Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Ρῆγμα στόν κρόταφο

Ἕκτωρ Κακναβάτος

Αὐλίδα - Σχόλιο

Ἐστὶ οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως
σπουδαίας καὶ τελείας...
Ἀριστοτέλης
Σοὺ 'λαχε νὰ δεῖς τέτοια ἀπανεμιὰ πρὶν τὸ χαμὸ
ὅπως ἡ γόμωση ὀβίδας;
Κάποιος ρωτοῦσε γιὰ ποῦ θὰ κινούσανε τὰ πλοῖα
Γιατί κατάπεσε ὁ ἄνεμος
Γιατί σὰ χύμηξε ὁ χαλκὸς ἴσα στὸ λαιμό της
τὸν εἶπαν πετεινὸ
πού τὴ σφάξανε;

...κι οἱ θάμνοι γύρω σαστισμένοι
βουβαμένο κόλυβο ὕπνωνε τὴ χούφτα
τὸ σκυλὶ ἀπόμακρο αὐτοπυρπολήθηκε

στὸ γιαλὸ ἀκούστηκαν πατούσες•
εἶπαν, ἡ ψυχή της ποὺ ἔφευγε
Καὶ τότες — χίλιοι ταῦροι —
ἀπὸ τὸν ἀνοιγμένο της λαιμὸ σηκώθηκε
οὔριος ἄνεμος
— Ἀχαιοί, στὰ πλοῖα...

Ἂν ὄχι τίποτ' ἄλλο
κι ἂν σακατεύτηκαν κι ἂν δὲν ἔμεινε σανίδα
ἀπ' τὰ καράβια
κι ἂν ἡ Τροία
«καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς εὐμελίοιο Πριάμοιο»
ἂν ὅλα πῆγαν κατ' ἀνέμου
τουλάχιστον αὐτό: ἡ σφαγὴ χρησίμεψε
νὰ εἶναι ἀλάθητος ὁ λόγος σου
νὰ 'σαι κι ἐλόγου σου γιὰ Νόμπελ Σταγειρίτη.

Κάποιος ρωτοῦσε ἂν προβλέπεται
ποινικὴ παρακαμπτήριος
γιὰ ἀθλιότητες δεδοξασμένων.



Σχέδιο γιὰ ἄλλοθι
Τὸ σκυλί μου κόπια τοῦ ὄγδοου αἰώνα
κομμένο στὰ τέσσερα
μ' ἄλλους σακατεμένους κώδικες
λέω νὰ τὸ πουλήσω γιὰ πατατόσπορο

ἔχω παιδιὰ νὰ θρέψω
θέλει πισσόχαρτο ἡ στέγη μου
θέλει καλαμπόκι τὸ κοτέτσι
θέλουν τὰ ποντίκια μου τυρὶ
τὴν Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στὸ στρῶμα μου

καὶ βρέχει


Περὶ τελείας καύσεως
Κάποτε τὸ σκαθάρι βαριεστᾶ
Σοῦ γυρνᾶ τὶς πλάτες κι ἀλαργεύει,
ὅτι δὲν τοῦ πάει ἡ μεταφυσικὴ,
μόνο ἡ κιθάρα του κι ἕνας σβῶλος κοκκινόχωμα
ἴσα νὰ κλείσει ἡ ἐμπατὴ,
νὰ κλειστεῖ βαθιὰ ἐκεῖ κάτω
νὰ μὴ μαθαίνει,
καὶ μόνο σὰν ἔρθει ὁ καιρὸς
ἀπάνω νὰ διαβαίνουν τὰ νερὰ
καὶ στὴν εὐλογημένη λάσπη νὰ βουλιάζουνε τὰ κάρα,
ν' ἀκούει νὰ θυμᾶται.


Αἰθαλομάζα

Πέφτανε μπαμπάκια ματωμένα ἀπ' τὸ φεγγάρι
Μπηγμένες μπαντερίγιες στὰ μηλίγγια του ὁ τορέρο
ἀνέβαινε ψηλὰ μὲ τὰ ποδήλατα τοῦ ἀγέρα

Λάμπες φθορίου κατέβαζε ὁ Ρίο Ἔμπρο
οἱ μπαταρίες σβήνανε στὸ sanyo
δὲν σ’ ἄκουα πιὰ
ποῦ τραβοῦσες ἀνατολικὰ μὲ τὶς ὁμίχλες
Παρμενίωνα γεροπεισματάρη…

ἔτσι κάτω ἀπ’ τὶς μαρκίζες
σάπιζεν ὁ Αὔγουστος.


Ρῆγμα στὸν κρόταφο
Μὲ τί ἀκόμα νὰ μετροῦσα τῆς γενιᾶς μου
τὸ ἐμβαδόν;
Μὲ τί ἄλλο.
Ὁ πλανήτης ἔτριζε ἀπὸ αἱμοφιλία
ἀπ’ τῆς γενιᾶς μου ὅλα τὰ ἔναστρα
τὶς ἐννιὰ στοῖβες ὄνειρα ποὺ ἔδωσα
ὅλα σπάνιες πέτρες,
νὰ φύγει ὁ κόμπος στὸ λαιμό.
Ὁ πλανήτης ἔτριζε
μὲ τὶς περήφανες σιωπές μου,
τὰ συνομήλικά μου σχήματα, τὶς φωταψίες,
τὰ μανάλια ποὺ
ἀκόμα φέγγουνε ὅλα σ’ ἐκκλησιὲς κρυφές.
Ὅμως τὸ ρῆγμα στὸν κρόταφο
ἀπ’ τὴ ριπή σου πίκρα
ἐννιὰ μίλια ρῆγμα ἡ διάψευση
στὸν κρόταφο.


Ἡ φυλή μου ἐμένα μὲ τὸ ἀνέφικτο

Ὁ στόμφος ἐκούρασε• σύμφωνοι.
Τὸ θάμπος δυνάστεψε, τοῦ λόγου,
ὡς τὴν παραμόρφωση•
καὶ πάλι σύμφωνοι.
Ἄσχετο ποὺ μὲ τούς ἀστοὺς μακάρια πιὰ
παρακμάζει• σωστά.
Λένε σὲ τόνο χαμηλὸ ἐξομολόγησης
– συγγνώμη• ποιὸς τάχα δὲν πρέπει ν’ ἀκούει τώρα;
Μὴ διακόπτεις• λοιπὸν εἴπαμε σὲ τόνο χαμηλὸ
γιὰ τὴ βαθιὰ πληγὴ νὰ λέμε,
ἂν πρέπει σώνει καὶ καλὰ νὰ λὲς γιὰ δαύτην,
κι ἂς εἶναι ἄβυσσο
κι ἂς εἶναι ἀπὸ σκοτάδι πιὸ ἄρρητη.
Χά…
Μὰ ἡ φυλή μου ἐμένα
πού νύχτα μονομαχεῖ καὶ μέρα μὲ τὸ ἀνέφικτο;
καὶ πού ἀνηφορίζει;
Κι ἀκόμα τοῦ κρανίου τόπο ἀνήφορο κι ἀκόμα;
Σὲ τόνο χαμηλὸ τί θ’ ἀκουστεῖ;
Ποιὸς τάχα δὲν πρέπει ν’ ἀκούει τώρα;
Ἀφήνω πού, αὐτὸ μας ἔλλειπε,
θ’ ἀκούγεται ὡσὰν εὐχαριστῶ
στὸν ἐξοχότατο κανάγια.


Λέγοντας πέτρες
Ἀλλιῶς δὲ γίνονταν ὡς φαίνεται.
Ἀρχὴ ἀρχὴ ἀκέραιος καὶ βόνασος,
ὕστερα χίλια κομμάτια μὲ τὴν ἄρνηση
κλασματικὸς ἀκόμα ὑπῆρχες
συνεχίστηκες σημάδι ἀπὸ πουλιὰ
ἢ τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειὲς
κ’ εὐθεῖες κάθετες, ὥσπου χαμήλωνες
τσακίδια καὶ μαδάρες καταμεσὶ τῶν ἀριθμῶν,
ὥσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα ποὺ δὲν ἔλεε νὰ σωπάσεις…
… χαρτογραφοῦσες τὸν πηλὸ αὐτὸν τὸ δαίμονα
τὴ φτερούγα μέσα σου ποὺ ἔτρεμε κ’ ἐμίλειε
λέγοντας πέτρα περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σῶστε τὸ παράλογο
τὸ ἄλλο σας ἐντόσθιο ποὺ ἅρπαξε τὸ σκυλὶ
καὶ χάθηκε πρὸς τὰ οἰνόφυτα τοῦ γαλαξία…
Ὅλην τὴ νύχτα τουφεκοῦσες ἕνα φεγγάρι
κόκκινο•
τὸ πρωὶ σὲ βρήκανε μὲς στ’ ἀποτσίγαρα.


Τροχιὰ
Τώρα μεσ’ ἀπ’ τὸ στῆθος μου περνᾶς
μὲ ἀνοίγματα ἐρημιᾶς
ἀφήνοντας χρυσὰ νομίσματα
σὰν ἥλιος μεσ’ ἀπὸ κοφίνια
πού τὰ ξεπάτωσε ἡ σιωπή,
ἀμνημόνευτη ἀλλιῶς σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους.
Γιὰ κεῖνο τὸ ἄσπρο ἀνάμεσα τοῦ τρία
καὶ τοῦ τέσσερα χρεώθηκα βροχὲς
τὸ αἷμα δύο ἀσβῶν πίσω ἀπὸ σκοίνα
καὶ μία γονυκλισία μέρες τοῦ Ἀκαθίστου,
νὰ μὴν εἶναι θάνατος οὔτε ἐνωμοτία
τοῦ Σεπτέμβρη,
οὔτε ἡ μπόλια τοῦ μεσημεριοῦ
ἁπλωμένη ἀνάμεσα τοῦ ὕπνου τῶν ἀλόγων.
Ἔτσι θὰ περιμένεις Μάη Ἰούλιο
ἴσως καὶ Αὔγουστο
κάνε δύο δεκαετίες μὲ κολεόπτερα καὶ βάλε
μπορεῖ καὶ αἰώνα
μήγαρις βγῶ ἀπὸ νερὰ ἀλλοιωμένος
καὶ γίνει φῶς καὶ γίνει σκότος
ἡμέρα πρώτη της δημιουργίας.


Χάθηκες μέσα σὲ κάτι ἄσπρο
Ἡ φλόγα κόρωσε μόλις ἀγγίξανε δύο σύμφωνα
ὁ δρόμος στένευε μὲ λέξεις ψόφιες
πού μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σὲ κάτι ἄσπρο.
Τοῖχοι, ἀφίσες, ἡ πρώτη τοῦ μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ
Σκεφτόμουνα πλάϊ σὲ ρουμπινέτα
τὸ πρόβλημα τοῦ Αἴγισθου:
διαβῆτες, Κλυταιμνῆστρες, τρίγωνα
τὰ τσιγάρα μου ποὺ τελείωσαν
τὸ πρόβλημα τῆς ἀποχέτευσης
σὲ διαμερίσματα Ἐρινύων
τὸ δυσκίνητο λεωφορεῖο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΑ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
τὸ κοφτερὸ τσεκούρι
ἡ μόνη λύση σὲ Μυκῆνες.
Κόφ’ το λοιπὸν νὰ τελειώνουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου