Κάθισα σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τέσσερις ἀντικρυστὲς θέσεις κοντὰ στὸ παράθυρο. Καθὼς τὸ τραῖνο, σ΄ἕνα μεθυστικὸ ἡλιοβασίλεμα, διέσχιζε μὲ ταχύτητα τὸ ἀπέραντο πράσινό του τοπίου, ἔκανα μιὰ παρατήρηση γιὰ τὸ θαυμάσιο service ποὺ προσφέρει καὶ τὰ εἰσιτήρια ποὺ εἶναι ἀπίστευτα φτηνά. Δύο κουστουμαρισμένοι τύποι ποὺ κάθονταν ἀπέναντί μου, κοίταξαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁ ἕνας ἂπ΄αὐτοὺς μὲ εἶπε, σὲ ἐπικριτικὸ τόνο, πὼς αὐτὸ δὲν θὰ συνεχιζόταν. “Δεν ἔχει κανένα νόημα. Πρέπει νὰ μελετηθοῦν τρόποι ἐκσυγχρονισμοῦ τῶν συγκοινωνιῶν. Τὸ σύστημα εἶναι παράλογο. Θὰ ἦταν φτηνότερο νὰ πλήρωναν τοὺς ἐπιβάτες τοῦ τραίνου παρὰ νὰ διατηρηθεῖ τὸ τρέχον σύστημα ἐλέγχου εἰσιτηρίων, εἰδικὰ ἐὰν κανεὶς περιλάβει στὰ ἔξοδα καὶ τὶς δαπάνες συνταξιοδότησης τῶν ἐλεγκτῶν. Ἀπόλαυσε λοιπὸν τὸ δρομολόγιο, γιατί σύντομα δὲν θὰ ὑπάρχει στὴ σημερινή του μορφὴ” κατέληξε.
Εἶναι πλέον σαφές. Οἱ κουστουμαρισμένοι ἄνθρωποι τοῦ χρήματος εἰσῆλθαν στὸ κέντρο. Ἡ ἄφιξή τους ἔχει ἀκυρώσει τὴ δικαιοδοσία τοῦ κυβερνῶντος κόμματος νὰ κυβερνήσει. Ἡ κοινωνία ἀντιμετωπίζεται ὡς οἰκονομία, ὡς μαθηματικὸ πρόβλημα ποὺ λύνεται μὲ ἀνάλυση ἀριθμῶν παρὰ μὲ τὴν ἐξέταση ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ πολιτικὴ πρόταση, κόμμα, κίνημα, ὁποιοδήποτε σοβαρὸ κοινωνικὸ ὅραμα, ποὺ νὰ περιέχει τὴν αἴσθηση τῆς ἀποφασιστικότητας πὼς ὑπάρχει κάποια ἐναλλακτικὴ λύση. Τὸ ἄκουσμα τῶν συζητήσεων στὰ ραδιόφωνα, στὶς τηλεοράσεις, στὰ blogs δὲν εἶναι ἐνθαρρυντικό. Οἱ ἄνθρωποι χάνουν τὰ σπίτια τους, τὶς ἐργασίες τους, τὴν ἀξιοπρέπειά τους ὡς πολίτες καὶ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ κυβέρνηση ποὺ νὰ ἔχει στόχο νὰ ὑπερασπίσει τὰ δικαιώματά τους. Ἐπιπροσθέτως καμμιὰ σοβαρὴ προσπάθεια νὰ μεταβληθεῖ αὐτὴ ἡ ροὴ δὲν φαίνεται στὸν ὁρίζοντα ἀλλὰ ἀντιθέτως πολλὲς γιὰ νὰ ἑδραιωθεῖ. Δὲν ὑπάρχει κανένα σχεδιάγραμμα, καμμία ἡμερήσια διάταξη γιὰ τὸ πῶς τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων θὰ ἐπιλυθοῦν. Ἴσως νὰ μὴν ὑπῆρξαν ποτέ, οὔτε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μεθυστικοῦ ἡλιοβασιλέματος.
Τὸ ἀπόγευμα προτοῦ φθάσουν οἱ ἀριθμὸ-θραῦστες στὴν πόλη, καθὼς γυρίζαμε μὲ τὸ ταξί, πέσαμε πάνω σὲ μιὰ ὁμάδα διαμαρτυρόμενων μὲ ἀφίσσες ποὺ ἔλεγαν γιὰ τὶς ἐργασίες ποὺ χάνονται γιὰ τὶς περικοπὲς τῶν ἀμοιβῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο πράμα ποὺ μᾶς χρειάζεται, λέει ὁ ὁδηγός. “Οι διαμαρτυρίες δὲν εἶναι ἁπλῶς χάσιμο χρόνου, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀνεύθυνες. Ἡ χώρα χρειάζεται νὰ περάσει μερικὰ δύσκολα χρόνια προκειμένου νὰ ἀρχίσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἐπιλογή. Ἡ διαμαρτυρία δὲν θὰ ἐπιφέρει τὴν παραμικρότερη διαφορά”. Ἡ αὐτόματη θεώρηση τῶν ἀνθρώπων τοῦ χρήματος, ποὺ εἶχα στὸ μυαλό μου, ὡς μίας κακοήθους δύναμης στὸν κόσμο, ἐτέθη γιὰ λίγα λεπτὰ ὑπὸ ἀμφισβήτηση. Εἶναι, μὲ διαβεβαιώνουν τὰ μέσα ἐνημέρωσης, ἐμπειρογνώμονες στὶς περικοπὲς τοῦ κόστους τῶν δημόσιων ἐξόδων. Νομίζω πὼς ἔχω μιὰ ἰδέα γιὰ τὸ πόσο ἀφοσιωμένοι καὶ σοβαρὰ ἀπασχολημένοι μὲ τὸ ἔργο τους εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ χρήματος, εἰδικὰ στὶς ἐργάσιμες μέρες, καὶ πόσο λίγο ἐνδιαφέρον ἔχουν γιὰ τὸν τόπο, τὴν ἱστορία του, τὴν ὑπερηφάνεια τῶν κατοίκων του. Φαντάζομαι τὰ συγχισμένα βλέμματα καὶ τὴν καθαρὴ πλήξη στὰ πρόσωπά τους ὅταν ἀκοῦνε γὶ΄αὐτὰ τὰ ἀπολύτως ἄσχετα πράγματα. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ χρήματος μὲ τὰ Γερμανικὰ καὶ τὰ Σκανδιναβικὰ ὀνόματα, μὲ τὰ πέτρινα πρόσωπα καὶ τὶς ἀριθμὸ-κεφαλοκλειδωτικὲς ἀρθρώσεις, ἐπιθυμοῦν νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους καὶ μετὰ νὰ πᾶνε στὰ σπίτια τους.
Θὰ μποροῦσα νὰ ἀπαριθμήσω πολλὰ καφενεῖα στὶς μικρὲς συνοικίες τῆς πόλης, διάφορες βιβλιοθῆκες, μουσεῖα τέχνης, θέατρα στὸ κέντρο της, νὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματα μερικῶν συγγραφέων ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ διαβάζουν τὸ βράδυ ποὺ γυρίζουν ἐξουθενωμένοι στὸ ξενοδοχεῖο τους, ἀλλὰ ξέρω πὼς εἶναι πολυάσχολοι, καὶ ἐργάζονται σκληρὰ μέχρι ἀργὰ τὴ νύχτα γιὰ νὰ περισώσουν τὴν οἰκονομία...
Εἶναι πλέον σαφές. Οἱ κουστουμαρισμένοι ἄνθρωποι τοῦ χρήματος εἰσῆλθαν στὸ κέντρο. Ἡ ἄφιξή τους ἔχει ἀκυρώσει τὴ δικαιοδοσία τοῦ κυβερνῶντος κόμματος νὰ κυβερνήσει. Ἡ κοινωνία ἀντιμετωπίζεται ὡς οἰκονομία, ὡς μαθηματικὸ πρόβλημα ποὺ λύνεται μὲ ἀνάλυση ἀριθμῶν παρὰ μὲ τὴν ἐξέταση ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ πολιτικὴ πρόταση, κόμμα, κίνημα, ὁποιοδήποτε σοβαρὸ κοινωνικὸ ὅραμα, ποὺ νὰ περιέχει τὴν αἴσθηση τῆς ἀποφασιστικότητας πὼς ὑπάρχει κάποια ἐναλλακτικὴ λύση. Τὸ ἄκουσμα τῶν συζητήσεων στὰ ραδιόφωνα, στὶς τηλεοράσεις, στὰ blogs δὲν εἶναι ἐνθαρρυντικό. Οἱ ἄνθρωποι χάνουν τὰ σπίτια τους, τὶς ἐργασίες τους, τὴν ἀξιοπρέπειά τους ὡς πολίτες καὶ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ κυβέρνηση ποὺ νὰ ἔχει στόχο νὰ ὑπερασπίσει τὰ δικαιώματά τους. Ἐπιπροσθέτως καμμιὰ σοβαρὴ προσπάθεια νὰ μεταβληθεῖ αὐτὴ ἡ ροὴ δὲν φαίνεται στὸν ὁρίζοντα ἀλλὰ ἀντιθέτως πολλὲς γιὰ νὰ ἑδραιωθεῖ. Δὲν ὑπάρχει κανένα σχεδιάγραμμα, καμμία ἡμερήσια διάταξη γιὰ τὸ πῶς τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων θὰ ἐπιλυθοῦν. Ἴσως νὰ μὴν ὑπῆρξαν ποτέ, οὔτε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μεθυστικοῦ ἡλιοβασιλέματος.
Τὸ ἀπόγευμα προτοῦ φθάσουν οἱ ἀριθμὸ-θραῦστες στὴν πόλη, καθὼς γυρίζαμε μὲ τὸ ταξί, πέσαμε πάνω σὲ μιὰ ὁμάδα διαμαρτυρόμενων μὲ ἀφίσσες ποὺ ἔλεγαν γιὰ τὶς ἐργασίες ποὺ χάνονται γιὰ τὶς περικοπὲς τῶν ἀμοιβῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο πράμα ποὺ μᾶς χρειάζεται, λέει ὁ ὁδηγός. “Οι διαμαρτυρίες δὲν εἶναι ἁπλῶς χάσιμο χρόνου, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀνεύθυνες. Ἡ χώρα χρειάζεται νὰ περάσει μερικὰ δύσκολα χρόνια προκειμένου νὰ ἀρχίσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἐπιλογή. Ἡ διαμαρτυρία δὲν θὰ ἐπιφέρει τὴν παραμικρότερη διαφορά”. Ἡ αὐτόματη θεώρηση τῶν ἀνθρώπων τοῦ χρήματος, ποὺ εἶχα στὸ μυαλό μου, ὡς μίας κακοήθους δύναμης στὸν κόσμο, ἐτέθη γιὰ λίγα λεπτὰ ὑπὸ ἀμφισβήτηση. Εἶναι, μὲ διαβεβαιώνουν τὰ μέσα ἐνημέρωσης, ἐμπειρογνώμονες στὶς περικοπὲς τοῦ κόστους τῶν δημόσιων ἐξόδων. Νομίζω πὼς ἔχω μιὰ ἰδέα γιὰ τὸ πόσο ἀφοσιωμένοι καὶ σοβαρὰ ἀπασχολημένοι μὲ τὸ ἔργο τους εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ χρήματος, εἰδικὰ στὶς ἐργάσιμες μέρες, καὶ πόσο λίγο ἐνδιαφέρον ἔχουν γιὰ τὸν τόπο, τὴν ἱστορία του, τὴν ὑπερηφάνεια τῶν κατοίκων του. Φαντάζομαι τὰ συγχισμένα βλέμματα καὶ τὴν καθαρὴ πλήξη στὰ πρόσωπά τους ὅταν ἀκοῦνε γὶ΄αὐτὰ τὰ ἀπολύτως ἄσχετα πράγματα. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ χρήματος μὲ τὰ Γερμανικὰ καὶ τὰ Σκανδιναβικὰ ὀνόματα, μὲ τὰ πέτρινα πρόσωπα καὶ τὶς ἀριθμὸ-κεφαλοκλειδωτικὲς ἀρθρώσεις, ἐπιθυμοῦν νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους καὶ μετὰ νὰ πᾶνε στὰ σπίτια τους.
Θὰ μποροῦσα νὰ ἀπαριθμήσω πολλὰ καφενεῖα στὶς μικρὲς συνοικίες τῆς πόλης, διάφορες βιβλιοθῆκες, μουσεῖα τέχνης, θέατρα στὸ κέντρο της, νὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματα μερικῶν συγγραφέων ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ διαβάζουν τὸ βράδυ ποὺ γυρίζουν ἐξουθενωμένοι στὸ ξενοδοχεῖο τους, ἀλλὰ ξέρω πὼς εἶναι πολυάσχολοι, καὶ ἐργάζονται σκληρὰ μέχρι ἀργὰ τὴ νύχτα γιὰ νὰ περισώσουν τὴν οἰκονομία...
Μέ τό "Οἱ ἄνθρωποι τοῦ χρήματος μὲ τὰ Γερμανικὰ καὶ τὰ Σκανδιναβικὰ ὀνόματα" , μοῦ θύμισες κάτι ἀναρτήσεις πού εἶχα κάνει παλιότερα μέ κειμενάκια τοῦ Βακαλόπουλου γιά τόν ξανθό κόσμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήἩ ἅλωση τοῦ πολιτισμοῦ(2) -"Ἀνάπτυξη", τελεῖα καί παύλα,
Μέ τόν τίτλο μοῦ ἔδωσες ἀφορμή γιά ἔνα ἑπόμενο θεματάκι. Λόγῳ τῆς ἔκτασης πού θά πάρει δέν τό βάζω σάν σχόλιο.
Ἕνα ἐρώτημα καί μιά παρατήρηση μόνο: α) Ποιός δημιούργησε καί ποιός ἄνοιξε τόν δρόμο στούς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος; Παντοῦ, ὄχι μόνο έδῶ.
β) Σέ μιά σχέση ἐκμεταλλευτῆ - ἐκμεταλλευόμενου, μετά τήν πειρατική εἰσβολή τοῦ ἐκμεταλλευτῆ, βασικός ὑπεύθυνος γιά τήν ἀνατροπή ἤ τήν παγίωσή της εἶναι ὁ ἐκμεταλλευόμενος ὄχι ὁ ἐκμεταλλευτής.
Ναι στη σχέση εκμεταλλευτή-εκμεταλλευόμενου βασικός υπεύθυνος για τη μοίρα του είναι ο εκμεταλλευόμενος. Βέβαια εδώ ο ορισμός των καταστάσεων είναι λίγο πιό δυσχερής καθώς το παιχνίδι παίζεται με μεσάζοντες (άντε πάλι συνωμοσιολογία) και υπάρχει και το στοιχείο της συστηματικής παραπλάνησης που στρέφει την μιά εκμεταλευόμενη ομάδα εναντίον της άλλης.
ΑπάντησηΔιαγραφή