Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ - 2


Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος μέγα μέρος τῆς πνευματικῆς  δραστηριότητος τῆς χώρας  ἀπορροφᾶ  τὸ λεγόμενο γλωσσικὸ ζήτημα. Ἕνα ζήτημα στὴν οὐσία του ἀνύπαρκτο, προωθήθηκε ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό, καὶ κατὰ τελείως παρὰ φύσιν ἀλλὰ ἐξηγήσιμο τρόπο, ἐπενδύθηκε μὲ στόχους πολιτικούς. Ὑπάρχει πιὸ καθαρὸ σημάδι γιὰ τὴν ἰδεολογικὴ φτώχεια τοῦ πολιτικοῦ κόσμου καὶ τὴν διαρκῆ στασιμότητά του;

Τὸ ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἔβγαλε μόνο λογοτέχνες ἤ καλλιτέχνες, καὶ ταυτόχρονα ἐλάχιστο ἐπιστημονικὸ ἔργο καὶ ἐπιστήμονες ἐπαρουσίασε, εἶναι ἡ κυρίαρχη συνέπεια τοῦ « γλωσσικοῦ» στὸν πνευματικὸ τομέα. Ζῶντας μέσα ἀπὸ τὸ «γλωσσικὸ» ἡ διανόηση παρέμεινε τελείως στατική, ἀνακυκλώνοντας τὰ ἐθνικὰ παραμύθια καὶ τὶς λαϊκὲς παραδόσεις. Οἱ ἰδεολογικὲς ζυμώσεις παρέμειναν ἔτσι τελείως ἐλεγχόμενες. Ἦταν ἀπολύτως φυσικὸ νὰ προκύψη μία ἡγετικὴ τάξη οὐσιαστικὰ ἄνευ πραγματικῆς ἰδεολογίας, μὲ μοναδική της ἔννοια τὴν παγίωσή της σὲ ρόλο τρωκτικοῦ. Καί ἡ ἀριστερά, ἀνάγοντας τόν περί δημοτικισμοῦ «ἀγῶνα» σέ ζήτημα ταξικό, τῆς ἔστρωνε τό χαλί…

      Σήμερα σέ συνέχεια τῆς ἀνάρτησης ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ -1 θὰ δοῦμε 2 ἀκόμα κεφάλαια ( Δ, Ε) ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γερασίμου Κακλαμάνη ( τά ἔντονα γράμματα εἶναι δική μου ἐπιλογή). Προσδιορίζεται τὸ ἀρχικὸ μεγαλοϊδεατικὸ πλαίσιο ἐντός τοῦ ὁποίου διαμορφώθηκε ἡ ἀντιπαράθεση τῶν ἀττικιστῶν, πού πράγματι ἤθελαν νά μορφώσουν ἀλλά ἐγκλωβίστηκαν, καὶ τῶν ψυχαριστῶν. Στὸ τέλος τῆς ἀνάρτησης αὐτῆς ἀλλὰ καὶ ὅσων θὰ ἀκολουθήσουν, θὰ φανεῖ ὅτι μέγας ὑπεύθυνος γιὰ τὴν νεοελληνικὴ πνευματικὴ μιζέρια – μὲ συνέπεια τὴν πλήρη πολιτική ὑπανάπτυξη καί ἐξάρτηση - εἶναι ὁ ψυχαρισμός.

  Δ

«Συνῆλθε στὸ Ναύπλιο τὸ 1828 ἡ πρώτη ἐθνοσυνέλευση ὅπου μαζεύτηκαν.. . ἀπ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια εἶχε διαμορφωθῆ μιὰ νέα κοινὴ γλῶσσα.. . ὁ τύπος αὐτὸς ἦταν κατανοητὸς ἀπὸ τὸ πανελλήνιο. . . ὅλα συντελοῦσαν ὥστε νὰ γίνη ἀποδεκτὸς ἀπὸ ὅλους ὡς ἐθνικὴ γλώσσα. . . Τὰ πράγματα ὅμως ἦρθαν ἀλλιῶς»  .
(R. Browning :      ἑλληνικὴ  γλῶσσα, μεσαιωνική καὶ  νέα, σελ. 144 - 145, Ἀθῆναι 1972).

Τὰ πράγματα ὅμως ἦρθαν ἀλλοιῶς...

Τὴν ἐποχὴ τοῦ Κοραῆ οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες πού δημιούργησαν τὸ γλωσσικὸ ἦταν τελείως διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς συνθῆκες πού τὸ συνετήρησαν κατὰ τὴν φάση τῆς τελευταίας ἑξηκονταετίας. Τὸ πρῶτο πρᾶγμα πού προσέχει κανένας, ἐξετάζοντας τὸ «γλωσσικὸ» κατὰ τὰ τελευταία ἑξῆντα χρόνια — δηλαδή ἀπὸ τὸ 1880 ὡς τὸ 1940—είναι ὅτι ἐμφανίζεται καθαρὰ σὰν ἕνα ζήτημα μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἑλληνικῆς ἀστικῆς τάξης. Τόσο οἱ δημοτικιστὲς ὅσο καὶ οἱ   καθαρόγλωσσοι ἀνήκουν στὴν  ἴδια κοινωνικὴ τάξη καὶ εἶναι ἐξ  ἴσου σύμφωνοι, παρὰ τὶς «χαώδεις» διαφορές τους, γιὰ τὴ χρήση τῆς δημοτικῆς στὴ λογοτεχνία, ἐνῷ τὰ μόνα ἐπιστημονικὰ ἔργα τῆς δημοτικῆς ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, εἶναι τὰ στοιχεῖα Γεωμετρίας, ἡ Ἀστρονομία τοῦ Ἐλισαίου Γιαννίδη καὶ ἡ Φυσική του Βλαστοῦ.

Γύρω στὰ 1900 ἀρχίζει στὴν Ἑλλάδα ἡ εἰσαγωγὴ τῶν σοσιαλιστικῶν ἰδεῶν καὶ τὸ 1907 βγαίνει τὸ «Κοινωνικό μας ζήτημα» τοῦ Σκληροῦ.

Στὰ  ἴδια αὐτὰ χρόνια συμβαίνει ἡ παγίωση ὅλων τῶν ἀστικῶν τάξεων στὰ Βαλκάνια. Τὰ σύνορα τῶν βαλκανικῶν χωρῶν εἶναι ἀκόμα ἀκαθόριστα. Εὐθὺς μετὰ τὴν κατιοῦσα τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, τὰ Βαλκάνια ἀποτελοῦν θέατρο συγκρούσεων τεραστίων συμφερόντων τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας, δημιουργῶντας τὸ περίφημον «Ἀνατολικὸν ζήτημα» [1], πού ἐπρόκειτο ν ἀποτελέση τὴν «πυριτιδαποθήκη τῆς Εὐρώπης» καὶ τοῦ κόσμου ὁλόκληρου. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλῖμα ἀνδρώνεται ἡ ἑλληνικὴ ἀστικὴ τάξη. Οἱ κεντρικὲς δυνάμεις τῆς Αὐστρίας Γερμανίας φέρονται πρὸς τὰ συμφέροντα τῆς Τουρκίας καὶ ἀπὸ τὸ 1830 ὑπάρχει τὸ «φιλολογικὸν» πρόβλημα τῆς ἀναίρεσης τῶν θεωριῶν τοῦ Fallmerayer [2], πού ἀναστάτωσαν τὸν κόσμο καὶ ἐξέτρεψαν τοὺς καθαρόγλωσσους πρὸς τὸν ἀττικισμό. Στὶς συνθῆκες τοῦ «Ἀνατολικοῦ ζητήματος» οἱ θεωρίες αὐτὲς ἔπρεπε ν’  ἀναιρεθοῦν. Τὸ ταξικὸ βάρος αὐτῆς τῆς ἀναίρεσης ἔπεφτε στοὺς ἀττικιστές.

Ἡ ἑλληνικὴ ἀστικὴ τάξη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ παραπαίουσα, τάξη χωρὶς ἱστορικὴ συνέχεια καὶ γι’ αὐτὸ χωρὶς κοινωνικὴ συνείδηση. Εἶχε τὶς ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις τῆς κυριάρχου τάξεως, δὲν εἶχε ὅμως τὴν κοινωνικὴ συνείδηση, πού σὲ ἄλλες τάξεις τῆς Εὐρώπης ἦταν ἀποτέλεσμα κοινωνικῶν διαδικασιῶν. Γι’ αὐτὸ ἦταν κατ’ ἀνάγκην ρωμαντική, μὲ μόνη πολιτικὴ κληρονομιὰ τὸ κομματικὸ πλιάτσικο, ἀποτέλεσμα καὶ τοῦτο τῶν ἴδιων ἀνωμάλων συνθηκῶν. Ἡ νεώτερη μυθολογία καὶ σκοπιμότητα ἐξέθρεψε πολλοὺς χαρακτηρισμοὺς γιὰ τοὺς ἀττικιστές, ὁ ἐγγύτερος ὅμως χαρακτηρισμὸς πρὸς τὴν ψυχολογία τους ἦταν αὐτὸς πού μὲ μεγάλην ὀξυδέρκεια ἀναφέρει ὁ Γιάννης Ἀποστολάκης:

«Παράδοξο ἀληθινὰ εἶναι τὸ πρᾶμα, καὶ ὅμως ἔχω τὴν ἰδέα πώς καὶ ἡ τυφλὴ ἀκόμη ὁρμὴ τῶν ἀττικιστῶν βρισκότανε σὲ κάποια σχέση μὲ τὸν σεβασμὸ στοὺς νεκροὺς τοῦ 21. Οἱ σκληροὶ δηλαδὴ ἀγῶνες τῶν πατέρων μας γιὰ τὴ λευτεριά τους καὶ ἡ μερικὴ ἐπιτυχία τους φέραν κοντύτερα τὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν παλιὰν Ἑλλάδα... καί στὸ τέλος ὁ κόσμος ἐδῶ σπρωγμένος ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὸν σεβασμὸ στὸν ἡρωισμὸ τῶν πατέρων τοῦ ἀγωνιστῶν... ἔφτασε νὰ κάμη σύγχυση παλιᾶς καὶ καινούργιας Ἑλλάδας» [3].

Αὐτὸ ἦταν τὸ κοντινότερο κοινωνικὸ γεγονὸς τῆς ἑλληνικῆς ἀστικῆς τάξης στὸν καιρὸ τοῦ Κόντου καὶ τοῦ Μιστριώτη καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀκριβῶς πηγάζει καὶ ὁ ρωμαντισμός τους. Ρωμαντισμός, πού στὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ θὰ υἱοθέτηση τὴν «μεγάλη ἰδέα» καὶ στὴν ἐσωτερική, τὴν πίστη ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία τῆς ἐποχῆς τους μποροῦσε νὰ προκύψη σὰ συνέπεια ἠθικῶν ἐπιταγῶν καὶ μόρφωσης. Καὶ οἱ ἀττικιστὲς βάλθηκαν νὰ μορφώσουν. Παρὰ τὰ κοινολεκτούμενα, γιὰ νὰ διαπιστώσῃ κανεὶς ὅτι κάθε ἄλλο ἦταν οἱ καθαρόγλωσσοι παρὰ «σκοταδιστές», δὲν ἔχει παρὰ ν ἀνατρέξη στὸ ἔργο τους.

Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βενιζέλου κι ἐδῶ (θὰ δοῦμε παρακάτω γιατί), ἡ ἐπιστημονικὴ παραγωγὴ τοῦ τόπου μας μειώνεται κάθετα, ὁ δὲ «δημοτικισμὸς» δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσῃ οὔτε καν ἐνδείξεις πού νὰ μποροῦν νὰ σταθοῦν δίπλα στὸ παραγωγικὸ ἐπιστημονικὸ ἔργο τῶν ἀττικιστῶν.

Ὁ Ρωμαντισμὸς τους τοὺς δημιουργεῖ τὴν ἐνοχὴ νὰ μορφώσουν, μιὰ τάση πού κρατιέται ἀδιάπτωτη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κοραῆ :

«Ἀπὸ πολλοῦ ἤδη χρόνου ἔχω τὴν γνώμην ὅτι ἔκδοσις Ἑλλήνων ποιητῶν καὶ πεζογράφων εἶναι σπουδαία ἐθνικὴ ἀνάγκη... Ἂν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα μὲθ’ ἁπάσης τῆς ἐκπολιτιστικῆς αὐτῶν δυνάμεως εἰς εὐρύτερους κύκλους προσιτὰ καταστῶσιν... τὶς εἶναι οὕτως ἄπελπις, ὥστε δὲν προσδοκᾶ τῶν κακῶς ἐχόντων βελτίωσιν;... Ἄνευ ἀγωγῆς ἐπὶ ἠθικῶν βάσεων ἐρειδόμενης μάτην πονοῦμεν. Ἀλλά κακῇ μοίρᾳ, ἠμεῖς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες σπανίως ρίπτομεν τὸ ὀξὺ ἠμῶν βλέμμα εἰς τὰ πόρρω αἴτια, ἅπερ πολλάκις παράγουσιν ὀλεθριώτατα ἀποτελέσματα. Ὅταν δὲ τοιαῦτα δεινὰ ἐπέλθωσιν, ὡς ἀθῷοι δῆθεν δυσχεραίνομεν, ἰλιγγιῶμεν καὶ χασμώμεθα. Πρὸς πᾶσι τούτοις οἱ ἐν δουλείᾳ Ἕλληνες δὲν ἠδύναντο ἆρα γε δικαίως νὰ εἴπωσιν ἡμῖν τὸν πικρὸν λόγον, ὅτι μετὰ πεντήκοντα ἐτῶν ἐλευθερίαν, μετὰ  ἵδρυσιν Πανεπιστημίου καὶ πολλῶν ἐκπαιδευτηρίων, μετὰ διαμόρφωσιν παντοίων λογίων δὲν ἠδυνήθημεν νὰ πέμψωμεν αὐτοῖς οὐδεμίαν ἔκδοσιν Ἕλληνος συγγραφέως ;

Οὕτω σκεπτόμενος  ἴσως περιπίπτω εἰς τὸν ἔλεγχον πολλῶν λογίων, οἵτινες τὴν ἡμετέραν ἐπιστήμην ἐννοοῦσιν ὥς τι ὅλως ἀφηρημένον καὶ ἀνεξάρτητον τῶν ἐθνικῶν ἀναγκῶν.... Δὲν εἶναι δίκαιον ἡ φιλολογία νὰ μὴ παρέχη ἀρωγήν τῷ λαῶ, ὑφ' οὗ τὴν αἰγίδα διατηρεῖται καὶ ἀναπτύσσεται …  Ἀλλ’  ἐν ᾦ πολλοὶ ἀναγνωρίζουσι τὴν ἀνάγκην ἐκδόσεως Ἑλλήνων ποιητῶν καὶ πεζογράφων, ἄλλοι μετὰ τινος  ἰσχυρογνωμοσύνης ἀποφαίνονται, ὅτι αἱ τούτων μεταφράσεις ἤθελον εἶναι σκοπιμώτεραι καὶ λυσιτελέστεραι. Οὗτοι βεβαίως δὲν εἶναι οἱ λογιώτεροι, ἀλλά συχνάκις ταὐτίζονται τοῖς φρονοῦσιν, ὅτι οἱ ἡμέτεροι λόγιοι εὑρίσκουσι δῆθεν συμφέρον ἐν τῇ ἐλλείψει τῶν μεταφράσεων, ὅπως ἡ θέσις αὐτῶν θεωρῆται σπουδαιότερα@@@ Sancta simplicitas! Tό κατ’ ἐμέ οὐδόλως διστάζω νὰ ὁμολογήσω,... ὅτι περιέπεσα εἰς ἁμαρτήματα. Διά τοῦτο θέλω ὁμολογήσει εὐγνωμοσύνην παντί, ὅστις πραγματικὰ ἁμαρτήματα ἠδύνατο νὰ καταδείξῃ. Ὁ τοιοῦτος εὐεργετεῖ ἐμέ καὶ τὴν ἐπιστήμην.... Ἂν τὶς ὅμως κατὰ τὸ σύνηθες τὴν διάφορον, ἑαυτοῦ γνώμην ἀνυψώσῃ διὰ ζωηρῶν φράσεων εἰς ἀσύγνωστον ἁμάρτημα, ἂν εἰς τυπογραφικὸν παρόραμα πονηρευόμενος ἀποδώση ἐπιστημονικὴν σπουδαιότητα, ἂν τέλος ἄνευ εἰλικρινείας ἤ ἐν γωνίᾳ τινὶ μεταξὺ ἀδαῶν ψιθυρίζη σοφοὺς ψιθυρισμοὺς καῖπερ μηδὲν μηδέποτε γράψας ἤ ἐν τῷ δημοσίῳ φωνασκῆ, ἂς ἦναι βέβαιος, ὅτι δὲν ἔχω καιρὸν οὔτε νὰ ἀκούω οὔτε νὰ ἀναγιγνώσκω τοιούτους  ὕθλους. Δὲν ἐθεώρησα δὲ συνετὸν νὰ δημοσιεύσω μόνον   τὰς   ἰδέας   μου,   τῶν   δὲ   ἀλλοτρίων νὰ καταφρονήσω.....»

Αὐτὰ γράφει ὁ Μιστριώτης, προλογίζοντας τὸν Γοργία τοῦ Πλάτωνα. Τὸ πρῶτο συμπέρασμα εἶναι ὅτι γράφει ἀλήθεια ὡς πρὸς τὶς προθέσεις τουῦ : ἐξέδωσε τὴν Ἰλιάδα, ὅλον τὸν Σοφοκλῆ, τὸν Προμηθέα Δεσμώτη τοῦ Αἰσχύλου, τέσσαρες τραγωδίες τοῦ Εὐρυπίδη, ὀκτὼ διάλογους τοῦ Πλάτωνα, ὅλον τὸν Θουκυδίδη, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Ξενοφώντα, μιὰ δίτομη ἐκτεταμένη ἱστορία τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν καὶ μία ἐπίσης δίτομη Γραμματολογία, μέχρι τὴν Ἅλωση, πάνω ἀπὸ 1500 σελίδες. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ   τὴν ποιότητα τῆς δουλειᾶς του, οἱ ἐκδόσεις του αὐτὲς χρησιμοποιοῦνται καὶ σήμερα. Στὰ παραπάνω πρέπει νὰ προσθέσῃ κανένας καὶ 16 τόμους ρητορικῶν Λόγων. Τὸ συγγραφικό του ἔργο ξεπερνᾶ τοὺς 50 τόμους. Σὲ κάτι πίστευε βέβαια ὁ Μιστριώτης κι ἔγραφε. Καλλιεργητὲς μυθολογικῆς ἐπιστημοσύνης ὑπῆρχαν καὶ στὸν καιρὸ τοῦ Μιστριώτη, προφανῶς μεταξὺ τῶν Φαναριωτῶν, καὶ μᾶς τὸ λέει καθαρά, μὰ ἐκεῖνο πού ἔκανε, τὸν Μιστριώτη νὰ κάθεται νὰ δουλεύη ἦταν κάτι πού οὔτε κι ὁ ἴδιος τὤξερε : ἡ ἀστικὴ ἐπιβίωση, τὸ ἀστικὸ ἀνέβασμα μέσα στὶς τότε ἀντίξοες συνθῆκες. Συνέβαινε στοὺς ἀττικιστὲς μιὰ κοινωνικὴ «ἑτερογονία σκοπῶν» καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Μιστριώτης βάλθηκε νὰ μορφώσῃ. Δὲν περιορίστηκε μόνο στὸ διδασκαλικό του ἔργο. Προσπάθησε νὰ μορφώσῃ ὅπως τοῦ ἦταν δυνατόν, ἱδρύοντας συλλόγους στοὺς ὁποίους ἐδίδασκε, καὶ ἀνεβάζοντας τραγωδίες. Ὑπῆρξε σχεδὸν μονομανὴς γιὰ τὴ ἐξύψωση τοῦ λαοῦ καὶ τὴν Ἑταιρεία τῶν φίλων τοῦ Λαοῦ» πού δίδασκε γιὰ τοὺς ἐργάτες, τὴν ὠνόμαζε « εἰσαγωγήν καὶ προοίμιον τοῦ κατὰ σύνταγμα πολιτεύεσθαι» καὶ «προπύλαια σώφρονος καὶ φιλοπάτριδος βουλευτηρίου». Ἀπὸ τὸν λαὸ ἐξαρτοῦσε τὰ πάντα, τὴν «πλήρωσιν τῆς κοσμοϊστορικῆς ἐντολῆς», τὴν «μεγαλουργίαν τοῦ ἔθνους».

Δεύτερο συμπέρασμα εἶναι ἡ ἁπλότητα τῆς γλώσσας του. Τρίτο, ὅτι κάποια πράγματα πού ἀναφέρει δὲν τὰ ἔχει κατανοήσει ἀρκετά, ὅπως π.χ. τὴν « ἁγία ἀφέλεια» τῶν κατεστημένων σκοταδιστῶν τῆς ἐποχῆς του. Ἡ ἠθικὴ ἁπλότητα μὲ τὴν ὁποία γράφει γιὰ δαύτους, φανερώνει ὅτι δὲν ἔχει κοινοτικὲς προσλαμβάνουσες. Ὅ,τι δείχνει ὁ Μιστριώτης, εἶναι ἕνας ( δικαιολογημένος γι’ ἄνθρωπο πού μοχθεῖ ἐπιστημονικὰ) ἡρωϊσμὸς καὶ ἕνα ἀπεσταγμένο ἦθος. Διαβάζοντας κανένας τὶς φοβέρες του γιὰ τὸν «πονηρευόμενο», καρτερεῖ στὸ τέλος νὰ ἔχη στημένη τὴν καρμανιόλα, ἐνῷ βλέπει ἁπλούστατα τὸν ἠθικό ἄνθρωπο πού «δὲν ἔχει καιρὸ νὰ ἀναγιγνώσκη τοιούτους  ὕθλους». Ἐκεῖνο ὅμως πού κυρίως φαίνεται στὶς προθέσεις τοῦ Μιστριώτη εἶναι ὁ Ρωμαντισμός. Μέσα σὲ χρόνια πού οἱ φοιτητὲς του διάβαζαν στὶς ἐφημερίδες τὰ ἄρθρα τοῦ Πλεχάνωφ καὶ τοῦ Κροπότκιν καί, λίγο ἀργότερα μετά, τὰ «νέα» ἀπὸ τὴν πρώτη Ρωσικὴ ἐπανάσταση τοῦ 1905, ὁ Μιστριώτης ἤθελε νὰ «διαχύσῃ ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τὰ μεγαλουργᾶ φρονήματα τῶν προγόνων».

Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως μίας τέτοιας πρόθεσης καὶ σὲ τέτοιες συνθῆκες, πού δὲν ἐγνώριζε ὁ Μιστριώτης [4], τὸ ἐγνώριζε ἡ Εὐρωπαϊκὴ διπλωματία καὶ ἰδιαίτερα οἱ Ἄγγλοι (πού ἐκόπτοντο τὸ 1917 νὰ μὴν πάη ὁ Λένιν στὴ Ρωσία). Καὶ ἡ μεγάλη ἐπινόηση τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας ὑπῆρξε τὸ «γλωσσικό». Τὰ συμφέροντα τῆς «προστασίας» δὲν θὰ κατωχυρώνονταν ἐδῶ ἐὰν ὑπῆρχε μιὰ χειραφετημένη, αὐτοτελῶς ἐξελισσόμενη, ἀστικὴ τάξη καὶ ἕνας λαὸς πού θὰ μποροῦσε νὰ προσαρμοσθῆ σὲ εὐρωπαϊκὲς κοινωνικὲς ἀνελίξεις. Δὲν ἦταν συνεπῶς τὸ μοναδικό πρόβλημα τῆς «προστασίας» νὰ ἐξομοιωθοῦμε μὲ « λαό τοῦ Ἰνδοστάν» ἦταν ἀκόμη καὶ ἡ μέριμνα νὰ μὴ μπορέσῃ ἡ ἐντόπια ἀστικὴ τάξη νὰ συνειδητοποιηθῆ καὶ νὰ βρῆ τὶς ρίζες τῆς στό λαό. Ἔτσι, ἡ μὲν ἀστικὴ ἡγεσία θὰ ἦταν ἁπλῶς παραγγελιοδόχος τῶν εὐρωπαϊκῶν συμφερόντων, δηλαδή τῶν Ἀγγλικῶν, ὁ δὲ λαός σὲ μόνιμη κατάσταση δουλείας, μακρυά ἀπό ἐξωελληνικούς κοινωνικοὺς ἐπηρεασμούς. Αὐτό ἦταν τὸ εἶδος τῆς «προστασίας» πού ἀπαιτοῦσαν τὰ ξένα συμφέροντα ἐδῶ καὶ ἀπόλυτα  προσαρμοσμένο στὴ νοοτροπία τοῦ λαοῦ.

Ἡ διπλωματία ἐκείνη ἦταν ἀρκετὰ ἔμπειρη καὶ δὲν εἶχε λόγους νὰ χρησιμοποιήσῃ γιὰ τοὺς σκοποὺς της συνειδητοὺς πράκτορες. Δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ ἐξηγήσῃ τοὺς σκοπούς της. Τὸ γλωσσικό ἦταν ἤδη ἕτοιμο πρόβλημα ἀπό τὴν ἐποχὴ τοῦ Κοραῆ. Ἡ ἀστική μας τάξη μὲ τὴν ἐμφανῆ κοινωνική της ἀσυνειδησία ἦταν ἀνίκανη ν’ ἀντιμετωπίσῃ τοὺς σοσιαλιστικοὺς κοινωνικοὺς κινδύνους πού ἀναφαίνονταν καὶ παράλληλα ἔπρεπε καὶ ἡ ἴδια νὰ μείνη σὲ κατάσταση συνειδησιακῆς ὑπανάπτυξης. Τὸ γλωσσικὸ ἦταν τὸ προσφορώτερο πρόβλημα γιὰ νὰ ἐπενδυθῆ μὲ τὸ συγκεκριμένο αὐτό κοινωνικὸ περιεχόμενο, δηλαδή τὴν ἀμορφωσιὰ τοῦ λαοῦ καὶ συνεπῶς τὴν ἀδυναμία πολιτικῆς ἀνανέωσης τῆς ἀστικῆς τάξης. Τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα ἐλυόταν ἔτσι διὰ τοῦ γενιτσαρισμοῦ. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι ἡ προστασία τὰ  ἴδια προβλήματα μὲ τὴν γλῶσσα προσπάθησε νὰ δημιουργήση καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς μὲ μεγάλες παραδόσεις, ὅπως στὴν Ἰνδία.

Τὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας οἱ ξένοι τὰ ἤξεραν καλύτερα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Ἤξεραν δηλαδὴ ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ζωντανὸς ὀργανισμὸς καὶ συνεπῶς οὔτε ὁ ἀττικισμὸς οὔτε ὁ δημοτικισμὸς μποροῦσαν νὰ ἐπικρατήσουν, γιατί ἦταν ἀπότομα κινήματα καὶ κάθε ἀπότομη μεταβολὴ σ ἕναν ὀργανισμό, ὅποιαν ἔννοια κι ἂν ἔχη, θὰ τὸν καταστρέψη. Οὔτε φυσικὰ ἀγνοοῦσαν τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς. Ὡστόσο, μέσα στὴ ζάλη καὶ τὸν ἀλαλιασμό τῶν ἀττικιστῶν ἀπὸ τὸν Fallmerayer, δεδομένου τοῦ ρωμαντισμοῦ των καὶ κάποιων παλαιοτέρων αἰτίων καλλιεργημένων στὰ ὑπὸ Ἀγγλικὴ κατοχὴ ἑπτάνησα — ὅπως τοῦ Βαλαωρίτη, πού ἐξέδιδε τὰ ποιήματά του στὴ δημοτικὴ μὲ προλόγους στὴν καθαρεύουσα —, ἔρριξαν ἀκράτητους τούς πρώτους δημοτικιστὲς μὲ τὶς ἐκτὸς Ἑλλάδος συνειδήσεις τους.

Ὁ Ψυχάρης καὶ ὁ Πάλλης δὲν ἀποκλείεται νὰ ἦταν καὶ μυημένοι, ἀφοῦ ζοῦσαν μονίμως στό ἐξωτερικὸ [5]. Ἐΐχαν συνεπῶς εὐρωπαϊκὲς συνειδήσεις ἤ τουλάχιστον ἀντίστοιχες θεμελιώδεις προσλαμβάνουσες κοινωνικὲς παραστάσεις. Δὲν εἶναι φυσικὰ δυνατὸν ὁ Βούλγαρης τὸ 1750 νὰ βγάζη ὡρισμένα συμπεράσματα ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκή του συναναστροφὴ καὶ ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα νὰ βγάζη ὁ Ψυχάρης τὸ 1900. Ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν δημοτικιστῶν τοῦ Ψυχαρισμοῦ λείπει ἀκριβῶς ἡ ἔννοια τῆς προσφορᾶς πρὸς τὸ Ἔθνος. Λείπει ἀκριβῶς τὸ στοιχεῖο τοῦ διαφωτισμοῦ πού προαγορεύει κάθε κοινωνικὴ ἡ ἱστορικὴ ἀλλαγή.

Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις, ὁ Κοραῆς, ὁ Ἄνθιμος Γαζῆς, ὁ Νικόλαος Θεοτόκης, ὁ Κούμας κ.λπ., ἦταν τυπικὰ παπάδες, γιατροί, φιλόλογοι κι ὡστόσο παρουσιάζονταν ὁ,τιδηποτε ἄλλο ἀπό αὐτό πού ἦταν. Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις ἦταν παπὰς καὶ βρέθηκε μαθηματικός, φυσικός, χημικός, ἀστρονόμος, βοτανολόγος, γλωσσολόγος, λεξικογράφος. Ὁ Κούμας μετέφρασε ἱστορίες φιλοσοφίας κι ἐγχειρίδια Μαθηματικῶν καὶ Φυσικῆς. Ὁ Ἀνθιμος Γαζῆς ὅταν ἦρθε ἀπό τὴ Βιέννη στό Βόλο, ὅλοι καρτεροῦσαν πώς θάφερνε λεφτὰ γιὰ τὴν ἐπανάσταση κι ἐκεῖνος ἔφερε ἕνα σκύλο καὶ κάμποσα μπαοῦλα γεμάτα ἄλγεβρες, ἀστρονομίες καὶ λεξικά. Ὁ Κοραῆς ἦταν γιατρὸς καὶ βρέθηκε γλωσσολόγος, φιλόλογος καὶ γεωγράφος. Γιατί εἶδε τοὺς Εὐρωπαίους καὶ κατάλαβε τί ἔλειπε ἐδῶ. Καὶ τόσο πολὺ φανερὰ εἶδε τὴν πραγματικότητα — πού δὲν χρειάζεται νὰ ζήση κανένας χρόνια στό ἐξωτερικὸ σὰν τὸν Ψυχάρη καὶ τὸν Πάλλη γιὰ νὰ τὴν δῆ — ὥστε ὅταν κάποτε τούγραψαν ἀπ’ τὴ Σμύρνη πώς τὰ παιδιὰ ἔχουν λέπρα καὶ τοῦ ζήτησαν τὴν συμβουλή του σὰν γιατρό, ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε καὶ « τοῖς ὑπεδείκνυεν ὡς τὸ κυριώτερον θεραπευτικόν φάρμακον τὴν σύστασιν ἐπιστημονικοῦ σχολείου». Στὴν ἐπανέκδοση τῆς Ἱστορίας τοῦ Κούμα — πού ἔκανε ἡ   Ἀκαδημία Ἀθηνῶν,  ὑστερ ἀπό  155    χρόνια λήθης — παρατηρεῖται ὅτι  «σημαντικὸ εἶναι νὰ  σημειωθῆ  ὅτι ἡ Σύνοψις τοῦ Termemaim μεταφράστηκε στὶς κυριώτερες Εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ ὅτι ἡ μετάφραση τοῦ Κούμα προηγήθηκε χρονολογικὰ ὅλων τῶν ἄλλων μεταφράσεων»  ( σελ.  239), ἐνῷ λίγο πρίν,  στὴν σελίδα 231 :  «Κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ  ἴδιου τοῦ Κούμα, τὸ Σύνταγμα (Φιλοσοφίας),   γραμμένο  γιὰ  τοὺς   μαθητὲς  τοῦ   Γυμνασίου  τῆς Σμύρνης,   εἶναι   ἕνα   στοιχειῶδες   διδακτικὸν   βιβλίον. Ὡστόσο, ἀποτελεῖ  τὴν  πρώτη   ὁλοκληρωμένη   παρουσίαση   τῆς  καντιανῆς φιλοσοφίας στὴν  Ἑλλάδα».   Οἱ  διαφωτιστὲς τοῦ  γένους,  ἐπειδὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ συνέπεια μίας ἱστορικῆς διαδικασίας, ἔδρασαν ὅπως ἀκριβῶς οἱ Γάλλοι διαφωτιστὲς καὶ οἱ προεπαναστατικοὶ Ρῶσσοι. Ἔχουν δηλαδή ὡς οὐσιῶδες ἔργον τὴν ἀφυπνιστική τους προσφορά, πού προετοιμάζει τὰ ἐπερχόμενα  μεγάλα γεγονότα. Ἴδια προσφορὰ παρατηρεῖται στὴν  περίοδο   κάθε διαφωτισμοῦ μὲ τὸ χαρακτηριστικό της   ἱστορικῆς γνησιότητας.     Μπιελίνσκι,     Βολταῖρος κι ὁ Κοραῆς ἐκτελοῦν τὸν ἴδιον ἱστορικὸ   προορισμό. Ὁ Κοραῆς ἔχει ἀκριβῶς τὸ στοιχεῖο τῆς ποιοτικῆς προσφορᾶς, πού λείπει  ἀπό τὸν  Ψυχάρη. Οἱ  Ἕλληνες  διαφωτιστὲς  ἀναπλάθουν συνειδήσεις,  μεταγγίζοντας ὁλόκληρη τὴν Εὐρωπαϊκὴ κουλτούρα, μέσῳ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς φιλοσοφίας.  Καταντοῦν ἐνσυνειδήτως «Ἀνώνυμες Ἑταιρεῖες» εἰσαγωγῆς γνώσεως. Γράφει ὁ Κούμας : « Ὁ ἱερὸς θίασος τῶν αὐτοφιλοσόφων προγόνων μας παρῆλθεν μετὰ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν μας, καὶ ἐκ πολλοῦ ἤδη χρόνου ἠρκέσθημεν   ἐὰν   περιπατῶμεν   παραλλήλως  πρὸς  τὴν   Φιλοσοφίαν τῶν μεγαλοφυῶν τῆς Εὐρώπης ἀνδρῶν. … Ἡ τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος  Φιλοσοφία  διαιρεῖται  εἰς  σχολαστικὴν καὶ νεωτέραν.   Ἡ πρώτη ... ἡ δὲ δευτέρα, λαβοῦσα ἀρχὴν ἀπό τοῦ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως (1750), προχωρεῖ  κατὰ   συνέχειαν διορθουμένη   καὶ   τελειοποιουμένη.   Τίνες   ἐφιλοσόφησαν …   ἔκτοτε ὅμως ἐπισημότεροι ὑπῆρξαν οἱ ἐφεξῆς, ὅσοι ἡ διὰ συγγραμμάτων φιλοσοφικῶν ἤ διὰ διδασκαλίας ὠφέλησαν τὴν Ἑλλάδα . . .»

Πολὺ βέβαια ἀπέχει ὁ Κούμας νὰ θεωρῆ τοὺς Εὐρωπαίους παρακμίες. Αὐτὴ ἡ τάση ἀρχίζει νὰ καλλιεργῆται ἀπό τὸν Ψυχαρισμό κι ἐδῶ, νὰ κορυφώνεται μὲ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο καὶ νὰ συνεχίζεται ὡς τὶς μέρες μας ἀπό τὶς στῆλες τῆς «Βραδυνῆς». Αὐτὴ τὴν «προχώρησιν   κατὰ συνέχειαν», ἦταν ἀκριβῶς ὁ ρόλος τοῦ νέου δημοτικισμοῦ πού ἐπρόκειτο νὰ κόψη. Καὶ ἐν τέλει, λέει ὁ Κούμας, «διὰ συγγραμμάτων φιλοσοφικῶν» — δηλαδή ἐπιστημονικῶν. Ἡ Φιλοσοφία καὶ ἡ Ἐπιστήμη δὲν διεχώρισθησαν ποτέ. Τόσο στὴν ἀρχαιότητα ὅσο καὶ κατὰ τὴν ἀναγέννηση καὶ τοὺς τελευταίους αἰῶνες, φιλοσοφία καὶ ἐπιστήμη συμπορεύονταν. Οἱ διαφωτιστὲς τὰ ἐννοοῦσαν ὡς πράγματα ταυτόσημα καὶ πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὶς δικές μας ἀντιλήψεις γιὰ τὰ ἴδια πράγματα. Ὁ Βούλγαρις τὶς θεωροῦσε «διδύμους οἰονεί ἀδελφάς» καὶ ἀδύνατον τὸν διαχωρισμό τους. Ἡ ἐμβάθυνση τῶν διαφωτιστῶν στὰ πράγματα αὐτά, ἦταν ἑπόμενο νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ σὲ ἐξακριβωμένα συμπεράσματα καὶ κρίσεις σχετικὰ μὲ τὴν τέχνη. Δὲν εἶναι καθόλου ἐκπληκτικό, παρατηρῶντας τὴν σύνολη παραγωγή τους, ὅτι ἐλάχιστα ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν τέχνη καὶ ἐλάχιστα καταπιάστηκαν μὲ τὴ μετάφραση ποιητῶν. Οὔτε Ρονσάρ, οὔτε Ρακίνα. Ἀντὶ γι αὐτούς, Κὰντ, Ἄλγεβρες, Γεωμετρίες, Φυσικὲς καὶ Γεωγραφίες. Ὁ πόθος τους γιὰ τὸν ξεσηκωμὸ τοῦ γένους τοὺς ἐπέβαλε νὰ ἔχουν ξεκαθαρισμένες ἀντιλήψεις γιὰ ὅ,τι ἔπρεπε νὰ κάνουν. Μερικὰ πράγματα στὴν ἱστορία ἔχουν μονοσήμαντη ἑρμηνεία: Ὅ,τι ἔκανε ὁ D’ Alember πρὶν ἀπὸ τὴ Γαλλικὴ ἐπανάσταση, ἔτσι καὶ « ἐν Θεσσαλονίκῃ Ἰωνᾶς ὁ Ἱερομόναχος... ὅστις δὲν περιωρίζετο ἁπλῶς εἰς τὰ γραμματικά, διάγοντος ἐκεῖ Κεφαλλῆνος τινός, εἰδήμονος τῆς μαθηματικῆς, τοῦ ἰατροῦ Σπυρίδωνος Ἄσανη . . . ἐφιλοτιμήθη καὶ κατώρθωσε νὰ διδαχθῆ παρ’ αὐτοῦ τὴν Ἄλγεβραν, ἐπιστήμην, ἤτις δὲν παρεδίδετο μέχρι τοῦδε εἰς τὰ σχολεῖα τῆς Ἑλλάδος μεθ’ ὅλης τῆς ἐντελείας@@@ ἀκολούθως δὲ κοινῶς μετ’  αὐτοῦ μετέφρασεν ἐκ τοῦ λατινικοῦ εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν τὴν τοῦ Γάλλου Καΰλειον Ἄλγεβραν, ὁ δὲ Ἀσάνης ἰδίως τὴν ἀνεπλήρωσε μετὰ πλείστων ἐπωφελῶν γνώσεων τῆς Ἀναλύσεως καὶ ὄντως ἐδημοσιεύθη διὰ τοῦ τύπου ( Ἑνετίᾳ 1797) τὸ πρῶτον τέλειον ἀλγεβρικὸν σύγγραμμα ἐν Ἑλλάδι, εἰς ὅ ταχέως προσετέθη καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ Κάβρα μεταφρασθὲν πολὺ τελειότερον καὶ εὐληπτότερον τοῦ Γερμανοῦ Εὐλέρου». (Α. Πολυζωϊίδου, Κατάστασις τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ὑπὸ τὸ κράτος τῶν Ὀθωμανῶν,  σελ.  25  26).

Ὁ Καῢλειος εἶναι ὁ πολὺς Cayley καὶ ὁ γερμανὸς Εὔλερος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν μέγα Ὄϊλερ. Πρόκειται γιὰ τὴν Anleitung zur Algebra πού ἔβγαλε τὸ 1770 καὶ πού μεταφράστηκε Γαλλικὰ μὲ συμπληρώματα τοῦ Lagrange τὸ 1794. Λίγο ἀργότερα ἐξεδίδονταν «ἐπὶ τῷ διανεμηθῆναι ΔΩΡΕΑΝ τοῖς φιλεπιστήμοσιν Ἑλλήνων νεανίσκοις» τὰ «στοιχεῖα Γεωμετρίας» τοῦ «Ἀνδρέου Τακουετίου μετὰ σημειώσεων τοῦ Οὐῒστωνος» μεταφρασθέντα ὑπὸ Εὐγενίου Βουλγάρεως, τῇ συνδρομῇ Γ. Βενδώτου, ἐν Βιέννῃ τῆς Ἀουστρίας 1805 [6]. Δηλαδή, πρὶν δύο αἰῶνες οἱ Ἕλληνες ἦσαν πιὸ ἐκσυχρονισμεέοι ἀπ’ εἶναι σήμερα [7]. Γύρω στὰ 1800 ἦταν καλύτερα σὲ θέση νὰ καταλάβουν ἐπιστημονικὰ τὴν Εὐρώπη. Ἴσως δὲν χρειάζεται πρόσθετη ἀπόδειξη, ἂν ποῦμε ὅτι στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία δίδασκε οὔτε λίγο, οὔτε πολὺ ὁ Κάρολος Dupin, κορυφαῖος Γάλλος μαθηματικός, ἱδρυτὴς τῆς θεωρίας τῶν ἐπιφανειῶν («δείκτρια τοῦ Ντυπέν», « ἀσυμπτωτικές γραμμές», «συζυγεῖς κατευθύνσεις» κ.λ.π.), οἰκονομολόγος καὶ κοινωνιολόγος. Μὲ αὐτοδιδαχὲς καὶ ἄλλες συντεχνιακὲς μυήσεις τὰ κατέφερναν καὶ μόλις ἔγραφε ὁ Euler τὰ βιβλία του, τὸν διάβαζαν νωπὸν  νωπὸν ἐδῶ. Ἐπειδὴ ὁ Εὐγένιος κι ὁ Κούμας ἦταν σοφοί, εἶχαν συνείδηση τῆς σοφίας τους καὶ δὲν ἦταν μυθολόγοι : κάθονταν καὶ μετέφραζαν. Καὶ τὸ γλωσσικό, πού βρίσκονταν στὴν πρώτη του φάση, ἐμαίνετο ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη : οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Κοραῆ ἔκαιγαν τὰ σχολεῖα του καὶ οἱ Κοραϊστὲς τὰ δικά τους.  Μὰ τοῦτο δὲν ἐμπόδιζε νὰ παρακολουθοῦν τὶς πιὸ  προχωρημένες ἐκδόσεις τῆς ἐποχῆς.

Προηγουμένως πού ἀναφερθήκαμε στὴν νεοελληνική μας ἐπιστημοσύνη, ἰδίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βενιζέλου καὶ μετά, τὴν ἐννοούσαμε μ’ αὐτή τὴν ἔννοια ἀκριβῶς : ἕνα ἐπιστημονικὸ βιβλίο κατὰ πόσο συμβαδίζει μὲ τὴν κατάσταση τῆς ἐπιστήμης, κατά τή χρονολογία τῆς ἐκδόσεώς του.

Ε

« Ἐνῷ τὰ πράγματα ἐχώρουν ὁμαλῶς. . . ἐνεφανίσθη ὁ Ἰ. Ψυχάρης, ὅστις νέαν ταραχώδη περίοδον ἐδημιούργησε. . . καὶ κατήντησεν νὰ ὑπάρχουν τόσαι δημοτικαί γλῶσσαι, ὅσοι καὶ συγγραφεῖς». ΜΕΓ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠ. Τόμ. « Ἑλλάς», ἀρθρ.  « Ἑλλην. Γλῶσσα».

Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα ἀπὸ τὸ γλωσσικὸ τοῦ Κοραῆ καὶ τὸ «γλωσσικό» τοῦ Ψυχάρη, εἶναι προφανής. Στὴν ἐποχὴ τοῦ Κοραῆ ἡ ἄρχουσα τάξη τῶν Φαναριωτῶν ἦταν τάξη  μεσολαβητής τοῦ Σουλτάνου καὶ ἡ φυσικῶς ἀντίπαλή της κατηγορία ἦταν οἱ ἐμπορευόμενοι Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ τσούχτηκαν, ὅταν εἶδαν Κοραῆ νὰ δημιουργῆ κατάσταση μὲ τὴ γλῶσσα : Εἰς τοὺς Φαναριώτας μάλιστα, τῶν ὁποίων δημιούργημα ὑπῆρχεν ἡ μιξοβάρβαρος, ἐφάνη παράδοξον ὅτι κάποιος Κοραῆς ἐξωμερίτης διατρίβων ἐν Παρισίοις ἐτόλμησεν νὰ συστήση διόρθωσιν τῆς γλώσσης» [8]. Εἶχαν δηλαδή συνείδηση κατοχῆς, συνείδηση ἐσωμεριτῶν οἱ Φαναριῶτες [9]. Τὸ «γλωσσικὸ» τοῦ Ψυχάρη ἔχει τελείως διαφορετικὴ σημασία καὶ ἑρμηνεία. Ἐμφανίζεται μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἴδιας τάξης, μὲ τὰ  ἴδια κοινοτικὰ συμφέροντα, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἐδιαφορίσθη οὐσιωδῶς [10] γιὰ νὰ δικαιολογῆται,  ἔστω  καὶ  μέσα  στὴν   ἴδια,    διαχωρισμὸς  μεταξὺ «ἀντιδράσεως καὶ προόδου». Ἐὰν ἡ ἀντίθεση τοῦ Ψυχάρη ἦταν ἀποτέλεσμα κάποιου πραγματικοῦ γεγονότος, ἔπρεπε νὰ ἔχη τὸ χαρακτηριστικό τῆς διαφορᾶς σχετικὰ μὲ τοὺς ἀττικοὺς καὶ ὄχι νὰ μείνη ἕνα καθαρὰ γλωσσικὸ ζήτημα.

Ὁ Ψυχαρισμὸς ἐκκινεῖ μὲ τὰ ἴδια τὰ ἐπιτάγματα τοῦ ἀττικισμοῦ. Ἰδεολογία του εἶναι ἡ «μεγάλη ἰδέα» καὶ τὸ «ἔθνος». Καμμία συγκεκριμένη ἰδέα δὲν περιέχει, ὡς κάτι τὸ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἀττικισμό. Ἂν ὁ Ψυχαρισμὸς ἦταν ἔκφραση κάποιας κοινωνικῆς διαφοροποίησης, θὰ εἶχε μείνει καὶ κάποιο ἰδεολογικό του κατάλοιπο, ὡς   κάτι νέο ἡ διάφορο   ἀπὸ τὴν ἰδεολογία   τῶν   ἀττικιστῶν.  Γιὰ «ἔθνος» μιλοῦσε ὁ Μιστριώτης,   γιὰ «ἔθνος» κι ὁ Ψυχάρης. Καὶ τὸ «ἔθνος» μάλιστα τοῦ Ψυχάρη εἶναι πολὺ πιὸ ἀσθενικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ Μιστριώτη. Ὁ Ψυχάρης, ἄλλωστε, ἦταν ἄνθρωπος βασιλόφρων, ὥστε καὶ προσωπικὲς ἐπισκέψεις ἐδεχόταν ἀπὸ τὰ βασιλικὰ μέλη. Ὅπως παρατηρεῖ πονηρότατα ὁ Παλαμᾶς, σὲ ἀκροκαθαρόγλωσσο ἄρθρο του, ὁ Ψυχάρης εἶναι ὁ «διακεκριμένος καθηγητὴς τῆς Σχολῆς Ἀνωτέρων σπουδῶν εἰς τὰ Παρίσια καὶ ἀντιδημοτικώτατος». Ὅτι ὁ Ψυχάρης δροῦσε ἐν ὀνόματι τοῦ «λαοῦ»   καὶ τοῦ «ἔθνους», δὲν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ παροραθῆ ἐκ τῶν ὕστερων ἡ ἱστορικὴ φυσιογνωμία  τῶν  περιστατικῶν.   Τὰ πάντα πάντοτε   ἐν ὀνόματι   τοῦ  «λαοῦ»   καὶ   τοῦ «ἔθνους» συμβαίνουν.

Τὸ τί ἐπηκολούθησε ὡς τὶς μέρες μας μὲ τὸ «γλωσσικό» τοῦ Ψυχάρη, εἶναι σὲ ὅλους γνωστό. Ὁ ἕνας ἀπό τους κυριώτερους σκοποὺς τῆς ξένης διπλωματίας ἐπέτυχε. Καὶ αὐτὸς ἦταν ν’ ἀποκοποῦν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ διαφωτισμοῦ τους, πρὸς τὴν ὁποία τοὺς ἔφερναν οἱ ἀττικιστές, καὶ νὰ τραποῦν στοὺς καυγάδες τοῦ Ψυχάρη καὶ τοῦ Μιστριώτη [11]. Ὅλα τὰ ἄλλα ἱστορικῶς θὰ ἀπέρρεαν αὐτομάτως ἀπὸ τὸ «γλωσσικό».

Τὰ διπλωματικὰ αὐτὰ παιγνίδια τῆς προστασίας τεκταίνονται σὲ μεγάλα.χρονικὰ διαστήματα καὶ μὲ μεγάλη προσοχή. Εἶναι προβλήματα καὶ στόχοι μακροπολιτικῆς πού δὲν ἀφοροῦν ἁπλῶς στὴν κατοχύρωση τῶν συμφερόντων μίας τάξης, ἄλλα σὲ ὁλόκληρη τὴν ἱστορικὴ  μοίρα ἑνὸς ἔθνους.

Μὲ τὸ «γλωσσικό», ἡ εὐρωπαϊκὴ διπλωματία μποροῦσε ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ καθορίζη ἄμεσα τὴν τρέχουσα ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Ἑλλάδας στὰ Βαλκάνια, ἐντείνοντας ἀναλόγως κάθε φορά τὴν ἐσωτερικὴ   κατάσταση [12],   καὶ   ἂφ ἑτέρου,   δίνοντας   συγκεκριμένο κοινωνικὸ — συνεπῶς καὶ πολιτικὸ — περιεχόμενο στὶς γλωσσικὲς ἔριδες, νὰ διαφυλάξῃ τὴν κοινωνικῶς ἀσυνείδητη ἑλληνικὴ ἀστικὴ τάξη ἀπὸ τὸν κίνδυνο τοῦ σοσιαλισμοῦ, πού εἰσέρρεε ταχύτατα καὶ ἀπειλητικὰ στὴν Ἑλλάδα. Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἐπιδίωξη εἶχε πολὺ εὐρύτερη προοπτικὴ καὶ σημασία, πού γιὰ τὴν κατανόηση της εἶναι ἀνάγκη νὰ ρίξουμε μία ματιὰ σὲ χαρακτηριστικὲς περιόδους τῆς νεώτερης ἱστορίας, ὅπως τὸ 40, μετὰ τὸ 67 καὶ σήμερα.

Ὅπως γράφει ὁ Δημαρᾶς, καὶ πρὸ τοῦ 1900 ὁ λαὸς δὲν ἐγνοιαζόταν ἄμεσα γιὰ τὸ γλωσσικό. Ὅτι τὸ γλωσσικὸ δὲν ἦταν ποτὲ οὐσιαστικὸ πρόβλημα τοῦ λαοῦ, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ στὶς μέρες μας — ἰδιαίτερα δὲ ἀπὸ τὴν « ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμιση» τοῦ 15% κι ἐδῶ — ὁ Λαὸς ἔχει ἀνεχθῆ τὴ διγλωσσία, υἱοθετῶντας τὴν λύση τῆς ζωῆς. (Βλ. καὶ Browning, ὅ.π. σελ. 155).

Ὡστόσο, τὸ 1941, ἀκριβῶς ὅταν φούντωνε τὸ κίνημα τῆς κατοχικῆς ἀντίστασης, στὶς κρισιμώτερες μέσα ὧρες, πάλι θέμα μὲ τὸ «γλωσσικό». Πάλι τὸ  ἴδιο τροπάριο τῆς «ἀντίδρασης καὶ τῆς προόδου». Πεῖνα, δυστυχία, συλλήψεις, ἐκτελέσεις καὶ στὴ μέση « οἱ τόνοι». Τὸ «γλωσσικό», μὲ τὴν ἀνοχὴ ἤ τὴν ἀπρονοησία τῶν ἀριστερῶν διανοουμένων, ἔχει ἤδη ἀπὸ δεκαετίες πολιτικοποιηθῆ [13].

Ὁ Δ. Γληνὸς τὸ 1940 κάνει κάποιες ἐπιφυλακτικὲς προφητικὲς νύξεις στὴ σελίδα 63 τοῦ «Σοφιστῆ» του   καὶ ἰδοὺ πού ἕνα χρόνο μετά, ἀνακινεῖται μέσα στὸ καθεστὼς τῶν Ναζὶ τὸ πολιτικοποιημένο πιὰ «γλωσσικὸ»  ἀπό τούς κόλπους τῆς  ἀστικῆς μας τάξης. Δὲν προσπαθοῦμε φυσικὰ νὰ βγάλουμε συμπεράσματα.   Ὁ ἱστορικὸς ὅμως ταυτοχρονισμὸς   ἔχει κάποια σημασία:   μέσα στὸ καθεστὼς  τῆς   Κατοχῆς πού οἱ μηχανισμοὶ   τοῦ  Μανιαδάκη   ἦταν θανατηφόροι καὶ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ προφέρη τὴν λέξη Κομμουνισμὸ — οἱ κομμουνιστές,   ἄλλωστε, ἐχρειάζονταν   τότε  γιὰ νὰ διώξουν τὸν κατακτητὴ — ἔπρεπε  νὰ βρεθῆ ἕνας τρόπος νὰ συνεχισθῆ ἡ κοινωνικὴ διαλογή, γιὰ τὴ διαφύλαξη τοῦ κατεστημένου. Ὁ Γ. Κουμάντος ἐξαντλεῖ τὰ περιθώρια φαντασίας τοῦ ἀναγνώστη γράφοντας :   «Δίνει μιὰ παράξενη γεύση ἐλευθερίας καὶ δυνάμεως, ἡ στιγμὴ  ὁπού ἕνας ἔφηβος, κοινωνικὰ προορισμένος γιὰ πανεπιστημιακὲς σπουδές, καλεῖται νὰ ἀποφασίσει ποιὸν κλάδο θὰ ἀκολουθήσει. . . Βρισκόμαστε στὰ πρῶτα χρόνια της Γερμανικῆς Κατοχῆς . . . Τὸ πρῶτο ἐξωτερικὸ πνευματικὸ ἐρέθισμα, πού βρίσκει τὴ συνείδηση μας ὥριμη νὰ στρατευθεῖ, εἶναι ἡ δίωξη τοῦ καθηγητῆ Ἰωάννη Κακριδῆ μὲ τὴν περίφημη «δίκη τῶν τόνων» . . . γρήγορα ἡ σκέψη ὁδηγεῖται στὴν πλατύτερη κι ἀληθινόοτερη θέση τοῦ προβλήματος : Ὄχι ἂν ἔτσι ἤ ἀλλιῶς πρέπει νὰ βλέπουμε τοὺς ἀρχαίους, ὄχι ἂν αὔτη εἶναι ἡ σωστὴ γλῶσσα ἡ ὁ σωστὸς τονισμός, ἀλλὰ πῶς μποροῦν νὰ καταπολεμηθοῦν οἱ κοινωνικὲς δυνάμεις πού ἐμποδίζουν τὴν ὀρθὴ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων, πού ἐμποδίζουν μάλιστα καὶ τὴν ἐλεύθερη ἀντιμετώπισή τους. Πρόβλημα δὲν ἦταν τὸ δίκιο τοῦ Κακριδῆ, πρόβλημα ἦταν πώς καὶ γιατί διώκεται ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει δίκιο. Ἔτσι ὅμως τὸ πρόβλημα ἀπὸ φιλολογικὸ γίνεται κοινωνικὸ» [14]. Ἔχει ἀπόλυτο δίκηο ὁ κ. Κουμάντος ὅτι οἱ προνομιοῦχες συνειδήσεις «τῶν ἐφήβων, τῶν κοινωνικὰ προορισμένων γιὰ πανεπιστημιακὲς σπουδὲς» ἐχρειάζονταν πράγματι μέσα στὸ μεῖζον ἐρέθισμα τοῦ πολέμου κι ἄλλα «ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα». Οἱ συνειδήσεις αὐτῶν τῶν ἐφήβων πάντα τέτοια « ἐρεθίσματα» ζητοῦν. Καὶ σήμερα ἂν κοιτάξη κανεὶς στὶς ἐκδηλώσεις τῶν φοιτητικῶν πεζοδρομίων, θὰ βρῆ πάρα πολλοὺς τέτοιους ἔφηβους νὰ προσπαθοῦν νὰ «ἐρεθισθοῦν». Μένουν ὅμως πάρα πολλὰ κενὰ πού καλεῖται νὰ συμπλήρωση ἡ φαντασία τοῦ ἀναγνώστη. Ἐδιώκετο ποιὸς καὶ ἀπὸ ποιούς; Ποιὲς ἦταν οἱ κοινωνικὲς δυνάμεις πού ἐδίωκαν τί; Πρέπει δηλαδή κανεὶς νὰ φαντασθῆ ὅτι ὁ μηχανισμὸς τοῦ νεώτερου κατεστημένου, πού μόλις ἱδρυόταν, ἐπέτρεψε στὸν κ. Κακριδῆ νὰ γίνη καθηγητὴς καὶ νὰ τὸ βλάψη; Καὶ τοῦτο μάλιστα μεσούσης τῆς δικτατορίας τοῦ Μεταξᾶ, ἐπὶ τῆς ὁποίας διωρίσθηκε ὁ κ. Κακριδῆς; Κατανοοῦμε ἀπόλυτα τὴν ἀνάγκη τῆς μυθολογικῆς ἐκτροπῆς γιὰ τοὺς νεώτερους καὶ ἰδιαίτερα στοὺς σημερινούς μας καιρούς, μὰ τὸ πρόβλημα εἶναι κατὰ πόσον γίνεται αὐτὴ ἀφομοιώσιμη. Γιατί μᾶς φαίνεται ὅτι ἡ τελευταία δικτατορία ὑπῆρξε μέγας ἱστορικὸς καταλύτης καὶ πολλὰ πράγματα ἀπώλεσαν τὴν πρότερα τους ἀχλύ

Στὰ 1972, ἀφοῦ ἤδη ἡ δικτατορία, παρὰ τὶς ἀρχικὲς προσδοκίες, δὲν παρέσχε καμμία διευκόλυνση ἀνανεώσεως καὶ ἔγινε φανερὸ πώς οὔτε καὶ στὸ μέλλον ἐπρόκειτο νὰ παρέξη [15], μερικοὶ ἀστοὶ διανοούμενοι μας βρῆκαν πάλι τὴν εὐκαιρία γιὰ ἄλλο ἕνα «γλωσσικὸ» [16], ἐνῷ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα πυροτεχνήματα τῆς μεταπολιτεύσεως τοῦ Ἰουλίου καθὼς καὶ τῆς κατοπινῆς βουλῆς, εἶναι ἡ δημοτικὴ γλῶσσα.

( συνεχίζεται ἐδῶ..)

  [1] Βλ. Ἀσπρέα : Πολιτικὴ ἱστορία τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, τόμ. Β. καὶ Γ. Ζέβγου : Σύντομη μελέτη τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας τόμ. Β, σελ. 86 κ. ε.

[2] Ὅτι δηλαδή ὁ ἀρχικὸς πληθυσμὸς τῆς Ἑλλάδος ἐκτοπίστηκε ἀπὸ σλαβικὰ φύλα στὸν πρώϊμο μεσαίωνα, καὶ οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι μόνον ἐκπολιτιστικοὶ καὶ ὄχι βιολογικοὶ ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.

[3] «Τὰ δημοτικὰ  τραγούδια»,   σελ. 285.    Βλ.  καὶ Κ. Λογοθέτου : Τὸ φιλολογικὸν ἔργον κλπ. τριῶν ἀοιδίμων καθηγητῶν, 1927.

[4] Ἡ ἐμφάνιση τῶν μαλλιαρῶν ἦταν ἕνα εἶδος προσωρινῆς ἐπιδημίας γιὰ τὸν Μιστριώτη καὶ νὰ πώς ἔβλεπε τὸ πράγμα, νομίζοντας ὅτι ἡ ἄκρα τοῦ Κόντου καθαρολογία ἦταν αἰτία νὰ βγοῦν οἱ μαλλιαροὶ :
Μ : Ναί, φίλε μου, σὺ τοὺς ἐγέννησας.
Κ : Μά, πῶς ἐγὼ ; Ἄ,  ἴσως δὲν τὸ κατάλαβα ὅταν ἔγινε τὸ πρᾶγμα καί τούς ἐγέννησα ἐκ τοῦ
«Μὴ λησμονεῖτε ὅτι ὁ Κόντος ἦτο δασύτατος, συνεπῶς.... μαλλιαρὸς προσθέτει γιὰ τοὺς ἀναγνῶστες του τὸ περιοδικὸ τῆς ἐποχῆς (Ε. Σ. Σβορώνου, Μικρασιατικὸν ἡμερολόγιον, 1915, σελ.. 118). Πόσο ἐμπειρικὴ ἦταν ἡ κοινωνικὴ συνάρτηση στὴν ἀντίληψη τοῦ Μιστριώτη φαίνεται ἀπὸ τὴν πίστη του : «τὰ μὲν ἄλλα κράτη ἔχουσιν ἀγαθάς κυβερνήσεις καὶ οὐχὶ λαούς, ἡμεῖς δὲ τουναντίον ἔχομε λαόν». Δηλαδή, ἄλλο τὸ ἕνα, ἄλλο τὸ ἄλλο!

[5] Γιά μᾶς, προσωπικά, ἡ ὑπόνοια αὐτή δὲν χρήζει ἐμπραγμάτων ἀποδείξεων. Ὡστόσο, ὑπάρχουν κι αὐτές. (Βλ. Κ. Μοσκώφ, Ἡ Ἐθνικὴ καὶ κοινωνικὴ συνείδηση στὴν Ἑλλάδα 1830  1909, Ἀθήνα 1994, σελ. 241 242). Ὁ Πάλλης φροντίζει νὰ σταματήση ἡ ἔκδοση τῆς ἐφημερίδας Λαὸς τῆς Πόλης, ἐπειδὴ ἔγραφε γιὰ « κάτι σοσιαλισμοὺς κ.λπ» καὶ δημιουργοῦσε προβλήματα στὰ σχέδια τῆς Ἀγγλικῆς προστασίας. Μὰ ὅταν ἕνας μορφωμένος, μὲ εὐρωπαϊκὴ μόρφωση, μιλάη τὸ 1909 γιὰ τὸν σοσιαλισμὸ μὲ τὴν φράση «κάτι σοσιαλισμοὺς κ.λπ» καὶ ξέρη πώς θὰ τὸν διάβαση τὸ δαιμονόπληκτο καὶ ἰδεολογικῶς προληπτικὸ κοινὸ — δηλαδή τὸ κοινό τῆς «παράδοσής» τῆς τότε Ἑλλάδας, τὸ κάνει ἀπὸ ἐσφαλμένη κρίση κι ἀστοχιὰ ἤ χρησιμοποιεῖ κάποιες ἄλλες ὑψίσυχνες ὑποβολές; Εἶναι τόσο συνειδητὰ ἀντισοσιαλιστὴς — «ἀντικοινωνιστής», τότε — ὁ Πάλλης, πού ἐκδηλώνεται χαρακτηριστικά : « ἡ ζωὴ τοῦ ἐργάτη. . . σοῦ θυμίζει τὸ ρητὸ ἀπ’ τὸ Δευτερονόμιο (32, 15) . ..«ἔφαγεν ὁ Ἰακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη καὶ ἐλιπάνθη». Ἐνῷ ἂν δὲν ἔτρωγε καὶ ἔμενε «πτωχὸς ἀλλ’ ἔντιμος» δὲν θὰ εἴχαμε. . . σοσιαλισμούς! Ὁ Πάλλης σκέφτεται. . ἀγγλικά. Τὸ χωρίο τῆς Γραφῆς εἶναι σαφές : « ἐπαχύνθη καὶ ἀπελάκτισεν, . . τότε ἐλησμόνησε τὸν Θεὸν τὸν πλάσαντα αὐτόν».

[6] Πρόκειται γιὰ πλῆρες σύγγραμμα Εὐκλειδίου Γεωμετρίας, μὲ ἐρευνητικὴν ἐργασία ἐπὶ τοῦ Εὐκλειδίου αἰτήματος καὶ τὶς θεωρίες τοῦ Πρόκλου περὶ ἀσύμμετρων. Ἀπὸ ἀπόψεως αὐστηρότητος εἶναι πολὺ πιὸ σύγχρονο ἀπό μερικὰ  ἀντίστοιχά  του   σημερινὰ  καὶ   φυσικὰ  πολὺ  πιὸ  ἐνδιαφέρον :
«Ἀξίωμα : Ἐὰν ἐφ ἑνὸς σημείου δύο ἐκβάλλωνται εὐθεῖαι, γωνίαν ποιῆσαι ἐπ ἄπειρον, πᾶν πεπερασμένον μέγεθος ὑπερβάλλει ἡ διάστασις αὐτῶν τῶν εἰς ἄπειρον ἐκβαλλομένων. Τῷ δ’ ἀξιώματι τούτῳ καὶ Ἀριστοτέλης ἐχρήσατο, δεικνὺς τὸν κόσμον μὴ εἶναι ἄπειρον. Ἀπείρων γὰρ οὐσῶν τῶν ἀπό τοῦ κέντρου πρὸς τὴν περιφέρειαν ἐκβαλλομένων, ἄπειρον τὸ μεταξύ. Πεπερασμένου γὰρ ὄντος αὐξῆσαι τὴν διάστασιν ἀδύνατον. Ὥστε οὐκ ἄπειραι αἱ εὐθιεῖαι». (σελ. 37). Ἡ ἔννοια τῆς εὐθείας τοῦ Βούλγαρη, εἶναι καθαρῶς διανυσματική. Δὲν εἶναι ἡ στατικὴ ἔννοια τοῦ πέρατος μίας ἐπιφανείας δηλαδή  συνεχὲς ἄλλης τάξεως, ἀλλὰ νοεῖται «κατὰ σημείου ροὴν ἀναφύεσθαι».

[7] Καὶ ἡ Φυσικὴ ἦταν ἐξ  ἴσου σύγχρονη. Μεταξὺ τῶν ἄλλων βιβλίων ὑπῆρχε καὶ ἡ «Γραμματικὴ τῶν Φυσικῶν Ἐπιστημῶν» τοῦ Ἀ. Γαζῆ, δίτομη μεταφρασή τοῦ Μπενζαμὲν Μαρτέν.

[8] Πολυζωΐδου,  ἔ, ἀ. Βλέπε καὶ τέλος αὐτοβιογραφίας τοῦ Κοραῆ.

[9] Γιὰ τὸν εἰδικώτερο καθορισμὸ τῆς ταξικῆς συνείδησης τῶν Φαναριωτῶν, βλ. Δ. Τσάκωνα,   Κοινωνιολογικὴ ἐρμ. τοῦ νεολ. βίου, σελ. 20 κ.ε.

[10] Ἡ ἐθνικὴ ἀστικοποίηση ἀπὸ τὸν Καποδίστρια καὶ μέσῳ τοῦ Τρικούπη παίρνει τὴν βασικὴ σχηματοποίησή της μὲ τὸν Βενιζέλο. (Βλ. Κοινωνιολ. καὶ Πολιτικὸν Λεξικὸν Ἀνεξαρτήτου», σελ. 994 κ.ε. Κ. Μοσκώφ. Ἡ ἐθνικὴ καὶ κοινων. συνείδηση στὴν Ἑλλάδα σελ. 214 καὶ Δ. Τσάκωνα, ἐ. ά., σελ. 138. κ.ε.) Τὸν ἐπικίνδυνο συγκερασμὸ τοῦ μεγαλοαστισμοῦ καὶ μεσοαστισμοῦ τοῦ Βενιζέλου, μέσα στὶς ἰδιόμορφες ἑλληνικές συνθῆκες, κατορθώνει νὰ ἐκτονώσῃ τὸ γλωσσικό.

[11] Οἱ ἀττικιστὲς δὲν ἐκπροσωποῦσαν προφανῶς Φαναριωτικὰ καὶ φεουδαρχικὰ συμφέροντα. Ἦταν  ἴσα ἴσα οἱ γνησιότεροι πνευματικοὶ ἐκπρόσωποι τῆς ἀστικῆς τάξης — ὅπως δείχνει καὶ ἡ καταγωγή τους• — ἀγωνιζόμενοι γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἑλληνικῆς ἀστικῆς τάξης ἀπὸ τὶς ἐπιβουλές τῶν ἄλλων βαλκανικῶν ἀστικῶν τάξεων, τὶς ὅποιες ὕπεθαλπταν οἱ θεωρίες τοῦ Fallmerayer. Καὶ οἱ ἔρευνες τοῦ Ν. Πολίτη νομίζουμε ὅτι ὀφείλονται στὸν ἀγώνα τοῦτο τῶν ἀττικιστῶν. Ὁ Κ. Μοσκώφ, στὴν σελ. 216 τοῦ βιβλίου του, λέει ὅτι ἐπὶ Τρικούπη τῆς «καθαρώτερας ἀστικῆς ἀτμόσφαιρας, τὴν ἰδεολογικὴ ἔκφραση θὰ διαμορφώσει, ὅσο κανένα ἄλλο ἐπὶ μέρους ἄτομο, μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ δουλειά του, ὁ Πολίτης. Οἱ λαογραφικὲς μελέτες του ἀπὸ τὰ 1871 θὰ δώσουν ἐπιστημονικὸ ὑπόβαθρο πρὸς τὴν πραγματικότητα καὶ τὸ λαό, πού ἡ ἀστικὴ ἄνοδος ἐπιτάσσει».Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Πολίτης στὰ 1918 ἔγραφε : «Ἀλλὰ τὰ ὁμότροπα ἤθη ἀρκοῦσι καὶ μόνα ὅπως ἀνοικοδομηθῆ ἐπ’ αὐτῶν ἡ συνείδησις τῆς ἐθνικῆς ἑνότητος. Ἡ κοινότης τῶν ἠθῶν καὶ τῶν δοξασιῶν ἐκδηλοῦται περιτράνως παρὰ τῷ ἑλληνικῷ λαῷ διατηρούμενη ἐν ἀδιασπάστῳ συνεχείᾳ ἀπὸ παλαιότατων χρόνων...» Ὁ Πολίτης, πού ἐνῷ ἦταν καθαρευουσιάνος προσέφερε τόσα πολλὰ στὴ δημοτική, καθορίζει ὁ ἴδιος τὴν σκοπιμότητα τῆς ἐπιστημονικῆς του παραγωγῆς. ὁ Πολίτης ἀνήκει στὴν ἴδια τάξη μὲ τὸν Μιστριώτη καὶ ὁ ἀγώνας τους ἔχει τὸ  ἴδιο κοινωνικὸ περιεχόμενο, ἔναντι   τῶν ἐπιδιώξεων τῆς τότε διπλωματίας

[12] Στὰ «Εὐαγγελικὰ» πού ὅλως παραδόξως συνέπεσε νὰ μεταφραστῆ τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὴν Βασίλισσα Ὄλγα καὶ ταυτοχρόνως ἀπὸ τὸν Πάλλη, λίγο ἔλειψε οἱ σκοποὶ τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας νὰ ἀποκαλυφθοῦν. (Βλ. Κ. Μοσκὼφ ἐ. ἀ. σελ. 120 καὶ Γ. Κορδάτου, Δημ. καὶ Λογ. σελ. 105, ὅπου καὶ ἰδιόχειρο ἔγγραφο τοῦ Κ. Τοπάλη, ὑπουργοῦ τῆς κυβερνήσεως Ζαΐμη γιὰ τὰ αἴτια τῶν εὐαγγελικῶν).
Ἐκεῖνο πού πρέπει κυρίως σήμερα νὰ προσεχθῆ, εἶναι ὁ τρόπος πού πέρασαν τὰ «Εὐαγγελικὰ» στὸ λαό. Παρουσιάστηκαν ἀπαράλλακτα σὰν ἕνα «Πολυτεχνεῖο» τοῦ καιροῦ, πού ἐσυγκάλυψε μὲ τὸν θόρυβο του τὶς πραγματικὲς αἰτίες καὶ τὴν ἄμεση συνάρτηση τῶν γεγονότων μὲ τὰ συμβαίνοντα ἱστορικὰ περιστατικά. Ἡ ἄλογη συγκίνηση εἶχε ὅμοια πλημμυρίσει τὸ πανελλήνιο καὶ ὁ Χρ. Χρηστίδης (πού μετέφρασε τὸ Discours τοῦ Καρτέσιου στὴν γλῶσσα μας, χωρὶς τόνους;), ἐφιλοτέχνησε καὶ ἀναμνηστικὲς εἰκόνες γιὰ τοὺς σκοτωμένους φοιτητές, ὁπού ἡ «δόξα», ντυμένη μὲ ἀρχαία χλαμύδα ἀπαραιτήτως, κρατάει δάφνινα στεφάνια μὲ ἀνεμίζουσες ἐπιγραφὲς ταινίες «τὸ πανελλήνιον τῷ λαῷ» καὶ «τὸ πανελλήνιον τοῖς φοιτηταῖς», κι ἑτοιμάζεται νὰ στεφανώση δύο πληγωμένους ἐμπρὸς στὰ πόδια της φοιτητές, πού κρατοῦν τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὸν σταυρό. Τὸ φωτοστέφανο τῆς «δόξας» ἑνώνει τὰ μυθολογικὰ σύμβολα τῆς καταπιεσμένης καὶ ταλαίπωρης νεοελληνικῆς ψυχῆς, τὴν Ἀκρόπολη καὶ τὸ Πανεπιστήμιο. (Βλ. Ἀ. Δημαρᾶ, Ἡ μεταρρύθμιση πού δὲν ἔγινε, ἐξώφυλλο Β τόμου) Γι’ ἄλλη μία φορὰ ἡ μαζικὴ ψυχὴ τοῦ κόσμου ἐτράπη πρὸς τὸ ἄλογο καὶ τὸ μυθολογικό. Εἶναι αὐτὴ μία ἐξαίρεση ἀπὸ τὸν κανόνα τοῦ Μάρξ, ὅτι «τὰ ἱστορικὰ γεγονότα παρουσιάζονται δύο φορὲς : τὴν μιὰ σὰν τραγωδία καὶ τὴν ἄλλη σὰν φάρσα». Σ ἐμᾶς παρουσιάζονται πάντα σὰν φάρσα, πού κρύβει ὅμως μιὰ μόνιμη τραγωδία.

[13] Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς προβλέψεις καὶ προθέσεις τῆς ξένης διπλωματίας ἦταν ὅτι τὸ γλωσσικό τοῦ Ψυχάρη θὰ τὸ υἱοθετοῦσαν οἱ μετ’ ὀλίγον ἐκκολαπτόμενοι ἀριστεροὶ διανοοούμενοι, πρᾶγμα πού ἔγινε. Ἔτσι ἐπετεύχθη ἡ πολιτικοποίηση τοῦ «γλωσσικοῦ», ἡ ὁποία συντελοῦσε στὴν ἐνδυνάμωση τῆς ἐμμονῆς τῶν ἀττικιστῶν στὶς ἀπόψεις τοὺς (Οἱ ἀττικιστὲς δὲν ὑπῆρξαν προκλητικοὶ ποτέ. Τόσο ὁ Κόντος ὅσο κι ὁ Μιστριώτης δὲν ἔβαλλαν ποτὲ κατὰ τῆς δημοτικῆς, παρὰ μόνο κατὰ τῶν δημοτικιστών — πρᾶγμα πού δὲν εἶναι τὸ  ἴδιο. Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἐβράβευσε καὶ ποιητικὴ συλλογὴ στὴν δημοτικὴ γραμμένη). Τέτοια λάθη θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὰ περιμένη ἀπὸ κομμουνιστὲς τῆς προβιομηχανικῆς Ἑλλάδας. Ἐδημιουργήθηκε ἔτσι ἡ σύγχυση ὅτι οἱ δημοτικιστὲς ἦταν προοδευτικοὶ καὶ οἱ καθαρόγλωσσοι ἀντιδραστικοί, σύγχυση πού ἐσυγκαλυπτε τὶς ἐπιδιώξεις τοῦ Ψυχαρισμοῦ. Ἦταν φυσικὰ ἀδύνατο στοὺς τότε ἀριστεροὺς νὰ καταλάβουν ὅτι θὰ εἶχαν χρονικὰ μεγαλύτερο κέρδος ἂν ἐπετύχαινε ἡ προσπάθεια τῶν ἀττικιστῶν.
Κάθε συνδυασμὸς τοῦ «γλωσσικοῦ» ὡς προβλήματος «πάλης τῶν τάξεων» μᾶς φαίνεται διακινδυνευμένος. Μόνο στὴν ἐποχὴ τοῦ Κοραῆ ὑπάρχουν συνειδητοποιήσεις μὲ ἱστορικὸ ἀντίκρυσμα, αὐτὲς δηλαδή πού ὁδηγοῦν ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ταυτόχρονα πρὸς τὸν Σολωμὸ καὶ τὴν ἐπανάσταση. Οἱ κοινωνικὲς διαδικασίες δὲν παύουν βέβαια ποτέ, μὰ ἡ διαλεκτικὴ στὴν ἱστορία προϋποθέτει ἀπαραιτήτως καὶ ἀντίστοιχη συνειδητοποίηση. Ἡ μαρξιστικὴ διαλεκτικὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν κλασσικὴ παραδοχὴ τοῦ « ἐγώ καὶ τοῦ εἶναι», ὄχι σὰν ὀντότητες ἀντιθετικὲς ὅπως ὑποστηρίζουν τὰ συστήματα τῆς μεταφυσικῆς, μὰ ὡς μία συμμεταβαλλόμενη ἑνότητα. Ἡ ἄποψη πού βλέπει τὰ φαινόμενα σὰν ἐπιγενόμενα ἀσυνειδήτων κοινωνικῶν λειτουργιῶν δὲν εἶναι Μαρξισμός, ἄλλα ἡ ἱστορικὴ τελεολογικότητα τοῦ Spencer. Ἐκείνη ἡ μαρξιστικὴ σκέψη πού θεωρεῖ τὸ «γλωσσικὸ» ὡς ἀποτέλεσμα τῆς «πάλης τῶν τάξεων» — τῆς ἀστικῆς σχετικὰ μὲ τὴν φεουδαρχῖα — εἶναι φυσικὸ νὰ καταλήγη σὲ ἀδιέξοδο. Διότι ἡ κοινωνικὴ σημασία τοῦ Ψυχαρισμοῦ χάνεται ἱστορικά, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κανένα γνήσιο κοινωνικὸ περιεχόμενο δὲν ἔχει. Δὲν χάνεται ἐπειδὴ παλαιώνεται ἱστορικὰ ἡ ἀστικὴ τάξη, σχετικὰ μὲ τὸ προλεταριάτο. Χάνεται ἐπειδὴ εἶναι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀνύπαρκτη, ἤ μᾶλλον ἐπειδὴ εἶναι ἄλλη ἀπὸ αὐτὴν πού συνήθως δίνομε. Ἡ κοινωνικὴ σημασία τοῦ Ψυχαρισμοῦ εἶναι διανοητικὴ καὶ ἐμβόλιμη καὶ δὲν ἔχει τὴν καταγωγὴ τῆς ἱστορικῆς γνησιότητας. Γιὰ τοῦτο χάνεται. Ὁπωσδήποτε πάντως ὄχι ἐξ αἰτίας σκουληκιῶν! (Βλ. Γ. Ἰμβριώτη, Ἡ κοινωνικὴ σημασία τοῦ δημοτικισμοῦ, «Berliner Byzantinistische Arbeiten», Band 14).
Γιὰ τὴν ταύτιση «γλωσσικοῦ» καὶ πολιτικῆς ὑπάρχει ἀκόμη καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ πρώην προσφάτως ὑπουργοῦ κ. Ι. Μ. Παναγιωτοπούλου. Τὴν ἀναφέρουμε : «Τὸ μεγάλο δυστύχημα εἶναι, πού τὸ ἐθνικό, τὸ ἱερότατο ζήτημα τῆς δημοτικῆς τὸ πῆρε ἡ πολιτικὴ στὰ χέρια της. Ἡ πολιτικὴ εἶναι ὑπόνομος. Καὶ τὸ ἀσπιλότερο ἂν πέσει μέσα της, φυσικὰ θὰ σπιλωθεῖ καὶ ἀνεπανόρθωτα. Τοῦτο δὲ θέλει νὰ πεῖ, πώς δὲν ὑπάρχουν ἄσπιλοι ἄνθρωποι τῆς πολιτικῆς ἐνεργείας (ἀπορία γράφοντος : δηλαδή ὑπάρχουν ;) Μὰ πώς ὑπάρχει καὶ μιὰ ἀτμόσφαιρα, ἕνα κλῖμα, αὐτὸς ὁ φρικτὸς πολιτικὸς ὑπόκοσμος πού περιζώνει μονομιᾶς τὸν ἄσπιλο καί, χωρὶς κι ὁ  ἴδιος νὰ τὸ νιώσει, τὸν μεταμορφώνει σὲ ὀργανὸ του» («Τὰ πρόσωπα καὶ τὰ κείμενα», τόμ. ΣΤ, σελ. 145) Ἐμεῖς βέβαια στὶς ἀθῶες μεταμορφώσεις δὲν πιστεύουμε. Εἶναι ὡστόσο ἡ σπιλεύουσα φύση τῆς πολιτικῆς, πού σπίλωσε τὸ γλωσσικὸ καὶ τὸν εὐρωπαῖον ἄσπιλο Ψυχάρη μετεμόρφωσε σὲ ὀργανό της. Ἄρα ὁ διανοούμενος δὲν πρέπει νὰ ἀναμειγνύεται στὴν πολιτική. Ὅπερ ἔδει δεῖξαι.
(Σημείωσις : Ἡ πολιτικὴ σπιλεύει καὶ τὸ ἀσπιλότερο, δηλαδή τὰ πάντα, ἀλλ’ ὡστόσο ὑπάρχουν καὶ ἄσπιλοι πολιτικοί. Δεδομένου ὅτι τὸ ψεῦδος εἶναι μερικώτερη ἔννοια τῆς σπίλωσης, ἡ λογικὴ ἀνάλυση αὐτῆς τῆς φράσης εἶναι ἡ ἕξης :
Ὁ κ. Π. λέει ὅτι ἡ πολιτικὴ ψεύδεται,
Ὁ κ. Π. διετέλεσεν ὑπουργός,
ἄρα λέει ψέμματα ὅτι ἡ πολιτικὴ ψεύδεται,
συνεπῶς ἡ πολιτικὴ δὲν ψεύδεται
ἄρα εἶπε ἀλήθεια ὅτι ἡ πολιτικὴ ψεύδεται,
δηλαδή ψεύδεται ὅτι ἡ πολιτικὴ ψεύδεται...
Μόνο ἔτσι θὰ κατανοοῦσε ὁ Ἀριστοτέλης τοὺς ἄσπιλους τῆς σπιλευούσης πολιτικῆς πολιτικούς).

[14] «Ἀπολογία ἑνὸς ἀστικολόγου» σελ. 11—12.

[15] Θ ἀποδειχθῆ ἱστορικῶς, δηλαδή ἀργότερα, ὅτι τὸ καθεστὼς ἐκεῖνο ὑπῆρξε πιό προηγμένη κοινωνικὴ κατάσταση, ἀπ’ ὅσο τώρα νομίζεται. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἔλειπαν οἱ λόγοι γιὰ να παραμείνη ἕνα πολιτικῶς ἀμβλύνουν καθεστώς, ἐξαντλούμενο στὴν μικροπολιτικὴ πονηρία.

[16] Βλ. Ἑταιρεία Μελέτης Ἑλληνικῶν προβλημάτων» : Τὸ γλωσσικό μας πρόβλημα, ἐκδ.  Κέδρος, 1972. Ἀξίζει νὰ παρατήρηση κανεὶς τὴν κοινωνικὴ ἔνταξη τῶν συνδαιτημόνων αὐτοῦ τοῦ Συμποσίου. Παρὰ τὶς πατροπαράδοτες συνήθειες τοῦ γλωσσικοῦ, πρώτη φορὰ μιλοῦν τόσοι πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ λένε τόσα λίγα περὶ γλώσσης. Ἡ ὅλη δηλαδή κατάσταση ὑποκρύπτει φόβον τὸν ἐνσυνείδητο φόβον ὅτι ἡ δικτατορία ἀποτελεῖ κοινωνικὸν κίνδυνον.

1 σχόλιο:

  1. "Τό σκολειό όχι μόνο δέν θρέφει τόν πατριωτισμό ,μά καί τόν ξολοθρέφει"
    Γιάννης Ψυχάρης .

    "Τοίς ύπεδείκνυεν ώς τό κυριώτερον θεραπευτικόν φάρμακον τήν σύστασιν έπιστημονικού σχολείου"
    Α.Κοραής .

    Αύτή είναι ή διαφορά τής ύπανάπτηξης μέ τήν άνάπτυξη.
    γιώργος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή