"…Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι ἕνα ταξίδι καὶ μία βιογραφία,
Ὁ χῶρος εἶναι ὁ κόσμος πού ἀνοίγεται πέρα ἀπὸ τὸ Βόσπορο καὶ τὶς Συμπληγάδες- ὁ κόσμος τῆς Μαύρης θάλασσας- Ὁ ἥρωας ἀνήκει στὴν τελευταία γενιὰ τῶν Ἑλλήνων τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Γεννήθηκε τὸ 1899 σ’ ἕνα θρακικὸ χωριὸ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας- Οἱ περιπέτειες του ἀρχίζουν τὸ 14, μετὰ τοὺς Βαλκανικούς, ὅταν, μαθητὴς ἀκόμα, δίχως πατρίδα καὶ περιουσία, πῆγε στὴ Ρουμανία νὰ δουλέψει- Ὁ Πρῶτος Πόλεμος τὸν βρῆκε στὴν Κωνστάντζα. Ἔφυγε γιὰ τὸ Γαλάτσι. Τὸ μέτωπο ἔσπασε. Ἀπὸ τὸν Δούναβη βρέθηκε στὸν Δόν. Μπερντιάνσκα στὴν Ἀζοφική. Ξέσπασε ἢ Ὀκτωβριανὴ Ἔπανάσταση. Νοβορωσίσκ. Οἱ Λευκορῶσοι ὑποχωροῦν, οἱ Ἄγγλοι ἀποχωροῦν. Ἀπὸ τὸν Καύκασο βρέθηκε στὴν Πόλη λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Καταστροφή. Κωνστάντζα ὡς τὸ 44. Βουκουρέστι μετὰ τὸν Δεύτερο Πόλεμο. Ὥσπου, τὸ 1950, ἐγκαταλείποντας πιὰ τὴ Μαύρη Θάλασσα, ἔφτασε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ δυὸ μικρὰ παιδιὰ στὸν ρουμάνο-προσφυγικὸ καταυλισμὸ τοῦ Λαυρίου. Ἡ μεταπολεμικὴ Ἑλλάδα: ἕνας νέος κι ἄγνωστος κόσμος. Στὰ πενήντα ἕνα του χρόνια, ὁ πολυταξιδεμένος μεγαλέμπορος, ἀρχίζει γιὰ ἕβδομη φορὰ τὴ ζωή του ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἀγρότης στὸ Κορωπί.
Ἡ ἱστορία εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀληθινὴ καὶ βασίζεται στὴν αὐτοβιογραφία τοΰ Γιάνκου Δανιηλόπουλου…
…Γεννήθηκα στὴν Ἀθήνα, τὸ 1949. Ἀνήκω στὴ γενιὰ τῆς ἀναδίπλωσης μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν κρατικῶν ἐθνικισμῶν καὶ τὸ κλείσιμο τῶν συνόρων. Στὴ γενιὰ πού στερήθηκε τὰ μεγάλα ταξίδια κι ἔχασε τὴ συνείδηση τῆς ἀπεραντοσύνης τοῦ παλιοῦ ἑλληνικοῦ ὁρίζοντα. Ἡ ἀντικατάστασή του ἀπὸ τὸ στεῖρο ἑλληνοκεντρισμό, ποὺ μᾶς φουσκώνει τὰ μυαλά, μὲ ἀπωθοῦσε πάντα. Ἢ βαθύτατη ἄγνοια κι ὁ ἀθεράπευτος νεοελληνικὸς ἐπαρχιωτισμὸς μὲ ἐξόργιζε. Ἄρχισα νὰ ταξιδεύω καὶ νὰ διαβάζω προσπαθώντας νὰ βρῶ μίαν ἄκρη, γιὰ ν' ἀποκαταστήσω αὐτὸ πού ἔνοιωθα χαμένο.
Ἂν ζοῦσα τὸν καιρὸ τῶν Σουλτάνων θὰ γινόμουν περιπλανώμενος παραμυθὰς νὰ διηγοῦμαι στοὺς καφενέδες αὐτὰ πού εἶδα κι ἔμαθα. Μὰ κανεὶς δὲν ξεφεύγει εὔκολα ἀπὸ τὸν περίγυρο καὶ τὰ πατροπαράδοτα. Ἔτσι τὸ πρῶτο μου κείμενο δημοσιεύτηκε στὴ «Μεσημβρινὴ» στὶς 23/11/63. Ὅμως ἡ δύναμη καὶ ἡ γοητεία τοῦ προφορικοῦ λόγου καὶ ἡ δυνατότητα τῆς προσωπικῆς ἐπαφῆς μὲ τραβοῦσαν ἀλλοῦ. Ἀπὸ τὸ 1970 ἄρχισα νὰ ξεναγῶ, ξένους πρῶτα κι ἀργότερα μόνον Ἕλληνες, κι ἀπὸ τὸ 75 καὶ πέρα διοχέτευσα ἕνα μέρος τῆς δουλειᾶς μου σὲ ραδιοφωνικὲς παραγωγές, ὥσπου πιὰ κατάλαβα πώς βρῆκα τὴν ἄκρη: θὰ μιλῶ καὶ θὰ γράφω ταξιδεύοντας τοὺς ἀκροατὲς καὶ τοὺς ἀναγνῶστες στὸν κόσμο ποὺ γνώρισα κι ἀγάπησα.
Ὑπάρχει λοιπόν, ἀκόμα κάποιος χῶρος γιὰ τοὺς περιπλανώμενους παραμυθάδες. Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ἂς φροντίζουν ἄλλοι..."
Αὐτά γράφει η Μαριάννα Κορομηλᾶ στό ἐσώφυλλο του βιβλίου της « Εὐτυχισμένος πού ἔκανε το ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα» καί τοῦ ὁποίου τόν πρόλογο διαβάζουμε παρακάτω. Ταξίδι και βιογραφία λοιπόν. Καί συμπληρώνοντας θά πῶ, ὅτι εἶναι καί μιά περιπλάνηση σέ μιά από τίς γοητευτικότερες, πλουσιότερες καί ζωντανές περιοχές τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, τίς ὁποῖες μαράζωσε ἕνα συνοθύλευμα «δυτικῶν» θεωριῶν ὅπως: ἐθνικισμός, ἀνθρώπινα δικαιώματα, ἐλεγχόμενη πολυπολιτισμικότητα ἐπιχορηγούμενη και ἐπιδοτούμενη ἀπό τά πάνω, πρόοδος, ἀνάπτυξη καί δέν συμμαζεύεται…Ἔτσι, ἀπό ζωντανό ἐργαστήρι πολιτισμῶν, πολιτιστικῆς ἐπαφῆς ἀποδοχῆς τοῦ διαφορετικοῦ καί φυσικῆς, συνειδητῆς ἀεθνίας ἀπό τά κάτω, κομματιάσθηκαν, ρημάχθηκαν, στράφηκε ὁ ἕνας λαός ἐναντίον τοῦ ἄλλου, μέ μυαλά παραζαλισμένα ἀπό τήν ἀνέξοδη «ἐθνική» ὑπερηφάνεια καί τά ἀνιστόρητα « ἐθνικά» μίση. Κάποιοι συνεχίζουν νά τρίβουν τά χέρια τους. Μερικοί ἀπροκάλυπτα τό σβήνουν τό παρελθόν. Κάποιοι ἄλλοι τό ἔχουν σάν εἰκόνισμα ἤ πιάνονται καί προσπαθοῦν νά κρατηθοῦν ἀπό αὐτό. Τό παρελθόν ὅμως δέν εἶναι οὔτε γιά νά περιορίζεται στά μουσεῖα καί νά γίνεται ἀντικείμενο μελέτης ὥστε νά προκύψουν τά προαποφασισμένα συμπεράσματα τῆς κάθε ἐξουσίας. Οὔτε γιά νά στήνονται πανηγυρτζίδικες ἐκδηλώσεις στίς ὁποῖες θα φουσκώνουν σάν γαλλιά μέ δανεικό λειρί τά ὑποχείρια αὐτῆς τῆς ἐξουσίας ἀπονέμοντας τόν τίτλο τοῦ πουλημένου σέ ὅποιον ἔχει διαφορετική ἄποψη γιά τά πράγματα.
Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη ἐκδοχή ἐνάντια στήν ἐκδοχή πού βλέπει τό ἱστορικό παρελθόν σάν καταναλωτικό προϊόν ἤ σάν προπαγανδιστικό ἐργαλεῖο πολλαπλῆς χρήσεως. Το παρελθόν ὑπάρχει καί μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο νά τό προσεγγίσουμε, γι' αὐτό πρέπει, παρά τις περί τοῦ ἀντιθέτου προσπάθειες, νά ἐπανακαλύπτεται - κάτι δηλαδή σάν αὐτό πού ἔχει κάνει ἡ Μαριάννα Κορομηλᾶ μέ τό ἔργο της- καί κατόπιν νά ἑρμηνεύεται.
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ( Πρόλογος)-1989
( μέ κλίκ πάνω στίς εἰκόνες φαίνονται καθαρά οἱ ἀντιστοιχίες τῶν ὀνομασιῶν τῆς ἀρχαιὀτητας μέ τήν σημερινή ἐποχή)
Εἶναι δύσκολο νὰ περιγράψει κανεὶς τὴ Μαύρη Θάλασσα σὲ κάποιον πού γεννήθηκε στὴ Μεσόγειο, καὶ μάλιστα στὴν Ἀνατολική. Ἀκόμα δυσκολοτερο ὅμως εἶναι νὰ μιλήσει γιὰ τούτη τὴν ἀπέραντη κλειστὴ θάλασσα σὲ κάποιον Ἕλληνα συνηθισμένο στὴν ἀκτοπλοΐα. Θάλασσα γι’ αὐτὸν σημαίνει φῶς, διάφανα νερά, φιλόξενοι ὅρμοι, καλοὶ λιμένες, ἄπειρα νησιὰ καὶ νησίδες, σύντομα περάσματα, κοντινὲς ἀποστάσεις.
Μόνο μιὰ λέξη μπορεῖ ἴσως νὰ χαρακτηρίσει τὰ αἰσθήματα πού νιώθουμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀντικρύζοντας τὸν Πόντο: δέος. Δέος γιὰ τὸν Ὠκεανὸ πού ἀνοίγεται σιωπηλός, βαθυχρωμος, ἀτελεύτητος· δίχως ἥλιο, δίχως νησιά, δίχως σημεῖο ὁρατὸ στὸν ὁρίζοντα. Ἐδῶ τὰ μεγέθη καὶ οἱ ἀποστάσεις, οἱ φυσικοὶ νόμοι κι ὁ χαρακτήρας τοῦ τόπου δὲν ἔχουν καμιὰν ἀντιστοιχία μὲ τὸν δικό μας κόσμο· ξεπερνοῦν κατὰ πολὺ τὸ μέτρο πού χαρακτηρίζει τὴ φυσιογνωμία τοῦ ἑλληνικοῦ γεωγραφικοῦ χώρου. Ἐδῶ, πέρα ἀπὸ τὶς Συμπληγάδες, ἀνοίγεται ἕνας ἄλλος κόσμος, στοὺς ἀντίποδες τοῦ δικοῦ μας κόσμου, τῆς δικῆς μας σκέψης, τῆς δικῆς μας ἀντίληψης γιὰ τὰ πράγματα.
Βρισκόμαστε σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ θάλασσα πού καταλήγει σὲ δυὸ πορθμοὺς τόσο στενοὺς ὥστε ἀκόμα καὶ βόδια νὰ μποροῦν νὰ τοὺς διαβοῦν, καθὼς τὸ μαρτυράει καὶ τὸ ὄνομά τους. Στὰ βορειοανατολικά της ὁ Κιμμέριος Βόσπορος —τὸ στενό του Κέρτς— ὁδηγεῖ στὴ Θάλασσα τοῦ Ἀζόφ, μιὰ μικρὴ καὶ ρηχὴ θάλασσα πού οἱ Ἕλληνες ὀνόμασαν Μαιώτιδα λίμνη καὶ μητέρα τοῦ Πόντου. Στὰ νοτιοδυτικά της ὁ Θρακικὸς Βόσπορος ὁδηγεῖ στὴν Προποντίδα ἡ Θάλασσα τοῦ Μαρμαρά. Αὐτή, μὲ τὴ σειρά της, περνώντας τόν' Ἑλλήσποντο —ἢ στενὰ τῶν Δαρδανελλίων— χύνεται στὸ Αἰγαῖο.
Βοὸς-πόρος, δηλαδὴ τὸ στενὸ ἀπ’ ὅπου πέρασαν κάποτε τὰ βόδια ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴν Εὐρώπη, ἤ ἴσως καὶ τὸ ἀνάποδο, ὀνομάζεται ὁ πορθμὸς πού χωρίζει δραματικὰ τὶς δυὸ ἠπείρους — ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ θαυμάσια ὅσο καὶ ἄτιμα θαλασσινὰ περάσματα τοῦ κόσμου.
Στενόν, Ρεῦμα καὶ Κατάστενον τὸν ἀποκαλοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καὶ οἱ Βυζαντινοί. Σταμποὺλ-Μιτογάζιτσι καὶ Καραντενὶζ-Μπογάζιτσι τὸν λένε οἱ Τοῦρκοι.
Γιὰ ὅσους δὲν ἔτυχε νὰ τὸν διαβοῦν πρέπει νὰ δώσουμε, ὄχι μόνο τὰ στοιχεῖα του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐντύπωση πού ἔχει κανεὶς διαπλέοντας τὸν ἀκόμα καὶ σήμερα, πού ἔρχεται ἡ πλοηγίδα καὶ παραλαμβάνει τὸ καράβι γιὰ νὰ τὸ περάσει ἀνάμεσα στὰ «στοιχειὰ» καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσει ἀπὸ τὸ νότιο στόμιο στὸ βορινό, ἀπὸ τὴ φιλικὴ ἀγκαλιὰ τῆς Προποντίδας στὴ σκοτεινὴ ἀπεραντοσύνη τοῦ Εὔξεινου Πόντου.
Ὁ Βόσπορος λοιπὸν εἶναι ἕνα θαλασσινὸ φίδι μήκους τριάντα ἑνὸς περίπου χιλιομέτρων.
Ἁπλώνεται ἀνάμεσα σὲ κατάφυτες ἀκτές, δασωμένους χαμηλοὺς λόφους, ἀνθισμένα ἀκρωτήρια, βαθεῖς κόλπους καὶ μικροὺς ὅρμους. Μέσα σ' αὐτὴ τὴν παράλια ὀμορφιὰ τὸ φίδι ἑλίσσεται ἀκολουθώντας τὸ ἀνάγλυφο τοῦ ἐδάφους. Στενεύει καὶ φαρδαίνει, στρίβει δυτικὰ κι ὕστερα βόρεια, νοτιοδυτικὰ καὶ ἀνατολικά, ὕστερα πάλι βορειοδυτικά, ἄλλοτε προχωρώντας μέσα στὴ θρακικὴ ἡ τὴ μικρασιατικὴ γῆ κι ἄλλοτε ἀφήνοντας τες νὰ εἰσχωρήσουν αὐτὲς στὸν φαρμακερό του κόρφο. Στὰ τριάντα ἕνα αὐτὰ χιλιόμετρα ἑφτὰ φορὲς ἀναδιπλώνεται κι ἀλλάζει κατεύθυνση τὸ Κατάστενον.
Τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα πού κατεβαίνει πρὸς τὴν Προποντίδα, σαρώνοντας τὴν ἐπιφάνεια τοῦ πορθμοῦ, ὀφείλεται στὰ μεγάλα ρωσικὰ καὶ βαλκανικὰ ποτάμια πού ἐκβάλλουν στὴ Μαύρη Θάλασσα —τεράστιες ποσότητες ὑδάτων διοχετεύονται πρὸς τὴ Μεσόγειο— καὶ στοὺς συχνοὺς βόρειους-βορειοανατολικοὺς ἄνεμους πού, καθὼς μπουκάρουν σὲ τοῦτον τὸν θαλάσσιο διάδρομο, δὲν ἔχουν διαφυγή. Χτυποῦν στὰ βράχια τῶν βορινῶν ἀκτῶν, πέφτουν στὶς λοφοσειρὲς τοῦ Κάτω Βοσπόρου, ἀνακυκλώνονται, λυσσομανοῦν καὶ σπρώχνουν μὲ βία τὰ νερὰ πρὸς τὸ νότιο στόμιο. Ἔτσι, ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία τρέχει τὸ νερὸ στὴν ἐπιφάνεια εἶναι τρία μὲ πέντε χιλιόμετρα τὴν ὥρα.
Τρέχουν καὶ κατεβαίνουν τὰ νερὰ τῆς ἐπιφάνειας ἀπὸ τὸν Εὔξεινο στὴν Προποντίδα, τρέχουν ὅμως ἀντίστροφα καὶ τὰ ὑπόγεια ρεύματα, πού ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὴν Προποντίδα πρὸς τὸν Εὔξεινο, σ' ἕνα βάθος σαράντα περίπου μέτρων. Αὐτὸ τὸ ὕπουλο ὑπόγειο ρεῦμα οἱ τοῦρκοι πλοηγοὶ καὶ οἱ ψαράδες τὸ ὀνομάζουν «κανάλ». Εἶναι τόσο ἰσχυρὸ πού μπορεῖ, ἂν συναντήσει δίχτυα στὸ διάβα του, νὰ ξεσύρει ὁλόκληρο τὸ καΐκι καὶ νὰ τὸ κάνει νὰ πηγαίνει βόρεια, κόντρα στὰ ἐπιφανειακὰ ρεύματα πού κατεβαίνουν μὲ ἀντίθετη κατεύθυνση.
Τρέχει λοιπὸν μὲ ὁρμὴ μεγάλη τὸ «κανάλ», μὰ στὸ βόρειο στόμιο τοῦ Στενοῦ συναντᾶ τὸ «κατώφλι» τοῦ Βοσπόρου, μιὰ προεξοχὴ στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας ἡ ὁποία ἀνακόπτει τὴ ροή του. Ἐδῶ τὸ «κανὰλ» ἀναμιγνύεται μὲ τὰ ἐπιφανειακὰ ρεύματα καὶ στρέφεται ξανὰ πρὸς τὸ νότο.
Μὰ ἂν ἡ βασικὴ κατεύθυνση τῶν δύο ἰσχυρῶν ρευμάτων εἶναι ἕνας γνωστὸς κι ἀρκετὰ σταθερὸς παράγοντας μέσα στὴν ἀέναη ἀστάθειά του, ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους ἀσταθεῖς παράγοντες —ἴσως ἡ χειρότερη ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ Στενοῦ — εἶναι ἡ αὐξομείωση τῆς ταχύτητας τῶν ὑδάτων, πού μέσα σὲ ἐλάχιστη ὥρα μπορεῖ νὰ ἀνέβει ἀπὸ τὸ κατώτατο στὸ ἀνώτατο ὅριο καὶ πολὺ σύντομα νὰ ξαναπέσει σ’ ἕναν μέσο ρυθμό. Συχνὰ μάλιστα, ἔτσι ὅπως ἑλίσσεται ὁ Βόσπορος, τὰ νερὰ φτάνουν μὲ μεγάλη ὁρμὴ στὶς ἀκτές, χτυποῦν καὶ ξαναγυρνοῦν πίσω-μπρὸς τὸν ἴδιο πάλι δρόμο.
Ἔτσι, διαπλέοντας κανεὶς τὸ Κατάστενον βλέπει ἔντρομος τὸ ρεῦμα στὸ κέντρο νὰ κυλάει ὁρμητικὰ πρὸς τὰ κάτω, ἐνῶ παράλληλα πλαϊνὰ ρεύματα τρέχουν πρὸς τὰ πάνω. Κι ἂν πιάσει κανένας γερὸς ἄνεμος, καμιὰ ἀπὸ τὶς ξαφνικὲς τρέλες τοῦ καιροῦ, μιὰ θύελλα ἤ μιὰ τοπικὴ μπουκαδούρα πού κατεβαίνει σὰν ριπὴ ἀπὸ τὰ ἡμιορεινὰ παράλια, τότε τὸ θαλασσινὸ φίδι γίνεται ρουφήχτρα, Χάρυβδη «πού τὴν ἡμέρα τρεῖς φορὲς ξερνᾶ καὶ τρεῖς ξαναρουφάει». Τὰ ρεύματα στρίβουν καὶ ξαναστρίβουν σὰν παλαβά. Τίποτα πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ σὲ σώσει.
Ἡ ταχύτητα τῶν ὑδάτων καὶ οἱ ξαφνικὲς αὐξομειώσεις της, οἱ ἀντίθετες πορεῖες τῶν ρευμάτων καὶ ἡ τοπικὴ κυκλικὴ κίνησή τους, τὰ ἑφτὰ τσακίσματα τοῦ πορθμοῦ πού δὲν σοῦ ἐπιτρέπουν νὰ δεῖς καὶ νὰ ὑπολογίσεις τὴν πορεία σου, οἱ βόρειοι-βορειοανατολικοὶ ἄνεμοι πού κατεβαίνουν ἀπὸ τὴ Θράκη, ἡ ὑγρασία καὶ οἱ συχνὲς ὁμίχλες πού ἀχνίζουν καὶ θολώνουν τὴν ἀτμόσφαιρα, οἱ ἀνεμοστρόβιλοι καὶ οἱ καταιγίδες πού ταράζουν τὰ ἀνήσυχα νερά, τὰ κοπάδια τῶν ψαριῶν πού μαυρίζουν τόπους τόπους τὴ θάλασσα, αὐτὰ εἶναι τὰ «στοιχειὰ» τοῦ Στενοῦ πού βαστάει ἕνα καὶ μόνο κλειδί. Μὲ αὐτὸ κλειδώνει καὶ ξεκλειδώνει δυὸ κόσμους καὶ δυὸ θάλασσες.
Οἱ τερπνὲς παραλίες τοῦ Βοσπόρου διατηροῦν τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν πλούσια βλάστηση τους σ' ἕνα μῆκος εἰκοσιπέντε περίπου χιλιομέτρων. Λίγο μετὰ τὰ χαλκωρυχεῖα τοῦ Χρυσορρόα ποταμοῦ, στὸ σημερινὸ Ρούμελι Καβάκ, τὸ τοπίο ἀλλάζει ἐντυπωσιακά.
Γυμνὰ καὶ ἀποκρυμνα βράχια φαγωμένα ἀπὸ τὰ «παφλάζοντα κύματα». Ἔρημες κι ἄξενες οἱ «πετρῶες» ἀκτές, κατοικημένες ἀπὸ κοράκια καὶ ψαροπούλια. Τὸ «μνῆμα τοῦ Ἕλληνα» κι ἄλλα πολλὰ μνήματα καὶ μνῆμες ἄφησαν ἐδῶ οἱ ποντοπόροι πού διάβηκαν πρῶτοι τὸν πορθμό. Οἱ «χαμένες ψυχὲς» τοῦ στενοῦ τριγυρνοῦν ἀκόμα στὸ βόρειο στόμιό του.
Ἐδῶ, στὴ θρακικὴ ἀκτή, στὴ μυθικὴ Γυπόπολη, ζοῦσε ὁ γέροντας βασιλιὰς Φινέας. Μὲ τὶς προφητικές του ἱκανότητες συμβούλεψε τοὺς Ἀργοναῦτες πῶς νὰ περάσουν τὸ τελευταῖο ἐμπόδιο γιὰ νὰ βγοῦνε στὸν Πόντο. Οἱ Κυανὲς ἤ Συμπληγάδες, οἱ δυὸ φοβεροὶ σκόπελοι πού δὲν ἦταν στερεωμένοι στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας, πήγαιναν κι ἔρχονταν, συμπλέκονταν μὲ μεγάλη ταχύτητα καὶ τὸ νερὸ γύρω τους ἔβραζε.
«Κανεὶς μέχρι τώρα δὲν κατάφερε νὰ περάσει ἀνάμεσά τους. Ὅταν φτάσετε ἐκεῖ ἀφῆστε ἕνα περιστέρι νὰ πετάξει. Ἂν βρεῖ τὸ δρόμο του καὶ προλάβει νὰ βγεῖ στὸν Πόντο, ἀκολουθῆστε τὴν πορεία του. Ἡ σωτηρία σας θά ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν χεριῶν σας καὶ τὴν ταχύτητα τῶν κουπιῶν σας...» Αὐτὰ εἶπε ὁ Φινέας.
Οἱ Ἀργοναῦτες, μὲ τὴ βοήθεια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, πέρασαν ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς Συμπληγάδες κι αὐτὲς ρίζωσαν ἐκεῖ ὅπως τὶς κράτησε ἀνοιχτὲς ἡ θεὰ γιὰ νὰ διαβεῖ ἡ Ἀργώ. Δὲν ξανάσμιξαν ποτέ, γιατί ἦταν ἀπόφαση τῶν θεῶν νὰ μείνουν ἀνοιχτές, ἂν κάποτε τὶς νικοῦσε κάποιος ἄνθρωπος διαπλέοντάς τες.«Μαύρη Θάλασσα κλειστή, μακρινές μου πεδιάδες πίσω ἀπὸ τὶς Συμπληγάδες»
Ἕνας καινούριος κόσμος ἄνοιγε τώρα γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Θὰ τὸν ἐξερευνήσουνε βῆμα-βῆμα. Θὰ τὸν ἀποικίσουνε μέχρι τὰ ἄκρωτατά του ὅρια. Καὶ θὰ ζήσουν ἐκεῖ, στὰ παράλια καὶ στὰ ἐνδότερα, μέχρι τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ αἰῶνα μας.
«Στὰ μάγια καὶ στὰ ὄνειρα καμπάνα καὶ καντήλα
Πόλη Βάρνα Ὀδησσὸς Κωνστάντζα καὶ Μπραΐλα
καὶ σὲ χρόνο μυστικὸ σὰν ἡφαίστειο τοῦ Αἵμου
λεγεῶνες τοῦ πολέμου»Πολλοὶ τοποθετοῦν τὸν γεωγραφικὸ χῶρο τῆς «Ὀδύσσειας» στή δυτικὴ καὶ νότια Μεοόγειο. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι τὴν ἐποχὴ πού διαμορφώθηκε τὸ ὁμηρικὸ ἔπος εἶχαν ἤδη ξεκινήσει οἱ θαρραλέες προσπάθειες τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν προσπέλαση τοῦ βορειοανατολικοῦ θαλασσινοῦ δρόμου πού ὁδηγεῖ στὴ Μαύρη Θάλασσα. Γνωρίζουμε ἀκόμα ὅτι οἱ ἀναγνωριστικὲς αὐτὲς ἀποστολὲς προηγήθηκαν τῶν ταξιδιῶν πού ἔφεραν τους Ἕλληνες στὴ Δύση. Συμπεραίνουμε λοιπὸν ὅτι ἡ «Ὀδύσσεια» ἀπηχεῖ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τῶν πρώτων Ἰώνων ναυτικῶν καὶ τῶν ἐμπόρων πού τόλμησαν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν πλοῦ τῆς Ἀργῶς καὶ νὰ ἐξερευνήσουν τὰ μακρινὰ καὶ πλούσια μέρη πέρα ἀπὸ τὸ Αἰγαῖο.
Ἔτσι, ἡ πρώτη μορφὴ τῆς «Ὀδύσσειας» ἀντανακλᾶ τὸ ἐξερευνητικὸ κῦμα στὸ δρόμο τοῦ Ἰάσονα. Ὅταν ὅμως ξεκίνησε τὸ ἑπόμενο ρεῦμα γιὰ τὴν ἀποίκιση τῆς Δύσης, οἱ νέες γεωγραφικὲς πληροφορίες καὶ οἱ καινούριες περιπέτειες μπλέχτηκαν μὲ τὶς παλιὲς καὶ τὸ ἔπος προσαρμόστηκε στὶς σύγχρονες ἀνάγκες ἔκφρασης τῶν ναυτικῶν καὶ τῶν ἀποίκων.
Διαβάζοντας λοιπὸν «μέσα ἀπὸ τὶς γραμμές», καὶ συχνὰ παίρνοντας ἀτόφια κομμάτια, μπορεῖ κανεὶς νὰ παρακολουθήσει τὸ θαυμάσιο ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα, τοποθετώντας τὸ στὸν κόσμο πού ἀνοίγεται πέρα ἀπὸ τὴ Λῆμνο, τὴν Ἴμβρο καὶ τὴ Σαμοθράκη.
Θὰ περάσει τὸν Ἑλλήσποντο, θὰ διασχίσει τὴν Προποντίδα ξεγλυστρώντας ἀπὸ τὶς Σειρῆνες, πού συμβολίζουν τὶς ὀμορφιὲς τῆς Θάλασσας τοῦ Μαρμαρᾶ, θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν Καλυψώ, πού κατοικεῖ στὰ Πριγκηπὸνησα καὶ θὰ φτάσει στὸν Θρακικὸ Βόσπορο. Ἂν καταφέρει νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὶς ρουφῆχτρες Σκύλλα καὶ Χάρυβδη, τὰ ρεύματα καὶ τὶς Συμπληγάδες, θὰ ἀντικρύσει τὸν Ἄξενο Πόντο, πού οἱ ἀρχαῖοι τὸν εἶπαν Εὔξεινο» καὶ Εὐσεβῆ» οἱ Βυζαντινοί, ὅταν ἄρχισαν νὰ ἐκχριστιανίζουν τοὺς νομάδες τῆς στέππας γύρω ἀπὸ τὴν Ἀζοφική. Κι ἂν οἱ θεοὶ τὸ δώσουν καὶ οἱ ἄνεμοι τὸ ἐπιτρέψουν, διασχίζοντας τὴν ἄξενη θάλασσα, θὰ φτάσει στὸν Κιμμέριο Βόσπορο, στὰ πόδια τοῦ Καυκάσου. «Στὰ πέρατα τοῦ τρίσβαθου Ὠκεανοῦ πού τὸν σκεπάζουν σύγνεφα κι ἕνα πηχτὸ σκοτάδι...» ἐκεῖ πού ἔφτασε ὁ Ὀδύσσεας γιὰ νὰ μάθει πού τελειώνει ὁ κόσμος —ποιὸ εἶναι δηλαδὴ τὸ ὅριο τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου ἑξάπλωσης— καὶ νὰ κατέβει ἀκόμα καὶ στόν ἄλλο κόσμο, τὸν Ἅδη, ὅπως τὸν εἶχε ὁρμηνέψει ἡ Κίρκη.
Τὰ στοιχεῖα πού ἐνισχύουν αὐτὴ τὴν ἄλλη ἀνάγνωση τῆς «Ὀδύσσειας» εἶναι πολλά. Ἡ Κίρκη εἶναι ἐγγονὴ τοῦ Ὠκεανοῦ ὁ ὁποῖος καθορίζει μέχρι σήμερα τὴν πολιτικοοικονομικὴ πορεία τῶν χωρῶν πού ἁπλώνονται γύρω του. Πατέρας της εἶναι ὁ ἀκριβοθώρητος Ἥλιος, καὶ τὰ γελάδια, τὰ Ἱερὰ του ζῶα, ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς οἰκονομίας τῶν κατεξοχὴν κτηνοτροφικῶν αὐτῶν τόπων. Ἀδελφός της εἶναι ὁ Αἰήτης, βασιλιὰς τῆς χρυσοφόρας Κολχίδας καὶ κάτοχος τοῦ χρυσόμαλλου δέρατος. Ἡ ἴδια ἡ Κίρκη κατοικεῖ μέσα σὲ δάση ἀπὸ ἰτιὲς καὶ λεῦκες ὅπου φωλιάζουν ἐλάφια, λύκοι καὶ λιοντάρια. Ξέρει ἀπὸ βότανα καὶ μάγια, σὰν αὐτὰ πού γνωρίζει καὶ ἡ ἀνηψιά της ἡ Μήδεια. Ἄλλωστε, καὶ οἱ ἄπειρες γνώσεις πού δείχνει νὰ κατέχει, συμβουλεύοντας τὸν Ὀδυσσέα πῶς νὰ περάσει τὰ στενὰ καὶ νὰ διασχίσει τὴ θάλασσα τοῦ τόπου της, φανερώνουν ὅτι ἡ δυναμικὴ θεά, μάγισσα καὶ πλανεύτρα, συμβολίζει τὸν ἄξενο, παράξενο, ἐπικίνδυνο καὶ μακρινὸ κόσμο πού θέλησαν οἱ Ἴωνες νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ ἐκμεταλλευτοῦν.
Ὁ Ὀδυσσέας λοιπὸν καὶ οἱ σύντροφοί του, ἤ οἱ τολμηροὶ ναυτικοί της Γεωμετρικῆς Ἐποχῆς,
ἔκαναν τὸ ἴδιο τρομερὸ ταξίδι πού εἶχε ἀποτολμήσει παλιότερα ὁ Ἰάσονας, συντροφιὰ μὲ τοὺς βασιλεῖς τῶν κρατιδίων τῆς Μυκηναϊκῆς Ἐποχῆς. οἱ περιπέτειες τῶν δύο αὐτῶν ὁμάδων, ὅπως καὶ τῶν μοναχικῶν ἡρώων, Προμηθέα, Ὀρέστη καὶ Ἡρακλῆ, πού κατάφεραν νὰ φτάσουν στὰ ἀκρότατα σημεῖα τοῦ βορειοανατολικοῦ θαλάσσιου κόσμου ἀντιμετωπίζοντας τοὺς Κύκλωπες βοσκοὺς στὸ βόρειο Αἰγαῖο, τοὺς τερατόμορφους νάνους γηγενεῖς στὰ Δαρδανέλλια, τὶς Σειρῆνες, τὸν Κέρβερο καὶ τὴν Καλυψώ στὴν Προποντίδα, τὴ Σκύλλα, τὴ Χάρυβδη, τὶς Ἂρπυιες καὶ τὶς Συμπληγάδες στόν Βόσπορο, τὸν «δεινὸ ὄφι» καὶ τὸν δράκο στὴν Κολχίδα, τον Ἅδη στὸν Κιμμέριο Βόσπορο, τὰ κοράκια στὰ ὅρη τοῦ Καυκάσου, τὶς Ἀμαζόνες στὴν εὔφορη κοιλάδα τοῦ Λύκου, στὸν δυτικὸ Πόντο, τὶς ἱερὲς ἀγελάδες κατὰ μῆκος τῆς εὐρωπαϊκῆς καὶ τῆς ἀσιατικῆς ἀκτῆς, τοὺς ἀνθρωποφάγους τῆς Ταυρικῆς στὴν Κριμαία- ὅλοι αὐτοὶ οἱ μύθοι, πού ἔθρεψαν καὶ γοήτευσαν τὸν ἀρχαῖο κόσμο, δὲν εἶναι παρὰ τὰ ὑπεράνθρωπα ἐμπόδια καὶ οἱ ἀνθρώπινοι πειρασμοὶ πού ἔπρεπε νὰ ὑπερνικήσουν ὅσοι ποντοποροῦσαν στὶς ἄγνωστες αὐτὲς θάλασσες γιὰ νὰ βάλουν πόδι στίς πλουτοφόρες παράλιες κι ἐσωτερικὲς γαῖες πού ὅμοιες τους δέν εἶχαν ξανασυναντήσει οἱ Ἕλληνες.
Οἱ λαοὶ πού κατοικοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸν Πόντο —Θράκες, Σκύθες, Κιμμέριοι καὶ Καυκάσιοι— δὲν εἶχαν ποτὲ καμιὰ σχέση μὲ τὴ θάλασσα. Καὶ πῶς νὰ ἔχουν; Στὰ 435.000 τετραγωνικὰ χιλιόμετρα τῆς ἔκτασής της δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα νησί, μόνο κάτι προσχωσιγενεῖς νησίδες κολλημένες στὰ παράλια μπροστὰ στὶς ἐκβολὲς τῶν μεγάλων ποταμῶν. Ἄλλωστε καὶ ἡ μικρὴ περιεκτικότητα τοῦ νεροῦ σὲ ἁλάτι δημιουργεῖ πρόσθετα προβλήματα πλεύσης· ἡ θάλασσα δὲν σὲ κρατᾶ, σὲ ἀποδιώχνει. Μουντὰ καὶ σκοτεινὰ τὰ πάντα γύρω. Ἄγρια κι ἐπικίνδυνα. Ποιός, ἀλήθεια, θὰ τολμοῦσε νὰ διασχίσει μιὰ θάλασσα τόσο ἐχθρική; Καὶ νὰ τὴ διασχίσει νὰ πάει ποῦ;
«Ἕνα καράβι γιὰ νὰ διανύσει τὴν ἀπόσταση ἀπὸ τό Στόμιο τοῦ Πόντου ὡς τὸν ποταμὸ Φᾶσι κάνει ἐννιὰ μέρες καὶ ὀκτὼ νύχτες», μᾶς λέει ὁ Ἡρόδοτος. Γιὰ νὰ καλύψει λοιπὸν ἕνα ἀρχαῖο πλοῖο «τὸ μεγαλύτερο πλάτος τοῦ Πόντου» χρειαζότανε διακόσιες τόσες ὧρες μεσοπέλαγα, ἂν ὅλα πήγαιναν εὐνοϊκά. Ποιὸς θὰ ξεκινοῦσε γιὰ τὸ φοβερὸ αὐτὸ ταξίδι μέσα στὴ μαύρη ἐρημιὰ τῆς ἀνήλιαγης μέρας καὶ τῆς ἄναστρης νύχτας; Ποιὸς ἄλλος! Κάποιοι Ἕλληνες, βέβαια, πού γνώριζαν ὅτι στὶς ὄχθες τοῦ Φᾶσι βρισκόταν τὸ χρυσάφι τῆς Κολχίδας. Ὡς τὸν Φᾶσι λοιπὸν ἔφτασαν οἱ Ἀργοναῦτες, δηλαδὴ ὡς τὸν σημερινὸ ποταμὸ Ριόνι. Ὁ Ριόνι, πού ἦταν πλωτὸς παλιότερα, κατεβαίνει ἀπὸ τὴν Κασπία, διασχίζει τὴ Γεωργία καὶ χύνεται στὸ γεωργιανὸ λιμάνι Πότι, ἀνάμεσα στὰ λιμάνια Μπατούμι (τὸ ἀρχαῖο βαθὺ) καὶ Σουκούμι.
Στὶς ἐκβολὲς τοῦ Φᾶσι, δίπλα στὰ μεγάλα ἀργυρωρυχεῖα τῆς Κολχίδας, ἔχτισαν στὰ πρώιμα ἀρχαϊκὰ χρόνια οἱ Μιλήσιοι ἔμποροι τὴ μικρὴ καὶ πλούσια πόλη Φάσι. Χρυσάφι, ἀσήμι, λινάρι καὶ λινὰ ὑφάσματα ἦταν τὰ κερδοφόρα προϊόντα της, ἐνῷ τὸ νόμισμά της, οἱ περίφημες «Κολχίδες», κυκλοφοροῦσε σ' ὅλο τὸν Καύκασο σὰν διεθνὲς νόμισμα ἀνάμεσα στοὺς γηγενεῖς.
Ἀπὸ τὸν Φᾶσι οἱ μυκηναῖοι ἐξερευνητὲς προχώρησαν βόρεια, κι ἀκολουθώντας τὰ παράλια ἔφτασαν στὸ Σουκούμι. Κι ὁ μύθος λέει πώς τὸ Σουκούμι, τὴν ἀρχαία Διοσκουριάδα, τὴν ἵδρυσαν οἱ Διόσκουροι Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης, οἱ δίδυμοι ἀδελφοί της ὡραίας Ἑλένης, πού μετεῖχαν κι αὐτοὶ στὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία. Ἀπὸ τὴ Διοσκουριάδα μποροῦσαν εὔκολα νὰ ἐκμεταλλεύονται τὸ πλούσιο σὲ μέταλλα καὶ δάση ἐσωτερικό τοῦ Καυκάσου. Ἔτσι, κοντὰ στοὺς Γεωργιανούς, πού θεωροῦνται οἱ δάσκαλοι τῶν χαλκουργῶν καὶ τῶν σιδηρουργῶν ὁλόκληρου τοῦ ἀρχαίου κόσμου, οἳ Ἕλληνες ἔμαθαν νὰ χρησιμοποιοῦν πολλὰ μέταλλα, κυρίως τὸν σίδηρο καὶ τὸν κασίτερο. Ὅσο γιὰ τὸ σιδηρομετάλλευμα καὶ τὸν χάλυβα πού ἔρχονταν ἀπό τὴν Ἀρμενία καὶ τὸν Πόντο — τὴ χώρα τῶν Χαλύβων καὶ τῶν Ἀμαζόνων πού γνώρισαν πρῶτα ὁ Ἡρακλῆς κι ἀργότερα ὁ Θησέας— ὑπῆρχαν δυὸ λιμανόσκαλες. Στὰ ἀνατολικὰ ἡ Τραπεζούντα καὶ στὰ δυτικὰ ἡ Ἄμισσος, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ Σαμσούντα. Δυτικότερα ἀκόμα, ἡ Σινώπη προμήθευε τὴν μητροπολιτικὴ Ἑλλάδα, τὴ Μικρασία κι ἀργότερα τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἁλίπαστα, ξυλεία καὶ μίλτο, μιὰ βαφικὴ οὐσία πού ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κοκκινωπὸ πέτρωμα τῆς περιοχῆς.
Ἀκολουθώντας πάντα τὸν δρόμο πού ἄνοιξαν ὁ Ὀδυσσέας καὶ ὁ Ἡρακλῆς, οἱ Ἴωνες ἔφτασαν στὶς «πύλες τοῦ Ἅδη», στὸν Κιμμέριο Βόσπορο. Τὶς διάβηκαν, πέρασαν δηλαδὴ τὰ στενὰ τοῦ Κέρτς, διέσχισαν τὴ θάλασσα τοῦ Ἀζόφ, ἔφτασαν στὶς ἐκβολὲς τοῦ Δόν, πού τὸν ὀνόμασαν Τάναϊ, κι ἐκεῖ, σαράντα χιλιόμετρα νοτιότερα ἀπὸ τὸ σημερινὸ Ροστόβ, ἔχτισαν τὴν πόλη Τάναϊ. Στὴν Τάναϊ συγκεντρώνονταν τὰ δημητριακά της ρωσικῆς πεδιάδας γιὰ νὰ φορτωθοῦν στὰ ποντοπόρα πλοῖα.
Τὰ μυθικὰ ταξίδια δὲν σταματοῦν ἐδῶ. Γιατί ὡς τὰ βοσκοτόπια τῆς Κριμαίας, τὴν ἀρχαία χώρα τῶν Ταύρων καὶ τῶν Σκυθῶν, ἔφτασε ὁ Ὀρέστης ψάχνοντας τάχα τὴν Ἰφιγένεια, κι ὡς ἐκεῖ κι ἀκόμα πιὸ βόρεια, στὴ σημερινή Οὐκρανία, στὶς ὄχθες τοῦ Δνείπερου, ἔφτιαξαν ἐμπορεῖα πρῶτοι οἱ Χιῶτες καὶ οἱ Ρόδιοι, ἀργότερα οἱ Μιλήσιοι.
Μέταλλα, μέταλλα, μέταλλα: ὁ δρόμος πού ἔδειξε ὁ Προμηθέας. Πολύτιμες πρῶτες ὕλες —δάση, σιτοβολῶνες, ἄγρια πανίδα, πλούσια ἀλιεία—οἱ κύριες ἐκμεταλλεύσιμες πηγές: ὁ κόσμος τῆς Κίρκης, πού ἀνακάλυψε ὁ Ὀδυσσέας. Τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἑλληνικοῦ ζωτικοῦ καὶ παραγωγικοῦ χώρου, ἡ δημιουργία νέων ἀγορῶν: ὁ στόχος τοῦ μεγάλου ἑλληνικοῦ μεταναστευτικοῦ ρεύματος στὶς ἄγριες θρακοσκυθικὲς χῶρες κι ὁ λόγος ὕπαρξης τοῦ παροικιακοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Ρουμανίας μέχρι πρὶν μερικὲς δεκαετίες.
Ἂν εἶναι δύσκολο νὰ περιγράψει κανεὶς τὴ Μαύρη Θάλασσα σὲ κάποιον Ἕλληνα πού δὲν διάβηκε ποτὲ τὸν Βόσπορο, ἀκόμα δυσκολότερο εἶναι νὰ μιλήσει γιὰ τοὺς σαράντα ποταμοὺς πού χύνονται σ’ αὐτὴν τὴ θάλασσα. Θὰ ἀναφερθῶ μόνο στοὺς ποταμοὺς πού ἐκβάλλουν στὰ δυτικὰ καὶ βόρεια τοῦ Εὔξεινου Πόντου, καὶ μόνο στοὺς μεγαλύτερους καὶ πλωτούς.
Δούναβης ( Donau, Duna, καί Dunarea), Προῦθος (Prout καὶ Prutul), Δνείστερος (Dnestr), Μπὰγκ (Boug), Δνείπερος (Dniepr), Δὸν (Don).
Ποτάμια μεγάλα, πλατιά, ἥσυχα. Ὄχθες λασπερές, βαλτότοποι, διαβατάρικα πουλιά, ποταμόψαρα, ἰλὺς πού ἁπλώνεται ἀργὰ καὶ σίγουρα, ἀργιλόχωμα νοτερό, ἀτέλειωτες πεδινὲς ἐκτάσεις, γαῖες εὔφορες. Ποτάμια πού ἑνώνουν καὶ χωρίζουν γειτονικοὺς πληθυσμούς. Πλωτοὶ δρόμοι πού διευκόλυναν τὴν ἐπικοινωνία, τὶς μεταφορές, τὶς μετακινήσεις, τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη, τὶς πολιτιστικὲς ἀνταλλαγές. Πλωτοὶ δρόμοι, οἱ μοναδικοὶ δρόμοι ἀπὸ τὴ θάλασσα στὴν ἐνδοχώρα. Παγωμένα περάσματα πού ἐπέτρεψαν στὰ νομαδικὰ φύλα καὶ τοὺς ἀσιατικοὺς λαοὺς νὰ φτάσουν στὴ νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη. Παγωμένες παγίδες πού ἀναχαίτισαν ὀρδὲς καὶ στρατοὺς ἀποφασισμένους νὰ περάσουν. Θεριὰ μανιασμένα πού κατεβαίνουν φουσκωμένα ἀπὸ τὶς ἀσταμάτητες βροχὲς καὶ τὰ βουνίσια χιόνια.
Ἡ ὑδάτινη δυναμικὴ πού ἐνυπάρχει στὴν ἀρχαία μονοσύλλαβη λέξη «ντὸν» — ρίζα τῶν περισσότερων ποταμωνυμίων πού ἀναφέραμε— ἀπουσιάζει τελείως σὰν ἔννοια ἀπὸ τὴν κοσμολογία ἑνὸς νοτιοελλαδίτη. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πῶς κατάφεραν οἱ Ἕλληνες, πού δὲν εἶχαν δεῖ ποτὲ στὴ ζωὴ τους πλωτὰ ποτάμια, νὰ ἐξοικειωθοῦν μ αὐτὸ τὸ νέο κι ὁλότελα ἄγνωστο στοιχεῖο τῆς φύσης, νὰ ἀναπτύξουν οὐσιαστικὰ πρῶτοι αὐτοὶ τὴν τέχνη τῆς ποταμοπλοῒας καὶ νὰ κυριαρχήσουν στὰ ποτάμια σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε σήμερα ἀκόμα ὁ Παναγῆς Μελισσαράτος, γιὸς κάποιου ἔμπορα ἀπὸ τὴ Βραΐλα, νὰ θεωρεῖται ἀπό τους Ρουμάνους ὁ σπουδαιότερος ναυτικὸς μηχανικὸς στὸν Κάτω Δούναβη.
Ἴσως αὐτοὶ οἱ τρομεροὶ Κεφαλλονίτες —περίεργοι καὶ παράτολμοι σὰν ἐκεῖνον τὸν μακρινὸ πρόγονο ἀπὸ τὸ γειτονικὸ Θιάκι— νὰ κρατοῦν μαζὶ μὲ τοὺς Ἀνδριῶτες καλὰ τὸ μυστικό τοῦ ποταμοῦ. Ἄλλωστε, δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ παρατσούκλι μίας ὁλόκληρης φάρας κεφαλλήνων ναυτικῶν πού, δουλεύοντας χρόνια τὸν Δούναβη, ἔγιναν γνωστοὶ μὲ τὸ ὄνομα Ποταμιάνοι.
Σαράντα ποταμοὶ λοιπὸν χύνονται στὴ Μαύρη Θάλασσα. Πρῶτος, ἀπὸ τὰ δυτικά, ὁ μεγάλος Δούναβης πού οἱ Ἕλληνες ὀνόμασαν Ἰστρο. Ἔχει μῆκος 2.850 χιλιόμετρα. Κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Μέλανα Δρυμό, διασχίζει ὀκτὼ κράτη, δέχεται τὰ νερὰ δεκάδων ἄλλων ποταμῶν, σχηματίζει ἕνα δέλτα πού καλύπτει μιὰ ἐπιφάνεια 5.640 τετραγωνικῶν χιλιομέτρων καὶ καταλήγει στὴ θάλασσα μέσα ἀπὸ τρεῖς διακλαδώσεις, τρία φυσικὰ κανάλια, πού ὀνομάζονται βραχίονες —«bratul» στὰ ρουμανικά.
Στὰ βορινά τοῦ Δέλτα ὁ βραχίονας τῆς Κίλια ἀποτελεῖ τὸ ρουμανοσοβιετικὸ σύνορo τῆς Μολδαβίας. Τὸ ὄνομα του εἶναι παραφθορὰ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ Ἀχίλλεια. Στὸ κέντρο ὁ βραχίονας τοῦ Σουλινᾶ, ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ μ' αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰώνα. Στὰ νότια ὁ βραχίονας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μήκους 113 χιλιομέτρων, ἦταν ὁ πλατύτερος καὶ βαθύτερος ἀπό τούς τρεῖς, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν χρησιμοποιοῦσαν πάντα περισσότερο. Δίχως τὶς βαθιὲς αὐτὲς διεξόδους τοῦ νεροῦ ἡ πλωτὴ ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στὸ ποτάμι καὶ στὴ θάλασσα θὰ ἦταν ἀδύνατη ἐξ αἰτίας τῶν ἐκτεταμένων βάλτων καὶ τῆς λιμνοθάλασσας.
Ὁ παραποτάμιος καὶ παράκτιος κόσμος εἶναι τόσο πλούσιος, ὥστε πέρα ἀπὸ τὰ ἑκατοντάδες εἴδη πουλιά, πού φωλιάζουν ἐποχιακὰ ἤ μόνιμα στοὺς γύρω ὑγρότοπους, ἐδῶ καταλήγουν μεγάλα κοπάδια ψάρια πού ἔρχονται ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ Πόντου καὶ τῆς Μεσογείου γιὰ νὰ γεννήσουν στὶς ἐκβολὲς τοῦ Δούναβη. Ἡ ἐτήσια ἁλιευτικὴ συγκομιδὴ τῆς Ρουμανίας φτάνει τοὺς 40.000 τόννους ψάρι καὶ τὰ μαυροθαλασσίτικα παστὰ ἦταν περιζήτητα στὴν ἀγορὰ τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας. «Κι ἄχ, νόστιμη πού εἶναι ἡ παλαμίδα ἡ θαλασσινή, μὰ ἂν γίνει καὶ μὲ σκορδαλιά, ξέγραψε τ' ἄλλα ψάρια», μᾶς λέει ὁ Ἀνάνιος στοὺς «Ἰάμβους» του.
Γιὰ νὰ ἐλέγχουν ἄμεσα τὴν ἁλιεία, τὴν ποταμοπλοῒα καὶ τὴ διακίνηση τῶν προϊόντων στὸν Κάτω Δούναβη, ἔμποροι ἀπὸ τὴν Μίλητο ἵδρυσαν στὰ νότια της λιμνοθάλασσας τὴν Ἴστρια, γύρω στὸ 650 π.Χ. Ἀπὸ τότε κι ὡς τὴν ἐμφάνιση τῶν γενοβέζων ἐμπόρων, πού κατέπλευσαν στὴ Μαύρη Θάλασσα τὸν 13ο αἰώνα, οἱ βραχίονες τοῦ Σουλινᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου παρέμειναν στὸν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν ἑλλήνων ναυτικῶν ἀκόμα καὶ στὰ διαστήματα πού τὸ Βυζάντιο ἔχανε τὸ «Παρίστριον θέμα».
Οἱ Ἴστριοι ἀναπλέοντας τὸν Δούναβη ἔφταναν ὡς τὸ Γαλάζιον, δηλαδὴ τὸ Γαλάτσι, χτισμένο στή συμβολή τῶν ποταμῶν Προύθου καί Σερέτη μέ τόν Δούναβη. Ἀπὸ κεῖ μποροῦσαν νὰ ἀκολουθήσουν δυὸ διαφορετικὲς κατευθύνσεις. Ἀναπλέοντας τὸν Σερέτη, σημερινὸ Siretul, ἡ τὸν Πυρετό, γνωστὸ ἀργότερα ὡς Προῦθο καὶ σήμερα Prutul, ἔφταναν ὡς τὰ Ἀνατολικὰ καὶ Βόρεια Καρπάθια. Αὐτὴ ἡ βορειοδυτικὴ διαδρομὴ ὁδηγοῦσε στὶς μεταλλοφόρες περιοχὲς τῆς Τρανσυλβανίας, στὰ ἀπέραντα δάση τῆς Μολδαβίας, στὴ γῆ τῶν «μελισσοτρόφων καὶ μελισσοφάγων λαῶν», καθὼς μᾶς λέει ὁ Ἡρόδοτος, πού κατοικοῦσαν στὰ σύνορά της Ἀνατολικῆς μὲ τὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη.
Ὁ ἄλλος ποταμόδρομος συνέχιζε νότια ἀπὸ τὸ Γαλάτσι καί, ἀκολουθώντας τὸν Δούναβη, περνοῦσε ἀπὸ τὴ Βραῒλα καὶ κατέβαινε πρὸς τὰ σημερινὰ ρουμανοβουλγαρικὰ σύνορα. Σ' ἕνα μεγάλο μῆκος αὐτῆς τῆς νότιας διαδρομῆς οἱ Ἰστριοι ἔχτισαν ποταμόσκαλες στὶς ὅποιες συγκέντρωναν τὰ σιτηρὰ τῆς εὔφορης πεδιάδας τοῦ πόταμου Ἰαλομίτσα.
Τὰ σημαντικότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐμπορεῖα ἦταν ἡ Ἀξιούπολις, ἡ σημερινὴ Τσερναβόντα, καὶ ἡ Προχείλια —πού δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ Βραῒλα— ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα τοῦ παραδουνάβιου Ἑλληνισμοῦ μέχρι τὸ τέλος τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Γεννημένος στὴ Βραῒλα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1901, ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος, πρωτότοκος γιὸς τοῦ πιὸ διάσημου ἀπό τους ἀπογόνους τῶν παλιῶν «Μπιρίκων» τῆς Ἄνδρου, πού ἔκαμαν βιὸς πολὺ στὴ Ρουμανία, συσσωρεύοντας τὰ ὁράματα καὶ τὶς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Δούναβη τῶν παιδικῶν του χρόνων, γράφει:
«...Πλοῖα λογῆς-λογῆς κινοῦνται στὸ ποτάμι. Ἀνήκουν δὲ σὲ τόσα κράτη, πού πιὸ πολὺ διατηρῶ στὴ μνήμη μου τὰ χρώματα, παρὰ τὰ σχήματα τῶν σημαιῶν ἑνὸς ἕκαστου. Τὰ σιλὸ γιὰ τὰ σιτηρὰ καὶ οἱ κρουνοὶ τοῦ πετρελαίου, δουλεύουν καθημερινῶς σὲ πόλεις ὅπως τὸ Γαλάτσι καὶ ἡ Κωνστάντζα. Πλῆθος βαπόρια πᾶνε καὶ ἔρχονται. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, στέκομαι στὸ κατάστρωμα καὶ ἀκουμπιστὸς στὴν κουπαστή, βλέπω τον Δούναβι καὶ τοὺς ἀχανεῖς ὁρίζοντες του, ἔκθαμβος πάλι σὰν τότε ποὔμουνα παιδὶ καὶ ἀντίκρυζα πρώτη φορὰ τὸν ποταμὸ καὶ τὶς ἀγαπητές, τὶς πανελεύθερές του πεδιάδες».
Μετὰ τὴν παραδουνάβια καὶ παράλια Ἰστρια, πού ἦταν ἡ ἀρχαιότερη καὶ σπουδαιότερη ἑλληνικὴ ἀποικία τοῦ δυτικοῦ Πόντου, ἀκολουθοῦν πρὸς νότο μεγάλες καὶ μικρὲς παραθαλάσσιες ἀποικίες, οἱ ὁποῖες δημιούργησαν τὸ ἑλληνικὸ παράκτιο μέτωπο ἀπὸ τὸ στόμιο τοῦ Δούναβη ὡς τὸ στόμιο τοῦ Βοσπόρου. Ἦταν ἡ Τόμις, σημερινὴ Κωνστάντζα. Ἡ Κὰλλατις, βυζαντινὴ Παγκάλια —σήμερα Μαγκάλια. Οἱ Κρουνοί. Ἡ Διονυσούπολις, σημερινὸ Μπάλτσικ. Ἡ Ὀδυσσός, σημερινὴ Βάρνα. Ἡ Μεσημβρία ἡ Ποντική, σημερινὸ Νέσεμπαρ. Ἡ Ἀγχίαλος, βυζαντινὴ Ἀχελώ —σήμερα Πομόριε. Ἡ Ἀπολλωνία ἡ Ποντική, βυζαντινὴ Σωζόπολις — σήμερα Σωζοπόλ. Ἡ Ἀγαθούπολις, σήμερα Ἀχτοπόλ. Ἡ Μήδεια, σήμερα Μίντε ἢ Κιγίκιοϊ. ,
Σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν περιοχὴ ποὺ περιγράψαμε, στὰ ἀρχαῖα χρόνια, κατοικοῦσαν διάφορες θρακικὲς φυλές, ὅπως οἱ Γέτες στὶς παραδουνάβιες πεδιάδες καὶ οἱ Δακοὶ στὰ ρουμανικὰ βουνά. Κατὰ τόν Ἡρόδοτο, ὁ βόρειος Δούναβης ἀποτελοῦσε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στοὺς Θράκες καὶ τοὺς Σκύθες. Ὅμως τὰ ὅρια τῶν δύο αὐτῶν γειτονικῶν λαῶν ἦταν πάντα ἀρκετὰ ἀσαφῆ καὶ μεταβλητά. Ἔτσι μὲ βάση τὶς νεότερες ἀρχαῖες πηγές, κυρίως τὸν Στράβωνα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες πού ἔγιναν, τὸ θρακικὸ σύνορο πρέπει νὰ μεταφερθεῖ λίγο βορειοτέρα, στὸν ποταμὸ Δνείστερο, τὸν ἀρχαιοελληνικὸ Τύρα.
Ὅπως καὶ νὰ ἔχει ἀκριβῶς τὸ θέμα τῶν θρακοσκυθικῶν ὁρίων, τὰ σύνορα αὐτὰ δὲν ἀπασχόλησαν ποτὲ τοὺς Ἕλληνες οὔτε κι ἐμπόδισαν ποτὲ τὸ ἑλληνικὸ πήγαινε-ἔλα πού δὲν σταμάτησε ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς τὰ νεότερα χρόνια, γιατί οἱ Ρωμιοὶ εἶχαν πάντα τὸν τρόπο νὰ συνεργάζονται μὲ ὅλους τοὺς λαούς, ἀρχαίους καὶ νεότερους, πού κατὰ καιροὺς ἐγκαταστάθηκαν στὰ πλούσια ἐκεῖνα μέρη. Καὶ μόνον ὅταν τέθηκε τὸ ἀκανθῶδες ἐθνικὸ θέμα τῆς Βεσσαραβίας μεταξὺ Ρουμανίας καὶ Ρωσίας, πού διεκδικοῦσαν ἡ κάθε μιὰ γιὰ λογαριασμὸ της τὴν περιοχὴ ἀνάμεσα στὸν Δούναβη καὶ τὸν Δνείστερο, μόνον τότε οἱ ἕλληνες ἔμποροι ἀντιμετώπισαν γιὰ πρώτη φορὰ δυσκολίες καὶ ἀπαγορεύσεις στὴν ἐλεύθερη διακίνηση προϊόντων καὶ στὶς ἐξαγωγές. Τὸ 1919 μάλιστα, ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς μὲ 20.000 ἄνδρες, μετὰ τὴν ἀτυχῆ ἐκστρατεία κατὰ τῶν Μπολσεβίκων στὴν Κριμαία, βρέθηκε στὶς ὄχθες τοῦ Δνείστερου νὰ ὑπερασπίζεται τὴ Βεσσαραβία ὑπὲρ τῆς Ρουμανίας. Σήμερα ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴ Σοβιετικὴ Σοσιαλιστικὴ Δημοκρατία τῆς Μολδαβίας.
Ὁ Δνείστερος λοιπὸν πηγάζει στὰ Καρπάθια, κοντὰ στὰ σύνορά τῆς Πολωνίας, διασχίζει ἕνα τμῆμα τῆς Οὐκρανίας, ὁλόκληρη τὴ Μολδαβία, κι ἐκβάλλει στὸν βαθὺ καὶ καλὰ προφυλαγμένο κόλπο τῆς Τύρας, τὸ σημερινὸ Ντνεστρὀφσκι Λιμάν. Ἀπὸ τὰ 1.362 χιλιόμετρα τοῦ ποταμοῦ τὰ 800 εἶναι πλεύσιμα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ θάλασσα πρὸς τὰ Καρπάθια. Αὐτὸς ἦταν βασικὸς δρόμος γιὰ τὴ μεταφορὰ μετάλλων, δούλων, γουναρικῶν, δερμάτων κι ἄλλων πολλῶν ἐμπορευμάτων πού οἱ ἕλληνες κάτοικοι τῆς Τύρας καὶ τῆς Νικόνιας ἀγόραζαν ἀπό τούς Θράκες καὶ τοὺς Σκύθες τῆς Μολδαβίας καὶ τῆς Οὐκρανίας.
Λίγα, ἐλάχιστα πράγματα γνωρίζουμε γιὰ τὶς δυὸ μακρινὲς κι ἀπομονωμένες ἑλληνικὲς ἀποικίες. Δυὸ σύγχρονες ἀντικρυστὲς πόλεις μέσα στὸν μεγάλο κόλπο ὅπου ἐκβάλλει ὁ Δνείστερος, ἡ πόλη Μπέλγκοροντ-Ντνεστρόφσκι καὶ ἡ πόλη Ροξολάνυ, ταυτίζονται, ἴσως ἡ πρώτη μὲ τὴν Τύρα καὶ ἡ δεύτερη μὲ τὴ Νικόνια. Μά, ἰδίως γιὰ τὴ Νικόνια, ἀκόμα καὶ ἡ θέση τῆς ἀμφισβητεῖται.
Τρίτος πλωτὸς ποταμός, ἀνατολικά του Δνείστερου, εἶναι ὁ Μπάγκ, ὁ ἀρχαῖος Ὕπανις, μήκους 856 χιλιομέτρων. «Πηγάζει ἀπὸ μιὰ μεγάλη λίμνη», λέει ὁ Ἡρόδοτος, «πού στὶς ὄχθες της ζοῦν ἄγρια ἄσπρα ἄλογα». Ποτίζει τεράστιες καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις, «τὴ γῆ τῶν γεωργῶν Σκυθῶν», καὶ ἐκβάλλει μαζὶ μὲ τὸν Δνείπερο στὸν μυχὸ τοῦ κόλπου τῆς Οὐκρανίας, στὸ Μπὰγκ Λιμάν. Ἐκει ἵδρυσαν οἱ Μιλήσιοι τὴν Ὀλβία, τὴν ἀρχαιότερη ἀποικία τοῦ βορινοῦ Πόντου.
Ἡ Ὀλβία δὲν χρωστᾶ τὸ ὄνομά της στὴν ὀμορφιὰ τοῦ τοπίου — ἀντίθετα μάλιστα, ἡ πόλη βρισκόταν κοντὰ σὲ ἁλυκές, μέσα σὲ μίαν ἄξενη χώρα πού συνόρευε μὲ τὴ μεγάλη στέππα καὶ περιβαλλόταν ἀπὸ ἀπέραντα μαῦρα δάση — μὰ στὸν πλοῦτο καὶ τὴν εὐδαιμονία τῶν πολιτῶν της.
Τόσο νευραλγικὸς γιὰ τὴ μεταφορὰ τῶν προϊόντων εἶναι ὁ κόλπος ὅπου χύνονται τὰ δυὸ οὐκρανικὰ ποτάμια, Μπὰγκ καὶ Δνείπερος, ὥστε, ἀρκετὲς δεκαετίες πρὶν ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Όλβίας, μερικοὶ Χιῶτες καὶ Ροδίτες ἔμποροι εἶχαν τολμήσει νὰ ἐγκατασταθοῦν στὸ Μπερεζάν, μιὰ νησίδα στὴν εἴσοδο τοῦ κόλπου.
Βορυσθενίτιδα ὀνόμασαν αὐτὴ τὴ νησίδα οἱ αἰγαιοπελαγίτες ἔμποροι καὶ Βορυσθένη τὸν Δνείπερο «τὸν πιὸ ὠφέλιμο ἀπ' ὅλους τούς ποταμοὺς πού γνωρίζω, μετὰ τὸν Νεῖλο», ὅπως γράφει ὁ Ἡρόδοτος. «Δίνει πλούσια καὶ εὔκολα λιβάδια γιὰ βοσκή, δίνει πολλὰ καὶ ἐξαιρετικὰ ψάρια. Στὶς ὄχθες του ἡ σπορὰ εἶναι πλούσια κι ὅπου δὲν σπέρνουν, φυτρώνει μόνο του τὸ πυκνὸ χορτάρι. Τὸ νερὸ του εἶναι καθαρό καὶ πόσιμο, ἐνῷ τὰ ἄλλα ποτάμια εἶναι λασπερά. Στὶς ἐκβολὲς του μαζεύεται μόνο του σὲ μεγάλους σωροὺς τὸ ἁλάτι. Δίνει καὶ κάτι ψάρια τεράστια, χωρὶς ἀγκάθια, πού τὰ κάνουν παστά. Ἕως τὴν περιοχὴ Γέρρος, δηλαδὴ σαράντα μέρες ταξίδι, ξέρουμε ὅτι ρέει ἀπὸ βορρᾶ πρὸς νότο. Παραπέρα ὅμως κανεὶς δὲν ἤξερε νὰ μοῦ πεῖ ἀπὸ ποιὲς χῶρες περνάει. Μόνον γιὰ τὶς πηγὲς τοῦ Βορυσθένη καὶ τοῦ Νείλου δὲν ξέρω νὰ ἀναφέρω τίποτε, οὔτε καὶ νομίζω ὅτι κανένας ἄλλος Ἕλληνας ξέρει». Αὐτὰ γράφει τὸν 5ο π.Χ. αἰώνα ὁ πατέρας τῆς ἱστορικῆς γεωγραφίας γιὰ τὸ τρίτο μεγαλύτερο ποτάμι τῆς Εὐρώπης, μετὰ τὸ Βόλγα καὶ τὸ Δούναβη.
Ὁ Δνείπερος λοιπὸν ἔχει μῆκος 2।285 χιλιόμετρα καὶ οἱ πηγὲς του βρίσκονται στὸ ὀροπέδιο τοῦ Βαλντάϊ. Τὸ θαυμάσιο αὐτὸ ποτάμι, πηγὴ ζωῆς γιὰ τὴν Οὐκρανία, εἶναι πλωτὸ σὲ μῆκος 2.000 χιλιομέτρων. Ἀναπλὲοντὰς το, μᾶς πληροφορεῖ πάντα ὁ Ἡρόδοτος, «οἱ Ὀλβιοπολίτες κι ὅσοι Σκύθες πήγαιναν σ' ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἔπρεπε νὰ ἔχουν μαζί τους ἑπτὰ διερμηνεῖς γιὰ νὰ μποροῦν νὰ διαπραγματευτοῦν σὲ ἑπτὰ διαφορετικὲς γλῶσσες».
Ὁ ποταμόδρομος τοῦ Δνείπερου, ἤ «δρόμος τοῦ κεχριμπαριοῦ», μέσῳ ἑνὸς δικτύου πλωτῶν ποταμῶν, ὁδηγεῖ στὴ Βαλτική. Ἀπὸ κεῖ κατέβαινε τὸ κεχριμπάρι πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ μυκηναῖοι κοσμηματοτεχνίτες κι αὐτὴ τὴν ἴδια ὅδο ἀκολουθοῦσε ὁ Ἀπόλλωνας στὸ ἐτήσιο ταξίδι πού ἔκανε στὴ «χώρα τῶν Ὑπερβορείων Παρθένων». Στὸ ἀρχαϊκὸ ἀέτωμα τοῦ πρώτου δελφικοῦ ναοῦ ὁ θεός, πού ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸν μακρινὸ βορρᾶ, ἀπεικονίζεται πάνω σ' ἕνα ἅρμα πού τὸ σέρνουν τέσσερεις κύκνοι στὸ ποτάμι. Δεκατρεῖς χιλιάδες ζευγάρια κύκνοι ζοῦνε σήμερα στὸν προστατευμένο βιότοπο τοῦ Μπερεζάν.
Μὰ γιὰ νὰ μὴν σταθοῦμε μόνον στὶς σχέσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων μὲ τὸν Δνείπερο, θὰ πρέπει ἀκόμα νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ δῶ μεταφέρονταν τὰ δέρματα, οἱ γοῦνες καὶ κυρίως τὰ καστόρια πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ «γουνάριοι» καὶ οἱ «καλλιγάριοι», δηλαδὴ οἱ γουναράδες καὶ οἱ ὑποδηματοποιοί, τῆς Κωνσταντινούπολης. Στὰ μεσοβυζαντινὰ χρόνια ὁ ἄξονας Νιέμεν-Πρίπετ-Ντνίπρ ὀνομάστηκε «ὁ δρόμος ἀπό τούς Βαράγκους στοὺς Ἕλληνες», γιατί μέσῳ αὐτοῦ κατέβαιναν μὲ τὰ μονόξυλά τους οἱ Σκανδιναυοὶ στὴ Μαύρη Θάλασσα, ἀναζητώντας τὸν ἥλιο τοῦ νότου καὶ μισθοφορικὴ δουλειὰ στὴν προσωπικὴ φρουρὰ τοῦ βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα. Ἔτσι κάποτε ὁ Ὀλεγκ ὁ Βάραγκος ἵδρυσε τὸ Κίεβο, τὴ «μητέρα τῶν ρωσικῶν πόλεων», στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ μεγάλου πόταμου. Στὰ νερὰ του βαφτίστηκαν χριστιανοὶ οἱ ὑπήκοοι τοῦ Βλαδίμηρου μετὰ τὸ 988, ὅταν ὁ «ἰσαπόστολος τῶν Ρώσων» ἐκχριστιανίστηκε γιὰ νὰ παντρευτεῖ τὴν πορφυρογέννητη Ἄννα, τὴν ἀδελφή του Βασιλείου τοῦ Β' τοῦ Βουλγαροκτὸνου.
Ἑκατοντάδες βυζαντινοί, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, ζωγράφοι, μαρμαροτεχνίτες καὶ ἀρχιμάστοροι, ἀνέβηκαν μετὰ τὴν Ἄννα τὸν Δνείπερο γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν στὸ Κίεβο, τὴν «χρυσὴ πρωτεύουσα» πού ὀνομάστηκε καὶ «Νέα Κωνσταντινούπολις».Πρὶν ἐγκαταλείψουμε τὸν ἀρχαῖο Βορυσθένη πού ἔκανε εὐτυχεῖς τους Ὀλβιοπολίτες, πρέπει νὰ διευκρινήσουμε ὅτι ἡ σημερινὴ πόλη Χερσών —σπουδαῖο ναυπηγικὸ καὶ λιμενικὸ κέντρο στὶς ἐκβολὲς τοῦ Δνείπερου, κοντὰ στὶς μεγάλες ἁλυκὲς τοῦ κόλπου τῆς Ὀλβίας— δὲν ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν παλαιὰ Χερσώνα. Ἡ ἀρχαιοελληνικὴ ἀποικία Χερσόνησος, μεσαιωνικὴ Χερσών, πού ὑπῆρξε ἡ ἀκριτικὴ εὐξεινοποντιακή μητρόπολη τῆς βυζαντινῆς ἐπικράτειας μέχρι τὴν κυριαρχία τῶν Ταταρομογγόλων στὴ Νότια Ρωσία τὸν 13ο αἰώνα, βρισκόταν ἀρκετὰ χιλιόμετρα νοτιοανατολικότερα, δηλαδὴ στὰ παράλια της Κριμαίας κοντὰ στὴ σημερινὴ Σεβαστοπόλ.
Ἡ σύγχρονη Χερσώνα, ἡ σύγχρονη Ὀδησσός, ὅπως καὶ ἡ σύγχρονη Σεβαστούπολις, ἱδρύθηκαν ἀπὸ τὴν Μεγάλη Αἰκατερίνη στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνακατάληψη τῶν περιοχῶν πού βρίσκονταν γιὰ αἰῶνες κάτω ἀπὸ ὀθωμανικὴ κυριαρχία. Ἡ Τσαρίνα τότε ἔχτισε μιὰ σειρὰ μοντέρνες πόλεις, μὲ βάση τὰ πρότυπα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ νεοκλασσικισμοῦ, δίνοντας τοὺς ὀνόματα ἀρχαιοελληνικῶν καὶ βυζαντινῶν πόλεων τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὸν μαυροθαλασσίτικο στόλο πού ναυπήγησε ὁ ναύαρχος της Ποτέμκιν, ἡ Αἰκατερίνη πραγματοποίησε ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ περίφημου «ἑλληνικοῦ σχεδίου» γιὰ τὴν ἐπανασύσταση τῆς βυζαντινῆς βορειοποντιακῆς θαλασσοκρατορίας πού ὁραματιζόταν ἡ Ρωσία. Βέβαια οἱ καινούριες αὐτὲς πόλεις, κι ἀνάμεσά τους πρώτη ἡ Ὀδησσός, ἔγιναν κέντρα τοῦ νεότερου παροικιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μὰ γι’ αὐτὸν θὰ μιλήσουμε ἀργότερα.
«Τὸ βαπόρι πού μὲ μεταφέρει στὴν Ρωσσία, ἀγκυροβολεῖ στὴ Σεβαστούπολι», γράφει πάλι ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος. «Ὕστερα ἀπὸ μιὰ διαμονὴ ὀλίγων ἥμερων σὲ αὐτὴ τὴν ὡραία πόλι τῆς Κριμαίας, ἀναχωρῶ γιὰ τὰ χτήματα πού ἀνῆκαν πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1917 στοὺς θείους μου. Τὸ Τσόργκουν, ἕνα χωριὸ κατοικημένο κατὰ τὸ ἕνα ἥμισυ ἀπὸ Τατάρους καὶ κατὰ τὸ ἄλλο ἀπὸ Ρώσσους, εἶναι συνυφασμένο, μέσα στὴ μνήμη μου, μὲ πλῆθος ἀναμνήσεων τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Ἀκόμη καὶ σήμερα, ὅταν ἀκούω ποδοβολητὸ ἀλόγων σὲ γέφυρα ξύλινη, ἤ τὸν θόρυβο πού κάνουν τὰ σιδερένια στεφάνια μίας ἁμάξης ἐπὶ ἑνὸς σανιδώματος γεφύρας, βλέπω μπροστά μου τὴν παλαιὰ ξύλινη γέφυρα, ἡ ὁποία ἔζευε τὸν μικρὸ ποταμὸ Τσορνάγια, σὲ ἐλάχιστη ἀπόστασι ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ θείου μου Δημήτρη, πού μέ θερμή ἀγάπη καὶ ἄπειρη καλωσύνη μὲ φιλοξενοῦσε, ὁσάκις πήγαινα ὡς παιδὶ στὰ κτήματά του».
Βρισκόμαστε πιὰ στὸν Κιμμέριο Βόσπορο, τὸν πορθμὸ πού ἑνώνει τὴ Μαύρη Θάλασσα μὲ τὴν Ἀζοφική. Τὰ στενὰ του σχηματίζονται ἀπὸ τὴ Χερσόνησο τῆς Κριμαίας, δυτικά, καὶ τὴν ἀπόληξη τοῦ θεόρατου ὅρους τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικά.
Στὸν μυχὸ τῆς Θάλασσας τοῦ Ἀζὸφ ἐκβάλλει ὁ πλωτὸς ποταμὸς Δόν, ὁ Τάναϊς τῶν ἀρχαίων, μήκους 1.970 χιλιομέτρων. Ἐδῶ οἱ ἔμποροι τῆς Μιλήτου εἶχαν χτίσει, πέρα ἀπὸ τὴν παραθαλάσσια ποταμόσκαλα Τάναϊ, πολλὰ παράλια ἐμπορεῖα τὰ ὁποῖα συγκέντρωναν τὰ πολύτιμα προϊόντα τῆς περιοχῆς καὶ ἔλεγχαν τὰ στενὰ τοῦ Κέρτς, δηλαδὴ τὴν εἴσοδο τοῦ Πόντου.
Πλούσια καὶ σημαντικὴ ἀποικία τοῦ Κιμμέριου Βοσπόρου, πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνιστικοῦ βασιλείου τοῦ Βοσπόρου ἀργότερα, ἕδρα βυζαντινῆς μητροπόλεως μέχρι τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα, τὸ Παντικάπαιον, χτισμένο στὴ θέση τοῦ σημερινοῦ Κέρτς, ὑπῆρξε ἀνέκαθεν πόλη-κλειδὶ γιὰ τὶς ἐμπορικές, τὶς διπλωματικὲς καὶ τὶς πολιτιστικὲς ἀνταλλαγὲς ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς «βαρβάρους».
Ἀκόμα κι ὅταν οἱ Βυζαντινοὶ ἔχασαν τὸν ἔλεγχο τῆς Ἀζοφικῆς, δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ στέλνουν διπλωματικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἀποστολὲς γιὰ νὰ καλλιεργοῦνε φιλικὲς σχέσεις μὲ τοὺς λαοὺς πού κατὰ καιροὺς κυριάρχησαν στὶς εὐρωασιατικές στέππες γύρω. Γιατί οἱ ἀνοιχτοὶ ὁρίζοντες, αὐτὲς οἱ ἀπέραντες στέππες, ἀποτελοῦν τὸν μοιραῖο διάδρομο, δηλαδὴ τὸν μοναδικὸ δρόμο, πού ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἀσία στὴ Νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη. Ἐκεῖ πάνω λοιπόν, στὰ κάστρα τοῦ Δόν, ἔπρεπε τὸ Βυζάντιο νὰ ἀναχαιτίσει τὰ στίφη καὶ τὶς ἔφιππες ὀρδὲς τῶν Ἀσιατῶν. Προσπαθώντας νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς Πρωτοβούλγαρους κι ἀργότερα τοὺς Χάζαρους, μαθαίνοντάς τους πῶς νὰ καλλιεργοῦνε τὴ γῆ, πουλώντας κι ἀγοράζοντας προϊόντα κι ἐθίζοντάς τους ἔτσι στὶς ἀρχὲς μίας ἐμπορευματικῆς-πελατιακῆς κοινωνίας, στέλνοντας τεχνίτες καὶ λεφτὰ γιὰ νὰ ἐνισχυθεῖ τὸ ἀμυντικὸ δίκτυο τῶν κάστρων πάνω στὸ ποτάμι, ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία χρησιμοποίησε κάθε μέσο γιὰ νὰ διασφαλίσει τὶς στέππες, νὰ ἀποκλείσει τὸν μοιραῖο διάδρομο πού ὁδηγεῖ στὸν Δούναβη κι ἀπὸ κεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν παρουσία της στὴν Ἀζοφική. Ἄλλωστε ἀκόμα καὶ τὴ νάφθα γιὰ τὸ «ὑγρόν πῦρ» ἀπὸ τὶς ἀγορὲς τῆς Ἀζοφικῆς τὴν προμηθεύονταν οἱ Βυζαντινοί, καὶ δίχως αὐτὴν οἱ δρόμωνες τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στόλου θὰ ἔχαναν ἕνα πολὺ ἀποτελεσματικὸ ἐπιθετικὸ ὅπλο.
Στὸν στρατηγικὸ αὐτὸ χῶρο, ὅπου συναντιοῦνται δύο ἤπειροι κι ὅπου κατέληγαν οἱ ὀρδὲς τῶν Ἀσιατῶν καὶ τὰ καραβάνια μὲ τὸ κινέζικο μετάξι, καταλήγει καὶ ὁ μεγάλος πλωτὸς δρόμος τοῦ Βόλγα-Δὸν πού ἔρχεται ἀπὸ τὴ Βόρεια Θάλασσα μέσω Μοσχοβίας στὸν «ζεστὸ νότο».
«Σὲ ὅλη αὐτὴ τή χώρα πού περιέγραψα», λέει ὁ Ἡρόδοτος γιὰ τὰ μέρη γύρω ἀπ’ τὴν Ἀζοφική, «ὁ χειμώνας εἶναι πολὺ βαρύς. Ὀκτώ μῆνες στοὺς δώδεκα τὸ κρύο εἶναι ἀφόρητο. Ἡ θάλασσα κι ὁλόκληρος ὁ Κιμμέριος Βόσπορος παγώνουν κι ἔτσι οἱ Σκύθες περνοῦν τὸν πάγο μὲ τὰ ἁμάξια τους».
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα καταλαβαίνει κανεὶς γιατί οἱ ἀρχαῖοι λαοὶ πού κατοικοῦσαν τὰ παράλια του Εὔξεινου Πόντου δὲν μπῆκαν ποτὲ στὸν πειρασμὸ νὰ γνωρίσουν τὴν ἄξενη θάλασσα τοῦ τόπου τους. Ἡ ἐνδοχώρα ἦταν τόσο πλούσια κι αὐτοὶ τόσο αὐτάρκεις, ὥστε οὔτε μὲ τὸ ἐμπόριο καταπιάστηκαν οὔτε κὰν μὲ τὴ θαλασσινὴ ἁλιεία καταδέχτηκαν ποτὲ νὰ ἀσχοληθοῦν. Τὴν ἄφησαν κι αὐτήν, ὅπως κι ὅλες τὶς ἄλλες ἐνάλιες, παράκτιες καὶ ἐμπορικὲς δραστηριότητες, στοὺς Ἕλληνες.
Κατεξοχὴν κτηνοτρόφοι καὶ γεωργοί, ἀλογοτρόφοι καὶ κυνηγοί, ἄλλα καὶ ληστὲς πού ζοῦσαν πλιατσικολογώντας τοὺς γείτονες, οἱ Σκύθες ὅπως καὶ οἱ Θράκες, ἀλλὰ καὶ οἱ διάφοροι ἀσιατικοὶ καὶ σλαβικοὶ λαοὶ πού ἐγκαταστάθηκαν σ' αὐτὰ τὰ μέρη ἀργότερα, δὲν εἶχαν οὔτε τὴν ἐπιθυμία οὔτε καὶ τὶς ναυτικὲς γνώσεις γιὰ νὰ ἀνοιχτοῦνε στὴ θάλασσα. Οἱ μόνοι πλωτοὶ δρόμοι γὶ αὐτοὺς ἦταν τὰ ποτάμια. «Αὐτὰ εἶναι οἱ σύμμαχοί τους», ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Ἡρόδοτος. Αὐτὰ ποτίζουν τὶς εὔφορες πεδιάδες τους, τὰ ἀπέραντα δάση. Ἀπὸ αὐτὰ ζοῦν. Μ' αὐτὰ ἐπικοινωνοῦν, ὄχι μὲ τὸν ἔξω κόσμο ἄλλα μὲ τὸ ἐσωτερικό τῆς χώρας τους. Τὰ ποτάμια λοιπὸν χαρακτηρίζουν τὸν πολιτισμὸ τῶν λαῶν πού βρίσκονταν ἀκόμα σὲ προϊστορικὸ στάδιο ἀνάπτυξης, ὅταν ἔφτασαν οἱ πρῶτοι ἕλληνες ἄποικοι καὶ κατοίκησαν ἕνα γύρω τὰ παράλια, στερώντας τοὺς γηγενεῖς ὁριστικὰ ἀπὸ κάθε δυνατότητα ἐπαφῆς μὲ τὴ θάλασσα.
«Ἄπλουν γὰρ εἶναι τότε τὴν θάλατταν ταύτην καὶ καλεῖσθαι Ἄξενον, διὰ τὸ δυσχείμερον καὶ τὴν ἀγριότητα τῶν περιοικούντων ἐθνῶν καὶ μάλιστα τῶν Σκυθῶν ξενοθυτούντων καὶ σαρκοφαγούντων ἐν τοῖς κρανίοις ἐκπώμασι χρωμένων ὕστερον δ' Εὔξεινον κεκλῆσθαι, τῶν Ἰώνων ἐν τῇ παραλίᾳ πόλεις κτησάντων», γράφει ὁ Στράβων, κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι, μέχρι νὰ τολμήσουν οἱ Ἄβαροι καὶ οἱ Ρώς νὰ παραπλεύσουν τὶς ἀκτὲς μὲ τὰ μονόξυλά τους καὶ νὰ χτυπήσουν τὴν Κωνσταντινούπολη, κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε βάλει τὸ πόδι του στὸν Πόντο. Κι ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὁ Ἀππιανός: « τῶν Θρακῶν οὔτε θαλάσσῃ χρωμένων οὔτε εἰς τὰ παράλια κατιόντων ὑπὸ δέους τῶν ἐπιπλεόντων».
Γιά περισσότερα στοιχεῖα στά παρακάτω κείμενα τῆς Μαριάννας Κορομηλᾶ:
Οἱ Ἕλληνες στὴ Μαύρη Θάλασσα
Ὁ Ἄξενος Πόντος τῶν Ἄθλων. Ἀπὸ τὴ μυκηναϊκὴ ἐποχὴ ὡς τὰ πρώιμα ἀρχαϊκὰ χρόνια. Θεοί, ἡμίθεοι, ἥρωες καὶ ποντοπόροι (1400-635 π.X.)
Ὁ Εὔξεινος Πόντος καὶ ἡ Προποντίδα. Ἀπὸ τὰ πρώιμα ἀρχαϊκὰ χρόνια ὡς τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα (630 π.X.-330 μ.X.)
Ὁ Ἀνατολικὸς Πόντος
Ὁ χῶρος εἶναι ὁ κόσμος πού ἀνοίγεται πέρα ἀπὸ τὸ Βόσπορο καὶ τὶς Συμπληγάδες- ὁ κόσμος τῆς Μαύρης θάλασσας- Ὁ ἥρωας ἀνήκει στὴν τελευταία γενιὰ τῶν Ἑλλήνων τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Γεννήθηκε τὸ 1899 σ’ ἕνα θρακικὸ χωριὸ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας- Οἱ περιπέτειες του ἀρχίζουν τὸ 14, μετὰ τοὺς Βαλκανικούς, ὅταν, μαθητὴς ἀκόμα, δίχως πατρίδα καὶ περιουσία, πῆγε στὴ Ρουμανία νὰ δουλέψει- Ὁ Πρῶτος Πόλεμος τὸν βρῆκε στὴν Κωνστάντζα. Ἔφυγε γιὰ τὸ Γαλάτσι. Τὸ μέτωπο ἔσπασε. Ἀπὸ τὸν Δούναβη βρέθηκε στὸν Δόν. Μπερντιάνσκα στὴν Ἀζοφική. Ξέσπασε ἢ Ὀκτωβριανὴ Ἔπανάσταση. Νοβορωσίσκ. Οἱ Λευκορῶσοι ὑποχωροῦν, οἱ Ἄγγλοι ἀποχωροῦν. Ἀπὸ τὸν Καύκασο βρέθηκε στὴν Πόλη λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Καταστροφή. Κωνστάντζα ὡς τὸ 44. Βουκουρέστι μετὰ τὸν Δεύτερο Πόλεμο. Ὥσπου, τὸ 1950, ἐγκαταλείποντας πιὰ τὴ Μαύρη Θάλασσα, ἔφτασε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ δυὸ μικρὰ παιδιὰ στὸν ρουμάνο-προσφυγικὸ καταυλισμὸ τοῦ Λαυρίου. Ἡ μεταπολεμικὴ Ἑλλάδα: ἕνας νέος κι ἄγνωστος κόσμος. Στὰ πενήντα ἕνα του χρόνια, ὁ πολυταξιδεμένος μεγαλέμπορος, ἀρχίζει γιὰ ἕβδομη φορὰ τὴ ζωή του ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἀγρότης στὸ Κορωπί.
Ἡ ἱστορία εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀληθινὴ καὶ βασίζεται στὴν αὐτοβιογραφία τοΰ Γιάνκου Δανιηλόπουλου…
…Γεννήθηκα στὴν Ἀθήνα, τὸ 1949. Ἀνήκω στὴ γενιὰ τῆς ἀναδίπλωσης μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν κρατικῶν ἐθνικισμῶν καὶ τὸ κλείσιμο τῶν συνόρων. Στὴ γενιὰ πού στερήθηκε τὰ μεγάλα ταξίδια κι ἔχασε τὴ συνείδηση τῆς ἀπεραντοσύνης τοῦ παλιοῦ ἑλληνικοῦ ὁρίζοντα. Ἡ ἀντικατάστασή του ἀπὸ τὸ στεῖρο ἑλληνοκεντρισμό, ποὺ μᾶς φουσκώνει τὰ μυαλά, μὲ ἀπωθοῦσε πάντα. Ἢ βαθύτατη ἄγνοια κι ὁ ἀθεράπευτος νεοελληνικὸς ἐπαρχιωτισμὸς μὲ ἐξόργιζε. Ἄρχισα νὰ ταξιδεύω καὶ νὰ διαβάζω προσπαθώντας νὰ βρῶ μίαν ἄκρη, γιὰ ν' ἀποκαταστήσω αὐτὸ πού ἔνοιωθα χαμένο.
Ἂν ζοῦσα τὸν καιρὸ τῶν Σουλτάνων θὰ γινόμουν περιπλανώμενος παραμυθὰς νὰ διηγοῦμαι στοὺς καφενέδες αὐτὰ πού εἶδα κι ἔμαθα. Μὰ κανεὶς δὲν ξεφεύγει εὔκολα ἀπὸ τὸν περίγυρο καὶ τὰ πατροπαράδοτα. Ἔτσι τὸ πρῶτο μου κείμενο δημοσιεύτηκε στὴ «Μεσημβρινὴ» στὶς 23/11/63. Ὅμως ἡ δύναμη καὶ ἡ γοητεία τοῦ προφορικοῦ λόγου καὶ ἡ δυνατότητα τῆς προσωπικῆς ἐπαφῆς μὲ τραβοῦσαν ἀλλοῦ. Ἀπὸ τὸ 1970 ἄρχισα νὰ ξεναγῶ, ξένους πρῶτα κι ἀργότερα μόνον Ἕλληνες, κι ἀπὸ τὸ 75 καὶ πέρα διοχέτευσα ἕνα μέρος τῆς δουλειᾶς μου σὲ ραδιοφωνικὲς παραγωγές, ὥσπου πιὰ κατάλαβα πώς βρῆκα τὴν ἄκρη: θὰ μιλῶ καὶ θὰ γράφω ταξιδεύοντας τοὺς ἀκροατὲς καὶ τοὺς ἀναγνῶστες στὸν κόσμο ποὺ γνώρισα κι ἀγάπησα.
Ὑπάρχει λοιπόν, ἀκόμα κάποιος χῶρος γιὰ τοὺς περιπλανώμενους παραμυθάδες. Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ἂς φροντίζουν ἄλλοι..."
Αὐτά γράφει η Μαριάννα Κορομηλᾶ στό ἐσώφυλλο του βιβλίου της « Εὐτυχισμένος πού ἔκανε το ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα» καί τοῦ ὁποίου τόν πρόλογο διαβάζουμε παρακάτω. Ταξίδι και βιογραφία λοιπόν. Καί συμπληρώνοντας θά πῶ, ὅτι εἶναι καί μιά περιπλάνηση σέ μιά από τίς γοητευτικότερες, πλουσιότερες καί ζωντανές περιοχές τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, τίς ὁποῖες μαράζωσε ἕνα συνοθύλευμα «δυτικῶν» θεωριῶν ὅπως: ἐθνικισμός, ἀνθρώπινα δικαιώματα, ἐλεγχόμενη πολυπολιτισμικότητα ἐπιχορηγούμενη και ἐπιδοτούμενη ἀπό τά πάνω, πρόοδος, ἀνάπτυξη καί δέν συμμαζεύεται…Ἔτσι, ἀπό ζωντανό ἐργαστήρι πολιτισμῶν, πολιτιστικῆς ἐπαφῆς ἀποδοχῆς τοῦ διαφορετικοῦ καί φυσικῆς, συνειδητῆς ἀεθνίας ἀπό τά κάτω, κομματιάσθηκαν, ρημάχθηκαν, στράφηκε ὁ ἕνας λαός ἐναντίον τοῦ ἄλλου, μέ μυαλά παραζαλισμένα ἀπό τήν ἀνέξοδη «ἐθνική» ὑπερηφάνεια καί τά ἀνιστόρητα « ἐθνικά» μίση. Κάποιοι συνεχίζουν νά τρίβουν τά χέρια τους. Μερικοί ἀπροκάλυπτα τό σβήνουν τό παρελθόν. Κάποιοι ἄλλοι τό ἔχουν σάν εἰκόνισμα ἤ πιάνονται καί προσπαθοῦν νά κρατηθοῦν ἀπό αὐτό. Τό παρελθόν ὅμως δέν εἶναι οὔτε γιά νά περιορίζεται στά μουσεῖα καί νά γίνεται ἀντικείμενο μελέτης ὥστε νά προκύψουν τά προαποφασισμένα συμπεράσματα τῆς κάθε ἐξουσίας. Οὔτε γιά νά στήνονται πανηγυρτζίδικες ἐκδηλώσεις στίς ὁποῖες θα φουσκώνουν σάν γαλλιά μέ δανεικό λειρί τά ὑποχείρια αὐτῆς τῆς ἐξουσίας ἀπονέμοντας τόν τίτλο τοῦ πουλημένου σέ ὅποιον ἔχει διαφορετική ἄποψη γιά τά πράγματα.
Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη ἐκδοχή ἐνάντια στήν ἐκδοχή πού βλέπει τό ἱστορικό παρελθόν σάν καταναλωτικό προϊόν ἤ σάν προπαγανδιστικό ἐργαλεῖο πολλαπλῆς χρήσεως. Το παρελθόν ὑπάρχει καί μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο νά τό προσεγγίσουμε, γι' αὐτό πρέπει, παρά τις περί τοῦ ἀντιθέτου προσπάθειες, νά ἐπανακαλύπτεται - κάτι δηλαδή σάν αὐτό πού ἔχει κάνει ἡ Μαριάννα Κορομηλᾶ μέ τό ἔργο της- καί κατόπιν νά ἑρμηνεύεται.
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ( Πρόλογος)-1989
Εἶναι δύσκολο νὰ περιγράψει κανεὶς τὴ Μαύρη Θάλασσα σὲ κάποιον πού γεννήθηκε στὴ Μεσόγειο, καὶ μάλιστα στὴν Ἀνατολική. Ἀκόμα δυσκολοτερο ὅμως εἶναι νὰ μιλήσει γιὰ τούτη τὴν ἀπέραντη κλειστὴ θάλασσα σὲ κάποιον Ἕλληνα συνηθισμένο στὴν ἀκτοπλοΐα. Θάλασσα γι’ αὐτὸν σημαίνει φῶς, διάφανα νερά, φιλόξενοι ὅρμοι, καλοὶ λιμένες, ἄπειρα νησιὰ καὶ νησίδες, σύντομα περάσματα, κοντινὲς ἀποστάσεις.
Μόνο μιὰ λέξη μπορεῖ ἴσως νὰ χαρακτηρίσει τὰ αἰσθήματα πού νιώθουμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀντικρύζοντας τὸν Πόντο: δέος. Δέος γιὰ τὸν Ὠκεανὸ πού ἀνοίγεται σιωπηλός, βαθυχρωμος, ἀτελεύτητος· δίχως ἥλιο, δίχως νησιά, δίχως σημεῖο ὁρατὸ στὸν ὁρίζοντα. Ἐδῶ τὰ μεγέθη καὶ οἱ ἀποστάσεις, οἱ φυσικοὶ νόμοι κι ὁ χαρακτήρας τοῦ τόπου δὲν ἔχουν καμιὰν ἀντιστοιχία μὲ τὸν δικό μας κόσμο· ξεπερνοῦν κατὰ πολὺ τὸ μέτρο πού χαρακτηρίζει τὴ φυσιογνωμία τοῦ ἑλληνικοῦ γεωγραφικοῦ χώρου. Ἐδῶ, πέρα ἀπὸ τὶς Συμπληγάδες, ἀνοίγεται ἕνας ἄλλος κόσμος, στοὺς ἀντίποδες τοῦ δικοῦ μας κόσμου, τῆς δικῆς μας σκέψης, τῆς δικῆς μας ἀντίληψης γιὰ τὰ πράγματα.
Βρισκόμαστε σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ θάλασσα πού καταλήγει σὲ δυὸ πορθμοὺς τόσο στενοὺς ὥστε ἀκόμα καὶ βόδια νὰ μποροῦν νὰ τοὺς διαβοῦν, καθὼς τὸ μαρτυράει καὶ τὸ ὄνομά τους. Στὰ βορειοανατολικά της ὁ Κιμμέριος Βόσπορος —τὸ στενό του Κέρτς— ὁδηγεῖ στὴ Θάλασσα τοῦ Ἀζόφ, μιὰ μικρὴ καὶ ρηχὴ θάλασσα πού οἱ Ἕλληνες ὀνόμασαν Μαιώτιδα λίμνη καὶ μητέρα τοῦ Πόντου. Στὰ νοτιοδυτικά της ὁ Θρακικὸς Βόσπορος ὁδηγεῖ στὴν Προποντίδα ἡ Θάλασσα τοῦ Μαρμαρά. Αὐτή, μὲ τὴ σειρά της, περνώντας τόν' Ἑλλήσποντο —ἢ στενὰ τῶν Δαρδανελλίων— χύνεται στὸ Αἰγαῖο.
Στενόν, Ρεῦμα καὶ Κατάστενον τὸν ἀποκαλοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καὶ οἱ Βυζαντινοί. Σταμποὺλ-Μιτογάζιτσι καὶ Καραντενὶζ-Μπογάζιτσι τὸν λένε οἱ Τοῦρκοι.
Γιὰ ὅσους δὲν ἔτυχε νὰ τὸν διαβοῦν πρέπει νὰ δώσουμε, ὄχι μόνο τὰ στοιχεῖα του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐντύπωση πού ἔχει κανεὶς διαπλέοντας τὸν ἀκόμα καὶ σήμερα, πού ἔρχεται ἡ πλοηγίδα καὶ παραλαμβάνει τὸ καράβι γιὰ νὰ τὸ περάσει ἀνάμεσα στὰ «στοιχειὰ» καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσει ἀπὸ τὸ νότιο στόμιο στὸ βορινό, ἀπὸ τὴ φιλικὴ ἀγκαλιὰ τῆς Προποντίδας στὴ σκοτεινὴ ἀπεραντοσύνη τοῦ Εὔξεινου Πόντου.
Ὁ Βόσπορος λοιπὸν εἶναι ἕνα θαλασσινὸ φίδι μήκους τριάντα ἑνὸς περίπου χιλιομέτρων.
Ὁ Βόσπορος. Ἀπό βυθομετρικὸ χάρτη τῆς Μαύρης Θάλασσας· Βρετανικὴ Ὑδρογραφικὴ Ὑπηρεσία, 1845 |
Ἁπλώνεται ἀνάμεσα σὲ κατάφυτες ἀκτές, δασωμένους χαμηλοὺς λόφους, ἀνθισμένα ἀκρωτήρια, βαθεῖς κόλπους καὶ μικροὺς ὅρμους. Μέσα σ' αὐτὴ τὴν παράλια ὀμορφιὰ τὸ φίδι ἑλίσσεται ἀκολουθώντας τὸ ἀνάγλυφο τοῦ ἐδάφους. Στενεύει καὶ φαρδαίνει, στρίβει δυτικὰ κι ὕστερα βόρεια, νοτιοδυτικὰ καὶ ἀνατολικά, ὕστερα πάλι βορειοδυτικά, ἄλλοτε προχωρώντας μέσα στὴ θρακικὴ ἡ τὴ μικρασιατικὴ γῆ κι ἄλλοτε ἀφήνοντας τες νὰ εἰσχωρήσουν αὐτὲς στὸν φαρμακερό του κόρφο. Στὰ τριάντα ἕνα αὐτὰ χιλιόμετρα ἑφτὰ φορὲς ἀναδιπλώνεται κι ἀλλάζει κατεύθυνση τὸ Κατάστενον.
Τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα πού κατεβαίνει πρὸς τὴν Προποντίδα, σαρώνοντας τὴν ἐπιφάνεια τοῦ πορθμοῦ, ὀφείλεται στὰ μεγάλα ρωσικὰ καὶ βαλκανικὰ ποτάμια πού ἐκβάλλουν στὴ Μαύρη Θάλασσα —τεράστιες ποσότητες ὑδάτων διοχετεύονται πρὸς τὴ Μεσόγειο— καὶ στοὺς συχνοὺς βόρειους-βορειοανατολικοὺς ἄνεμους πού, καθὼς μπουκάρουν σὲ τοῦτον τὸν θαλάσσιο διάδρομο, δὲν ἔχουν διαφυγή. Χτυποῦν στὰ βράχια τῶν βορινῶν ἀκτῶν, πέφτουν στὶς λοφοσειρὲς τοῦ Κάτω Βοσπόρου, ἀνακυκλώνονται, λυσσομανοῦν καὶ σπρώχνουν μὲ βία τὰ νερὰ πρὸς τὸ νότιο στόμιο. Ἔτσι, ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία τρέχει τὸ νερὸ στὴν ἐπιφάνεια εἶναι τρία μὲ πέντε χιλιόμετρα τὴν ὥρα.
Τρέχουν καὶ κατεβαίνουν τὰ νερὰ τῆς ἐπιφάνειας ἀπὸ τὸν Εὔξεινο στὴν Προποντίδα, τρέχουν ὅμως ἀντίστροφα καὶ τὰ ὑπόγεια ρεύματα, πού ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὴν Προποντίδα πρὸς τὸν Εὔξεινο, σ' ἕνα βάθος σαράντα περίπου μέτρων. Αὐτὸ τὸ ὕπουλο ὑπόγειο ρεῦμα οἱ τοῦρκοι πλοηγοὶ καὶ οἱ ψαράδες τὸ ὀνομάζουν «κανάλ». Εἶναι τόσο ἰσχυρὸ πού μπορεῖ, ἂν συναντήσει δίχτυα στὸ διάβα του, νὰ ξεσύρει ὁλόκληρο τὸ καΐκι καὶ νὰ τὸ κάνει νὰ πηγαίνει βόρεια, κόντρα στὰ ἐπιφανειακὰ ρεύματα πού κατεβαίνουν μὲ ἀντίθετη κατεύθυνση.
Τρέχει λοιπὸν μὲ ὁρμὴ μεγάλη τὸ «κανάλ», μὰ στὸ βόρειο στόμιο τοῦ Στενοῦ συναντᾶ τὸ «κατώφλι» τοῦ Βοσπόρου, μιὰ προεξοχὴ στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας ἡ ὁποία ἀνακόπτει τὴ ροή του. Ἐδῶ τὸ «κανὰλ» ἀναμιγνύεται μὲ τὰ ἐπιφανειακὰ ρεύματα καὶ στρέφεται ξανὰ πρὸς τὸ νότο.
Μὰ ἂν ἡ βασικὴ κατεύθυνση τῶν δύο ἰσχυρῶν ρευμάτων εἶναι ἕνας γνωστὸς κι ἀρκετὰ σταθερὸς παράγοντας μέσα στὴν ἀέναη ἀστάθειά του, ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους ἀσταθεῖς παράγοντες —ἴσως ἡ χειρότερη ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ Στενοῦ — εἶναι ἡ αὐξομείωση τῆς ταχύτητας τῶν ὑδάτων, πού μέσα σὲ ἐλάχιστη ὥρα μπορεῖ νὰ ἀνέβει ἀπὸ τὸ κατώτατο στὸ ἀνώτατο ὅριο καὶ πολὺ σύντομα νὰ ξαναπέσει σ’ ἕναν μέσο ρυθμό. Συχνὰ μάλιστα, ἔτσι ὅπως ἑλίσσεται ὁ Βόσπορος, τὰ νερὰ φτάνουν μὲ μεγάλη ὁρμὴ στὶς ἀκτές, χτυποῦν καὶ ξαναγυρνοῦν πίσω-μπρὸς τὸν ἴδιο πάλι δρόμο.
Ἔτσι, διαπλέοντας κανεὶς τὸ Κατάστενον βλέπει ἔντρομος τὸ ρεῦμα στὸ κέντρο νὰ κυλάει ὁρμητικὰ πρὸς τὰ κάτω, ἐνῶ παράλληλα πλαϊνὰ ρεύματα τρέχουν πρὸς τὰ πάνω. Κι ἂν πιάσει κανένας γερὸς ἄνεμος, καμιὰ ἀπὸ τὶς ξαφνικὲς τρέλες τοῦ καιροῦ, μιὰ θύελλα ἤ μιὰ τοπικὴ μπουκαδούρα πού κατεβαίνει σὰν ριπὴ ἀπὸ τὰ ἡμιορεινὰ παράλια, τότε τὸ θαλασσινὸ φίδι γίνεται ρουφήχτρα, Χάρυβδη «πού τὴν ἡμέρα τρεῖς φορὲς ξερνᾶ καὶ τρεῖς ξαναρουφάει». Τὰ ρεύματα στρίβουν καὶ ξαναστρίβουν σὰν παλαβά. Τίποτα πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ σὲ σώσει.
Ἡ ταχύτητα τῶν ὑδάτων καὶ οἱ ξαφνικὲς αὐξομειώσεις της, οἱ ἀντίθετες πορεῖες τῶν ρευμάτων καὶ ἡ τοπικὴ κυκλικὴ κίνησή τους, τὰ ἑφτὰ τσακίσματα τοῦ πορθμοῦ πού δὲν σοῦ ἐπιτρέπουν νὰ δεῖς καὶ νὰ ὑπολογίσεις τὴν πορεία σου, οἱ βόρειοι-βορειοανατολικοὶ ἄνεμοι πού κατεβαίνουν ἀπὸ τὴ Θράκη, ἡ ὑγρασία καὶ οἱ συχνὲς ὁμίχλες πού ἀχνίζουν καὶ θολώνουν τὴν ἀτμόσφαιρα, οἱ ἀνεμοστρόβιλοι καὶ οἱ καταιγίδες πού ταράζουν τὰ ἀνήσυχα νερά, τὰ κοπάδια τῶν ψαριῶν πού μαυρίζουν τόπους τόπους τὴ θάλασσα, αὐτὰ εἶναι τὰ «στοιχειὰ» τοῦ Στενοῦ πού βαστάει ἕνα καὶ μόνο κλειδί. Μὲ αὐτὸ κλειδώνει καὶ ξεκλειδώνει δυὸ κόσμους καὶ δυὸ θάλασσες.
Οἱ τερπνὲς παραλίες τοῦ Βοσπόρου διατηροῦν τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν πλούσια βλάστηση τους σ' ἕνα μῆκος εἰκοσιπέντε περίπου χιλιομέτρων. Λίγο μετὰ τὰ χαλκωρυχεῖα τοῦ Χρυσορρόα ποταμοῦ, στὸ σημερινὸ Ρούμελι Καβάκ, τὸ τοπίο ἀλλάζει ἐντυπωσιακά.
Γυμνὰ καὶ ἀποκρυμνα βράχια φαγωμένα ἀπὸ τὰ «παφλάζοντα κύματα». Ἔρημες κι ἄξενες οἱ «πετρῶες» ἀκτές, κατοικημένες ἀπὸ κοράκια καὶ ψαροπούλια. Τὸ «μνῆμα τοῦ Ἕλληνα» κι ἄλλα πολλὰ μνήματα καὶ μνῆμες ἄφησαν ἐδῶ οἱ ποντοπόροι πού διάβηκαν πρῶτοι τὸν πορθμό. Οἱ «χαμένες ψυχὲς» τοῦ στενοῦ τριγυρνοῦν ἀκόμα στὸ βόρειο στόμιό του.
Ἐδῶ, στὴ θρακικὴ ἀκτή, στὴ μυθικὴ Γυπόπολη, ζοῦσε ὁ γέροντας βασιλιὰς Φινέας. Μὲ τὶς προφητικές του ἱκανότητες συμβούλεψε τοὺς Ἀργοναῦτες πῶς νὰ περάσουν τὸ τελευταῖο ἐμπόδιο γιὰ νὰ βγοῦνε στὸν Πόντο. Οἱ Κυανὲς ἤ Συμπληγάδες, οἱ δυὸ φοβεροὶ σκόπελοι πού δὲν ἦταν στερεωμένοι στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας, πήγαιναν κι ἔρχονταν, συμπλέκονταν μὲ μεγάλη ταχύτητα καὶ τὸ νερὸ γύρω τους ἔβραζε.
«Κανεὶς μέχρι τώρα δὲν κατάφερε νὰ περάσει ἀνάμεσά τους. Ὅταν φτάσετε ἐκεῖ ἀφῆστε ἕνα περιστέρι νὰ πετάξει. Ἂν βρεῖ τὸ δρόμο του καὶ προλάβει νὰ βγεῖ στὸν Πόντο, ἀκολουθῆστε τὴν πορεία του. Ἡ σωτηρία σας θά ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν χεριῶν σας καὶ τὴν ταχύτητα τῶν κουπιῶν σας...» Αὐτὰ εἶπε ὁ Φινέας.
Οἱ Ἀργοναῦτες, μὲ τὴ βοήθεια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, πέρασαν ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς Συμπληγάδες κι αὐτὲς ρίζωσαν ἐκεῖ ὅπως τὶς κράτησε ἀνοιχτὲς ἡ θεὰ γιὰ νὰ διαβεῖ ἡ Ἀργώ. Δὲν ξανάσμιξαν ποτέ, γιατί ἦταν ἀπόφαση τῶν θεῶν νὰ μείνουν ἀνοιχτές, ἂν κάποτε τὶς νικοῦσε κάποιος ἄνθρωπος διαπλέοντάς τες.«Μαύρη Θάλασσα κλειστή, μακρινές μου πεδιάδες πίσω ἀπὸ τὶς Συμπληγάδες»
Ἕνας καινούριος κόσμος ἄνοιγε τώρα γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Θὰ τὸν ἐξερευνήσουνε βῆμα-βῆμα. Θὰ τὸν ἀποικίσουνε μέχρι τὰ ἄκρωτατά του ὅρια. Καὶ θὰ ζήσουν ἐκεῖ, στὰ παράλια καὶ στὰ ἐνδότερα, μέχρι τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ αἰῶνα μας.
«Στὰ μάγια καὶ στὰ ὄνειρα καμπάνα καὶ καντήλα
Πόλη Βάρνα Ὀδησσὸς Κωνστάντζα καὶ Μπραΐλα
καὶ σὲ χρόνο μυστικὸ σὰν ἡφαίστειο τοῦ Αἵμου
λεγεῶνες τοῦ πολέμου»Πολλοὶ τοποθετοῦν τὸν γεωγραφικὸ χῶρο τῆς «Ὀδύσσειας» στή δυτικὴ καὶ νότια Μεοόγειο. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι τὴν ἐποχὴ πού διαμορφώθηκε τὸ ὁμηρικὸ ἔπος εἶχαν ἤδη ξεκινήσει οἱ θαρραλέες προσπάθειες τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν προσπέλαση τοῦ βορειοανατολικοῦ θαλασσινοῦ δρόμου πού ὁδηγεῖ στὴ Μαύρη Θάλασσα. Γνωρίζουμε ἀκόμα ὅτι οἱ ἀναγνωριστικὲς αὐτὲς ἀποστολὲς προηγήθηκαν τῶν ταξιδιῶν πού ἔφεραν τους Ἕλληνες στὴ Δύση. Συμπεραίνουμε λοιπὸν ὅτι ἡ «Ὀδύσσεια» ἀπηχεῖ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τῶν πρώτων Ἰώνων ναυτικῶν καὶ τῶν ἐμπόρων πού τόλμησαν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν πλοῦ τῆς Ἀργῶς καὶ νὰ ἐξερευνήσουν τὰ μακρινὰ καὶ πλούσια μέρη πέρα ἀπὸ τὸ Αἰγαῖο.
Ἔτσι, ἡ πρώτη μορφὴ τῆς «Ὀδύσσειας» ἀντανακλᾶ τὸ ἐξερευνητικὸ κῦμα στὸ δρόμο τοῦ Ἰάσονα. Ὅταν ὅμως ξεκίνησε τὸ ἑπόμενο ρεῦμα γιὰ τὴν ἀποίκιση τῆς Δύσης, οἱ νέες γεωγραφικὲς πληροφορίες καὶ οἱ καινούριες περιπέτειες μπλέχτηκαν μὲ τὶς παλιὲς καὶ τὸ ἔπος προσαρμόστηκε στὶς σύγχρονες ἀνάγκες ἔκφρασης τῶν ναυτικῶν καὶ τῶν ἀποίκων.
Διαβάζοντας λοιπὸν «μέσα ἀπὸ τὶς γραμμές», καὶ συχνὰ παίρνοντας ἀτόφια κομμάτια, μπορεῖ κανεὶς νὰ παρακολουθήσει τὸ θαυμάσιο ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα, τοποθετώντας τὸ στὸν κόσμο πού ἀνοίγεται πέρα ἀπὸ τὴ Λῆμνο, τὴν Ἴμβρο καὶ τὴ Σαμοθράκη.
Θὰ περάσει τὸν Ἑλλήσποντο, θὰ διασχίσει τὴν Προποντίδα ξεγλυστρώντας ἀπὸ τὶς Σειρῆνες, πού συμβολίζουν τὶς ὀμορφιὲς τῆς Θάλασσας τοῦ Μαρμαρᾶ, θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν Καλυψώ, πού κατοικεῖ στὰ Πριγκηπὸνησα καὶ θὰ φτάσει στὸν Θρακικὸ Βόσπορο. Ἂν καταφέρει νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὶς ρουφῆχτρες Σκύλλα καὶ Χάρυβδη, τὰ ρεύματα καὶ τὶς Συμπληγάδες, θὰ ἀντικρύσει τὸν Ἄξενο Πόντο, πού οἱ ἀρχαῖοι τὸν εἶπαν Εὔξεινο» καὶ Εὐσεβῆ» οἱ Βυζαντινοί, ὅταν ἄρχισαν νὰ ἐκχριστιανίζουν τοὺς νομάδες τῆς στέππας γύρω ἀπὸ τὴν Ἀζοφική. Κι ἂν οἱ θεοὶ τὸ δώσουν καὶ οἱ ἄνεμοι τὸ ἐπιτρέψουν, διασχίζοντας τὴν ἄξενη θάλασσα, θὰ φτάσει στὸν Κιμμέριο Βόσπορο, στὰ πόδια τοῦ Καυκάσου. «Στὰ πέρατα τοῦ τρίσβαθου Ὠκεανοῦ πού τὸν σκεπάζουν σύγνεφα κι ἕνα πηχτὸ σκοτάδι...» ἐκεῖ πού ἔφτασε ὁ Ὀδύσσεας γιὰ νὰ μάθει πού τελειώνει ὁ κόσμος —ποιὸ εἶναι δηλαδὴ τὸ ὅριο τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου ἑξάπλωσης— καὶ νὰ κατέβει ἀκόμα καὶ στόν ἄλλο κόσμο, τὸν Ἅδη, ὅπως τὸν εἶχε ὁρμηνέψει ἡ Κίρκη.
Τὰ στοιχεῖα πού ἐνισχύουν αὐτὴ τὴν ἄλλη ἀνάγνωση τῆς «Ὀδύσσειας» εἶναι πολλά. Ἡ Κίρκη εἶναι ἐγγονὴ τοῦ Ὠκεανοῦ ὁ ὁποῖος καθορίζει μέχρι σήμερα τὴν πολιτικοοικονομικὴ πορεία τῶν χωρῶν πού ἁπλώνονται γύρω του. Πατέρας της εἶναι ὁ ἀκριβοθώρητος Ἥλιος, καὶ τὰ γελάδια, τὰ Ἱερὰ του ζῶα, ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς οἰκονομίας τῶν κατεξοχὴν κτηνοτροφικῶν αὐτῶν τόπων. Ἀδελφός της εἶναι ὁ Αἰήτης, βασιλιὰς τῆς χρυσοφόρας Κολχίδας καὶ κάτοχος τοῦ χρυσόμαλλου δέρατος. Ἡ ἴδια ἡ Κίρκη κατοικεῖ μέσα σὲ δάση ἀπὸ ἰτιὲς καὶ λεῦκες ὅπου φωλιάζουν ἐλάφια, λύκοι καὶ λιοντάρια. Ξέρει ἀπὸ βότανα καὶ μάγια, σὰν αὐτὰ πού γνωρίζει καὶ ἡ ἀνηψιά της ἡ Μήδεια. Ἄλλωστε, καὶ οἱ ἄπειρες γνώσεις πού δείχνει νὰ κατέχει, συμβουλεύοντας τὸν Ὀδυσσέα πῶς νὰ περάσει τὰ στενὰ καὶ νὰ διασχίσει τὴ θάλασσα τοῦ τόπου της, φανερώνουν ὅτι ἡ δυναμικὴ θεά, μάγισσα καὶ πλανεύτρα, συμβολίζει τὸν ἄξενο, παράξενο, ἐπικίνδυνο καὶ μακρινὸ κόσμο πού θέλησαν οἱ Ἴωνες νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ ἐκμεταλλευτοῦν.
Ὁ Ὀδυσσέας λοιπὸν καὶ οἱ σύντροφοί του, ἤ οἱ τολμηροὶ ναυτικοί της Γεωμετρικῆς Ἐποχῆς,
Οἱ λαοὶ πού κατοικοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸν Πόντο —Θράκες, Σκύθες, Κιμμέριοι καὶ Καυκάσιοι— δὲν εἶχαν ποτὲ καμιὰ σχέση μὲ τὴ θάλασσα. Καὶ πῶς νὰ ἔχουν; Στὰ 435.000 τετραγωνικὰ χιλιόμετρα τῆς ἔκτασής της δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα νησί, μόνο κάτι προσχωσιγενεῖς νησίδες κολλημένες στὰ παράλια μπροστὰ στὶς ἐκβολὲς τῶν μεγάλων ποταμῶν. Ἄλλωστε καὶ ἡ μικρὴ περιεκτικότητα τοῦ νεροῦ σὲ ἁλάτι δημιουργεῖ πρόσθετα προβλήματα πλεύσης· ἡ θάλασσα δὲν σὲ κρατᾶ, σὲ ἀποδιώχνει. Μουντὰ καὶ σκοτεινὰ τὰ πάντα γύρω. Ἄγρια κι ἐπικίνδυνα. Ποιός, ἀλήθεια, θὰ τολμοῦσε νὰ διασχίσει μιὰ θάλασσα τόσο ἐχθρική; Καὶ νὰ τὴ διασχίσει νὰ πάει ποῦ;
«Ἕνα καράβι γιὰ νὰ διανύσει τὴν ἀπόσταση ἀπὸ τό Στόμιο τοῦ Πόντου ὡς τὸν ποταμὸ Φᾶσι κάνει ἐννιὰ μέρες καὶ ὀκτὼ νύχτες», μᾶς λέει ὁ Ἡρόδοτος. Γιὰ νὰ καλύψει λοιπὸν ἕνα ἀρχαῖο πλοῖο «τὸ μεγαλύτερο πλάτος τοῦ Πόντου» χρειαζότανε διακόσιες τόσες ὧρες μεσοπέλαγα, ἂν ὅλα πήγαιναν εὐνοϊκά. Ποιὸς θὰ ξεκινοῦσε γιὰ τὸ φοβερὸ αὐτὸ ταξίδι μέσα στὴ μαύρη ἐρημιὰ τῆς ἀνήλιαγης μέρας καὶ τῆς ἄναστρης νύχτας; Ποιὸς ἄλλος! Κάποιοι Ἕλληνες, βέβαια, πού γνώριζαν ὅτι στὶς ὄχθες τοῦ Φᾶσι βρισκόταν τὸ χρυσάφι τῆς Κολχίδας. Ὡς τὸν Φᾶσι λοιπὸν ἔφτασαν οἱ Ἀργοναῦτες, δηλαδὴ ὡς τὸν σημερινὸ ποταμὸ Ριόνι. Ὁ Ριόνι, πού ἦταν πλωτὸς παλιότερα, κατεβαίνει ἀπὸ τὴν Κασπία, διασχίζει τὴ Γεωργία καὶ χύνεται στὸ γεωργιανὸ λιμάνι Πότι, ἀνάμεσα στὰ λιμάνια Μπατούμι (τὸ ἀρχαῖο βαθὺ) καὶ Σουκούμι.
Στὶς ἐκβολὲς τοῦ Φᾶσι, δίπλα στὰ μεγάλα ἀργυρωρυχεῖα τῆς Κολχίδας, ἔχτισαν στὰ πρώιμα ἀρχαϊκὰ χρόνια οἱ Μιλήσιοι ἔμποροι τὴ μικρὴ καὶ πλούσια πόλη Φάσι. Χρυσάφι, ἀσήμι, λινάρι καὶ λινὰ ὑφάσματα ἦταν τὰ κερδοφόρα προϊόντα της, ἐνῷ τὸ νόμισμά της, οἱ περίφημες «Κολχίδες», κυκλοφοροῦσε σ' ὅλο τὸν Καύκασο σὰν διεθνὲς νόμισμα ἀνάμεσα στοὺς γηγενεῖς.
Ἀπὸ τὸν Φᾶσι οἱ μυκηναῖοι ἐξερευνητὲς προχώρησαν βόρεια, κι ἀκολουθώντας τὰ παράλια ἔφτασαν στὸ Σουκούμι. Κι ὁ μύθος λέει πώς τὸ Σουκούμι, τὴν ἀρχαία Διοσκουριάδα, τὴν ἵδρυσαν οἱ Διόσκουροι Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης, οἱ δίδυμοι ἀδελφοί της ὡραίας Ἑλένης, πού μετεῖχαν κι αὐτοὶ στὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία. Ἀπὸ τὴ Διοσκουριάδα μποροῦσαν εὔκολα νὰ ἐκμεταλλεύονται τὸ πλούσιο σὲ μέταλλα καὶ δάση ἐσωτερικό τοῦ Καυκάσου. Ἔτσι, κοντὰ στοὺς Γεωργιανούς, πού θεωροῦνται οἱ δάσκαλοι τῶν χαλκουργῶν καὶ τῶν σιδηρουργῶν ὁλόκληρου τοῦ ἀρχαίου κόσμου, οἳ Ἕλληνες ἔμαθαν νὰ χρησιμοποιοῦν πολλὰ μέταλλα, κυρίως τὸν σίδηρο καὶ τὸν κασίτερο. Ὅσο γιὰ τὸ σιδηρομετάλλευμα καὶ τὸν χάλυβα πού ἔρχονταν ἀπό τὴν Ἀρμενία καὶ τὸν Πόντο — τὴ χώρα τῶν Χαλύβων καὶ τῶν Ἀμαζόνων πού γνώρισαν πρῶτα ὁ Ἡρακλῆς κι ἀργότερα ὁ Θησέας— ὑπῆρχαν δυὸ λιμανόσκαλες. Στὰ ἀνατολικὰ ἡ Τραπεζούντα καὶ στὰ δυτικὰ ἡ Ἄμισσος, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ Σαμσούντα. Δυτικότερα ἀκόμα, ἡ Σινώπη προμήθευε τὴν μητροπολιτικὴ Ἑλλάδα, τὴ Μικρασία κι ἀργότερα τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἁλίπαστα, ξυλεία καὶ μίλτο, μιὰ βαφικὴ οὐσία πού ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κοκκινωπὸ πέτρωμα τῆς περιοχῆς.
Ἀκολουθώντας πάντα τὸν δρόμο πού ἄνοιξαν ὁ Ὀδυσσέας καὶ ὁ Ἡρακλῆς, οἱ Ἴωνες ἔφτασαν στὶς «πύλες τοῦ Ἅδη», στὸν Κιμμέριο Βόσπορο. Τὶς διάβηκαν, πέρασαν δηλαδὴ τὰ στενὰ τοῦ Κέρτς, διέσχισαν τὴ θάλασσα τοῦ Ἀζόφ, ἔφτασαν στὶς ἐκβολὲς τοῦ Δόν, πού τὸν ὀνόμασαν Τάναϊ, κι ἐκεῖ, σαράντα χιλιόμετρα νοτιότερα ἀπὸ τὸ σημερινὸ Ροστόβ, ἔχτισαν τὴν πόλη Τάναϊ. Στὴν Τάναϊ συγκεντρώνονταν τὰ δημητριακά της ρωσικῆς πεδιάδας γιὰ νὰ φορτωθοῦν στὰ ποντοπόρα πλοῖα.
Τὰ μυθικὰ ταξίδια δὲν σταματοῦν ἐδῶ. Γιατί ὡς τὰ βοσκοτόπια τῆς Κριμαίας, τὴν ἀρχαία χώρα τῶν Ταύρων καὶ τῶν Σκυθῶν, ἔφτασε ὁ Ὀρέστης ψάχνοντας τάχα τὴν Ἰφιγένεια, κι ὡς ἐκεῖ κι ἀκόμα πιὸ βόρεια, στὴ σημερινή Οὐκρανία, στὶς ὄχθες τοῦ Δνείπερου, ἔφτιαξαν ἐμπορεῖα πρῶτοι οἱ Χιῶτες καὶ οἱ Ρόδιοι, ἀργότερα οἱ Μιλήσιοι.
Μέταλλα, μέταλλα, μέταλλα: ὁ δρόμος πού ἔδειξε ὁ Προμηθέας. Πολύτιμες πρῶτες ὕλες —δάση, σιτοβολῶνες, ἄγρια πανίδα, πλούσια ἀλιεία—οἱ κύριες ἐκμεταλλεύσιμες πηγές: ὁ κόσμος τῆς Κίρκης, πού ἀνακάλυψε ὁ Ὀδυσσέας. Τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἑλληνικοῦ ζωτικοῦ καὶ παραγωγικοῦ χώρου, ἡ δημιουργία νέων ἀγορῶν: ὁ στόχος τοῦ μεγάλου ἑλληνικοῦ μεταναστευτικοῦ ρεύματος στὶς ἄγριες θρακοσκυθικὲς χῶρες κι ὁ λόγος ὕπαρξης τοῦ παροικιακοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Ρουμανίας μέχρι πρὶν μερικὲς δεκαετίες.
Ἂν εἶναι δύσκολο νὰ περιγράψει κανεὶς τὴ Μαύρη Θάλασσα σὲ κάποιον Ἕλληνα πού δὲν διάβηκε ποτὲ τὸν Βόσπορο, ἀκόμα δυσκολότερο εἶναι νὰ μιλήσει γιὰ τοὺς σαράντα ποταμοὺς πού χύνονται σ’ αὐτὴν τὴ θάλασσα. Θὰ ἀναφερθῶ μόνο στοὺς ποταμοὺς πού ἐκβάλλουν στὰ δυτικὰ καὶ βόρεια τοῦ Εὔξεινου Πόντου, καὶ μόνο στοὺς μεγαλύτερους καὶ πλωτούς.
Δούναβης ( Donau, Duna, καί Dunarea), Προῦθος (Prout καὶ Prutul), Δνείστερος (Dnestr), Μπὰγκ (Boug), Δνείπερος (Dniepr), Δὸν (Don).
Ποτάμια μεγάλα, πλατιά, ἥσυχα. Ὄχθες λασπερές, βαλτότοποι, διαβατάρικα πουλιά, ποταμόψαρα, ἰλὺς πού ἁπλώνεται ἀργὰ καὶ σίγουρα, ἀργιλόχωμα νοτερό, ἀτέλειωτες πεδινὲς ἐκτάσεις, γαῖες εὔφορες. Ποτάμια πού ἑνώνουν καὶ χωρίζουν γειτονικοὺς πληθυσμούς. Πλωτοὶ δρόμοι πού διευκόλυναν τὴν ἐπικοινωνία, τὶς μεταφορές, τὶς μετακινήσεις, τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη, τὶς πολιτιστικὲς ἀνταλλαγές. Πλωτοὶ δρόμοι, οἱ μοναδικοὶ δρόμοι ἀπὸ τὴ θάλασσα στὴν ἐνδοχώρα. Παγωμένα περάσματα πού ἐπέτρεψαν στὰ νομαδικὰ φύλα καὶ τοὺς ἀσιατικοὺς λαοὺς νὰ φτάσουν στὴ νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη. Παγωμένες παγίδες πού ἀναχαίτισαν ὀρδὲς καὶ στρατοὺς ἀποφασισμένους νὰ περάσουν. Θεριὰ μανιασμένα πού κατεβαίνουν φουσκωμένα ἀπὸ τὶς ἀσταμάτητες βροχὲς καὶ τὰ βουνίσια χιόνια.
Ἡ ὑδάτινη δυναμικὴ πού ἐνυπάρχει στὴν ἀρχαία μονοσύλλαβη λέξη «ντὸν» — ρίζα τῶν περισσότερων ποταμωνυμίων πού ἀναφέραμε— ἀπουσιάζει τελείως σὰν ἔννοια ἀπὸ τὴν κοσμολογία ἑνὸς νοτιοελλαδίτη. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πῶς κατάφεραν οἱ Ἕλληνες, πού δὲν εἶχαν δεῖ ποτὲ στὴ ζωὴ τους πλωτὰ ποτάμια, νὰ ἐξοικειωθοῦν μ αὐτὸ τὸ νέο κι ὁλότελα ἄγνωστο στοιχεῖο τῆς φύσης, νὰ ἀναπτύξουν οὐσιαστικὰ πρῶτοι αὐτοὶ τὴν τέχνη τῆς ποταμοπλοῒας καὶ νὰ κυριαρχήσουν στὰ ποτάμια σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε σήμερα ἀκόμα ὁ Παναγῆς Μελισσαράτος, γιὸς κάποιου ἔμπορα ἀπὸ τὴ Βραΐλα, νὰ θεωρεῖται ἀπό τους Ρουμάνους ὁ σπουδαιότερος ναυτικὸς μηχανικὸς στὸν Κάτω Δούναβη.
Ἴσως αὐτοὶ οἱ τρομεροὶ Κεφαλλονίτες —περίεργοι καὶ παράτολμοι σὰν ἐκεῖνον τὸν μακρινὸ πρόγονο ἀπὸ τὸ γειτονικὸ Θιάκι— νὰ κρατοῦν μαζὶ μὲ τοὺς Ἀνδριῶτες καλὰ τὸ μυστικό τοῦ ποταμοῦ. Ἄλλωστε, δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ παρατσούκλι μίας ὁλόκληρης φάρας κεφαλλήνων ναυτικῶν πού, δουλεύοντας χρόνια τὸν Δούναβη, ἔγιναν γνωστοὶ μὲ τὸ ὄνομα Ποταμιάνοι.
Σαράντα ποταμοὶ λοιπὸν χύνονται στὴ Μαύρη Θάλασσα. Πρῶτος, ἀπὸ τὰ δυτικά, ὁ μεγάλος Δούναβης πού οἱ Ἕλληνες ὀνόμασαν Ἰστρο. Ἔχει μῆκος 2.850 χιλιόμετρα. Κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Μέλανα Δρυμό, διασχίζει ὀκτὼ κράτη, δέχεται τὰ νερὰ δεκάδων ἄλλων ποταμῶν, σχηματίζει ἕνα δέλτα πού καλύπτει μιὰ ἐπιφάνεια 5.640 τετραγωνικῶν χιλιομέτρων καὶ καταλήγει στὴ θάλασσα μέσα ἀπὸ τρεῖς διακλαδώσεις, τρία φυσικὰ κανάλια, πού ὀνομάζονται βραχίονες —«bratul» στὰ ρουμανικά.
Στὰ βορινά τοῦ Δέλτα ὁ βραχίονας τῆς Κίλια ἀποτελεῖ τὸ ρουμανοσοβιετικὸ σύνορo τῆς Μολδαβίας. Τὸ ὄνομα του εἶναι παραφθορὰ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ Ἀχίλλεια. Στὸ κέντρο ὁ βραχίονας τοῦ Σουλινᾶ, ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ μ' αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰώνα. Στὰ νότια ὁ βραχίονας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μήκους 113 χιλιομέτρων, ἦταν ὁ πλατύτερος καὶ βαθύτερος ἀπό τούς τρεῖς, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν χρησιμοποιοῦσαν πάντα περισσότερο. Δίχως τὶς βαθιὲς αὐτὲς διεξόδους τοῦ νεροῦ ἡ πλωτὴ ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στὸ ποτάμι καὶ στὴ θάλασσα θὰ ἦταν ἀδύνατη ἐξ αἰτίας τῶν ἐκτεταμένων βάλτων καὶ τῆς λιμνοθάλασσας.
Ὁ παραποτάμιος καὶ παράκτιος κόσμος εἶναι τόσο πλούσιος, ὥστε πέρα ἀπὸ τὰ ἑκατοντάδες εἴδη πουλιά, πού φωλιάζουν ἐποχιακὰ ἤ μόνιμα στοὺς γύρω ὑγρότοπους, ἐδῶ καταλήγουν μεγάλα κοπάδια ψάρια πού ἔρχονται ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ Πόντου καὶ τῆς Μεσογείου γιὰ νὰ γεννήσουν στὶς ἐκβολὲς τοῦ Δούναβη. Ἡ ἐτήσια ἁλιευτικὴ συγκομιδὴ τῆς Ρουμανίας φτάνει τοὺς 40.000 τόννους ψάρι καὶ τὰ μαυροθαλασσίτικα παστὰ ἦταν περιζήτητα στὴν ἀγορὰ τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας. «Κι ἄχ, νόστιμη πού εἶναι ἡ παλαμίδα ἡ θαλασσινή, μὰ ἂν γίνει καὶ μὲ σκορδαλιά, ξέγραψε τ' ἄλλα ψάρια», μᾶς λέει ὁ Ἀνάνιος στοὺς «Ἰάμβους» του.
Γιὰ νὰ ἐλέγχουν ἄμεσα τὴν ἁλιεία, τὴν ποταμοπλοῒα καὶ τὴ διακίνηση τῶν προϊόντων στὸν Κάτω Δούναβη, ἔμποροι ἀπὸ τὴν Μίλητο ἵδρυσαν στὰ νότια της λιμνοθάλασσας τὴν Ἴστρια, γύρω στὸ 650 π.Χ. Ἀπὸ τότε κι ὡς τὴν ἐμφάνιση τῶν γενοβέζων ἐμπόρων, πού κατέπλευσαν στὴ Μαύρη Θάλασσα τὸν 13ο αἰώνα, οἱ βραχίονες τοῦ Σουλινᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου παρέμειναν στὸν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν ἑλλήνων ναυτικῶν ἀκόμα καὶ στὰ διαστήματα πού τὸ Βυζάντιο ἔχανε τὸ «Παρίστριον θέμα».
Οἱ Ἴστριοι ἀναπλέοντας τὸν Δούναβη ἔφταναν ὡς τὸ Γαλάζιον, δηλαδὴ τὸ Γαλάτσι, χτισμένο στή συμβολή τῶν ποταμῶν Προύθου καί Σερέτη μέ τόν Δούναβη. Ἀπὸ κεῖ μποροῦσαν νὰ ἀκολουθήσουν δυὸ διαφορετικὲς κατευθύνσεις. Ἀναπλέοντας τὸν Σερέτη, σημερινὸ Siretul, ἡ τὸν Πυρετό, γνωστὸ ἀργότερα ὡς Προῦθο καὶ σήμερα Prutul, ἔφταναν ὡς τὰ Ἀνατολικὰ καὶ Βόρεια Καρπάθια. Αὐτὴ ἡ βορειοδυτικὴ διαδρομὴ ὁδηγοῦσε στὶς μεταλλοφόρες περιοχὲς τῆς Τρανσυλβανίας, στὰ ἀπέραντα δάση τῆς Μολδαβίας, στὴ γῆ τῶν «μελισσοτρόφων καὶ μελισσοφάγων λαῶν», καθὼς μᾶς λέει ὁ Ἡρόδοτος, πού κατοικοῦσαν στὰ σύνορά της Ἀνατολικῆς μὲ τὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη.
Ὁ ἄλλος ποταμόδρομος συνέχιζε νότια ἀπὸ τὸ Γαλάτσι καί, ἀκολουθώντας τὸν Δούναβη, περνοῦσε ἀπὸ τὴ Βραῒλα καὶ κατέβαινε πρὸς τὰ σημερινὰ ρουμανοβουλγαρικὰ σύνορα. Σ' ἕνα μεγάλο μῆκος αὐτῆς τῆς νότιας διαδρομῆς οἱ Ἰστριοι ἔχτισαν ποταμόσκαλες στὶς ὅποιες συγκέντρωναν τὰ σιτηρὰ τῆς εὔφορης πεδιάδας τοῦ πόταμου Ἰαλομίτσα.
Τὰ σημαντικότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐμπορεῖα ἦταν ἡ Ἀξιούπολις, ἡ σημερινὴ Τσερναβόντα, καὶ ἡ Προχείλια —πού δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ Βραῒλα— ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα τοῦ παραδουνάβιου Ἑλληνισμοῦ μέχρι τὸ τέλος τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Γεννημένος στὴ Βραῒλα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1901, ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος, πρωτότοκος γιὸς τοῦ πιὸ διάσημου ἀπό τους ἀπογόνους τῶν παλιῶν «Μπιρίκων» τῆς Ἄνδρου, πού ἔκαμαν βιὸς πολὺ στὴ Ρουμανία, συσσωρεύοντας τὰ ὁράματα καὶ τὶς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Δούναβη τῶν παιδικῶν του χρόνων, γράφει:
«...Πλοῖα λογῆς-λογῆς κινοῦνται στὸ ποτάμι. Ἀνήκουν δὲ σὲ τόσα κράτη, πού πιὸ πολὺ διατηρῶ στὴ μνήμη μου τὰ χρώματα, παρὰ τὰ σχήματα τῶν σημαιῶν ἑνὸς ἕκαστου. Τὰ σιλὸ γιὰ τὰ σιτηρὰ καὶ οἱ κρουνοὶ τοῦ πετρελαίου, δουλεύουν καθημερινῶς σὲ πόλεις ὅπως τὸ Γαλάτσι καὶ ἡ Κωνστάντζα. Πλῆθος βαπόρια πᾶνε καὶ ἔρχονται. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, στέκομαι στὸ κατάστρωμα καὶ ἀκουμπιστὸς στὴν κουπαστή, βλέπω τον Δούναβι καὶ τοὺς ἀχανεῖς ὁρίζοντες του, ἔκθαμβος πάλι σὰν τότε ποὔμουνα παιδὶ καὶ ἀντίκρυζα πρώτη φορὰ τὸν ποταμὸ καὶ τὶς ἀγαπητές, τὶς πανελεύθερές του πεδιάδες».
Μετὰ τὴν παραδουνάβια καὶ παράλια Ἰστρια, πού ἦταν ἡ ἀρχαιότερη καὶ σπουδαιότερη ἑλληνικὴ ἀποικία τοῦ δυτικοῦ Πόντου, ἀκολουθοῦν πρὸς νότο μεγάλες καὶ μικρὲς παραθαλάσσιες ἀποικίες, οἱ ὁποῖες δημιούργησαν τὸ ἑλληνικὸ παράκτιο μέτωπο ἀπὸ τὸ στόμιο τοῦ Δούναβη ὡς τὸ στόμιο τοῦ Βοσπόρου. Ἦταν ἡ Τόμις, σημερινὴ Κωνστάντζα. Ἡ Κὰλλατις, βυζαντινὴ Παγκάλια —σήμερα Μαγκάλια. Οἱ Κρουνοί. Ἡ Διονυσούπολις, σημερινὸ Μπάλτσικ. Ἡ Ὀδυσσός, σημερινὴ Βάρνα. Ἡ Μεσημβρία ἡ Ποντική, σημερινὸ Νέσεμπαρ. Ἡ Ἀγχίαλος, βυζαντινὴ Ἀχελώ —σήμερα Πομόριε. Ἡ Ἀπολλωνία ἡ Ποντική, βυζαντινὴ Σωζόπολις — σήμερα Σωζοπόλ. Ἡ Ἀγαθούπολις, σήμερα Ἀχτοπόλ. Ἡ Μήδεια, σήμερα Μίντε ἢ Κιγίκιοϊ. ,
Σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν περιοχὴ ποὺ περιγράψαμε, στὰ ἀρχαῖα χρόνια, κατοικοῦσαν διάφορες θρακικὲς φυλές, ὅπως οἱ Γέτες στὶς παραδουνάβιες πεδιάδες καὶ οἱ Δακοὶ στὰ ρουμανικὰ βουνά. Κατὰ τόν Ἡρόδοτο, ὁ βόρειος Δούναβης ἀποτελοῦσε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στοὺς Θράκες καὶ τοὺς Σκύθες. Ὅμως τὰ ὅρια τῶν δύο αὐτῶν γειτονικῶν λαῶν ἦταν πάντα ἀρκετὰ ἀσαφῆ καὶ μεταβλητά. Ἔτσι μὲ βάση τὶς νεότερες ἀρχαῖες πηγές, κυρίως τὸν Στράβωνα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες πού ἔγιναν, τὸ θρακικὸ σύνορο πρέπει νὰ μεταφερθεῖ λίγο βορειοτέρα, στὸν ποταμὸ Δνείστερο, τὸν ἀρχαιοελληνικὸ Τύρα.
Ὅπως καὶ νὰ ἔχει ἀκριβῶς τὸ θέμα τῶν θρακοσκυθικῶν ὁρίων, τὰ σύνορα αὐτὰ δὲν ἀπασχόλησαν ποτὲ τοὺς Ἕλληνες οὔτε κι ἐμπόδισαν ποτὲ τὸ ἑλληνικὸ πήγαινε-ἔλα πού δὲν σταμάτησε ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς τὰ νεότερα χρόνια, γιατί οἱ Ρωμιοὶ εἶχαν πάντα τὸν τρόπο νὰ συνεργάζονται μὲ ὅλους τοὺς λαούς, ἀρχαίους καὶ νεότερους, πού κατὰ καιροὺς ἐγκαταστάθηκαν στὰ πλούσια ἐκεῖνα μέρη. Καὶ μόνον ὅταν τέθηκε τὸ ἀκανθῶδες ἐθνικὸ θέμα τῆς Βεσσαραβίας μεταξὺ Ρουμανίας καὶ Ρωσίας, πού διεκδικοῦσαν ἡ κάθε μιὰ γιὰ λογαριασμὸ της τὴν περιοχὴ ἀνάμεσα στὸν Δούναβη καὶ τὸν Δνείστερο, μόνον τότε οἱ ἕλληνες ἔμποροι ἀντιμετώπισαν γιὰ πρώτη φορὰ δυσκολίες καὶ ἀπαγορεύσεις στὴν ἐλεύθερη διακίνηση προϊόντων καὶ στὶς ἐξαγωγές. Τὸ 1919 μάλιστα, ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς μὲ 20.000 ἄνδρες, μετὰ τὴν ἀτυχῆ ἐκστρατεία κατὰ τῶν Μπολσεβίκων στὴν Κριμαία, βρέθηκε στὶς ὄχθες τοῦ Δνείστερου νὰ ὑπερασπίζεται τὴ Βεσσαραβία ὑπὲρ τῆς Ρουμανίας. Σήμερα ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴ Σοβιετικὴ Σοσιαλιστικὴ Δημοκρατία τῆς Μολδαβίας.
Ὁ Δνείστερος λοιπὸν πηγάζει στὰ Καρπάθια, κοντὰ στὰ σύνορά τῆς Πολωνίας, διασχίζει ἕνα τμῆμα τῆς Οὐκρανίας, ὁλόκληρη τὴ Μολδαβία, κι ἐκβάλλει στὸν βαθὺ καὶ καλὰ προφυλαγμένο κόλπο τῆς Τύρας, τὸ σημερινὸ Ντνεστρὀφσκι Λιμάν. Ἀπὸ τὰ 1.362 χιλιόμετρα τοῦ ποταμοῦ τὰ 800 εἶναι πλεύσιμα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ θάλασσα πρὸς τὰ Καρπάθια. Αὐτὸς ἦταν βασικὸς δρόμος γιὰ τὴ μεταφορὰ μετάλλων, δούλων, γουναρικῶν, δερμάτων κι ἄλλων πολλῶν ἐμπορευμάτων πού οἱ ἕλληνες κάτοικοι τῆς Τύρας καὶ τῆς Νικόνιας ἀγόραζαν ἀπό τούς Θράκες καὶ τοὺς Σκύθες τῆς Μολδαβίας καὶ τῆς Οὐκρανίας.
Λίγα, ἐλάχιστα πράγματα γνωρίζουμε γιὰ τὶς δυὸ μακρινὲς κι ἀπομονωμένες ἑλληνικὲς ἀποικίες. Δυὸ σύγχρονες ἀντικρυστὲς πόλεις μέσα στὸν μεγάλο κόλπο ὅπου ἐκβάλλει ὁ Δνείστερος, ἡ πόλη Μπέλγκοροντ-Ντνεστρόφσκι καὶ ἡ πόλη Ροξολάνυ, ταυτίζονται, ἴσως ἡ πρώτη μὲ τὴν Τύρα καὶ ἡ δεύτερη μὲ τὴ Νικόνια. Μά, ἰδίως γιὰ τὴ Νικόνια, ἀκόμα καὶ ἡ θέση τῆς ἀμφισβητεῖται.
Τρίτος πλωτὸς ποταμός, ἀνατολικά του Δνείστερου, εἶναι ὁ Μπάγκ, ὁ ἀρχαῖος Ὕπανις, μήκους 856 χιλιομέτρων. «Πηγάζει ἀπὸ μιὰ μεγάλη λίμνη», λέει ὁ Ἡρόδοτος, «πού στὶς ὄχθες της ζοῦν ἄγρια ἄσπρα ἄλογα». Ποτίζει τεράστιες καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις, «τὴ γῆ τῶν γεωργῶν Σκυθῶν», καὶ ἐκβάλλει μαζὶ μὲ τὸν Δνείπερο στὸν μυχὸ τοῦ κόλπου τῆς Οὐκρανίας, στὸ Μπὰγκ Λιμάν. Ἐκει ἵδρυσαν οἱ Μιλήσιοι τὴν Ὀλβία, τὴν ἀρχαιότερη ἀποικία τοῦ βορινοῦ Πόντου.
Ἡ Ὀλβία δὲν χρωστᾶ τὸ ὄνομά της στὴν ὀμορφιὰ τοῦ τοπίου — ἀντίθετα μάλιστα, ἡ πόλη βρισκόταν κοντὰ σὲ ἁλυκές, μέσα σὲ μίαν ἄξενη χώρα πού συνόρευε μὲ τὴ μεγάλη στέππα καὶ περιβαλλόταν ἀπὸ ἀπέραντα μαῦρα δάση — μὰ στὸν πλοῦτο καὶ τὴν εὐδαιμονία τῶν πολιτῶν της.
Τόσο νευραλγικὸς γιὰ τὴ μεταφορὰ τῶν προϊόντων εἶναι ὁ κόλπος ὅπου χύνονται τὰ δυὸ οὐκρανικὰ ποτάμια, Μπὰγκ καὶ Δνείπερος, ὥστε, ἀρκετὲς δεκαετίες πρὶν ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Όλβίας, μερικοὶ Χιῶτες καὶ Ροδίτες ἔμποροι εἶχαν τολμήσει νὰ ἐγκατασταθοῦν στὸ Μπερεζάν, μιὰ νησίδα στὴν εἴσοδο τοῦ κόλπου.
Βορυσθενίτιδα ὀνόμασαν αὐτὴ τὴ νησίδα οἱ αἰγαιοπελαγίτες ἔμποροι καὶ Βορυσθένη τὸν Δνείπερο «τὸν πιὸ ὠφέλιμο ἀπ' ὅλους τούς ποταμοὺς πού γνωρίζω, μετὰ τὸν Νεῖλο», ὅπως γράφει ὁ Ἡρόδοτος. «Δίνει πλούσια καὶ εὔκολα λιβάδια γιὰ βοσκή, δίνει πολλὰ καὶ ἐξαιρετικὰ ψάρια. Στὶς ὄχθες του ἡ σπορὰ εἶναι πλούσια κι ὅπου δὲν σπέρνουν, φυτρώνει μόνο του τὸ πυκνὸ χορτάρι. Τὸ νερὸ του εἶναι καθαρό καὶ πόσιμο, ἐνῷ τὰ ἄλλα ποτάμια εἶναι λασπερά. Στὶς ἐκβολὲς του μαζεύεται μόνο του σὲ μεγάλους σωροὺς τὸ ἁλάτι. Δίνει καὶ κάτι ψάρια τεράστια, χωρὶς ἀγκάθια, πού τὰ κάνουν παστά. Ἕως τὴν περιοχὴ Γέρρος, δηλαδὴ σαράντα μέρες ταξίδι, ξέρουμε ὅτι ρέει ἀπὸ βορρᾶ πρὸς νότο. Παραπέρα ὅμως κανεὶς δὲν ἤξερε νὰ μοῦ πεῖ ἀπὸ ποιὲς χῶρες περνάει. Μόνον γιὰ τὶς πηγὲς τοῦ Βορυσθένη καὶ τοῦ Νείλου δὲν ξέρω νὰ ἀναφέρω τίποτε, οὔτε καὶ νομίζω ὅτι κανένας ἄλλος Ἕλληνας ξέρει». Αὐτὰ γράφει τὸν 5ο π.Χ. αἰώνα ὁ πατέρας τῆς ἱστορικῆς γεωγραφίας γιὰ τὸ τρίτο μεγαλύτερο ποτάμι τῆς Εὐρώπης, μετὰ τὸ Βόλγα καὶ τὸ Δούναβη.
Ὁ Δνείπερος λοιπὸν ἔχει μῆκος 2।285 χιλιόμετρα καὶ οἱ πηγὲς του βρίσκονται στὸ ὀροπέδιο τοῦ Βαλντάϊ. Τὸ θαυμάσιο αὐτὸ ποτάμι, πηγὴ ζωῆς γιὰ τὴν Οὐκρανία, εἶναι πλωτὸ σὲ μῆκος 2.000 χιλιομέτρων. Ἀναπλὲοντὰς το, μᾶς πληροφορεῖ πάντα ὁ Ἡρόδοτος, «οἱ Ὀλβιοπολίτες κι ὅσοι Σκύθες πήγαιναν σ' ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἔπρεπε νὰ ἔχουν μαζί τους ἑπτὰ διερμηνεῖς γιὰ νὰ μποροῦν νὰ διαπραγματευτοῦν σὲ ἑπτὰ διαφορετικὲς γλῶσσες».
Ὁ ποταμόδρομος τοῦ Δνείπερου, ἤ «δρόμος τοῦ κεχριμπαριοῦ», μέσῳ ἑνὸς δικτύου πλωτῶν ποταμῶν, ὁδηγεῖ στὴ Βαλτική. Ἀπὸ κεῖ κατέβαινε τὸ κεχριμπάρι πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ μυκηναῖοι κοσμηματοτεχνίτες κι αὐτὴ τὴν ἴδια ὅδο ἀκολουθοῦσε ὁ Ἀπόλλωνας στὸ ἐτήσιο ταξίδι πού ἔκανε στὴ «χώρα τῶν Ὑπερβορείων Παρθένων». Στὸ ἀρχαϊκὸ ἀέτωμα τοῦ πρώτου δελφικοῦ ναοῦ ὁ θεός, πού ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸν μακρινὸ βορρᾶ, ἀπεικονίζεται πάνω σ' ἕνα ἅρμα πού τὸ σέρνουν τέσσερεις κύκνοι στὸ ποτάμι. Δεκατρεῖς χιλιάδες ζευγάρια κύκνοι ζοῦνε σήμερα στὸν προστατευμένο βιότοπο τοῦ Μπερεζάν.
Μὰ γιὰ νὰ μὴν σταθοῦμε μόνον στὶς σχέσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων μὲ τὸν Δνείπερο, θὰ πρέπει ἀκόμα νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ δῶ μεταφέρονταν τὰ δέρματα, οἱ γοῦνες καὶ κυρίως τὰ καστόρια πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ «γουνάριοι» καὶ οἱ «καλλιγάριοι», δηλαδὴ οἱ γουναράδες καὶ οἱ ὑποδηματοποιοί, τῆς Κωνσταντινούπολης. Στὰ μεσοβυζαντινὰ χρόνια ὁ ἄξονας Νιέμεν-Πρίπετ-Ντνίπρ ὀνομάστηκε «ὁ δρόμος ἀπό τούς Βαράγκους στοὺς Ἕλληνες», γιατί μέσῳ αὐτοῦ κατέβαιναν μὲ τὰ μονόξυλά τους οἱ Σκανδιναυοὶ στὴ Μαύρη Θάλασσα, ἀναζητώντας τὸν ἥλιο τοῦ νότου καὶ μισθοφορικὴ δουλειὰ στὴν προσωπικὴ φρουρὰ τοῦ βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα. Ἔτσι κάποτε ὁ Ὀλεγκ ὁ Βάραγκος ἵδρυσε τὸ Κίεβο, τὴ «μητέρα τῶν ρωσικῶν πόλεων», στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ μεγάλου πόταμου. Στὰ νερὰ του βαφτίστηκαν χριστιανοὶ οἱ ὑπήκοοι τοῦ Βλαδίμηρου μετὰ τὸ 988, ὅταν ὁ «ἰσαπόστολος τῶν Ρώσων» ἐκχριστιανίστηκε γιὰ νὰ παντρευτεῖ τὴν πορφυρογέννητη Ἄννα, τὴν ἀδελφή του Βασιλείου τοῦ Β' τοῦ Βουλγαροκτὸνου.
Ἑκατοντάδες βυζαντινοί, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, ζωγράφοι, μαρμαροτεχνίτες καὶ ἀρχιμάστοροι, ἀνέβηκαν μετὰ τὴν Ἄννα τὸν Δνείπερο γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν στὸ Κίεβο, τὴν «χρυσὴ πρωτεύουσα» πού ὀνομάστηκε καὶ «Νέα Κωνσταντινούπολις».Πρὶν ἐγκαταλείψουμε τὸν ἀρχαῖο Βορυσθένη πού ἔκανε εὐτυχεῖς τους Ὀλβιοπολίτες, πρέπει νὰ διευκρινήσουμε ὅτι ἡ σημερινὴ πόλη Χερσών —σπουδαῖο ναυπηγικὸ καὶ λιμενικὸ κέντρο στὶς ἐκβολὲς τοῦ Δνείπερου, κοντὰ στὶς μεγάλες ἁλυκὲς τοῦ κόλπου τῆς Ὀλβίας— δὲν ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν παλαιὰ Χερσώνα. Ἡ ἀρχαιοελληνικὴ ἀποικία Χερσόνησος, μεσαιωνικὴ Χερσών, πού ὑπῆρξε ἡ ἀκριτικὴ εὐξεινοποντιακή μητρόπολη τῆς βυζαντινῆς ἐπικράτειας μέχρι τὴν κυριαρχία τῶν Ταταρομογγόλων στὴ Νότια Ρωσία τὸν 13ο αἰώνα, βρισκόταν ἀρκετὰ χιλιόμετρα νοτιοανατολικότερα, δηλαδὴ στὰ παράλια της Κριμαίας κοντὰ στὴ σημερινὴ Σεβαστοπόλ.
Ἡ σύγχρονη Χερσώνα, ἡ σύγχρονη Ὀδησσός, ὅπως καὶ ἡ σύγχρονη Σεβαστούπολις, ἱδρύθηκαν ἀπὸ τὴν Μεγάλη Αἰκατερίνη στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνακατάληψη τῶν περιοχῶν πού βρίσκονταν γιὰ αἰῶνες κάτω ἀπὸ ὀθωμανικὴ κυριαρχία. Ἡ Τσαρίνα τότε ἔχτισε μιὰ σειρὰ μοντέρνες πόλεις, μὲ βάση τὰ πρότυπα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ νεοκλασσικισμοῦ, δίνοντας τοὺς ὀνόματα ἀρχαιοελληνικῶν καὶ βυζαντινῶν πόλεων τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὸν μαυροθαλασσίτικο στόλο πού ναυπήγησε ὁ ναύαρχος της Ποτέμκιν, ἡ Αἰκατερίνη πραγματοποίησε ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ περίφημου «ἑλληνικοῦ σχεδίου» γιὰ τὴν ἐπανασύσταση τῆς βυζαντινῆς βορειοποντιακῆς θαλασσοκρατορίας πού ὁραματιζόταν ἡ Ρωσία. Βέβαια οἱ καινούριες αὐτὲς πόλεις, κι ἀνάμεσά τους πρώτη ἡ Ὀδησσός, ἔγιναν κέντρα τοῦ νεότερου παροικιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μὰ γι’ αὐτὸν θὰ μιλήσουμε ἀργότερα.
«Τὸ βαπόρι πού μὲ μεταφέρει στὴν Ρωσσία, ἀγκυροβολεῖ στὴ Σεβαστούπολι», γράφει πάλι ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος. «Ὕστερα ἀπὸ μιὰ διαμονὴ ὀλίγων ἥμερων σὲ αὐτὴ τὴν ὡραία πόλι τῆς Κριμαίας, ἀναχωρῶ γιὰ τὰ χτήματα πού ἀνῆκαν πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1917 στοὺς θείους μου. Τὸ Τσόργκουν, ἕνα χωριὸ κατοικημένο κατὰ τὸ ἕνα ἥμισυ ἀπὸ Τατάρους καὶ κατὰ τὸ ἄλλο ἀπὸ Ρώσσους, εἶναι συνυφασμένο, μέσα στὴ μνήμη μου, μὲ πλῆθος ἀναμνήσεων τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Ἀκόμη καὶ σήμερα, ὅταν ἀκούω ποδοβολητὸ ἀλόγων σὲ γέφυρα ξύλινη, ἤ τὸν θόρυβο πού κάνουν τὰ σιδερένια στεφάνια μίας ἁμάξης ἐπὶ ἑνὸς σανιδώματος γεφύρας, βλέπω μπροστά μου τὴν παλαιὰ ξύλινη γέφυρα, ἡ ὁποία ἔζευε τὸν μικρὸ ποταμὸ Τσορνάγια, σὲ ἐλάχιστη ἀπόστασι ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ θείου μου Δημήτρη, πού μέ θερμή ἀγάπη καὶ ἄπειρη καλωσύνη μὲ φιλοξενοῦσε, ὁσάκις πήγαινα ὡς παιδὶ στὰ κτήματά του».
Βρισκόμαστε πιὰ στὸν Κιμμέριο Βόσπορο, τὸν πορθμὸ πού ἑνώνει τὴ Μαύρη Θάλασσα μὲ τὴν Ἀζοφική. Τὰ στενὰ του σχηματίζονται ἀπὸ τὴ Χερσόνησο τῆς Κριμαίας, δυτικά, καὶ τὴν ἀπόληξη τοῦ θεόρατου ὅρους τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικά.
Στὸν μυχὸ τῆς Θάλασσας τοῦ Ἀζὸφ ἐκβάλλει ὁ πλωτὸς ποταμὸς Δόν, ὁ Τάναϊς τῶν ἀρχαίων, μήκους 1.970 χιλιομέτρων. Ἐδῶ οἱ ἔμποροι τῆς Μιλήτου εἶχαν χτίσει, πέρα ἀπὸ τὴν παραθαλάσσια ποταμόσκαλα Τάναϊ, πολλὰ παράλια ἐμπορεῖα τὰ ὁποῖα συγκέντρωναν τὰ πολύτιμα προϊόντα τῆς περιοχῆς καὶ ἔλεγχαν τὰ στενὰ τοῦ Κέρτς, δηλαδὴ τὴν εἴσοδο τοῦ Πόντου.
Πλούσια καὶ σημαντικὴ ἀποικία τοῦ Κιμμέριου Βοσπόρου, πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνιστικοῦ βασιλείου τοῦ Βοσπόρου ἀργότερα, ἕδρα βυζαντινῆς μητροπόλεως μέχρι τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα, τὸ Παντικάπαιον, χτισμένο στὴ θέση τοῦ σημερινοῦ Κέρτς, ὑπῆρξε ἀνέκαθεν πόλη-κλειδὶ γιὰ τὶς ἐμπορικές, τὶς διπλωματικὲς καὶ τὶς πολιτιστικὲς ἀνταλλαγὲς ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς «βαρβάρους».
Ἀκόμα κι ὅταν οἱ Βυζαντινοὶ ἔχασαν τὸν ἔλεγχο τῆς Ἀζοφικῆς, δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ στέλνουν διπλωματικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἀποστολὲς γιὰ νὰ καλλιεργοῦνε φιλικὲς σχέσεις μὲ τοὺς λαοὺς πού κατὰ καιροὺς κυριάρχησαν στὶς εὐρωασιατικές στέππες γύρω. Γιατί οἱ ἀνοιχτοὶ ὁρίζοντες, αὐτὲς οἱ ἀπέραντες στέππες, ἀποτελοῦν τὸν μοιραῖο διάδρομο, δηλαδὴ τὸν μοναδικὸ δρόμο, πού ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἀσία στὴ Νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη. Ἐκεῖ πάνω λοιπόν, στὰ κάστρα τοῦ Δόν, ἔπρεπε τὸ Βυζάντιο νὰ ἀναχαιτίσει τὰ στίφη καὶ τὶς ἔφιππες ὀρδὲς τῶν Ἀσιατῶν. Προσπαθώντας νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς Πρωτοβούλγαρους κι ἀργότερα τοὺς Χάζαρους, μαθαίνοντάς τους πῶς νὰ καλλιεργοῦνε τὴ γῆ, πουλώντας κι ἀγοράζοντας προϊόντα κι ἐθίζοντάς τους ἔτσι στὶς ἀρχὲς μίας ἐμπορευματικῆς-πελατιακῆς κοινωνίας, στέλνοντας τεχνίτες καὶ λεφτὰ γιὰ νὰ ἐνισχυθεῖ τὸ ἀμυντικὸ δίκτυο τῶν κάστρων πάνω στὸ ποτάμι, ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία χρησιμοποίησε κάθε μέσο γιὰ νὰ διασφαλίσει τὶς στέππες, νὰ ἀποκλείσει τὸν μοιραῖο διάδρομο πού ὁδηγεῖ στὸν Δούναβη κι ἀπὸ κεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν παρουσία της στὴν Ἀζοφική. Ἄλλωστε ἀκόμα καὶ τὴ νάφθα γιὰ τὸ «ὑγρόν πῦρ» ἀπὸ τὶς ἀγορὲς τῆς Ἀζοφικῆς τὴν προμηθεύονταν οἱ Βυζαντινοί, καὶ δίχως αὐτὴν οἱ δρόμωνες τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στόλου θὰ ἔχαναν ἕνα πολὺ ἀποτελεσματικὸ ἐπιθετικὸ ὅπλο.
Στὸν στρατηγικὸ αὐτὸ χῶρο, ὅπου συναντιοῦνται δύο ἤπειροι κι ὅπου κατέληγαν οἱ ὀρδὲς τῶν Ἀσιατῶν καὶ τὰ καραβάνια μὲ τὸ κινέζικο μετάξι, καταλήγει καὶ ὁ μεγάλος πλωτὸς δρόμος τοῦ Βόλγα-Δὸν πού ἔρχεται ἀπὸ τὴ Βόρεια Θάλασσα μέσω Μοσχοβίας στὸν «ζεστὸ νότο».
«Σὲ ὅλη αὐτὴ τή χώρα πού περιέγραψα», λέει ὁ Ἡρόδοτος γιὰ τὰ μέρη γύρω ἀπ’ τὴν Ἀζοφική, «ὁ χειμώνας εἶναι πολὺ βαρύς. Ὀκτώ μῆνες στοὺς δώδεκα τὸ κρύο εἶναι ἀφόρητο. Ἡ θάλασσα κι ὁλόκληρος ὁ Κιμμέριος Βόσπορος παγώνουν κι ἔτσι οἱ Σκύθες περνοῦν τὸν πάγο μὲ τὰ ἁμάξια τους».
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα καταλαβαίνει κανεὶς γιατί οἱ ἀρχαῖοι λαοὶ πού κατοικοῦσαν τὰ παράλια του Εὔξεινου Πόντου δὲν μπῆκαν ποτὲ στὸν πειρασμὸ νὰ γνωρίσουν τὴν ἄξενη θάλασσα τοῦ τόπου τους. Ἡ ἐνδοχώρα ἦταν τόσο πλούσια κι αὐτοὶ τόσο αὐτάρκεις, ὥστε οὔτε μὲ τὸ ἐμπόριο καταπιάστηκαν οὔτε κὰν μὲ τὴ θαλασσινὴ ἁλιεία καταδέχτηκαν ποτὲ νὰ ἀσχοληθοῦν. Τὴν ἄφησαν κι αὐτήν, ὅπως κι ὅλες τὶς ἄλλες ἐνάλιες, παράκτιες καὶ ἐμπορικὲς δραστηριότητες, στοὺς Ἕλληνες.
Κατεξοχὴν κτηνοτρόφοι καὶ γεωργοί, ἀλογοτρόφοι καὶ κυνηγοί, ἄλλα καὶ ληστὲς πού ζοῦσαν πλιατσικολογώντας τοὺς γείτονες, οἱ Σκύθες ὅπως καὶ οἱ Θράκες, ἀλλὰ καὶ οἱ διάφοροι ἀσιατικοὶ καὶ σλαβικοὶ λαοὶ πού ἐγκαταστάθηκαν σ' αὐτὰ τὰ μέρη ἀργότερα, δὲν εἶχαν οὔτε τὴν ἐπιθυμία οὔτε καὶ τὶς ναυτικὲς γνώσεις γιὰ νὰ ἀνοιχτοῦνε στὴ θάλασσα. Οἱ μόνοι πλωτοὶ δρόμοι γὶ αὐτοὺς ἦταν τὰ ποτάμια. «Αὐτὰ εἶναι οἱ σύμμαχοί τους», ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Ἡρόδοτος. Αὐτὰ ποτίζουν τὶς εὔφορες πεδιάδες τους, τὰ ἀπέραντα δάση. Ἀπὸ αὐτὰ ζοῦν. Μ' αὐτὰ ἐπικοινωνοῦν, ὄχι μὲ τὸν ἔξω κόσμο ἄλλα μὲ τὸ ἐσωτερικό τῆς χώρας τους. Τὰ ποτάμια λοιπὸν χαρακτηρίζουν τὸν πολιτισμὸ τῶν λαῶν πού βρίσκονταν ἀκόμα σὲ προϊστορικὸ στάδιο ἀνάπτυξης, ὅταν ἔφτασαν οἱ πρῶτοι ἕλληνες ἄποικοι καὶ κατοίκησαν ἕνα γύρω τὰ παράλια, στερώντας τοὺς γηγενεῖς ὁριστικὰ ἀπὸ κάθε δυνατότητα ἐπαφῆς μὲ τὴ θάλασσα.
«Ἄπλουν γὰρ εἶναι τότε τὴν θάλατταν ταύτην καὶ καλεῖσθαι Ἄξενον, διὰ τὸ δυσχείμερον καὶ τὴν ἀγριότητα τῶν περιοικούντων ἐθνῶν καὶ μάλιστα τῶν Σκυθῶν ξενοθυτούντων καὶ σαρκοφαγούντων ἐν τοῖς κρανίοις ἐκπώμασι χρωμένων ὕστερον δ' Εὔξεινον κεκλῆσθαι, τῶν Ἰώνων ἐν τῇ παραλίᾳ πόλεις κτησάντων», γράφει ὁ Στράβων, κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι, μέχρι νὰ τολμήσουν οἱ Ἄβαροι καὶ οἱ Ρώς νὰ παραπλεύσουν τὶς ἀκτὲς μὲ τὰ μονόξυλά τους καὶ νὰ χτυπήσουν τὴν Κωνσταντινούπολη, κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε βάλει τὸ πόδι του στὸν Πόντο. Κι ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὁ Ἀππιανός: « τῶν Θρακῶν οὔτε θαλάσσῃ χρωμένων οὔτε εἰς τὰ παράλια κατιόντων ὑπὸ δέους τῶν ἐπιπλεόντων».
Γιά περισσότερα στοιχεῖα στά παρακάτω κείμενα τῆς Μαριάννας Κορομηλᾶ:
Οἱ Ἕλληνες στὴ Μαύρη Θάλασσα
Ὁ Ἄξενος Πόντος τῶν Ἄθλων. Ἀπὸ τὴ μυκηναϊκὴ ἐποχὴ ὡς τὰ πρώιμα ἀρχαϊκὰ χρόνια. Θεοί, ἡμίθεοι, ἥρωες καὶ ποντοπόροι (1400-635 π.X.)
Ὁ Εὔξεινος Πόντος καὶ ἡ Προποντίδα. Ἀπὸ τὰ πρώιμα ἀρχαϊκὰ χρόνια ὡς τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα (630 π.X.-330 μ.X.)
Ὁ Ἀνατολικὸς Πόντος
Φιλε, μολις ανακαλυψα το Μπλογκ σου, μηπως εχεις Rss feed;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓειά σου ouspen...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάπου τό ἔχει πάρει γενικῶς τό μάτι μου στό διαδίκτυο, ἀλλά ἀγνοῶ τό τί εἷναι καί πῶς τό ἐγκαθιστᾶς...Δέν εἴμαστε καί πολύ σχετικοί...:)) Ἄν θέλεις μᾶς στέλνεις κάποιο email ( βρίσκονται στό πάνω δεξιά μέρος τῆς σελίδας) νά μᾶς κατατοπίσεις
"Το RSS (Really Simple Syndication) είναι μια τεχνολογία που επιτρέπει στους χρήστες του Διαδικτύου να λαμβάνουν άμεσα πληροφορίες από πολλές και στοχευμένες πηγές .
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι πηγές RSS προσφέρουν λίστες άρθρων από συγκεκριμένες ιστοσελίδες ή από ενότητες ιστοσελίδων. Όταν επέλθη μια προσθήκη ή επικαιροποίηση στις λίστες αυτές, οι χρήστες λαμβάνουν άμεση ενημέρωση.
Μπορεις επομενως να το εγκαταστησεις στο μπλογκ, ωστε το εικονιδιο να δειχνει αμεσως ποιες νεες προσθηκες υπαρχουν, χωρις να χρειασθη να μπαινουμε στο μπλογκ. Τωρα τα τεχνικα ουτε εγω τα ξερω αλλα φανταζομαι πως πρεπει να πας στην κεντρικη του Blogger και εκει θα υπαρχει η εφαρμογη ωστε να την εγκαταστησης και εδω."