Τό μνημεῖο τοῦ Ὁλοκαυτώματος τοῦ Χορτιάτη. |
Β)Στήν ἱστοσελίδα τῆς ἐφημερίδας Χορτιάτης 570 , ὑπάρχουν σύνδεσμοι πού ἀναφέρονται στήν περιοχή τοῦ Χορτιάτη ( ἱστορική ἀναδρομή τοῦ ὁλοκαυτώματος τῆς 2-9-1944, μαρτυρίες περί προαποφασισμένου ἐγκλήματος, Χορτιάτης -μετά τό ὁλοκαύτωμα ( 9 φωτογραφίες)Χορτιάτης -πρίν τό ὁλοκαύτωμα ( 6 φωτογραφίες) ,τά ὀνόματα τῶν θυμάτων.
Να ξαναθυμηθοῦμε λίγο τά περί γερμανικῶν ἀποζημιώσεων , μαζί μέ ἕναν ἀκόμα σύνδεσμο ἀπό τήν ἱστοσελίδα τῆς ἐφημερίδας τοῦ Χορτιάτη, τῶν ὁποίων ἡ συχνή ἀναφορά καί τακτική ἀπαίτηση δέν ὑπονοεῖ ἀποφυγή τῶν εὐθυνῶν τῆς χώρας γιά τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται, ὅπως ἀκούω κατά καιρούς, οὔτε ἀπόκρυψη τῶν πραγματικῶν καί οὐσιαστικῶν της προβλημάτων ( ὅσο καἰ ἄν, λίγο ἤ πολύ, ἡ καταβολή τῶν ἀποζημιώσεων μπορεῖ νά συμβάλλει στήν ἀντιμετώπισή τους). Ὧρες ὧρες διερωτῶμαι, μήπως ὁ δισταγμός τῆς διεκδίκησης τῶν νομίμων γερμανικῶν ἀποζημιὠσεων δεν καταδεικνύει ἀπλά κάποιο ἔλλειμμα τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας, ἀλλά κυρίως την πολιτική ἀνυπαρξία καί ἀσυνειδησία τῆς ἴδιας τῆς ελληνικῆς κοινωνίας.
Γ) Κείμενο τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου, δημοσιευμένο τό 1994 στήν Ἐλευθεροτυπία:
" Συμπληρώνονται πενήντα χρόνια ἀπὸ τὴν ἀποφράδα 2 Σεπτεμβρίου 1944, ποὺ συνέβη τὸ Ὁλοκαύτωμα τοῦ Χορτιάτη. Γράφω αὐτὸ τὸ ἄρθρο γιὰ νὰ τιμήσω, ἀφ’ ἑνός, τὰ ἀθῶα θύματα τῆς γερμανικῆς κτηνωδίας, καί, ἀφ’ ἑτέρου, τὸν ξεχασμένο συγγραφέα Θέμο Κορνάρο, ποὺ πρῶτος ἔγραψε γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Χορτιάτη.
Θέμος Κορνάρος. |
Τὸ βιβλιαράκι τοῦ Κορνάρου εἶναι μία μικρὴ πλακέτα 32 σελίδων. Τὸ 1945 βασίλευε ἡ ἐξαθλίωση. Τὸ χαρτὶ σπάνιζε. Ἐξ ἄλλου, ὁ Κορνάρος ἔβγαζε τὸ βιβλιαράκι του γιὰ νὰ μάθη τὴν Ἱστορία μας καὶ τὸ πιὸ φτωχὸ καὶ τὸ πιὸ ἀγράμματο παιδί.
Δὲν εἶμαι ἱστορικός. Ἂν καὶ ξέρω πολὺ καλὰ τί συνέβη στὸν Χορτιάτη τὸ 1944, θὰ δόσω τὸν λόγο στὸν Κορνάρο, γιατί τοῦ πρέπει ἡ πρωτοκαθεδρία.
Γράφει λοιπὸν ὁ Κορνάρος:
Ὁ Χορτιάτης εἶναι ὀρεινὸ χωριό. Λίγες ὧρες ὄξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη.
Οἱ Γερμανοὶ ἔχουνε λόγους νὰ φοβοῦνται τὸ κάθε ὕψωμα καὶ τὸν κάθε ὀρεινὸ συνοικισμό. Οἱ ἐπιχειρήσεις στὰ εὐρωπαϊκὰ μέτωπα τούς ἀναγκάζουνε νὰ πάρουνε ἔκτακτα μέτρα. Δυὸ περιπτώσεις πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουνε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1944: Περίπτωση ξαφνικῆς συμμαχικῆς ἀπόβασης στὴν Ἑλλάδα. Καὶ περίπτωση γενικῆς τους ὑποχώρησης.
Γι’ αὐτὸ συνεχίζουνε τὶς ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις τους, ποὺ ἔχουνε ἀρχίσει ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1943, μετὰ τὸ πέσιμο τῆς Ἰταλίας. Σκοπὸς τους εἶναι , νὰ κρατήσουνε ἐλεύτερους τοὺς μεγάλους δρόμους, γιὰ νὰ ἔχουν ἐξασφαλισμένες τὶς συγκοινωνίες τους ἢ γιὰ τὴν μία ἢ γιὰ τὴν ἄλλη περίπτωση.
Οἱ ἀντάρτικες δυνάμεις ἔχουνε γίνει τὸ φοβερὸ ἐμπόδιο. Τὶς δυνάμεις αὐτὲς δὲν στάθηκαν ἱκανοὶ νὰ τὶς χτυπήσουν ἀποτελεσματικά. Καταφεύγουνε σὲ ἐκβιασμούς. Χτυποῦνε τὸν πληθυσμό, καῖνε πολιτεῖες καὶ χωριά. Μ’αὐτὸν τὸν τρόπο ἐλπίζουνε δυὸ πράματα:
Νὰ ἀμβλύνουνε τὴν μαχητικότητα τῶν ἀνταρτῶν.
Νὰ βροῦνε κάποιο παραθυράκι ποὺ νὰ φέρνει πρὸς τὶς παράνομες ὀργανώσεις.
Μέσα σ’ ἕνα χωριό, ἀνάμεσα σὲ γυναικόπαιδα, γέρους κι’ ἀρρώστους, δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ βρεθεῖ ὁ προδότης, ποὺ ἀπὸ τὴν τρομάρα του θὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸ σκοπό.
Ἦρθε κι’ ἡ σειρὰ τοῦ Χορτιάτη. Στὶς 2 τοῦ Σεπτέμβρη τοῦ 1944, πρωὶ πρωί, δύναμη γερμανῶν καὶ Ταγματασφαλίτες μαζὶ πατήσανε τὸ χωριό. Ἀρχηγὸς τῶν Γερμανῶν εἶναι ὁ λοχαγὸς Σοῦμπερτ καὶ τῶν ἀσφαλιτῶν ὁ Καπετανάκης. Τὴ γενικὴ διεύθυνση τὴν ἔχει ὁ γερμανὸς ἀξιωματικός. Τὸ σχέδιο τῆς ἐπιχείρησης, σ’ ὅλες του τὶς λεπτομέρειες, δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶχε καταστρωθεῖ ἀπὸ τὰ πρίν. Γιατί μόλις μπήκανε μέσα, σκορπᾶνε στὸ χωριὸ οἱ γενίτσαροι. Οἱ γερμανοὶ πιάνουνε τὶς ἐξόδους καὶ τοὺς κεντρικοὺς δρόμους. Χτυποῦνε καὶ τὴν καμπάνα γιὰ νὰ μαζευτεῖ ὁ κόσμος στὴν πλατεία.
Μερικοὶ μαζεύτηκαν. Προσπαθοῦνε νὰ πείσουνε τοὺς γερμανοὺς πώς εἶναι ξένοι. Ἐπισκέπτες ἢ παραθεριστές. Τοὺς λένε νὰ περιμένουνε.
Σιγὰ σιγὰ μαζεύονται κι’ ἄλλοι. Τοὺς φέρνουνε οἱ τσολιάδες. Πρῶτος ὁ παππᾶς τοῦ χωριοῦ. Δημήτρης Τομαρᾶς λέγεται κι εἶναι 75 χρονῶν. Αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει καθόλου νὰ τὸν τραβᾶ ἕνας ἀπὸ τὰ ράσα, ἄλλος ἀπὸ τὰ γένεια κι’ ἄλλος νὰ τὸν χτυπᾶ μὲ τὸν ὑποκόπανο στὰ πλευρά. Μπροστὰ καὶ τὰ δυό του κορίτσια. Ἡ μία λέγεται Ἐρατὼ καὶ εἶναι 18 χρονῶν καὶ ἡ ἄλλη Ἀγγελικὴ καὶ εἶναι 20 χρονῶν. Ἐξαιρετικῆς καλλονῆς καὶ οἱ δυό τους.
Τὰ κορίτσια φωνάζουνε γιὰ τὴν μεταχείριση τοῦ πατέρα τους κι’ ὁ πατέρας ἐξαγριωμένος διαμαρτύρεται γιὰ τὴν μεταχείριση τῶν κοριτσιῶν. Τὶς ἔχουν ἀναγκάσει νὰ πορεύονται μὲ σηκωμένα τὰ φουστάνια. Ἐπειδὴ δὲν ὑπακοῦνε τοὺς τὰ δένουε ἀνασηκωμένα στὴ μέση μὲ σπάγγους.
Ξωπίσω φέρνουνε ἄλλοι, τὸν Πρόεδρο τῆς Κοινότητας, Χρῆστο Παντάτσο, μὲ τὴ φαμίλια του. Τὴ μητέρα του 75 χρονῶν γερόντισσα, καὶ τὰ τρία ἀνήλικα παιδιά του. Δυὸ κριτσάκια κι’ἕνα ἀγόρι.
Τὸν Πρόεδρο τὸν φέρνουνε γδυμνό. Γδυμνὴ καὶ τὴν γριὰ Μάννα του!
Οἱ μαζεμένοι στὴν πλατεία ξεφωνίζουνε μὲ φρίκη κι’ ἀγανάχτηση. Οἱ γερμανοὶ γελοῦνε στὴν ἀρχή. Μὰ σιγὰ-σιγὰ τὸ γέλιο γίνεται σκοτεινὴ γκριμάτσα, ἔπειτα τρέμουλο, σπασμὸς ἐρεθισμένου ζώου. Τὸ γυμνό τους ἔχει ἀποθηριώσει.
Ἀπὸ κάθε δρόμο, ἀπὸ κάθε γωνιά, ξεπροβαίνουν καινούργια μπουλούκια. Καινούργιες πομπές.
Τὸ σχέδιο ἀσφαλῶς ἔγινε πρὶν μποῦν στὸ Χωριό. Γιατί δὲν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς πώς ὅλοι κουβαλοῦνε μισόγδυμνες ἢ κι’ ὁλωσδιόλου γδυμνὲς τὶς γυναῖκες.
Ἀνάμεσα στὰ πόδια τῶν μεγάλων, τῶν πατεράδων ποὺ ἐξευτελίζονται καὶ δέρνονται, τῶν Μαννάδων μὲ τὰ γδυμνὰ στήθια καὶ τῶν γδυμνῶν κοριτσιπων, μπερδεύονται καὶ τσαλαπατιοῦνται καὶ κλαῖνε τὰ μικρὰ παιδάκια. Παιδάκια, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸν κατάλογο ποὺ βάζομε στὸ τέλος, δυὸ καὶ τριῶ καὶ πέντε χρονῶν.
Πιστεύω νὰ κλαῖνε περισσότερο ἀπὸ τὸν πόνο ποὺ νοιώθει ἡ ψυχούλα τους, γιὰ τὴ διαπόμπευση τῶν γονιῶν καὶ τῶν ἀδερφάδων τους, παρὰ γιατί φοβοῦνται.
Στὴν ἄκρη ἑνὸς κεντρικοῦ δρόμου, πού βγαίνει στὴν πλατεία, ἀνάβει δυνατὴ φωτιά. Τὴ συμπαίνουνε μὲ δεμάτια σανό, γιὰ νὰ ἁρπάξουνε φωτιὰ τὰ χοντρὰ κούτσουρα.
Ἕνας γερμανὸς μπαίνει ἀνάμεσα στὸν κόσμο ξαγριεμένος. Πηγαίνει ἴσια στὸν παππά. Τὸν γαργαλάει στὴ γενειάδα, γελᾶ σὰν σατανᾶς, τοῦ κλείνει πρόστυχα τὸ μάτι κι’ ἁρπάζει βίαια τὴν μία του κόρη. Ὁ παππᾶς ὁρμᾶ καὶ τοῦ δαγκώνει τὸ χέρι. Ὁ γερμανὸς διατάσσει δυὸ ἄλλους ἒς-ἒς καὶ βγάζουνε ἕνα ἕνα τὰ δόντια τοῦ παππᾶ μὲ τανάλια. Αὐτὸς τραβᾶ τὴν κοπέλλα, τὴ σούρνει, καθὼς εἶναι πεσμένη χάμω κι’ ἀντιστέκεται, καὶ μπαίνει στὸ πρῶτο σπίτι πού βρίσκει μπροστά του.
Φαίνεται πώς αὐτὸ ἦταν τὸ σύνθημα. ΟΙ Γερμανοὶ κι’ οἱ ταγματασφαλίτες πέφτουνε, σὰν ὄρνια, μέσα στὸ πλῆθος. Χτυποῦνε τοὺς ἄντρες, ἄλλους τοὺς δένουνε καὶ ὁρμοῦνε ἀνάμεσα στὶς παρέες τῶν κατατρομαγμένων γυναικών. Διαλέγουνε. Συναγωνίζονται. Βιάζονται.
Σημειώνονται λιποθυμίες, ἀκούγονται βογγητά, κατάρες, φοβέρες. Αὐτοὶ τὴ δουλειά τους!
Τρία κορίτσια τὰ καλοῦν μὲ τὰ ὀνόματά τους. Τὰ διαβάζουνε ἀπὸ χαρτάκι. Δὲν δίδεται καμμιὰ ἀπόκριση. Δὲν ἀκούγεται κανένα «Παρών».
Τότες ἁρπάζουνε τρία ἀπὸ τὴ μεγάλη μέση.
Τὰ σέρνουν ὄξω ἀπ’ τὸ πλῆθος. Λίγο παρέκει, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ξέφρενου κόσμου, βιάζονται ἀπάνθρωπα, στὴ λιποθυμία τοὺς ἀπάνω. Τὰ ὀνόματά τους δὲν ἀναφέρονται. Ἂν καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ γραφτοῦν. Δὲ ζοῦνε πιά. Στὴ φωτιὰ ποὺ εἶχαν ἀνάψει τὶς βάλανε! Δὲν τὶς πετάξανε! Τὶς περάσανε ὁλοζώντανες σὲ σοῦβλες ἀρνιοῦ. Καὶ γιὰ λίγην ὥρα τὶς στριφογυρίζουνε, ὅπως στριφογυρίζουνε τὰ σφαχτά…
Ἡ μυρουδιὰ ἀπὸ τὴ ψητὴ ἀνθρώπινη σάρκα, φέρνει τὸ πλῆθος σ’ ἔξαλλη ταραχὴ ποὺ μοιάζει μὲ παραφροσύνη.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ μπερδεύονται τὰ πάντα.
Οἱ χωρικοὶ δὲν εἶναι πιὰ σίγουροι ἂν ζοῦνε αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ἢ ἂν βλέπουνε φριχτὸ ἐφιαλτικὸ ὄνειρο.
Τὸ ἴδιο κι οἱ Γερμανοὶ κι’ οἱ ταγματασφαλίτες, ζοῦνε ὄξω κόσμου. Ἔχουνε χάσει τὰ σύνορα. Δὲν εἶναι, λές, πιὰ σὲ θέση νὰ ξέρουνε ἂν βρίσκονται στὴν πανάρχαια ζούγκλα, ἑκατομμύρια χρόνια πίσω ἢ ἂν ἐνεργοῦνε σὰν ὄργανα ἑνὸς τωρινοῦ κόσμου, γιὰ συγκεκριμένους, ἔστω κι’ ἀκάθαρτους σκοπούς.
Οἱ ἀνασταλτικὲς δυνάμεις τῶν ἀνθρώπινων παθῶν στομώνονται. Ἡ Ζούγκλα κατακλύζει τὰ πάντα σαρκάζοντας μὲ τῶν θεριῶν τὰ στόματα. Τὰ πάθη ξεχειλοῦνε, παφλάζουνε, μαίνονται ἀχαλίνωτα, μπερδεύονται μεταξύ τους, ἐξαφανίζουνε στὴ στιγμὴ κάθε ἀνθρώπινη ἰδιότητα, καὶ τὴ στιγμὴν αὐτὴ δὲν ὑπάρχει στὴ θέση στοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων τίποτα ἄλλο, παρὰ ἡ μυρουδιὰ ψητῆς ἀνθρώπινης σάρκας καὶ κάποιων ἀγριμικῶν ρουθούνια ποὺ πάλλονται ἐρεθισμένα.
Δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ἀπὸ γδυμνὰ γυναικεῖα κορμιά, βίαιες πράξεις συνουσιασμού, μὲ θεατὲς τοὺς ἴδιους τούς προστάτες τῆς τιμῆς, τοὺς πατεράδες, τὶς μαννάδες, τ’ἀδέρφια, τὰ μωρὰ παιδάκια.
Κι’ αὐτοὶ αἰσθάνονται σὰν ἀπόκοσμοι, σὰν ὑπερφυσικοὶ ἐξουσιαστὲς τοῦ κόσμου, ποὺ τίποτα δὲν τοὺς εἶναι ξένο κι’ ἀπαγορευμένο. Ὅλα μποροῦνε νὰ τὰ ἐπιχειρήσουν καὶ νὰ τὰ τολμήσουν.
Αὐτοὶ τὴν ὥρα δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀνώτερος ποὺ διευθύνει καὶ κατώτεροι ποὺ ἐκτελοῦν μία, ἔστω κι’αὐτὴ τὴν ἀπάνθρωπη, ἐπιχείρηση. Ὑπάρχει μόνο δύναμη καὶ ἀδυναμία.
Γερμανοὶ καὶ Γενίτσαροι μπερδεύονται. Κοιλιοῦνται χάμω πλάϊ πλάϊ, συνεννοοῦνται σὲ μία παράξενην ἄναρθρη γλώσσα, ἀνακατεύονται μὲ κοπέλλες π’ ἀφρίζουν κι’ ἀντιστέκονται, μὲ Μαννάδες ποὺ λιγοθυμοῦν, μὲ γονιοὺς ποὺ ἔχουν δεμένα τὰ χέρια, μ’ ἄλλους πού χυμοῦν καὶ δαγκώνουν, καὶ μ’ ἄλλους ποὺ δεμένοι παρακολουθοῦν μὲ καταπιομένη τὴν γλώσσα καὶ γουρλωμένα τὰ μάτια.
Ἕνα συνεχούμενο μουγκριτὸ λιμασμένων ζώων ποὺ ἱκανοποιοῦνται , ἕνας λυγμός, σπαρασσόμενων ἀνθρώπων, μία πηχτὴ πνιχτὴ πλανταγμένη φρίκη ποὺ ξεχειλᾶ ἀπὸ κάποια λαρύγγια, κι ἀθῶες φωνοῦλες ποὺ ρωτοῦνε, χωρὶς ν’ ἀκούγονται, «Μπαμπά! Ὅλους θὰ μᾶς φᾶνε οἱ γερμανοί!...» Νὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ στιγμή.
Θέλετε ν’ ἀφήσομε λιγάκι καὶ τὴ φαντασία ἐλεύτερη, γιὰ νὰ συμπληρώσει τὸ ζωντανὸ πίνακα, μὲ τὶς ἐκφράσεις τῶν παιδικῶν προσώπων, μὲ τὴν τρομάρα τῶν παιδικῶν ματιῶν, μὲ τὴν ἀπελπισία πού ἐκφράζουνε οἱ ἀδέξιες παιδικὲς χειρονομιές, μὲ τὰ ξαφνιασμένα τρυφερὰ λογάκια πού φεύγουν ἀπ’ τὰ ἀγγελικὰ στόματα, μὲ τὴν προσπάθεια νὰ στραταρίζουνε ἀνάμεσα στὸν σπαρασσόμενο ἀνθρώπινο σωρό, γιὰ νὰ παρηγορήσουν μ’ ἕνα χάδι τὴ λιπόθυμη ἀδελφούλα, τὴ μισοσπαραγμένη Μαννούλα, ἢ τὸ δεμένο τραγικὸ θεατὴ πού λέγεται Πατέρας;
Δὲν ὑπάρχει δύναμη ποὺ ν’ἀντέχει στὴ δοκιμασία τέτοιας συμπλήρωσης. Ἡ καρδιὰ θὰ σπάσει. Θὰ τσακίσουν καὶ τὰ ἰσχυρότερα νεῦρα. Κι’ ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου θὰ χαθεῖ τελειωτικὰ ἀπὸ τὸν πλησίον. Ὅλη ἡ ζωή μας θὰ καταντήσει σὲ σύγχυση καὶ σὲ τρομερὴ ἀνείπωτη κρίση. Ὁ ὕπνος θὰ περιφρονήσει τὰ μάτια μας, ποὺ θὰ μείνουν ὀρθάνοιχτα, γιὰ πάντα, μπρὸς σὲ εἰκόνες φρίκης, αἱμάτων, διωγμῶν, ἀνθρωποφαγίας καὶ ἀνθρωποσφαγῆς.
Φτάνει ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα. Εἲν’ ἀρκετὴ ἡ συνέχεια ποὺ ἀκολουθεῖ, γιὰ νὰ βαθμολογήσει τοὺς ἀνθρώπινους πολιτισμούς. Ἡ φαντασία κουρνιάζει, ντροπιασμένη, μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ συνέχεια τῶν ἀνθρωπίνων ἐκδηλώσεων. Κι’ οἱ δυνάμεις ἑνὸς ἀνθρώπου εἶναι ἀσήμαντες κι’ ἀνίκανες, μπροστὰ στὸ πελώριο θέμα τῶν λεπτομερειῶν τῆς ὠμῆς αὐτῆς πραγματικότητας ποὺ λέγεται Ἑλληνικὴ Ἀντίσταση.
Δὲν ἔχομε καιρὸ γιὰ ξόμπλια καὶ «ἐνορχήστρωση τῆς φράσης», καὶ παιχνίδια.
Δὲν γράφονται μὲ πέννα τέτοια πράματα. Μὲ τὰ νύχια γράφονται. Κι’ ἀντὶς γιὰ μελάνι χρησιμοποιεῖται ὁλοσκέτο «ἀνθρώπινο αἷμαι, δάκρυα κι’ ἵδρωτας…»
Δυὸ ὧρες κράτησε αὐτὴ ἡ ἐξώκοσμη γιορτή. Τὰ ἀποχτηνωμένα ἀνθρώπινα ὄντα ἐχόρτασαν. Τὰ πάθη σκουντρίξανε βίαια, τυφλά, στὸν τοῖχο τοῦ κορεσμοῦ καὶ βρίσκονται σὲ κατάσταση μουδιάσματος.
Τότε ἀρχίζει πάλι τὸ λυχναράκι τῆς λογικῆς νὰ καπνίζει, μέσα στὴ σκοτεινὴ Κόλαση τῶν Παθῶν.
Ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικὸς κηρύσσει τὴ λήξη τοῦ… συμποσίου. Ἀνακρίνει τὸν Πρόεδρο. Ζητᾶ νὰ μάθει πού εἶναι οἱ ἀποθῆκες τῶν Ἀνταρτῶν καὶ πότε πέρασε τελευταία φορά, τὸ Στρατηγεῖο μὲ τοὺς Ἄγγλους Συνδέσμους.
Ὁ Πρόεδρος σωπαίνει. Τὸν παρατᾶ καὶ διατάσσει τοὺς γενίτσαρους, νὰ συνεχίσουνε τὴν ἀνάκριση, ὥσπου νὰ μιλήσει. Κι’ αὐτὸς πηγαίνει στὸν Παππά.
Οἱ γενίτσαροι βγάζουνε ἀπὸ μία δερμάτινη τσάντα τὰ ἐργαλεῖα τῆς ἀνάκρισης. Πένσες, τανάλιες, σουβλιά, ἐπιδέσμους κι’ ἁλάτι.
Συνεχίζουνε τὴν ἀνάκριση τοῦ Προέδρου, ἀπὸ … τὰ νύχια.
-Ὅταν ἀποφασίσεις νὰ μιλήσεις, πὲς το, νὰ σταματήσουμε…
Τοῦ τραβᾶνε τὰ νύχια. Τὸν ὑποχρεώνουνε νὰ τὰ κρατᾶ μὲ τὸ ἄλλο του χέρι, σὰν πολύτιμα ἀντικείμενα. Τὰ αἵματα τρέχουνε. Ὁ ἄνθρωπος πέφτει κάτω ἐξαντλημένος. Δυὸ τὸν σηκώνουνε καὶ τὸν στυλώνουν. Εἶναι, φαίνεται, ἀπαραίτητο νὰ γίνεται στὸ πόδι αὐτὴ ἡ «ἀνάκριση».
Μόλις τελείωσαν ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι, πασπαλίζουνε τὶς πληγὲς μὲ ἁλατοπίπερο καὶ τὶς δένουνε σφιχτὰ μὲ μία γάζα. Κι’ ἀρχίζουνε τὸ ἄλλο, σιγά, σοβαροί, σὰ νὰ μὴν εἶναι τὰ ἴδια ἔξαλλα ὄντα τῆς περασμένης στιγμῆς. Ἔχουνε συναίσθηση πώς αὐτὴ τὴ στιγμὴ κάνουν ἀνάκριση καὶ ὄχι γλέντια καὶ ὄργια.
Ὁ ἄνθρωπος κάτι θέλει νὰ πεῖ, στὸν πόνο του μέσα. Κάτι γιὰ νὰ βγεῖ ἕνας ἦχος. Μὰ νὰ μὴ μοιάζει μηδὲ μ’ ἀναστεναγμό, μηδὲ μὲ λόγο προδότη.
- Δὲν ξέρω τίποτα! Φωνάζει.
Οἱ «ἀνακριτὲς» δὲν τοῦ δίδουν σημασία. Σκύβουν στὴ δουλειά τους, σὰν γιατροὶ ψύχραιμοι, ποὺ πρέπει νὰ τελειώσουν, μὲ προσοχὴ μίαν ἐπικίντυνη ἐγχείρηση.
Φαίνεται, πώς ὁ γερμανὸς τελείωσε καὶ μὲ τὸν παππά. Γιατί τὸν ἔχει παραδώσει σ’ ἄλλο συνεργεῖο γερμανῶν «ἀνακριτῶν».
Αὐτοὶ γαυγίζουνε στὴ γλώσσα τους κάτι ἄναρθρες κραυγές, κι’ ἀφοῦ δὲν πέρνουνε καμμιὰν ἀπάντηση ἀνάβουν ἕναν ἀναπτήρα καὶ βάζουνε φωτιὰ στὴ γενειάδα του. Κι ὅταν τσουρουφλίστηκε σταματοῦνε πάλι καὶ ξαναγαυγίζουνε. Ἔπειτα συνεχίζουν. Σιμώνουνε τὸν ἀναπτήρα στὰ ματόκλαδα. Στὰ φρύδια ἀγωνίστηκαν πολὺ γιὰ νὰ βάλουν φωτιά. Τοῦτοι εἶναι πιὸ ἤρεμοι. Δὲν θυμώνουνε ποὺ ὁ παππᾶς προτιμᾶ νὰ ἐγχειρίζεται λιπόθυμος, ξαπλωμένος χάμω. Δὲν τὸν βασανίζουν νὰ τὸν κρατοῦν ὄρθιο.
Κάποιος εἶδε κι ἀπόδε, θόλωσε ὁ νοῦς του καὶ ρίχτηκε στὸν πρῶτο δρόμο πού ἔβλεπε. Εἶναι γυναίκα. Οἱ γερμανοὶ πού φρουροῦνε γύρω στὴν πλατεία, ρίχνουνε μ’ ὁπλοπολυβόλο.
Προσέχουνε ὅμως, ὅπως φαίνεται, νὰ μὴν τὴ βροῦνε. Γιατί ἡ γυναίκα ξαναγυρίζει πίσω, τραβώντας τὰ μαλλιά της ἀπὸ ἀπελπισία. Δὲ θέλησαν νὰ τὴ σκοτώσουν. Ἔπρεπε νὰ ζεῖ καὶ νὰ βλέπει, ὡς τὸ τέλος, τὰ ὅσα γίνονταν γύρω της.
- Ἢ θ’ ἀμολύσει ἡ γλώσσα σας ἢ θὰ σᾶς κάνουμε λουρίδες νὰ σᾶς πετάξομε στὰ σκυλιά…
Αὐτὴ τὴν ἀπειλὴ πετᾶ στὸ πλῆθος ὁ Καπετανάκης. Κανένας δὲν ἀμφιβάλλει πώς ἡ φοβέρα θὰ πραγματοποιηθεῖ. Βλέπουνε καὶ χειρότερα.
Ἡ Ἑλένη Γκουραμάνη φορᾶ κάτι δαχτυλίδια, ποὺ δυσκολεύεται νὰ τὰ τραβήξει ὁ γερμανὸς ποὺ τὰ τραβᾶ. Ἕνας ἄλλος ἒς-ἒς πλησιάζει τοῦ χαμογελὰ πολὺ εὐγενικά, τὸν παραμερίζει καὶ δίνει μία στὰ δάχτυλα μ’ ἕνα μαχαίρι κι’ ἀπομένουν στὰ χέρια του τὰ ἀποκόμματα, πού σπαρταροῦνε, μὲ τὰ δαχτυλίδια. Κρατάει τὸ ἕνα καὶ δίνει στὸ σύντροφό του τὸ ἄλλο. Γελοῦνε, σὰν σατανάδες, καὶ χώνουνε στὴν τσέπη τους τὰ δαχτυλίδια μαζὶ μὲ τὰ δάχτυλα καὶ τὰ αἵματα. Κι’ ὁ ἄνθρωπος; Τί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος!
Μά, στὰ σοβαρά, μπορεῖ νὰ δίνει κανεὶς σημασία στὸ τί ἀπόγινε μία γυναικούλα, μέσα σὲ τούτη τὴ κόλαση, ἐπειδὴ τῆς κόψανε δυὸ δάχτυλα! Μικροεπεισόδιο, ποὺ ἂν δὲν χώνανε στὶς τσέπες δάχτυλα καὶ δαχτυλίδια μαζί, δὲ θὰ τὸ προσέχαμε καθόλου. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ προσέχει αὐτὴ τὴ στιγμή; Καθένας περιμένι πὼς θὰ ξυπνήσει ξαφνικά, τρομαγμένος, θὰ χαμογελάσει, καὶ θὰ διηγιέται τ’ ὄνειρό του. Κανένας δὲν ἀντέχει νὰ πιστέψει στὴ συμφορά. Μόνο ἡ γερόντισσα Μαρία Γκουραμάνη, ἑξήντα τριῶ χρονῶν, προσπαθεῖ νὰ δαγκώσει τὶς φλέβες τοῦ χεριοῦ της, χωρὶς νὰ τὸ καταφέρνει ὡς τὸ τέλος. Ἔχει πειστεῖ, φαίνεται, πώς δὲν ὀνειρεύεται.
Ξάφνου ἀκούγεται μία φοβερὴ κραυγή. Μοιάζει μὲ μούγκρισμα θεριοῦ. Ὅλοι νομίζουνε πώς ἔτσι ἔρχεται τὸ τέλος. Καὶ τὸ εὔχονται. Ἀλλὰ κανένας Θεὸς δὲν τοὺς ἀκούει. Ὁ γερμανὸς λοχαγὸς κάτι γκαρίζει. Κι’ ὅλοι, γερμανοὶ καὶ γενίτσαροι σταματοῦνε τὴν «ἀνάκριση».
Χωρίζουνε τὸν κόσμο σὲ δυό. Ἡ μία παρτίδα ἔχει εἴκοσι ἕξη. Ἡ ἄλλη ἑβδομήντα. Τοὺς βάζουνε ἀνάμεσα στὰ ὁπλοπολυβόλα καὶ ξεκινοῦνε. Ἡ μικρὴ ὁμάδα ὁδηγεῖται στὸ σπίτι τοῦ Ντακούδη. Κι’ ἡ μεγάλη στὸ φοῦρνο τοῦ Ἀναστάση Γκουραμάνη.
Πολυβόλα τοποθετοῦνται γύρω-γύρω, μὲ τὶς μποῦκες στραμμένες πάνω στὸ χτίριο. Οἱ ἑβδομήντα κολασμένοι πῆραν ἀνάσα. Θὰ τοὺς ἔκλειναν μέσα ἐκεῖ. Ὁ φοῦρνος θὰ ἦταν ἡ φυλακή τους. Τουλάχιστον νὰ μείνουν μόνοι τους ἕνα λεπτό! Νὰ ,μὴ θωροῦν φῶς. Νὰ κλείσουν τὰ μάτια νὰ μὴ θωροῦν τίποτα.
Ἕνας ἒς-ἒς λέει κάτι στὸ λοχαγό. Αὐτὸς χαμογελᾶ καὶ κουνᾶ τὸ κεφάλι, σὰ νὰ θέλει νὰ πεῖ: κάντε ὅτι θέλετε.
Ὁ πρῶτος μεταβιβάζει στοὺς ἄλλους τὰ ὅσα εἰπώθηκαν. Ἀλλοίμονο! Εἶναι ἡ ἔγκριση γιὰ δεύτερο ξεχαλίνωμα καὶ ἀκολασία…
Τὰ ὅσα γίνηκαν στὴν πλατεῖα δὲν εἶναι τίποτα, μπροστὰ σὲ τοῦτο τὸ κύμα τῆς θηριωδίας. Ἐδῶ πιὰ γίνεται ἕνας ξετσίπωτος ἀνταγωνισμὸς χτηνῶν, μὲ τὴν ἐποπτεία τῆς λογικῆς. Ναί! Ἡ λογικὴ λειτουργεῖ γιατί δοκιμάζουνε τὴν ἀντοχή τους, παραβγαίνουν σὲ σαδιστικὰ τερτίπια κι’ ὅλοι τους ξελαχανιάζουνε νὰ προλάβουν ὅτι παραπάνω μπορέσουνε.
Κοριτσάκια ὀχτὼ καὶ δέκα χρονῶν ἀτιμάζονται! Χειρουργοῦνται! Αὐτὸς εἶναι ὁ σωστὸς ὁρισμός. Ἀκόμη καὶ γερόντισσες μὲ κάτασπρα μαλλιὰ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ ἀνώμαλους ποὺ θέλουνε νὰ παίξουνε μόνο, ὕστερα ἀπ’ τὸ μπούχτισμα καὶ τὴν ἐξάντληση. Κοπέλλες καρφώνουνε τὰ νύχια τους βαθιὰ στὶς κόχες καὶ τραβοῦνε τὰ μάτια τοὺς ὄξω. Ἕνας γέροντας ἀγωνίζεται νὰ σπάσει τὸ κεφάλι του. Κτυπώντας το μὲ λύσσα στὸν τοῖχο. Κι’ ἕνας γερμανὸς χαριεντίζεται ὄρθιος μὲ δυὸ μαστούς, ποὺ ἔκοψε μὲ τὸ μαχαίρι καὶ τοὺς κρατᾶ καὶ παίζει καὶ κάνει πώς λιγώνεται, γιὰ νὰ χαχανίζουν κάποιοι ἒς-ἒς ποὺ στέκονται παράμερα, κουρασμένοι, σουρωμένοι, σὰ σκύλοι ποὺ πάσχουνε ἀπὸ σκορβοῦτο. Τὰ αἵματα τῶν μαστῶν στάζουνε πάνω στὸ κεφάλι τῆς κοπέλλας, ποὺ ξεψυχᾶ, σπαράσσει τοὺς στερνοὺς σπασμούς, κι’ ἀγωνίζεται νὰ δαγκώσει μία ματοβαμμένη πέτρα.
Ἐδῶ ἔχει χαθεῖ κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τοὺς νόμους της. Λὲς καὶ παραφρόνησαν θεριά, μέσα σὲ κίντυνο, κι’ ὁρμοῦνε νὰ δοκιμάσουν ὅτι μπορεῖ ἀκόμα νὰ τοὺς προξενήσει τὴν αἴσθηση τῆς ζωῆς, νὰ τοὺς δόσει τὴ γεύση τῶν πραγμάτων, πρὶν νὰ χαθοῦνε γιὰ πάντα ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων τὸν κόσμο.
Τέτοιαν ἐξήγηση μονάχα θὰ πρέπει νὰ δόσει κανείς, γιατί δὲν τολμᾶ νὰ φαντασθεῖ πώς τὸ λυχναράκι ἐξακολουθεῖ ν’ ἀνάβη ἀκόμη καὶ νὰ φωτίζει τοῦτο τὸ σκοτεινὸ ἐγκληματικὸ χάος ποὺ μουγκρίζει.
Πάλι ἕνα γκάρισμα τοῦ γερμανοῦ λοχαγοῦ δίνει τὸ σύνθημα νὰ σταματήσει ἡ αἱματοποσία καὶ τ’ ὄργιο.
Τότες, ὅλοι μαζί, σπρώχνουνε τὸν κόσμο μέσα στὸ φοῦρνο. Τοὺς λιγοθυμισμένους τοὺς ἁρπάζουνε μασχάλες, πόδια, τοὺς ταλαντεύουνε λίγο στὸ κενό, καὶ τοὺς πετᾶνε σὰν ψοφίμια στὴν πόρτα ποὺ χάσκει καὶ περιμένει.
Τὰ μωρὰ φοβοῦνται, ξαγριεύονται, καὶ προσπαθοῦνε μὲ κωμικά, χαριτωμένα, τραγικὰ τσαλιμάκια νὰ ξεφύγουν. Μπερδεύονται στὰ πόδια τῶν ἒς-ἒς , κι’ αὐτοὶ τὰ κλωτσοῦνε στὰ στομαχάκια καὶ τὰ πετᾶνε σὰν τόπια χάμω. Ἕνα ποὺ μπόρεσε ν’ ἀπομακρυνθεῖ, μέσα στὴ σύγχιση, προσπαθεῖ τὸ καϋμενάκι νὰ κρυφτεῖ πίσω ἀπὸ ἕνα δεντράκι σὰν τὸ μπρατσάκι του. Ὁ ἒς-ἒς ἁπλώνει ἀδιάφορα τὸ χέρι του, ἁρπάζει τὸ μωρὸ – εἶναι 2 χρονῶ καὶ λέγεται Ἀριστόδουλος Λασκαρίδης- ἀπὸ τὰ ποδαράκια καὶ τοῦ σηκωχτυπᾶ τὸ κεφαλάκι του σὲ μία πέτρα. Μὲ τὸ πρῶτο, τὸ κεφαλάκι ἄνοιξε κι’ ἀπὸ τ’ἀθῶο στοματάκι τοῦ ἔφυγε ὁ τελευταῖος κελαϊδισμός. Τὸ πτωματάκι τὸ πέταξαν, σὰν σκουπιδάκι, μέσα στὸ φοῦρνο, συντροφιὰ τῶν Μανάδων ποὺ παρακολουθοῦνε καὶ … γελοῦν, χτυποῦνε τὰ γόνατα ἀπὸ τὰ γέλια καὶ ἀκοῦς νὰ φωνάζουνε ἀλλόκοτα λόγια: «Ζήτω ὁ Θεός! Ζήτω ὁ Ἀριστόδουλος! Γέλασε μωρὲ καὶ σύ!...»
Μία ὁμάδα γενίτσαροι, κουβαλάει τσουβάλια ἄχυρα καὶ δεμάτια σανό. Μερικοὶ ἄλλοι φέρνουνε ἀπ’ τὴν αὐλὴ τοῦ φούρνου δεμάτια θυμάρια ξερὰ καὶ τὰ στοιβάζουν στὴν πόρτα καὶ στὴν μπούκα τοῦ φούρνου.
Ἡ ἐλπίδα λέει στὸν ἄνθρωπο, πώς τὰ φέρνουνε γιὰ νὰ κλείσουν τὴν πόρτα. Κι’ ἂς ἔχει ἡ πόρτα στέρεα πορτόφυλλα καὶ γερὴ κλειδαριά.
Ὁ γερμανὸς κάτι διατάζει πάλι καὶ οἱ ἒς-ἒς σὰ νὰ δυσαρεστήθηκαν. Ὁ κόσμος εἶναι στριμωγμένος στὸ ζυμωτήριο καὶ στὴν ἀποθηκούλα τοῦ φούρνου. Μερικὰ παιδιά, στὸ φόβο τους ἀπάνω, ἐκρίνανε πώς θάσαν πιὸ ἀσφαλισμένα, νὰ τρυπώσουνε στὸν ἴδιο τὸ φοῦρνο. Καὶ κάθε τόσο ξεπροβαίρνουνε κατάχλωμα μουτράκια κι’ ἀλαφιασμένα μάτια γιὰ νὰ δοῦνε τί γίνεται!
Τὸν Πρόεδρο τὸν ἔχουν ἀκόμη στὴν αὐλή. Τρέμει σύγκορμος. Σὰ νὰ μαντεύει τί τὸν περιμένει. Μὰ πάλι, εἶν’ ἀδύνατο νὰ ὑπάρχει ἀνθρώπινο μυαλό, ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ βαστᾶ σὲ τέτοια λογικὴ συνέχεια τῶν γεγονότων, τῶν εἰκόνων καὶ τοῦ πλήθους τῶν συναισθημάτων τῆς στιγμῆς.
Τὸν βάζουνε κάτω τ’ ἀνάσκελα. Ἀκουμποῦνε τὰ πόδια του ψηλὰ σὲ μία μεγάλη πέτρα. Ἀκουμπᾶνε ἀκριβῶς στὴν πέτρα τὰ μεριά. Τρεῖς τέσσερις τὸν κρατοῦνε ἀκίνητο. Κι’ ἕνας ἒς-ἒς πριονίζει καὶ κόβει τὰ πόδια 5-10 πόντους ἀπάνω ἀπὸ τὰ γόνατα, μὲ σκουριασμένο πριόνι. Μούγκριζε κάμποση ὥρα. Ὕστερα τίποτα. Πιστεύω νὰ εἴτανε πεθαμένος πιὰ ὅταν τὸν πέταξαν μέσα στὸ φοῦρνο, μαζὶ μὲ τὸ μυστικό τοῦ ἀγώνα. Ξοπίσω πέταξαν καὶ τὰ πόδια. Τὰ πόδια προσπαθοῦνε νὰ ξαναπατήσουνε στὴ Γῆ κι’ ἂς εἶναι κομμένα μὲ τὸ πριόνι.
Μόλις μπῆκε λοιπὸν κι’ Αὐτὸς στὸ φοῦρνο, ἄρχισαν τὰ πολυβόλα ἀπ’ τὰ παράθυρα κι’ ἀπὸ τὶς πόρτες.
Ἐδῶ πιὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ περιγράψει τὶς φωνοῦλες τῶν μικρῶν παιδιῶν πού φώναζαν τὴν .. Παναγία, τὶς κραυγὲς τῶν πληγωμένων ποὺ παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀποτελειώσουν, τὶς ξέφρενες, βραχνὲς φωνὲς τῶν Μαννάδων ποὺ ἱκέτευαν γιὰ τὰ παιδιά, καὶ τὶς στριγγλιὲς αὐτῶν ποὺ παραφρόνησαν καὶ τὴ μία φοβέριζαν, τὴν ἄλλη ἔβριζαν καὶ τὴν ἄλλη ἔταζαν στὸ Θεὸ ληόφυτα καὶ ἀμπέλια.
Δὲν εἶναι ὁμάδα ἀνθρώπων ἐκεῖ μέσα. Εἶναι ἡ Κόλαση μὲ τὰ κατράμια καὶ τὰ καζάνια καὶ τὰ χοχλακιστὰ νερὰ καὶ τοὺς κολασμένους ποὺ σιγοψήνονται.
Κάποιος ἔβαλε φωτιὰ στὰ ξύλα ποὺ ἔχουνε σωριαστεῖ στὴν εἴσοδο. Μὰ καὶ μέσα στὶς φλόγες βλέπεις ἀκόμα ν’ ἁπλώνονται χέρια πού προσπαθοῦνε κάπου νὰ πιαστοῦν, χεράκια ποὺ θὰ γυρεύουνε νὰ τὰ χαϊδέψουνε καὶ νὰ τὰ σύρουν ὄξω, ἀλλόφρονα μάτια ποὺ σπιθηροβολοῦνε πιὸ ἄγρια κι’ ἀπὸ τὶς φλόγες.
Μερικοὶ ἄνδρες καταφέρνουνε καὶ πηδοῦνε ὄξω. Τοὺς μαχαιρώνουνε καὶ τοὺς ξανασπρώχνουν μέσα. Τὰ πολυβόλα καὶ πάλι δουλεύουνε καὶ τίποτα πιὰ δὲν φαίνεται. Κι’ οἱ φωνὲς ἐπάψανε. Ἡ Ἐλπίδα θὰ ἔχει ἀποχαιρετήσει τὸν ἄνθρωπο. Μόνο γουργουρητὰ γροικᾶς καὶ τὰ παιχνίδια τῆς φωτιᾶς μὲ τὰ ξερὰ ξύλα.
Μία στιγμὴ φωνάζει ὁ Καπετανάκης:
-Ὅσοι ζοῦνε νὰ βγοῦν ὄξω.
Ἡ Ἐλπίδα τραγουδᾶ σ’ ἕνα μακρινὸ βουνό…
Μισοψημένα μοῦτρα φαίνονται, τσουρουφλισμένα κεφάλια, σαστισμένα παιδικὰ προσωπάκια ποὺ πάνω τους σαρκάζουνε σπασμοὶ τῆς ὀδύνης γιὰ τ’ἀνθρώπινο καὶ τὴ ζωή.
Ὁ δήμιος, ὄξω ἀπ’ τὶς φλόγες, ρωτᾶ τοὺς μάρτυρες ποὺ ἀναδύονται ἀπ’ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ καμίνι, γιὰ τελευταία φορὰ στῆς ζωῆς τὸ φῶς.
-Ὅποιος θέλει νὰ μιλήσει νὰ βγεῖ ὄξω.
Ὅλοι βγήκανε. Ὅσοι μποροῦσαν ν’ ἀναπνὲν ἀκόμη καὶ νὰ σέρνονται.
-Τί ἔχετε νὰ πεῖτε;
-Λυπηθεῖτε μας! Δὲν ξέρομε τίποτε! Ἔλεος!
-Γυρίσετε πίσω!
Μία φωνὴ ποὺ ἴσα-ἴσα ἀκούγεται ἀκόμα, ἀπαντᾶ.
-Δὲν θὰ προλάβετε νὰ φύγετε! Ρουθούνι δὲ θ’ ἀπομείνει ἀπὸ σᾶς πουλημένοι.
Ἡ φωνὴ εἴτανε μιᾶς κοπέλλας 13 χρονῶ, ποὺ τὴν παραλαβαίνει ἡ ἱστορία, μὲ τ’ ὄνομα Ἄννα Κουκαρούδη.
Σπρώχνοντας, βρίζοντας, χτυπώντας μὲ τοὺς ὑποκόπανους τοὺς ξαναπέταξαν μέσα.
- Μὴν ξοδεύεται ἄλλα φυσίγγια! ἀκούγεται ἡ διαταγή. Βάλτε φωτιὰ καὶ στ’ ἄλλα ξύλα.
Σὲ πέντε λεπτὰ οἱ φλόγες εἴχανε ζώσει ὅλο τὸ χτίριο. Οἱ πύρινες γλῶσσες ὑψώνονται ἀπάνω ἀπ’ τὴ σκεπή, καὶ διαλαλοῦσαν στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων πώς ἑβδομήντα Ἕλληνες ἐδικαιώσανε ἀκόμα μία φορὰ τὴν ὕπαρξη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Τὴν ἴδιαν ὥρα, μία ἄλλη πυρκαϊά, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ, εἰδοποιοῦσε πώς κι’ οἱ ἄλλοι εἰκοσιτέσσερις ποὺ κλείστηκαν στὸ σπίτι τοῦ Ντακούδη, τελείωναν κι’ αὐτοὶ καὶ φεύγανε μὲ τὸ μυστικό τους, πρὸς τὸν κόσμο ποὺ δὲν ὑπάρχουνε τέτοια ὄνειρα καὶ τέτοιοι ἀνθρώπινοι πολιτισμοί.
Ἀπὸ τοὺς Ἐθνομάρτυρες αὐτούς, πού ἅπλωσαν τὰ πάλλευκα χέρια τους στοὺς Μάρτυρες τοῦ Κρητικοῦ Ἀρκαδιοῦ, ἀπὸ ἕνα ἀσήμαντο φοῦρνο τοῦ Χορτιάτη, θὰ λείπουνε δυό, ὅταν θὰ γίνει τὸ προσκλητήριο στὴ Χώρα τῶν Ἡρώων του Ἔθνους.
Αὐτοὶ οἱ δυό, μέσα στὴν μπόρα καὶ τὴν σύγχυση, κατάφεραν νὰ φύγουν μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες. Εἶναι: Ἡ Μαρία Ἀγγελίδη, σαράντα χρονῶν, καὶ ἡ Βασιλικὴ Γκουραμάνη 14, πού ζήσανε γιὰ νὰ μᾶς διηγοῦνται πώς πεθαίνουν οἱ Ἥρωες, πώς κρατᾶν τὸ μυστικό του Ἔθνους, καὶ πώς κερδίζεται ἡ λευτεριά. Κι’ ἀκόμη, μὲ τί ποτίζεται τὸ δεντρὶ τῆς Νίκης.
Εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν τὶς ἀντιλήφθηκαν οἱ γερμανοί. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι πώς τὶς ἄφησαν σκόπιμα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴν ἀπίστευτη φρίκη καὶ τὸ ἀνήκουστο θέαμα στοὺς ἄλλους, στ’ ἄλλα χωριὰ στὴν Ἑλλάδα ὁλόκληρη, καὶ νὰ σπείρουν τὸν τρόμο, τὴ σύγχυση καὶ τὸν πανικὸ στὸν ἀγωνιζόμενο Λαό.
Τὸ κέρδος τῶν δημίων θὰ εἴτανε ν’ ἀμβλύνουνε, μὲ τὸν τρόπον αὐτό, τὴ μαχητικότητα τῶν Ἑλλήνων, γιὰ νὰ ἐλπίσουνε οἱ ἴδιοι σὲ μία σιωπηρὴ ἀνακωχή, σὲ μίαν ἄφωνη συμφωνία πώς σὲ ὥρα ὕποχωρησης ἢ συμμαχικῆς ἀπόβασης, τὸ ἐσωτερικὸ μέτωπο θὰ ἔμενε ἀδιάφορο κι’ ἀκίνητο. Κι’ ἀκίντυνο.
Ὡς τὴν ὕστερην ὥρα οἱ Οὗννοι δὲ θέλησαν νὰ πιστέψουν πώς ὁ Λαός μας δὲν ξέρει νὰ παζαρεύει τὴν ἐλευτεριὰ καὶ νὰ βάζει διατίμηση στὶς θυσίες του.
Πόλεμο ἔκανε γιὰ τὴν Ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. – Γιὰ τὴν αὐτοδιάθεση τῶν Λαῶν τῆς Γής. – Γιὰ τὴν κατάργηση τῆς Πενίας καὶ τοῦ Τρόμου. – Γιὰ τὴ συντριβὴ τοῦ Φασισμοῦ.
Γιὰ τὴ ΜΑΥΡΗ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ δὲν προβλέπει τὸ συμβόλαιό του μὲ τοὺς λαοὺς τῆς Γῆς…
( συνεχίζεται στήν ἑπόμενη ἀνάρτηση)
Σας ζητώ Σας ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη, αλλά
ΑπάντησηΔιαγραφήμη βρίσκοντας κάποιο e-mail στην εξαιρετική ιστοσελίδα σας, θα ήθελα να σας ενημερώσω εδώ
για τα ακόλουθα Σεμινάρια
(ΚΙΝΑ:Γεωπολιτικὴ καὶ πολιτισμὸς τῆς Κίνας) από το Ίδρυμα Κιτσίκη
http://www.idkf.gr/files/Seminaria-Kina%202os%20kyklos-%20programma%20Septembriou%202010.pdf
Καλησπέρα σας Ἀνώνυμε
ΑπάντησηΔιαγραφήἜχετε δίκιο γιά τό e-mail. Σύντομα θά καλυφθῇ τό κενό. Καλά κάνατε καί ἐνημερώσατε, σᾶς εὐχαριστοῦμε γιά αὐτό, ὅπως καί γιά τά καλά σας ( κάπως ὑπερβολικά ἀλλά δέν πειράζει) λόγια
Απιστευτο! Δεν ήξερα, στο σχολειο ποτε δεν μου το ειπαν. Τώρα όμως ξέρω... Ερώτηση: Αυτός ο Γερμαναράς, ο λαχαγος Σούμπερτ και ο ταγματασφαλίτης Καπετανάκης, ξερεις κανείς τι απέγιναν. Τι τέλος είχαν?
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί νάγιναν ἄραγε; Γιά τά συγκεκριμένα πρόσωπα δέν ξέρω. Μπορῶ νά πιθανολογήσω ὅμως γιά τόν Καπετανάκη. Μέ δεδομένο ὅτι μεγάλος ἀριθμός δωσιλόγων καί ταγματασφαλιτῶν τῆς Κατοχῆς στελέχωσαν τόν κρατικό μηχανισμό τοῦ μετεμφυλιακοῦ ἐθνικόφρονος κράτους, ἴσως ὁ Καπετανάκης νά σταδιοδρόμησε ἐκεῖ. (Μαῦρο χιοῦμορ πού δέν πολυαπέχει ἀπό τήν πραγματικότητα...)
οι ανταρτες που ηταν οταν συνεβαιναν αυτα?
ΑπάντησηΔιαγραφή