29/07/1989
Ἔχει ὄμορφα εἰσιτήρια ὁ Περσεύς. Πλατεία Ὁμονοίας ἀνάμεσα Πανεπιστημίου καὶ Σταδίου. Ἡ Τζούλια ὅλο τὸ χειμώνα βαράει μύγες, ἀλλὰ τὸ καλοκαίρι φοράει χαλαρὰ κιλοτάκια ἀφοῦ ὅλος ὁ κόσμος τὴν ζητᾶ εἰσιτήρια γιὰ μακρυνὰ ταξίδια. Ἔτσι μὲ τὸ μυαλό της, σημειώνοντας στὰ εἰσιτήρια τῶν πελατῶν τὴ θέση τοῦ ἀεροπλάνου, ἢ τὸ νούμερο τῆς καμπίνας τοῦ πλοίου, ἢ τοῦ κουπὲ τοῦ τραίνου, ταξιδεύει στὰ μέρη ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπισκεφθεῖ ὁ ἑκάστοτε ἐνδιαφερόμενος. Χάνεται σὲ πάρκα, σὲ πλατεῖες, δὲν ὁμιλεῖ τὴ γλῶσσα, τὸ νερὸ τῆς φαίνεται ἄνοστο, δυσκολεύεται στὸ φαγητό, κάθε μέρα χάμπουργκερ, ἢ fish and chips, κι ὕστερα ἐξουθενωμένη πέρνει τὸ δρόμο γιὰ τὸ ἀντίσκηνο τοῦ κάμπινγκ. Τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ἐκείνη κτυπᾶ τὸ τηλέφωνο. Εἶναι τὸ ἀφεντικὸ μὲ τὸ γνωστὸ αὐταρχικό του ὕφος. “Τί γίνανε τὰ εἰσιτήρια τοῦ Μαμιδάκη γιὰ τὸ Λονδῖνο;”
04/08/1989
Μαζεύω τὰ πράματα σ’ ἕνα σάκκο. Κοντομάνικα μπλουζάκια, βιβλία μὲ μαλακὸ ἐξώφυλο, τὸ ἄσπρο πλαστικὸ κάλυμμα γιὰ τὴ μύτη μου καὶ κατεβαίνω στὴν τελευταία στάση. Οἱ τουρίστες πίνουν ζεστὴ μπύρα, τρῶνε μπέϊκον, καὶ φασόλια ἀπὸ κονσέρβα. Δὲν μπορῶ ν΄ἀκούω τὶς συζητήσεις τους, μὲ πιάνει μιὰ ἀπέραντη πλήξη κι αὐτὸ μὲ τρομάζει. Φοράω τὰ γουόκμαν, βλέπεις κάνανε καὶ ραδιοφωνικὸ σταθμὸ στὸ δῆμο μας. Ἀδημονῶ νὰ γυρίσω πίσω στὸ νησὶ νὰ ξαναβρῶ τὰ ἴδια τὰ παλιά, ἀναγνώσεις, οἰνοποσίες, φούμαρα, μπουρμπουλῆθρες, τὶς γάτες νὰ σουλατσάρουν μὲς στὸ σπίτι καὶ τὸ βράδυ νὰ τὴ βγάζουν πάνω στὸ καπὸ τοῦ ἀγροτικοῦ του μπάρμπα-Μάρκου.
Κουβαλάω πράματα βαριά. Πρέπει νὰ πάρω καὶ τὸ λεωφορεῖο μέχρι τὴν ἄλλη ἄκρη. Ἐπιτέλους τώρα κάθομαι στὸ καΐκι καὶ μὲ σιγοψήνει ὁ ἥλιος, μ΄ἁλατίζει τὸ κύμα, ἡ μέρα εἶναι πανέμορφη, τσιμπιέμαι νὰ εἶμαι σίγουρος, τὰ βλέπω, ὑπάρχουν, αὐτὸ μ΄ἀνακουφίζει. Ἡ εἰσπράκτωρ μὲ ἀπευθύνει τὸ λόγο στὴν ἀγγλική. Ρωτᾶ ἂν θέλω εἰσιτήριο γιὰ τὸ βολκάνο ὅπως ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι. Ἀδημονῶ, δὲν ἔχω τώρα πολὺ διάθεση γιὰ κοσμικότητες, εἶναι καὶ οἱ ὦμοι μου ποὺ ἀρχίσανε νὰ σιγοκαῖνε. Ξέρω πὼς θὰ βολοδέρνω πάλι μέρες δίχως μηχανάκι, δὲ μὲ νοιάζει. Θὰ εἶναι στὴν παραλία ὁ Θάνος, ἡ Αὐστραλογαλλονησιώτισα, ἡ Φρώσω ὅπως πάντα ὄμορφη, ἀναρχική, ἀνυπόκριτη, χειροπιαστή, ὁ μουσάτος, ὁ Μανώλης, ὁ Παντελὴς ποὺ θὰ ἐπαναλαμβάνει τὶς αἰώνιες ἱστορίες του μὲ καπότες καὶ γαμήσια μὲ βότσαλο, ἡ Χατζηπάνου ποὺ θὰ τὸν μαλώνει πὼς ὑπάρχει σύγχιση ἀνάμεσα στὴν ἔκκριση λίγων σταγόνων σπέρματος καὶ τὴν ἀπόλαυση καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ θὰ τὴν πέφτουν ἀδιάφοροι κάτω ἀπὸ τοὺς φοίνικες. Μακροημέρευση.
10/08/1989
Τὸ Φρωσάκι ἀγόρασε Οὔνο χιλιάρι φάιβ. Ἔχει ἀλλάξει τοὺς τρόπους της, εἶναι λεπτὴ συμπαθητική, δὲ φτύνει χάμω. Μπεκρὶ μεζέ, αὐγολέμονο στὸ γιαουρτλού, κατεδαφισμένο περίπτερο, πολλοὶ ἀπ΄τοὺς παλιοὺς γνωστοὺς ἔχουν τώρα μαγαζὶ μὲ ὀμπρέλες προστασίας γιὰ τὸν ἥλιο. Οἱ ἀγαπητὲς δίδυμες ἐξαδέλφες ποὺ τελειοφοίτησαν καὶ ἐπανέκαμψαν στὴ μητρώα γῆ, ἡ Μέρπω μὲ τὸν Παντελῆ εἶναι βυθισμένοι στὸν ἔρωτά τους καὶ δὲ μᾶς δίνουν σημασία, ἡ Ρένα, ἡ Τέρπω μὲ τὸν Στεφανίδη, ἡ Νίτσα μὲ τὴν ἀδελφή της, ἡ Μάρκαινα μὲ τὶς πίτσες κι ἐγὼ ὁ λεβέντης. Ὅλοι μας ζοῦμε μιὰ ζωὴ ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ συνδέεται μὲ αὐτὴ τῶν ὑπολοίπων, συμπλέκεται καὶ κυλᾶ παράλληλα παρόλο ποὺ ἔχουμε χαθεῖ κοντὰ τρία χρόνια. Δὲν εἶναι σκέτη ματαιοδοξία οἱ διηγήσεις στὰ καινούργια μπὰρ τῶν ἀπατεώνων. Δὲν εἶναι ἄλογη ἡ σχέση στοργῆς μὲ τὴ Νίτσα, μὲ τὸ Μανώλη, μὲ τὴν Ἀμαλία καὶ τὰ πιτσιρίκια τους. Ὑπάρχει κάτι ἀνεξιχνίαστο, βαθὺ ποὺ λαχταρῶ νὰ τὸ παρατηρῶ ἀπὸ κοντά. Ἡ ζωὴ εἶναι ἐδῶ. Ἂς κρατήσει καὶ φέτος ἔτσι καὶ γιὰ μετὰ βλέπουμε.
29/08/1989
Ὅλη τὴ μέρα ἀραχτὸς στὸ καφενεῖο, ἀκίνητος κάνω σκὶ ἀνάμεσα σὲ οἰκεῖες φυσιογνωμίες. Ὁ Παντελὴς πίτσι-πίτσι μὲ μιὰ καινούρια τουρίστρια, ἡ Φρώσω ξυπόλητη, εὐτυχισμένη, ἀποτραβηγμένη, συμπαθητική, ἀνίσχυρη νὰ τὰ βάλει μὲ τὸν κόσμο ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ ἀποδέχεται. Ἡ Ἀσημίνα, οἱ νεότεροι ποὺ κάνουν πάρτυ μὲ μπουγελώματα, ἡ Εὐριδίκη ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ σύρει λιπόθυμο ἀφοῦ πρῶτα σὲ ξαπλώσει κατάχαμα μὲ τ΄ἄρωμά της. Πέρασαν ὅλα τόσο γρήγορα. Πρὶν ἀρχίσει αὐτὸς ὁ μήνας ἔχει τελειώσει κιόλας. Τὰ πολλὰ τσιγάρα, ὁ βαρὺς ἥλιος, τὸ ποτό, ἡ τηλεόραση, ἡ γνωστή μου εὐαισθησία στὴν ἔκθεση στὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες. Ἡ ρακὴ ἔχει τελειώσει καὶ ὁ Νικήτας σερβίρει βερμοὺτ μπανάνας. Πονοκέφαλος. Στὸ τέλος δὲ μπορῶ νὰ πάρω τὰ πόδια μου καὶ τὴν πέφτω νὰ κοιμηθῶ στὴν ἀμμουδιά. Ὁ Μανώλης διαγράφει μὲ τὸ χέρι του μιὰ κίνηση καὶ φωνασκεῖ:
Νά!!! Στ' ἀρχίδια μας τὰ γαλανά!
23/07/2010
Ξερὸς φυσάει περιέργως σήμερα ὁ ἀέρας στὰ στενὰ τῆς λιπόθυμης πόλης. Ἔχω ἐξασφαλίσει τὰ εἰσιτήρια μέσω τοῦ ἴντερνετ. Σὲ λίγο θ΄ἀρχίσει νὰ βρέχει πάλι ἀσταμάτητα. Ὅποτε ἀρχίζει νὰ βρέχει ξεχνᾶ νὰ σταματήσει. Ἔχω ἀφοσιωθεῖ στὴν κιθάρα ἢ στὰ ντράμς, δὲ ἐνθυμοῦμαι καλὰ τώρα ποὺ τὸ λέω, κι ὅπως καταλαβαίνεις ὅλες οἱ ἄλλες πλευρὲς τῆς ζωῆς μου ὑποφέρουν. Ὅλες τὶς συνήθειές μου τὶς ἀπαρνήθηκα. Μόνο τὸ ροκάδικο μοτίβο δὲν ξερίζωσα. Ὁ τραγουδιστής ἑρμηνεύει καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ λύνει ἕνα ὑστερικὸ σύμπτωμα, δίπλα του ὁ μπασίστας ξεπαστρεύει ἕνα παραλήρημα χορηγώντας μιὰ εἰδικὴ οὐσία σὲ μελετημένες δόσεις καὶ σ’ ἕνα διαφορερικὸ κτίριο ὁ ντραμίστας ὁμιλεῖ περὶ τῆς σχέσεως τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα. Στὴ συνέχεια τὰ τρία αὐτὰ πρόσωπα στραβοκοιτάζονται κι ἀποφεύγουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο μόλις περάσουν τὴν ἔξοδο τοῦ μαγαζιοῦ. Στὴ δουλειὰ ἡ μυρωδιὰ τοῦ ἰωδοφορμίου. Τρέχω ἀπὸ τοῖχο σὲ τοῖχο, ἀπὸ ἠχεῖο σὲ ἠχεῖο, ἀπὸ ὀθόνη σὲ ὀθόνη, ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα. Ὡς ἀμοιβὰς ἀντιδρῶ στὸ ἔντονο φῶς, τὴ θερμότητα, τὶς χημικὲς οὐσίες, τὸ μηχανικὸ κραδασμὸ μέχρι νὰ ἔρθει πάλι ὁ ἑπόμενος Αὔγουστος καὶ νὰ γυρίσω στὶς ρίζες. Αὐτὸ εἶναι ὅλο κι ὅλο. Τραγουδῆστε mambo κύριε, παραγγέλλει ὁ πελάτης. Ἀπάντηση παγωμένο μέταλλο. Ρυθμὸς full metal jacket.
02/08/2010
Ἀμέτρητες φορὲς γυρεύοντας λίγο ἀέρα, νοιώθοντας πὼς δὲν μπορῶ ν΄ἀνασάνω θυμᾶμαι τὴ χειρονομία ποὺ κάνεις ὅταν ἀνοίγεις τὶς κουρτίνες. Ἔτσι καὶ τώρα σὲ θυμᾶμαι καὶ σ΄εὐχαριστῶ. Πολὺ κρασὶ γιὰ τὸ τίποτα. Γιὰ ἕνα ταξίδι στὴν τρίτη θέση μὲ παράθυρο. Οἱ ταξιδιῶτες ὑπακούοντας τὶς ἐντολὲς τῆς τηλεόρασης ἀγοράζουν προστασία γιὰ τὸν ἥλιο ἀλλὰ μένουν ἐκτεθειμένοι στὴ συσσωρευμένη μαλακία ποὺ κυκλοφορεῖ ἀνεξέλεγκτα στὴν ἀτμόσφαιρα. Ἀτέλειωτες ὧρες ἐργασίας, ὑψηλότερες ἀποδοχές. Πόσες πιστωτικές, πόσα διαβατήρια χρειάζεται κανεὶς γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὰ παλιά; Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀλλάξεις τὸ πρόσημο μιᾶς ἑλκυστικῆς σκέψης γιὰ νὰ γίνει ὀρθή. Χρειάζεται κάτι ἐπιπλέον. Δὲ μπορεῖ ὅλα νὰ ἔγιναν τυχαῖα. Δὲ μπορεῖ νὰ μὴν ἦταν προϊὸν ἀθωότητας ἢ τουλάχιστον περισσότερο ἀθῶα ἀπὸ ὅσο φανταζόμασταν ὅλα αὐτὰ ποὺ βιώσαμε.
04/08/2010
Ἡ ἀναμονή, οἱ βάρκες, τὰ τυροπιτάκια, ξεχνάω πίσω τὸ μαγιώ καὶ τὰ βυζοκούτια τῆς κολλητῆς μου. Κάθομαι στὸ καφενεῖο μὲ τὶς ὧρες χαζεύοντας τοὺς λουομένους σὰ νὰ ζητάω δανεικὰ πάλι ἀπὸ τὴ θεία μου ρὲ πούστη μου. Πὰρ΄ὅλα αὐτὰ ἐξακολουθῶ νὰ ἐπιβιώνω καὶ αὐτὸ εἶναι κατόρθωμα. Ναί. Παρακαλῶ νὰ μὴ φανεῖ παράξενο.
12/08/2010
Συνοπτικὰ καλοκαίρι ἐκπληκτικό, τσουρουφλιστό, ἀξέχαστο, ὀνειρεμένο, γεμάτο ἐποικοδομητικὲς ξάπλες. Αἷμα θὰ φτύσω ἀργότερα. Ἀνυπόφορος πονοκέφαλος. Τουλάχιστον σκέφτομαι εἶναι τὸ μοναδικὸ πράμα ποὺ ἔχω τώρα δὰ δικό μου, ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι δανεικά. Μάτια μὲ μαῦρες σκιές, σαπίλα σ' ἔρχομαι ὁλόκληρος ἕτοιμος νὰ παραδοθῶ.
03/09/2010
Τὸ Σεπτέμβριο συνήθως ὁ καιρὸς εἶναι καλὸς μὲ λέει ὁ James ποὺ ἔχει γεννηθεῖ ἐδῶ. Δὲ θυμᾶμαι, τουλάχιστον αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ γυροφέρνω τὸ κουφάρι μου σὲ τοῦτο τὸν τόπο, δὲ θυμᾶμαι τὸ Σεπτέμβριο. Ἴσως ἐπειδὴ δὲ θέλω νὰ τὸ θυμᾶμαι ἢ καλύτερα δὲν ἔχω νὰ θυμᾶμαι καὶ τίποτα. Ἔρχεται ἡ αὐγὴ σὰν ἀστυνομία, βροντοκοπανάει τὶς πόρτες. Τί γουστάρει κι΄αὐτή; Τὴ γνωρίζουν ὅλες οἱ αὐγὲς τὴν κατάθεσή μου. Κουβαλητοὶ μὲ τὶς πυζάμες στὸ διπλανὸ ἀνακριτικὸ γραφεῖο.
Ἅ! ρὲ Μανώλη. Πάντα δίκιο ἔχεις...
Ἔχει ὄμορφα εἰσιτήρια ὁ Περσεύς. Πλατεία Ὁμονοίας ἀνάμεσα Πανεπιστημίου καὶ Σταδίου. Ἡ Τζούλια ὅλο τὸ χειμώνα βαράει μύγες, ἀλλὰ τὸ καλοκαίρι φοράει χαλαρὰ κιλοτάκια ἀφοῦ ὅλος ὁ κόσμος τὴν ζητᾶ εἰσιτήρια γιὰ μακρυνὰ ταξίδια. Ἔτσι μὲ τὸ μυαλό της, σημειώνοντας στὰ εἰσιτήρια τῶν πελατῶν τὴ θέση τοῦ ἀεροπλάνου, ἢ τὸ νούμερο τῆς καμπίνας τοῦ πλοίου, ἢ τοῦ κουπὲ τοῦ τραίνου, ταξιδεύει στὰ μέρη ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπισκεφθεῖ ὁ ἑκάστοτε ἐνδιαφερόμενος. Χάνεται σὲ πάρκα, σὲ πλατεῖες, δὲν ὁμιλεῖ τὴ γλῶσσα, τὸ νερὸ τῆς φαίνεται ἄνοστο, δυσκολεύεται στὸ φαγητό, κάθε μέρα χάμπουργκερ, ἢ fish and chips, κι ὕστερα ἐξουθενωμένη πέρνει τὸ δρόμο γιὰ τὸ ἀντίσκηνο τοῦ κάμπινγκ. Τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ἐκείνη κτυπᾶ τὸ τηλέφωνο. Εἶναι τὸ ἀφεντικὸ μὲ τὸ γνωστὸ αὐταρχικό του ὕφος. “Τί γίνανε τὰ εἰσιτήρια τοῦ Μαμιδάκη γιὰ τὸ Λονδῖνο;”
04/08/1989
Μαζεύω τὰ πράματα σ’ ἕνα σάκκο. Κοντομάνικα μπλουζάκια, βιβλία μὲ μαλακὸ ἐξώφυλο, τὸ ἄσπρο πλαστικὸ κάλυμμα γιὰ τὴ μύτη μου καὶ κατεβαίνω στὴν τελευταία στάση. Οἱ τουρίστες πίνουν ζεστὴ μπύρα, τρῶνε μπέϊκον, καὶ φασόλια ἀπὸ κονσέρβα. Δὲν μπορῶ ν΄ἀκούω τὶς συζητήσεις τους, μὲ πιάνει μιὰ ἀπέραντη πλήξη κι αὐτὸ μὲ τρομάζει. Φοράω τὰ γουόκμαν, βλέπεις κάνανε καὶ ραδιοφωνικὸ σταθμὸ στὸ δῆμο μας. Ἀδημονῶ νὰ γυρίσω πίσω στὸ νησὶ νὰ ξαναβρῶ τὰ ἴδια τὰ παλιά, ἀναγνώσεις, οἰνοποσίες, φούμαρα, μπουρμπουλῆθρες, τὶς γάτες νὰ σουλατσάρουν μὲς στὸ σπίτι καὶ τὸ βράδυ νὰ τὴ βγάζουν πάνω στὸ καπὸ τοῦ ἀγροτικοῦ του μπάρμπα-Μάρκου.
Κουβαλάω πράματα βαριά. Πρέπει νὰ πάρω καὶ τὸ λεωφορεῖο μέχρι τὴν ἄλλη ἄκρη. Ἐπιτέλους τώρα κάθομαι στὸ καΐκι καὶ μὲ σιγοψήνει ὁ ἥλιος, μ΄ἁλατίζει τὸ κύμα, ἡ μέρα εἶναι πανέμορφη, τσιμπιέμαι νὰ εἶμαι σίγουρος, τὰ βλέπω, ὑπάρχουν, αὐτὸ μ΄ἀνακουφίζει. Ἡ εἰσπράκτωρ μὲ ἀπευθύνει τὸ λόγο στὴν ἀγγλική. Ρωτᾶ ἂν θέλω εἰσιτήριο γιὰ τὸ βολκάνο ὅπως ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι. Ἀδημονῶ, δὲν ἔχω τώρα πολὺ διάθεση γιὰ κοσμικότητες, εἶναι καὶ οἱ ὦμοι μου ποὺ ἀρχίσανε νὰ σιγοκαῖνε. Ξέρω πὼς θὰ βολοδέρνω πάλι μέρες δίχως μηχανάκι, δὲ μὲ νοιάζει. Θὰ εἶναι στὴν παραλία ὁ Θάνος, ἡ Αὐστραλογαλλονησιώτισα, ἡ Φρώσω ὅπως πάντα ὄμορφη, ἀναρχική, ἀνυπόκριτη, χειροπιαστή, ὁ μουσάτος, ὁ Μανώλης, ὁ Παντελὴς ποὺ θὰ ἐπαναλαμβάνει τὶς αἰώνιες ἱστορίες του μὲ καπότες καὶ γαμήσια μὲ βότσαλο, ἡ Χατζηπάνου ποὺ θὰ τὸν μαλώνει πὼς ὑπάρχει σύγχιση ἀνάμεσα στὴν ἔκκριση λίγων σταγόνων σπέρματος καὶ τὴν ἀπόλαυση καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ θὰ τὴν πέφτουν ἀδιάφοροι κάτω ἀπὸ τοὺς φοίνικες. Μακροημέρευση.
10/08/1989
Τὸ Φρωσάκι ἀγόρασε Οὔνο χιλιάρι φάιβ. Ἔχει ἀλλάξει τοὺς τρόπους της, εἶναι λεπτὴ συμπαθητική, δὲ φτύνει χάμω. Μπεκρὶ μεζέ, αὐγολέμονο στὸ γιαουρτλού, κατεδαφισμένο περίπτερο, πολλοὶ ἀπ΄τοὺς παλιοὺς γνωστοὺς ἔχουν τώρα μαγαζὶ μὲ ὀμπρέλες προστασίας γιὰ τὸν ἥλιο. Οἱ ἀγαπητὲς δίδυμες ἐξαδέλφες ποὺ τελειοφοίτησαν καὶ ἐπανέκαμψαν στὴ μητρώα γῆ, ἡ Μέρπω μὲ τὸν Παντελῆ εἶναι βυθισμένοι στὸν ἔρωτά τους καὶ δὲ μᾶς δίνουν σημασία, ἡ Ρένα, ἡ Τέρπω μὲ τὸν Στεφανίδη, ἡ Νίτσα μὲ τὴν ἀδελφή της, ἡ Μάρκαινα μὲ τὶς πίτσες κι ἐγὼ ὁ λεβέντης. Ὅλοι μας ζοῦμε μιὰ ζωὴ ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ συνδέεται μὲ αὐτὴ τῶν ὑπολοίπων, συμπλέκεται καὶ κυλᾶ παράλληλα παρόλο ποὺ ἔχουμε χαθεῖ κοντὰ τρία χρόνια. Δὲν εἶναι σκέτη ματαιοδοξία οἱ διηγήσεις στὰ καινούργια μπὰρ τῶν ἀπατεώνων. Δὲν εἶναι ἄλογη ἡ σχέση στοργῆς μὲ τὴ Νίτσα, μὲ τὸ Μανώλη, μὲ τὴν Ἀμαλία καὶ τὰ πιτσιρίκια τους. Ὑπάρχει κάτι ἀνεξιχνίαστο, βαθὺ ποὺ λαχταρῶ νὰ τὸ παρατηρῶ ἀπὸ κοντά. Ἡ ζωὴ εἶναι ἐδῶ. Ἂς κρατήσει καὶ φέτος ἔτσι καὶ γιὰ μετὰ βλέπουμε.
29/08/1989
Ὅλη τὴ μέρα ἀραχτὸς στὸ καφενεῖο, ἀκίνητος κάνω σκὶ ἀνάμεσα σὲ οἰκεῖες φυσιογνωμίες. Ὁ Παντελὴς πίτσι-πίτσι μὲ μιὰ καινούρια τουρίστρια, ἡ Φρώσω ξυπόλητη, εὐτυχισμένη, ἀποτραβηγμένη, συμπαθητική, ἀνίσχυρη νὰ τὰ βάλει μὲ τὸν κόσμο ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ ἀποδέχεται. Ἡ Ἀσημίνα, οἱ νεότεροι ποὺ κάνουν πάρτυ μὲ μπουγελώματα, ἡ Εὐριδίκη ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ σύρει λιπόθυμο ἀφοῦ πρῶτα σὲ ξαπλώσει κατάχαμα μὲ τ΄ἄρωμά της. Πέρασαν ὅλα τόσο γρήγορα. Πρὶν ἀρχίσει αὐτὸς ὁ μήνας ἔχει τελειώσει κιόλας. Τὰ πολλὰ τσιγάρα, ὁ βαρὺς ἥλιος, τὸ ποτό, ἡ τηλεόραση, ἡ γνωστή μου εὐαισθησία στὴν ἔκθεση στὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες. Ἡ ρακὴ ἔχει τελειώσει καὶ ὁ Νικήτας σερβίρει βερμοὺτ μπανάνας. Πονοκέφαλος. Στὸ τέλος δὲ μπορῶ νὰ πάρω τὰ πόδια μου καὶ τὴν πέφτω νὰ κοιμηθῶ στὴν ἀμμουδιά. Ὁ Μανώλης διαγράφει μὲ τὸ χέρι του μιὰ κίνηση καὶ φωνασκεῖ:
Νά!!! Στ' ἀρχίδια μας τὰ γαλανά!
23/07/2010
Ξερὸς φυσάει περιέργως σήμερα ὁ ἀέρας στὰ στενὰ τῆς λιπόθυμης πόλης. Ἔχω ἐξασφαλίσει τὰ εἰσιτήρια μέσω τοῦ ἴντερνετ. Σὲ λίγο θ΄ἀρχίσει νὰ βρέχει πάλι ἀσταμάτητα. Ὅποτε ἀρχίζει νὰ βρέχει ξεχνᾶ νὰ σταματήσει. Ἔχω ἀφοσιωθεῖ στὴν κιθάρα ἢ στὰ ντράμς, δὲ ἐνθυμοῦμαι καλὰ τώρα ποὺ τὸ λέω, κι ὅπως καταλαβαίνεις ὅλες οἱ ἄλλες πλευρὲς τῆς ζωῆς μου ὑποφέρουν. Ὅλες τὶς συνήθειές μου τὶς ἀπαρνήθηκα. Μόνο τὸ ροκάδικο μοτίβο δὲν ξερίζωσα. Ὁ τραγουδιστής ἑρμηνεύει καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ λύνει ἕνα ὑστερικὸ σύμπτωμα, δίπλα του ὁ μπασίστας ξεπαστρεύει ἕνα παραλήρημα χορηγώντας μιὰ εἰδικὴ οὐσία σὲ μελετημένες δόσεις καὶ σ’ ἕνα διαφορερικὸ κτίριο ὁ ντραμίστας ὁμιλεῖ περὶ τῆς σχέσεως τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα. Στὴ συνέχεια τὰ τρία αὐτὰ πρόσωπα στραβοκοιτάζονται κι ἀποφεύγουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο μόλις περάσουν τὴν ἔξοδο τοῦ μαγαζιοῦ. Στὴ δουλειὰ ἡ μυρωδιὰ τοῦ ἰωδοφορμίου. Τρέχω ἀπὸ τοῖχο σὲ τοῖχο, ἀπὸ ἠχεῖο σὲ ἠχεῖο, ἀπὸ ὀθόνη σὲ ὀθόνη, ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα. Ὡς ἀμοιβὰς ἀντιδρῶ στὸ ἔντονο φῶς, τὴ θερμότητα, τὶς χημικὲς οὐσίες, τὸ μηχανικὸ κραδασμὸ μέχρι νὰ ἔρθει πάλι ὁ ἑπόμενος Αὔγουστος καὶ νὰ γυρίσω στὶς ρίζες. Αὐτὸ εἶναι ὅλο κι ὅλο. Τραγουδῆστε mambo κύριε, παραγγέλλει ὁ πελάτης. Ἀπάντηση παγωμένο μέταλλο. Ρυθμὸς full metal jacket.
02/08/2010
Ἀμέτρητες φορὲς γυρεύοντας λίγο ἀέρα, νοιώθοντας πὼς δὲν μπορῶ ν΄ἀνασάνω θυμᾶμαι τὴ χειρονομία ποὺ κάνεις ὅταν ἀνοίγεις τὶς κουρτίνες. Ἔτσι καὶ τώρα σὲ θυμᾶμαι καὶ σ΄εὐχαριστῶ. Πολὺ κρασὶ γιὰ τὸ τίποτα. Γιὰ ἕνα ταξίδι στὴν τρίτη θέση μὲ παράθυρο. Οἱ ταξιδιῶτες ὑπακούοντας τὶς ἐντολὲς τῆς τηλεόρασης ἀγοράζουν προστασία γιὰ τὸν ἥλιο ἀλλὰ μένουν ἐκτεθειμένοι στὴ συσσωρευμένη μαλακία ποὺ κυκλοφορεῖ ἀνεξέλεγκτα στὴν ἀτμόσφαιρα. Ἀτέλειωτες ὧρες ἐργασίας, ὑψηλότερες ἀποδοχές. Πόσες πιστωτικές, πόσα διαβατήρια χρειάζεται κανεὶς γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὰ παλιά; Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀλλάξεις τὸ πρόσημο μιᾶς ἑλκυστικῆς σκέψης γιὰ νὰ γίνει ὀρθή. Χρειάζεται κάτι ἐπιπλέον. Δὲ μπορεῖ ὅλα νὰ ἔγιναν τυχαῖα. Δὲ μπορεῖ νὰ μὴν ἦταν προϊὸν ἀθωότητας ἢ τουλάχιστον περισσότερο ἀθῶα ἀπὸ ὅσο φανταζόμασταν ὅλα αὐτὰ ποὺ βιώσαμε.
04/08/2010
Ἡ ἀναμονή, οἱ βάρκες, τὰ τυροπιτάκια, ξεχνάω πίσω τὸ μαγιώ καὶ τὰ βυζοκούτια τῆς κολλητῆς μου. Κάθομαι στὸ καφενεῖο μὲ τὶς ὧρες χαζεύοντας τοὺς λουομένους σὰ νὰ ζητάω δανεικὰ πάλι ἀπὸ τὴ θεία μου ρὲ πούστη μου. Πὰρ΄ὅλα αὐτὰ ἐξακολουθῶ νὰ ἐπιβιώνω καὶ αὐτὸ εἶναι κατόρθωμα. Ναί. Παρακαλῶ νὰ μὴ φανεῖ παράξενο.
12/08/2010
Συνοπτικὰ καλοκαίρι ἐκπληκτικό, τσουρουφλιστό, ἀξέχαστο, ὀνειρεμένο, γεμάτο ἐποικοδομητικὲς ξάπλες. Αἷμα θὰ φτύσω ἀργότερα. Ἀνυπόφορος πονοκέφαλος. Τουλάχιστον σκέφτομαι εἶναι τὸ μοναδικὸ πράμα ποὺ ἔχω τώρα δὰ δικό μου, ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι δανεικά. Μάτια μὲ μαῦρες σκιές, σαπίλα σ' ἔρχομαι ὁλόκληρος ἕτοιμος νὰ παραδοθῶ.
03/09/2010
Τὸ Σεπτέμβριο συνήθως ὁ καιρὸς εἶναι καλὸς μὲ λέει ὁ James ποὺ ἔχει γεννηθεῖ ἐδῶ. Δὲ θυμᾶμαι, τουλάχιστον αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ γυροφέρνω τὸ κουφάρι μου σὲ τοῦτο τὸν τόπο, δὲ θυμᾶμαι τὸ Σεπτέμβριο. Ἴσως ἐπειδὴ δὲ θέλω νὰ τὸ θυμᾶμαι ἢ καλύτερα δὲν ἔχω νὰ θυμᾶμαι καὶ τίποτα. Ἔρχεται ἡ αὐγὴ σὰν ἀστυνομία, βροντοκοπανάει τὶς πόρτες. Τί γουστάρει κι΄αὐτή; Τὴ γνωρίζουν ὅλες οἱ αὐγὲς τὴν κατάθεσή μου. Κουβαλητοὶ μὲ τὶς πυζάμες στὸ διπλανὸ ἀνακριτικὸ γραφεῖο.
Ἅ! ρὲ Μανώλη. Πάντα δίκιο ἔχεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου