Ὅλα ἄρχισαν ὅταν ὁ βασιλιὰς τῆς Ἐφύρας (πού
ἀργότερα ὀνομάστηκε Κόρινθος) ὁ Σίσυφος πρόδωσε τὸ μυστικό τοῦ Δία λέγοντας
στὸν θεὸ τῶν ποταμῶν Ἀσωπό, τὸ μέρος στὸ ὁποῖο ὁ Ζεὺς κρατοῦσε τὴν κόρη του τὴν
Αἴγινα. Ὁ Ἀσωπὸς σὲ ἀντάλλαγμα προσέφερε στὸν Σίσυφο μία πηγὴ μὲ νερὸ πού
ἀνάβλυζε ἀσταμάτητα ἀπὸ τὴν ἀκρόπολη τῆς Κορίνθου. Ὁ Δίας ἀφοῦ διέφυγε τὴν
καταδίωξη τοῦ Ἀσωποῦ τιμώρησε τὸν Σίσυφο γιὰ τὴν προδοσία στέλνοντας τὸν στὸν
Ἅδη. Ὅμως ὁ Σίσυφος κατάφερε νὰ φυλακίσει τὸν Ἅδη προκαλώντας κάτι ἐντελῶς
πρωτοφανές. Καθὼς ὁ Ἅδης ἀδυνατοῦσε νὰ πάρει τὶς ψυχὲς τῶν θανάσιμα
τραυματισμένων ἀνθρώπων καὶ ζώων, ὁ κόσμος ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ γεμίζει ἀπὸ
ἀκρωτηριασμένα καὶ ἀνήμπορα ἔμψυχα ὄντα. Τελικὰ ὁ Ἄρης δυσαρεστημένος ἀπὸ τὴν
ἀπώλεια τῆς εὐχαρίστησης τοῦ θανάτου τῶν ἀντιπάλων του, ἐλευθέρωσε τὸν Ἅδη ἀπὸ
τὰ δεσμά του, καὶ ἔστειλε ξανὰ τὸν Σίσυφο πίσω στὸν κάτω κόσμο. Πρὶν πεθάνει
ὅμως ὁ Σίσυφος ζήτησε ἀπὸ τὴ γυναίκα του νὰ μὴ θάψει τὸ σῶμα τοῦ ἀλλὰ νὰ τὸ
ἀφήσει γυμνὸ στὴ μέση της πλατείας, ὅπως κι ἔγινε, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ πτῶμα του
νὰ καταλήξει στὶς ἀκτὲς τοῦ ποταμοῦ Στυγός. Ἐκεῖ ὁ Σίσυφος παραπονέθηκε στὴν
Περσεφόνη γιὰ τὴν ἀσέβεια τῆς συζύγου του, πού δὲν ἐνταφίασε τὸ σῶμα του μὲ τὶς
ἀπαιτούμενες τιμές, καὶ τῆς ζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἐπιστρέψει στὸν πάνω
κόσμο γιὰ νὰ τὴν ἐπιπλήξει. Ὁ Σίσυφος ἐπέστρεψε στὴν Κόρινθο ἀλλὰ ὅταν τοῦ
ζητήθηκε νὰ γυρίσει στὸν κάτω κόσμο ἐκεῖνος ἀρνήθηκε ἐξαναγκάζοντας ἔτσι τὸν
Ἑρμῆ νὰ τὸν σύρει διὰ τῆς βίας ἐκεῖ πίσω. Ὡς τιμωρία γὶ αὐτὴ του τὴ συμπεριφορὰ
ὁ Σίσυφος ὑποβλήθηκε στὸ βασανιστήριο νὰ κουβαλάει ἕνα βράχο στὴν κορυφὴ ἑνὸς
ἀπόκρημνου λόφου, ἀλλὰ μόλις ἔφτανε στὴν κορυφή, ὁ βράχος ξανακυλοῦσε πίσω
ἀναγκάζοντας τὸν κάθε φορᾶ νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἔκτοτε ἡ σισύφειος τιμωρία
παρέμεινε αἰώνια γιὰ τὸν “νικητὴ” τὸν Ἅδη ἢ τουλάχιστον ἔτσι λένε οἱ
παραδοσιακοὶ μύθοι.
Ἡ συνειδητοποίηση τῆς μηχανικῆς φύσης τῆς
ζωῆς καὶ τοῦ χρόνου ὡς μίας διαδικασίας καταθρυμματισμοῦ ὁδηγεῖ στὴν ἀμφισβήτηση
τοῦ σκοποῦ τῆς ὕπαρξης γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους. Ὅλο καὶ περισσότεροι ἀποκτοῦν τὴν
αἴσθηση πὼς ζοῦν σὲ ἕνα ἀποξενωμένο κόσμο. Ἕνα κόσμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχουν ἀφαιρεθεῖ
ἡ κοινὴ λογικὴ καὶ τὸ συναίσθημα. Ἕνα κόσμο στὸν ὁποῖο ἔχει κανεὶς τὴν αἴσθηση
πὼς ζεῖ ἀπομονωμένος ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα ὄντα. Οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις ἔχουν ἐκτοπιστεῖ
ἀπὸ τὰ ἤθη τῶν χρηματοπιστωτικῶν συναλλαγῶν, ὁ σύγχρονος “πολιτισμένος” ἄνθρωπος
ὑποτιμᾶ ρητὰ τὸ ρόλο τῆς ἄμεσης ἐπαφῆς καὶ τῆς ἀνυποκρισίας. Ἡ ὑποκρισία ἐκλαμβάνεται
στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων ὡς ρεαλισμὸς καὶ στὴ χειρότερη ὡς καπατσοσύνη. Ὅλο
καὶ περισσότεροι τομεῖς τῆς ἀνθρώπινης κοινωνικῆς ἐμπειρίας ἀφήνονται στὸ ἔλεος
τῆς ρυθμιστικῆς διαδικασίας τῶν ἀγορῶν καὶ ἡ ἐπέκταση τῆς διαδικασίας αὐτῆς ὁδηγεῖ
ὄχι μόνο στὴ μικροδιαχείριση τῶν κανόνων συνύπαρξης καὶ τὴν ὑποδούλωση τῆς
συμπεριφορᾶς στοὺς κώδικες ἐπικοινωνίας πού ὑπαγορεύουν οἱ ἀγορές, ἀλλὰ καὶ στὸ
στιγματισμὸ τῆς ἀνυπόκριτης ἀλληλεπίδρασης μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ὄροι ὅπως
“συντροφικότητα”, “συνεργασία”, ἔχουν ὑποτιμηθεῖ καὶ ἀντιμετωπίζονται ὡς ἀπαγορευμένοι
ἢ ὑποκείμενοι σὲ ρυθμιστικοὺς κανόνες. Οἱ ἁπλὲς σκέψεις ἔγιναν ἐπικίνδυνες ἀφοῦ
ὑπὸ τὸ βάρος μίας ἁπλῆς ἰδέας μπορεῖ κανεὶς νὰ πνιγεῖ.
Στὴν ἀρχὴ ἦταν μιὰ ἀναιπέσθητη μικρὴ
σταγόνα ἀπ’ τὰ νερὰ τοῦ Ἀχέροντα, ἢ τῆς Στύγας, ἢ τοῦ Chao Phraya αὐτὸ πού ἄγγιξε
τὸ δέρμα. Ἡ σταγόνα ἔφτιαξε τοὺς δικούς της κλώνους, μάζεψε λίγο ὑγρὸ ἀκόμα κι
ἔγινε τώρα ἕνα μικροσκοπικὸ ρεῦμα πού κατρακυλᾶ ἀπὸ τὸν ὦμο στὴν πλάτη.Ἡ
συμβολὴ τῶν τριῶν αὐτῶν ποταμῶν εἶναι θορυβώδης παρόλο πού ὁ διάπλους τοῦ Chao
Phraya διαφέρει ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ Ἀχέροντα. Ἡ κάθε ψυχή, ἔχει νὰ διαλέξει πάνω ἀπὸ
23 προβλῆτες: Panfa Pier, Talad Bobae Pier, Charoenpol Pier, Saphan Hua Chang Pier,
Pratunam Pier, Chidlom Pier, Rachadaprop, Nana Nua Pier, Nana Chard Pier,
AsokPetchaburi Pier, Prasanmit, Baan Don Mosque, Soi Thonglor, Charn Issara,
Saphan Khlong Tan, The Mall Ram, Wat Noi, Rampkamhaeng, Wat Tapeleela,
Ramkamhaeng University, Mahadthai, Wat Klang, The Mall Bangkapi. Ἐκεῖ σὲ μιὰ
σύντομη στάση στὸ Siriraj Hospital στὸ Wang Lang Pier συνήντησα τὸν Σίσυφο νὰ ὑποκλίνεται
στοὺς φοιτητὲς πού κάναν ἔρανο γιὰ νὰ ἐμπλουτίσουν τὴν ἰατρικὴ βιβλιοθήκη τοῦ
πανεπιστημίου Mahidol καὶ νὰ ἀφήνει ἕναν ὀβολὸ γιὰ τὴ μεταφορά. Μετὰ στὰ στενὰ
σοκάκια καὶ τὴν κοσμοσυρροὴ τὸν βρίσκω κρεμασμένο ἀπὸ τὰ πυκνὰ τηλεφωνικὰ
καλώδια νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ προδίδει τὰ μυστικὰ τῆς Bangkok πάνω ἀπὸ τὸν Khlong
Saen Saeb μέχρι τὴ Phra Pin-klao. Ἡ Ἀχερουσία δὲν ὑπάρχει πιά, μὲ λέει ὅταν μὲ
εἶδε. Ὁ Κέρβερος εἶναι ἕνας ἀγαθὸς ἐλέφας, ἡ Εὐρυδίκη δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸν Ὀρφέα
καὶ τὰ νερὰ τοῦ Chao Phraya δὲν εἶναι πικρά. Ὁ Σίσυφος ἐδῶ στὸν μεγάλο Chao
Phraya μακρυὰ ἀπὸ τοὺς θρήνους καὶ τὰ μοιρολόγια τοῦ δικαστηρίου τῶν νεκρῶν,
φοράει ὅ,τι τόν γουστάρει κι εἶναι εὐτυχισμένος, ἀφοῦ ἀπέδρασε ἀπὸ τὸ δίλημμα
καὶ ἔχει πλέον συνειδητοποιήσει τὸ παράλογο...
Φεύγοντας τὸν φωνάζω: "Ἄποδος ὢ
τρισκατάρατε τὰ πορθμεῖα" κι ἐκεῖνος μὲ ἕνα σαρκαστικὸ χαμόγελο στὰ χείλη
μὲ ἀπαντᾶ: "Οὐκ ἂν λάβεις παρά τοῦ μὴ ἔχοντος…"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου