαστε εἴμαστε δυὸ παιδιὰ καὶ οἱ δυό. Ἡ κοινωνία ἐχθρεύεται κι αὐτή μου τὴν παιδικότητα. Βγάζει σπυριά. Κοινωνικὰ προσωπεῖα πάμπολλα μοῦ τὴν πέφτουν συνέχεια γιὰ νὰ μὲ σαγηνέψουν, νὰ μὲ ἀπειλήσουν, νὰ μὲ στρώσουν νὰ μὲ προσγειώσουν καὶ πάντα παίρνουν, τὴν ἴδια ἀπάντηση: πίσω ὠρέ! Κάτω τὰ χέρια ἀπ' τὸ παιδί.

Ἡ Ναταλία εἶναι δασκάλα μου. Πολλὲς φορὲς μένω μ' ἀνοιχτὸ στόμα μ' αὐτὰ πού λέει καὶ κάνει. Κάθε παιδὶ εἶναι δάσκαλος. Οἱ πιὸ πολλοὶ γονεῖς δὲν τὸ παραδέχονται. Δὲν θένε νὰ μάθουν. Κάνουν αὐτοὶ τοὺς δάσκαλους στὸ παιδὶ καὶ εἶναι μιὰ ἀθλιότητα. Γιατί δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν ὅτι τὸ παιδὶ ἔχει κατευθείαν σχέση μὲ τὸ Θεό. Σὲ τελευταία ἀνάλυση ἀνήκει στὸ Θεό. Δὲν εἶναι περιουσία τοῦ καθενός. Καθένας ὅμως μπορεῖ νάναι ἕνα παιδί. Ὅμως αὐτὴ ἡ βρώμικη καὶ γερασμένη κοινωνία μισεῖ αὐτὴ τὴ διαδικασία. Προτιμᾶ τὶς γάτες καὶ τοὺς σκύλους πού τὴν ὑπακοῦν χωρὶς ἀντιρήσεις, ἤ τ' ἁμάξια. Ἐνῷ τὸ παιδὶ εἶναι ὁλοζώντανος ὀργανισμός, ἀντιδρᾶ κριτικάρει, εἶναι σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς ὑγείας. Αὐτὴ ἡ κοινωνία δὲν ἔχει οὔτε παρὸν οὔτε μέλλον. Ὅσο θὰ καταπολεμᾶ τὴν παιδικότητα θὰ ζεῖ σὲ μιὰ κόλαση. Κι αὐτὸ ἔχω νὰ πῶ μ' ὅλη τὴν πρόκληση πού διαθέτω. Τὸ ὅραμά μου εἶναι ἡ μέρα πού ἡ κοινωνία σὰν μιὰ στοργικὴ μάννα χωρὶς τρόμο καὶ ἀπελπισία θὰ πεῖ στὴ κόρη μου νὰ πάει ἄφοβα στὴν ἀγκαλιά της. Θάναι ἡ ἀπαρχὴ μίας παγκόσμιας βαθειᾶς συνειδητοποίησης ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι μιὰ οἰκογένεια καὶ τὸ παιδὶ εἶναι ἡ κορωνίδα της. Ὅπως ἔγω νοιώθω ὅλα τὰ παιδιὰ δικά μου, ἀδερφάκια μου, ἀπαιτῶ ἡ κοινωνία νὰ δεῖ τὸ παιδί μου σὰν παιδί της. Εἶμαι ἐδῶ γιὰ νὰ τὸ καταφέρω αὐτό. Τὰ κοινωνικὰ προσωπεῖα θὰ ἱδρώσουν ἀπ’ τὴ δική μου πολιορκία.

Ὅταν ὁ κάθε γονιὸς θὰ υἱοθετεῖ τὸ σύνθημά μου δίνοντας ἀκόμη μιὰ φορὰ τὴν εὐκαιρία στὴν παιδικότητά του, θάχει μπεῖ στὸ μονοπάτι γιὰ τὸ Θεό.

Δὲν ρίχνω τὴν ἰδέα: ἐγκαταλεῖψτε τὰ παιδιά σας κι ἀκολουθεῖστε τὴ χείμαιρα. Ὄχι. Ὅμως ἂν κάποιος νοιώσει μιὰ τέτοια ἀνάγκη, ἂς φύγει. Ἂς μοιράσει τὰ ὑπάρχοντά του στὰ τρία. Τὸ ἕνα ἂς τὸ μοιράσει στοὺς φτωχούς, τὸ δεύτερο ἂς τ' ἀφήσει γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ τὴ γυναίκα καὶ τὸ τρίτο ἂς τὸ δώσει ἐκεῖ πού νομίζει ὅτι θὰ βοηθηθεῖ τὸ ἔργο μίας ἀλλαγῆς, ἐκεῖ πού ὁ κοινοβιακὸς βίος, ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Χριστοῦ θὰ διαφαίνεται.

Εἶμαι ὑπὲρ τοῦ κοινοβιακοῦ βίου ὅμως ὄχι ὑπὲρ τῶν κοινοβίων. Εἶμαι ὑπὲρ τοῦ κοινοβιακοῦ βίου πού δὲν μαντρώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀλλά πού ὅμως λειτουργεῖ μὲ ἀνθρώπους, πού μετανοοῦν (νοοῦν μετὰ τὴ πράξη), συνειδητοποιοῦν.

Εἶναι πολὺ δύσκολος δρόμος μὰ ἡ ἐποχὴ τὸν σπρώχνει ὁλοένα στὸ προσκήνιο. Ἔχει διλληματικὸ χαραχτήρα. Ἡ σχέση γονιοῦ παιδιοῦ εἶναι πολὺ ἀντιφατική, πολὺ διαλεχτικὴ κι ὁ κόσμος σήμερα ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ εὐρύχωρο, τὸ εὔκολο, τὸ φτηνό. Εἶναι κουρασμένος ἀπ' τὸν ἴδιο του τὸν κυκεώνα. Πολλὲς φορὲς ἀναγκάζομαι νὰ μπῶ στὴ θέση ἑνὸς ἄνθρωπου μὲ καταστραμένη παιδικότητα γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσω, καὶ τρομάζω ἀπ' τὸ βάρος τῆς κακομοιριᾶς. Ἀκοῦστε ἕνα παράδειγμα, γεγονὸς πού μοῦ συνέβηι πρόσφατα τὸν Αὔγουστο στὴ Νότια Κρήτη καὶ πού περιέχει ὅλο τὸ σύμπλεγμα τοῦ δράματος τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴ δολοφονημένη παιδικότητά τους.

Εἴμασταν στὴν Νότιο Κρήτη γιὰ τὰ Εἰκοσαύγουστα τελευταῖες τρεῖς μέρες τοῦ Αὐγούστου, στὸ μέρος Λίμνη κοντὰ στὸ μοναστήρι Πρέβελης. Γυμνιστὲς πού λένε μιάς καὶ τὸ ἄξιο τοπεῖο σὲ πείθει νὰ γυμνωθεῖς ἀπὸ κάθε τί. Ἤρεμα, φυσικά, σὰν τὸ ποτάμι ρεούμενα πρὸς τὴ θάλασσα. Κάθε τόσο ἄκουγες τὴ φωνὴ ἐκείνου τοῦ γεράκου πού κατέβαινε τὴ χαράδρα μὲ τὰ γαϊδούρια του γιὰ νὰ φέρει τροφὲς στοὺς λιμνάζοντες: ἕλληνες ἀπατεῶνες, κι ἐγὼ μαζί.

Ὥσπου τὴν Κυριακὴ νάσου καὶ φάνηκε ἡ κυρὰ κοινωνία χοντρὴ χοντρή, μὲ παρδαλὰ χρωματιστὰ νάϋλα, μὲ μπάλες, μὲ προγούλια, μὲ παιδομάνι. Τὸ τοπεῖο τόπιασε παρκισον. Ἀούαα! ἀούα! Εἴπαμε ὅλοι σιωπηλά: ποτὲ τὴν Κυριακὴ ὅμως ἔπρεπε νὰ τὸ ἀντιμετωπίσωμε.

Ἡ παραλία εἶχε πέσει σὲ δυϊσμό. Ἀπὸ κεῖ αὐτοὶ μὲ τὰ μαγιὰ ἀπὸ δῶ οἱ ἄλλοι μὲ τὰ γεννητικὰ στὴ φόρα. Κάποιος ἱστορικὸς συμβιβασμὸς φαινόταν νὰ ξεφύτρωσε μόνος του. Ἐκεῖ πού καθόμασταν κι ὁ ἥλιος ἀδιάφορος γιὰ τοὺς δυϊσμοὺς τῆς πλὰζ μᾶς ἔδινε γενναιόδωρα, ξάφνου σὰν νὰ λάβαινε χώρα στὴν ὄχθη τοῦ πόταμου ἕνα ἔντονο ἐπεισόδιο. Κάποιος φίλος μοῦ εἶπε κάτι συμβαίνει. Εἶδα ἀπὸ μακριὰ καμμιὰ δεκαπενταριὰ μὲ μαγιὰ ὁπλισμένους μὲ τρίαινες, τσεκούρια, ψαροντούφεκα, κλαδιά, νὰ ἀπειλοῦν καὶ νὰ χειρονομοῦν σὲ κάποιον ἀπὸ τὴν παρέα μας. Ντόπιοι οἱ ὁπλισμένοι, ἐγώ μ’ ἕνα λούγκυ - ἰνδικὸ πανὶ — στὰ περὶ οὗ ὁ λόγος, βρεθήκαμε φάτσα φάτσα. Ὅπως μοῦ ἐξήγησε ὁ φίλος μου αὐτοὶ οἱ χωριανοὶ ἀπείλησαν ἕναν ἐγγλέζο πού πλενόταν στὸ ποτάμι, νὰ φύγει ἀπὸ κεῖ, γιατί ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ δὲν ἦταν ὑποχρεωμένα νὰ βλέπουν αὐτὴν τὴν ἀηδία, τὴ γύμνια του. Τὸν ἀπείλησαν, αὐτὸς φαίνεται τοὺς ἀντιμίλησε, πιάσαν νὰ τὸν πνίξουν, αὐτὸς τρομοκρατήθηκε ἔτρεξε κι ἔφερε μιὰ μαγγούρα νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του. Τότε κι αὐτοὶ ὁπλίστηκαν. Ἦταν θυμᾶμαι κι ἕνας ψηλὸς γέροντας μὲ κομμένο τὸ δεξὶ χέρι καὶ μὲ τ' ἀριστερὸ κρατοῦσε ἕνα τσεκούρι. Μπῆκα στὴ μέση, μοῦ εἶπε ὁ φίλος μου, καὶ παραλίγο νὰ μὲ κατακρεουργήσουν. Κοίταξα τὰ πρόσωπά τους, σκαμένα, παραμορφωμένα ἀπ' τὸν ἀναβρασμό, τοὺς ἄκουσα νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὴ φράση γιὰ τὰ παιδιά τους, ἄναψαν τὰ γλομπάκια μου καὶ μπῆκα ἀνάμεσά τους μιλώντας τους ἔντονα κι ἄπταιστα κρητικά, γιὰ νὰ τοὺς δημιουργήσω μιὰ πρόσκαιρη σύγχιση.
Ὅπερ καὶ ἐγένετο. Ἄρχισαν νὰ οὐρλιάζουν νὰ βρίζουν κραδαίνοντας τὶς τρίαινες καὶ τ' ἄλλα, μόνο πού συγχίστηκαν βλέποντας μπροστά τους ἕνα κρητικὸ νὰ παίρνει τὸ μέρος τοῦ ἐγγλέζου. Τοὺς ἐξήγησα σὲ κρητικὴ διάλεκτο ὅτι ἂν θάθελαν θὰ μποροῦσαν νὰ βγάλουν κι αὐτοὶ τὸ μαγιό τους κι ὅτι ἦταν ἁμαρτία νὰ λένε ψέμματα, ὅτι τὰ παιδιὰ τούς εἶπα πρέπει νάναι γυμνὰ ὄχι μόνο μεταξύ τους ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς μεγάλους γυμνούς. Κι ὕστερα γιατί τὰ βάλατε σὲ κίνδυνο κατεβάζοντας τα τὴ χαράδρα γιὰ νάρθετὲενὰ κολυμπήσετε ἐδῶ ἐνῷ ξέρατε ὅτι εἶναι γυμνιστές, ἐνῷ κάλλιστα θὰ μπορούσατε νὰ πάτε στὸ Δαμνόνι ἤ στὸν Πλακιά. Ἄρα; Λάκκο ἔχει ἡ φάβα. Μόλις ἄρχισαν νὰ ψιλομουρμουρίζουν ὅτι καὶ οἱ ντόπιοι εἶναι βρωμιάρηδες, ἐγὼ τοὺς ἐξήγησα ὅτι θὰ μπορούσαμε νὰ συνυπάρξουμε χωρὶς νὰ χυθεῖ αἷμα ἄδικα. Νὰ μοιράσωμε τὴν πλὰζ στὰ δυό, ἐσὺ ἐκεῖ κι ἐγὼ ἐδῶ ὅπως λέει κι ὁ Κόκοτας. Ὅλη ἡ ἀπόγνωση καὶ τὸ καβουρντισμένο πάθος συσσωρεύτηκε στὰ κρητικὰ, ἄλλοτε ἡρωικὰ, πρόσωπά τους. Εἶχαν ἔρθει σαφῶς γιὰ νὰ κάνουν μάτι. Νὰ δοῦν τοὺς ἀπαγορευμένους καρποὺς ἑνὸς παράδεισου πού θάδιναν καὶ τὸ δεξί τους χέρι νὰ εἰσέλθουν, νὰ βγάλουν τὰ βρακιά τους, νὰ ξαπλώσουν ἐκεῖ ἥσυχα χωρὶς νὰ κρατοῦν τὶς τρίαινες καὶ τὰ παλούκια σὰν ψυχοπαθῆ φαλλικὰ σύμβολα, νὰ ἀράξουν στὰ κυβικά τους καὶ νὰ τὴ βροῦνε γιά. Δὲν μποροῦσαν ὅμως. Δὲν ἤθελαν γιατί δὲν μποροῦσαν. Τὸ μάτι τους ἔσταζε σάλτσα — πόθο. Κούνησαν πάλι ἀπειλητικὰ τὰ ματσούκια, συγχρόνως μειδιοῦσαν ψευδοχαρούμενα στὴν προτροπή μου. Πάλι εἶπαν γιὰ τὰ παιδιά. Τοὺς λυπήθηκα ἀφάνταστα. Προσπαθοῦσαν νὰ κρυφτοῦν μέσα στὰ μαγιό τους. Ἤτανε ὅμως καὶ τόσο ἀποκρουστικοί. Μύρισα αἷμα. Παρὰ λίγο τὸ περιστατικὸ νὰ μετατρέπονταν σὲ τραγωδία. 'Ἐμᾶς τὸ δόγμα μας, εἶπε ὁ γέρος μὲ τὸ κομένο χέρι καὶ τὸ τσεκούρι, δὲν τὰ σηκώνει αὐτά. Ναὶ εἶπαν κι οἱ ἄλλοι σὰν χορός. Σὰν ἕνας φουκαριάρης μικρο-ὄχλος. Δὲν ἔχω ξαναδεῖ πιὸ δραματικὰ ἄτομα ἀπὸ κεῖνα κεῖ. Εἶμαι κρητικὸς καὶ νοιώθω κάτι γιὰ τοὺς κρητικούς. Ξέρω πού μπορεῖ νὰ βρεῖ διέξοδο. Τὴν παλεύω χρόνια αὐτὴ τὴν μούρλα καὶ ξέρω τί χάρυβδη εἶναι. Οἱ νεοκρητικοὶ ὅμως εἶναι ὅτι κατακάθι ἔχει μείνει ἀπὸ ἕναν μεγάλο πολιτισμό.

Ἔμοιαζαν μὲ παιδιὰ δαρμένα, προσβλημένα. Κρύβονταν πίσω ἀπ' τὰ παιδιὰ τους οἱ ἀνίκανοι νὰ ὑπερασπίσουν τὸν ἑαυτό τους. Νὰ δοῦν τὸν ἑαυτό τους. Θὰ τὴ θυμᾶμαι αὐτὴ τὴ στιγμή. Ἦταν ὅριο γιὰ μένα καὶ παραβολή. Μύρισα δυνατὰ αἷμα. Ἦταν μιὰ σκηνὴ στὸ κατώφλι τῆς τραγωδίας πού κατέληξε σ' ἕνα περιστατικὸ φρίκης: Ἀφοῦ τελείωσε ἡ ὑπόθεση αὐτή, δόθηκε ἀνακωχή, αὐτοὶ οἱ μαντράχαλοι σὰν τραυματισμένα ζῶα πήγανε καὶ κόψανε ἀπ' τὶς πλαγιές, κάτι χόρτα μὲ δηλητήριο τὰ πέταξαν μέσα στὸ ποτάμι νὰ πληγώσουν τὰ ψάρια γιὰ νὰ τὰ πιάσουν εὔκολα ἀπ' τὴν ἐπιφάνεια. Σὲ λίγο ἔβλεπες ψάρια νὰ σπαρταροῦν πάνω στὸ νερό. Ἐκεῖ τοὺς ἔβγαλε. Ἤθελαν νὰ δοῦν ζωὴ νὰ σπαρταράει. Μιὰ ἀναπαράσταση τοῦ ἐσωτερικοῦ δηλητηριασμένου βίου τους. Τὰ καθίκια.

Προαισθανόμουνα στὸν ἐρχομὸ ὅτι κάτι θὰ συνέβαινε. Γιατί μόλις κατεβήκαμε ἀπ' τὸ λεωφορεῖο στὸ χωριὸ Λευκὸ-γιὰ γιὰ νὰ περπατήσουμε 6 χιλιόμετρα ὡς τὴ Λίμνη ρώτησα ἕναν ἄνθρωπο στὸ καφενεῖο γιὰ τὸ ἂν ὑπῆρχε ταξὶ στὸ χωριό. Μετὰ θυμήθηκα ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μαζὶ μὲ κάτι ἄλλους τὴν προηγούμενη χρονιὰ πῆγαν νὰ μᾶς σκοτώσουν μὲ σπασμένα μπουκάλια μπύρας, ἐμένα καὶ τὴν παρέα μου, καὶ εἶπα: μπράβο, διάνα, καλὴ ἀρχὴ κάναμε.

Τί εἶχε συμβεῖ πέρισυ; Περάσαμε ἕνα ὡραῖο μήνα στὸ Δαμνόνι. Διάφορες παρέες νεοκρητικῶν στὴν πλησίον ταβέρνα καθημερινὰ πίνανε χιλιάδες μπύρες, μασάγανε βρισιὲς γιὰ τοὺς ξένους καὶ βλέπανε μὲ μάτι σκοτεινὸ τὶς ξένες, ἐπαναλαμβάνοντας μὲ κακία ὅτι ἦρθαν μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ γαμηθοῦν μὲ τοὺς κρητικοὺς κι ὅτι ἦταν πουτάνες ἐνῷ οἱ κρητικοὶ προφανῶς ἀντρίκλες. Μέχρι πού μιὰ μέρα καθήμενοι στὴν πλησίον ταβέρνα ἦταν καὶ μιὰ παρέα νεοκρητικῶν πού ἔπιναν μπύρες ἀπ' τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου καὶ ἡ γλυκερίνη τους ἔσταζε κι ἀπ' τὰ αὐτιά. Τὰ νεφρὰ τους θὰ πρέπει νάταν σὰν μπαλόνια. Καθόταν σ' ἕνα στρογγυλὸ τραπέζι κι εἶχαν κατὰ τύχη καὶ μιὰ γαλλιδούλα, πού τὴν κερνοῦσαν καὶ ἔβαζαν μὲ τὸν ὑπὸ δοκιμασία ἀντρισμό τους, ἕναν ἡλικιωμένο τῆς παρέας νὰ χαϊδολογεῖ χυδαία τὴ κοπέλλα. Χυδαῖα ἀστεῖα, θλιβερὲς φάτσες μεσήλικων, ἡ κοπέλλα κάποια στιγμὴ τοὺς βαρέθηκε καὶ πῆγε σ' ἕνα διπλανὸ τραπέζι παρέα μ’ ἕνα νεαρὸ γάλλο κι ἄρχισε νὰ φιλᾶ καὶ νὰ φιλιέται. Τί ἦταν νὰ τὸ κάνει αὐτό; κάτσανε ὅλοι ἀμφιθεατρικὰ μὲ κατασκότεινες φάτσες καὶ κυτάζανε μὲ μίσος τὸ ζευγάρι πού φιλιόταν λέγοντας σκληρὰ ὅτι οἱ ξένες εἶναι πουτάνες κι ὅτι ἦρθαν νὰ γαμηθοῦν μὲ τοὺς κρητικούς. Ἦταν μιὰ συντροφιὰ νὰ τὴ φτύνουν οἱ μύγες. Ὅλοι νοιώθανε στὸν ἀέρα ὅτι κάπου θὰ ξέσπαγε ὅλο αὐτό. Κάποια στιγμὴ ὁ ἡλικιωμένος σηκώθηκε νὰ φύγει. Κι ἀντὶ νὰ φύγει καὶ νὰ πάει καλλιὰ του πλησίασε τὸ ζευγάρι, ἄρχισε νὰ βρίζει χυδαία τὴν κοπέλα ὅτι δῆθεν τοὺς πρόσβαλε θανάσιμα καὶ ξάφνου ἀρχίζει νὰ δίνει δυνατὲς γροθιὲς στὸ πρόσωπο τῆς κοπέλας καὶ τοῦ νεαροῦ. Πάγωσε τὸ σύμπαν. Ἦταν ἀπαίσια σκηνὴ ἀποκρουστική. Καὶ πού νὰ σηκωθεῖς νὰ ὁρμήσεις. Θὰ σὲ κάνανε κυμὰ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀνδρεῖοι ἀχρεῖοι.

Ἡ κοπέλα ἔβαλε τὰ κλάμματα. Ὁ ταβερνιάρης κάτι μουρμούρισε ἀλλά δὲν ἀνακατεύτηκε γιατί κονομοῦσε τ' ἄντερά του ἀπό τους πωστιλένιους.

Ἀφοῦ ἔφυγε ὁ γέρος χειρόδικος καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα ἔγινε σίδερο, ἀκούστηκαν κάτι ψιλομετάνοιες ἀπὸ διάφορα τραπέζια: δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κάνει ὁ γέρος αὐτὸ πρόσβαλε τὴν Κρήτη. Οἱ ἔτσι πῆγαν νὰ τὸν ὑπερασπιστοῦν ἄλλα εἶδαν ὅτι τὴν εἶχαν χεσμένη τὴ φωλιά τους καὶ ἄρχισαν κι αὐτοὶ ὡς ἀνδρεῖοι νὰ τὰ φορτώνουν στὸ γέρο πού ἦταν ἤδη φευγάτος. Μία κοπέλα ἀπ' τὴ δική μας παρέα τότε τοὺς φώναξε: τόση ὥρα ἐσεῖς τὸν βάζατε νὰ τῆς ρίχνεται καὶ τώρα…

Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει τὴ φράση. Ὅλα ἐκεῖνα τὰ μπυριασμένα θηρία πετάχτηκαν πάνω σὰν νάκουσαν τὸ σινιάλο, βουτᾶνε τὰ ἄδεια μπουκάλια τῆς μπύρας πού τόση ὥρα στεκόταν ἐκεῖ σὰν ἄδεια θλιβερὰ φαλλικὰ σύμβολα, τὰ σπάνε στὸ τραπέζι καὶ μᾶς περικυκλώνουν βρίζοντας κι οὐρλιάζοντας. Ἄσκημες στιγμές. Μᾶς τραβοῦσαν τὰ μαλλιά, μᾶς χώναν τὰ δάχτυλα στὸ στόμα, κάναν ὅτι πιὸ μηδαμινὸ μποροῦσαν, μᾶς ἔβριζαν, μᾶς ἀπειλοῦσαν βάζοντας τὰ γυαλιὰ στὰ πρόσωπά μας. Ἐπιπροσθέτως μᾶς ἔβριζαν καὶ ὡς ξένους, ὡς Ἀθηναίους, πού εἴμασταν ἐκεῖ γιὰ νὰ τοὺς ὑποτιμήσουμε τὴν πατριωσύνη τους. Καὶ δὲν σεβάστηκαν οὔτε τὸ πεντάχρονο ἀγόρι τῆς κοπέλας πού εἶχε τρομάξει στὴν ποδιά της. Κάποια στιγμὴ δὲν γινόταν, ἀποφάσισα καὶ εἶπα ὅτι εἶμαι κρητικὸς κι ὅτι εἶμαι ἀπόνα χωριὸ τοῦ Ρεθύμνου κι αὐτοὶ ἤξεραν ὅτι οἱ συγγενεῖς μου δὲν φημίζονταν καὶ πολὺ γιὰ τοὺς εὐγενικούς τους τρόπους. Ἄλλαξαν ἀμέσως ὕφος καὶ χαιρέκακα διάταξαν τὸν ταβερνιάρη νὰ μᾶς κεράσει, φύγαμε ἀμέσως καὶ τὴν ἄλλη μέρα φύγαμε ἐντελῶς.

Ξέρω τὴν αἰτία τῆς ἀντιπάθειάς τους γιὰ τοὺς ξένους. Μιὰ γενικὴ φήμη περὶ κοινῆς ἀγορᾶς καὶ μελούμενης δυστυχίας. Ὅμως, τὴν τωρινή τους δυσμοιρία ποιὸς θὰ τὴν ἐξαργυρώσει; Φυσικὰ δὲν νοιώθουν καὶ τόση ἀντιπάθεια γιὰ τοὺς ξένους πού ἔρχονται καὶ ἀφήνουν λεφτά. Τοὺς ξένους τῆς Λίμνης οἱ ἐντόπιοι δὲν τοὺς μποροῦν σὺν τὸν γυμνισμὸ πού ὅπως ἰσχυρίζονται κακοφημίζει τὴν περιοχὴ ἄλλα μᾶλλον οἱ ἴδιοι κακοφημίζουν καὶ ἀσκημένουν τὴν περιοχή.

Οἱ ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς περιοχῆς θὰ μὲ βλέπουν ὅλο καὶ συχνότερα. Θὰ προσπαθήσω νὰ τοὺς ἐξηγήσω καὶ ὁ ἔχων αὐτιὰ θὰ δεῖ. Εἰδ’ ἄλλως θὰ τοὺς δείξω τὸν ἑαυτό τους καὶ ἀμφάς καὶ προφίλ. Ἡ περιοχὴ τῆς Λίμνης εἶναι πιὰ ἱερὸς χῶρος κι ἂν δὲν τὸ σεβαστοῦν αὐτὸ τὸ κρῖμα στὸ λαιμό τους. Τὴν παιδικότητα θὰ πρέπει νὰ τὴν ὑπερασπίσουν ὅλοι οἱ εὐαίσθητοι ἄνθρωποι. Ἀρκετὰ ἁλώνισε τὸν τόπο ἡ ὑποκρισία.

Μὰ ἂν ἀναγνώστη νομίζεις ὅτι μόνον οἱ ἀγροῖκοι ὀχλοβίτες χρησιμοποιοῦν γιὰ βενζίνα στὰ φορτηγά τους τὴν παιδικότητα τους σὺν τῶν παιδιῶν τους καὶ ὄχι καὶ οἱ ὑποτίθεται μορφωμένοι καὶ προοδευτικοὶ καὶ οἱ κοινωνικὰ ἀναδεδειγμὲνοι, γελιέσαι.

25 Αὐγούστου ὁ Μανώλης Καρέλλης, δημοκρατικὸς δήμαρχος Ἡρακλείου, τὴ μέρα πού ξεκινούσαμε τὰ εἰκοσαύγουστα, ἔκανε τὶς περίφημες δηλώσεις του στὸν ντόπιο καὶ τὸν ἀθηναϊκὸ τύπο προκαλώντας δυσφορία ἀκόμη καὶ στοὺς δημότες τοῦ Ἡρακλείου. Τὸ ὕφος του ὅλο ἦταν σὰν νάκανε δίζυγο στὸ γυμναστήριο φασιστικῆς ἀγωγῆς τοῦ πολίτου. Καλοῦσε τὶς ἀρχὲς νὰ διώξουν τὴ νεολαία ἀπ' τὶς πλατεῖες καὶ μάλιστα ἀπ' τὴ βασιλική τοῦ ἁγίου Μάρκου, νὰ ἀπαγορευτεῖ ἡ εἴσοδος στοὺς ὅπως τοὺς εἶπε ἀλητοτουρίστες, νὰ χτυπηθοῦν τὰ στέκια τῶν περιθωριακῶν νὰ συλληφθοῦν αὐτοὶ πού ἐπηρεάζουν τὴ νεολαία, γιατί κινδυνεύουν εἶπε κατὰ γράμμα τὰ ἑλληνοχριστιανικὰ ἰδεώδη. Κι αὐτὰ ὅλα γιατί προσωπικὴ θλιβερὴ ἐμπειρία — διαμάχη μὲ τὴν 15χρονη κόρη του — (πέρισυ τὸν εἶχε χτυπήσει κι ὁ γυιὸς του) τὸν βεβαίωσε γιὰ τὸν μεγάλο κίνδυνο πού ἀπειλεῖ τὴν νεολαία ἀπὸ σκοτεινὲς ἀντικοινωνικὲς δυνάμεις.

Ἐνῷ αὐτὸς κατέχει μιὰ ἡμερήσια ἐφημερίδα, ἔχει ἕνα φαρμακεῖο, εἶναι δήμαρχος γιὰ ὀχτὼ χρόνια, προτείνεται ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟ Κ γιὰ βουλευτὴς ἐπικρατείας, πουλάει ὅποτε θέλει τὸ νερὸ τοῦ Ἡρακλείου στὴν ΕΤΒΑ, στέλνει τὴν ἀστυνομία νὰ καταδιώχνει τοὺς φουκαράδες νεαροὺς μὲ τὰ σλίπιν μπὰγκ ἀπ' τοὺς χώρους τοῦ λιμανιοῦ, κάνει γιὰ μόστρα μουσικὲς ἐκδηλώσεις τὸν Αὔγουστο, ἔχει καὶ μιὰ χορωδία μὲ φλαμένγκο κόκκινη ζώνη, ντάλε κουάλε ἡ κοινὴ γνώμη τῆς Κρήτης τῆς μιγματικῆς, τῆς νεόπλουτης, τῆς προβληματικῆς.

Τὸν θυμᾶμαι ἀπὸ μικρὸ τὸν Καρέλη, γυμνασιόπαιδο μὲ κοντὰ παντελόνια καὶ τὸ καπέλο μὲ τὴν κουκουβάγια. Ἡ μαμὰ τοὖ διέθετε ἕνα μαγαζὶ ὑφασμάτων δίπλα σχεδὸν στὸ μαγαζὶ τοῦ πατέρα μου. Ἴσως παίζαμε καὶ μαζί. Τώρα παίζουμε ἀκόμη, μὲ μακρυὰ τὰ μπατζάκια καὶ κρίνομε γιὰ τὴν τύχη ἀνθρώπων. Ποιὰ κοινωνία ὅμως ἀνακάλυψε ὁ Μανώλης Καρέλης μεγαλώνοντας; Τὴν κοινωνία τὴ μεταπολεμική, μὲ τὸ πλαστὸ εὐρωδολλάριο, μὲ τὶς ἐπίπλαστες ἐκβιομηχανοποιούμενες κοινωνικὲς σχέσεις, τὴ βόμβα νετρονίου, τὸ ψυχικὸ ἀδιέξοδο μικρῶν καὶ μεγάλων. Ξέρει ὁ Καρέλλης πόσα ἠρεμιστικὰ ἀγοράζουν οἱ ἡλικιωμένοι ἀπ' τὸ φαρμακεῖο του μπάς καὶ κρατηθοῦν σὲ μιὰ ἰσορροπία. Οἱ νέοι τοῦ φταῖνε γι’ αὐτό; Ὁ Καρέλης γέρασε, γι' αὐτὸ μιλάει ἔτσι. Γιατί πιὰ ἔσβυσε τὸ παιδὶ ἀπὸ μέσα του. Δὲν σκύβει στὰ προβλήματα καὶ τὰ ἀδιέξοδα τῆς νεολαίας, ἤτοι καὶ τῶν παιδιῶν του. Χτίζει μηχανικὰ μιὰ κηρύθρα, τὴν καριέρα του, ἀφοῦ τοῦ δόθηκαν οἱ ὄροι καὶ παίζει τὴν ὀπερέτα τῶν μεγάλων καὶ τῶν ὑπευθύνων, ἀνευθυνότατος γιὰ τὸ μέγιστο πρόβλημα τῆς νεολαίας ἀφοῦ τοὔχει γυρίσει τὴν πλάτη.

Ἡ κοινωνία του εἶναι μιὰ καταρακωμὲνη κοινωνία. Πολὺ ἀργὰ βγῆκε νὰ τὴν ὑπερασπιστεῖ. Μᾶλλον ἐπειδὴ θέλει νὰ δείξει τὸν συντηρητισμό του στὰ πρόθυρα καὶ μίας βουλευτικῆς καριέρας καὶ ἐπειδὴ οἱ δημότες ἄρχισαν νὰ διαμαρτύρονται ἐπειδὴ ἔχουν ἀφάνταστες δυσκολίες μὲ τὸ νερὸ πέταξε τὴν πολικάντικη πεπονόφλουδα περὶ ἤθους καὶ τάξεως πασπαλισμένη μὲ προσωπικὸ ὅραμα στοχεύων τὸ τερπνὸ μετὰ τοῦ ὠφελίμου.

Ὄχι ὅτι δὲν ὑπάρχει προσωπικὸ δράμα. Κανεὶς δὲν τὸ γλυτώνει αὐτό. Κι ὅσο ἀνεβαίνεις κοινωνικὰ τόσο παίρνει διάσταση τραγωδίας (βλέπε Ὠνάση). Ἤξερε καὶ ξέρει ὅτι ὅσο ἀνεβαίνεις τῆς κοινωνίας τὰ σκαλιὰ τόσο οἱ φαυλοκυκλικὲς καταστάσεις σὲ σπρώχνουν ὁλοένα στὸ δυϊσμὸ κι ἂν δὲν εἶσαι προετοιμασμένος νὰ τὶς ἀντιμετωπίσεις σὲ τρῶνε οἱ σειρῆνες καὶ μένουν τὰ κοκαλάκια σου καθόλου ἱερά καὶ ἄσπρα ἄσπρα ξὲξασπρα κι ἀπ' τὸν ἥλιο ξεξασπρότερα. Ὅμως ὁ Καρέλης δὲν εἶναι προετοιμασμένος, δὲν χρησιμοποιεῖ τὴ θετικὴ πανουργία τοῦ Ὀδυσσέα, ἄλλα τὰ φτηνὰ τρὶκ ἑνὸς ἀποτυχημένου ἀκροβάτη. Ἡ νεολαία ἐπιμένει — καὶ δὲν ἔχει καὶ τίποτα ἄλλο κάτω ἀπὸ τὴν ἀγαθοεργὴ βόμβα νετρονίου — νὰ παίζει τὴν ὄπερά της μὲ τίτλο: ξεκολᾶτε μας. Στὸ κάτω κάτω εἶναι διεθνὲς φαινόμενο ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ τῆς νεολαίας. Στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὶς ἄλλες μητροπόλεις οἱ νέοι τώρα καὶ χρόνια ἀπεφάσισαν ὅτι ἐφ' ὅσον οἱ πανικοβλημένοι καὶ ἀδιεξοδάρχες γονεῖς τους μὲ κοινωνικὴ τάξη ἐπιμέλεια ἐπαγγελματικὴ καὶ οἰκογενειακὴ εὐτυχία κατασκεύασαν ἕνα κόσμο νετρονικὸ ἕτοιμο νὰ χύσει τὴ φρίκη του παντοῦ, δὲν θάταν αὐτοὶ πού θὰ ἀποτελείωναν τὸ φριχτὸ ἔργο τῶν γονιῶν τους, νὰ ρίξουν τὴν ἀτομικὴ βόμβα πάνω στὴν ἀνθρωπότητα. Ἐκφράζονται ποικιλότροπα οἱ νέοι. Οἱ κραυγὲς τους θένε νὰ μοιάζουν μὲ κραυγὲς ζώου ἀρνούμενοι τὸν χτηνώδη πολιτισμὸ πού ἀπάνθρωπα νομοθετεῖ τὴν ἐκμετάλευση ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ σύγχρονοι ψυχίατροι θάβγαζαν ἕναν Καρέλη νευρωτικό. Ὁ Φρόϋντ εἶπε ὅτι ὁ πολιτισμὸς εἶναι πηγὴ δυστυχίας. Ὁ Καρέλης κάνει τὸν ἔξυπνο, δὲν εἶναι, φτιάνει μόστρες κι ἀφήνει τὸ ποτάμι στὴ γιόφυρο χρόνια τώρα νὰ κουβαλάει νεκρὰ ζῶα πού μολύνουν τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὰ παιδιὰ παθαίνουν ἡπατίτιδα. Ἀλλὰ γιατί νὰ νοιαστεῖ ὁ Καρέλης γιὰ τὰ παιδιά; Σὲ δυὸ τρία χρόνια θὰ παίρνει μισθὸ Δημάρχου, μισθὸ βουλευτὴ καὶ θὰ τὴν ἀράααααξει στὴν πολυτελῆ ἀρχοντοχωριάτικη μπανιέρα τῆς αὐτοϊκανοποίησής του καὶ τῆς ἄγνοιάς του. Ὁ Καρέλης ἐκφράζει τὸν ἄρδην μετασχηματισμὸ τῆς Κρήτης, τὴν ξαφνικὴ εὐμάρεια ἀπὸ τὰ συναλλάγματα ἀλλά καὶ τὴ μὴ λειτουργικότητα στὴν σκέψη τῶν κρητικῶν καὶ ἰδιαίτερα τῶν Ἡρακλειωτῶν. Οἱ Ἠρακλειῶτες γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τὶς μεταφορές τους στὸν Πειραιᾶ καὶ γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐκμεταλλεύονται οἱ μεγάλοι ἐφοπλιστὲς ἀγόρασαν φέρρυ — μπὼτ γιὰ τὴν αὐτοεξυπηρέτησή τους. Πολὺ καλὰ ἔκαναν. Ὅμως κατάντησαν νὰ αὐτοεκμεταλλεύονται. Τὰ φέρρυ — μπὼτ εἶναι πλωτὰ ξενοδοχεῖα στὰ ὁποῖα πληρώνεις ἕνα σωρὸ λεφτὰ στὶς 11 ὧρες τοῦ ταξιδιοϋ. Καὶ μποροῦν νὰ βάλουν πλοῖα νὰ διασχίζουν τὴν ἀπόσταση μέχρι τὸν Πειραιὰ σὲ 5 ὧρες. Ἀπὸ καταναλωτικὸ μαζοχισμὸ ὅμως προτιμοῦν τὶς 11 ὧρες καὶ τὰ ἔξοδα. Τζίρος νὰ γίνεται κι ὅπως νάναι.

Σ' αὐτὰ τὰ πλοῖα ἡ δημοκρατία δὲν ἔχει καμμιὰ ἐλαστικότητα. Κάποια φορά ἔτυχε ἕνας νέος ξένος τουρίστας νὰ μὴν ἔχει εἰσιτήριο. Μοῦ εἴπανε ὅτι τὸν κάνανε μπάλλα στὸ ξύλο οἱ τοῦ πληρώματος. Μοῦ τὸ εἶπαν. Αὐτὸ πού εἶδα ὅμως ἐγὼ ἦταν πρόσφατα ὅταν κατέβηκα μὲ τὴν κόρη μου μ' ἕνα ἀπ’ τὰ πλοῖα τῆς γραμμῆς. Κόψαμε τουριστική. Ἐγὼ ὁλόκληρο ἡ μικρὴ μισό. Φυσικὸ θὰ πεῖτε. Ναὶ ἄλλα στὸ μισό της μικρῆς δὲν συμπεριλαβαίνονταν κρεββάτι. Κι ἔτσι μὲ ἔναμισυ· εἰσιτήριο κοιμηθήκαμε δυὸ ἄτομα σ' ἕνα κρεββάτι. Αὐτὸ χαρακτηρίζει τὴν κουτοπονηριὰ καὶ τὸ βαβυλωνιακὸ χλαπάκιασμα, ὅτι ἁρπάξει, τοῦ νεοκρητικοῦ.
Ὀρθολογισμὸς οὐδείς. Τὸ Ἡράκλειο σὰν πόλη βροντοφωνάζει αὐτὸ πού μαρτυρῶ. Εἶναι ἡ πιὸ ἄσκημη πόλη τῆς Ἑλλάδας. Τὸ χρηματιστηριακὸ κέντρο τῆς Κρήτης, ἡ κορωνίδα ἑνὸς μεγάλου πολιτισμοῦ εἶναι σά στραβοπατημένη παντόφλα μικροαστῆς γαμιόλας. Κι ἦταν τόσο ὡραία καὶ φιλόξενη ὅταν εἴμασταν παιδιὰ παλιά. Τώρα εἶναι ἡ πόλη τῶν ξέφρενων μουστακαλοπαραλήδων. Τὸ πολιτιστικό της σουτιὲν παριστάνει τώρα ὁ Καρέλης ὁ ὁποῖος παριστᾶ καὶ τὸν ἄγριο καὶ τὸν λογικὸ καὶ ἑλληνοχριστιανό. Αὐτὰ βέβαια ἔχουν οἱ μεταβατικὲς περιστάσεις. Ἡ ὑψικάμινος λειτουργεῖ ἄλλα ἀντ' ἄλλων. Οἱ νέες γενιὲς βρεθήκανε ἔκπληκτες. Ἀλλὰ τοὺς τάζουν κι ἄλλα ἀντιλαμβάνονται. Ὁ Καρέλης βγῆκε ν' ἀπολογηθεῖ γιὰ τὴ μεμφιστοφελικὴ γεννιὰ πού τάχε δώσει ὅλα στὸ διάολο γιὰ νὰ πάρει χρῆμα. Καμμιὰ συναίσθηση τοῦ ἀνθρώπινου δράματος τριγύρω καὶ μέσα του. Ἐξαπατᾶ τὸν ἑαυτὸ του παίζοντας τὴν ὀπερέττα τοῦ τραυματισμένου πατέρα. Ἡ κοινωνία ὅμως εἶναι αὐτὴ πού λέει, ὑπόσχεται στὸν καθένα, ὅτι ἡ οἰκογένεια εἶναι λαμπρὸ ἐπίτευγμα. Ὁ λύκος ντύνεται γιαγιὰ τῆς κοκκινοσκουφίτσας. Μέχρι νὰ ρίξει τὸν ἀνίδεο στὸ λούκι. Καὶ μετὰ τοῦ στρέφει τὶς πλάτες καὶ τοῦ λέει: γαμήσου τώρα καὶ ζήστα μόνος σου. Ὅλοι οἱ μεγάλοι πολιτικοὶ ἄντρες ἔχουν ἐπισημάνει ὅτι τὸ ἐπίπεδο ἑνὸς πολιτισμοῦ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὴν πρόνοια καὶ τὴ στοργὴ πού δείχνει ἡ κοινωνία γιὰ τὴ μάννα καὶ τὸ παιδί. Ποιὰ πρόνοια; Γιὰ ποιὸ παιδί; Ποῦ θέλει ὁ Καρέλης νὰ μαντρώσει τὰ παιδιά του καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ πλανήτη; Στὸ Ἡράκλειο ὑπάρχουν δεκάδες ζευγάρια πού αὐτὴ τὴ στιγμὴ κάνουν παιδιὰ ἀπὸ ἀνία καὶ αἴσθημα φυγῆς ἀπ' τὴν πραγματικότητα. Αὐτὴ εἶναι ἡ οἰκογένεια σήμερα. Στηρίζεται στὸν τρόμο, τὴν ἐκμετάλλευση καὶ τὴ διάλυση. Οἱ νέοι ἀντιστέκονται πότε παραβολικὰ καὶ πότε φωνάζοντας ὠμά στὸν πατέρα τους: φασίστα. Κι ἂς μοιάζει μὲ τὴ γιαγιὰ τῆς κοκκινοσκουφίτσας.

Εὐτυχῶς πού ἡ κοινὴ γνώμη στὸ Ἡράκλειο εἶναι καὶ λίγο μαχμουρλοῦ καὶ ἀργεῖ νὰ πάρει πρέφα. Ὅμως ἡ νομαρχιακὴ ἐπιτροπὴ Ἡρακλείου κάνει συμβούλια ἀπανωτὰ γιὰ νὰ βγάλει ἀποφάσεις. Ἄκουσα ὅτι πῆγαν καὶ διάφοροι πολίτες στὸν Καρέλη καὶ τοῦ εἶπαν νὰ κάνουν ὁμάδες κρούσης γιὰ νὰ ξεβγάλουν καὶ τοὺς φέροντες ὡς ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ περιθωρίου στὴν περιοχή, δηλαδὴ κατάσταση κι ὀλίγο πού θυμίζει: δὲν ξανακάνω φυλακὴ μὲ τὸν Καπετανάκη ποὔχει μπούκλα στὸ μουστάκι.

Πανικοβλημένοι γεροντοκράτες. Συνεσταλμένοι γεροντοπολίτες. Ὀνειρεύονται οὐρανοξύστες καὶ δὲν μποροῦν νὰ κανονὶσουν σωστὰ τὴ σχέση κώλου καὶ μυαλοῦ. Τί τοὺς φταῖξαν τὰ παιδιά; Τί τοὺς ἔφταιξε τὸ παιδὶ μέσα τους;

Δὲν συζητάω πιά. Ἡ πρότασή μου στοὺς εὐυπόληπτους πολίτες αὐτῆς τῆς χώρας εἶναι νὰ ἀνανεώσουν τὸ πανάρχαιο ἔθιμο εὐγένειας πρὸς τὸν νεκρό, τὸν πλούσιο, τὸν ἀρχηγὸ τῆς φαμελιᾶς, κατὰ τὸ ὁποῖο, οἱ φαμελιάριδες κόβανε κομματάκια καὶ τὸν τρώγανε γιὰ νὰ μείνει γιὰ πάντα μέσα τους. Νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ στὴν ψόφια κοινωνία τους ἀφοῦ τὴν ἀγαποῦν τόσο γιὰ νὰ μείνει, γιὰ πάντα μέσα τους. Ὡστόσο νὰ κατεβάσουν τὰ χέρια ἀπ' τὰ παιδιά. Δὲν εἶναι αὐτοί οἱ κλειδοῦχοι τῆς διαιώνισης τοῦ εἴδους, οὔτε τοῦ ἤθους. Ὅτι εἶναι φυσικὸ εἶναι καὶ ἠθικό λέει ὁ Γιούγκ. Κι ὅπως λέει κι ἡ παροιμία: ἀπό μικρὸ κι ἀπὸ τρελλὸ μαθαίνεις τὴν ἀλήθεια.

Ἀναγνώστη μεῖνε παιδὶ κι ἄστους νὰ σέ λένε τρελλό. Ἡ Ἀριάδνη, ἡ ἀλήθεια, θά σοὔχει δώσει τὸ μίτο της. Βάλε πλώρη για τήν ἐπιστροφὴ, ἀντιμετώπισε το τώρα τό πρόβλημα ἀναγνώστη. Ἡ πλεύση σου αὐτή εἶναι καὶ τὸ μόνο προικῶο πού διαθέτω για τήν κόρη μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου