Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Ἡ ἐπαναστατική μᾶζα - 2 ( Εὐάγγελος Λεμπέσης )



Νομίζω ὅτι δύο εἶναι οἱ βασικοὶ λόγοι πού ἡ νεοελληνικὴ κοινωνία ἔχει μετατραπεῖ σὲ τέλμα. α) Ἡ ψευδαίσθηση ὑπεροχῆς – εἴτε λόγω προγόνων, εἴτε εὐρωλιγουρισμοῦ - πού ἐνσταλάζει μεθοδικὰ ἐντός της ἡ ἐπίπλαστη ἐθνικὴ ἰδεολογία,  λειτουργῶντας ὡς τροχοπέδη σὲ ὁποιαδήποτε κοινωνικὴ συνειδητοποίηση τῆς καθημερινῆς μιζέριας. Mέ δυό λόγια εἴμαστε «ψώνια». β) Ἡ ἀδυναμία κοινωνικοπολιτικῆς ὀργάνωσης ὅσων μὲ κάθε τρόπο ξεφεύγουν τῶν ψευδαισθήσεών τους.

Τὸ βιοτικὸ ἐπίπεδό του νεοέλληνα τὰ τελευταῖα 5 χρόνια ἔχει ὑποστεῖ μεγάλη πτώση, σὲ ἀρκετὲς δὲ περιπτώσεις ἔχει φτάση σὲ σημεῖα ἐξαθλίωσης. Καὶ ὅμως δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως καμιὰ αἴσθηση ὅτι συντελοῦνται ἀντίστοιχες κοινωνικὲς κινήσεις καὶ ἀλλαγές. Οἱ οἰκονομικὰ κατεστραμμένοι, οἱ πεινασμένοι, οἱ ἐξαθλιωμένοι ἀποτελοῦν δυνάμει μέλη ἐπαναστατικῆς μάζας, φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν  εἶναι ἡ οἰκονομική τους κατάσταση πού θά τούς ὠθήσει σὲ κάτι τέτοιο.


Στὸ σημερινὸ τρίτο κεφάλαιο τοῦ ἔργου τοῦ Εὐάγγελου Λεμπέση Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΖΑ, διατυπώνεται ἡ θέση ὅτι ἂν στὴν ἔννοια τῆς κοινωνικῆς τάξεως ἀποδώσουμε οἰκονομικὸ περιεχόμενο ὁδηγούμαστε σὲ παραπλανήσεις. Ὑπάρχουν ἄτομα στὰ ὁποῖα ἡ οἰκονομικὴ δύναμις δὲν τοὺς προσδίδει κοινωνικὴ ὑπεροχή, οὔτε τὰ ἐμποδίζει νὰ υἱοθετήσουν ἐπαναστατικὲς θέσεις. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ φτώχεια ἢ ἕνα πενιχρὸ εἰσόδημα δὲν ἀποτελεῖ καὶ ἐγγύηση γιὰ τὴν ἐπαναστατικότητα ἑνὸς ἀτόμου. Αὐτὸ κάλλιστα μπορεῖ νὰ ἀνέλθει κοινωνικὰ καταλαμβάνοντας πόστα ἡγετικά, εἴτε ὡς πρόεδρος ἐπαγγελματικοῦ σωματείου, μιᾶς κλαδικῆς, τῆς ἐργατικῆς συνομοσπονδίας φτάνοντας μέχρι καὶ κυβερνητικὸ στέλεχος.  Ὁ Εὐάγγελος Λεμπέσης ἰσχυρίζεται,  καὶ δικαίως, ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς «προδόται» πού ἀποδίδεται ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ περὶ τάξεων θεωρία γιὰ τοὺς ἀνωτέρω ταξικοὺς ἀποστάτες ἀποτελεῖ τὴν ἀχίλλειο πτέρνα της, ὅσον ἀφορᾷ στὴν ἐπιστημονικότητά της.  Τὸ ἴδιο πρᾶγμα ἐξ  ἄλλου δὲν ὑπονοεῖ καὶ ὁ Λένιν μὲ τὴν πασίγνωστη ρήση του « Μὴν φοβᾶσαι τὸν πλούσιο. Τὸν γιὸ τῆς πλύστρας νὰ φοβᾶσαι.» Οἱ γιοί τῆς πλύστρας εἶναι οἱ σημερινοί εὐρωλιγούρηδες.


ἀκολουθεῖ ἡ συνέχεια τῆς ἀνάρτησης Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΖΑ - 1

3. Η ΣΥΝΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΖΗΣ
(Τὸ   προλεταριᾶτον  )

Τόσον εἰς τὰς θεωρίας, αἵτινες δὲν ἐξετίμησαν κατὰ τὸν πραγματικὸν αὐτοῦ ρόλον τὸν κοινωνικὸν διαφορισμὸν καὶ τὸ ἐκ τούτου προκῦπτον  ταξικὸν  σχῆμα τῆς κοινωνίας, ὅσον καὶ εἰς τὰς θεωρίας, αἵτινες ἀνεκήρυξαν τὸ ταξικὸν τοῦτο σχῆμα ὡς   οἰκονομικῶς   προσδιωρισμένον ἤ ὡς περιλαμβάνον ἐν ἑαυτῷ ἅπασαν τὴν κοινωνικὴν ζωήν, ὁ ἀντικειμενικὸς καὶ ἰσοδύναμος πρὸς τὴν ὁμάδα χαρακτὴρ τῆς μάζης ἠγνοήθη.

Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὰς πρώτας παρέλκει νὰ ἐπανέλθωμεν, μέθ’ ὅσα εἰς τὸ προηγούμενον κεφάλαιον ἤδη περὶ τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ εἴπομεν. Θεωρίαι ἀγνοοῦσαι ἤ ὑποτιμῶσαι τὸν βασικὸν νόμον ὑπάρξεως καὶ κινήσεως τῶν κοινωνιῶν, τὸν νόμον τοῦ διαφορισμοῦ, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀξιώσουν καὶ τὴν παραμικράν ἐπιστημονικότητα. Τὸ χάος τῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν συναρτήσεων, τὸ ὁποῖον τὰς διακρίνει, ἀποτελεῖ τεκμήριον ἀμάχητον τῆς ἐπιστημονικῆς ἀδυναμίας τῶν ἱδρυτῶν των, διότι τὸ χάος αὐτὸ ὄχι μόνον δὲν ἀνταποκρίνεται πρὸς τὴν κοινωνικὴν πραγματικότητα, ἤτις πᾶν ἄλλο εἶναι ἤ χάος, ἀλλά ἀντιστρατεύεται πρὸς πᾶσαν ἐκδήλωσιν τῆς ζωῆς, ἤτις ἀποτελεῖ ἀντιθέτως μοναδικὸν σύστημα παραδειγματικῆς τάξεως. Τὸ ὅτι ἀντιστρόφως οἱ χαώδεις οὗτοι ἐγκέφαλοι ἀποδίδουν εἰς τὴν πραγματικότητα τὸ χάος αὐτό, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἐντός τῆς κεφαλῆς των, τοῦτο εἶναι ἴσως φυσικὸν πρόσχημα τῆς προσωπικῆς των ἀνεπαρκείας.

Ὡς πρὸς τὸν μαρξισμὸν ὅμως, ὅστις ἐν ἀρχῇ χειρονομήσας ἐπιστημονικῶς, προετίμησεν εὐθὺς ἀμέσως νὰ ἐγκαταλείψη τὴν ἐπιστήμην, διὰ νὰ καταστῆ κοινωνικὴ  θεωρία  μίας ἀνερχομένης  τάξεως, τὸ ζήτημα εἶναι πολυπλοκώτερον.

Ἡ οἰκονομικὴ ἔννοια τῆς κοινωνικῆς τάξεως εἶναι ἡ κοινὴ αἰτία δύο μαρξιστικῶν παραπλανήσεων: πρῶτον τοῦ ὅτι δὲν συνελήφθη ἡ πραγματικὴ — φυσικοκοινωνικὴ — ἔννοια τῆς κοινωνικῆς  τάξεως, δηλαδὴ ὁμάδος, ἀλλά ἀντιθέτως παρουσιάσθη ἀνύπαρκτον καὶ ἀκατανόητον φάσμα αὐτῆς, τὸ ὁποῖον βεβαίως μόνον ὡς φάσμα ἦτο δυνατὸν νὰ  ἐκλείψη, παραχωροῦν τὴν θέσιν του εἰς   ἀταξικὴν κοινωνίαν . Δεύτερον ὅτι ἡ αὐτὴ οἰκονομικὴ ἔννοια τῆς κοινωνικῆς  τάξεως  καὶ τῆς ἐκ ταύτης προκυπτούσης ἐξαιρετικῆς δυναμικότητος τοῦ προλεταριάτου (ὡς ἔχοντος εἰς τὰς χεῖρας του τὰ μέσα παραγωγῆς), ληγούσης δὲ εἰς μίαν πρωτοφανῆ  ἱστορικὴν ἀποστολήν, - οὐδένα χῶρον ἄφηνε διὰ τὴν ὕπαρξιν κοινωνικοῦ σώματος, τὸ ὁποῖον ὄχι μόνον καταφώρως δὲν ἦτο κοινωνικὴ  τάξις, ἀλλά  καὶ ἀντεστρατεύετο δι’ ὅλων τῶν δυνάμεών του καὶ δι’ ὅλων τῶν ἰδιοτήτων του κατὰ πάσης κοινωνικῆς τάξεως, ἤτοι κατὰ τῆς ἐννοίας αὐτῆς. Τὸ κοινωνικὸν τοῦτο σῶμα ἦτο ἀκριβῶς ἡ μᾶζα.

Ἀλλά ἂν ἐπισήμως καὶ ἐν τῇ  θεωρίᾳ  ὁ μαρξισμὸς οὐδαμοῦ ἀξιοῖ προσοχῆς τὸ κοινωνικὸν τοῦτο σῶμα, διὰ τὸ ὁποῖον οὐδεμία θέσις ὑπάρχει εἰς τὸ σύστημά του, — ἀντιθέτως ἡ πραγματικότης, πολὺ εὐρύτερα τῶν ταξικῶν θεωριῶν, εἰσήγαγεν εἰς αὐτὸν διὰ τῆς πράξεως, ὅτι ἐξέβαλεν οὗτος ἐκ τῆς θεωρίας. Ἀντιθέτως πρὸς τὰ  θεωρητικά, εἰς τὰ ἐμφανῶς πολιτικὰ ἔργα τοῦ μαρξισμοῦ γίνεται περὶ μαζῶν εὐρύτατος λόγος. Αὐτὸς οὗτος ὁ Marx [1] καὶ μετ' αὐτὸν πάντες οἱ θεωρητικοί τοῦ κομμουνισμοῦ [2], ἀναγνωρίζουν ἐμμέσως ὅλα τὰ παρ' αὐτῶν χαρακτηριζόμενα ὡς  φάσματα  τοῦ λαοῦ καὶ τῆς μάζης, ὁσονδήποτε καὶ ἂν — εὐνοήτως — ἀποφεύγουν νὰ συλλάβουν ἐπιστημονικῶς τὴν πραγματικὴν κοινωνικὴν αὐτῆς θέσιν εἰς πᾶσαν κοινωνίαν — καὶ μετὰ τὴν ὑποτιθέμενην ἐκπλήρωσιν τῆς  ἱστορικῆς ἀποστολῆς  τοῦ προλεταριάτου.

Ἐξαίρεσιν ἀποτελεῖ φυσικὰ ὁ Kautsky [3],  ὅστις πιστεύων σοβαρῶς ἀφ' ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ μαρξισμὸς εἶναι ἐπιστήμη καὶ ἀντικειμενικὴ ἀλήθεια, ἀφ' ἑτέρου δὲ ὅτι διὰ τῆς ἐπιστήμης τὸ προλεταριᾶτον θὰ ἔλθη εἰς τὴν Ἀρχήν, ἐζημίωσεν ἐξ ἴσου καὶ τὴν ἐπιστήμην καὶ τὸ προλεταριᾶτον διὰ τῆς ἑξῆς θεωρίας: ὅτι τὸ ὠργανωμένον προλεταριᾶτον θὰ ἒλθη εἰς τὴν ἐξουσίαν - ἄνευ τῆς μάζης, τὴν ὁποίαν ἀπαξιοῖ καὶ ἐν τῇ πολιτικῇ δράσει πάσης προσοχῆς καὶ τῆς ὁποίας πρῶτον ἀναμένει τὴν δι'  ὡριμάσεως  κλπ. μετατροπὴν εἰς ὠργανωμένον προλεταριᾶτον! Ὁ Kautsky οὐδόλως ἀντελήφθη τὸν ξεχωριστὸν ρόλον τῆς ἐπαναστατικῆς μάζης ἀφ' ἑνὸς καὶ τῆς ἐπαναστατικῆς ὁμάδος ἀφ' ἑτέρου ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῷ, οὐδὲ ποσῶς ἐδιδάχθη ἐκ τῆς ἐπαναστατικῆς περιόδου 1918-23 ἐν Βερολίνῳ, τὴν ὁποίαν δὲν ἔζησε, λόγῳ τοῦ ὅτι τὰ ἐπαναστατικὰ γεγονότα οὐδόλως διεδραματίσθησαν ἐν τῷ γραφείω του.

Ἐνῷ δὲ αὐτὸς ὁ Marx, ὡς ὀρθῶς τονίζει ὁ Lenin, ἀπoσπῶν διαρκῶς διάφορα χωρία αὐτοῦ, εἰς τὰ ἐμφανῶς πολιτικὰ αὐτοῦ ἔργα ἔδειξε πάντοτε στάσιν σαφῶς ἐπαναστατικήν, (ἤτοι μαζικήν, διότι ἐπανάστασις ἄνευ μάζης τυγχάνει ἀδύνατος), ἐγκαταλείψας βεβαίως τὴν  ὀρθοδοξίαν, τουναντίον ὁ  ἐπίγονος  αὐτοῦ διδάσκαλος τῆς σοσιαλδημοκρατίας παρέμεινεν ἀκλόνητος ἐπί τοῦ ἐδάφους τοῦ ρασιοναλισμοῦ.

Ἀντιθέτως οὐδεὶς καλύτερον τοῦ Lenin ἀντελήφθη τὸν ρόλον τῆς ἐπαναστατικῆς μάζης καὶ τὴν θέσιν αὐτῆς ἔναντι τοῦ καθεστῶτος καὶ ἔναντι τῆς ἐπαναστατικῆς ὁμάδος, ὅπερ φυσικώτατον, διότι δύναται μὲν νὰ ὑπάρξη πολιτικὸς νοῦς ἄνευ πολιτικῆς ἐπιστήμης, ἀλλά οὐδέποτε πολιτικὴ ἐπιστήμη ἄνευ πολιτικοῦ νοῦ, ὡς λ.χ. εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Kautsky, καὶ ἀντιθέτως πρὸς τὸν Marx καὶ τὸν Lenin, οἵτινες ὑπῆρξαν ἄνδρες διαθέτοντες καὶ πολιτικὴν ἐπιστήμην, καὶ πολιτικὸν νοῦν. Ἀπό τῆς ἐνταῦθα ἐκτιθέμενης ἀπόψεως περὶ τοῦ ρόλου τῆς μάζης ἔναντι τῆς ἐπαναστατικῆς ὁμάδος ἐν τῷ  κοινωνικῷ διαφορισμῷ εἶναι φανερόν, ὅτι ὁ Lenin καὶ ὁ Τrotzky ἠρμήνευσαν ἀπολύτως ὀρθῶς τὸ πνεῦμα τοῦ μαρξισμοῦ, ἀκριβῶς διότι ἀντελήφθησαν τὸν μαρξισμὸν ὡς ἐπαναστατικὴν θεωρίαν μίας τάξεως καὶ ὄχι ὡς  ἐπιστήμην, διότι ἐκ τῆς ἐπαναστατικῆς θεωρίας καὶ ὄχι ἐκ τῆς ἐπιστήμης ἐξήρτησαν τὸν ἀγῶνα τοῦ προλεταριάτου καὶ οὕτω μόνον ἠδυνήθησαν νὰ διαγνώσουν τὴν πραγματικὴν σημασίαν τῶν ἐπαναστατικῶν παραγόντων: ἤτοι τῆς ἐπαναστατικῆς ὁμάδος ὡς ὁδηγοῦ ἀφ' ἑνὸς καὶ τῆς ἐπαναστατικῆς μάζης ὡς ἐκτελεστοῦ ἀφ' ἑτέρου. Ἡ θεωρία τοῦ Kautsky περὶ  ὡριμάσεως  τῆς μάζης καὶ μετατροπῆς αὐτῆς εἰς ὁμάδα εἶναι τόσον παιδαριώδης, ὅσον ἡ γνώμη, ὅτι λ.χ. μίαν ἡμέραν τὸ ἔντερον θὰ ἐξειλίσσετο εἰς ἐγκέφαλον, ὅπερ βεβαίως θὰ ἐσήμαινε πλήρη κατάργησιν τοῦ διαφορισμοῦ τοῦ ὀργανισμοῦ, ἤτοι τὸν θάνατον τοῦ ὀργανισμοῦ, δεδομένου ὅτι οὐδὲν ἄλλο ὄργανον τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος δύναται νὰ παίξη ρόλον ἐντέρου, πλὴν αὐτοῦ τούτου τοῦ ἔντερου. Ἀλλά εἰς τοιοῦτο παραλήρημα ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἔπακρον αὐτῆς σημεῖον ἡ σοσιαλιστικὴ θεωρία περὶ  καταργήσεως  τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ, ἀταξικῆς κοινωνίας, ἰσότητος κ.λπ.

Βεβαίως ἡ σοσιαλιστικὴ θεωρία περὶ καταργήσεως τοῦ ταξικοῦ διαφορισμοῦ καὶ ἐγκαταστήσεως τῆς ἰσότητος, ἀδελφότητος, δικαιοσύνης κλπ. κατέχει φυσικῷ τῷ λόγῳ καὶ αὐτοὺς τοὺς δύο μεγάλους θεωρητικοὺς καὶ πολιτικούς τῆς ἐπαναστάσεως, τοὺς Lenin καὶ Τrotzky. Ἐν τούτοις ὅμως αἱ ἄμεσοι πολιτικαὶ προσταγαὶ τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος ἐπικρατοῦν παρ' αὐτοῖς πάντοτε ἔναντι τῆς οὐτοπίας τῆς ἀταξικῆς κοινωνίας καὶ ἔναντι τοῦ καουτσκικοῦ  διδασκαλισμοῦ. Διότι αὐτοὶ μὲν ἐφήρμοσαν τὴν ἀγριωτέραν δικτατορίαν πρὸς συγκράτησιν τῆς ἀνελθούσης κοινωνικῆς ὁμάδος των εἰς τὴν Ἀρχήν, ὁ δὲ Kautsky καὶ τὴν ἄμεσον ἐφαρμογὴν τῆς κοινῆς αὐτῶν οὐτοπίας ἀπήτησε καὶ κατὰ τῆς δικτατορίας των καί τῆς τρομοκρατίας των ζωηρότατα παρεπονέθη [4].

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καθίσταται προφανὲς ὅτι καὶ ἂν δεχθῶμεν — ὡς θὰ δεχθῶμεν — ὅτι τὸ ἀνθρώπινον ὑλικόν ἐκ τοῦ ὁποίου στρατολογεῖται ἡ μᾶζα εἶναι τὸ προλεταριᾶτον, εἶναι ἐν τούτοις ἀδύνατον νὰ ἐκλάβωμεν τὸ προλεταριᾶτον ὑπὸ τὴν οἰκονομικήν ἔννοιαν ὡς κοινωνικὴν  τάξιν. Τοῦτο θὰ ἐσήμαινεν ὄχι μόνον ἀντίφασιν πρὸς τὰς ἀρχάς, τὰς ὁποίας ἐν ἀρχῇ τῆς παρούσης πραγματείας ἐθέσαμεν, ἀποδείξαντες τὸν φυσικοκοινωνικὸν καὶ ὄχι οἰκονομικὸν χαρακτῆρα τῶν κυριάρχων κρατικῶν ὁμάδων, ἀλλά — ὅπερ τὸ σπουδαιότερον — θὰ ἐσήμαινεν, ὡς θὰ ἀποδείξωμεν κατωτέρω, χονδροειδῆ παραγνώρισιν τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος καὶ καθαρὰν μεταφυσικήν. Ὁ οἰκονομικὸς παράγων ὡς βασικὸς προσδιοριστικὸς χαρακτὴρ τοῦ προλεταριάτου ἀποτελεῖ μεταφυσικὴν κατασκευὴν ὁμοίαν πρὸς τὸν αὐτὸν δῆθεν χαρακτήρα τῆς κυριάρχου  τάξεως. Τὸ προλεταριᾶτον εἶναι νοητὸν ὑπὸ τρεῖς ἐννοίας: α) ὡς οἰκονομικὴ κατηγορία, β) ὡς κοινωνικοπολιτικὴ ὀργάνωσις (ὁμάς)• γ) ὡς μᾶζα.

α) Ὡς οἰκονομικὴ κατηγορία τὸ προλεταριᾶτον εἶναι τὸ ἄθροισμα τῶν ἀτόμων, τὰ ὁποῖα, κατὰ τὴν θεμελιώδη μαρξιστικὴν ἔννοιαν, δὲν κατέχουν τίποτε ἄλλο πλὴν τῆς ἐργατικῆς των δυνάμεως, τῆς ὁποίας ἡ ἀμοιβὴ περιορίζεται αὐστηρῶς εἰς τὰ πρὸς συντήρησιν καὶ ἀναπαραγωγὴν αὐτῶν ἀναγκαία. Ἐκ τούτου προκύπτει: Πρῶτον, ὅτι ἡ οἰκονομικὴ βάσις τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν ἀτόμων τούτων εἶναι εἰς ταῦτα κοινή, ἐξ οὗ καὶ διαπιστοῦται τὸ ἄθροισμα τῶν προλεταρίων ὡς οἰκονομικῆς κατηγορίας: τοῦ προλεταριάτου. Δεύτερον ὅμως ἀμέσως, ὅτι ἡ οἰκονομικὴ κοινότης τῶν ἀτόμων τούτων οὐδεμίαν κοινωνικὴν κίνησιν προκαλεῖ, ὡς ἀποδεικνύεται ἐξ αὐτοῦ τούτου τοῦ λόγου, ὅστις ἀνέτρεψεν ἤδη ἀπὸ μακροῦ τὸν μαρξικὸν ὁρισμόν. Διότι: Πρῶτον ὁ ἐργατικὸς μισθὸς τοῦ ὀργανωμένου προλεταριάτου ὑπερέβη πάντοτε κατὰ πολὺ τὸ  ἐλάχιστον ὅριον συντηρήσεως, τὸ ὁποῖον ἔθεσεν ὁ Marx ὡς οὐσιῶδες στοιχεϊον τοῦ ὁρισμοῦ του (ἐπὶ τῆς ἐποχῆς του τὸ προλεταριᾶτον δὲν ἦτο ὠργανωμένον). Δεύτερον δὲ ἡ δύναμις, ἤτις ἐπέβαλε τὴν αὔξησιν ταύτην τοῦ ἐργατικοῦ μισθοῦ, δὲν ἦτο ἡ οἰκονομικὴ κοινότης τῶν προλεταρίων, ἀλλά ἡ κοινωνικοπολιτική ὀργάνωσις αὐτῶν.

Ἀλλά ὅταν ἡ οἰκονομικὴ  τάξις  τοῦ προλεαριάτου οὐδεμίαν δύναμιν διαθέτει καὶ οὐδεμίαν κοινωνικὴν κίνησιν προκαλεῖ, δὲν δύναται νὰ ἀποτελῆ παράγοντα — καὶ μάλιστα βασικόν — τῆς κοινωνικῆς δυναμικῆς. Ἡ οἰκονομικὴ ἔννοια τοῦ προλεταριάτου, ὡς δικαιολογοῦσα καὶ προκαλοῦσα δῆθεν τὴν  πάλην τῶν τάξεων, εὑρίσκεται οὕτω τελείως ἀπογυμνωμένη. Φανερὸν εἶναι, ὅτι ἡ πάλη τῶν τάξεων δὲν εἶναι νόμος οἰκονομικός.

Φανερὸν ὅμως ἀφ' ἕτερου εἶναι, ὅτι ἡ πάλη τῶν τάξεων, ἀπὸ καταβολῆς τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας, εἶναι νόμος.

Γνωρίζομεν δὲ ἄλλοθεν ὅτι αὕτη εἶναι νόμος φυσικός. Ἀλλά ὅταν ὁ φυσικὸς αὐτὸς νόμος δὲν ἑδρεύει, ὡς εἰδομεν ἀνωτέρω, εἰς τὸν οἰκονομικὸν  παράγοντα  ( ὅστις ἀκριβῶς δὲν εἶναι παράγων ) πού ἑδρεύει;

β) Ὡς φορεῖς τῶν κοινωνικῶν νόμων καὶ δυνάμεων ἐθέσαμεν ἤδη τὴν ὁμάδα καὶ τὴν μᾶζαν. Εἰς ταύτας συνεπῶς ἑδρεύει ὁ φυσικὸς νόμος. Ὅτι δὲ μία ἁπλῆ οἰκονομικὴ κατηγορία, ἕν ἄθροισμα ἀτόμων μὲ κοινὴν οἰκονομικὴν βάσιν, δὲν ἀποτελεῖ κοινωνικὴν ὁμάδα, ἐφ' ὅσον τοῦτο καθ' ἑαυτὸ οὐδεμίαν κέκτηται δύναμιν, — ἐνῷ ἀντιθέτως τὰ μέλη τῆς κοινωνικῆς ὁμάδος οὐδεμίαν ἔχουν κοινὴν οἰκονομικήν βάσιν — τοῦτο ἀνελύθη ἀνωτέρω, καὶ αὐτὸς ὑπῆρξεν ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἀπεφύγαμεν νὰ χαρακτηρίζωμεν τὴν οἰκονομικὴν  τάξιν ἤ τὴν οἰκονομικὴν κατηγορίαν τοῦ προλεταριάτου ὡς ὁμάδα.

Ὁ φασισμὸς καὶ ὁ ἐθνικοσοσιαλισμὸς ἐχρησιμοποίησαν τὰς προλεταριακάς ὀργανώσεις, ἀντὶ νὰ τὰς διαλύσουν, ὑπὸ πνεῦμα ὅλως ἀντίθετον τῆς πάλης τῶν τάξεων, εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε αἱ ὀργανώσεις αὗται νὰ φθάσουν μέχρι μπολσεβικικῶν αὐτόχρημα ἀφαιμάξεων τοῦ ἐπαράτου  κεφαλαίου  τῆς ἀστικῆς τάξεως  καὶ τοῦ  καπιταλισμοῦ, ὅστις ἔχασεν εἰς τὰ  ὁλοκληρωτικὰ  κράτη τελείως περίπου τὴν ἔννοιάν του καὶ σκιωδῶς μόνον  ὑφίστατο. Ὅτι βεβαίως καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην οὔτε ἁπλῶς ἡ κοινότης τῶν προλεταριακῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων, οὔτε ἡ ἀνύπαρκτος δύναμις τῶν συμφερόντων αὐτῶν ἔπαιξε ρόλον, ἀλλά ἀντιθέτως ἡ ὄπισθεν τῶν οἰκονομικῶν ὀργανώσεων δύναμις τοῦ Κράτους, τοῦτο βεβαίως, εἰς τὰ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα, εἶναι ἀκόμη φανερώτερον παρὰ εἰς τὰς Δημοκρατίας. Ὅτι ἀφ' ἑτέρου αἱ προλεταριακαὶ ὀργανώσεις εἶναι πιθανὸν νὰ χρησιμοποιοῦνται οὕτω  συντεχνιακῶς  εἰς τὰ ὁλοκληρωτικὰ Κράτη, παρὰ τὴν πολιτικὴν αὐτῶν βούλησιν, ἤτις ἐνδεχομένως δύναται νὰ εἶναι ὑπὲρ τῆς πάλης τῶν τάξεων, χωρὶς νὰ γίνεται κοινωνικὴ ἐπανάστασις — τοῦτο ἀποδεικνύει ὅτι διὰ τὴν πάλην τῶν τάξεων δὲν ἀρκεῖ ἡ κοινότης τῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων τοῦ  προλεταριάτου  καὶ ἡ οἰκονομικὴ ὀργάνωσις αὐτοῦ, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητος καὶ ἡ πολιτικὴ βούλησις, καὶ ὄχι μόνον αὔτη, ἀλλά  καὶ ἡ πολιτικὴ δύναμις.

Ὁμάς ὅμως εἶναι ἀντιθέτως τὸ προλεταριᾶτον ὡς ἐπαγγελματικὴ καὶ πολιτικὴ ὀργάνωσις. Ὁμάς εἶναι ἐνταῦθα τὸ προλεταριᾶτον, διότι διαθέτει ὡρισμένην φυσικὴν δύναμιν ὅλως ἀνεξάρτητον τῆς ἰδιότητός του ὡς οἰκονομικῆς κατηγορίας, δυνάμει τῆς ὁποίας φυσικῆς δυνάμεως κατακτᾶ ὅτι δύναται νὰ κατακτήση, ἀνεξαρτήτως τῆς οἰκονομικῆς του καταστάσεως καὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς ταύτην.

Εἶναι γνωστὸν καὶ ἀναμφισβήτητον, ὅτι τὸ ὠργανωμένον προλεταριᾶτον διεξήγαγε τοὺς ὀξύτερους κοινωνικοὺς καὶ πολιτικοὺς ἀγώνας καὶ ἐπέτυχε τὰς πλείστας ἐκ μέρους τῶν ἀντιπάλων του παραχωρήσεις, ὅταν εὑρίσκετο ἐν σχετικῇ εὐημερίᾳ, ἐνῷ τὸ ἀνοργάνωτον προλεταριᾶτον πάντοτε, τὸ δὲ ὠργανωμένον ἐνίοτε οὐδεμίαν κατάκτησιν ἐσημείωσεν, ἤ ἔχασε σπιθάμην πρὸς σπιθαμὴν τὰ κεκτημένα εἰς ἐποχὰς κατωτάτου ὁρίου συντηρήσεως καὶ μεγάλης δυστυχίας, ἤτις ἔδει νὰ καταστήση αὐτὸ ἐπαναστατικώτερον [5]. Ὡς ἀντίθετον παρὰδειγμα δύνανται νὰ χρησιμεύσουν οἱ ἀρχαῖοι δοῦλοι, οἵτινες παρ' ὅλην τὴν πλέον ἤ προλεταρικὴν οἰκονομικήν των κατὰ-στάσιν, οὐδεμίαν κοινωνικὴν κατάκτησιν ἐσημείωσαν, οὐδέποτε ἀνέτρεψαν τὸ κοινωνικὸν καθεστὼς καὶ οὐδέποτε ἦλθον εἰς τὴν ἐξουσίαν. Σημασίαν δὲ ἐπιστημονικὴν ἔχουν τὰ τελευταία ταῦτα στοιχεῖα καὶ ὄχι τὸ γεγονός, ὅτι ἦσαν ὑποκείμενα ἐκμεταλλεύσεως, οὐδὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦσαν δοῦλοι, ἤ ὅτι  ἔδει  νὰ  ἐλευθερωθοῦν  διὰ ν' ἀποκτήσουν  ἀνθρωπίνην ἀξίαν : ζήτημα ἠθικὸν καὶ δεοντολογικόν, τὸ ὁποῖον ἀναμειγνυόμενον εἰς τὴν κοινωνιολογικὴν ἐπιστήμην, προκαλεῖ τὸ ἄφευκτον αὐτῆς παραλήρημα, ἐνῷ ὡς  ταξικὸν  ἐπαναστατικὸν ἔμβλημα διατηρεῖ τὴν ἀκεραίαν αὐτοῦ ἀξίαν ὡς μερικὸν φαινόμενον ἐν τῇ κοινωνικῇ δυναμικῇ. — Ὥστε ἡ οἰκονομικὴ κατάστασις τῶν δούλων πᾶν ἄλλο ἤ προεκάλεσε κοινωνικάς μεταβολάς, — τὰς ὁποίας ὅμως προεκάλεσεν ὄχι ἡ οἰκονομικὴ κατάστασις, ἀλλά ἡ κοινωνικοπολιτικὴ ὀργάνωσις τοῦ προλεταριάτου. Ἡ ἀλήθεια αὔτη εἰσελθοῦσα — κατὰ τῆς οἰκονομικῆς ἐννοίας τῆς  τάξεως  — εἰς τὸν  Λενινισμόν, ἔλαβε συγκεκριμένην μορφὴν εἰς τὴν περὶ κατακτήσεως τῆς πολιτικῆς Ἐξουσίας καὶ δικτατορίας τοῦ προλεταριάτου λενινικὴν θεωρίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ πολιτικὸς παράγων προέχει τοῦ οἰκονομικοῦ[6].

Κατὰ τὰ τελευταία ἔτη, μετὰ τὴν ἐμφάνισιν ἰδίᾳ τοῦ φασισμοῦ, παρομοία κατεύθυνσις  ἰδεῶν ἐσημειώθη καὶ εἰς τὸ σοσιαλιστικὸν στρατόπεδον [7].

Ἡ ἀρχή, ὅτι καθὼς καὶ αἱ κυρίαρχοι κρατικαὶ ὁμάδες οὕτω καὶ τὸ προλεταριᾶτον δὲν ἀποτελεῖ κοινωνικὴν τάξιν ὑπὸ τὴν οἰκονομικὴν ἔννοιαν, ὁδηγεῖ εἰς τὴν ὑπερνίκησιν τῶν δυσχερειῶν περὶ τὴν ἐξήγησιν τῶν κοινωνικῶν φαινομένων — ἄτινα μὲ τὴν οἰκονομικὴν θεωρίαν τῆς  «τάξεως»  παραμένουν πράγματι ἀνεξήγητα — ἔχει δὲ ποικίλας συνεπείας ἐπὶ τῆς ἐννοίας καὶ τῆς κοινωνικῆς τοποθετήσεως τοῦ προλεταριάτου καὶ ὡς ὁμάδος καὶ ὡς μάζης.

Ἐξηγήσαμεν εἰς τὸ πρῶτον κεφάλαιον διατὶ τὸ κίνητρον καὶ ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς δράσεως τῆς κοινωνικῆς ὁμάδος δὲν εἶναι τὸ οἰκονομικὸν στοιχεϊον, ἀλλά ἡ κοινωνικὴ ὑπεροχή. Εἴπομεν, ὅτι τὸ ὁρμέμφυτον τοῦτο τῆς διακρίσεως εἶναι ὄχι οἰκονομικῶς, ἀλλά  φυσικῶς καὶ κοινωνικῶς δεδομένον, ἐμφανίζεται δὲ κατὰ τρόπον ἀναμφισβήτητον καὶ ἀδιάψευστον ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῷ. Ὅτι κοινωνικήν τινα κίνησιν δύναται νὰ ἐξαπολύση, ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, μόνον τὸ φυσικὸν ὁρμέμφυτον καὶ οὐδεμία ἄλλη κινητήριος δύναμις, εἶναι ἐξ ἴσου ἀναμφισβήτητον ὄχι μόνον διότι εἶναι φανερὸν, ἀλλά  καὶ διότι ἀναλυόμενη μία οἱαδήποτε κοινωνικῶς ἐμφανιζόμενη κίνησις ἀνάγεται ἀναποτρέπτως εἰς φυσικὴν τινα δύναμιν. Ἐὰν λοιπὸν θεωρήσωμεν ὡς ἄμεσον αἰτίαν μίας οἱασδήποτε κοινωνικῆς κινήσεως τὸν οἰκονομικὸν παράγοντα, ἀναλύοντες ὅμως τοῦτον φθάνομεν nolens volens εἰς τὴν φυσικὴν δύναμιν, ὡς τὴν τελευταίαν ἔμμεσον αἰτίαν. Διὰ τοῦτο ὑποχρεούμεθα ἐπιστημονικῶς νὰ ἀρχίσωμεν ἀπὸ τὴν τελευταίαν ταύτην. Διότι ἐπιστήμη, ἤτις δὲν ἐξαντλεῖ ὁλόκληρον τὴν σειρὰν τῶν αἰτίων, ἀλλά  διακόπτει αὐτὴν αὐθαιρέτως εἰς ὅ σημεῖον ἐπιθυμεῖ — διὰ νὰ μεταβληθῆ εἰς ἐνεργὸν πολιτικὴν — δύναται νὰ εἶναι ἴσως κοινὴ δημοκοπία ἀνθρώπων ἀναξίων αὐτῆς κατὰ τὸ πνευματικὸν καὶ ἠθικὸν ἐπίπεδον, δὲν δύναται ὅμως νὰ εἶναι ἐπιστήμη. Ἡ κοινωνιολογία ὅμως εἶναι ἐπιστήμη.

Ἐπαλήθευσιν τῆς θεωρίας, ἥν ἐξεθέσαμεν περὶ τῶν κρατικῶν ὁμάδων ἀποτελεῖ ἡ ἀντίστροφος ὄψις αὐτῶν: αἱ ἐπαναστατικαί ὁμάδες. Ἐὰν τὸ ὁρμέμφυτον τῆς ὑπεροχῆς εἰς τὰς κρατικάς ὁμάδας ἀναπτύσσεται, — τουναντίον τοῦτο εἰς τὰς ἐπαναστατικάς ὁμάδας ἐμποδίζεται. Τὰ δύο ταῦτα ἀντίθετα αἴτια ἔχουν δύο μαθηματικῶς ἀντίθετα ἀποτελέσματα, τῶν ὁποίων ἐξαίρεσιν δὲν συνιστᾶ οὐδέν κοινωνικὸν ἄτομον. Τὰ ἀποτελέσματα ταῦτα εἶναι: συντηρητικότης εἰς τὴν κρατικὴν ὁμάδα, — ἐπαναστατικότης εἰς τὴν κυριαρχουμένην ὁμάδα. Ἡ ἀπόλυτος ἐπάρκεια τῆς θεωρίας ταύτης δείκνυται ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι οὐδ’ ἔν κοινωνικὸν ἄτομον συνιστᾶ ἐξαίρεσιν αὐτῆς, ἀντιθέτως πρὸς τὴν οἰκονομιστικήν θεωρίαν, ἤτις ἀδυνατεῖ νὰ ἐξήγηση δύο κολοσσιαῖα προβλήματα: Τὸ πρόβλημα τῆς ἐπαναστατικῆς μάζης, καὶ τὸ πρόβλημα τῶν ταξικῶν ἀποστατῶν [8]. Θεωρία ὅμως μὴ δυναμένη νὰ ἐξηγήση τὰ δύο ταῦτα προβλήματα διὰ τῆς οἰκονομικῆς περὶ  τάξεως  ἐννοίας σημαίνει χρεωκοπίαν διότι ἡ μία θεωρία ἐξηγεῖ ὅλα τὰ κοινωνικὰ φαινόμενα, ἤ οὐδὲν — ὅταν δὲν ἐξηγῆ ὅλα. Tertium non datur. Οὐδεμίαν  ἐξαίρεσιν  ἐπιτρέπει ὁ φυσικὸς νόμος. Καὶ  νόμος  εἶναι μόνον ὁ φυσικός. Πέραν αὐτοῦ, ἡ σύγχυσις καὶ ἡ ταξικὴ δημοκοπία. Ἀντιθέτως ὅμως, ἐὰν εἷς οἰκονομικὸς ἀστὸς εἶναι ἐπαναστάτης ἤ εἷς οἰκονομικὸς προλετάριος εἶναι συντηρητικὸς — φαινόμενα ἀνεξήγητα διὰ τῆς οἰκονομικῆς περὶ τάξεως θεωρίας — εἶναι φαινόμενα ἐξηγητὰ ἄνευ τῆς ἐλαχίστης ἐξαιρέσεως διὰ τῆς θεωρίας τῆς κοινωνικῆς ὑπεροχῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς μειώσεως [9]. Ὁ ἐπαναστάτης ἀστὸς εἶναι ὑποκειμενικὸς προλετάριος, ὁ συντηρητικὸς προλετάριος εἶναι ὑποκειμενικὸς ἀστός. Τοῦτο δὲ ἀκριβῶς δεικνύει, ὅτι ἡ οἰκονομική θέσις τοῦ ἀστοῦ οὐδόλως σημαίνει καὶ κοινωνικὴν ὑπέροχην, ὅταν λ.χ. ὁ ἀστὸς οὗτος ὡς ἄτομον εἶναι κοινωνικῶς μειωμένος, ἤ ὅταν αἰσθάνεται λ.χ.  χριστιανικῶς  ἡ ἡττοπαθῶς, φέρεται, ἤ ὁμιλεῖ ὡς προλετάριος, ὅταν λόγῳ φυσικῆς κατωτερότητος ἀδυνατεῖ νὰ προσαρμοσθῆ εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ὁμάδος του, ἤ ὅταν, λόγῳ ὑπερτροφίας τοῦ ὁρμεμφύτου τῆς διακρίσεως, ἀδυνατεῖ νὰ ἱκανοποιήση αὐτὸ ἐντὸς τῶν στενῶν ὁρίων τῆς ὁμάδος του: ὁπότε ἡ κοινωνική του ὁμὰς ἀποκλείει αὐτὸν ἐκ τῶν κόλπων της κατὰ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλον τρόπον, ἀπό τῆς ἁπλῆς ψυχρότητος ἤ δυσφορίας, μέχρι τῆς τελείας ἀγνοήσεως ἤ καταδιώξεως. Ὑποκειμενικὸς ἀστὸς δὲ εἶναι ὁ προλετάριος, ὅστις ἐξυψοῦται κοινωνικῶς ὑπὲρ τοὺς ὁμοίους του καὶ καταλήγει γραμματεὺς τοῦ σωματείου του, τῆς ὁμοσπονδίας, τῆς συνομοσπονδίας, τῆς γενικῆς συνομοσπονδίας, τοῦ κόμματος, ὑπουργὸς ἤ πρωθυπουργός.

Πάντας αὐτοὺς τοὺς ἀνερχομένους προλεταρίους ἡ οἰκονομικὴ περὶ τάξεως θεωρία, ἐν μεγίστῃ ἀμηχανίᾳ, ἀποκαλεῖ ἁπλῶς  προδότας, ἤτοι ἐκφέρει μίαν εὔκολον ὅσον καὶ νοητικῶς κενὴν ἠθικήν κρίσιν, ὑπεκφεύγουσα συστηματικῶς νὰ ἐξηγἠση τὸ φαινόμενον, προσπαθοῦσα δὲ διὰ χυδαίου ὑβρεολογίου νὰ καλύψη τὴν γυμνότητά της. Ἰδίως ἡ πλέον δημοκοπικὴ κομμουνιστικὴ θεωρία, ἐν δεινῷ πανδαιμονίῳ πλουσιωτὰτου ὑβρεολογικοῦ λεξιλογίου, ἀποδίδει εἰς αὐτοὺς — ὀρθώτατα — αὐτὴν τὴν ἀποτυχίαν τῆς κομμουνιστικῆς ἐπαναστάσεως καὶ τὴν διάσωσιν τοῦ καπιταλισμοῦ. Ἀτυχῶς ὅμως καὶ ταῦτα εἶναι ὀρθὰ καὶ τι ἄλλο ἀκόμη ὀρθώτερον: ὅτι οἱ  προδόται  οὗτοι κατεῖχον εἰς τὰς ἐργατικάς ὀργανώσεις θέσεις ἀπαραιτήτους ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῷ, αἴτινες ἦσαν θέσεις ἡγετικαὶ καὶ κυριαρχικαὶ καὶ συνεπῶς ὑπηγόρευον εἰς αὐτοὺς συντηρητικότητα.Ὅτι δὲ ὁ κοινωνικὸς διαφορισμὸς εἶναι ὡπλισμένος μὲ ἀρκετὴν ἀδιαφορίαν ἔναντι παντὸς συγκινητικοῦ ὑβρεολογίου ἤ ἄλλων εἰλικρινῶν καὶ δακρυβρέκτων ἐπικλήσεων μερικῶν καλοπροαίρετων ἰδεολόγων πτωχῶν τῷ πνεὺματι, ἤ ἰδιοτελῶν τινων  ἐπαναστατῶν, τοῦτο ἀπεδείχθη ἐπαρκῶς ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι οἱ  προδόται  οὗτοι πράγματι ἐματαίωσαν τὴν ἐπανάστασιν, ἤ μᾶλλον ἐσταμάτησαν αὐτὴν εἰς ὁ στάδιον θὰ κατελάμβανον αὐτοὶ — οἱ  «προδόται»  — τὴν πολιτικὴν ἐξουσίαν καὶ ὄχι ἄνδρες ἀναδεικνυόμενοι ἀπ’ εὐθείας ἐκ τῆς μάζης, ὡς λ.χ. ἐν Ρωσσίᾳ, οἵτινες κατηγοροῦν τοὺς πρώτους ὡς  προδότας, διὰ νὰ καταλάβουν τὴν ἐξουσίαν αὐτοί.

Τὸ προλεταριᾶτον λοιπόν, ἐκτός τῆς ὑποστάσεώς του ὡς οἰκονομικῆς κατηγορίας, ἐμφανίζεται ἐνταῦθα καὶ ὡς κοινωνικὴ ὁμάς. Αὔτη εἶναι κοινωνικὸς σχηματισμὸς μὲ κίνητρον καὶ σκοπὸν τὴν κοινωνικὴν ὑπέροχην. Τὸ κίνητρον τοῦτο εἶναι κατ' ἀνάγκην ψυχολογικόν, διότι οὐδὲν κίνητρον δύναται νὰ ὑπάρξη ἐκτός τῆς ψυχολογίας καὶ ἐξ ἀντικειμενικῆς τινός — ὡς λ.χ. ἡ οἰκονομικὴ — χωρὶς ἡ ἀντικειμενικὴ αὔτη κατάστασις νὰ προκαλέση πρῶτον ψυχολογικὴν ἀντίδρασιν. Ψυχολογικὴν ὅμως ἀντίδρασιν προκαλεῖ εἰς τὸ προλεταριᾶτον πολὺ περισσότερον ἡ κοινωνικὴ αὐτοῦ μείωσις ( ressentiment) παρὰ ἡ οἰκονομικὴ αὐτοῦ [10].  Ἤ ἄλλως: ὁ ψυχολογικὸς μηχανισμός, ὅστις θὰ δεχθῆ τὴν ἐξωτερικὴν πραγματικότητα — συμπεριλαμβανομένης τῆς οἰκονομικῆς — εἶναι ἤδη προκοινωνικῶς ἐφωδιασμένος διὰ τοῦ ὁρμεμφύτου τῆς ὑπεροχῆς, φυσικῶς δεδομένου, πρὸ τῆς οἰκονομικῆς καταστάσεως. Τοῦτο σημαίνει ὅτι τὸ ὁρμέμφυτον τοῦτο θὰ θεωρήση καὶ τὴν οἰκονομικὴν κατάστασιν ὡς μέσον πρὸς ἀνάπτυξιν του (διὰ τοῦτο θὰ ἐπιδιώξη τὴν βελτίωσιν αὐτῆς, οὐδέποτε ὅμως τοῦτο θὰ καταλήξη εἰς  ἰσότητα  καὶ  ἀταξικὴν κοινωνίαν ), ἤ ὡς αἰτίαν τῆς κοινωνικῆς του μειώσεως ὁπότε θὰ μεταστραφῆ εἰς ressentiment. Οὐδέποτε ὅμως θὰ κινηθῆ κατὰ τελευταῖον λόγον ἐκ τοῦ οἰκονομικοῦ ἐλατηρίου καὶ οὐδέποτε θὰ θεωρήση τὴν οἰκονομικὴν κατάστασιν ὡς τελικὸν σκοπόν, — ἤτοι οὐδέποτε ἡ οἰκονομικὴ κατάστασις δύναται νὰ προηγηθῆ καὶ ἀντιστρέψη τὸν φυσικὸν νόμον [11].

Ἄλλα καὶ ἂν τὸ προλεταριᾶτον θεωρήση ὡς μοναδικην αἰτίαν τῆς κοινωνικῆς του μειώσεως τὴν οἰκονομικὴν κατάστασιν καὶ τὸ ὁρμέμφυτον τῆς ὑπεροχῆς μεταστραφῆ παρ' αὐτῷ εἰς ressentiment καὶ πάλιν τὸ ressentiment τοῦτο δὲν δύναται νὰ ἔχη ὡς συνέπειαν οὐδεμίαν κοινωνικὴν κίνησιν, ἐὰν δὲν ὑπάρξη ἡ προλεταρικὴ κοινωνικοπολιτικὴ ὀργάνωσις, ἥτις ἀποτελεῖ κοινωνικὸν σῶμα ἀντικειμενικόν, διὰ τῆς φυσικῆς δυνάμεως, ἥν κέκτηται καὶ διὰ τῆς ὁποίας καὶ μόνον δύναται νὰ προκαλέση κοινωνικὴν κίνησιν.

Τοῦτο τονίζεται ἀπειράκις — πλὴν τοῦ Μὰρξ καὶ τῶν σοσιαλδημοκρατικῶν θεωρητικῶν — καὶ ὑπὸ τῶν κομμουνιστῶν συγγραφέων, χωρὶς βέβαια νὰ λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν ἡ ἀντίφασις πρὸς τὴν οἰκονομικὴν περὶ τάξεων θεωρίαν [12]. Ὡς ἀντίθετον παράδειγμα δύνανται νὰ χρησιμεύσουν οἱ δοῦλοι, τοὺς ὁποίους τὸ τυχὸν ressentiment εἰς οὐδὲν ὠφέλησε, ἀλλά  καὶ σύγχρονα παραδείγματα, ὡς λ. χ. κατὰ τὴν Γερμανικὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1919, κατὰ τὴν φασιστικὴν Ἰταλικὴν ἐπανάστασιν τῷ 1922, κατὰ τὴν γερμανικὴν ἐθνικοσοσιαλιστικὴν τῷ 1932 κλπ. — ὅπου αἱ  κοινωνικοπολιτικαὶ ἐργατικαί ὀργανώσεις ὑπέκυψαν, παρ' ὅλον ὅτι κατὰ τοὺς κομμουνιστάς συγγραφεῖς,  ἀντικειμενικῶς   ὁ καπιταλισμὸς εὑρίσκετο ἐν καταρρεύσει καὶ ἡ κομμουνιστικὴ ἐπανάστασις ἦτο ὥριμος . Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ὁ  καπιταλισμὸς  εὑρέθη ἤ θὰ εὑρεθῆ ποτὲ  ἀντικειμενικῶς  ἐν καταρρεύσει, ἀποτελεῖ — πλὴν τῆς καθαρῶς οἰκονομικῆς ἀπόψεως, ἐκ τῆς ὁποίας ὁ ἀριθμὸς τῶν διεξόδων αὐτοῦ εἶναι ἄπειρος — καὶ ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τῆς κοινωνικῆς δυναμικῆς καθαρὸν μῦθον. Εἶναι τουναντίον πιθανότερον ν' ἀλλάξη κατεύθυνσιν ὁ ἥλιος παρὰ νὰ πέση ὁ καπιταλισμὸς  ἀντικειμενικῶς, ἤτοι χωρὶς νὰ εὑρεθῆ ἡ  ὑποκειμενικὴ  δύναμις ἤτις, θὰ τὸν ρίψη [13].

Ἡ ἀναγωγὴ ὅμως τῆς προλεταριακῆς ὀργανώσεως κατὰ τελευταῖον λόγον εἰς τὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα ἀποτελεῖ σημαντικὴν μυωπίαν καὶ ἄμβλυσιν τῆς πραγματικότητος πρὸς ἐκμετάλλευσιν δημοκοπικήν, ὡς θὰ ἴδωμεν καὶ εἰς τὸ φαινόμενον τῆς μάζης, ἤτις ἀποτελεῖ ἀντίθεσιν πρὸς πᾶσαν ἔννοιαν  οἰκονομικοῦ συμφέροντος.

Ἡ ὡς ἄνω ἀντικειμενικὴ περὶ τῆς κοινωνικῆς ὁμάδος τοῦ προλεταριάτου θεωρία ἀποδεικνύεται τέλος καὶ ἀρνητικῶς διὰ τοῦ γεγονότος, ὅτι τὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα τῶν ἐπὶ μέρους προλεταρικῶν ὁμάδων εἶναι ὄχι ἀλληλέγγυα, ἀλλὰ τουναντίον ἀντίθετα [14]. Οἱαδήποτε κίνησις ὑποομάδος τινὸς τοῦ προλεταριάτου πρὸς αὔξησιν λ.χ. τοῦ μισθοῦ, ἤ πρὸς βελτίωσιν γενικῶς τῆς οἰκονομικῆς θέσεως της ἐκσπᾶ, ὡς γνωστόν, διὰ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς  ἐπιπτώσεως, ἤτοι διὰ τῆς ὑψώσεως τῶν τιμῶν τῶν προϊόντων, εἰς βάρος ὅλων τῶν ἄλλων προλεταριακῶν ὑποομάδων [15]. Διὰ τοῦτο αἱ ἀξιώσεις μιᾶς μεμονωμένης προλεταριακῆς ὑποομάδος, πολὺ δὲ περισσότερον ἡ ἱκανοποίησις τῶν ἀξιώσεων τούτων, προκαλεῖ γενίκευσιν τοῦ ἀγῶνος εἰς ὅλας τὰς προλεταριακάς ὑποομάδας ὑπὲρ τῆς προσαρμογῆς τῶν μισθῶν των πρὸς τὴν νέαν ὕψωσιν τῶν τιμῶν, δύναται δὲ νὰ κατάληξη εἰς γενικὴν ἀπεργίαν ἑνὸς κλάδου ἤ ὅλων τῶν κλάδων. Τὸ καθαρῶς ἀμυντικόν τοῦτο φαινόμενον, — ἤ καὶ ἐπιθετικὸν — τῆς γενικεύσεως τοῦ ἀγῶνος, προκύπτει πράγματι ἐκ τῆς ἀνομοιογενείας τῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων τῶν προλεταριακῶν ὑποομάδων, δὲν σημαίνει δὲ ἀλληλεγγύην — καθ' ὅ φαινόμενον οἰκονομικόν, — ἀλλ’ ἀτομιστικὴν τοὐναντίον δρᾶσιν μίας ἕκαστης τῶν προλεταριακῶν ὑποομάδων πρὸς προάσπισιν τοῦ ἰδίου αὐτῆς οἰκονομικοῦ συμφέροντος, φαινόμενον ὅμοιον πρὸς τὸ ταυτόχρονον ἄνοιγμα τῶν ὀμβρελλῶν ὑπὸ πολλῶν ἀτόμων, τὸ ὁποῖον ἀνεφέραμεν ἀλλαχοῦ.

  οἰκονομισμὸς  αὐτὸς ἀκριβῶς τῶν προλεταριακῶν ὑποομάδων, ἐνεργούμενος δι' ὡρισμένων ἐργατικῶν ἡγετῶν τῶν διαφόρων προλεταριακῶν ὀργανώσεων καὶ ἐξελισσόμενος εἰς πλήρη καὶ διαρκῆ συναλλαγὴν μετὰ τῶν ἐργοδοτῶν καὶ τοῦ κράτους, — προκαλεῖ τὴν μῆνιν καὶ τὸ δεινὸν ὡς εἰκός, ὑβρεολόγιον τῆς κομμουνιστικῆς οἰκονομιστικῆς θεωρίας ἐξ ἴσου, ὡς καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν  προδοτῶν  τῆς πολιτικῆς ἐπαναστάσεως, τόσῳ δὲ μᾶλλον, καθ’ ὅσον οἱ  «προδόται»  ἐκεῖνοι καὶ οἱ  «μεσάζοντες»  οὗτοι συμπίπτουν εἰς τὰ αὐτὰ πρόσωπα: τοὺς ἡγέτας τῶν προλεταριακῶν ἐπαγγελματικῶν καὶ πολιτικῶν ὀργανώσεων, οἵτινες, εἶναι συντηρητικοὶ ὡς ἐκ τῶν θέσεων των ἀφ' ἑνός, ἔχουν δὲ ἀτομικὸν συμφέρον πρὸς διάσπασιν τοῦ προτεταριάτου ἀφ' ἑτέρου, ἵνα τοῦτο μὴ καταλάβη τὴν ἐξουσίαν, ὅποτε οὗτοι θὰ ἔχαναν τὰς θέσεις των, διότι θὰ κατελὰμβανον αὐτάς οἱ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ἐπαναστάσεως ἡγέται. Καὶ ὅτι μὲν ἡ οἰκονομιστική θεωρία ὑπεκφεύγει, ὡς εἰκός, νὰ ἐξηγήση τὸ φαινόμενον, εἶναι εὐνόητον. Ἀλλά ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ ἀναἰρεσιν αὐτῆς εἶναι φανερόν, ὅσον φανερὸν εἶναι, ὅτι καὶ ὁ οἰκονομισμὸς οὗτος τῶν προλεταριακῶν ὑποομάδων ἀποτελεῖ γεγονός, — τὰ σφάλματα δὲ ἔγκεινται εἰς τὰς θεωρίας καὶ οὐδέποτε εἰς τὰ γεγονότα, — γεγονὸς ἐξηγούμενον ἐκ τοῦ οἰκονομικοῦ διαφορισμοῦ, ὅσον φανερὸν εἶναι, ὅτι ἡ μῆνις καὶ αἱ ὕβρεις τῶν ἐπαναστατῶν οὐδὲν ἀπολύτως δύνανται νὰ ἐπιτύχουν ὡς πρὸς τὴν ἀναίρεσιν τοῦ γεγονότος, δύνανται δὲ μόνον νὰ χρησιμεύσουν ὡς δημοκοπικὸν σύνθημα πρὸς ἐξέγερσιν τῆς μάζης, ἵνα δι' αὐτῆς ἔλθουν εἰς τὴν ἀρχὴν αὐτοὶ καὶ δημιουργηθῆ ἐκ νέου τὸ αὐτὸ γεγονὸς μὲ ἄλλα  πρόσωπα, — ἤτοι ἵνα καταλάβουν τὰς θέσεις τῶν  « προδοτῶν»  ἀυτοί. Περὶ τῶν  γενικῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων  τοῦ προλεταριάτου, βλ. κατωτέρω.

Μία μοναδικὴ ἐξαίρεσις εἰς τὸν ἀτομιστικὸν τοῦτον ἀγώνα εἶναι τὸ φαινόμενον τῆς προλεταριακῆς ἐκείνης ὑποομάδος, ἥτις ἐκ καθαρᾶς ἀλληλεγγύης συμμετέχει εἰς ἀγῶνα, ἐκ τοῦ ὁποίου οὐδὲν ἔχει νὰ ὠφεληθῆ, τὸ πᾶν δὲ ἔχει νὰ χάση. Ἀλλά ἡ ἐξαίρεσις ἀκριβῶς αὕτη δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἑρμηνευθῆ διὰ τῆς οἰκονομικῆς θεωρίας, διότι ἀκριβῶς ἀποτελεῖ τὴν ἀναίρεσιν αὐτῆς.

Τοιαύτη λοιπὸν ἡ ἀντιθετικὴ σύνθεσις τοῦ προλεταριάτου ὡς οἰκονομικῆς κατηγορίας, ἐκ τῆς ἀπόψεως τῶν οἰκονομικῶν του συμφερόντων.

Ὅτι ταῦτα δὲν ἐξικνοῦνται πέραν τῆς ἱκανοποιήσεως αὐτῶν εἶναι φυσικόν, καθ’ ὅσον οὐδὲν φυσικὸν ὁρμέμφυτον ἀποτελεῖ τὸ κίνητρον τῶν οἰκονομικῶν διεκδικήσεων πλὴν τοῦ ἐνστίκτου τῆς αὐτοσυντηρήσεως, τοῦ ὁποίου ἡ δρᾶσις σταματᾶ εἰς τὴν ἱκανοποίησιν αὐτῆς, οὐδέποτε ἐξικνούμενον πέραν ταύτης. Ὅ,τι λοιπὸν ἀποτελεῖ τὸ κίνητρον τῶν  ταξικῶν  πράγματι ἀγώνων τοῦ προλεταριάτου ὡς κοινωνικοπολιτικῆς ὁμάδος πᾶν ἄλλο εἶναι παρὰ τὸ ἔνστικτον τῆς αὐτοσυντηρήσεως, ἤτοι τὸ οἰκονομικὸν ἐλατήριον. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ὁ μαρξισμὸς παρενθέτει ὅρους λίαν — καὶ σκοπίμως ἴσως — ἀσαφεῖς: Τὸ προλεταριᾶτον, κατὰ ταῦτα, ἀγωνίζεται ὄχι διὰ τὴν αὐτοσυντήρησίν του ἁπλῶς, ἀλλά  διὰ τὴν  ἀπελευθέρωσίν  του. Τὴν ἀπελευθέρωσιν του ὅμως ὁ μαρξισμὸς οὐδέποτε θεωρεῖ ὡς ἀπελευθέρωσιν ἀπὸ μόνης τῆς οἰκονομικῆς ἐκμεταλλεύσεως. Πρόκειται περὶ τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ προλεταρίου ἀπὸ πάσης ἀπόψεως: ἀπό τῆς  ἀπόψεως πρὸ παντός τῆς πολιτιστικῆς, ἥτις δύναται νὰ περιλαμβάνη καὶ ὅλας τὰς ἄλλας ἀπόψεις. Ὁ προλετάριος πρέπει νὰ παύση νὰ εἶναι μηχανὴ καὶ πρέπει νὰ γίνη ἄνθρωπος. Ὁ προλετάριος πρέπει νὰ παύση νὰ ὑποτιμᾶται ἐν τῇ κοινωνίᾳ καὶ πρέπει νὰ γίνη κοινωνικῶς — ὄχι ἁπλῶς νομικῶς — ἰσότιμος. Ταῦτα λοιπὸν καὶ κατὰ τὸν μαρξισμὸν ἀποτελοῦν τὸν σκοπὸν τοῦ ταξικοῦ ἀγῶνος τοῦ προλεταριάτου, ὄχι ὅμως ὡς οἰκονομικῆς τάξεως — ὡς ὁ μαρξισμὸς διδάσκει — ἀλλά ὡς κοινωνικοπολιτικῆς ὀργανώσεως: Ὅ,τι δηλαδὴ ἐνταῦθα καλεῖται ὁρμέμφυτον τῆς ὑπεροχῆς, διαστρεφὸμενον εἰς τὴν κάτω  τάξιν  εἰς ressentiment. Ἡ μαρξιστικὴ ἄποψις, ὅτι βάσις τῆς οἰκονομικῆς ἀνισότητος δὲν εἶναι ὁ φυσικὸς νόμος, ὁδηγεῖ βεβαίως τὸν μαρξισμὸν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ οἰκονομικὴ ἀνισότης δύναται νὰ  καταργηθῆ . Ἐκ τῆς οἰκονομιστικῆς ταύτης ἀπόψεως ὁ μαρξισμὸς ἄγεται εἰς τὴν ἰδέαν τῶν  γενικῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων  τοῦ προλεταριάτου, ἅτινα ἀκριβῶς  θὰ ὁδηγήσουν  εἰς τὴν  κατάργησιν  τοῦ οἰκονομικοῦ διαφορισμοῦ. Ἡ κατασκευὴ αὕτη σκοπεῖ τὴν ὑπερπήδησιν τῶν θεωρητικῶν δυσχερειῶν, αἵτινες προκύπτουν ἐκ τῆς ἀντιθέσεως τῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων τῶν προλεταριακῶν ὑποομάδων. Οὕτω διαπιστοῦται πρῶτον: ἡ γενικὴ ἐκμετάλλευσις πάντων τῶν προλεταρίων, ἀνεξαρτήτως τῆς ὑποομάδος εἰς ἥν ἀνήκουν, ἐν τῷ καπιταλιστικῷ συστήματι. Κοινὸς συνεπῶς ὁ οἰκονομικὸς ἐχθρός: ὁ καπιταλισμός. Δεύτερον δὲ ἐπιδιώκεται ἡ ριζικὴ ἀνατροπὴ τοῦ καπιταλισμοῦ καὶ ἡ ἀταξικὴ κοινωνία.

Εἷς ταῦτα δέον νὰ παρατηρηθοῦν:
1.—Ἡ ὕπαρξις γενικῆς ἐκμεταλλεύσεως τοῦ προλεταριάτου καὶ γενικῶν προλεταριακῶν συμφερόντων δὲν καταργεῖ τὴν ὕπαρξιν τῶν εἰδικῶν θετικῶν ἤ ἄμεσων οἰκονομικῶν συμφερόντων τῶν ἐπιμέρους προλεταριακῶν ὑποομάδων — γεγονὸς ἔχον τουλάχιστον ἴσην σημασίαν πρὸς τὰ  γενικὰ  (καὶ ἀφηρημένα) προλεταριακὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα. Μέχρι τοιούτου σημείου μάλιστα δύναται ἡ ἐκ τῶν μερικῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων προκαλούμενη διάσπασις τοῦ προλεταριάτου ν' ἀποβῆ ἀποφασιστική, — ὥστε νὰ ματαιώση ἤδη τὴν κομμουνιστικήν ἐπανάστασιν καὶ νὰ ματαιώνη αὐτὴν συνεχῶς εἰς τὸ μέλλον. Τὰ ἐπὶ μέρους λοιπὸν οἰκονομικὰ συμφέροντα τῶν προλεταριακῶν ὑποομάδων καὶ ἡ ἐκ τούτων διάσπασις τοῦ προλεταριάτου — ἔχουσα τὴν ρίζαν αὐτῆς ἐν τῷ οἰκονομικῷ διαφορισμῶ, ὅστις ὅμως ἔχει τὴν ρίζαν αὐτοῦ ἐν τῷ φυσικοκοινωνικῷ τοιούτῳ, — εἶναι παράγων ἐξ ἴσου τουλάχιστον σπουδαῖος, ὅσον τὰ  γενικὰ  ἤ ἀρνητικὰ ἤ ἔμμεσα συμφέροντα τοῦ προλεταριάτου.

2.—Διά ν' ἀνατραπῆ ὁ καπιταλισμὸς δὲν ἀρκοῦν τὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα, οὐδὲ τὰ γενικὰ τοιαῦτα, τοῦ προλεταριάτου, διότι ἅμα ὡς ταῦτα ἱκανοποιηθοῦν ἐν τῷ ἀστικῷ συστήματι, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ἁπλῶς τὴν οἰκονομικὴν ἤτοι ἀπό τῆς ἀπόψεως τῆς αὐτοσυντηρήσεως — παύουν ὑπάρχοντα. Ἐὰν δὲ ὁ μαρξισμὸς ὠθεῖ τὴν ἔννοιαν τῶν  γενικῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων  τοῦ προλεταριάτου μέχρι τοῦ σημείου, νὰ σημαίνουν ταῦτα ἀπόλυτον καὶ ἀπαραίτητον ἀνατροπὴν τοῦ καπιταλισμοῦ καὶ ἰδιοποίησιν τῶν μέσων τῆς παραγωγῆς ὑπό τοῦ προλεταριάτου, φανερὸν εἶναι, ὅτι εὐσχήμως εἰσέρχεται διὰ τοῦ παραθύρου εἰς τὴν μεταφυσικήν.  Ἅπασα ἡ ψυχολογία, ἡ ἱστορία καὶ ἡ κοινωνιολογία διδάσκει, ὅτι οὐδέποτε ἁπλῆ  ἐκμετάλλευσις  ἐπέφερε τὴν ἀνατροπὴν καθεστῶτος τινός, ἐὰν αὕτη δὲν συνεδυάσθη πρὸς ὡρισμένην τύφλωσιν αὐτοῦ, ὅπως ἱκανοποιήση τὰς ἀμέσους — μόνον — οἰκονομικάς ἀναγκας τῆς κάτω τάξεως, καὶ πρὸς κοινωνικὴν μείωσιν αὐτῆς καὶ ὅτι καὶ ἂν ἡ ἀνατροπὴ συνετελέσθη, οὐδέποτε ἐξέλειψεν ὁ οἰκονομικὸς διαφορισμός, ἀλλά ἐδημιουργήθη νέος τοιοῦτος. Τοῦτο ἀποδεικνύει ἀντιστρόφως τὸ ὡς ἄνω λεχθέν, ὅτι τὸ οἰκονομικὸν ἐλατήριον εἶναι παράλληλον πρὸς τὸ ἔνστικτον τῆς αὐτοσυντηρήσεως, τὸ ὁποῖον διαγράφει σαφῶς καὶ τὰ ὅρια αὔτοῦ, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται εἰς τὴν ἱκανοποίησιν τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν καὶ δὲν ἐξικνοῦνται πέραν ταύτης. Ἡ ἀνατροπὴ τοῦ καπισταλισμοῦ δὲν δύναται νὰ ἐξηγηθῆ συνεπῶς ἐκ τῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων, τὰ ὁποῖα αὔτη κατὰ πολὺ ὑπερβαίνει, ἀλλά ἐκ τοῦ ὁρμεμφύτου τῆς ὑπεροχῆς τὸ ὁποῖον εἶναι στοιχεῖον φυσικὸν καὶ ὄχι οἰκονομικὸν καὶ τὸ ὁποῖον παραμένει εἰς τὴν κυριαρχουμένην τάξιν (ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ ressentiment) παρὰ πάσαν ἱκανοποίησιν τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν αὐτῆς ὑπό τῆς ἀρχούσης τάξεως. Τὸ ὁρμέμφυτον τοῦτο, διαστραφὲν εἰς τὴν κάτω τάξιν εἰς ressentiment, παραμένει σταθερὸν καί αἰώνιον, ἀνεξαρτήτως τῆς διαβαθμίσεως αὐτοῦ ἀπό της ἁπλῆς κοινωνικῆς μειώσεως ὑπὸ τὴν μορφὴν τῆς ἡττοπαθείας, μέχρι τῆς ἐπαναστατικῆς ἐκρήξεως, καὶ ἀνεξαρτήτως τῆς διαβαθμίσεως τῆς φυσικῆς δυνάμεως αὐτοῦ πρὸς ἐπανάστασιν ἤ συνθηκολόγησιν.

Αὐτὰ ταῦτα, ἐξ ἄλλου, τὰ γενικὰ — ἤ ἀρνητικὰ ἤ ἔμμεσα — οἰκονομικὰ συμφέροντα τοῦ προλεταριάτου ἐπεκτεινόμενα — καθὼς προεξετάθησαν τὰ ὑποομαδικὰ συμφέροντα ἐν τῷ προλεταριάτῳ εἰς γενικὰ συμφέροντα αὐτοῦ — ἐγγίζουν τὰ γενικὰ συμφέροντα τῆς ἐθνικῆς οἰκονομίας, μετὰ τῆς ὁποίας ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστον σύνολον.

Ὅτι εὐημεροῦντος τοῦ κεφαλαίου εὐημερεῖ καὶ τὸ προλεταριᾶτον εἶναι ἀλήθεια οἰκονομικὴ παλαιὰ καὶ ἀναμφισβήτητος. Λέγομεν  οἰκονομικὴ  διότι κοινωνικῶς τὸ προλεταριᾶτον δύναται ν' ἀποβῆ, παρὰ ταῦτα ἐπαναστατικώτερον. Τοῦτο δὲ ἀκριβῶς, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀποδεικνύει, ὅτι οὐδεμία ἀντιστοιχία ὑπάρχει μεταξύ τοῦ οἰκονομικοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ παράγοντος. Διὰ νὰ μὴ ἀποβῆ τὸ προλεταριᾶτον ἐπανστατικώτερον ἕν μέσον μόνον ὑπάρχει: ἡ ἱκανοποίησις τοῦ  κοινωνικοῦ του αἰσθήματος, ἤτοι τοῦ ὁρμεμφύτου τῆς ὑπεροχῆς ἤ τουλάχιστον τῆς  ἰσοτιμίας. Τοιοῦτο μέσον λ.χ. ὑπῆρξεν ἡ ὑπὸ τῶν Γερμανῶν  «προδοτῶν»  καθιερωθεῖσα τῷ 1920 Δημοκρατία μὲ «κοινωνικὸν περιεχόμενον», λόγῳ τῆς ὁποίας τὸ προλεταριᾶτον
ἔμεινε πιστὸν εἰς τὴν συντηρητικὴν σοσιαλδημοκρατίαν ἐπὶ μίαν περίπου δεκαετίαν, παρ' ὅλον ὅτι ἡ οἰκονομικὴ αὐτοῦ κατὰστασις ἐν συνεχείᾳ ἐπεδεινοῦτο. Περιττὸν νὰ τονισθῆ, ὅτι ἡ ὀρθωτάτη αὕτη πολιτικὴ τῶν  « προδοτῶν»  ἐχαρακτηρίσθη ὑπό τῆς ἐπαναστατικῆς θεωρίας ὡς  ἐξαπάτησις  τοῦ προλεταριάτου, ἐνῷ τουναντίον ἀποτελεῖ φαίνεται, κατὰ τὴν θεωρίαν αὐτήν, ἐπιστημονικὴν ἀλήθειαν ἡ συστηματικὴ καὶ μετὰ ὕβρεων στρέβλωσις τῆς κοινωνικῆς νομοτελείας καὶ πραγματικότητος καὶ ἡ δημοκοπικὴ ἀγυρτεία τῆς  ἰσότητος [16]. Τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς, ὅπερ ἔπραξαν οἱ σοσιαλδημοκράται ἡγέται, ἔπραξε καὶ ὁ ἐθνικοσοσιαλισμός, ὅστις, ἀφοῦ ἐξηυτέλισε τὴν Δημοκρατίαν διὰ παντὸς μέσου, καταλαβών εἶτα τὴν ἐξουσίαν, ἀνεκήρυξε τὸ προλεταριᾶτον ὡς ἐθνικῶς — τούτεστι κοινωνικῶς — ὁμότιμον κοινωνικὴν τάξιν  τῶν  «δημιουργῶν»  κ.λπ., ἐπιδεινώσας ταυτοχρόνως τὴν οἰκονομικὴν αὐτοῦ κατάστασιν καὶ λαβών ἀθρόως τὰς ψήφους του κατὰ τὰς δύο ἐκλογάς, τὰς ὁποίας διενήργησεν. Οἱ ἁγνοί, ἀλλά  πτωχοὶ τῷ πνεύματι ἀνθρωπισταὶ καὶ ἰδεολόγοι, οἵτινες ἀγανακτοῦν διὰ τοιαύτας  ἀπάτας  εἰς βάρος δυστυχῶν ἀνθρώπων, ἀναχωροῦντες ὅλως αὐθαιρέτως ἀπό της ἀρχῆς, ὅτι ὁ ὀρθὸς χειρισμὸς τοῦ μηχανισμοῦ τῆς μάζης σημαίνει  ἀπάτην, ἤ ὅτι οἱ ἄνθρωποι  δέον  νὰ μὴ  ἐξαπατῶνται, ἔχουν ἀρκετάς ἀφορμάς ὅπως  μελαγχολήσουν. Πλὴν — ματαίως. Ἡ οἰκονομικὴ συμμαχία ὑποομάδων τοῦ προλεταριάτου μεθ' ὑποομάδων τοῦ κεφαλαίου κατὰ τῶν λοιπῶν ὑποομάδων τοῦ προλεταριάτου καὶ τοῦ κεφαλαίου ἀποτελεῖ φαινόμενον σύνηθες [17].

Ὁ παράγων αὐτὸς τῆς ἐθνικῆς ἑνότητος τοῦ προλεταριάτου μετὰ τῶν ἀντιπάλων του, ἤτοι τοῦ ὀργανικοῦ συστήματος τῆς ἐθνικῆς οἰκονομίας καὶ ὁ παράγων τῆς οἰκονομικῆς διασπάσεως τοῦ προλεταριάτου, κατέστησαν εἰς τους Γερμανοὺς προλεταριακοὺς ἡγέτας δυνατὴν τὴν  ἐξάτμισιν  τῶν  γενικῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων αὐτοῦ  (τῶν ἀγόντων δῆθεν εἰς τὸν κομμουνισμὸν) καὶ τὴν ἐγκατάστασιν ἀστικῆς δημοκρατίας.

Τὸ ἰσχυρότερον ἐπιχείρημα τῶν σοσιαλδημοκρατῶν ἡγετῶν τῷ 1919 κατὰ τῆς κομμουνιστικῆς ἐπαναστάσεως ἐν Γερμανίᾳ ἦτο, ὅτι ἐκ τοῦ ἀναποτρέπτου ἐμφυλίου πολέμου αἱ παραγωγικαὶ δυνάμεις καὶ ἡ οἰκονομία τῆς χώρας θὰ κατεστρὲφοντο, ὁλόκληρος δὲ ὁ γερμανικὸς λαὸς θὰ ἦτο καταδικασμένος εἰς τὸν ἐκ πείνης θάνατον. Τὸ αὐτὸ ἐπιχείρημα ἐπιρρίπτει εἰς τὸν ρωσσικὸν κομμουνισμὸν ὁ θεωρητικὸς ἀρχηγὸς τῶν  «προδοτῶν» Kautsky [18], τὸ αὐτὸ δὲ  «περιέργως»  ἐπεκαλέσθη καὶ ἡ δεξιὰ τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος τῆς Γερμανίας τῷ 1922, ὅτε ὑπὸ τῆς ἀριστερᾶς ἠξιοῦτο ἡ ἄμεσος ἐπανάστασις [19], καθ' ἥν ἔποχην τὸ Ροὺρ ἦτο κατειλημμένον ὑπό τῆς Γαλλίας, ἐξωπλισμένης τελείως ἔναντι μίας ἀόπλου Γερμανίας. Ἐπί τῆς ἐθνικῆς ἑνότητος πρὸς τὰ ἔσω καί πρὸς τὰ ἔξω βασίζεται τέλος καὶ ὁ λεγόμενος Σταλινισμὸς καὶ ὁ σημερινὸς Τιτοϊσμός:  « Σοσιαλισμὸς ἐν μιᾷ μόνη χώρα» [20].

Ποίαν ἀσάφειαν συνεπῶς ἐνέχει ἡ οἰκονομικὴ ἔννοια τοῦ  προλεταριάτου  εἶναι ἐξ ὅλων τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων φανερόν. Ἐκ τούτων ἕπεται:

1. Ὅτι οὐδὲν ἑνιαῖον καὶ ὁμοιογενὲς ἀντικειμενικὸν κοινωνικὸν σῶμα ὑπάρχει ὑπὸ τὴν ἔννοιαν « οἰκονομικὸν  προλεταριᾶτον».
2. Ὅτι  προλεταριᾶτον  εἶναι τὸ σύνολον τῶν κοινωνικῶς μειωμένων ἀνθρώπων ὅλων τῶν κοινωνιῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ ὅλων τῶν οἰκονομικῶν τάξεων, ἀνεξαρτήτως τῆς οἰκονομικῆς αὐτῶν καταστάσεως (ὑποκειμενικὸν καὶ ἀντικειμενικὸν προλεταριᾶτον).
3. Ὅτι τὸ προλεταριᾶτον εἶναι ἑνιαῖον μόνον ἐν τῇ ἀρνήσει τοῦ καθεστῶτος.
4. Ὅτι τὸ προλεταριᾶτον τοῦτο — κινούμενον ὑπό τοῦ ressentiment, ἤτοι ὑπό τοῦ συναισθήματος τῆς κοινωνικῆς του μειώσεως, τὸ ὁποῖον καὶ μόνον ἀποτελεῖ τὸν συνεκτικὸν αὐτοῦ δεσμόν, — κατέχει ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῷ τὴν θέσιν τῆς ἐπαναστάεσως. Καὶ δή: α) ὡς ἐπαναστατικὴ ὁμὰς (ὠργανωμένον προλεταριᾶτον, δηλαδὴ ἡ ἡγεσία)• β) ὡς ἐπαναστατικὴ μᾶζα.

Ἡ μᾶζα συντίθεται ἐκ τοῦ ἀντικειμενικοῦ καὶ ἐκ τοῦ ὑποκειμενικοῦ προλεταριάτου.

( συνεχίζεται ἐδῶ ... )

[1] Marx: Der Bürgerkrieg in Frankreich. Τοῦ αὐτοῦ: Der 18 Brummaire des Louis Bonaparte.  Τοῦ αὐτοῦ: Revolution und Konterrevolution in Deutschland.

[2] Lenin:  Staat und Revolution. Ό Lenin εἶναι, ὡς γνωστόν, καὶ εἰσηγητὴς τοῦ ὅρου  «ἐργαζόμεναι μᾶζαι»  (die werktätigen Massen), διὰ τοῦ ὁποίου ἀντικαθιστῷ ἀκριβῶς ὅπου δεῖδηλαδὴ ὅπου πρόκειται περὶ τῆς μάζης, ἐν διακρίσει πρὸς τὴν ἐπαναστατικὴν ὁμάδα, ἤτοι πρὸς τὸ ὠργανωμένον προλεταριᾶτοντὸν λίαν στενόχωρον κατὰ τὴν αὔστηραν μαρξιστικὴν ἔνοιαν ὅρον «προλεταριᾶτον». Trotzky: Τerrorismus und Kommunismus κ.λπ.

[3] Kautsky: Die soziale Revolution. Τοῦ ἰδίου: Das Erfurter Programm. Τοῦ ἰδἰου: Die proletarische Revolution. Πρβλ. Lenin: Die proletarische Revolution und der Renegat Kautsky.

[4] Πρβλ. Κ. Kautsky: Τerrorismus und Kommunismus. Καταὐτοῦ βλ. τὸ πνευματωδέστατον ἔργον τοῦ Trotzky• Τerrorismus und Kommunismus, Anti- Kautsky.

[5] Πρβλ. σχεπικὸν χρονολογικὸν πίνακα ἀνόδων καὶ καθόδων τοῦ ἐργατικοῦ κινήματος παρὰ Sombart. Der proletarische Sozialismus II, ὡς περὶ τῆς δυνάμεως τῶν ἐργατικῶν ὀργανώσεων Μises, Liberalismus. Τοῦ αὐτοῦ: Antimarxismus, Michels, Die politischen Parteien κ.λπ.

[6] Lenin:  Staat und Revolution. Τοῦ αὐτοῦ: Die Diktatur des Proletariats und der Reneget Kautsky κ.λπ. Τὸ αὐτὸ πνεῦμα ὡς πρὸς τὸν καπιταλισμὸν διέπει τὸ ἔργον τοῦ Lenin: Der Imperialismus als jüngste Etappe des Kapitalismus. Πρβλ. ἐπίσης Trotzky: Terrorismus.

[7] Πρβλ. Henry de Man: Προβλήματα τοῦ ἀντιφασισμοῦ,  Σοσιαλιστική Ἐπιθεώρησις, Ἀθῆναι 1934, κ.λπ. Ἐκ τῶν παλαιοτέρων ἔργων σημασίαν ἐξαιρετικὴν κατέχουν ἐνταῦθα F: Oppenheimer: Der Staat, Hans Kelsen: Sozialismus und Staat (ἀπάντησις εἰς τοῦτο: Max Adler: Staat und Marxismus), Friedrich Lenz: Marxismus und Staat, ἐκ τῆς ἰδεαλιστικῆς σχολῆς Stammler: Wirtschaft und Staat. R. Michels: Die politischen Parteien der Gegenwart. Παναγ. Κ. Κανελλοπούλου: Ὁ ἄνθρωπος καὶ αἱ κοινωνικαὶ ἀντιθέσεις, Ἔνθα καὶ πολλαὶ τῶν σχετικῶν θεωριῶν, Ε. Λεμπέση: Ὁ τραστοκαρτελλικὸς καπιταλισμός. ( Πoλ. Φύλλα, 1931) κ.λπ.

[8] Πρβλ. σχετικῶς Π. Κανελλοπούλου: Ὁ ἄνθρωπος καὶ αἱ κοινωνικαί ἀντιθέσεις. Τοῦ αὐτοῦ: Κάρολος Μάρξ.

[9] Πρβλ. Ψυχολογία τοῦ ressentiment.

[10] Πρβλ. Ψυχολογία τοῦ ressentiment.

[11] Πρβλ. Oppenheimer, op. cit.

[12] Gumplowicz: Soziologie. Oppenheimer: System der Soziologie. Weiser: Das Gesetz der Macht.

[13] Χαρακτηριστικὸν εἶναι ἐν προκειμένῳ τὸ σχετικὸν σπανιώτατον εἰς εἰλικρίνειαν χωρίον τοῦ κομμουνιστοῦ θεωρητικοῦ Eugen Varga: Die Niedergangsperiode des Kapitalismus, (Vorwort), σοβαρώτερον παντὸς  «διαλεκτικοῦ» τραγέλαφου. Πρβλ. σχετικῶς Ε. Λεμπέση: Ὁ τραστοκαρτελλικὸς καπιταλισμός, εἰς  Πολιτικὰ Φύλλα, 1932 καὶ τοῦ αὐτοῦ: Σύγχρονα προβλήματα τοῦ καπιταλισμοῦ. Geiger, 157/8.

[14] Ε. Λεμπέση: Σύγχρονα προβλήματα τοῦ καπιταλισμοῦ. Π. Κανελλοπούλου: Ὁ ἄνθρωπος καὶ αἱ κοινωνικαὶ ἀντιθέσεις. Geiger: 44, 45, 46, 50, 70, 71, 72. Sombart: Μοd. Kapitalismus. Τοῦ αὐτοῦ: Der proletarische Sozialismus, II: Henry de Man: Au dela du Marxisme. Delewski: Antagonismes sociaux et antagonismes proetariens.

[15] Mises: Leberalismus. Μises: Interventionismus.

[16] Ε. Λεμπὲση: Σύγχρονα προβλήματα τοῦ καπιταλισμοῦ. Π. Κανελλοπούλου: Ὁ ἄνθρωπος καὶ αἱ κοινωνικαὶ ἀντιθέσεις.

[17] Ε. Λεμπὲση Σύγχρονα προβλήματα τοῦ καπιταλισμοῦ. Π. Κανελλοπούλου: Ὁ ἄνθρωπος καὶ αἱ κοινωνικαὶ ἀντιθέσεις.

[18] Πρβλ. Κautsky: Die Diktatur des Proletariats. Τοῦ αὐτοῦ: Τerrorismus und Kommunismus.

[19] Trotzky: Die Lehren des Oktober.

[20] Βλ. Trotzky: La Revolution permanenete. Stalin: Leninismus. Περί τῆς ἐπιρροῆς καὶ τοῦ ρόλου τοῦ καθαρῶς πολιτικοῦ παράγοντος καὶ τοῦ ἐξωτερικοπολιτικοῦ -γεωγραφικοῦ πρβλ. ἰδίᾳ Hans Kelsen: Staat und Sozialismus. Friedrich Lenz: Staat und Marxismus. Κ. Δ. Καραβίδα: Ἡ κοινοτικὴ πολιτεία. Arthur Dix: Politische Geographie. Ἐκ τῶν παλαιοτέρων. Gumplowicz: Soziologie und Politik. Μachiavelli: Il principe. Geiger: 108 ἐπ. Sombart: Moderner Kapitalismus. Τοῦ αὐτοῦ: Prol. Soz. Μνεία τῶν παραγόντων τούτων ἐν συναρτήσει πρὸς τὰ σύγχρονα προβλήματα τοῦ καπιταλισμοῦ εἰς Ε. Λεμπέση, ἔνθ. ἀνωτέρω και πάλιν Lenin: Wie werden die Bolschewiki die Staatsmacht behaupten? Τοῦ αὐτοῦ: Staat und Revolution. Τοῦ αὐτοῦ: Imperialismus. Trotzky: Τerrorismus

3 σχόλια:

  1. Σας έγραψα αυτό, ελπίζω να σας αρέσει.

    Ενώ ο Γεράσιμος Κακλαμάνης ανέλυσε τη "νεοελληνική ιδεολογία" από σκοπιά ελληνική, o Ευάγγελος Λεμπέσης μιλάει για την "κοινωνία". Μα, ποια κοινωνία ; Θα μπορούσαμε να τους συγκρίνουμε με αυτό που έγραψε ο Βιλαμόβιτς για τους Αθηναίους, σε σχέση με τον Αριστοτέλη : o Αριστοτέλης είδε την τραγωδία σαν ένας ξένος, σαν επιστήμων, σαν κάτι το αφηρημένο, γι αυτό και πάσχισε να την ορίσει. Μα οι Αθηναίοι, τον καλό καιρό, βέβαια, δεν την έβλεπαν έτσι ! Η τραγωδία ήταν γι αυτούς μια γιορτή, ένα φεστιβάλ (με τη θυσία ενός τράγου, λένε) που γινότανε κάθε χρόνο στην πλαγιά της Ακρόπολης. Μπορούμε να τους φανταστούμε σαν Αθηναίους και τους δυο, να περπατάνε προς το θέατρο του Διονύσου τη μέρα της πρώτης παράστασης, με το μπαστούνι στο χέρι. Ο Αθηναίος Κακλαμάνης λέει - Βαγγέλη μου, αυτό το κράτος των Αθηνών δεν είναι δικό μας, γιατί το δικό μας κράτος δεν μπορεί να μάς ζητάει. Δεν είναι κατάσταση αυτή. Μήπωςιπρέπει να κάνουμε κάτι ; Ο Αθηναίος Λεμπέσης του λέει - Άκου να δεις, Γεράσιμε, εγώ έχω φύγει από αυτό το κράτος και βρίσκομαι πλέον στην κοινωνία του Αριστοτέλη. Μα τι να τον κάνουμε τον Αριστοτέλη, Βαγγέλη μου ; Λέει ο Λεμπέσης ο μαρξισμός είναι επαναστατική θεωρία. Δεν είναι επιστήμη της κακιάς ώρας, ψευτοαριστοτελική. -Μα τι πάει να πει, θεωρία επαναστατική; Εντάξει,μπορεί να μην είναι επιστήμη, αλλά είναι θεωρία, έτσι δεν είναι ; - Ε, εδώ είναι το θέμα. Λέει ο αδαής, ο αφιλοσόφητος, ο τυφλός, όλα αυτά είναι λέει θεωρίες - πράγματα, δηλαδή, για να περνάει την ώρα του.Έτσι εννοεί. Αλλού είναι λέει η πράξη, λέει, νομίζει, ο χαζός. Κι αν είναι αργά, τού μένει η θεωρία σαν ναρκωτικό, σαν κομπολόι. Μα,άνθρωπέέ μου, η έξοδος από τη θεωρία είναι το χειρότερο ναρκωτικό. Εγώ σού λέω, Γεράσιμε,η ζωή έχει τάξη, και η αταξία υπάρχει μόνο στον εγκέφαλο όλων αυτών που μπερδεύουνε την αταξία του εγκεφάλου τους με τη ζωή. Ποιος σάς είπε βρ ,κουτορνίθια ότι η επανάσταση δεν είναι θεωρία ; Και ποιος σας είπε ότι η θεωρία δεν είναι πράξη ; Τι πα να πει πράξη, βρε ! Δεν πα να πει τίποτα !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "...Ἀλλὰ ὑπάρχη μία περίπτωση κριτικῆς πού πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε ἰδιαίτερα, γιατί εἶναι μεστὴ πολλαπλῶν συμπερασμάτων. Εἶναι δηλαδὴ τέτοια, πού ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τῆς μονίμως συγκεχυμένης περὶ «Ἔθνους» συνείδησης, ὅταν ἐπιχειρῆ νὰ ἐφαρμόση κριτήρια ξαστοχεῖ κατ’ ἀνάγκην. Περιπτώσεις κριτικῆς μὲ κριτήρια καὶ μεθόδους, προσωπικῶς τουλάχιστον ξὲρομε μόνο δύο: τὴν θεωρία τῶν αἰσθητικῶν μοντέλλων τοῦ Γ. Ἀποστολάκη γιὰ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ μιὰ κριτικὴ πού ἔγραψε ὁ Εὐ. Λεμπέσης γιὰ τὸν Σκαρίμπα. Καὶ σ’ αὐτὴ θέλομε εἰδικὰ νὰ ἀναφερθοῦμε, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὰ ἐφαρμοζόμενα κριτήρια εἶναι κοινωνιολογικά. Ὁ Λεμπέσης εἶναι ξεχωριστὴ πνευματικὴ περίπτωση τοῦ μεσοπολέμου καὶ ἀκραῖον ὅριο. Ἡ διαφορά του μὲ τοὺς πανεπιστημιακοὺς τοῦ καιροῦ του ἔγκειται στὸ ὅτι «τὸ πνευματικὸν κυκεῶνα τῆς πρώτης μεταπολεμικῆς Εὐρώπης καὶ δὴ ἐν Γερμανίᾳ », ὅπου κατὰ τὴν ἔκφραση του εὑρέθηκε, προσπάθησε τουλάχιστον νὰ τὸν τιθασεύση. Τὸ μειονέκτημα ὅμως τοῦ Λεμπέση εἶναι ὅτι πιστεύει στὴν Ἑλλάδα, χωρὶς αὐτὴ ἡ ἔννοια νὰ τὸν ἀπασχόληση κοινωνιολογικῶς βαθύτερα. Ἡ βασικὴ παρανόηση του εἶναι — καὶ τοῦτο προσδίδει στὸ ἔργο του θεωρητικῆς μόνο ἀξίας περιεχόμενο —, ὅτι αὐτὸ πού ἀπὸ τὴν μεταπολεμικὴ κοινωνιολογικὴ ἔρευνα τοῦ τρίτου κόσμου γνωρίζομε σήμερα ὡς αἰτιοκρατικὴν κλεπτοκρατία, γιὰ τὸν Λεμπέση ὀνομάζεται «ἄρχουσα τάξις». Αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ παρανόηση πού ὁδηγεῖ καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες. Τὸ Ressentiment π.χ. δὲν ἔχει νόημα ὡς ἐργαλεῖο μεθόδου σὲ χῶρες σὰν τὴν Ἑλλάδα. Αὐτὸ πού χαρακτηρίζει τὶς σημερινὲς τριτοκοσμικὲς χῶρες, ἀλλά στὴν Ἑλλάδα ἰσχύει ἐξ ἀρχῆς λόγῳ τῆς λιβανοειδοῦς μορφῆς καὶ τῆς ἀεθνοῦς ὑποστάσεώς της, εἶναι ἡ ἀδιαφορία τῶν λαϊκῶν μαζῶν καὶ κανένα αἴσθημα Ressentiment. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕνα οὐσιῶδες ἱστορικὸ πρόβλημα. Ὅλες οἱ τριτοκοσμικὲς σήμερα χῶρες, δηλαδὴ οἱ λαοί τους, δὲν ἐκδηλώνουν κανένα εἶδος Ressentiment γιὰ τὶς ἡγεσίες των — πού πάρα πολὺ καλὰ ξέρουν — ἀλλά βαθύτατη ἀδιαφορία, ἡ ὁποία ἐκφράζεται διὰ πλήρους οὐδετεροποιήσεως ἔναντι τοῦ Κράτους. Οὐδεὶς ἐνδιαφέρεται, οὐδεὶς δουλεύει, μεριμνῶντες ἁπλῶς μέσα σὲ ἕνα διαρκὲς κοινωνικὸ Konflikt πού διεξάγεται πέριξ τοῦ κράτους καὶ τῆς διοικήσεως πώς θὰ βουτήξη ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον (ὁ λαὸς ἀπὸ τὴν ἡγεσία καὶ ἀντιστρόφως). Αὐτὸ στὴν Ἑλλάδα ἀποτελεῖ διαρκῆ κατάσταση, ἐκδηλούμενη μὲ τὶς «ἀπεργίες». Οἱ ὁποῖες, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει παραγωγή, δὲν ἐκφράζουν πολιτικῶς συγκροτημένα αἰτήματα, ἀλλά τὴν ἐκ πολιτικῆς ἀδιαφορίας — συνεπῶς κανένα αἴσθημα Ressentiment, πού πολιτικῶς ἑνώνει — ἐπαιτητική ἐκδήλωση πού προείπαμε, μέσα σὲ μιὰ κατάσταση κοινωνικῆς συνανοχῆς («θὰ διοικῆς ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ τρώω»). Ὁ κάθε ἀπεργὸς ἀπεργεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐκδικητικά, καὶ ἂν μποροῦσε θὰ ἔκλεβε- δὲν λειτουργεῖ πολιτικὰ ὑπὸ τὴν ἰδεολογικὴν ἐκλογίκευση ἑνὸς κοινοῦ (ἄρα ἑνωτικοῦ) κοινωνικοῦ συναισθήματος Ressentiment..."


    Τό παραπάνω εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Γεράσιμου ἀπό τό Η ΕΛΛΑΣ ΩΣ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ. Στό σχετικό κεφάλαιο ἀσχολεῖται μέ τήν οὐσιαστική ἀνυπαρξία λογοτεχνίας στήν Ἑλλάδα, παρά τούς ὄγκους ἐκδόσεων πεζῶν καί ποιημάτων. Παρεμπιπτόντως, γιά τόν Κακλαμάνη, ὅσον ἀφορᾷ στίς τριτοκοσμικές χῶρες ὅπως ἡ Ἑλλάδα, ἡ λογοτεχνία ἀποτελεῖ δείκτην ὑπαναπτύξεως. Καί αὐτό ἐλλείψει ἐπιστημονικῆς σκέψης. Στό ἴδιο κεφάλαιο ἐντάσσει κάποιες σκέψεις πάνω στήν κριτική τοῦ Λεμπέση γιά τόν Σκαρίμπα. Μόλις τελειώσω τήν ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΖΑ θά ἀναρτήσω τό σχετικό ἀπόσπασμα.

    Νομίζω πάντως ὅτι ἡ περί μάζης θεωρία τοῦ Λεμπέση μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ καί στήν Ἑλλάδα μιά χαρά, ὄχι ὡς καταφάσκον παράδειγμα ( γαλλική ἐπανάσταση, ὀκτωβριανή, Χίτλερ, κ.λπ), ἀλλά ὡς ἀντιπαράδειγμα ἐπιβεβαιωτικόν τῆς θεωρίας του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Περιμένουμε λοιπόν τη συνέχεια και των δύο. Ωστόσο η αδιαφορία της τριτοκοσμικής μάζας θα μπορούσε να θεωρηθεί τρόπον τινά επαναστατική, ζωοποιός δύναμη. Αντίθετα η επαναστατική θεωρία και πράξη που προέρχεται από τη θεωρία σαν μια επιτάχυνση που δεν είναι παρά το ίδιον της καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης, την οποία υποτίθεται προσπαθεί να στρέψει προς το συμφέρον του προλεταριάτου.

    Ο Μπέρτραντ Ράσσελ όταν πήγε στη Ρωσία να δει τον Λένιν, τού φάνηκε όχι σαν επαναστάτης αλλά σαν πεισματάρης καθηγητής. Αντίθετα όταν είδε μια ομάδα μουζίκων που περίμεναν μέρες ολόκληρες στις όχθες ενός ποταμού μέχρι να επισκευαστεί η γέφυρα και να περάσουν απέναντι, τού φάνηκαν αυτοί οι μόνοι αληθινοί κάτοικοι της Ρωσίας. Οι τσιγγάνοι που τώρα δεν ξέρω γιατί τάχουνε βάλει μαζί τους είναι το αντίστοιχο των μουζίκων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή